Μια τεράστια κοινότητα χιμπατζήδων, με μοναδική στον κόσμο συμπεριφορά, ακόμη και δικά της «έθιμα», ανακαλύφθηκε πρόσφατα σε ένα απομονωμένο δάσος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και τώρα περιγράφεται λεπτομερώς σε μία νέα έκθεση.
Μια τεράστια κοινότητα χιμπατζήδων, με μοναδική στον κόσμο συμπεριφορά, ακόμη και δικά της «έθιμα», ανακαλύφθηκε πρόσφατα σε ένα απομονωμένο δάσος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και τώρα περιγράφεται λεπτομερώς σε μία νέα έκθεση.
Αψηφώντας ένοπλους αστυνομικούς και παραστρατιωτικούς, ερευνητές από το Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ της Λειψίας και το πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ διένυσαν χιλιάδες χιλιόμετρα για να φθάσουν σε μια έκταση 50.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων παρθένου δάσους, όπου πιστεύεται πλέον ότι κατοικεί ο μεγαλύτερος πληθυσμός χιμπατζήδων της Αφρικής. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι αριθμεί δεκάδες χιλιάδες μέλη και ενδέχεται να είναι ο τελευταίος ενιαίος πληθυσμός στην άγρια φύση.
Οι ανατολικοί χιμπατζήδες, όπως ονομάστηκαν, ζουν στο δάσος Μπίλι-Γκάνγκου, το οποίο είναι γεμάτο λαθροκυνηγούς και παραστρατιωτικούς. Ανεκδοτολογικές αφηγήσεις έκαναν λόγο για την ύπαρξη ενός πληθυσμού μεγάλων πιθήκων, οι οποίοι σκότωναν και έτρωγαν λεοπαρδάλεις, όμως οι μαρτυρίες τους διερευνήθηκαν μόλις την περασμένη δεκαετία.
Οι ερευνητές αναφέρθηκαν για πρώτη φορά στη συγκεκριμένη κοινότητα το 2005, όμως η νέα έκθεσή τους, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Biological Conservation, συνοδεύεται ακόμη και από μαγνητοσκοπημένες εικόνες του τεράστιου πληθυσμού και των συνηθειών της. Σε αυτές περιλαμβάνεται το κυνήγι και η κατανάλωση λεοπαρδάλεων, η χρήση εργαλείων για τη συλλογή εντόμων και γιγαντιαίων αφρικανικών σαλιγγαριών, αλλά και η κατασκευή φωλιών στο έδαφος, σε πολύ μεγαλύτερη συχνότητα απ’ ό,τι έχει παρατηρηθεί σε άλλους χιμπατζήδες.
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι ένας μεγάλος και εξαπλωμένος πληθυσμός χιμπατζήδων κατοικεί στα δάση και τις σαβάνες της βόρειας Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό», δήλωσε ο Θέρστον Χικς, ειδικός στα πρωτεύοντα θηλαστικά από το ινστιτούτο της Λειψίας. «Ο πληθυσμός είχε περάσει απαρατήρητος μέχρι σήμερα και ενδέχεται να είναι ο μοναδικός βιώσιμος για το συγκεκριμένο υποείδος, το οποίο όμως στερείται κάθε προστασίας αυτή τη στιγμή.»
Έχοντας μελετήσει τον πληθυσμό επί σχεδόν μία δεκαετία, οι ερευνητές λένε ότι παρέμεινε σταθερός, όμως πρόσφατα βρήκαν τις πρώτες ενδείξεις ότι ενδέχεται να απειλείται από λαθροθήρες που κυνηγούν άγρια ζώα για να πουλήσουν το κρέας τους. Οι ίδιοι προειδοποιούν ότι «χωρίς τα κατάλληλα μέτρα προστασίας, σύντομα ενδέχεται να υποκύψει στους ίδιους παράγοντες που εξολοθρεύουν πληθυσμούς σε άλλες περιοχές.»