Κόσμος
Παρασκευή, 07 Φεβρουαρίου 2014 16:55

Ταϊλάνδη: Το πόκερ για την εξουσία μεταξύ «κίτρινων» και «κόκκινων»

Πού εδράζεται η σύγκρουση η οποία έχει ξεσπάσει τους τελευταίους μήνες στην Ταϊλάνδη μεταξύ των δύο βασικών πολιτικών ρευμάτων της χώρας;

Από τον Νοέμβριο η Ταϋλάνδη - κυρίως η πρωτεύουσα της Μπανγκόκ -  βρίσκεται στην δίνη αντικυβερνητικών διαδηλώσεων και ταραχών με αφορμή την πρόταση νόμου της κυβέρνησης για χορήγηση αμνηστίας, η οποία θα άνοιγε κατά πολλούς τον δρόμο της επιστροφής από το εξωτερικό στον πρώην πρωθυπουργό και καταδικασθέντα ερήμην για διαφθορά Θακσίν Σιναουάτρα.

Η πρωθυπουργός Γίνγκλακ Σιναουάτρα, νεότερη αδελφή του Θακσίν, εν μέσω των ταραχών, ανέστειλε το νομοσχέδιο και διέλυσε την Βουλή, ανακοινώνοντας παράλληλα την διενέργεια πρόωρων εκλογών για τις 2 Φεβρουαρίου.

Ούτε η συγκεκριμένη εξέλιξη, ωστόσο, εκτόνωσε την κρίση. Οι διαδηλωτές υπό την ηγεσία του Σουθέπ Θαουγκσμπάν, πρώην αναπληρωτή πρωθυπουργού και βουλευτή του Δημοκρατικού Κόμματος  της αξιωματικής αντιπολίτευσης,  αποφάσισαν να μποϋκοτάρουν την εκλογική διαδικασία και μάλιστα να την παρεμποδίσουν καταλαμβάνοντας εκλογικά κέντρα, πράγμα που έκαναν επηρεάζοντας την ψηφοφορία τουλάχιστον στο 10% των εκλογικών τμημάτων.

Το Δημοκρατικό κόμμα το οποίο στηρίζει τους διαδηλωτές είχε ήδη ανακοινώσει ότι δεν θα λάβει μέρος στις εθνικές εκλογές, «βαθαίνοντας» το πολιτικό αδιέξοδο.

Ο παράγοντας Θακσίν

Ο Θακσίν Σιναουάτρα, δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας,  αποτελεί αδιαμφισβήτητα μία πολωτική φυσιογνωμία στην δημόσια ζωή της Ταϋλάνδης.

Εκλέχθηκε πρωθυπουργός το 2001 και κατά την διάρκεια της θητείας του εφήρμοσε λαοφιλή μέτρα - όπως ελάφρυνση των χρεών των αγροτών, επιδότηση στις τιμές ρυζιού με εγγύηση πάνω από τις τιμές της αγοράς, δημόσια έργα στην επαρχία - υπέρ των πολυπληθών φτωχών αγροτικών πληθυσμών που εντοπίζονται στα βορειοανατολικά της χώρας, καθώς και των εργατών της πρωτεύουσας που προέρχονται από την επαρχία.

Χάριν των συγκεκριμένων μέτρων, τα οποία τον κατέστησαν δημοφιλή, του στους εν λόγω πληθυσμούς, κατήγαγε άλλη μία εκλογική νίκη το 2005.

Δεν έλειψαν, ωστόσο, οι κατηγορίες εναντίον του περί εκτεταμένης διαφθοράς, ύποπτων ιδιωτικοποιήσεων, παράνομου πλουτισμού και πάρα πολλών σκοτεινών εξωδικαστικών εκτελέσεων κατά την διάρκεια της κυβερνητικής εκστρατείας κατά των ναρκωτικών.

Παλαιά εναντίον νέας ελίτ

Η ελίτ της Μπανγκόκ, δηλαδή ο στρατός, η πανίσχυρη βασιλική οικογένεια και τα ανώτερα στρώματα, συν τοις άλλοις, τον έβλεπαν με καχυποψία καθώς δυσφορούσαν με τις μεγάλες δημόσιες δαπάνες για τους «παρίες» στα βορειοανατολικά.

Το 2006 Ταξίν ξέσπασε κύμα διαδηλώσεων κατά του Θακσίν. Οι διαδηλωτές ήταν οι λεγόμενοι «κίτρινοι» και το επίσημο όνομά τους ήταν - τότε - Λαϊκή Συμμαχία για τη Δημοκρατία. Οι κίτρινες μπλούζες και  πουκάμισα ήταν το σήμα κατατεθέν τους.

Η επιλογή του εν λόγου χρώματος δεν ήταν διόλου τυχαία, καθώς αντανακλά το χρώμα του βασιλιά της χώρας και αποτελεί σαφέστατη πολιτική τοποθέτηση. Οι «κίτρινοι» αποτελούνταν από βασιλόφρονες εθνικιστές, καθώς και αστούς  μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων της Μπανγκόγκ.

Το πραξικόπημα

Οι «κίτρινοι» κατηγορούσαν τον Θακσίν για ασέβεια προς το πρόσωπο του βασιλιά Μπουμιμπόλ Αντουλγιαντέι και εθνική προδοσία. Επίσης υποστήριζαν ότι οι αγροτικοί πληθυσμοί που τον στηρίζουν είναι αμόρφωτοι και δεν θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να ψηφίζουν.

Καλούσαν μάλιστα τον στρατό, ο οποίος έχει σημαίνοντα ρόλο στην χώρα και ενεργή παρέμβαση στην πολιτική (σημειώνεται ότι ο στρατός έχει κάνει 18 απόπειρες πραξικοπήματος τα τελευταία 80 χρόνια), να κάνει πραξικόπημα, κάτι το οποίο εντέλει έγινε στις 19 Σεπτεμβρίου 2006, ενόσω ο Θακσίν βρισκόταν στη Νέα Υόρκη.

Από τότε ο τελευταίος δεν έχει επιστρέψει στην χώρα.

Η αντεπίθεση των Σιναουάτρα

Το πραξικόπημα προκάλεσε σφοδρές και μαζικές αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας. Οι επονομαζόμενοι «κόκκινοι» ή αλλιώς το  Ενωμένο Δημοκρατικό Μετώπο κατά της Δικτατορίας (UDD), ξεχύθηκαν στους δρόμους της Μπανγκόκ και καταδίκασε το πραξικόπημα και τους υποστηρικτές του «κίτρινους», διαδηλώνοντας υπέρ του Θακσίν.

Οι διαδηλωτές με τα κόκκινα πουκάμισα αποτελούνται κυρίως από αγρότες, εργάτες, φοιτητές και πρώην μέλη του ΚΚ Ταϊλάνδης.

Υστέρα από 18 μήνες, στις εκλογές, επικράτησε το μπλοκ των δυνάμεων του Σιναουάτρα.

Πολύ σύντομα, ωστόσο, μία απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου διαλύει το κόμμα τους.

Αποτέλεσμα να γίνει πρωθυπουργός ο  Αμπχίζιτ Βετζατζίβα του Δημοκρατικού Κόμματος, κάτι που προκάλεσε εκ νέου μαζικές διαδηλώσεις από τους «κόκκινους».

Οι διαδηλώσεις σημαδεύτηκαν από τρομακτική καταστολή και υπολογίζεται ότι περίπου 90 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους, κυρίως από το στρατόπεδο των «κόκκινων».

Ο Σουθέπ Θαουγκσμπάν, ηγέτης των σημερινών διαδηλώσεων και ο Βετζατζίβα είναι κατηγορούμενοι για την απόφαση σκληρής καταστολής των διαδηλώσεων του 2010, καθώς διατελούσαν τότε πρωθυπουργός και αναπληρωτής πρωθυπουργός αντίστοιχα.

Από 2001 και ύστερα οι φιλο-σιναουατρικές δυνάμεις έχουν νικήσει σε όλες τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις.

Οι εύθραυστες ισορροπίες της Γίνγκλακ

Έχει υποστηριχθεί ότι η Γίνγκλακ Σιναουάτρα, όταν εκλέχθηκε πρωθυπουργός το 2011, προέβη σε μία άτυπη συμφωνία με τον στρατό και τον βασιλιά.

Συμφώνησε, συγκεκριμένα, να μην πειράξει τους πραξικοπηματίες και να μην επαναφέρει τον αδελφό της Θακσίν στην χώρα, ώστε να έχει την ανοχή τους.

Στην αρχή εμφανίστηκε ως αυτόνομη και μετριοπαθής στις κινήσεις της, ωστόσο το πρόσφατο προταθέν νομοσχέδιο έχει χαρακτηρισθεί από αναλυτές ως «στρατηγικό λάθος», καθώς ενίσχυσε τις φωνές εκείνων που έλεγαν ότι ο Θακσίν ρίχνει την σκιά του πάνω από την κυβέρνηση.

Η Γίνγκλακ Σιναουάτρα χαρακτηρίζεται από τους αντικυβερνητικούς διαδηλωτές ως μαριονέτα του αδελφού της. Γνωρίζοντας ότι δεν μπορούν να επικρατήσουν εκλογικά, οι τελευταίοι ζητούν ένα διορισμένο «λαϊκό συμβούλιο» να αντικαταστήσει την εκλεγμένη κυβέρνηση.

Ο βασιλιάς  Μπουμιμπόλ Αντουλγιαντέι – ο οποίος θεωρείται σύμφωνα με το περιοδικό Forbes o πλουσιότερος μονάρχης του κόσμου με περιουσία περίπου 30 δις δολαρίων και βρίσκεται στον θρόνο 67 χρόνια - έχει μέχρι στιγμής δημοσίως κρατήσει ίσες αποστάσεις. Το γεγονός ότι είναι 86 χρονών και με ασταθή υγεία αυξάνει τον ρόλο του στενού του κύκλου συμβούλων.