Γάλλοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι επινόησαν μια μέθοδο για την ταχύτερη παραγωγή καυσίμου υδρογόνου, η οποία θα μπορούσε να επισπεύσει την υιοθέτησή του σε ευρεία κλίμακα, π.χ. στα αυτοκίνητα - κάτι που μέχρι σήμερα θεωρείται πρακτικά αδύνατο λόγω του μεγάλου κόστους.
Γάλλοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι επινόησαν μια μέθοδο για την ταχύτερη παραγωγή καυσίμου υδρογόνου, η οποία θα μπορούσε να επισπεύσει την υιοθέτησή του σε ευρεία κλίμακα, π.χ. στα αυτοκίνητα - κάτι που μέχρι σήμερα θεωρείται πρακτικά αδύνατο λόγω του μεγάλου κόστους.
Μέσα σε μια κυψελίδα άκμονος διαμαντιού οι ερευνητές συνδύασαν νερό, οξείδιο του αργιλίου και το ορυκτό ολιβίνη. Προσπαθώντας να αναπαραγάγουν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια τις συνθήκες που επικρατούν σε βάθος διπλάσιο από το βαθύτερο σημείο των ωκεανών, εκεί όπου παράγεται με φυσικό τρόπο το υδρογόνο, ρύθμισαν τη θερμοκρασία στους 200 με 300 βαθμούς Κελσίου και την πίεση στα 2 kilobar για 24 ώρες.
Στο φυσικό περιβάλλον, όταν το νερό ενώνεται με τον ολιβίνη σε συνθήκες πίεσης, ο βράχος αντιδρά με τα άτομα οξυγόνου από το νερό, μετατρέποντας τον ολιβίνη σε ένα άλλο ορυκτό, το σερπεντίνη, ο οποίος έχει φολιδωτή επιφάνεια όπως του φιδιού. Η ίδια διεργασία διαχωρίζει τα μόρια υδρογόνου από αυτά του οξυγόνου στο νερό.
«Κάναμε ένα από τα προκαταρκτικά βήματα για την παραγωγή ενέργειας χωρίς την απελευθέρωση διοξειδίου του άνθρακα», δήλωσε στο Reuters η Μυριέλ Αντρεανί, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας του πανεπιστημίου της Λιόν που σε συνθήκες εργαστηρίου επιτάχυνε τη φυσική διαδικασία κατά 7 έως 50 φορές με την προσθήκη οξειδίου του αργιλίου.
Η πιο διαδεδομένη, σήμερα, τεχνολογία παραγωγής υδρογόνου με το διαχωρισμό του από το φυσικό αέριο, απαιτεί θερμοκρασίες περίπου 700 βαθμών Κελσίου και επιπλέον απελευθερώνει διοξείδιο του άνθρακα. Η νέα διαδικασία, η οποία περιγράφεται στην επιθεώρηση American Mineralogist, απαιτεί χαμηλότερες θερμοκρασίες οδηγώντας στην εξοικονόμηση ενέργειας και χρημάτων.
Επιστήμονες, ωστόσο, επισημαίνουν ότι χρειάζονται περισσότερες έρευνες προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα ευρήματα των ερευνητών της Λιόν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε εμπορική κλίμακα, προειδοποιώντας ότι ίσως χρειαστεί να περάσουν ολόκληρες δεκαετίες.