Κόσμος
Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2013 15:22

Γερμανία: Νέα αίτηση για να κριθεί παράνομο το ακροδεξιό NPD

Το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο καταθέτει εντός της ημέρας αίτηση απαγόρευσης του ακροδεξιού, φιλοναζιστικού κόμματος NPD.

Το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο καταθέτει εντός της ημέρας αίτηση απαγόρευσης του ακροδεξιού, φιλοναζιστικού κόμματος NPD (Εθνικό Κόμμα Γερμανίας). Πρόκειται για τη δεύτερη απόπειρα σε ομοσπονδιακό επίπεδο μετά από την αντίστοιχη του 2003, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle.

Το κόμμα καταφέρεται συχνά με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς στους μετανάστες και στους πρόσφυγες. Γεγονότα όπως οι διαμαρτυρίες μελών του στο Βερολίνο κατά της φιλοξενίας αιτούντων άσυλο σε κτήριο και η διανομή προφυλακτικών «σε μετανάστες και επιλεγμένους Γερμανούς» κατά τη διάρκεια του τελευταίου προεκλογικού αγώνα στη Γερμανία καθιστούν, σύμφωνα με τους εκπροσώπους των τοπικών κοινοβουλίων της χώρας οι οποίοι συγκροτούν το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο, αυταπόδεικτη την αντισυνταγματικότητα του NPD, το οποίο εκπροσωπείται κοινοβουλευτικά σε δύο ομόσπονδα κρατίδια.

Ο σχετικός φάκελος θα σταλεί στο γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης.

Την αισιοδοξία των κρατιδίων δεν συμμερίζεται, ωστόσο, ο γερμανός υπουργός Εσωτερικών Χανς-Πέτερ Φρίντριχ. «Ας χάσουν μόνα τους τα κρατίδια», σχολίασε σύμφωνα με το περιοδικό Spiegel ο χριστιανοκοινωνιστής πολιτικός. Πρέπει να σημειωθεί ότι η γερμανική κυβέρνηση και το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο δεν συμμετέχουν στην πρωτοβουλία απαγόρευσης του NPD.

Η σχετική αίτηση δεν έχει βλέψεις επιτυχίας, εκτιμά η πολιτική επιστήμονας της Ανώτατης Σχολής του Ντόρτμουντ, Κλαούντια Λούτσαρ. Όπως επισημαίνει, «η νέα αίτηση δεν περιέχει νέα στοιχεία. Πιστεύω ότι δεν θα έχει αποτέλεσμα».

Το 2003, επί καγκελαρίας του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ, είχε αποτύχει παρόμοια πρωτοβουλία της γερμανικής κυβέρνησης για απαγόρευση του NPD. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε εξετάσει ποτέ το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του NPD, ακυρώνοντας τη σχετική διαδικασία.

Αιτία αποτέλεσε τότε το γεγονός ότι μέλη του ακροδεξιού κόμματος, ακόμη και από τα ανώτερα κλιμάκια, ήταν παράλληλα πληροφοριοδότες της αστυνομίας και της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος, οι οποίοι πληρώνονταν από το κράτος με αντάλλαγμα σημαντικές πληροφορίες από το εσωτερικό του κόμματος.