Πολιτιστικά
Τρίτη, 26 Νοεμβρίου 2013 10:30

Γιάννης Ιορδανίδης: «Επιβάλλεται να ατενίσουμε με αισιοδοξία το μέλλον…»

«Το ραφτάδικο», το πολυβραβευμένο αριστούργημα του σύγχρονου γαλλικού θεάτρου, ζωντανεύει από το σκηνοθετικό άγγιγμα του Γιάννη Ιορδανίδη, στη Μονή Λαζαριστών, στη Θεσσαλονίκη.

Γεμάτο αισιοδοξία, ανθρωπιά και ελπίδα για ζωή, το πολυβραβευμένο αριστούργημα του σύγχρονου γαλλικού θεάτρου, που η παγκόσμιά του επιτυχία  κατέταξε τον δημιουργό του μεταξύ των πιο σημαντικών σύγχρονων θεατρικών συγγραφέων, ζωντανεύει από το σκηνοθετικό άγγιγμα του Γιάννη Ιορδανίδη, ο οποίος μας μιλά για την παράσταση «Το ραφτάδικο».

Σαν μια μικρογραφία ενός κόσμου που, βιώνοντας την πληγωμένη καθημερινότητα, ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον, το έργο του γάλλου συγγραφέα Ζαν - Κλωντ Γκραμπέρ παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη χώρα μας από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ), στη Μονή Λαζαριστών, στη Θεσσαλονίκη.

Ταξιδεύοντάς μας, μέσα από την παράσταση, με χιούμορ και συγκίνηση,  στο Παρίσι που άφησε πίσω του ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, αναζητώντας τις αναλογίες της μεταπολεμικής Γαλλίας με το τώρα και επιχειρώντας να επαναπροσδιορίσει τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα, μέσα από μουσικές μελωδίες που άφησαν εποχή, ο Γιάννης Ιορδανίδης μάς μιλά για το έργο και τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα.

Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με το έργο;

Γνώριζα το έργο από τότε που πρωτοανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο Οντεόν του Παρισιού, το 1979. Την παράσταση εκείνη δεν την είχα δει, αλλά είχα διαβάσει το κείμενο που είχε κυκλοφορήσει από το θεατρικό περιοδικό “Avant Scene”, λίγους μήνες αργότερα, και με είχε κυριολεκτικά γοητεύσει. Ήθελα οπωσδήποτε να το ανεβάσω στην Ελλάδα, για να γνωρίσω στο ελληνικό κοινό ένα εξαιρετικό έργο της σύγχρονης γαλλικής δραματουργίας, που είχε αποσπάσει ομόφωνα τον έπαινο των γάλλων κριτικών και είχε καταγοητεύσει το παρισινό κοινό, αναδεικνύοντας τον Γκραμπέρ ως κορυφαίο συγγραφέα του γαλλικού θεάτρου με διεθνή αναγνώριση. Όταν έδωσα, πριν από χρόνια, στον Δημήτρη Χορν την αρχική απόδοση του έργου που είχα κάνει, μου είχε πει πως ήταν ένα από τα καλύτερα σύγχρονα έργα που είχε διαβάσει.

Τι σας προσέλκυσε σε αυτό;

Αυτό που με γοήτευσε είναι ο ιδιαίτερος χιουμοριστικός τρόπος, με τον οποίο ο Γκραμπέρ μιλά για πολύ σοβαρά και σπουδαία θέματα, δίχως ποτέ να γίνεται διδακτικός. Επίσης, με γοήτευσε η τρυφερότητα, η ανθρωπιά και η ειλικρίνεια που αναδύει. Όπως έγραψε ο γνωστός θεατρικός κριτικός Ντομινίκ Ζαμέ για το “Ραφτάδικο”: “τα χείλη γελούν και τα μάτια δακρύζουν”. Πέρα όμως από αυτά, είναι ένα πολύ σημαντικό έργο, πολυβραβευμένο, που καθιέρωσε τον Ζαν - Κλωντ Γκραμπέρ μεταξύ των πιο σημαντικών συγγραφέων παγκοσμίως και του έδωσε θέση στο γαλλικό θέατρο, δίπλα σε έναν Ιονέσκο.

Πώς καταφέρατε, τελικά, να το ανεβάσετε;

Όταν πρωτοσυνάντησα τον Γκραμπέρ, πριν από χρόνια, και πήρα τα δικαιώματα του έργου για την απόδοση και τη σκηνοθεσία του στην Ελλάδα, έκανα κάποιες προσπάθειες με τις κρατικές σκηνές, μιας και το έργο είναι πολυπρόσωπο και ήταν αδύνατο να ανέβει από θίασο του ελεύθερου θεάτρου. Πρόσφατα, μάλιστα, ανακάλυψα - ψάχνοντας στα χαρτιά μου - κι ένα πρώτο σχεδίασμα της διανομής που είχα προτείνει, όταν συζητούσα με τον Κούρκουλο για το ανέβασμα του έργου στο Εθνικό. Έτσι, βρέθηκα να έχω κάνει μια πρώτη απόδοση του έργου, που αργότερα παραχώρησα, για να ανέβει στον Θεατρικό Οργανισμό της Κύπρου.

Το ανέβασμα, όμως, του “Ραφτάδικου” στην Ελλάδα ήταν για μένα μια υπόθεση που δεν είχε κλείσει. Όταν, λοιπόν, ο φίλος και παλιός συνεργάτης Γιάννης Βούρος ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του ΚΘΒΕ και μου πρότεινε συνεργασία, ξεπήδησε από το μυαλό μου το έργο. Νέα συνάντηση, λοιπόν, με τον Ζαν - Κλωντ και τη σύντροφό του, τη Ζακλίν, τον περασμένο Ιούλιο, στο Παρίσι, και όλα έπαιρναν τον δρόμο τους για την πανελλήνια πρώτη παράσταση του έργου στην Ελλάδα. Ο Κώστας Γαβράς, που ο Γκραμπέρ είναι ο σεναριογράφος των ταινιών του, απορούσε που το έργο άργησε τόσο πολύ να παρουσιαστεί στη χώρα μας.

Σήμερα, ο Γκραμπέρ είναι ιδιαίτερα συγκινημένος που το έργο του ανεβαίνει για πρώτη φορά εδώ και, μάλιστα, στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη “με χειροτέχνες και ποιητές” όπως λέει, που είναι και μία από τις πρωτεύουσες της “εξοντωμένης διασποράς”, με τους χιλιάδες αγνοούμενους που δε γύρισαν ποτέ από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

Πώς ξετυλίγεται η ιστορία του;

Τo “Ραφτάδικο”, μέσα από μνήμες, μας ταξιδεύει με χιούμορ και συγκίνηση, σε ένα λαβωμένο Παρίσι, όπως το άφησε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Είναι η μικρογραφία ενός κόσμου, που βιώνοντας την καθημερινότητα, ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον. Η υπόθεση βασίζεται στις σχέσεις των ανθρώπων, στην καθημερινή ζωή, στα χρόνια που ακολούθησαν την απελευθέρωση του Παρισιού από τη γερμανική κατοχή. Χρόνια δύσκολα για τους ανθρώπους, αλλά και γεμάτα ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο και έρωτα για τη ζωή. Βιώνοντας αυτή την απλή και, συγχρόνως, γεμάτη προβλήματα - προσωπικά και μη - καθημερινότητα, τα πρόσωπα του έργου αντιτάσσονται σε κάθε μορφή βίας - ψυχική και σωματική - και προχωρούν, για να συναντήσουν το αύριο.

Πού επικεντρώνετε το σκηνοθετικό σας βλέμμα;

Τα έργα του Γκραμπέρ, ενώ είναι απόλυτα ρεαλιστικά, τα διαπερνά συχνά ένα ονειρικό στοιχείο, που σπάει το φράγμα ανάμεσα στο χτες, το σήμερα και το αύριο. Όλη μου η προσπάθεια, λοιπόν, ήταν - διατηρώντας τον ρεαλισμό - να προβάλλω την ποιητική διάσταση του έργου. Να περνάω, δηλαδή, από την πραγματικότητα στη φαντασία κι από εκεί στο όνειρο, χωρίς να χρειάζεται να δίνω εξηγήσεις. Με ενδιέφερε, ακόμα, να μιλήσει το έργο στον σημερινό θεατή, φιλοδοξώντας να αναζητήσει τις αναλογίες της μεταπολεμικής Γαλλίας με το σήμερα, προβάλλοντας τη διαχρονικότητα του έργου.

Ποιες αναλογίες εκείνης της εποχής εντοπίζετε σε σχέση με το σήμερα;

Μπορεί να μη ζούμε έναν πόλεμο όπλων στην Ελλάδα, όπως οι ήρωες του Γκραμπέρ, άλλα ζούμε έναν άλλο πόλεμο εξίσου σημαντικό και, μέσα από αυτόν, αναγκαζόμαστε να πορευτούμε. Βιώνουμε, επίσης, την άσκηση μιας ανάλογης μορφής βίας. Το μήνυμα του Γκραμπέρ είναι διαχρονικό και, σίγουρα, έχει πολλές “αναγνώσεις”. Διαλέγω εκείνη, που έχει να πει κάτι στον σημερινό έλληνα θεατή και θα τον κάνει και να νιώσει και να σκεφτεί. Που θα τον κάνει, μέσα από τα γέλια και τα δάκρυα, να αντιμετωπίσει το παρόν, έχοντας ίσως για μόνο σύμμαχο του τον “χρόνο που όλα τα σβήνει”. Γιατί, ενώ είμαστε υποχρεωμένοι να βρούμε δύναμη για να συνεχίσουμε να ζούμε, κάποιες πληγές, όσο και να θεωρούμε πως έχουν επουλωθεί, θα υπάρχουν πάντα.

Η δραματική κατάσταση της χώρας μας ποια συναισθήματα σας προκαλεί πρωτίστως;

Θυμό. Αλλά, όπως έχω πει επανειλημμένα, θέλω να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο. Θέλω να ελπίζω πως βιώνουμε μια σκληρή, αλλά μεταβατική περίοδο, που σύντομα θα ξεπεράσουμε. Η ιστορία έχει αποδείξει πως, στις δύσκολες περιόδους, οι άνθρωποι ζητούν καταφύγιο στην τέχνη. Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, τα θέατρα ήταν γεμάτα. Οι άνθρωποι του θεάτρου, ας αναλογιστούν τις αξεπέραστες δυσκολίες που περνάει η ελληνική κοινωνία σήμερα και ας προσπαθήσουν να συμβάλλουν με το δημιουργικό τους έργο στο να βρεθεί διέξοδος, ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχει.

Μπορούμε να ατενίσουμε με αισιοδοξία το μέλλον;

Επιβάλλεται. Το έργο του Γκραμπέρ προσφέρει αισιοδοξία και μία θετική ματιά στο αύριο. Ο διάσημος δραματουργός, άλλοτε με το γέλιο και άλλοτε με την συγκίνηση, καταφέρνει να μας αγγίξει όλους, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, παιδείας και ηλικίας. “Το να μιλάς σε όλους δεν είναι εύκολο” γράφει ο Αλμπέρ Καμύ  και συμπληρώνει: “Ο συγγραφέας εκείνος, που κατορθώνει να μιλήσει σε όλους με απλότητα, παραμένοντας παράλληλα συνεπής στον στόχο του, είναι αυτός που ενώνει όλες τις τάξεις και όλα τα πνεύματα μέσα στην ίδια αίθουσα, μέσα από την ίδια συγκίνηση ή μέσα από το ίδιο γέλιο. Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να πούμε πως μόνο οι πραγματικά μεγάλοι συγγραφείς το καταφέρνουν”. Επίσης, ενώ το έργο του διαθέτει πολλά κωμικά στοιχεία, το γέλιο που βγάζει είναι γεμάτο τρυφερότητα και ανθρωπιά. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Κλωντ Ρουά, ο Ζαν - Κλωντ Γκραμπέρ είναι “ο πιο κωμικός τραγικός συγγραφέας της γενιάς του”.

Ταυτότητα παράστασης
Απόδοση - σκηνοθεσία - μουσική επιμέλεια: Γιάννης Ιορδανίδης, σκηνικά: Γιώργος Λυντζέρης, κοστούμια: Φίλιππος Παπαγεωργίου, χορογραφίες: Τατιάνα Μύρκου, φωτισμοί: Στράτος Κουτράκης, μουσική διδασκαλία: Νίκος Βουδούρης, βοηθός σκηνοθέτη: Βασίλης Ισσόπουλος, Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Νίκος Κουνέλης, βοηθός φωτιστή: Ειρήνη Μπουτάρη - Αθηνά Μπανάβα, οργάνωση παραγωγής: Ροδή Στεφανίδου. Παίζουν: Ιφιγένεια Δεληγιαννίδου, Μαρία Χατζηιωαννίδου, Γιολάντα Μπαλαούρα, Ελένη Θυμιοπούλου, Άννυ Τσολακίδου, Ροζαλία Μιχαλοπούλου, Κώστας Σαντάς, Αστέρης Πελτέκης, Ιάκωβος Μυλωνάς, Βασίλης Ισσόπουλος, Αντώνης Μονσάν, Νίκος Κουνέλης, Χριστόφορος Χριστοφορίδης, Απόστολος Μπαχαρίδης, Δημήτρης Κολοβός, Δέσποινα Σαρόγλου, Τάσος Ροδοβίτης. Συμμετέχουν: Γιώργος Κωσταλαμάνης, Νικόλαος Σιδηρόπουλος, Τάσος Παπαδόπουλος, η φωνή του μουσικού: Γρηγόρης Βαλτινός.

Πληροφορίες
Μονή Λαζαριστών - Σκηνή «Σωκράτης Καραντινός»: Κολοκοτρώνη 25 - 27, Σταυρούπολη - Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310 589200, 2310  589237. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη και Κυριακή: 19.00, Πέμπτη και Παρασκευή: 21.00, Σάββατο: 18.00 και 21.00. Τιμές εισιτηρίων: κανονικό (θέσεις πλατείας): 15 ευρώ, κανονικό (θέσεις εξώστη): 12 ευρώ, φοιτητές - άνω των 65 - λαϊκές παραστάσεις (Τετάρτη: 19.00 και Σάββατο: 18.00): 12 ευρώ, κάθε Πέμπτη: γενική είσοδος: 10 ευρώ, ειδική τιμή για ανέργους (παραστάσεις: Τετάρτη: 19.00 και Πέμπτη: 21.00): 5 ευρώ, ομαδικές κρατήσεις: 8 ευρώ. Προπώληση εισιτηρίων: ταμεία ΚΘΒΕ: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών - Εθνικής Αμύνης και Βασιλικό θέατρο - Πλατεία Λευκού Πύργου (Τρίτη - Κυριακή: 9.30 - 21.30), Μονή Λαζαριστών (ημέρες παραστάσεων: 17:30 - 21:30), Ταμείο ΚΟΘ - Εκδοτήριο Πλατείας Αριστοτέλους (Δευτέρα, Τετάρτη, Σάββατο: 10:00 - 15:00, Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 10:00 - 14:00 και 17:00 - 21:00), καταστήματα Public Θεσσαλονίκης (Τσιμισκή 24 - Μητροπόλεως 33 - Εμπορικό Κέντρο Mediterranean Cosmos), Seven Spots, τηλεφωνικά: 2315 200200, 11876, ηλεκτρονικά: www.ntng.gr και www.viva.gr.


Γιώργος Σ. Κουλουβάρης 
[email protected]