Ένα πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ, ένα θρίλερ και μια τρισδιάστατη περιπέτεια φαντασίας που παρακολουθεί τα κατορθώματα του νορβηγού θεού Thor, συνθέτουν το κινηματογραφικό παζλ της εβδομάδας.
Ένα πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ με στοιχεία μυθοπλαστικού θρίλερ βάζει σε πρώτο πλάνο τον πιο άγνωστο και ταυτόχρονα διάσημο τραγουδιστή. Ένα θρίλερ έχει κεντρική φιγούρα στα πλάνα του έναν δικηγόρο που μπλέκει με την παρανομία. Μία περιπέτεια φαντασίας παρακολουθεί τα κατορθώματα του νορβηγού θεού Thor. Η νέα κινηματογραφική εβδομάδα ξεκινά.
«Ψάχνοντας τον Sugar Man»
Στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, ο σουηδός Μαλίκ Μπεντζελούλ δημιουργεί ένα ντοκιμαντέρ με δομή μυθοπλαστικού θρίλερ, για να ξετυλίξει την απίστευτη ιστορία του πιο άγνωστου - διάσημου τραγουδιστή. Πρόκειται για τον Σίξτο Ροντρίγκεζ που, αν και υπήρξε το μεγαλύτερο ροκ είδωλο της Αμερικής στη δεκαετία του ’70, δεν έγινε ποτέ γνωστός εκεί, όμως ήταν πολύ διάσημος στην Αυστραλία και τη Νότιο Αφρική. Μάλιστα, οι πρώτες αντιδράσεις για το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική προκλήθηκαν από τους στίχους των τραγουδιών του.
Η ταινία έχει αποσπάσει δεκάδες βραβεία σε πολλά Φεστιβάλ - με αποκορύφωμα το Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ 2013 - κατέκτησε τους κριτικούς και ιδιαίτερα το κοινό, απογειώνοντας την καριέρα του καλλιτέχνη, ο οποίος, σήμερα, στα 70 του χρόνια, δίνει συναυλίες σε όλο τον κόσμο.
Όπως επισημαίνει ο σκηνοθέτης: «Γυρίζοντας την ταινία, έμαθα ότι είναι δυνατό να ζήσει κανείς τη ζωή του με τους δικούς του όρους. Ακόμη και αν αυτό σημαίνει τεράστια θυσία, είναι η ζωή σου και θα το μετανιώσεις, αν δεν προσπαθήσεις. Ο Ροντρίγκεζ δεν ήθελε να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε μορφή κανόνων. Είπε ό,τι ήθελε να πει και, στη συνέχεια, περίμενε από τους ανθρώπους να αγκαλιάσουν τη μουσική του και το ήθος του, και όχι το αντίστροφο. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι, από το οποίο μπορούμε να μάθουμε πολλά. Ίσως, μεγαλύτερη επιτυχία ή περισσότερα χρήματα θα μπορούσαν να έρθουν με συμβιβασμούς στα όνειρά σας, αλλά μην πάτε εκεί! Ο Ροντρίγκεζ συνήθιζε να επαναλαμβάνει την παροιμία “μην παίρνετε καραμέλες από αγνώστους”. Αυτό θα μπορούσε να ισχύει και για τον κινηματογράφο».
«Ο συνήγορος»
Ένας δικηγόρος μπλέκεται σε μια εκρηκτική ιστορία παρανομίας και ναρκωτικών, στο θρίλερ του - βραβευμένου με Όσκαρ -
Ρίντλει Σκοτ, ο οποίος συμπράττει με τον - βραβευμένο με Πούλιτζερ - συγγραφέα Κόρμαν ΜακΚάρθι («Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους») και επιστρατεύει μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως οι Μάικλ Φασμπέντερ, Χαβιέ Μπαρδέμ, Μπραντ Πιτ, Πενέλοπε Κρουζ και Κάμερον Ντίαζ, στήνοντας μια ταινία με παθιασμένη ένταση και εφιαλτικό χιούμορ.
«Thor 2: Ο σκοτεινός κόσμος»
Ο σκηνοθέτης του τηλεοπτικού «Game of Thrones», Άλαν Τέιλορ, αναλαμβάνει την τρισδιάστατη συνέχεια των κατορθωμάτων του νορβηγού θεού Thor, στη νέα περιπέτεια φαντασίας της Marvel, που σκοπεύει να εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στον κόσμο της σκανδιναβικής μυθολογίας. Με τους Κρις Χέμσγουορθ, Νάταλι Πόρτμαν, Κατ Ντένινγκς, Τομ Χίντλεστον, Άντονι Χόπκινς, Ίντρις Έλμπα, Ζάκαρι Λεβί, Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Ρενέ Ρούσο και Κρίστοφερ Έκλεστον, αυτή τη φορά, ο Thor παλεύει να σώσει τη Γη και τους Εννέα Κόσμους από έναν μυστηριώδη εχθρό, που υπήρχε πριν από το ίδιο το σύμπαν, και θέλει να βυθίσει τα πάντα στο σκοτάδι.
«Η απεργία»
Γεμάτο συμβολισμούς και αντιθέσεις, το ασπρόμαυρο δράμα του 1925 είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του πρωτοπόρου σοβιετικού σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν. Γυρισμένη με πενιχρό κεφάλαιο, η ταινία απεικονίζει την επική μάχη ανάμεσα στο προλεταριάτο και τους καπιταλιστές, καταγράφοντας - με πρωτόγνωρο για την εποχή της τρόπο - τη διενέργεια και καταστολή μιας απεργίας. Με τη χρήση του μεταφορικού μοντάζ, ο σκηνοθέτης δημιουργεί εντυπώσεις μέσα από τη διαδοχική διαλεκτική σύγκρουση των εικόνων, με στόχο τον προβληματισμό - σοκ - του θεατή. Ο ίδιος τη χαρακτήριζε «κινηματοθεατρικό» έργο και την περιέγραφε ως εξής: «”Απεργία”: αδέξια… αιχμηρή… απροσδόκητη… αμετανόητη… ασυνήθιστα εγκυμονούσα, με σχεδόν όλα εκείνα που επρόκειτο να αναδειχθούν στην ωριμότητά μου στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της δουλειάς μου».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]