Στον συγκερασμό των δύο προτάσεων που προέκυψαν μετά την αυτοψία στον σημαντικότατο ταφικό τύμβο της Μικρής Δοξιπάρας - Ζώνης στη Θράκη, κατέληξαν τα μέλη του Συμβουλίου Μουσείων.
Στον συγκερασμό των δύο προτάσεων που προέκυψαν μετά την αυτοψία στον σημαντικότατο ταφικό τύμβο της Μικρής Δοξιπάρας - Ζώνης στη Θράκη, κατέληξαν κατά την ομόφωνη γνωμοδότησή τους τα μέλη του Συμβουλίου Μουσείων.
Το θέμα των αρχών του μουσειολογικού - μουσειογραφικού σχεδιασμού του κτηρίου προστασίας του ταφικού τύμβου είχε απασχολήσει και πριν έναν μήνα το Συμβούλιο, αλλά λόγω των δυσκολιών που παρουσίαζε η τελική απόφαση - για παράδειγμα αν θα πρέπει να μείνουν κατά χώραν τα αυθεντικά αλλά εύθραυστα ευρήματα, όπως οστά και μεταλλικά στοιχεία των αμαξών - αναβλήθηκε ώστε να διεξαχθεί αυτοψία από ειδική επιτροπή, η οποία και τη διενήργησε στις αρχές Νοεμβρίου.
Η διατήρηση των αυθεντικών ευρημάτων στο σημείο όπου εντοπίστηκαν ή η αντικατάστασή τους με αντίγραφα, ήταν και το κεντρικό σημείο διαφοράς των δύο προτάσεων, όπως αυτές παρουσιάστηκαν στη συνεδρίαση από τους ειδικούς των αρμόδιων Διευθύνσεων Μελετών Μουσείων και Συντήρησης Αρχαίων και Νεότερων Μνημείων του ΥΠΠΟΑ. Η απόφαση δεν ήταν εύκολη. Όμως, ακόμα και ο ανασκαφέας του τύμβου, που κύριο μέλημά του είναι να μην χαθεί η ανασκαφική εικόνα στην οποία σταμάτησε η έρευνα, επέλεξε τη λύση των αντιγράφων.
Όλα τα κτερίσματα των καύσεων θα αφαιρεθούν για να συντηρηθούν και στη συνέχεια θα εκτεθούν σε προθήκες που θα τοποθετηθούν κοντά στους λάκκους ανεύρεσής τους. Σε προθήκες δίπλα στους λάκκους θα παρουσιάζονται και τα μεταλλικά εξαρτήματα των αμαξών, ενώ θα κατασκευαστεί τουλάχιστον ένα αντίγραφο άμαξας από πλεξιγκλάς σε φυσικό μέγεθος, στα κατάλληλα σημεία του οποίου θα τοποθετηθεί ο συντηρημένος αυθεντικός εξοπλισμός τους. Τέλος, εφικτή και αναγκαία κρίθηκε η εξυγίανση του εδάφους των σκαμμάτων για να προστατευθούν τα αντίγραφα των ευρημάτων, τα οποία είναι σκαναρισμένα και, συνεπώς, έτοιμα να κατασκευαστούν.
Το εξαιρετικό αυτό εύρημα, που περιλαμβάνει πέντε άμαξες, δεκαπέντε ταφές αλόγων και τέσσερις καύσεις νεκρών, ήρθε στο φως το 2002 από τον αρχαιολόγο Διαμαντή Τριαντάφυλλο. Χρονολογείται στις αρχές του 2ου αι. μ. Χ. και αφορά την ταφή τεσσάρων μελών μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων που, μετά τον διαδοχικό τους θάνατο, αποτεφρώθηκαν και ενταφιάστηκαν στο ίδιο σημείο, εκεί όπου σταδιακά κατασκευάστηκε μεγάλος τύμβος. Πρόκειται για ένα μνημείο μοναδικό στη χώρα μας, με τις πέντε άμαξες με τις οποίες μεταφέρθηκαν οι νεκροί στον χώρο ταφής να αποτελούν και το πιο εντυπωσιακό εύρημα, καθώς στον ελληνικό χώρο δεν είχε εντοπιστεί ξανά ένα τόσο ολοκληρωμένο σύνολο τετράτροχων αμαξών, παρά μόνον μεμονωμένα εξαρτήματα.
Η γνωμοδότηση που έγινε δεν θα είναι η τελευταία. Θα ακολουθήσουν μια σειρά ακόμα μελετών, μέχρις ότου το κέλυφος προστασίας του ταφικού μνημείου, που εξωτερικά θα έχει την μορφή του τύμβου όπως ήταν στην πραγματικότητα, θα πλαισιώνει έναν υπέροχο επισκέψιμο εκθεσιακό χώρο, έτσι όπως τον έχει οραματιστεί ο ανασκαφέας και η ομάδα του.