Το Moto G παρουσίασε η Motorola, η οποία πλέον υπάγεται στη Google: πρόκειται για ένα οικονομικό smartphone, το οποίο απευθύνεται σε καταναλωτικό κοινό μέσων/ μικρών (budget) οικονομικών δυνατοτήτων.
Το Moto G παρουσίασε η Motorola, η οποία πλέον υπάγεται στη Google: πρόκειται για ένα οικονομικό smartphone, το οποίο απευθύνεται σε καταναλωτικό κοινό μέσων/ μικρών (budget) οικονομικών δυνατοτήτων, συνδυάζοντας χαμηλή τιμή (179 δολάρια) και προηγμένα χαρακτηριστικά.
Η συσκευή διαθέτει οθόνη 4,5 ιντσών (1280 x 720), κάμερα των 5 megapixel πίσω και των 1,3 εμπρός και διαθέτει λειτουργικό Android 4.3 Jelly Bean (με τη Motorola να υπόσχεται αναβάθμιση σε 4.4 KitKat στο προσεχές μέλλον). Στο εσωτερικό του βρίσκεται τετραπύρηνος επεξεργαστής 1,2 GHz και 1 GB RAM. Όσον αφορά στον αποθηκευτικό χώρο, κυκλοφορεί σε εκδόσεις των 8 και των 16 GB (στα 199 δολάρια). Έχει βάρος 143 γραμμάρια και το πάχος του είναι 11,6 χιλιοστά. Υποστηρίζει δίκτυα 3G, αλλά όχι 4G. Οπτικά θυμίζει αρκετά το προηγούμενο μοντέλο της εταιρείας, Moto X και έρχεται σε μια ποικιλία χρωμάτων.
Αναλυτές του χώρου εκτιμούν ότι η αγορά smartphones χαμηλού κόστους θα βιώσει πολύ μεγάλη ανάπτυξη, αποτελώντας στην ουσία το δεύτερο μεγάλο «κύμα» της «επέλασης» των «έξυπνων κινητών». Όπως αναφέρει στο BBC ο Φρανσίσκο Τζερόνιμο, αναλυτής της εταιρείας συμβούλων IDC το κύμα αυτό χαρακτηρίζεται από καταναλωτές οι οποίοι επιθυμούν να αποκτήσουν το πρώτο τους smartphone στην χαμηλότερη δυνατή τιμή, καθώς δεν έχουν ούτε την οικονομική δυνατότητα, αλλά ούτε και την ανάγκη/ επιθυμία για τα πλέον high-end μοντέλα τα οποία κυκλοφορούν στο εμπόριο. Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, Ντένις Γούντσαϊντ, ο σχεδιασμός του εξαρχής είχε οικονομικό προσανατολισμό, καθώς αποτελείται από σχετικά λίγα εξαρτήματα και είναι σχεδιασμένο για να συναρμολογείται εύκολα, ενώ η παραγωγή του γίνεται στην Κίνα, την Βραζιλία και την Αργεντινή.
Το Μoto G θα κυκλοφορήσει σε 30 χώρες. Κατά τον Γούντσαϊντ, απευθύνεται κυρίως σε αγοραστές σε αναπτυσσόμενες χώρες, σε φοιτητές και παιδιά σε πλουσιότερες χώρες και σε «κανονικούς» χρήστες smartphones οι οποίοι έχουν κουραστεί να ξοδεύουν μεγάλα ποσά κάθε δύο χρόνια για να αποκτήσουν μία καινούρια συσκευή υψηλών επιδόσεων.