Την έντονη αντίδραση περιβαλλοντικών οργανώσεων προκαλεί η αναβολή της εισαγωγής νέων περιορισμών στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στους δρόμους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εξέλιξη αποδίδεται στις πιέσεις που άσκησε κυρίως η Γερμανία.
Την έντονη αντίδραση περιβαλλοντικών οργανώσεων προκαλεί η αναβολή της εισαγωγής νέων περιορισμών στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στους δρόμους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εξέλιξη αποδίδεται στις πιέσεις που άσκησε κυρίως η Γερμανία.
Τον περασμένο Ιούνιο, Ευρωκοινοβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και κυβερνήσεις των κρατών μελών κατέληξαν σε συμφωνία που προέβλεπε ότι, από το 2020 και μετά, το μέσο αυτοκίνητο δεν θα πρέπει να παράγει πάνω από 95 γραμμάρια εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ανά χιλιόμετρο.
Κατόπιν πιέσεων, κυρίως από την πλευρά της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία επί της ουσίας καλούνταν να προασπίσει τα συμφέροντα κατασκευαστών πολυτελών αυτοκινήτων, οι περιορισμοί δεν θα τεθούν σε ισχύ πριν από το 2024.
Σύμφωνα με πηγές που επικαλείται ο βρετανικός Telegraph, η Πορτογαλία είχε συμφωνήσει να στηρίξει τη Γερμανία από τον Ιούλιο, πριν από την επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου της.
«Η αποδυνάμωση των συμφωνηθέντων για το 2020 ορίων, τα οποία ήταν προ πολλού γνωστά, αποτελεί ένα εξευτελιστικό δόλωμα για τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες και θα επιβραδύνει την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών που έχουν ως στόχο τη δημιουργία αποδοτικότερων αυτοκινήτων, τα οποία ρυπαίνουν λιγότερο», δήλωσε στο BBC η γερμανίδα ευρωβουλευτής των Πρασίνων Ρεμπέκα Αρμς.
Την απογοήτευσή της για την εξέλιξη εξέφρασε και η επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρμόδια για την κλιματική αλλαγή Κόνι Χέντεγκαρντ, προσθέτοντας ότι η γερμανική πρόταση για αναβολή της πλήρους εισαγωγής των περιορισμών δεν είναι αποδεκτή.
Επικαλούμενο πρόσφατη έρευνα του Cambridge Econometrics, το Reuters αναφέρει ότι με την επιβολή του μέτρου σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό στόλο, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξοικονομούσε περίπου 70 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο από εισαγωγές πετρελαίου, ενώ για τη Γερμανία, το κέρδος θα ήταν 9 δισ. ετησίως.