Φουστανέλες και κλαρίνα πήραν θέση, το βράδυ της Παρασκευής 16 Αυγούστου, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και επιβλήθηκαν με την «Γκόλφω» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη, δικαιώνοντας την επιλογή του Γιώργου Λούκου να φέρει την παράσταση στο αργολικό θέατρο.
Φουστανέλες και κλαρίνα πήραν θέση, το βράδυ της Παρασκευής 16 Αυγούστου, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και επιβλήθηκαν με την «Γκόλφω» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη, δικαιώνοντας την επιλογή του Γιώργου Λούκου να φέρει την παράσταση στο αργολικό θέατρο.
Περισσότεροι από 5000 θεατές είδαν την πολυσυζητημένη «Γκόλφω», την επιτυχημένη παράσταση του περασμένου χειμώνα, που παρουσιάστηκε σε συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου με το Ελληνικό Φεστιβάλ. Η παράσταση, που σκηνοθέτησε ο Νίκος Καραθάνος, μάγεψε για μια ακόμα φορά το κοινό, κερδίζοντας το ενθουσιώδες χειροκρότημα του και αποδεικνύοντας ότι το βουκολικό δραματικό ειδύλλιο του Σπυρίδωνος Περεσιάδη, γραμμένο το 1893, έχει ακόμα τη δύναμη να συγκινεί.
Με αγάπη, τρυφερότητα και χιούμορ
Μια λαϊκή τραγωδία, ένα σύμβολο του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού και της παράδοσης, ένα έργο για χρόνια απαξιωμένο ή κατά καιρούς παιγμένο με διάθεση χλευαστική και ειρωνική σαν ένα θεατρικό απολίθωμα, αναστήθηκε με αγάπη, τρυφερότητα και χιούμορ, από τον Νίκο Καραθάνο και συγκίνησε όσους δεν είχαν δει την παράσταση τον χειμώνα ή όσους ήρθαν να την παρακολουθήσουν ξανά, αυτήν τη φορά στην Επίδαυρο. Το χειροκρότημα σε διάφορα σημεία της παράστασης, θύμιζε τις παρεμβάσεις των θεατών σε παλιότερες παραστάσεις θιάσων.
Ο θρήνος της Γκόλφως για τον προδομένο της έρωτα, απαλλαγμένος από βουκολικά στοιχεία που θα βάραιναν το έργο, συνεπήρε τους θεατές. Οι λευκές φουστανέλες, σύμβολο μιας παρερμηνευμένης «ελληνικότητας», στην παράσταση ήταν κατάμαυρες, δίνοντας μιαν άλλη διάσταση στο κείμενο. Οι τεράστιες μαύρες μαξιλάρες που μεταμορφώθηκαν σε βουνά και λαγκάδια, όπου σκαρφάλωσαν οι πρωταγωνιστές, έστησαν το σκηνικό του δράματος της Γκόλφως. Το φυσικό αργολικό περιβάλλον, πρόσθεσε στην παράσταση μια πινελιά μοναδική και ανεπανάληπτη, κυρίως στο φινάλε με το «Τρέξε Τάσο» και τον Γιάννη Βογιατζή, να απομακρύνεται ως τα πεύκα, στο βάθος του θεάτρου. Ο ίδιος με την Αλίκη Αλεξανδράκη ενσάρκωσαν με σύγχρονα ρούχα, τον Τάσο και την Γκόλφω, σε μια φανταστική συνάντηση των ηρώων στο τέλος της ζωής τους.
Την Γκόλφω και τον Τάσο ερμήνευσαν από τρεις ηθοποιοί αντίστοιχα, σε τρεις χρόνους: έρωτας, προδοσία, θάνατος. Ηταν οι Εύη Σαουλίδου, Λυδία Φωτοπούλου, Αλίκη Αλεξανδράκη και Χάρης Φραγκούλης, Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Βογιατζής. Χάρισαν στους θεατές μια νύχτα μαγική, με την ιστορία τους, που συνοψίζεται στην εναρκτήρια φράση της παράστασης: «Εκείνος την ήθελε. Εκείνη τον ήθελε πολύ. Στο τέλος, πεθαίνουν κι οι δύο. Πολύ ωραίο έργο».
Σε ένα σκοτεινό «μαύρο» όνειρο
Συνδεδεμένο με την ιστορική παράδοση των μπουλουκιών, το βουκολικό δράμα «Γκόλφω» είναι σχεδόν ταυτισμένο με αυτό το κομμάτι της ελληνικής θεατρικής ζωής. Η τραγική ερωτική της ιστορία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ακράτα, το 1893, από ερασιτέχνες. Στη συνέχεια, ακολούθησε η Αθήνα και όλα τα μεγάλα και μικρά κέντρα του ελεύθερου και υπόδουλου Ελληνισμού, ενώ παίχτηκε από ελληνικούς θιάσους στην Κωνσταντινούπολη, μπροστά στον σουλτάνο, και οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους στη συνταρακτική σκηνή της κατάρας. Μάλιστα, η «Γκόλφω», η οποία έγινε, επίσης, μυθιστόρημα και οπερέτα, κρίθηκε το πιο κατάλληλο έργο για τη δημιουργία της πρώτης ελληνικής κινηματογραφικής ταινίας, το 1915. Ο Νίκος Καραθάνος μάς μετέφερε σε ένα σκοτεινό «μαύρο» όνειρο στα βουνά του Χελμού, διατηρώντας τον δεκαπεντασύλλαβο, ανανεώνοντας το έργο σκηνοθετικά και δίνοντάς του νέα πνοή.
Θραύσματα όρκων σπασμένης αγάπης
Στην ιστορία του έργου, δυο νέα παιδιά, ο Τάσος και η Γκόλφω, δίνουν όρκο αιώνιας αγάπης στο ορεινό χωριό, όπου κυλούν τα νερά της Στύγας, εκεί όπου - σύμφωνα με τους αρχαίους μύθους - βρισκόταν η πύλη για τον Κάτω Κόσμο και θνητοί και αθάνατοι έπαιρναν τον ιερότερο όρκο. Εκείνη εναντιώνεται στον άρχοντα που θέλει να την παντρευτεί, μένοντας πιστή στον όρκο της. Όμως, ο Τάσος τον αθετεί, αφού δέχεται να παντρευτεί την πλούσια νέα που του προξενεύουν. Κάποια στιγμή, το μετανιώνει. Αλλά είναι πολύ αργά πια.
Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος, σκηνικά – κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου, κίνηση: Αμάλια Μπένετ, φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος, βοηθός σκηνοθέτη: Διώνη Κουρτάκη, Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Ευαγγελία Θεριανού, επεξεργασία κειμένου: Γιούλα Μπούνταλη. Παίζουν: Αλίκη Αλεξανδράκη, Γιάννης Βογιατζής, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Κότσιφας, Χριστίνα Μαξούρη, Γιώργος Μπινιάρης, Εύη Σαουλίδου, Άγγελος Παπαδημητρίου, Μιχάλης Σαράντης, Άγγελος Τριανταφύλλου, Χάρης Φραγκούλης, Λυδία Φωτοπούλου.
naftemporiki.gr