Πολιτιστικά
Παρασκευή, 26 Ιουλίου 2013 10:38

Τσέλια Κοστέα : «...πρόκειται για τον ρόλο της ζωής μου»

Ζωντανεύοντας την αλαβάστρινη ηρωίδα, που έγινε σύμβολο της ανεξάντλητης υπομονής και της αιώνιας αφοσίωσης, αφού προτίμησε τον θάνατο από μια ζωή χωρίς τον αγαπημένο της, η σοπράνο Τσέλια Κοστέα μάς μιλά για την παράσταση «Μαντάμα Μπαττερφλάι».

Ζωντανεύοντας την αλαβάστρινη ηρωίδα, που έγινε σύμβολο της ανεξάντλητης υπομονής και της αιώνιας αφοσίωσης, αφού προτίμησε τον θάνατο από μια ζωή χωρίς τον αγαπημένο της, η σοπράνο Τσέλια Κοστέα μάς μιλά για την παράσταση «Μαντάμα Μπαττερφλάι».

Διάσημο για τις υπέροχες άριες και τη δραματική θεατρικότητά του, το οπερατικό αριστούργημα και πιο αγαπημένο έργο του ίδιου του συνθέτη του, Τζιάκομο Πουτσίνι, η «γιαπωνέζικη τραγωδία» «Μαντάμα Μπαττερφλάι», που αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη καλοκαιρινή παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ), παρουσιάζεται στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στις 27, 28, 30 και 31 Ιουλίου, στις 9 το βράδυ.

Με το άγγιγμα του διάσημου αργεντινού σκηνοθέτη της όπερας, Ούγκο Ντε Άνα, η Τσέλια Κοστέα ενσαρκώνει την εύθραυστη 15άχρονη γκέισα Τσο – Τσο – Σαν, που χάνει τον αγαπημένο της και την ίδια της τη ζωή, και μιλά για αυτήν την υπερπαραγωγή και τον δύσκολο δρόμο της καριέρας της. 

Σε ποια ανθρώπινα συναισθήματα επικεντρώνεται η «Μαντάμα Μπαττερφλάι»;

Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα να μελετώ τον ρόλο της Μπαττερφλάι, γνώριζα καλά μέσα μου πως πρόκειται για τον ρόλο της ζωής μου. Ανακάλυψα μέσα του όλη την αγάπη, όπως και όλο τον πόνο, που μπορεί να νιώσει μια γυναίκα σε ολόκληρη τη ζωή της. Είναι ο καλύτερος ρόλος στην καριέρα μου. Μια ιστορία αγάπης, πόνου, πάθους, ανεξάντλητης υπομονής, μεγάλης δύναμης, όλων των γυναικείων συναισθημάτων που κρύβονται στην ψυχή αυτού του κοριτσιού, που ονομάζεται Τσο – Τσο – Σαν.

Ποια είναι η ιστορία της;

Είναι μια αληθινή ιστορία, γνωστή σε όλους πιστεύω. Μιλάει για την αγάπη και τον πόνο, ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους και με εντελώς διαφορετικές κουλτούρες μεταξύ τους. Η Tσο – Τσο - Σαν είναι μια βαθύτατα δραματική φιγούρα. Μια γκέισα, που ερωτεύεται  έναν υποπλοίαρχο του Ναυτικού των ΗΠΑ, τον Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, για να βιώσει μαζί του τον μοιραίο έρωτα σε όλη του την έκταση και με μια τραγική κατάληξη, την αυτοθυσία. 

Πώς την προσεγγίζει ο σκηνοθέτης Ούγκο ντε Άνα και ποια είναι τα δυνατά σημεία αυτής της υπερπαραγωγής;

Ο Ούγκο ντε Άνα είναι μια ιδιοφυία. Πέρυσι, κάναμε μαζί την “Τόσκα”, στο Ηρώδειο, που σημείωσε τρομακτική επιτυχία. Είμαι σίγουρη πως και η “Μπαττερφλάι” θα είναι μια φανταστική παραγωγή, που θα κρατήσει το κοινό σε μεγάλη και αμείωτη ένταση καθ’ όλη τη διάρκειά της. Είναι μια μεγαλειώδης παραγωγή. Τα σκηνικά, τα αυθεντικά γιαπωνέζικα κοστούμια, τα εντυπωσιακά βίντεο, η ατμόσφαιρα, η δυναμική των ρόλων, δε συνθέτουν απλώς ένα μεγάλο θέαμα, αλλά μια μαγεία.

Ενσαρκώνοντας την Μπαττερφλάι, ποια στιγμή της θεωρείτε πιο τραγική;

Όταν καταλαβαίνει πως ο εραστής της, ο Πίνκερτον, δε θα την παντρευτεί και όταν έρχονται να πάρουν το παιδί της. Αυτή είναι η πιο τραγική στιγμή του αριστουργήματος του Πουτσίνι και η ηρωίδα, βουτηγμένη μέσα στον πόνο της απώλειας, αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή της και αποχωρίζεται οριστικά τόσο τον αγαπημένο της, όσο και τον μονάκριβο καρπό του έρωτά τους.  

Ποια είναι η αντιμετώπιση της κλασικής μουσικής στη χώρα μας;

Η άποψή μου είναι πως σε αυτόν τον τόσο σημαντικό τομέα, η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) έχει σημειώσει τεράστια πρόοδο. Και αυτό, χάρη στις συνεχείς προσπάθειες του καλλιτεχνικού διευθυντή της, Μύρωνα Μιχαηλίδη, να κρατήσει τον οργανισμό ζωντανό, παρά την οικονομική κρίση που πλήττει ιδιαίτερα την Ελλάδα, αλλά και την Ευρώπη, με θεατρικούς φορείς να κλείνουν ή να πραγματοποιούν μόνο μια παραγωγή ανά σεζόν, ειδικά σε χώρες, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία.

Ευτυχώς, στην Ελλάδα, έχω παρατηρήσει πως το κοινό, ακόμη και τώρα στην κρίση, είναι ιδιαιτέρως πιστό στις παραγωγές της ΕΛΣ και δείχνει μια ιδιαίτερη αγάπη, τόσο στο λυρικό θέατρο, όσο και στην κλασική μουσική γενικότερα. Αυτή την αίσθηση την αποκομίζω από την προσέλευση και από τον ενθουσιασμό του κόσμου, που παρακολουθεί με ενθουσιασμό τις παραστάσεις μας, ακριβώς όπως συνέβη με τους χιλιάδες θεατές, που μας συντρόφευσαν στην ανοιχτή πρόβα της ορχήστρας της ΕΛΣ με τη “Μαντάμα Μπαττερφλάι”, στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.   

Πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος για τους  λυρικούς τραγουδιστές;

Είναι δύσκολος και απαιτεί πολλές θυσίες. Μου πήρε δέκα χρόνια, για να φτάσω στο σημείο, που βρίσκομαι αυτή τη στιγμή. Το λυρικό τραγούδι θέλει επιμονή και υπομονή, δύναμη, συγκέντρωση και αδιάκοπη εξάσκηση. Και η μεγαλύτερη ανταμοιβή αυτού του κόπου και των θυσιών είναι η αποδοχή από το κοινό, το χειροκρότημά του.

Ως θεατρικό είδος, η όπερα απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό;

Φυσικά και όχι. Η όπερα είναι για τον καθένα. Οι αξίες στο οπερατικό ρεπερτόριο είναι πανανθρώπινες, μας αφορούν και μας συγκινούν όλους. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό παίζει και η εξοικείωση μαζί της, που έρχεται με την εκπαίδευση και την παιδεία. Είναι πολύ σημαντικό τα παιδιά μας να έχουν ήδη από την παιδική τους ηλικία τη γνώση των μουσικών οργάνων, του τι είναι κλασική μουσική, όπερα. Είναι ζήτημα πολιτισμού και εκπαίδευσης.
     
Ποια στιγμή της καλλιτεχνικής σας διαδρομής θεωρείτε καθοριστική για την εξέλιξη σας;

Το ντεμπούτο μου στο Κόβεντ Γκάρντεν ως Λιου, στην “Τουραντότ” του Πουτσίνι, το 2005. Η αλήθεια είναι πως κάθε στιγμή τη θεωρώ σημαντική στην καριέρα μου και, πραγματικά, δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω κάποια συγκεκριμένη, καθώς κάθε μία είναι ένα βήμα  μπρος τα εμπρός. Επίσης, νιώθω ιδιαίτερη τιμή, που μέχρι σήμερα έχω τραγουδήσει σε μερικά από τα σημαντικότερα λυρικά θέατρα του κόσμου. 

Από τη μέχρι στιγμής πορεία σας, ποιον ρόλο έχετε αγαπήσει περισσότερο και ποια ηρωίδα θα θέλατε πολύ να ενσαρκώσετε;

Αγαπώ τις ηρωίδες στις όπερες του Πουτσίνι και του Βέρντι, γιατί ο δυναμισμός τους ταιριάζει στη φωνή μου. Ειδικά τους ρόλους στο ρεπερτόριο του Πουτσίνι, που αναφέρονται στη “φτωχή ζωή” των πρωταγωνιστριών τους, τους νιώθω πολύ κοντά μου. Η επιτυχία μου ξεκίνησε με τη Λιου στην “Τουραντότ”, τη Μιμή στην “Μποέμ”, τη Φλόρια Τόσκα στην “Τόσκα” και, φυσικά, την Μπαττερφλάι. Όσο για τον ρόλο που πάντοτε ονειρευόμουν, πιστεύω πως αυτός ήταν και είναι η Μπαττερφλάι.        

Ταυτότητα παράστασης
Μουσική διεύθυνση: Μύρων Μιχαηλίδης, σκηνοθεσία - σκηνικά - κοστούμια: Ούγκο ντε Άνα, φωτισμοί: Βινίτσιο Κέλι, σχεδιασμός προβολών: Σέρτζιο Μετάλλι – Ideogamma, κινησιολογία: Λέντα Λογιοντίτσε, διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος. Διανομή: Τσο - Τσο Σαν: Μαρία Λουιτζία Μπόρσι (27, 30/7) - Τσέλια Κοστέα (28 - 31/7), Σουτζούκι: Ολέσα Πέτροβα, Κέιτ Πίνκερτον: Mαρισία Παπαλεξίου, M. Φ. Πίνκερτον: Βάλτερ Φρακκάρο (27, 30/7) - Λουτσάνο Γκάντσι (28, 31/7), Σάρπλες: Δημήτρης Πλατανιάς (27, 30/7) - Διονύσης Σούρμπης (28, 31/7), Γκόρο: Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος, Πρίγκιπας Γιαμαντόρι: Χαράλαμπος Βελισάριος, Μπόνζο: Τάσος Αποστόλου, Γιακουζιντέ: Πέτρος Σαλάτας, Αυτοκρατορικός Επίτροπος: Παύλος Σαμψάκης, Ληξίαρχος: Σωτήρης Κολυδάς, Μητέρα της Τσο - Τσο - Σαν: Αμαλία Αυλωνίτη, Θεία: Βάγια Κωφού, Ξαδέλφη: Φωτεινή Χατζιδάκη, Ντολόρε: Θ. Α.. Συμμετέχει η Ορχήστρα και η Χορωδία της ΕΛΣ.

Πληροφορίες
Ωδείο Ηρώδου Αττικού: Πεζόδρομος Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Μακρυγιάννη - Αθήνα, τηλ.: 210 3241807. Τιμές εισιτηρίων: 100, 85, 60, 55, 45, 25, 15 (παιδικό – φοιτητικό) ευρώ. Προπώληση: ταμεία τoυ θεάτρου Ολύμπια: Ακαδημίας 59 - 61, Αθήνα (καθημερινά:  9.00 – 21.00), ταμεία του Φεστιβάλ Αθηνών: Πανεπιστημίου 39 στη Στοά Πεσμαζόγλου, τηλ.: 210 3272000 (Δευτέρα – Παρασκευή: 8.30 – 16.00, Σάββατο: 9.00 – 14.30), τηλεφωνικά: 210 3662100, 210 3612461, 210 3643725, ομαδικά εισιτήρια: 210 3711342, ηλεκτρονικά: www.nationalopera.gr.


Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]