Στη σύλληψη 19χρονης ύποπτης για στρατολόγηση «μαχητών του ιερού πολέμου» ώστε να πολεμήσουν στη Συρία στο πλευρό ριζοσπαστών ισλαμιστών προχώρησαν οι αρχές της Ολλανδίας.
Στη σύλληψη 19χρονης η οποία θεωρείται ύποπτη για στρατολόγηση «μαχητών του ιερού πολέμου» ώστε να πολεμήσουν στη Συρία στο πλευρό ριζοσπαστικών ισλαμιστικών ομάδων προχώρησαν οι αρχές της Ολλανδίας.
«Η γυναίκα συνελήφθη και έχει προφυλακισθεί εδώ και δύο εβδομάδες, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη σχετική έρευνα», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο η εκπρόσωπος του γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα στη Χάγη.
Στη χώρα αναπτύσσεται έντονη ανησυχία για νεαρούς ολλανδούς μουσουλμάνους οι οποίοι κατατάσσονται για να πολεμήσουν στη Συρία, με μια βρετανική έρευνα τον Απρίλη να σημειώνει ότι τουλάχιστον 107 Ολλανδοί πολεμούν στην χώρα της Μέσης Ανατολής κατά του καθεστώτος του Μπασάρ Αλ Άσαντ.
Η αστυνομία συνέλαβε τη νεαρή γυναίκα στο Ζέτερμεερ, μικρή πόλη ανατολικά της Χάγης, την Τετάρτη, μετά τις έγγραφες καταγγελίες οικογενειών στην περιοχή ότι συγγενείς τους έφυγαν για να πολεμήσουν στη Συρία.
«Σε μερικές εκ των καταγγελιών, αναφέρονται και ονόματα στρατολόγων», ανέφερε η εκπρόσωπος της εισαγγελίας.
Προς το παρόν, στην κατηγορούμενη επιτρέπεται μόνον η επαφή με το δικηγόρο της.
Μολονότι οι αρχές δεν μπορούν να απαγορεύσουν σε επίδοξους τζιχαντιστές να εκγαταλείψουν την Ολλανδία, ευελπιστούν ότι μπορούν να χτυπήσουν τη στρατολόγησή τους, η οποία τιμωρείται με τέσσερα χρόνια φυλακή ή πρόστιμο 78.000 ευρώ.
Από την πλευρά του, ο δικηγόρος του Άμστερνταμ, Μπαρτ Νοοϊτγκεντάγκτ, γνωστός ως συνήγορος ατόμων τα οποία κατηγορούνται για στρατολόγηση τζιχαντιστών, σημείωσε, μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο, ότι ανάλογες υποθέσεις είναι δύσκολο να στοιχειοθετηθούν.
«Πρέπει να έχεις κάποιον ο οποίος να έχει γυρίσει από τη Συρία και να δηλώσει ανοικτά ότι είχε στρατολογηθεί. Πρέπει να υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία για να στοιχειοθετηθεί μια υπόθεση σαν κι αυτή, όπως καταγεγραμμένες συνομιλίες ή ηλεκτρονικά μηνύματα τα οποία να αποδεικνύουν ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει στρατολογηθεί», δήλωσε ο κ. Νοοϊτγκεντάγκτ.