Επικρίσεις κατά της Κομισιόν με αφορμή απάντηση του Επιτρόπου Λάζλο Άντορ σε ερώτησή του σχετικά με το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας στην Ελλάδα, διατυπώνει ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Χουντής.
Επικρίσεις κατά της Κομισιόν με αφορμή απάντηση του Επιτρόπου Λάζλο Άντορ σε ερώτησή του σχετικά με το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας στην Ελλάδα, διατυπώνει ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Χουντής.
Όπως επισημαίνει ο κ. Χουντής, «ενώ τα στοιχεία για την τραγική αύξηση της ανασφάλιστης εργασίας στην Ελλάδα είναι αμείλικτα, η Κομισιόν θεωρεί ότι έχει πράξει το καθήκον της, διαθέτοντας 7 εκατομμύρια ευρώ στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενου από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, Επιχειρησιακού προγράμματος, με δικαιούχο το υποστελεχωμένο και παραγκωνισμένο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας».
Στην ερώτησή του, ο ευρωβουλευτής αναφερόταν σε ελέγχους που είχαν πραγματοποιηθεί από την Ειδική Υπηρεσία Ελέγχου και Ασφάλισης του ΙΚΑ, από τα οποία προέκυπτε ότι , «σε σύνολο 1.891 επιχειρήσεων με 7.959 εργαζόμενους, βρέθηκε ότι οι 979 εξ αυτών (ποσοστό 52%), απασχολούσε 2.295 ανασφάλιστους εργαζόμενους (ποσοστό 40,5%)».
Ταυτόχρονα, τόνιζε ότι, «αιτία για τους μειωμένους ελέγχους, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, αποτελούν τόσο οι περικοπές προσωπικού όσο και η άρνηση του υπουργείου Εργασίας να χορηγήσει έξοδα κίνησης στους ελεγκτές» και ότι, «η διάλυση κάθε ελεγκτικού μηχανισμού αποτελεί μία συνειδητή πολιτική επιλογή, που στοχεύει στην πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων των εργαζομένων».
Ο κ. Χουντής ζητούσε από την Κομισιόν να απαντήσει αν προτίθεται να λάβει άμεσα αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να καταπολεμήσει το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας και αν ναι, ποια είναι αυτά.
Όπως επισημαίνει ωστόσο ο ευρωβουλευτής, στην απάντησή του, «αντί να δώσει σαφείς απαντήσεις για τις προθέσεις της Κομισιόν», ο κ. Άντορ σημείωνε ότι «η Επιτροπή εργάζεται επί του παρόντος για την δημιουργία μιας ευρωπαϊκής πλατφόρμας για την ενίσχυση της συνεργασίας, ιδιαιτέρως με τη συγκέντρωση πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών σε επίπεδο ΕΕ, των φορέων επιβολής του νόμου των κρατών μελών, όπως οι επιθεωρήσεις εργασίας, οι φορολογικές αρχές και οι αρχές κοινωνικής ασφάλισης, και άλλων ενδιαφερόμενων μερών, με σκοπό την πιο αποτελεσματική και αποδοτική προσέγγιση για την πρόληψη και την αποτροπή της αδήλωτης εργασίας».