Πολιτική
Δευτέρα, 03 Μαρτίου 2003 20:41

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν - Μέρος 2/4

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΑΠΟ 12:00 – 16:00

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση, η οποία διακόπηκε. Τι προβλήματα θα ανακύψουν, βέβαια μήπως πρέπει να διαβάσουμε πρώτα το κατηγορητήριο.

κ. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Πριν προχωρήσουμε στην πρόοδο της διαδικασίας κ. Πρόεδρε, νομίζω ότι πρέπει να ληφθούν κάποια μέτρα, πρώτον για να συζητούμε σ’ αυτή την αίθουσα, για να μπορεί να προχωρήσει αυτή η συζήτηση. Και δεύτερον, κάποια μέτρα προστασίας της προσωπικότητας των προσώπων που βρίσκονται μέσα σε αυτή την αίθουσα, το οποίο προέχει, νομίζω, πριν από οποιαδήποτε συζήτηση.

Σε αυτή τη βάση νομίζω, ότι η τοποθέτηση κάποιων προσώπων σε κλωβό και πρώτα-πρώτα του κατηγορουμένου, που βρίσκεται στο κέντρο της δίκης, προσβάλλει ευθέως την προσωπικότητά τους, συνιστά παράβαση του 5 του Συντάγματος και από αυτή την άποψη, το πρώτο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί, είναι αυτό.

Δεν είναι μόνο όμως η προσωπικότητα των κατηγορουμένων. Υπάρχει θέμα προφορικότητας και αμεσότητας της διαδικασίας, αρχές που κατοχυρώνονται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι οποίες θίγονται από αυτή την κατασκευή που υπάρχει στο χώρο που συζητείται η υπόθεση, για τον απλούστατο λόγο ότι οι κατηγορούμενοι δεν διευκολύνονται να επικοινωνήσουν με τους συνηγόρους τους. Η κάθε πλευρά έχει δικαίωμα να βλέπει την άλλη και ν’ ακούει ευθέως την άλλη, να μην γίνει, να μην εξελιχθεί η συζήτηση σαν συνομιλίες εκ του σύνεγγυς. Πρέπει να είναι άμεση και προφορική για όλους η συζήτηση.

Έχει δικαίωμα η πολιτική αγωγή να βλέπει την υπεράσπιση και η υπεράσπιση έχει δικαίωμα να βλέπει την πολιτική αγωγή. Αυτή η κατασκευή που έχουμε ανάμεσά μας, δεν διευκολύνει σ’ αυτή την κατεύθυνση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το γυάλινο λοιπόν, κατά το τμήμα του τουλάχιστον που είναι προς το μέρος σας, εννοείτε;

Κ. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Όχι, μιλάω και για το άνω μέρος, γιατί ακριβώς έχουμε δικαίωμα να είμαστε σε επαφή και με την πολιτική αγωγή, με τους συναδέλφους μας που είναι στην απέναντι όχθη. Δεν θέλω να μιλάω για λογαριασμό της πολιτικής αγωγής αν θέλει να βλέπει τους κατηγορούμενους ή όχι, αλλά εγώ θέλω να έχω επαφή με την πολιτική αγωγή και με τις θέσεις της, ευθέως.

Θα έλεγα όμως, ότι υπάρχει κι ένα θέμα νομιμότητας κ. Πρόεδρε. Ένα θέμα νομιμότητας αυτής της κατασκευής. Από το άρθρο 18 παρ. 4 του 1756/88, «Οργάνωση Δικαστηρίων›, παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στον Υπουργό Δικαιοσύνης για τη διαμόρφωση και διαρρύθμιση των δικαστικών αιθουσών. Εδώ έχουμε μια ειδική διαρρύθμιση της αιθούσης.

Εφόσον νομοθετική εξουσιοδότηση έχει μόνο ο Υπουργός Δικαιοσύνης να διαρρυθμίζει τις αίθουσες, για να κάνει μια νέα διαρρύθμιση, πέρα από αυτά που έχει κάνει με τη γενική απόφαση που έχει λάβει ο Υπουργός για τις δικαστικές αίθουσες, θα χρειαζόταν να έχετε ενώπιόν σας, το πρώτον, μια Υπουργική απόφαση η οποία θα διαρρυθμίζει διαφορετικά τη συγκεκριμένη αίθουσα.

Εξεταστέο από κει και πέρα είναι η νομιμότητα αυτής της Υπουργικής απόφασης, αν υποτεθεί ότι την είχατε - γιατί αν δεν την έχετε σταματά εκεί η συζήτηση, δεν είναι νόμιμη αυτή η παρέμβαση στη διαρρύθμιση των δικαστικών αιθουσών -, από κει και πέρα θα έπρεπε να εξεταστεί από άποψη του άρθρου 4 του Συντάγματος, από την άποψη της ισότητας δηλαδή, γιατί δεν μπορεί η Διοίκηση, ο Υπουργός στη συγκεκριμένη περίπτωση, να ρυθμίζει με διαφορετικό τρόπο, ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις.

Δηλαδή δεν μπορεί να λάβει μέτρα για τη θέση των κατηγορουμένων μέσα σε μια δικαστική αίθουσα με διαφορετικό τρόπο, απ’ ότι λαμβάνει στις υπόλοιπες ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις, δηλαδή στους υπόλοιπους κατηγορουμένους που δικάζονται για κακούργημα και τελούν σε όμοια κατάσταση.

Θα πρόσθετα εδώ, ότι ο διευθύνων τη συζήτηση, εκ του νόμου, από τον Οργανισμό Δικαστηρίων δηλαδή, έχει την ευθύνη για την τήρηση της νομιμότητας, όχι απλά της ευταξίας, αλλά και της νομιμότητας μέσα στην δικαστική αίθουσα. Από αυτή την άποψη έχει και την αρμοδιότητα για την άρσή τυχόν παράνομων καταστάσεων που διαπιστώνονται μέσα στη δικαστική αίθουσα, όπως αυτή η συγκεκριμένη κατασκευή, που ευθέως είναι παράνομη, θα έλεγα, και αντιβαίνει και σε τυπικό νόμο, αυτόν που ανέπτυξα προηγουμένως.

Θα πρόσθετα εδώ, ότι δεν είναι μέτρο προστασίας των κατηγορουμένων, αν θα μπορούσε να προσεγγισθεί έτσι αυτό το ζήτημα, από την άποψη ότι δεν τέθηκε θέμα προστασίας κάποιου κατηγορούμενου, δεν έθεσε κάποιος κατηγορούμενος, και μπορώ να πω ότι ο εντολέας μου δεν θέτει κανένα ζήτημα προστασίας του, δεν θεωρεί ότι απειλείται από οποιαδήποτε πλευρά ή από οποιονδήποτε παράγοντα αυτής της δίκης, για να ζητά κάποια ειδική προστασία, πέραν των συνήθων που υπάρχουν σε όλες τις δίκες.

Θα πρέπει όμως να το προσεγγίσουμε και επί της ουσίας το ζήτημα. Γιατί βρίσκεται μπροστά μας αυτό το κλουβί σήμερα; Γιατί ερχόμαστε να δικάσουμε μ’ ένα κλουβί μπροστά μας; Νομίζω ότι είναι εμφανές, ότι προεχόντως πρόκειται για ένα επικοινωνιακό μήνυμα, που απευθύνεται κυρίως εκτός της δικαστικής αιθούσης, με μέτρα εντός της δικαστικής αιθούσης, απευθυνόμαστε εκτός.

Δηλαδή, θέλουμε να πούμε στην κοινωνία, θέλουμε να πούμε σε αυτούς που το είδαν χθες στην τηλεόραση, προχθές αυτό, το επισκέφθηκαν και αρμόδιοι πολιτικοί παράγοντες, ο Υπουργός το επισκέφθηκε, ότι εδώ δικάζονται θηρία; Τι θέλουμε να πούμε στην κοινωνία δηλαδή, παίρνοντας αυτά τα ειδικά μέτρα; Ότι αυτοί οι κατηγορούμενοι δεν είναι κοινοί; Ότι χρειάζονται κάποια ειδικά μέτρα για να τιθασευτούν;

Θέλουμε να περάσει ένα μήνυμα δηλαδή στην κοινωνία; Και μπορεί να το επιτρέψει το Δικαστήριο, αυτό που έχει μπροστά του, να λειτουργεί ως ένα μήνυμα και μάλιστα ένα μήνυμα στρεβλό, παράνομο στην κοινωνία;

Θα έλεγα, ότι συνιστά επίσης και ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο έργο της δικαιοσύνης. Συνιστά παράβαση του 26 του Συντάγματος δηλαδή. Γιατί; Γιατί αυτό το κλουβί που τέθηκε μπροστά σας και μπροστά μας πριν εσείς ανεβείτε στην έδρα για να δικάσετε, ουσιαστικά συνιστά υπόμνηση ειδικού καθεστώτος. Ότι αυτούς που έχετε μπροστά σας, βρίσκονται σε ειδικό καθεστώς και πρέπει να το αντιμετωπίσετε ειδικά.

Αυτό είναι παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στη δικαιοσύνη. Είναι άλλο πράγμα όταν το Δικαστήριο για τον οποιοδήποτε λόγο, αποφασίζει να πάρει ειδικά μέτρα για την τάξη και άλλο να έρχεται αντιμέτωπο από την ώρα που ανεβαίνει στην έδρα, με υπόμνηση της πολιτικής εξουσίας, ότι εδώ έχετε ειδική κατάσταση να δικάσετε.

Αυτό το πράγμα, αντιβαίνει πλήρως το 26 του Συντάγματος και από αυτή την προσέγγιση επίσης, νομίζω ότι πρέπει να διατάξετε άμεσα την καθαίρεσή του και στην πρόοδο της δίκης, αν βλέπετε, αν διαπιστώνετε ότι υπάρχουν θέματα που πρέπει να λάβετε ειδικά μέτρα, αυτό είναι η αρμοδιότητα, αυτό είναι ή εξουσία του Δικαστηρίου, να τα διατάσσει.

Αλλά πρέπει να τα διαπιστώνει πρώτα, δεν πρέπει να τα διαπιστώνει ο Υπουργός για λογαριασμό του Δικαστηρίου προηγουμένως, ή όποιος παράγοντας το αποφάσισε, γιατί κατά τη γνώμη μου δεν είναι καθόλου σαφές και ποιος τα αποφάσισε αυτά τα πράγματα, εκτός και αν έχετε καμία Υπουργική απόφαση μπροστά σας που ορίζει τέτοια θέματα.

Θα έλεγα ότι, επιπλέον, πρόκειται για μια καταρράκωση του θεσμού της δικαιοσύνης, της δίκης να παίρνονται τέτοια μέτρα, μιας πολιτιστικής κατάστασης δηλαδή του ανθρώπινου πολιτισμού, με μια θεατροποίησή της. Ουσιαστικά πρόκειται για ειδικά εφέ για να δικάσουμε, κ. Πρόεδρε. Και νομίζω ότι αυτό δεν μπορούμε να το δεχτούμε.

Λέμε και θα συζητήσουμε μετά για τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα – άλλο θέμα αυτό – αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούμε εκ προοιμίου, ενώ λέμε ότι ο δικαιολογητικός λόγος της απαγόρευσης των τηλεοπτικών μέσων είναι να μη θεατροποιείται η δίκη, να κατασκευάζουμε εμείς εφέ μέσα σε αυτή τη δίκη, ακριβώς για να περάσουμε μηνύματα στην κοινωνία.

Και τελικά, τι είναι αυτό το πράγμα που βλέπετε μπροστά σας; Είναι μια ιστορική μεταφορά ίσως, ανάλογων καταστάσεων που έγιναν σε άλλες δίκες, σε άλλες χώρες; Είναι προφανές, ότι οι συνειρμοί οδηγούν προς τα εκεί και αυτό είχαν στο μυαλό τους οι εμπνευστές τους. Σε αυτό θα πρόσθετα, ότι ο ίδιος ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου τότε που δίκασε με κλουβιά, σε πρόσφατη συνέντευξή του, το θεώρησε βάρβαρο μέτρο για τις τότε συνθήκες, για 30 χρόνια πριν και για συνθήκες πολέμου που ήταν εκεί.

Δε νομίζω ότι κανένας νιώθει σήμερα ότι δικάζουμε μέσα σε ένα πολεμικό κλίμα και χρειαζόμαστε έκτακτα μέτρα, ούτε έκτακτη ανάγκη υπάρχει, αλλά υποθέτω ότι δεν υπάρχουν και λόγοι εκδίκησης, δηλαδή μιας προεκδίκησης έναντι οποιουδήποτε, πέραν του ότι η έννοια της εκδίκησης δεν είναι νομική έννοια. Δηλαδή και με την απόφασή του, με την όποια απόφασή του το Δικαστήριο δεν εκδικείται, δίκαιο αποδίδει.

Εν πάση περιπτώσει θα έλεγα και γι’ αυτό το ζήτημα, των συνειρμών δηλαδή που γίνονται με αυτά που έγιναν σε άλλες χώρες, ότι δεν χρειαζόμαστε μετάγγιση βαρβαρότητας στη χώρα μας. Αυτά που κρίθηκαν ως βάρβαρα σε άλλες χώρες, δεν χρειάζεται να μεταγγισθούν εδώ. Υπάρχουν πολλές πολιτιστικές κατακτήσεις που μπορούμε να πάρουμε από αλλού για το δικό μας το νομικό πολιτισμό, αλλά δε χρειάζεται να μεταγγίζουμε βαρβαρότητα.

Γι αυτούς τους λόγους νομίζω, ότι πρέπει να διακόψετε για πολύ λίγο χρόνο, για κάποιες ώρες και να διατάξετε να καθαιρεθούν αυτές οι κατασκευές.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα το δούμε αυτό, αυτό άλλωστε όπως ξέρετε στην πορεία του χρόνου μπορεί, να το πούμε έτσι.

κ. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Αλλά δεν μπορούμε κ. Πρόεδρε, να δικάζουμε με προσβεβλημένο το δικαίωμα στην προσωπικότητα των κατηγορουμένων. Γι’ αυτό λέω, να διακόψετε για ένα δίωρο, για ένα τρίωρο, όσο χρειάζεται για να φύγουν αυτά τα πράγματα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλά, να δούμε τι θα αποφασίσουμε πρώτα, αφού ακούσουμε όμως όλους, έτσι; Λοιπόν, όποιος θέλει, αγορεύει.

ΑΛ. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: Εγώ πιστεύω κ. Πρόεδρε, ότι έχετε δυο λόγους για να διατάξετε την αποβολή αυτού του κατασκευάσματος, όπως σε μια παρόμοια περίπτωση, πριν από το 1991, είχαμε το αντίστοιχο Τριμελές Εφετείο για τα κακουργήματα που δίκαζε σε αυτή την αίθουσα.

Ο πρώτος λόγος είναι, ότι δεν προβλέπεται από νομική διάταξη. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η διαρρύθμιση των Δικαστηρίων, προβλέπεται από τον Οργανισμό Δικαστηρίων. Προσδιορίζει ο Οργανισμός Δικαστηρίων τις θέσεις των παραγόντων και παράλληλα, η δική μας εσωτερική ποινική δικονομία έχει το άρθρο 349, αν δεν απατώμαι, και επόμενα τα οποία προσδιορίζουν πώς γίνεται η δίκη και ποιες είναι οι αρμοδιότητες οι δικές σας κ. Πρόεδρε, για την ευταξία και την τελετουργία της ποινικής διαδικασίας.

Σε αυτούς τους κανονισμούς και τις νομικές ρυθμίσεις που έχουμε μέχρι σήμερα να ισχύουν, δεν υπάρχει διάταξη η οποία θα καθορίζει ότι μπορεί να έχουμε προστατευτικά ή άλλα περιβλήματα, ή κουβούκλια ή άλλες κατασκευές μέσα στην αίθουσα, που να καλύπτουν τους κατηγορουμένους. Ίσως, στην τελευταία διάταξη υπάρχει μια πρόβλεψη για τους μάρτυρες. Εδώ δεν υπάρχει για τους κατηγορουμένους, στην τελευταία τροποποίηση που λέει «τρόπος εξετάσεως μαρτύρων› οι οποίοι είναι οι δύο περιπτώσεις που έχετε.

Δεν υπάρχει όμως καμία άλλη πρόβλεψη για τους κατηγορουμένους. Το Δικαστήριο δεν έχει ευχέρεια, ούτε καμιά άλλη αρχή, να τροποποιήσει αυτό το πλαίσιο, έτσι όπως νομίζει. Δεν υπάρχει τέτοια ευχέρεια. Το Δικαστήριο να κινηθεί στα πλαίσια που προσδιορίζει ο νόμος. Πέρα από τα πλαίσια που προσδιορίζει ο νόμος και τις εξουσίες που έχει το Δικαστήριο, δεν μπορεί να ρυθμίσει διαφορετικά, από τα πλαίσια τα νομικά. ¶ρα λοιπόν, αυτή η τοποθέτηση, η οποία δεν προβλέπεται από νομική διάταξη, δεν έχει νόμιμο έρεισμα να βρίσκεται. Αυτή είναι η βασική αρχή.

Η δεύτερη βασική αρχή είναι, ότι αν κάνουμε κάτι που δεν προβλέπεται από το νομικό πλέγμα το δικονομικό που έχουμε, έχουμε υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας του Δικαστηρίου. Και άρα, παραβιάζουμε τις αρχές, το σύνθετο πλέγμα αυτού που λέμε «δίκαιη δίκη›, που αφορά τι λέει το δικό μας δικονομικό σύστημα, τι λέει το σύνταγμα και τι λένε οι διεθνείς κανόνες τους οποίους έχουμε επικυρώσει.

Χωρίς νομικό πλέγμα, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε αυτό το επίπεδο. Αυτό είναι, συνοπτικά, για να μη σας ταλαιπωρώ, το πρώτο ζήτημα.

Τι κάναμε εμείς όταν μια φορά προέκυψε και τι έκρινε η νομολογία σε μια περίπτωση, γιατί σε όλες τις άλλες τις μεγάλες δίκες, απ’ όσες θυμάμαι εγώ, και των προσώπων τα οποία είχαν κατηγορηθεί δια εσχάτη προδοσία και πρόκειται για πρόσωπα, πρώην Πρωθυπουργούς κτλ. της χώρας, και η δίκη αυτή έγινε δυο φορές, για την περίπτωση Πολυτεχνείου κτλ. – εδώ πέρα δεν υπήρξε θέμα κουβουκλίου ή άλλων μέσων να προστατευθούν, υπήρξε μόνο μια περίπτωση στην υπόθεση Ρασίντ.

Στην υπόθεση Ρασίντ, όταν συνήλθε το Δικαστήριο, ηύραμε σε αυτή την αίθουσα, δύο κατασκευάσματα, τα οποία, αν δεν απατώμαι, όπως μάθαμε, είχαν μεταφερθεί από τις ΗΠΑ με πρόθεση να μπει ο κατηγορούμενος μέσα σε αυτά. Δυο κλωβούς. Δεν έγινε – λόγω και του γενικού κλίματος που επικρατούσε ενδεχομένως τότε – τέτοια προσέγγιση, δεν εζητήθη από κανέναν να μπει ο κατηγορούμενος εκεί, εζητήθη να μπουν οι μάρτυρες, Αξιωματούχοι του FBI, που είχαν έρθει να καταθέσουν σε αυτή την υπόθεση.

Εμείς, εγώ ήμουν υπεράσπιση με την κα Βαγιανού και τον κ. Κωνσταντόπουλο τότε, τον Πρόεδρο του Συνασπισμού, θέσαμε το πρόβλημα και είπαμε: «Είναι αυτές οι ενστάσεις καταχωρημένες, ότι εφόσον δεν προβλέπεται από νομικό κανόνα του δικού μας εσωτερικού δικονομικού δικαίου ή του Οργανισμού των Δικαστηρίων, αυτός ο κλωβός πρέπει να απομακρυνθεί, πρώτον γι’ αυτό και δεύτερο γιατί είναι ζητήματα ευταξίας τα οποία η χώρα μας δεν μπορούσε να δεχθεί ότι δεν υπάρχουν κανόνες ασφαλείας που να προστατεύουν τους πάντες, και τους αλλοδαπούς και τους ημεδαπούς κατηγορούμενους και τους μάρτυρες.