Δημιουργώντας μία ελεγεία για τη φιλία και την καθαρότητα της φύσης και των ψυχών, η πολυβραβευμένη συγγραφέας Ελένη Σαραντίτη μάς μιλά για το νέο της μυθιστόρημα, «Η Χαρούλα στους εφτά ουρανούς», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Δημιουργώντας μία ελεγεία για τη φιλία και την καθαρότητα της φύσης και των ψυχών, η πολυβραβευμένη συγγραφέας Ελένη Σαραντίτη μάς μιλά για το νέο της μυθιστόρημα, «Η Χαρούλα στους εφτά ουρανούς», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Με πρωτότυπο θεματικό πυρήνα και αξίες παραγκωνισμένες, όπως ο σεβασμός στον κόσμο που μας περιβάλλει και η φιλοξενία, η Ελένη Σαραντίτη «αγκαλιάζει» για μία ακόμη φορά την πατρίδα της, τη Λακωνία, μέσα από την ιστορία της Χαρούλας, και μας ξεναγεί στον σύμπαν του νέου της βιβλίου.
Ποια θέματα πραγματεύεται το βιβλίο;
Η “Χαρούλα στους εφτά ουρανούς”, μεταξύ άλλων, πραγματεύεται το φύτρωμα και την ανθοφορία μιας πολύτιμης και σπάνιας φιλίας ανάμεσα σε δυο έφηβες, την Ειρήνη και τη Χαρούλα, κοπέλες με καλά εφόδια ψυχής και πνεύματος, αλλά και με γερή αρματωσιά από την οικογένεια, όπως είναι η εμπιστοσύνη, η εργατικότητα και η απλότητα, το ενδιαφέρον για τα κοινά, η ειλικρίνεια και ο σεβασμός σε όλα τα πλάσματα. Πραγματεύεται ακόμη το θέμα της ζωοφιλίας και της φυσιολατρίας. Της φιλοξενίας, επίσης. Και τέλος, το συνεχώς και πιο οξυμμένο θέμα της σύγχρονης πειρατείας των θαλασσών.
Τί σας ώθησε να θίξετε το ζήτημα της σύγχρονης πειρατείας των θαλασσών, της οποίας οι διαστάσεις δεν είναι ιδιαίτερα γνωστές, παρά τη σοβαρότητά τους;
Βεβαίως, το έγκλημα της πειρατείας είναι πανάρχαιο. Ως πρώτοι πειρατές αναφέρονται οι Φοίνικες περί το 2000 π. Χ., αλλά και ο Όμηρος αναφέρει πειρατικές ενέργειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου. Θα προσπεράσουμε, βεβαίως, τον δυνάστη της Μεσογείου, Μπαρμπαρόσα, και θα πούμε μόνο ότι θύματα πειρατών υπήρξαν ο Θερβάντες, ο Άγιος Βικέντιος, ο μέγας μαθηματικός Αραγκό και άλλοι.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε πόλη θαλασσινή, τη Νεάπολη Λακωνίας, σχεδόν στα ριζά του θρυλικού κάβο Μαλιά. Δε χρειάζεται να μιλήσω για τα όσα συνέβαιναν στο πολυσύχναστο αυτό πέρασμα από καταβολής. Τι μάχες, τι λατρείες, τι θρησκείες και αποχωρισμοί, τι ναυάγια, τι θρίαμβοι, αλλά και πόσα λημέρια για τους πειρατές. Λοιπόν, οι θρύλοι βαστούν καλά στην άκρη εκεί της λακωνικής γης. Ακόμη. Λαός θαλασσινός οι πατριώτες μου, ναυτικός και ο πατέρας μου, την ξέρουν καλά τη θάλασσα και γι’ αυτό την αγαπούν, αλλά και τη σέβονται.
Αυτόν τον σεβασμό, που δεν έχει να κάνει με τον φόβο, αλλά με ένα είδος υποταγής και ήπιου συμβιβασμού ή μάλλον παραδοχής, τον βίωσα κι εγώ από μικρή. Και τους θρύλους τους έζησα ολοζώντανους. Με τις πειρατικές διηγήσεις ριγούσαμε, αλλά και τις αποζητούσαμε. Όπως λ.χ. εκείνες που λάβαιναν χώρα στο Κλεφταύλακο, άφαντο σχεδόν λιμανάκι του κάβο Μαλιά, υπερπληρωμένο από παραδόσεις και ερείπια. Εδώ, έφερναν τα κλοπιμαία και τα θύματα. Ένας από τους πειρατές, ο φοβερός Βουρογιώργης, δεν έχει ακόμη σβηστεί από τη μνήμη των γεροντότερων. Όταν αναφέρονταν σε αυτόν, έκαναν συγχρόνως το σημείο του σταυρού. Τρόμος. Σκοτώθηκε σε καρτέρι, αλλά βρικολάκιασε και έσκουζε τις νύχτες, και τα σκυλιά, λέει, άνοιγαν τρύπες και χώνονταν στη γη. Στη σκοτεινιά, ακουγόταν αυτής της φοβερής σκιάς το τραγούδι: “Στους δρόμους γυρνώ, τους συντρόφους μου ζητώ/ έβγα, βλάμη, να ιδείς τον που βγαίνει απ’ τη γης…”
Ε, τι να πω. Aν απαντηθείς με αυτά μικρός, τα σέρνεις μαζί σου μια ζωή. Έχω ακούσει ιστορίες για “σαββατιανούς λύκους” και για ζωντανά, που βουβαίνονταν στο αντίκρισμα των πειρατών. Έχω δει πολιτείες εγκαταλειμμένες να χάσκουν ερειπωμένες από επιδρομές πειρατών και στη Νεάπολη και στα γειτονικά Κύθηρα. Λοιπόν, πώς να μη χτυπά η καρδιά μου άτακτα με όλα αυτά που συμβαίνουν στις μέρες μας; Εξάλλου, ποτέ δεν ξέχασα ότι μιας συμμαθήτριας και φίλης μου ο άντρας, πλοίαρχος, στη δεκαετία του εβδομήντα, χάθηκε και αυτός και το καράβι του με όλο το πλήρωμα στη Θάλασσα της Κίνας. Νέος. Μια χαρά παλικάρι. Η Παρασκευούλα του ακόμη τον περιμένει. Πόσα αντέχει η ψυχή του ανθρώπου! Από μια ακρούλα πιάνεται, για να επιβιώσει.
Στο σήμερα τώρα: Στο βιβλίο μου, δεν καταπιάνομαι με νομικά και ασφαλιστικά ζητήματα, αν και θα μπορούσα, καθώς διάβασα τόσα και τόσα γύρω από αυτό το φλέγον ζήτημα, ενώ τα παιδιά μου και τα αδέλφια μου, που έχουν σχέσεις με τη ναυτιλία, δε σταμάτησαν να με διαφωτίζουν. Η ιστορία μου μιλά απλώς για μια αγαπημένη οικογένεια, που δοκιμάζεται εξαιτίας αυτής της - απ’ αιώνος μα και πάντοτε παρούσας - πειρατείας. Στο βιβλίο μου, μιλώ για αισθήματα και δεσμούς, για νοσταλγία και ελπίδα.
Οι διαστάσεις της σύγχρονης πειρατείας, όπως σωστά επισημάνατε, δεν είναι μεν γνωστές εις βάθος, όμως όλοι ξέρουμε ότι η εξαθλίωση και η στέρηση των ομάδων, όπου γης, οδηγούν στη βία, ακόμη και στο έγκλημα, με την συνεπικουρία, βέβαια, των διεφθαρμένων τοπικών αρχών, οι οποίες αποκομίζουν τα σημαντικότερα οικονομικά οφέλη.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της Χαρούλας;
Ό,τι ωραιότερο και πολυτιμότερο στην ιστορία μου είναι η Χαρούλα. Θαρρώ πως ονειρεύομαι, όταν σκέπτομαι ότι αυτό το πλάσμα το εξαίσιο και σεπτό, μισό αληθινό και μισό του ονείρου, στέκει εκεί στο υπέροχο εξώφυλλο της Φωτεινής Στεφανίδη και με κοιτά με στοχασμό και εγκαρτέρηση, με το βλέμμα που τρυπώνει πίσω από τα πράγματα, πίσω από τα γεγονότα. Η Χαρούλα είναι σαν τη φύση: αγαθή και υπομονετική, πρόσχαρη και γεμάτη βάρη (των άλλων, βέβαια), αληθινή και γήινη. Αγαπά τα πουλιά, τα παιδιά και τα δέντρα, τις ιδέες, την ποίηση, τη μαγειρική. Σέβεται τα πάντα, μέχρι και τα τρωκτικά. Τη θλίψη της για την απαγωγή των γονιών και του αδελφού της δεν την περιφέρει στους δρόμους και τις πλατείες, παρά τη στεγάζει στην καρδούλα της που περιμένει.
Και είναι και όμορφη. Σαν σημερινό φαγιούμ ή σαν αρχαία κόρη των παραλίμνιων περιοχών. Δέστε την στο εξώφυλλο. Φαίνεται ότι πολύ την αγάπησε και η Φωτεινή Στεφανίδη, η εικονογράφος. Η Χαρούλα, με την κλίση που είχε στη μαγειρική, άνοιξε ένα εξαιρετικό εστιατόριο στο ιερό νησί της Σαμοθράκης. Με έναν άντρα στο πλάι της – δάσκαλο, ντόπιο - να τη λατρεύει και λαμπρά παιδιά να την κοιτούν στα μάτια.
Πώς ξετυλίγεται η ιστορία της και σε «ποιους ουρανούς» την οδηγεί η περιπέτεια που βιώνει;
Η ιστορία δεν είναι μόνο η θλίψη της ηρωίδας μας. Είναι και οι φιλίες, τα τραγούδια, οι ευτυχισμένες αναμνήσεις, τα πάρτι, τα μαθήματα, μια συναρπαστική συνάντηση με τον μεγάλο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο στη Μονεμβάσια, ένας ισπανός ζωγράφος, ο Ιγνάθιο, που λατρεύει το φως του Σεπτέμβρη στη Λακωνία και έρχεται κάθε χρόνο σαν τον διψασμένο να το αποτυπώσει. Παρούσα και η Θεσσαλονίκη. Αλλά υπάρχουν και νοσταλγικές περιγραφές ταξιδιών από το λιμάνι Κορκ της Ιρλανδίας και από την Αλάσκα. Τέλος, υπάρχει και η Ειρήνη, συνομήλικη της Χαρούλας, πρόσωπο εξαιρετικά ενδιαφέρον, πεζοπόρος και ονειροπόλα, αλλά και η γιαγιά με το αετίσιο μάτι και ένας ολόκληρος κόσμος, που περιβάλλει με έγνοια και αγάπη τη Χαρούλα.
Εδώ, πρέπει να διευκρινίσω ότι ο πατέρας της Χαρούλας, Α΄ μηχανικός στο δεξαμενόπλοιο Seabird, απάγεται με όλο το πλήρωμα από σομαλούς πειρατές. Μαζί ταξίδευε και η γυναίκα του με το αγοράκι τους. Ο θεσσαλονικιός πατέρας της Χαρούλας είχε έναν φίλο καρδιακό από τα χρόνια του στρατού, Λάκωνα, τον καπετάν Γιάννη, πατέρα της Ειρήνης. Οι δυο άντρες, συνυπηρετώντας κάποτε, είχαν δώσει όρκο ότι εάν κάποια από τις δυο οικογένειες αντιμετώπιζε δυσκολίες, η άλλη θα τη συνέδραμε. Έτσι, ο καπετάν Γιάννης έσπευσε και έφερε τη Χαρούλα - που δεν είχε άλλους στενούς συγγενείς - στο σπίτι του, στη Λακωνία.
Εκεί, η Χαρούλα κούρνιασε στη θαλπωρή και στην αγάπη σαν το πουλάκι το ταλαιπωρημένο. Περιμένοντας τις καλές ειδήσεις από τα αγαπημένα της πρόσωπα, έλεγε: “… Αν επιστρέψουν σώοι οι δικοί μου, αν τους ξαναδώ, ίσως γίνω πουλί, αλλά μη με ρωτάς πως. Πάντως θα με βλέπουν έκπληκτοι και γελαστοί όλοι, καθώς θα ανεβαίνω στους εφτά ουρανούς…” Και όταν έφθασαν τα καλά νέα ότι το πλοίο ελευθερώθηκε και το πλήρωμα πήρε τον δρόμο της επιστροφής, η Ειρήνη πλησίασε τη Χαρούλα: “Χαρούλα, αχ, Χαρούλα μου… Νομίζω πως δε θα αργήσει το ταξιδάκι σου για τους εφτά ουρανούς!”
Τί επιθυμείτε να αποπνεύσει το βιβλίο σας στους αναγνώστες, ιδιαίτερα σε αυτήν τη δύσκολη εποχή που διανύουμε;
Καταρχάς, για μένα την ίδια ήταν μια πλεύση ευτυχισμένη. Κοντά έναν χρόνο - γιατί δε γράφω εύκολα - έζησα μέσα στη συμμετοχή, την αλληλεγγύη, τη χαρά και τη λάμψη της φύσης. Συντροφιά μου δέντρα και πουλιά, μια υπέροχη φιλόξενη οικογένεια και δυο νεαρές υπάρξεις – η Χαρούλα και η Ειρήνη - υπέροχες. Συζητήσεις και όνειρα, ελπίδες για την επιστροφή των αγαπημένων τους, η θάλασσα, το μυροβόλο και κατανυκτικό Πάσχα στην επαρχία, κουβεντούλες και τραγούδια, η Μονεμβάσια και ο Ελκόμενος, η “όμορφη Θεσσαλονίκη” και οι εκκλησιές της, η ιστορία που τη συναντούμε σε κάθε μας βήμα.
Θα ευχόμουν οι νέοι, μα και οι μεγαλύτεροι να αφεθούν – όπως ελεύθερη αφέθηκα κι εγώ - σε αυτό το ταξίδι. Τελειώνοντας, θα αισθανθούν γλυκύτερη την καρδιά τους, τον νου πιο καλμαρισμένο και τα σχέδιά τους για το μέλλον πιο ανυποχώρητα. Στις σελίδες του βιβλίου, θα γνωρίσουν ανθρώπους του χρέους και της πίστης. Του χρέους απέναντι στον εαυτό τους, αλλά και στον συνάνθρωπό τους και της πίστης ότι είναι ικανοί να σταθούν ψύχραιμοι, με πνεύμα υγιές και ματιά καθαρή απέναντι στους δύσκολους καιρούς. Αλλά ας μην περιμένουν αποθαρρυμένοι, μεμψιμοιρώντας ή βρίζοντας. Το θαύμα δε θα σε βρει, αν δεν το αναζητήσεις. Η ιστορία του ανθρώπου είναι μια συνεχής, κοπιαστική, συχνά οδυνηρή αναζήτηση αυτού του θαύματος, που άλλοι το είπαν πρόοδο, άλλοι ελευθερία, άλλοι ειρήνη και άλλοι ευημερία. Προσωπικά, θα πρόσθετα και τη λέξη αγάπη. O λαός μας είπε το πάνσοφο: “Η αγάπη πύργους καταλεί και κάστρα ρίχνει κάτω”. Και ο Απόστολος Παύλος, στην Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή, επισημαίνει: “Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει…”
Το σπίτι, που στέγασε τη Χαρούλα, ένα περιβόλι αγάπης ήταν. Μέσα εκεί, λούστηκε στον ήλιο και άνθισε και ευωδίασε το πληγωμένο παιδί.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]