Πολιτική
Τετάρτη, 05 Μαρτίου 2003 22:10

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (5/3/2003) Μέρος 10/10

κ.ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ: Το θέμα αυτό, το έθεσα ήδη προχθές, αναστείλαμε το να επιμείνουμε σ’ αυτό, ελπίζοντας ν’ αποφασίσετε εσείς για τα άλλα, έχοντας την πλήρη εμπιστοσύνη στην σύνθεσή σας. Και είναι ανεξάρτητο είπα το θέμα, το ότι στην πραγματικότητα η σύνθεση αυτή δεν είναι νόμιμος. Και εξήγησα τους λόγους για τους οποίους δεν είναι νόμιμος.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εν σπέρματι για να τα θυμηθούμε όλοι.

κ.ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ: Διότι ακριβώς, ενώ κατά το Σύνταγμα πάντοτε ο διάδικος, ο κατηγορούμενος δεν πρέπει ποτέ να μην δικάζεται από τον φυσικό του δικαστή και νομίζω ότι φυσικός του δικαστής μέχρι πρότινος, ήταν εκείνος ο οποίος προέρχεται από την κλήρωση, συρρικνώθηκε ο αριθμός των Εφετών από τους οποίους θα προήρχετο η σύνθεσή σας, από τους 250 περίπου, 240 πόσοι είναι οι Εφέτες εδώ στην Αθήνα, σε 30. Με μια επιλογή, η οποία έγινε με κριτήρια τα οποία βεβαίως δεν μπορεί να ξέρουμε ποια ήσαν και δεδομένου ότι υπήρξε μια μεγάλη κατάκτησις του δικαιϊκού μας συστήματος, το να προέρχονται οι δικασταί από κλήρωση, νομίζω ότι εδώ φαλκιδεύονται σοβαρά δικαιώματα του κατηγορουμένου, ο οποίος θέλει να δικάζεται από τον φυσικό του δικαστή, που αιφνιδίως έπαυσε να είναι εκείνος που προήρχετο από την κλήρωση. Δεν γεννάται αμφιβολία, ότι ο θεσμός της κληρώσεως, ήρθε να κατασιγάσει διάφορους ψιθύρους που πάντοτε υπήρχαν και πρέπει να τα λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ψιθύρους περί στημένων συνθέσεων.

Και είχα καταλήξει στο εξής, ότι προτιμώ έναν μέτριο δικαστή, μετρίας ικανότητος που θα προέρχεται από τον κλήρο, παρά έναν ικανότατο που θα διορίζεται. Με την έννοια αυτή, πιστεύουμε, ότι δεν δικάζονται από τον φυσικό τους δικαστή που θα προήρχετο από την κλήρωση από το σύνολο των Εφετών.

Ο νόμος αυτός ο οποίος έγινε αιφνιδίως πάλι ήταν ad hoc εν όψει αυτής της δίκης. Και κατά τούτο νομίζω ότι το Δικαστήριό σας πρέπει να κρίνει, ότι η σύνθεσή σας δεν είναι νόμιμος.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας παρακαλώ θέλω να σημειώσω τον πυρήνα τουλάχιστον των επιχειρημάτων, για να ξέρω τι λέει ο άνθρωπος. Ο σκοπός δεν είναι εδώ να περνάμε την ώρα, έτσι να λέμε, το είπε ο ένας, το είπε ο άλλος και εγώ θα πω εκείνο που έχω στο μυαλό μου, θέλω να σταθμίσω επιχειρήματα, δεν με έχετε καταλάβει ακόμα πώς λειτουργώ, εγώ τουλάχιστον σαν προεδρεύων. Έτσι λειτουργώ και ο δικαστής γενικά έτσι λειτουργεί, αλίμονο. Δεν μπορούμε εμείς να λέμε, «άστους να λένε αυτούς, εμείς θα βγάλουμε ότι θέλουμε›. Δεν είναι σωστό αυτό. Ούτε ξέρουμε τι θα βγάλουμε στο τέλος. Εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω ποτέ, ποια θα είναι η απόφασή μου. Πολλές φορές με ρωτάνε, «πού πάει Πρόεδρε η υπόθεση›; «Δεν τελείωσε›, λέω, δεν ακούσαμε και τον τελευταίο συνήγορο υπεράσπισης και τον Εισαγγελέα, για να έχω και εγώ μια γνώμη. Τα είπαμε αυτά. Έχετε την ευγενή καλοσύνη.

Τον λόγο έχει ο συνήγορος των αδελφών Ξηρού.

κ.ΒΛΑΧΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, τίθεται ένα θέμα όπως είπε και ο προλαλήσας συνάδελφος της ad hoc ρύθμισης της σύνθεσης του Δικαστηρίου, αντίθετα σ’ αυτά που ήταν ως τώρα καθιερωμένα και τα δεδομένα με τα οποία υπολόγιζαν οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι και αυτοί τους οποίους υπερασπίζομαι, να έρθουν απέναντι στον λεγόμενο φυσικό τους δικαστή.

Εκείνο το οποίο εξ αρχής δημιουργεί αρνητική εντύπωση, είναι ότι, νομοθετήματα της τελευταίας στιγμής, φωτογραφίζουν ακριβώς τη συγκεκριμένη δίκη. Δεν είναι το πρώτο, είναι μια σειρά από νομοθετήματα. Ο 3090 και για τις κάμερες και για τον τρόπο εκλογής των Δικαστών της συνθέσεως της έδρας που θα εκδικάσουν τις συγκεκριμένες πράξεις, έχει γίνει από ένα νόμο ο οποίος ψηφίστηκε από τη Βουλή, όταν ήδη όλοι γνωρίζανε ακόμα και την ημερομηνία της δίκης.

Αυτό είναι ένα θέμα, που σαφώς κλονίζει την εμπιστοσύνη των κατηγορουμένων στην αρχή της δίκαιας δίκης. Δεν μπορεί ο νομοθέτης την τελευταία στιγμή, η εκτελεστική εξουσία τελευταία στιγμή χρησιμοποιώντας τον νομοθέτη, να λάβει ένα παγιωμένο τρόπο εκλογής των Δικαστών της έδρας.

Βεβαίως χρησιμοποιήθηκαν ορισμένα κριτήρια, ορισμένα επιχειρήματα γι’ αυτό το νόμο, ότι δηλαδή, είναι απαραίτητη μια προεπιλογή αξίων αρτίων Δικαστών, οι οποίοι θα έχουν και τις προϋποθέσεις τις προσωπικές, για να μπορέσουν να αντέξουν στην βάσανο αυτής της επίπονης διαδικασίας.

Νομίζω ότι η έννοια του φυσικού Δικαστή, είναι ακριβώς ο φυσικός και όχι ο αφύσικος «σούπερμαν›. Όχι ο αφύσικος καταρτισμένος πλήρως. Διότι φυσικός είναι ο φυσικός. Στους Δικαστές, όπως και σε όλη τη κοινωνία, υπάρχουν καλύτεροι και χειρότεροι, όμως εδώ έχουμε να κάνουμε καταρχήν με ένα Σώμα εκλεκτών εκπροσώπων της δικαιοσύνης, Εφετών στο σύνολό τους, οι οποίοι όλοι έχουν περάσει τη διαδικασία της κρίσης, όλοι έχουν κριθεί άξιοι και είναι καταρχήν για σας τους ίδιους πιστεύω που δεχθήκατε αυτή την επέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας, υποτιμητικό να προεπιλέγονται κάποιοι εκ των συναδέλφων σας, με κάποια κριτήρια, τα οποία καθαυτά είναι γενικά και αόριστα.

Κανένας δεν είπε συγκεκριμένα, ποια θα ήταν αυτά τα κριτήρια. Θα ήταν κριτήρια ηλικιακά, δηλαδή οι νεότεροι έχουν περισσότερες αντοχές, αλλά οι πιο ώριμοι στην επετηρίδα παλαιότεροι, έχουν περισσότερη αρτιότητα; Όμως και αυτά πάλι είναι σχετικά ζητήματα. Εν πάση περιπτώσει, ο λεγόμενος φυσικός Δικαστής, διακρίνεται από τον θεσμικό ρόλο, από το λειτούργημά του. Δεν είναι δυνατόν ο νομοθέτης τελευταία στιγμή, να δημιουργεί την εύλογη υπόνοια στους κατηγορουμένους, ότι για μια άλλη φορά, σε μια δίκη η οποία στιγματίστηκε από την αρχή, από μια σειρά παρεμβάσεων και από μια σειρά δικονομικών παραβιάσεων, δεν είναι δυνατόν να έρχεται και να επισφραγίζει αυτή την υπόνοια, ότι πρόκειται για ένα ad hoc Δικαστήριο, το οποίο εστήθη, όσο και αν η εύνοια της τύχης, πραγματικά μας βοήθησε να έχουμε εσάς απέναντί μας, που πράγματι εμείς σας εμπιστευόμαστε. Αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εύνοια για όλους εκτός από μένα.

κ.ΒΛΑΧΟΣ: Όχι κύριε Πρόεδρε, πιστεύω ότι πραγματικά και η τύχη είναι, αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα, είναι θέμα αρχής. Το θέμα αρχής και τραυματίζει την εμπιστοσύνη, όπως και το δικαίωμα, το ατομικό δικαίωμα του ¶ρθρου 8 του Συντάγματος που έχει ο κατηγορούμενος απέναντι στον φυσικό του Δικαστή.

ΣΥΝ.ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, νομίζω ότι και για λόγους οικονομίας του χρόνου, αλλά και ουσιαστικής διερευνήσεως των ενστάσεων, μήπως πρέπει να κάνουμε μια διαφορετική ιεράρχηση; Παραδείγματος χάρη, εάν εξαντλήσουμε άλλες δυο μέρες γι’ αυτό το θέμα και απαντήσετε, ό,τι απαντήσετε, εάν μεν αποδεχθείτε τις απόψεις που αφορούν την κάμερα και την κακή ή μη κακή σύνθεση του Δικαστηρίου, όμως προτάσσεται νομίζω το ζήτημα, το πολιτικό έγκλημα.

(Διαλογικές Συζητήσεις)

ΣΥΝ.ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ: Να ολοκληρώσω αυτό που λέω, εάν κρίνει το Δικαστήριο ότι είναι εγκλήματα υπαγόμενα στην αρμοδιότητα του Μικτού Ορκωτού, παύετε να έχετε το δικαίωμα για να συζητήσετε οτιδήποτε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συγχωρήστε με, εάν δεν έχουμε νόμιμη σύνθεση πώς θα το κρίνουμε αυτό; Τι άλλο να κρίνουμε, αν δεν έχουμε νόμιμη σύνθεση; Αν εμείς πούμε ότι ξέρετε, ο νομοθέτης, όπως είπε εδώ ο κ. συνήγορος, με έβαλε εμένα επίτηδες. Και έτσι και το καταλάβω και το πω εγώ, πάω εγώ σπιτάκι μου, πάτε εσείς σπιτάκι σας και ησυχάζω και εγώ δηλαδή. Αλλά έλα όμως που είναι πρώτο.

ΣΥΝ. ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ: Μπορεί μετά μια νέα σύνθεση να μας ξαναφέρει το κουβούκλιο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τώρα τα ραδιοτηλεοπτικά είναι τελείως διαφορετικό θέμα, γι’ αυτό θα ήθελα μαζί να πάνε ζευγάρι αυτά τα δυο θέματα, καταλάβατε. Μην απαντήσουμε στο ένα και δεν απαντήσουμε στο άλλο, ας τα δούμε μαζί παράλληλα, να αποφανθούμε μαζί. Και άμα πούμε εμείς ότι δεν έχουμε νόμιμη σύνθεση, τι να λέμε μετά να μπουν τα ραδιοτηλεοπτικά να μας βλέπουν, να μας δουν τι; Κύριε Μαργαρίτη σε βλέπουμε και τι έγινε;

κ.ΒΛΑΧΟΣ: Μπορώ να προχωρήσω δηλαδή. Κύριοι Δικαστές είναι γεγονός ότι ο τρόπος της σύνθεσης του Δικαστηρίου σας πραγματώθηκε με τον 3090. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτό το νόμο, απεφασίσθη από την Ολομέλεια ένας αριθμός Δικαστών, ο οποίος ήταν περίπου γύρω στο 1/6 του αριθμού των Δικαστών που περιλαμβάνει το Εφετείο Αθηνών και απ’ αυτόν τον αριθμό έγινε η κλήρωσις.

Έχουμε λοιπόν την άποψη ότι η κλήρωση αυτή, απ’ αυτόν τον συγκεκριμένο αριθμό και ο τρόπος με τον οποίον ο 3090 πραγμάτωσε την σύνθεση αυτή την οποίαν εσείς έρχεστε και δικάζετε, δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό που αντιπροσωπεύει και το Σύνταγμα, αλλά αντιπροσωπεύουν και διάφοροι νόμοι.

Ο λόγος για τον οποίον θεωρούμε ότι είναι πλημμέλεια του νομοθέτη το θέμα αυτό, είναι ο εξής: Σύμφωνα με το ¶ρθρο 14 του 1756/88 περί του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών, στην αρμοδιότητα της Ολομέλειας υπάγονται οι εξής αρμοδιότητες: 1) η κατάρτιση, η συμπλήρωση, η τροποποίηση, η αντικατάσταση του Κανονισμού των Δικαστηρίων. 2) η λήψη απόφασης για θέματα που αφορούν την λειτουργία της δικαιοσύνης, την προσωπική κατάσταση των δικαστικών λειτουργών, τα θέματα που εμφανίζουν γενικότερο νομικό ενδιαφέρον, 3) η γνωμοδότηση για την κατάρτιση των Τμημάτων των Διακοπών. Και 4) η λήψη απόφασης, η γνωμοδότηση για όσα θέματα έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητά της, βάση ειδικών διατάξεων.

Είναι λοιπόν δεδομένο, ότι σύμφωνα με το Νόμο 1756/1988, η Ολομέλεια αποφαίνεται σε κάποια συγκεκριμένα θέματα. Και αυτά τα συγκεκριμένα θέματα ο νομοθέτης, τα έλαβε υπόψη του και είπε ποια ακριβώς ήταν τα θέματα αυτά.

Έρχεται λοιπόν ένας νεότερος νόμος, ο οποίος χωρίς να τροποποιήσει τα σημεία εκείνα του νόμου τα οποία ορίζουν, τι δυνατότητες έχει η Ολομέλεια αυτή να κάνει, έρχεται λοιπόν αυτός ο νόμος και σας δίνει εσάς το δικαίωμα, δίνει μάλλον το δικαίωμα στην Ολομέλεια, να αποφασίσει ποιους δικαστές θα επιλέξει, ούτως ώστε αυτοί οι τριάντα δικαστές και δέκα οι πρόεδροι, να τοποθετηθούν στην κληρωτίδα για να βγει η σύνθεση εκείνη, την οποία έχουμε σήμερα ενώπιόν μας.

Έχω λοιπόν την άποψη ότι η όλη λειτουργία του νόμου, αυτή τη στιγμή δεν δίνει το δικαίωμα στην Ολομέλεια να αποφανθεί επάνω σ’ αυτό το θέμα. Διότι θα έπρεπε πρώτα να τροποποιηθούν οι προϋποθέσεις εκείνες τις οποίες έχει η Ολομέλεια και στη συνέχεια να δοθεί και η δυνατότητα στην Ολομέλεια, να κάνει αυτό που έκανε δια της επιλογής κάποιου.

Ένα δεύτερο στοιχείο που νομίζω ότι αποτελεί βασική πλημμέλεια του συγκεκριμένου νόμου, είναι το γεγονός ότι ο νόμος αυτός, δεν ορίζει τίποτα ακριβώς, σε σχέση με το ποιες είναι οι προϋποθέσεις, ποια είναι τα κριτήρια, πώς γίνεται η επιλογή αυτών, οι οποίοι θα κληρωθούν από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου των Εφετών.

Έχουμε δηλαδή ένα νομικό πλέγμα, το οποίο δεν ορίζει βασικά πράγματα, δεν δικαιολογείται. Και θα ήθελα να μου πει κάποια στιγμή το Δικαστήριο, να μου πει ποιος είναι εκείνος ο τρόπος, με τον οποίον εσείς, επιλέξατε, η Ολομέλεια δηλαδή όταν εννοώ εσείς, επιλέξατε εκείνους, οι οποίοι από τους 160, 170 εφέτες, θα τεθούν στην κληρωτίδα.

Έχω λοιπόν την άποψη και ως προς το σημείο αυτό, δεν ισχύουν οι προϋποθέσεις εκείνες, οι οποίες νομιμοποιούν την Ολομέλεια, αλλά δεν νομιμοποιείται και ο νόμος αυτός, ο 3090, εκ του γεγονότος ότι δεν ορίζει βασικά στοιχεία. Ποια είναι εκείνα; Τι εσείς λάβατε υπόψη; Λήφθηκε υπόψη η υγεία; Λήφθηκαν υπόψη οι γνώσεις; Λήφθηκαν υπόψη οι δυνατότητες που έχει ο καθένας; Η θέληση που έχει ο καθένας;

Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία τα οποία εσείς κάποια στιγμή βάλατε κάτω, για να αποφασίσετε ποιοι θα είναι εκείνοι οι οποίοι θα σας εκπροσωπήσουν; Διότι όταν λέμε για μια σοβαρή δίκη, προφανώς μιλάμε για κάποιους οι οποίοι θα έχουν θα έχουν τη δυνατότητα να έχουν την εκπροσώπηση σ’ αυτή τη σοβαρή δίκη.

Έχω όμως και ένα άλλο αντίλογο, μια άλλη αντινομία υπάρχει πάνω σε αυτό το θέμα. Υπάρχει μια αντινομία, η οποία σαφώς δεσμεύει τα δικά σας τα όρια, ως δικαιοδοτικής λειτουργίας. Και δεσμεύει τα δικά σας τα όρια, με την έννοια την εξής: Ότι κάποια στιγμή, υπάρχουν κάποιοι άλλοι, οι οποίοι θεωρούν σήμερα, ότι δικάζονται από δικαστές σε όλα τα άλλα δικαστήρια, οι οποίοι εν πάση περιπτώσει δεν είχαν τις δυνατότητες εκείνες. Και υπάρχουν δυο βαθμίδες και δυο κατηγορίες δικαστών. Δικαστές οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να φέρουν σε πέρας μια δίκη σαν κι αυτή και δικαστές οι οποίοι πιθανόν, δεν έχουν τη δυνατότητα.

Εμείς ως υπερασπιστές, έχουμε την άποψη ότι όλοι οι Δικαστές του Εφετείου Αθηνών έχουν τη δυνατότητα, να λάβουν θέση σε μια τέτοια δίκη και να την διεκπεραιώσουν ακριβώς όπως πρέπει να την διεκπεραιώσουν. Όλες αυτές όμως οι πλημμέλειες τις οποίες ο νόμος αυτός ορίζει, νομίζω ότι διαμορφώνουν μια κατάσταση, η οποία πράγματι, παραβιάζει κάποιες αρχές συνταγματικές, οι οποίες είναι απαραίτητες για την τήρηση και την εφαρμογή κάποιου νόμου. Ποιες είναι λοιπόν αυτές οι αρχές, τις οποίες εμείς νομίζουμε ότι παραβιάζονται.

Η μια είναι η αρχή σαφώς του φυσικού δικαστή. Παραβιάζεται δηλαδή το ¶ρθρο 8 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει για τον φυσικό δικαστή. Όταν έρχεται ένας νόμος, ο οποίος δεν έχει συγκεκριμένη εξουσιοδότηση και λέει ότι ξέρετε, εγώ από τους 176 δικαστές τοποθετώ 40, έχουμε την άποψη ότι παραβιάζεται η αρχή του φυσικού δικαστή, λαμβανομένου υπόψη ότι ο κάθε κατηγορούμενος θα είχε αν θέλετε το δικαίωμα, να δικαστεί από έναν οποιονδήποτε απ’ αυτούς τους 176 δικαστές.

Δεν είναι όμως μόνο εκεί ο φόβος. Υπάρχει και κάποιος άλλος φόβος. Ήταν πράγματι, όπως είπε και ο κ. Οικονομίδης, μια τεράστια κατάκτηση η κλήρωση των δικαστών. Διότι παραφράζοντας, θα έλεγα ότι η γυναίκα του Καίσαρα, δεν πρέπει μόνο να είναι τίμια, αλλά και να φαίνεται κιόλας.

Ήταν λοιπόν μια τεράστια κατάκτηση αυτή. Σήμερα βγήκε ένας νόμος, ο οποίος στα σοβαρά λέει εγκλήματα και στα εκείνα κακουργήματα, όχι μόνο εγκλήματα, στα σοβαρά κακουργήματα και σε εκείνα τα οποία θα κρατήσουν αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, περιορίζει τον αριθμό στο 1/6.

Αύριο έχουμε τη δυνατότητα, να βγει ένας άλλος νόμος, ο οποίος να περιορίσει τη δυνατότητα παροχής προστασίας από τους δικαστές, στο 1/10, έτσι ούτως ώστε να φθάσουμε να κληρωθούν από 30, αύριο να κληρωθούν από 10 και στη συνέχεια να κληρωθούν από τους εξής 3, οι οποίοι είναι να τοποθετηθούν οι εξής 3, ούτως ώστε, κατακτήσεις οι οποίες θεωρήθηκαν πλέον δεδομένες και οι οποίες σε άλλες χώρες ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα ήδη τοποθετημένες και εκφραζόντουσαν και θεσμικά ακόμα, σήμερα να μην τις έχουμε εμείς. Θα σας πω αν θέλετε σε αυτό, γιατί είδα με κοιτάξατε κάπως?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θέλω να πείτε για κληρώσεις σε ποιες άλλες χώρες, είμαι περίεργος να το μάθω.

κ.ΒΛΑΧΟΣ: Απ’ ότι πληροφορήθηκα κληρώσεις γίνονται και στην Γαλλία.

Π. ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ: Και δεν ξέρω αν γίνονται στην Ιταλία, δεν ξέρω τι λέει το Αγγλοσαξονικό Δίκαιο, διότι δεν το ξέρω καθόλου. Αλλά δεν το ξέρω, ενόψει των ενόρκων και με ποιο τρόπο διορίζονται. Εκείνο όμως που θέλω να σας πω, είναι ότι και στη Γαλλία και νομίζω και στην Ιταλία γίνεται αυτό.

Πέραν τούτου όμως, εγώ δεν είμαι εραστής της ακολουθίας κάποιων άλλων συστημάτων. Εγώ θεωρώ, ότι από τη στιγμή που εμείς τοποθετούμαστε σε ένα θεσμό, ο οποίος προσδιορίζει μια διαφάνεια, μια δυνατότητα να μην έχει κανείς τη δυνατότητα να αντιλέξει σ’ αυτά, ότι αυτός ο θεσμός είναι τέτοιος και πρέπει να τον προασπίσουμε.

Έχω, λοιπόν, την άποψη, ότι εδώ φαλκιδεύεται το δικαίωμα αυτό το οποίο έχει όχι μόνο ο κατηγορούμενος, αλλά και ο καθένας, οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι. Όμως να το δούμε και λιγάκι διαφορετικά, να το δούμε και σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη δίκη.

Μην ξεχνάτε, ότι ο νόμος αυτός ψηφίστηκε 24/12/2002. Ψηφίστηκε δηλαδή όταν πλέον η πρόταση του κ. Εισαγγελέως είχε εισαχθεί στο Συμβούλιο το δικό σας και όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν σίγουροι με βάση αυτή την πρόταση ή περίπου σίγουροι, ότι πράγματι θα έρχονταν ενώπιόν σας. Ψηφίστηκε δηλαδή έξι μέρες πριν βγει το συγκεκριμένο βούλευμα το οποίο τους παρέπεμψε.

Αυτό προσδιορίζει μια συγκεκριμένη δυνατότητα, μια συγκεκριμένη θέληση της Πολιτείας, ένα συγκεκριμένο τρόπο απονομής της δικαιοσύνης, ο οποίος αν θέλετε, τουλάχιστον αντικειμενικά, δεν αρμόζει σ’ αυτό που εμείς θεωρούμε δίκαιη δίκη.

Μπαίνει όμως και ένα άλλο θέμα που θα ήθελα να σας πω σε σχέση μ’ αυτό. Εκτός από την παράβαση του άρθρου 8 του Συντάγματος, θεωρώ ότι παραβλάπτεται και το άρθρο 4 του Συντάγματος που μιλάει για ισότητα και ίσα δικαιώματα.

Και όταν λέμε ίσα δικαιώματα, δεν εννοούμε μόνο αυτό, αλλά εννοούμε και οι νόμοι να είναι ίσοι απέναντι των Ελλήνων. Δεν μιλάμε μόνο ότι οι Έλληνες πρέπει να είναι ίσοι απέναντι του νόμου, αλλά και ο νόμος ο οποίος εφαρμόζεται πρέπει να είναι συγκεκριμένα ίσος απέναντι των Ελλήνων. Έχω, λοιπόν, την άποψη, ότι κι εδώ ενόψει του χρόνου στον οποίον ψηφίστηκε ο συγκεκριμένος νόμος υπάρχει σαφής παράβαση του άρθρου 4 του Συντάγματος.

Ένα άλλο στοιχείο που θέλω να θίξω εδώ είναι, ότι εδώ υπάρχει και παράβαση αν θέλετε της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Και εκεί μιλάει για ανεξάρτητο δικαστή και εκεί μιλάει για το δικαστή ο οποίος τίθεται εκ των προτέρων και έχω την άποψη ότι και σ’ αυτό το σημείο ο νόμος αυτός πάσχει, διότι αντιμετωπίζει το θέμα αυτό χωρίς να λαμβάνει υπόψη του το άρθρο 6, όπως προαναφέραμε.

Πέραν τούτου όμως, θα ήθελα να σας πω και κάτι ακόμα τελειώνοντας. Κύριοι Δικαστές, είναι γεγονός, ότι η διάκριση των εξουσιών, η οποία έγινε με το άρθρο 26 του Συντάγματος και η οποία ισχύει εδώ και πάρα πολλά χρόνια σε όλα τα Συντάγματα, έχει ένα λόγο και η διάκριση αν θέλετε της δικαστικής λειτουργίας έχει ένα λόγο.

Η δικαστική λειτουργία δεν είναι τίποτα άλλο, αλλά μια προάσπιση των συμφερόντων του πολίτη. Είναι μια προάσπιση, ένα σταμάτημα αν θέλετε, ένας φραγμός στην κρατική αυθαιρεσία, στην κρατική εξουσία, σ’ αυτό που η εκτελεστική εξουσία πολλές φορές παράγει, έτσι ούτως ώστε να προσπαθήσει να ισορροπήσει το δικαίωμα του συνόλου με τα δικαιώματα, τα καθ’ έκαστο ατομικά δικαιώματα των ατόμων που αποτελούν αυτό το σύνολο.

Έχω, λοιπόν, την άποψη την εξής, ότι με την παρέμβαση αυτή, η οποία έγινε στις 24/12/2002, υπάρχει και μια προσβολή, αν θέλετε, του άρθρου 26 του Συντάγματος, η οποία ορίζει τις διακρίσεις των εξουσιών. Έχω την εντύπωση δηλαδή, ότι εδώ υπάρχει μια επιβολή αν θέλετε, μια εμπλοκή της νομικής εξουσίας στη λειτουργία της δικαστικής κι αυτό ενόψει του γεγονότος που όπως προείπα, ήδη εκείνη την στιγμή η υπόθεση ήταν ώριμη πλέον για να έρθει ενώπιόν σας.

Νομίζω, λοιπόν, ότι εξ αυτού του λόγου υπάρχει μια υπέρβαση εξουσίας και αν για οποιονδήποτε λόγο θα θεωρηθεί ότι αυτός ο νόμος είναι συνταγματικός, τότε υπάρχει μια υπέρβαση εξουσίας λαμβανομένου υπόψη ότι έχει παρέβη η νομοθετική εξουσία στη δικαστική και θα έλεγα ότι με την παρέμβαση αυτή έχουν απεμποληθεί δικαιώματα των κατηγορουμένων.

Τελειώνοντας θεωρώ ότι το άρθρο αυτό το οποίο καθόρισε τη σύνθεσή σας αυτή είναι σαφώς αντισυνταγματικό. Θέλω να πω, ότι έχετε εσείς τη δυνατότητα βέβαια σύμφωνα με το άρθρο 4 του ’93 να κοιτάξετε την αντισυνταγματικότητα αυτής στη συγκεκριμένη αυτή διάταξη και θεωρώ ότι η σύνθεση η οποία προήλθε εξ αυτού του νόμου, δεν είναι αυτή η οποία θα έπρεπε να είναι, χωρίς βέβαια αυτό να έχει καμία αιχμή για τα πρόσωπα των συγκεκριμένων δικαστών, παρά είναι ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο είμαστε υποχρεωμένοι από τη θέση αυτή να υπερασπίσουμε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ομολογώ ότι άκουσα μια επιχειρηματολογία τεκμηριωμένη και θα προβληματιστώ πάνω σ’ αυτά.

Π.ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ: Σας ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχετε την καλοσύνη;

κ.ΜΥΛΩΝΑΣ: Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε. Μυλωνάς, εκπροσωπώ τον κ. Τζωρτζάτο και δυστυχώς και εγώ θεωρώ ότι υπάρχει κακή σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου. Εννοείτε ότι συμμερίζομαι και εγώ ?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είστε συνήγορος του κυρίου;

κ. ΜΥΛΩΝΑΣ: Του κ. Τζωρτζάτου. Μυλωνάς ονομάζομαι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Μυλωνά σας ξέρω; Φυσικά σας ξέρω, αλλά δεν θυμόμουνα τίνος είστε συνήγορος.

κ.ΜΥΛΩΝΑΣ: Του κυρίου Τζωρτζάτου. Ασχολούμαστε και οι δυο με την «ΕΣΔΑ›.

κ.ΜΥΛΩΝΑΣ: Φυσικά και συμμερίζομαι τις κρίσεις των δύο προηγουμένων συναδέλφων μου, ότι δεν υπάρχει καμία μομφή προσωπική εναντίον της παρούσας σύνθεσης. Ας μου επιτραπεί υποκειμενικά καθαρά να προσθέσω, ότι τυχαίνει προσωπικά να γνωρίζω την ιδιαίτερη επιστημονική γνώση του κ. Προέδρου, δεν είναι όμως αυτό το θέμα.

Είχαμε πει την προηγούμενη φορά, πριν από δύο μέρες, ότι δεν γεννάται θέμα προσωπικής ασφάλειας των κατηγορουμένων. Γεννάται όμως ένα θέμα νομικής ασφάλειας των κατηγορουμένων και δυστυχώς εδώ ο νομοθέτης έχει έρθει στις 24 Δεκεμβρίου του 2002, λίγο πριν ξεκινήσει αυτή η δίκη και παρεμβαίνει με τρόπο που νομίζω ότι παραβιάζει κατάφορα το άρθρο 8 παρ. 1 και το άρθρο 8 παρ. 2 του Συντάγματος.

Απλώς εισαγωγικά να θυμίσω, ότι στις 24 Δεκεμβρίου θεσπίζεται ο νόμος, στις 27 Δεκεμβρίου έχει κριθεί το παρόν βούλευμα και με δεδομένο ότι είναι πολυσέλιδο βούλευμα, μπορώ να θεωρήσω ίσως ότι στις 24 Δεκεμβρίου όταν ψηφίζεται ο νόμος οι τρεις δικαστές ?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δημοσιεύεται, δεν ψηφίζεται 24 Δεκεμβρίου.

κ.ΜΥΛΩΝΑΣ: Τι είπατε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δημοσιεύτηκε τότε. Δεν ψηφίστηκε τότε κ. Συνήγορε.

κ.ΜΥΛΩΝΑΣ: Ναι, σωστό, δημοσιεύτηκε. Ωραία το διορθώνω, λοιπόν. Κατά τη χρονική στιγμή της δημοσίευσης του νόμου, θεωρώ ότι ήδη οι τρεις δικαστές του Συμβουλίου είχαν λάβει την απόφασή τους και θεωρώ ότι πρέπει να είχε γίνει και η διάσκεψη, εφ’ όσον έχει κριθεί στις 27. Αυτό όμως είναι ένα δευτερεύον θέμα, βέβαια αρκετά χαρακτηριστικό για τον τρόπο ίσως σκέψης της νομοθετικής εξουσίας.

Έρχομαι, λοιπόν, στο άρθρο 8. Για άλλη μια φορά καλείται το Δικαστήριό σας να κρίνει τη συνταγματικότητα κάποιων ζητημάτων που έχουν άμεση επίπτωση στην ομαλή πορεία της παρούσας δίκης.

¶ρθρο 8, παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος λέει: «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του τον δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος›. ¶ρθρο 8, παρ. 2 του Συντάγματος λέει: «Δικαστικές Επιτροπές και έκτακτα Δικαστήρια με οποιοδήποτε όνομα δεν επιτρέπεται να συσταθούν›. Θεωρώ, ότι στην παρούσα περίπτωση έχουμε παραβίαση και των δύο παραγράφων και θεωρώ ότι το παρόν Δικαστήριο με την τεχνική του Συντάγματος του όρου έννοια είναι ένα έκτακτο Δικαστήριο. Ας προσπαθήσω λίγο να τεκμηριώσω αυτή την άποψή μου.

Θα ξεκινήσω εισαγωγικά με μία φράση από ένα σύντομο, αλλά ενδιαφέρον άρθρο του Καθηγητή του Γεωργίου – Αλέξανδρου Μαγκάκη, έχει δημοσιευτεί στη δίκη το 1980, σελίδα 337 και 339 νομίζω. Από εδώ θα επικαλεστώ την φράση του: «Έτσι με την έναρξη μιας εκκρεμοδικίας θα είναι από πριν καθορισμένη η σύνθεση του δικαστηρίου με συγκεκριμένους δικαστές που θα δικάσουν την υπόθεση›. Αυτά επιτάσσει το άρθρο 8 κατά την άποψη του έγκριτου καθηγητού του κ. Μαγκάκη.

Βέβαια στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν ξεκίνησε η εκκρεμοδικία είναι προφανέστατο ότι υπήρχε άλλη ρύθμιση, ήταν κατοχυρωμένη η ρύθμιση της κλήρωσης των δικαστών, η οποία ανετράπη με την παρέμβαση της νομοθετικής ρύθμισης.

Πηγαίνω τώρα σε ένα λίγο μεταγενέστερο δημοσίευμα, είναι το δίτομο έργο του Καθηγητή Δατόγλου: «Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα›, τόμος Β’, έκδοση του 1991 και παραθέτω δύο χωρία: Το πρώτο είναι από τη σελίδα 1221 του Β΄ τόμου. Διαβάζω κατά λέξη: «Το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει μόνο τον καθορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου από γενικό και αφηρημένο νόμο, αλλά και τον καθορισμό των συγκεκριμένων δικαστών που απαρτίζουν εκάστοτε το δικαστήριο. Και ο καθορισμός αυτός πρέπει να γίνεται εκ των προτέρων κατ’ αντικειμενικές κατηγορίες υποθέσεων›.

Και έτσι το δεύτερο παράθεμα από το σύγγραμμα του κ. Δατόγλου, σελίδα 1224 του ίδιου τόμου, παραθέτω: «Τα επίσης απαγορευμένα έκτακτα δικαστήρια είναι μεν δικαστήρια κατά την έννοια του άρθρου 87, παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά συνιστώνται ή καθορίζεται η σύνθεσή τους ad hoc και ex post facto, για να δικάσουν δηλαδή μία συγκεκριμένη υπόθεση ή ένα συγκεκριμένο πρόσωπο μετά συνήθως την τέλεση της αξιόποινης πράξεως ή τη δημιουργία της διαφοράς›. Τέλος του παραθέματος.

Εδώ προσθέτω το δεδομένο, ότι η σύνθεση έχει καθοριστεί ακόμα και μετά την υποβολή της εισαγγελικής πρότασης για την παρούσα υπόθεση.

Ας μου επιτραπεί να πάω 50-55 χρόνια σχεδόν πιο πίσω και να επικαλεστώ ένα άλλο κλασικό σύγγραμμα, των αείμνηστων Καθηγητών: Σβώλου και Βλάχου: «Το Σύνταγμα της Ελλάδος – Ερμηνεία› Μέρος Α’, «Ατομικά Δικαιώματα›, τόμος Β’ Αθήναι 1955. Ας μου επιτραπεί να διαβάσω τέσσερα ή πέντε νομίζω αποσπάσματα.

Το πρώτο είναι στη σελίδα 117 του έργου. Σημειωτέον ότι και φυσικά τότε δεν είχε το Σύνταγμα του ’75, αλλά το άρθρο 8 του τότε ισχύοντος Συντάγματος είχε την ίδια διατύπωση. ¶ρα οι αναπτύξεις που παραθέτουν οι Σβώλος – Βλάχος, ισχύουν, αναφέρονται στο ίδιο νομικό καθεστώς.

Λένε, λοιπόν, σελίδα 117: «Οι εκ του άρθρου 8 «απαγορεύσεις στρέφονται όχι μόνον κατά της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, αλλά και κατά της νομοθετικής›. Αυτό το λέω για να επισημάνω και πάλι, ότι πρόκειται για μία παρέμβαση της νομοθετικής εξουσίας που συνιστά όμως παραβίαση του άρθρου 8.

Ας πάμε τώρα στη σελίδα 120 του ίδιου έργου. Διαβάζω: «Της υπαγωγής εις τον τοιούτον δικαστή, εννοεί τον νόμιμο δικαστή, ουδείς κατ’ αρχήν επιτρέπεται να αποστερηθεί και να αποπληχθεί εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει δια πράξεως διοικητικής, νομοθετικής ή και δικαστικής, εχούσης κατ’ ουσίαν ατομικό χαρακτήρα και οριζούσης άλλο όργανον εκ των υστέρων καθιστάμενον αρμόδιον για να επιληφθεί της υποθέσεως.

Παραλείπω μία φράση και συνεχίζω. Η άμεσος ή συγκεκαλυμμένη αφαίρεσις υποθέσεως ή προσώπου από της νομίμου ή φυσικής δικαστικής δικαιοδοσίας αντίκειται εις το άρθρο 8 του Συντάγματος, έστω και αν κατά τα λοιπά πρόκειται περί ομοίου δικαστηρίου (λ.χ. δεν δύναται η συγκεκριμένη δίκη να αφαιρεθεί της αρμοδιότητος του εις ο γενικώς κατά τον νόμο υπάγεται Πρωτοδικείου και να υπαχθεί εις άλλον Πρωτοδικείο ή εις άλλον πολιτικό δικαστήριο), έστω και εάν ήθελον τηρηθεί αι λοιπαί περί απονομής της δικαιοσύνης συνταγματικαί διατάξεις›.

Ένα σύντομο σχόλιο. Ακόμα και αν, όπως είναι προφανές, ως προς όλα τα άλλα τα σημεία είναι ένα δικαστήριο που έχει συγκροτηθεί τηρώντας όλες τις άλλες προϋποθέσεις, αρκεί αυτή η παρέμβαση του νομοθέτη για να διαπιστωθεί η παραβίαση του άρθρου 8.

Πηγαίνω στη σελίδα 128 του κλασικού έργου των Σβώλου – Βλάχου και διαβάζω τα εξής: «Ως προς βάθος της εννοίας του νομίμου δικαστού, ορθώς έχει παρατηρηθεί, ότι αύτη αναφέρεται και εις την συγκεκριμένη προσωπική σύνθεση του δικαιοδοτούντος οργάνου, η οποία επιτυγχάνεται τόσο ως προς τον τακτικό δικαστή –αυτό μας αφορά, στη συνέχεια αναφέρεται και στον ένορκο- δι’ ο και η απαγόρευση της αφαιρέσεως του νομίμου δικαστού σχετίζεται αμέσως προς την αρχή της σταθερότητος ή βεβαιότητος της συγκροτήσεως του δικαιοδοτικού οργάνου, είτε της εν συνόλω και εν ταις λεπτομερείαις τηρήσεως της εννόμου τάξεως ως προς αυτό›.

Νομίζω μόνο δύο ακόμα παραθέματα έχουν κάποιο νομικό ενδιαφέρον για την παρούσα υπόθεση. Το ένα είναι στη σελίδα 134-135 του ίδιου έργου. Διαβάζω και πάλι: «Εκ του συνδυασμού των δύο διατάξεων του άρθρου 8 του Συντάγματος συνάγεται ότι στέρηση του νομίμου δικαστού αποτελεί και η απλή αφαίρεση ορισμένης υποθέσεως από του γενικώς αρμοδίου δικαστηρίου, χωρίς να ιδρυθεί δι’ αυτήν έκτακτον δικαστήριον›.

Ας μου επιτραπεί εδώ ο σχολιασμός. Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση που αξιολογούμε εν προκειμένω ουσιαστικά έχει προβλεφθεί για τη συγκεκριμένη δίκη και μόνο. Και όπως είπε και ο κ. Ρουμελιώτης, δεν υπάρχουν κάποια κριτήρια που να εξηγούν και να προσδιορίζουν την επιλογή του νομοθέτη.

Συνεχίζω όμως το παράθεμα από το έργο των Σβώλου – Βλάχου: «Κατά το συνηθεστέρον ορισμό κατ’ αρχήν το υπό του άρθρου 8, εδάφιον 2 του Συντάγματος απαγορευόμενον είναι πάν δικαστήριον μη εκ των προτέρων υπό του νόμου γενικώς επί ορισμένη δικαιοδοσία και αρμοδιότητι ιδρυμένον, αλλά προσωρινώς και αυθαιρέτως, ad hoc, εκ των υστέρων συνιστώμενον (ιδίως μετά την τέλεση αξιοποίνου πράξεως) προς εκδίκασιν ορισμένης υποθέσεως ή ορισμένου προσώπου ή προσώπων δυναμένων να προσδιοριστούν ατομικώς εκ των προτέρων δια αποστερήσεως ούτω του ατόμου εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει από του νομίμου αυτού δικαστού.

Δεν είναι ανάγκην δια να χαρακτηριστεί ως έκτακτο το δικαστήριο να ευρίσκεται απλώς εκτός του κύκλου των δικαστηρίων της τακτικής δικαιοδοσίας, διότι δύναται και τακτικής δικαιοδοσίας δικαστήριο να καταστεί έκτακτο εις συγκεκριμένη περίπτωση συντρεχόντων των όρων του εκτάκτου›.

Ένα μικρό σχόλιο εκ μέρους μου. Φυσικά και είστε ένα τακτικό Δικαστήριο, δεν μιλάμε για Στρατοδικείο ή για εξαιρετικά δικαστήρια, όμως βάση του ανωτέρω παραθέματος των Σβώλου – Βλάχου, ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση τίθεται θέμα παραβίασης του άρθρου 8 παρ. 2.

Φτάνω στο τελευταίο απόσπασμα που θα επικαλεστώ από το έργο των Σβώλου – Βλάχου και βεβαίως δεν θα επικαλεστώ άλλα αποσπάσματα.

Είναι στη σελίδα 147 του ιδίου τόμου: «Συμπεραίνονται, προσθέτομεν, ότι τα έκτακτα δικαστήρια διαφέρουν των ειδικών, διότι δεν συνιστώνται ως αρμόδια δια πάσαν υπόθεση μιας και της αυτής βάσει κοινών προσωπικών ή αντικειμενικών χαρακτηριστικών ιδιαιτέρας κατηγορίας, αλλά ιδρύονται δι’ ειδικής διατάξεως, δι’ ατομικώς ορισμένη υπόθεση ή διορισμένο αριθμόν τοιούτων υποθέσεων, είτε πρόκειται περί νέου, είτε περί υπάρχοντος δικαστηρίου τακτικού ή ειδικού καθισταμένου εκτάκτως αρμοδίου δια την συγκεκριμένη περίπτωση›. Τέλος του παραθέματος.

Θα σας πω για άλλη μια φορά, αναφέρθηκα στις σελίδες: 117, 120, 128, 135 και 147 του κλασικού έργου των Σβώλου – Βλάχου «Το Σύνταγμα της Ελλάδος – Ερμηνεία›, τόμος Β’ «Ατομικά δικαιώματα›.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αν έχετε φωτοτυπίες αυτών των σελίδων, θα σας παρακαλούσα.

κ.ΜΥΛΩΝΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, έχω το ίδιο το βιβλίο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι.

κ.ΜΥΛΩΝΑΣ: Μπορώ να σας φέρω όμως.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αν έχετε την καλοσύνη αύριο το πρωί, να τα δούμε, γιατί τώρα που να βρω εγώ αυτή την ώρα ...

κ.ΜΥΛΩΝΑΣ: Μπορώ να σας το φέρω, βεβαίως.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όταν θα πάω στο σπίτι μου, δεν το έχω αυτό το βιβλίο στο σπίτι μου, το παλιό δηλαδή, το καινούργιο το έχω βέβαια από το Δατόγλου που είπατε, το έχω στο σπίτι μου, το παλιό δεν το έχω.

κ.ΜΥΛΩΝΑΣ: Ίσως ακούγεται βαρύ, ότι θεωρώ το Δικαστήριό σας έκτακτο δικαστήριο υπό τον όρο του άρθρου 8. Νομίζω όμως, ότι είναι νομικά τεκμηριωμένο και γι’ αυτό συνειδητά δεν επικαλέστηκα κάποιες δικές μου σκέψεις, αλλά υιοθέτησα τις σκέψεις –επιτρέψτε μου να πω- ενός κολοσσού του Συνταγματικού Δικαίου που ήταν ο Αλέξανδρος Σβώλος και επικουρικά αυτά που λέει ένας άλλος έγκριτος καθηγητής, ο κ. Δατόγλου.

Θεωρώ, λοιπόν, ότι η παρέμβαση της νομοθετικής εξουσίας, σας αναγκάζει εάν υιοθετήσετε το δικό μου σκεπτικό, να θεωρήσετε ότι το συγκεκριμένο Δικαστήριο που είναι ένα τακτικό Δικαστήριο, στην παρούσα υπόθεση όπως έχει συντεθεί είναι ένα έκτακτο δικαστήριο, κάτι που απαγορεύεται από το άρθρο 8, παρ. 2 του Συντάγματος.

¶ρα νομίζω ότι βάση των επιχειρημάτων που ανέπτυξα, μπορείτε να καταλήξετε στο νομικό συμπέρασμα, ότι η σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, δηλαδή η κλήρωση όχι από το σύνολο των εκλεκτών Εφετών που υπηρετούν στο Εφετείο Αθήνας, οι οποίοι είναι και πάρα πολλοί, 170 – 180 νομίζω, αλλά μόνο από ένα περιορισμένο κομμάτι, χωρίς να υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια, αυτή λοιπόν η εφαρμογή του νόμου που παρενέβαλε η νομοθετική εξουσία όταν ήδη είχε τοποθετηθεί ο κ. Εισαγγελέας και ήδη ουσιαστικά είχε διασκεφθεί το Συμβούλιο για να παραπέμψει τους κατηγορουμένους, συνιστά μια παραβίαση του ¶ρθρου 8, την οποία εσείς υποχρεούστε να διαπιστώσετε, να κρίνετε και να καταλήξετε στα νόμιμα συμπεράσματα και να πάρετε την απόφαση ότι η παρούσα σύνθεση είναι κακή και δεν είναι η νόμιμη. Ευχαριστώ πολύ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Νομίζω μετά από σας μπορούμε να διακόψουμε, έστω και για δέκα λεπτά νωρίτερα.

(Διαλογικές Συζητήσεις)

ΩΡΑ ΛΗΞΗΣ: 15:52