Πολιτική
Πέμπτη, 06 Μαρτίου 2003 21:02

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (6/3/2003) Μέρος 3/7

B΄ ΜΕΡΟΣ

10:35 – 12:45

Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Θα ήταν αυτή η διάταξη αντίθετη προς το άρθρο 8 του Συντάγματος. Δεν επιτρέπεται δηλαδή -αυτό νομίζω ότι υποστηρίζει η υπεράσπιση- να νομοθετηθούν διατάξεις επί τη βάση των οποίων το δικαστήριο οργανώνεται εσωτερικά και επιλέγει μέλη του τα οποία καθίστανται αρμόδια για να εκδικάσουν ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων.

Κι εδώ νομίζω ότι είναι το κλειδί για την απόδειξη της συμφωνίας της διατάξεως προς το Σύνταγμα. Η διάταξη αυτή δεν λέει ότι η υπόθεση της 17Ν -ασφαλώς δεν το λέει- ούτε οτιδήποτε άλλο το οποίο να αφορά ειδικώς αυτή την υπόθεση, αλλά θέτει ως κριτήρια υποθέσεις με σοβαρό αντικείμενο και με πρόβλεψη μακράς διαρκείας. Αυτά είναι τα κριτήρια. Οι υποθέσεις αυτές μπορεί να είναι υποθέσεις τρομοκρατίας, μπορεί να είναι υποθέσεις οικονομικών εγκλημάτων, μπορεί να είναι υποθέσεις άλλου είδους.

Εδώ λοιπόν πρόκειται για κατηγορία υποθέσεων πρώτον, επομένως το κριτήριο είναι γενικό και δεν αφορά ορισμένη υπόθεση και δεύτερον πρόκειται για παροχή εξουσίας προς το Δικαστήριο, την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κυριαρχικά να ορίσει εκείνη ποια από τα μέλη της θα απαρτίσουν το τμήμα αν θέλετε αυτό, το οποίο θα εκδικάζει υποθέσεις.

Το ότι ο νομοθέτης το κάνει αυτό, δεν το θεσπίζει ως μόνιμο θεσμό, αλλά το αφήνει στην διακριτική ευχέρεια της Ολομέλειας του Εφετείου, επίσης δεν δημιουργεί κάποιο πρόβλημα. Διότι αν οι υποθέσεις αυτές δεν είναι τόσες πολλές ώστε να χρειαζόμαστε να έχουμε μονίμως κάποιο τμήμα, γίνεται κατά περίπτωση, υποθέσεως με αυτά τα χαρακτηριστικά.

Αν κριθεί στο μέλλον –σκέφτομαι- ότι οι υποθέσεις αυτές είναι επί μονίμου βάσεως τόσες ώστε να χρειάζεται ένα τμήμα να απασχολείται μόνο με αυτές, θα ιδρυθεί ενδεχομένως ένα τμήμα.

¶λλωστε και πάλι στην Ποινική Δικονομία όταν προβλέπει η Ποινική Δικονομία στο άρθρο 11 ότι στα Εφετεία δημιουργούνται ποινικά τμήματα, όπου τα μέλη των ποινικών τμημάτων θα ορίζονται με κριτήρια που ορίζει η ίδια η Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Υποστήριξε ποτέ κανείς, υπήρξαν επιχειρήματα υπέρ ή κατά της δημιουργίας ποινικών τμημάτων; Δεν άκουσα όμως τότε αντίλογο που να προβάλει ότι η δημιουργία ποινικού τμήματος παραβιάζει την αρχή του φυσικού δικαστού κατά το άρθρο 8 του Συντάγματος.

Διατυπώθηκαν αντιρρήσεις από ορισμένους που είπαν ότι υπάρχουν κίνδυνοι για παρενέργειες ή οτιδήποτε άλλο, αλλά αντίρρηση επί συνταγματικού εδάφους, ότι δηλαδή αν δημιουργείτο ποινικό τμήμα που θα ήταν κάτι ανάλογο, απλώς θα είχε την έννοια ότι υπάρχει για έναν ολόκληρο χρόνο ή για δύο ολόκληρα χρόνια, ή αν δημιουργούνταν τμήματα για οικονομικά εγκλήματα και άλλες προτάσεις που κατά καιρούς έχουν γίνει.

Όλα αυτά αφορούν την εσωτερική οργάνωση του συγκεκριμένου Δικαστηρίου, η οποία γίνεται κυριαρχικά από την Ολομέλεια των μελών του και επομένως δεν υφίσταται θέμα αντιθέσεως προς το άρθρο 8.

Ολοκληρώνω κ. Πρόεδρε αναφερόμενος στον αείμνηστο Αριστόβουλο Μάνεση, ο οποίος στο εγχειρίδιο αυτό για τις ατομικές ελευθερίες λέει πολύ χαρακτηριστικά ότι «η αρχή του νόμιμου δικαστή δεν έχει την έννοια ότι αποκλείονται μεταβολές ενεργούμενες με νόμο στην συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων›. Αυτό είναι παράθεμα, όπως λέει και ο κ. Μυλωνάς, λέξη που είναι προσφιλής του, από τον κ. Αριστόβουλο Μάνεση, σελίς 215 των ατομικών ελευθεριών.

Είναι επίσης γνωστό ότι οι δικονομικοί νόμοι καταλαμβάνουν τις υποθέσεις πάντοτε στο στάδιο εκείνο το διαδικαστικό στο οποίο ευρίσκονται και ζήτημα απαγόρευσης αναδρομής στον δικονομικό νόμο δεν τίθεται, διότι οι δικονομικοί νόμοι από τη φύση τους δεν μπορούν να είναι αναδρομικοί. Καταλαμβάνουν την διαδικαστική πράξη στο στάδιο εκείνο το οποίο βρίσκεται.

Αυτό δε το οποίο υποστηρίζει η υπεράσπιση ότι η υπόθεση ήταν γνωστή, και λοιπόν; Όταν δημιουργήθηκαν τα τριμελή Εφετεία Κακουργημάτων τα οποία αντικατέστησαν τα πενταμελή, εκκρεμούσαν υποθέσεις στα 5μελή Εφετεία Κακουργημάτων ως πρωτοβάθμια δικαστήρια. Το έβαλε κανείς ότι εθίγετο το Σύνταγμα επειδή αντί για 5 Εφέτες θα δίκαζαν την υπόθεση πλέον 3 Εφέτες;

Σκεφτείτε δε το χάος το οποίο θα εδημιουργείτο αν κάθε υπόθεση έπρεπε να εκδικάζεται με τον δικονομικό νόμο ο οποίος ίσχυε καθ’ ο χρόνο τελέστηκε η πράξη ή καθ’ ο χρόνο άνοιξε η διαδικασία που αφορά την υπόθεση αυτή. Θα έπρεπε σήμερα να εφαρμόζουμε περίπου 10 διαφορετικές δικονομίες στην ποινική και στην πολιτική δίκη και βεβαίως εκεί να μη γνωρίζει κανείς ποιος δικονομικός νόμος διέπει την περίπτωση του.

Ένα τελευταίο. Προβάλει η υπεράσπιση ότι η παρούσα υπόθεση δεν είναι αμέτοχος στην ψήφιση του νέου νόμου κι εγώ δεν διστάζω να το δεχτώ αυτό. Βεβαίως και έδωσε αυτή και άλλα στοιχεία αφορμής, αλλά αυτό γιατί είναι επιλήψιμο; Ο δικονομικός νομοθέτης δεν προσαρμόζει την νομοθεσία σύμφωνα με τις αφορμές και τις εμπειρίες τις οποίες έχει από τις εκκρεμείς υποθέσεις;

Αμφισβητεί κανείς –και το γνωρίζει πολύ καλά ο αγαπητός συνάδελφος ο κ. Κοττέας- ότι το Εφετείο Πειραιώς ευρέθη απροετοίμαστο να εκδικάσει με την οργάνωση την οποία διέθετε τις περίφημες υποθέσεις των πετρελαίων; Αν γινόταν μια ρύθμιση, η οποία θα προσπαθούσε επί το ορθολογικότερο να αναδιοργανώσει τα σχετικά με την εκδίκαση αυτών των υποθέσεων, αυτή θα ήταν αντίθετη προς το Σύνταγμα;

Δεν νομίζω λοιπόν ότι το επιχείρημα πως η υπόθεση αυτή δεν είναι άσχετη με τον καινούριο νόμο θεμελιώνει κάποιο συμπέρασμα περί αντιθέσεως του νόμου αυτού προς το Σύνταγμα. Εγώ θα έλεγα ότι αντίθετα, υποχρέωση του νομοθέτη είναι να αξιοποιεί τις εμπειρίες τις οποίες έχει από την εκδίκαση των υποθέσεων και να προσπαθεί με νέους νόμους να διοργανώνει επί το καλύτερον τις λειτουργίες των δικαστηρίων.

Τώρα αν αυτός ο νόμος είναι περισσότερο ή λιγότερο επιτυχής, αν θα μπορούσε κάτι στη διατύπωση του να είναι καλύτερο, αυτό είναι κάτι που δεν αφορά το Δικαστήριο και τη δίκη. Η κριτική αυτή αφορά τον νομοθέτη και επομένως εκφεύγει της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, άρα και των δικαιωμάτων ημών των αγορευόντων να αναφερθούμε.

Με αυτά κ. Πρόεδρε, υποστηρίζω ότι θέμα παραβιάσεως του άρθρου 8 του Συντάγματος δεν τίθεται και τα λοιπά επιχειρήματα της υπερασπίσεως δεν ευσταθούν, ούτε επί συνταγματικής, ούτε επί άλλης βάσεως.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αγορεύσατε επί των υποθέσεων την πρώτη, Ρόμπερτ Τσάντ και όλους τους άλλους. Για να τηρούμε τη δικονομική τάξη όπως είπαμε. Συνεχίζει επί της ανθρωποκτονίας του Χρήστου Μάτη η πολιτική αγωγή.

ΣΤ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ: Κύριε Πρόεδρε, δεν είναι ανάγκη να τοποθετούμεθα σε όλα, εμείς δεν θα τοποθετηθούμε σε όλα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όπου θέλετε. Τότε όποιος θέλει μπορεί να λάβει τον λόγο. Δίνω τον λόγο σε όλους και ζήτησαν να λάβουν τον λόγο οι κύριοι Γιαννίδης, ο κ. Λίβος, ο κ. Κατσαντώνης, εσείς πριν απ’ όλους τους άλλους. Ο κ. Γιαννίδης είχε ζητήσει πρώτα, μετά εσείς.

Ο κ. Γιαννίδης έχει τον λόγο.

Ι. ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ: Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε. Πιστεύω ότι ο κ. Αναγνωστόπουλος σε μεγάλο βαθμό έχει καλύψει το θέμα και γι’ αυτό δεν πρόκειται να μακρηγορήσω ιδιαιτέρως. Θέλω να πω ότι από τις πιθανές προβλέψιμες ενστάσεις της υπεράσπισης, δεν ξέρω βέβαια στο σύνολο τους ποιες μπορεί να είναι, θεωρώ τη συγκεκριμένη ένσταση ως την πλέον αδύνατη.

Τούτο, διότι αν ενσκύψει κανείς έστω και λίγο στην έννοια του φυσικού δικαστή, ή ορθότερον νόμιμου δικαστή, θα δει ότι εκείνο το οποίο κάνει το Σύνταγμα στο άρθρο 8 δεν είναι τίποτε άλλο από το να προσδιορίζει το γεγονός ότι ο δικαστής πρέπει να ορίζεται γενικά και αντικειμενικά πριν από την πράξη με νόμο.

Τι σημαίνει αυτό το πράγμα. Παραπέμπει αφενός στον κοινό νομοθέτη για τον τρόπο με τον οποίον θα καθορίσει την αρμοδιότητα των δικαστηρίων και τη σύνθεση των δικαστηρίων. Από κει και πέρα όμως δεν είναι ο νόμος εκείνος ο οποίος θα καθορίσει το συγκεκριμένο πρόσωπο. Ο φυσικός δικαστής από τον νόμο ορίζεται «in abstracto›.

Ερωτώ λοιπόν: εσείς, η παρούσα σύνθεση δεν θα είσαστε ούτως ή άλλως φυσικοί δικαστές; Υπάρχει κάτι το οποίο μεταβάλλει την ιδιότητα σας ως των ορισμένων από το Σύνταγμα και των νόμων δικαστών να δικάσουν αυτή την υπόθεση ακόμη κι αν δεν είχε μεσολαβήσει ο συγκεκριμένος νόμος;

Νομίζω ότι η παρεξήγηση οφείλεται στο εξής: οφείλεται σε μια σύγχυση μεταξύ του «in abstracto› ορισμού, του ποιος είναι ο φυσικός δικαστής με τον τρόπο της συγκεκριμενοποιήσεως των προσώπων που αποτελούν την σύνθεση in concreto.

Για τον τρόπο με τον οποίον μπορεί in concreto να προσδιοριστεί η σύνθεση, υπάρχουν διάφορα συστήματα. Το δικό μας σύστημα, το σύστημα της κληρώσεως, είναι σύστημα που όπως ορθώς επισημάνθηκε ήδη από τον κύριο συνάδελφο δεν θεωρείται ως επιτυχές, είναι χαρακτηριστικό όχι προηγμένων αρχικών εννόμων τάξεων.

Διότι στην ουσία προδίδει μια καχυποψία και έλλειψη εμπιστοσύνης στα πρόσωπα των δικαστών, που από τη φύση του αξιώματος τους και του λειτουργήματος τους έχουν τα εχέγγυα να επιλέξουν αυτοί τα in concreto πρόσωπα, πράγμα που άλλωστε γίνεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές δημοκρατίες.

Θα αναφερθώ στο άρθρο 21Ε του γερμανικού κανονισμού δικαστηρίων, θα αναφερθώ στο Supreme Court Act του 1981 στην Αγγλία, όπου και στις δύο περιπτώσεις η κατανομή των υποθέσεων γίνεται είτε από το Προεδρείο, είτε από προεδρεύοντα δικαστή, χωρίς αυτό να έχει εγείρει ποτέ αμφιβολίες, αλλά πάντοτε έχει και παρεμπιπτόντως επιβεβαιωθεί από αριθμό αποφάσεων του συνταγματικού δικαστηρίου. Έχω τουλάχιστον εδώ 5-6 μπροστά μου τις οποίες μπορώ να σας τις προσκομίσω.

Το συμπέρασμα είναι δηλαδή ότι εκείνο το οποίο πρέπει να αποφεύγεται, είναι η αφαίρεση του νομίμου δικαστή. Δηλαδή αν ο νόμιμος δικαστής προσδιοριστεί με οποιοδήποτε σύστημα, είτε με την κλήρωση, είτε με την επιλογή από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου, ή το Προεδρείο, ή την Ολομέλεια του δικαστηρίου.

Θα σας υπενθυμίσω στο σημείο αυτό ότι υπάρχει απόφαση και προς τους κυρίους συναδέλφους του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, η οποία έλεγε ότι ορθόν είναι να αποφασίζεται από την Ολομέλεια και υπάρχει και ανάλογη γνωμοδότηση του Αρείου Πάγου 63/89 η οποία επίσης προέτεινε αυτό το πράγμα και σύμφωνα με την οποία εμποδίζεται δια του συστήματος της κληρώσεως η αρίστη από την άποψη υπηρεσιακών ικανοτήτων και λειτουργών που θα μετάσχουν σύνθεση.

Τα κριτήρια του γερμανικού νόμου είναι ουσιαστικά κριτήρια. Δηλαδή επιλέγει το Προεδρείο και ο Πρόεδρος εκείνους που κατά εκτίμηση του, ελεγχόμενη μεν αλλά εκτίμηση του, είναι αντικειμενικά οι καταλληλότεροι για να δικάσουν πολύπλοκες ή πιο σύνθετες υποθέσεις.

Η έννοια του φυσικού δικαστή είναι ότι άπαξ οριστεί αυτός ο δικαστής με όποιο σύστημα δεν οριστεί, δεν μπορεί μετά να αφαιρεθεί. Δηλαδή δεν μπορεί να έρθει μετά ένας νόμος ή μια απόφαση και να πει «δεν μας κάνει ο κύριος Πρόεδρος, μας κάνει ένας άλλος Πρόεδρος›. Αυτή είναι η έννοια του φυσικού δικαστή.

Εδώ φοβούμαι ότι εκείνο το οποίο συνέβη είναι η απολυτοποίηση του συστήματος της κληρώσεως στο σύνολο του. Το σύστημα της κλήρωσης είναι ενδεχομένως για τις ελληνικές συνθήκες κάποια εγγύηση. Επαναλαμβάνω για τις ελληνικές συνθήκες, επειδή κατά καιρούς είχαν διατυπωθεί αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία της επιλογής της θέσεως.

Αποτελεί παθολογία του συστήματος και όχι αρετή του το ότι καταφύγαμε στο σύστημα της κληρώσεως. Διότι σε ένα ορθά λειτουργούν σύστημα δεν θα χρειαζόταν η κλήρωση.

Συμπεραίνω λοιπόν εκ του μείζονος εις το έλασσον, ότι εδώ που πολύ περισσότερο υπάρχει σύνθεση και στο κάτω – κάτω επελέγησαν κάποιοι εκ των φυσικών δικαστών και επελέγησαν με τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, ο οποίος όπως εξήγησε και ο κύριος συνάδελφος έχει το δικαίωμα να ορίσει ορισμένα αντικειμενικά, γενικά κριτήρια, αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανένας, τι θα πείτε;

Θα πείτε δηλαδή, όταν προ ετών μετεβλήθη η αρμοδιότης για την εκδίκαση των υποθέσεων παραβάσεως καθήκοντος από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο στο Μονομελές, ότι οι προηγηθείσες υποθέσεις που είχαν οριστεί, στερούνται του φυσικού δικαστή διότι στην κλήρωση του Μονομελούς δεν παίρνουν μέρος οι Πρόεδροι και οι αρχαιότεροι πλημμελειοδίκες; Κι εκεί δεν υπήρχε περιορισμός της κληρώσεως;

Φοβούμαι ότι η απολυτοποίηση της κλήρωσης σε συνδυασμό με μια θεμιτή ως κριτική του νομοθέτη άποψη ότι ο νόμος έγινε για να προβλέψει και αυτή και κυρίως αυτή την περίπτωση, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχουμε στέρηση του φυσικού δικαστή. Δεν έχουμε στέρηση του φυσικού δικαστή.

Τα κίνητρα του νομοθέτη δεν αποτελούν στέρηση του φυσικού δικαστή. Οι δικαστές αυτοί είναι οι φυσικοί δικαστές γιατί θα μπορούσαν να είναι ούτως ή άλλως και διότι εξειδικεύτηκαν ως σύνθεση μέσω ενός νόμου ορθά και με αντικειμενικά και γενικά κριτήρια.

Πιστεύω λοιπόν ότι θα έπρεπε να είμαστε πιο προσεκτικοί όχι ως προς την ένσταση, το καταλαβαίνω, αλλά τουλάχιστον ως προς χαρακτηρισμούς ότι μπορεί να εφαρμοστεί εδώ και το 8 παρ. 2. Θεωρώ ότι βεβαίως είναι νόμιμο δικαίωμα το να υπερασπίζεται κανείς μια άποψη, έστω και με υπερβολή, αλλά όχι και με τρόπο ο οποίος μπορεί να αποτελέσει ακόμη και προσβολή του Δικαστηρίου. Δεν έχουμε στρατοδικείο. Διότι φτάσαμε σχεδόν μέχρι εκεί. Λυπούμαι γι’ αυτό.

Έχουμε αναμφισβήτητα φυσικούς δικαστές και θα έλεγα επιλεγμένους με σαφέστερα γενικά και καλύτερα γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, από αυτά που θα προέβλεπε το σύστημα ανάγκης και σύστημα σχεδόν τριτοκοσμικό, το σύστημα της κληρώσεως. Ευχαριστώ.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Επί προσωπικού αν επιτρέπετε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν έχετε τον λόγο τώρα.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ναι, αλλά πείτε ότι μπορεί να θεωρηθεί και προσβολή Δικαστηρίου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπα, δεν θεωρεί το Δικαστήριο ότι προσβάλλεται με τίποτα. Εδώ χτες μας είπαν ότι είμαστε και Στρατοδικείο.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Είναι έκτακτο Δικαστήριο, καμία σχέση με Στρατοδικείο. Είναι δύο ξεχωριστές έννοιες.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν έχω αισθανθεί προσβολή εκ μέρους κάποιου. Επομένως εν τη ρύμη του λόγου κάτι θα πει κανένας παραπάνω.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Είμαι πάντα πολύ προσεκτικός στις νομικές διατυπώσεις που χρησιμοποιώ. ¶λλο απαγορευμένο έκτακτο Δικαστήριο ρθρο 8 παρ. 2, άλλο Στρατοδικείο. Δεν είχα καμία διάθεση προσβολής του Δικαστηρίου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συμφωνούμε απόλυτα ότι είστε κι εσείς πάρα πολύ προσεκτικός και έτσι κατανοήθηκαν όπως ακριβώς τα είπατε. Δεν υπάρχει θέμα και δεν υπάρχει λόγος να αποδίδεται από το άλλο μέρος έννοια διαφορετική από την οποία εσείς δώσατε και με σαφήνεια απόλυτη. Για όνομα του Θεού, δεν είπαμε εμείς τέτοιο πράγμα. Μη στενοχωριέστε άλλωστε γι’ αυτά.

Εδώ είναι να επιχειρηματολογήσετε επάνω σ’ αυτό το ζήτημα, αυτό είναι ο λόγος. Η ρητορεία, οι χαρακτηρισμοί κλπ. δεν νομίζω ότι έχουν εδώ χώρο σ’ αυτό το Δικαστήριο, μόνο η επιχειρηματολογία. Και οι κανόνες της νομικής επιχειρηματολογίας είναι πια καθορισμένα τα πλαίσια τους. Εκεί θα περιοριστείτε για να βρούμε κι εμείς κάποια άκρη.

Δεν είναι δηλαδή μετά που θα αξιολογούμε αποδεικτικό υλικό αν φτάσουμε κάποτε εκεί πέρα ή αν δεν φτάσουμε εμείς κάποιοι άλλοι. Είναι σ’ αυτό το στάδιο της νομικής επιχειρηματολόγησης, γι’ αυτό θέλω να περιοριζόμαστε μόνο εκεί.

Είχε ζητήσει τον λόγο ο κ. Λίβος.

Ν. ΛΙΒΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, δεν έχω αντίρρηση, για λόγους τάξεως αλλά κι επειδή είμαστε στην ίδια υπόθεση, να δοθεί πρώτα ο λόγος στον κ. Κατσαντώνη.

ΑΛ. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: Οι εκλεκτοί συνάδελφοι και φίλοι της Υπερασπίσεως, εξέφρασαν εναντίον ενός νόμου κάποια παράπονα. Θα έλεγα μάλιστα ότι μερικά από αυτά ήταν και δικαιολογημένα. Από το σημείο όμως αυτό, να μιλάμε για αντισυνταγματικότητα του νόμου, για φυσικό Δικαστή, για Έκτακτα Δικαστήρια, είναι μεγάλη η απόσταση.

Και ο ομιλών προς υμάς κάποτε, αντιμετώπισε την ιδίαν σύνθεσιν σε τέσσερις συνεχείς αναβολές μετά 15νθήμερον, διότι επρόκειτο για αυτόφωρο αδίκημα Τύπου. Διαμαρτυρήθηκα, φώναξα, δεν σκέφθηκα ποτέ όμως ότι βρισκόμουν σε τέτοια παράβαση του νόμου, σε τέτοια προσβολή συνταγματικότητος, ή φυσικού Δικαστού. Επομένως, λογικό είναι να διαμαρτύρονται, δεν βρίσκω ότι θεμελιούν όλα αυτά τα παράπονα, προσβολήν, προβολήν αντισυνταγματικότητος απωλείας του φυσικού Δικαστού κτλ.

Την εποχή μάλιστα την οποίαν αναφέρω κύριοι Δικασταί, ήταν εποχή που οι συνθέσεις των Δικαστηρίων, ορίζοντο. Είχα λοιπόν πρόσθετα παράπονα κατά του κ. Θεοδωρόπουλου, εάν θυμάμαι καλά, ο οποίος επί τέσσερις συνεχείς ημέρες μου έβαλε τους ίδιους Δικαστές επάνω. Τελικά ωφελήθηκα διότι με αθώωσαν, εκ των διαμαρτυριών των πολλών, φυσικόν ήταν να αντιδράσουν με τον τρόπο τους.

Εδώ δεν υπάρχει ίχνος αντισυνταγματικότητος. Δεν υπάρχει προσβολή του φυσικού Δικαστού. Εδώ κρίνουν Δικασταί, τους οποίους ορίζει ο νόμος, ανήκουν εις τον κύκλον εκείνο των Δικαστών που ορίζονται από τον νόμο και επομένως είναι φυσικοί Δικαστές.

Τώρα, αν μπλέκουμε την κλήρωση και φτάσουμε μέχρι του σημείου να πούμε ότι ο φυσικός Δικαστής μετατρέπεται σε όχι φυσικόν Δικαστήν, διότι δεν εκληρώθη μεταξύ των 150 αλλά μεταξύ των 130 ή μεταξύ των 30, μεταξύ του αριθμού του οριζομένου από τον νόμο, είναι υπερβολή.

¶λλωστε, είναι λογικότερο αυτό, διότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις υπάρχουν Δικασταί οι οποίοι δεν θέλουν να μετάσχουν εις τον κύκλον εκείνον από τον οποίον επιλέγονται οι Δικασταί του Δικαστηρίου αυτού, ή κρίνει η Ολομέλεια των Εφετών.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συγνώμη, ο Δικαστής δεν ερωτάται αν θέλει ή δεν θέλει. Αυτό το αποφασίζει η Ολομέλεια. Μη νομίζετε ότι ρωτάμε «θέλεις εσύ ή δεν θέλεις εσύ›. Για όνομα του Θεού, τότε δεν κάνουμε Δικαστήριο.

ΑΛ. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, εγώ ομιλώ βάσει της πείρας μου στο σημείο αυτό. Υπάρχει κάποιος Δικαστής ο οποίος ενδεχομένως έχει κάποιους λόγους να μη μετάσχει. Υπάρχει και έχει αντίστοιχο δικαίωμα η Ολομέλεια να ορίσει εκείνους που κρίνει πιο κατάλληλους για την απονομή, για την εκδίκαση μιας ποινικής υποθέσεως όπως αν ήταν ανήκουσα εις το Εμπορικόν Δίκαιον ή εις το Διοικητικόν Δίκαιον να επέλεγε άλλη ομάδα Δικαστών.

Και αιτιολογεί και για ποιο λόγο το κάνει ο νομοθέτης. Αιτιολογεί για ποιο λόγο το κάνει. Βρίσκω λοιπόν ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος αντισυνταγματικότητος και επομένως, μάλλον κωλυσιεργούμε με αυτού του είδους τις ενστάσεις.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να συμπληρώσει ο κ. Λίβος ο οποίος είναι στην ίδια πλευρά.

Ν. ΛΙΒΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, η ένσταση του συναδέλφου της υπερασπίσεως του κ. Ζώτου ότι με διατάξεις αυτού του είδους μπορεί να παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, διότι δεν μπορεί ο κάθε πολίτης να ζητήσει να θεωρηθεί η υπόθεσή του σοβαρή και επομένως να παραπεμφθεί στο ένα ή στο άλλο Δικαστήριο, είναι σοβαρή αλλά δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, ο νομοθέτης και σε άλλες υποθέσεις, έχει παρέμβει σε εν εξελίξει ποινικές διαδικασίες, στην Ποινική Δικονομία, και έχει τροποποιήσει το καθεστώς.

Σας θυμίζω από το πρόσφατο γεγονός του πλοίου ΣΑΜΙΝΑ, ότι προσετέθη στο άρθρο 30 παρ. 3, καινούρια διάταξη σύμφωνα με την οποία σε υποθέσεις εξαιρετικής φύσεως που συνταράσσουν την κοινή γνώμη, ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να ζητήσει απ’ τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κτλ. να δοθεί μία προτεραιότητα στην εκδίκαση της υποθέσεως.

Εκεί, ο πολίτης πάλι δεν έχει αυτό το δικαίωμα να ζητήσει και η δική του υπόθεση, την οποία αυτός θεωρεί επίσης μεγάλης προτεραιότητας, να δικαστεί ταχύτερα από άλλες. Δυστυχώς, αυτές οι επεμβάσεις του νομοθέτη –το λέω δυστυχώς– συμβαίνουν διότι το νομοθέτημα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με τις όποιες αρετές και τις όποιες αδυναμίες του, έχει πλέον κλείσει μια 50ετία και η ελληνική κοινωνία έχει εξελιχθεί και δεν μπορεί και αυτό το νομοθέτημα, όπως αργότερα θα έχω την ευκαιρία να εκθέσω και ο Ποινικός Κώδικας, να ανταποκριθούν πλέον στοιχειωδώς σε σοβαρές δίκες με μεγάλο αντικείμενο. Επομένως, πρέπει να αντιμετωπισθεί αυτό το φαινόμενο.

Τα τελευταία χρόνια ζούμε διαρκώς δίκες μακράς διάρκειας, τις οποίες κάποια στιγμή, με κάποιον τρόπο πρέπει ο νομοθέτης να αντιμετωπίσει. Το κάνει με τη χειρότερη οδό. Το κάνει με ad hoc διατάξεις. Δεν είναι καλές αυτές οι διατάξεις. Όμως, από το σημείο αυτό έως ότου φθάσουμε να πούμε ότι είναι και αντισυνταγματικές, υπάρχει μεγάλη απόσταση.

Πρέπει λοιπόν να πούμε ότι πράγματι, η αφορμή της συγκεκριμένης διατάξεως, της επίμαχης, την οποία συζητούμε, υπήρξε η συγκεκριμένη δίκη. Δεν είναι όπως σας είπα, πρωτοφανές, διότι και στην υπόθεση του ΣΑΜΙΝΑ υπάρχει άλλη διάταξη αναλόγου, ας πούμε, αντιμετωπίσεως της υποθέσεως, της σοβαρότητας της υποθέσεως. Δεν είναι ευτυχής αυτή η αντιμετώπιση εκ μέρους του νομοθέτη.

Δεν μπορούμε όμως, από την άλλη μεριά, να περιμένουμε μία συνολική μεταρρύθμιση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έως ότου αντιμετωπισθούν με τη σοβαρότητα που τους αρμόζει, νομοθετικά, τέτοια ζητήματα. ¶ρα, δέχομαι ότι είναι ατυχής η διάταξη για τους λόγους όμως που θα εκθέσω, δεν μπορώ να πω βεβαίως καθόλου ότι είναι και αντισυνταγματική.

Η έννοια του νόμιμου ή φυσικού Δικαστή, όπως συνηθίζεται να λέμε, η μεν κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, ότι απαγορεύεται να επιλεγεί ένας δικαστικός σχηματισμός με κριτήρια σκοπιμότητας, ώστε με τον τρόπο αυτό να προδικαστεί κάποια απόφαση. Δεν είναι δικός μου ορισμός, τον δανείζομαι από απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, την οποία θα επικαλεστώ στην συνέχεια και την οποία θα θέσω κατόπιν υπ’ όψιν σας.

Για να μη γίνεται αυτό, ο νομοθέτης, ο συνταγματικός νομοθέτης, επιτάσσει οι νόμοι οι οποίοι ορίζουν τη σύνθεση των Δικαστηρίων, να έχουν γενικά αφηρημένα και αντικειμενικά κριτήρια, καθολικής ισχύος, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν εκ των προτέρων, διαβάζοντας κανείς αυτό το νόμο, να άγεται στο συμπέρασμα «ο νομοθέτης εδώ εννοεί αυτή την σύνθεση ή τη δείνα σύνθεση›.

Πρέπει να εξετάσουμε λοιπόν αν τα χαρακτηριστικά που περιέχει η διάταξη του νόμου αυτού, είναι γενικά, αντικειμενικά, αφηρημένα και καθολικής ισχύος. Κατά την άποψή μου, αυτό συμβαίνει. Δεν είναι βεβαίως καινοφανείς αυτοί οι όροι του αντικειμένου του σοβαρού της δίκης ή της υποθέσεως ότι η δίκη θα κρατήσει επί μακρόν, δεν έχουν ακόμα αποκτήσει το περιεχόμενο, το οποίο έχουν άλλοι όροι της Δικονομίας, δεν έχουν κριθεί από τα Δικαστήρια, δεν έχουν δοκιμαστεί στην πράξη και έτσι, οι εφαρμοστές του Δικαίου και εμείς εδώ, πράγματι έχουμε κάποια αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενό τους.

Όμως δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση ότι τα κριτήρια αυτά εμπίπτουν και στη γενικότητα και στην αντικειμενικότητα και στο αφηρημένο και αφορούν αυτές τις δίκες. Ο αξιότιμος κύριος συνάδελφος της υπερασπίσεως, ο κ. Χρυσικόπουλος είπε: «ποιος θα το κρίνει αυτό, και με ποια κριτήρια, με ποια δικαδιασία η Ολομέλεια των Εφετών θα προβεί σε αυτού του είδους τη διαπίστωση;› και «Γιατί να γίνεται αυτό σε μία υπόθεση και να μη γίνεται σε άλλη; Πώς εγώ, που θεωρώ επίσης ότι η δίκη μου έχει σοβαρό αντικείμενο, πώς θα προβάλλω αυτόν τον ισχυρισμό και πώς θα τύχω αναλόγου προστασίας;›. Μα, με την ένσταση αυτή που συζητάμε τώρα.

Η Ολομέλεια Εφετών, όταν προβαίνει στην επιλογή αυτή, προηγουμένως εκφέρει κρίση σιωπηρά ή ρητά, δεν το ξέρουμε, δεν έχουμε πρακτικά αυτής της Συνεδριάσεως, αλλά, εκ των ων ουκ άνευ, πρέπει να προβεί στην κρίση, ότι η δίκη αυτή για την οποία εγώ ορίζω τους συγκεκριμένους Δικαστές, επιλέγω, δηλαδή τους ορίζω για να μπουν στην κληρωτίδα κατόπιν, είναι σοβαρού αντικειμένου και πρόκειται να έχει μακρά διάρκεια.

Αυτό, σιωπηρά αν θέλετε, κρίνεται από την Ολομέλεια και η δικαστική προστασία, οι ενστάσεις του πολίτη ως προς την κρίση αυτή, θα τεθούν εκ των πραγμάτων αργότερα, κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία με τον τρόπο που τέθηκαν και εδώ. Επομένως, ούτε και σε αυτό το σημείο νομίζω ότι μπορούν να υπάρξουν ενστάσεις.

Υπεβλήθη το παράπονο ότι η υπόθεση ήταν εκκρεμής όταν ο νομοθέτης επενέβη με τη συγκεκριμένη του διάταξη για να ορίσει τον τρόπο κληρώσεως του συγκεκριμένου δικαστικού σχηματισμού. Δηλαδή ο νόμος τέθηκε σε ισχύ στις 24 Δεκεμβρίου, το δε βούλευμα εκδόθηκε στις 30 Δεκεμβρίου του 2002.

Επομένως καίτοι υπάρχει η αρχή στο Δικονομικό Δίκαιο ότι ο νομοθέτης μπορεί να επεμβαίνει σε εν εξελίξει ποινικές διαδικασίες και με νέους κανόνες να θέτει κανόνες ως προς την εκδίκασή τους υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν περιορίζονται φυσικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και φαντάζομαι ότι αυτή είναι η ένσταση εδώ της Υπερασπίσεως, ότι εδώ παραβιάζεται ακριβώς –όχι φαντάζομαι, ειπώθηκε- το δικαίωμα περί του φυσικού Δικαστή.

Λέω λοιπόν ότι μπορεί ο νομοθέτης να επεμβαίνει σε εκκρεμείς δίκες. Γιατί μπορεί να το κάνει αυτό; Γιατί η ποινική δίκη, δεν είναι ενιαίο νομικό γεγονός. Η ποινική δίκη, η διαδικασία στο ακροατήριο, είναι ενιαίο νομικό γεγονός. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στη μετάδοση των δικών, μόνο τη μερική αναμετάδοση και όχι την σύνολη, εφ’ όσον είμαστε όλοι παράγοντες εδώ πέρα.

Αλλά, επειδή η διαδικασία, επαναλαμβάνω, στο ακροατήριο όπως προκύπτει από τις διατάξεις της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, την αφορούν, ως ενιαίο νομικό γεγονός. Αλλά η ποινική δίκη, δεν είναι, η ποινική δίκη έχει φάσεις και σε αυτές τις φάσεις, μπορεί να επέμβει ο νομοθέτης, πριν, αν θέλετε, αρχίσει μια καινούργια φάση, όπως στην προκειμένη περίπτωση, και να ρυθμίσει ένα ζήτημα που τίθεται.

Νομίζω λοιπόν ότι και ως προς το σημείο αυτό, το εκκρεμές δηλαδή, ή την εν εξελίξει ποινική δίκη που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, δεν μπορεί να υπάρχει πρόβλημα από το γεγονός ότι ο νομοθέτης επενέβη.

Θέλω να υπερβώ τον ρόλο μου ως πολιτικώς ενάγοντος και να λειτουργήσω περισσότερο εδώ ως συνλειτουργός κι εγώ της Δικαιοσύνης και να θέσω υπ’ όψιν σας κύριοι Δικαστές, μία απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών την οποία δεν άκουσα να προβάλλει, ίσως στη δευτερολογία να προβάλλει η υπεράσπιση, είναι η υπ’ αρ. 257/93, -θα τη θέσω υπ’ όψιν σας, έχω τις φωτοτυπίες εδώ καθώς και την τοποθέτησή μου κατόπιν- δημοσιευθείσα στην υπεράσπιση του 1996, στη σελ. 539.

Εκεί το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η αρχή του νόμιμου Δικαστή, αποτρέπει κάθε είδους αυθαιρεσία επιτάσσοντας την παραπομπή του κατηγορουμένου στον Δικαστή που έχει, πριν από την πράξη ορισθεί. Πριν από την πράξη, δηλαδή πριν καν από την άσκηση της Ποινικής Δίωξης. Επί της αυτής υποθέσεως όμως, αργότερα, εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 362/1995 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία επίσης έχει δημοσιευθεί στην υπεράσπιση, η οποία λέει ότι κατά την από το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος –είναι στην υπεράσπιση του 1996, σελ. 487- λέει λοιπόν ο ¶ρειος Πάγος, ότι κατά την από το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος, θεσπισμένη Αρχή, νόμιμος Δικαστής που η στέρησή του απαγορεύεται, νοείται ο προβλεπόμενος από νόμο, όχι ατομικό, αλλά που καθορίζει την δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα ή τη σύνθεση του Δικαστηρίου και που μπορεί να καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δίκες κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και με αντικειμενικά κριτήρια.

Προς την ίδια αυτή κατεύθυνση, κ. Πρόεδρε, πρόσφατα, πολύ πρόσφατα, υπήρξε απόφαση στις 27-9-2002 συγκεκριμένα, απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, η οποία λέει τα εξής –επιτρέψτε μου, είναι λίγο εκτεταμένο το χωρίον, και όχι το παράθεμα- να σας το αναφέρω:

«Η απορρέουσα από το Σύνταγμα επιταγή να προσδιορίζεται ο νόμιμος δικαστής εκ των προτέρων, με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια και ακρίβεια, δεν αποκλείει την θέσπιση νέων ρυθμίσεων που μεταβάλλουν το μέχρι πρότινος ισχύον Δίκαιο για τον νόμιμο Δικαστή.

Η δικαιοδοτική δραστηριότητα των Δικαστηρίων και των τμημάτων τους, έρχεται συχνά αντιμέτωπη με γεγονότα που δεν είναι κατά συγκεκριμένο τρόπο προβλέψιμα, όπως είναι η υπερφόρτωσή τους ή μη επαρκής λειτουργία τους, οι αλλαγές ή τα κωλύματα των εκάστοτε Δικαστών.

Κατά την θέσπιση των ρυθμίσεων για τον προσδιορισμό του νόμιμου Δικαστή, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη και τέτοιες περιστάσεις. Συνεπώς, δεν προσκρούει στο οικείο άρθρο του Συντάγματος, η μεταβολή της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, ακόμα και για ήδη εκκρεμείς δίκες, όταν η νέα ρύθμιση έχει γενική ισχύ, δηλαδή καταλαμβάνει εκτός της εκκρεμούς δίκης και έναν αόριστο αριθμό πολλών ομοειδών περιπτώσεων, που θα κριθούν στο μέλλον και επιπλέον δεν υπαγορεύεται από λόγους αντίθετους προς την ουσία της υπόθεσης›.

Για τους συναδέλφους της Υπεράσπισης, η απόφαση αυτή έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό «ENTGIOR TWE› του 2002 σελ. 345.

¶ρα, ούτε πρόβλημα συνταγματικότητας μπορεί να τεθεί νομίζω με τη νομολογία που προανέφερα, ως προς τη συγκεκριμένη διάταξη. Μένει το τελευταίο θέμα κ. Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές: Το θέμα της κληρώσεως.

Γίνεται τόσος λόγος εδώ για την κλήρωση, ο κ. Αναγνωστόπουλος αναφέρθηκε στο προηγούμενο καθεστώς κι εγώ επικαλούμαι αυτά που είπε, αλλά θέλω να θέσω υπ’ όψιν σας τα εξής:

Αν ήταν η κλήρωση τόσο σημαντικός θεσμός, αν έφτανε αν θέλετε σε συνταγματική περιωπή, ήταν ένα θεσμικό κεκτημένο -όπως αναφέρει ο Χρυσόγονος στο βιβλίο του για τα «Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα›, ο συνταγματολόγος- αν ήταν λοιπόν ένα θεσμικό κεκτημένο πλησίστιο προς άλλα θεσμικά κεκτημένα συνταγματικής περιωπής, η κλήρωση του Δικαστηρίου, τότε αναρωτιέμαι, γιατί στα πολιτικά και τα διοικητικά Δικαστήρια δεν γίνεται με τον ίδιο τρόπο, αφού είναι αντικειμενική αρχή της εννόμου τάξεως;

Γνωρίζουμε όλοι ότι οι κληρώσεις εκεί είναι διαφορετικές, με άλλον τρόπο. Θα έπρεπε, αν ήταν ένα κεκτημένο θεσμικό, να αντιμετωπίζεται με ενιαίο τρόπο αυτό το πράγμα. Ξέρουμε όλοι ότι αυτό δεν γίνεται. Αλλά, ακόμα και αν το δεχθούμε, εγώ επικαλούμαι τα όσα είπε ο κ. Αναγνωστόπουλος ότι η κλήρωση υποβιβάζει μάλλον παρά αναβιβάζει τους Δικαστές και δίνει τροφή στην δυσπιστία των Ελλήνων στα Δικαστήριά τους, αλλά ακόμα και αν το παραβλέψουμε αυτό και δεχθούμε ότι πράγματι η κλήρωση έχει ή πρέπει να έχει και στα άλλα Δικαστήρια την ίδια ισχύ, τότε και πάλι νομίζω ότι δεν μπορεί να τεθεί πρόβλημα εδώ, διότι ο νομοθέτης στην προκειμένη περίπτωση, με τη θέσπιση της επίμαχης διατάξεως, δεν κατήργησε την κλήρωση, απλώς νομίζω, την εξορθολόγισε, για τους λόγους που ανέφερε ο κ. Κοττέας.

Δηλαδή, εάν για τις δίκες αυτές της μεγάλης διάρκειας και του σοβαρού αντικειμένου δεν επενέβαινε με κάποιον τρόπο στην κλήρωση ο νομοθέτης αλλά άφηνε χύμα όλους τους δικαστές –επιτρέψτε μου την έκφραση- να τίθενται στην κληρωτίδα, να εδημιουργούντο φυσικά προβλήματα στην πράξη, που θα ακύρωναν τον θεσμό της κληρώσεως.

Γιατί κάποιοι θα συνταξιοδοτηθούν, γιατί κάποιοι έχουν ασθενή υγεία και δεν μπορούν να αντέξουν τέτοιας διάρκειας δίκες, διότι άλλοι έχουν υπηρεσιακά καθήκοντα, κτλ.. ¶ρα πρόκειται, για έναν εξορθολογισμό, νομίζω, του συστήματος, με τη συγκεκριμένη διάταξη και όχι για κατάργησή της. Και γι αυτό το λόγο νομίζω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα κακής συνθέσεως του Δικαστηρίου σας. Ευχαριστώ.