Πολιτική
Πέμπτη, 06 Μαρτίου 2003 21:03

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (6/3/2003) Μέρος 4/7

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κάτι αποφάσεις είπατε θα μας τις δώσετε, για να τα δούμε κι εμείς. Δεν είναι απαραίτητο να πάρετε, όπως είπαμε, να πάρετε όλοι τον λόγο. Αν η Πολιτική Αγωγή βέβαια το θεωρεί αναγκαίο να παίρνει τον λόγο, αλλά όπου δε νομίζει ότι την αφορά άμεσα, ας το αφήνει καλύτερα.

Ελάτε.

Π. ΜΑΧΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, δεν θα απασχολήσω πολύ το Δικαστήριό σας. Αναφέρομαι σε όσα αναφέρθηκαν οι συνάδελφοι της Πολιτικής Αγωγής πριν από λίγο. Δύο μόνο επισημάνσεις: Κατ’ αρχήν, όπως ειπώθηκε, οι δυο διατάξεις οι οποίες αναφέρονται στον τρόπο λειτουργίας της απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας, οι δυο βασικές συνταγματικές διατάξεις είναι το 8 παρ. 1 και το 87 παρ. 1 του Συντάγματος.

Το 8 παρ. 1 αναφέρεται στο ότι δεν στερείται κανένας του δικαστή τον οποίο έχει ορίσει ο νόμος. Αναφέρεται λοιπόν στο νόμο και θέτει ως βασική προϋπόθεση του ορισμού του τρόπου που θα γίνει η διεξαγωγή της δίκης, στο νόμο.

Δεύτερον, η διάταξη του 87 η οποία ερμηνεύει το ποιος είναι ο Δικαστής, ο φυσικός Δικαστής του άρθρου 8 παρ. 1, είναι ο τακτικός Δικαστής ο οποίος απολαμβάνει λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας.

Αναφέρθηκαν από τους προλαλήσαντες συναδέλφους και νομίζω θα κουράσω το Δικαστήριό σας αν τα επαναλάβω. Δύο μόνο παρατηρήσεις: Αναφέρθηκε τι ίσχυε στο προϊσχύσαν καθεστώς, πριν από το 1988 οπότε εισήχθη με το άρθρο 17 του Κανονισμού των Δικαστηρίων, κεφάλαιο Β΄, ο τρόπος ορισμού των συνθέσεων διά της κληρώσεως.

Θέλω να κάνω δύο επιπλέον επισημάνσεις κ. Πρόεδρε, αν μου επιτρέπετε: Πρώτον, ακόμη και σήμερα, στα περισσότερα Εφετεία της χώρας δεν υπάρχει κλήρωση, διότι όπως πολύ καλά γνωρίζει το Δικαστήριό σας, ο Κανονισμός των Δικαστηρίων αναφέρει ότι πρέπει να αποτελείται από τουλάχιστον 15 οργανικές θέσεις το Εφετείο, να έχει τουλάχιστον 15 οργανικές θέσεις το Δικαστήριο, προκειμένου εν συνεχεία να γίνει κλήρωση για τον ορισμό των συνθέσεων. Στο Εφετείο της Θράκης, στο Εφετείο της Κέρκυρας, στο Εφετείο του Αιγαίου, γνωρίζει πολύ καλά το Δικαστήριό σας, ότι δεν γίνονται κληρώσεις.

Ένα δεύτερο σημείο: Ακόμη και στην περίπτωση που υπάρχει δυνατότητα για κληρώσεις, πολλές φορές γίνεται μετάκληση, αν μου επιτρέπεται ο όρος, αναπλήρωση ουσιαστικά, από Δικαστές, είτε του Εφετείου Αθηνών ή του Εφετείου Θεσσαλονίκης, όταν υπάρχουν κωλύματα ή όταν υπάρχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους δεν μπορούν να απαρτίζουν τις συνθέσεις οι Δικαστές του Εφετείου.

Σας θυμίζω ότι στο Πενταμελές της Κέρκυρας π.χ., είναι εξαιρετικά σύνηθες, ο Προϊστάμενος του Εφετείου Αθηνών να ορίζει τρεις ή τέσσερις Εφέτες οι οποίοι και μετέχουν στη σύνθεση του Εφετείου. Εκεί λοιπόν πλήττεται κατά την άποψη της υπεράσπισης ο φυσικός Δικαστής; Η απάντηση είναι ότι δεν πλήττεται αυτή η θεμελιώδης διάταξη, διότι και οι Δικαστές οι οποίοι ορίζονται και δι’ αυτού του τρόπου έχουν όλα τα εχέγγυα της ανεξαρτησίας και της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας που ορίζει το Σύνταγμα. ¶ρα λοιπόν δεν τίθεται αυτό το θέμα.

Ένα άλλο θέμα. Όταν υπάρχει αναπλήρωση, γνωρίζει πολύ καλά το Δικαστήριό σας ακόμα και στα Εφετεία που γίνεται κλήρωση ή στα Δικαστήρια που γίνεται κλήρωση, εάν ο Αναπληρωτής δεν μπορεί για κάποιους λόγους να μετέχει στη σύνθεση τότε ad hoc ορίζεται από τον Προϊστάμενο του Δικαστηρίου κι εδώ πλήττεται ο φυσικός Δικαστής, ούτε σε αυτή την περίπτωση φυσικά.

¶ρα λοιπόν με αυτές τις σκέψεις και συμφωνώντας με όλα όσα έχουν διατυπώσει οι προηγούμενοι συνάδελφοι της πολιτικής αγωγής, η θέση την οποία αναπτύσσω στο Δικαστήριό σας είναι ότι η ένσταση αντισυνταγματικότητας διότι περί αυτού ομιλούμε την οποία διατύπωση η πλευρά της υπεράσπισης είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα. Ποιον εκπροσωπείτε;

κ. ΤΑΟΥΞΗΣ: Εκπροσωπώ στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 4, δηλαδή στο πούλμαν των ΜΑΤ τους αστυνομικούς Ζαφειρόπουλο, Αδαμόπουλο και Γιαννίκο. Το γεγονός ότι βρίσκομαι ως συνήγορος Πολιτικής Αγωγής δεν νομίζω ότι πρέπει να με εμποδίσει να τοποθετηθώ κατά συνείδηση, εάν κάποιες από τις αιτιάσεις των συναδέλφων της Υπερασπίσεως σύμφωνα με τις δικές μου επιστημονικές απόψεις και επιστημονικές γνώσεις κρίνονται ορθώς.

Εκ προοιμίου σας λέω ότι σας και στο Δικαστήριό σας έχω απεριόριστη εμπιστοσύνη τόσο για την επιστημονική σας επάρκεια όσο και για την ορθή κρίση σας. Όμως έχω την εδραία πεποίθηση ότι ο 3090 ψηφίστηκε ειδικά για αυτό το Δικαστήριο, γι’ αυτήν την δίκη και είμαι ο τελευταίος που θα ήθελα να προκύψουν σχετικές ή απόλυτες ακυρότητες της διαδικασίας.

Εδώ προσερχόμαστε όλοι με καθαρή συνείδηση, με ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά, ακούμε όλες τις επιστημονικές απόψεις που προβάλλονται από οποιαδήποτε πλευρά είτε από την έδρα, είτε από τους συναδέλφους που κοσμούν τα έδρανα και της Υπερασπίσεως και της Πολιτικής Αγωγής.

Έχω την άποψη ότι πολλές από τις επιστημονικές απόψεις που προβλήθηκαν από την πλευρά της Υπερασπίσεως θα πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής από το Δικαστήριό σας. Δεν θέλω να αναφερθώ σε σχολιασμό μία προς μία των απόψεων που προβλήθηκαν είτε από την Υπεράσπιση, είτε από την Πολιτική Αγωγή. Κάποιες με καλύπτουν και με βρίσκουν σύμφωνο και από την Υπεράσπιση και από την Πολιτική Αγωγή, κάποιες όμως με βρίσκουν αντίθετο.

Η τελευταία μου λέξη είναι ότι έχω απεριόριστη εμπιστοσύνη στην κρίση σας και θα πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής, ιδιαίτερης μελέτης στην διάσκεψή σας οι απόψεις που προέβαλαν, οι ενστάσεις που προέβαλαν οι συνάδελφοί μου της υπερασπίσεως. Ευχαριστώ πολύ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα. Εσείς είστε του κ. Πέτσου και του κ. Πλαταρά.

Α. ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ: Κύριε Πρόεδρε, η προφανής συλλογιστική του νομοθέτη, του νόμου 3090/2002 δεν είναι όπως έχει υποστηριχθεί με εκτενή άρθρα στον Τύπο, ούτε να αποκλείσει του Δικαστές με ελεύθερο φρόνημα, ούτε να οδηγήσει στην επιλογή των αρίστων. Γιατί έχει γραφτεί κι αυτό στον Τύπο ότι είτε θέλει να αποκλείσει Δικαστές οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι και έχουν ελεύθερο φρόνημα και θα μπορούσαν να κρίνουν τις υποθέσεις και ιδιαίτερα την προκείμενη με ελεύθερο φρόνημα, είτε ότι οι Δικαστές οι οποίοι επελέγησαν είναι οι άριστοι.

Και οι δύο οι απόψεις ξεκινώντας από διαφορετική αφετηρία πλήττουν ουσιαστικά το ίδιο το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης δημιουργώντας δίπολα. Δηλαδή, καταρτισμένοι και ανεπαρκείς επιστημονικά Δικαστές, ηθικοί και μειωμένων αντιστάσεων Δικαστές, ανεξάρτητοι Δικαστές και υπηρέτες της εκτελεστικής εξουσίας.

Είτε με την μία συλλογιστική εκκινήσει κανείς είτε με την άλλη συλλογιστική το αποτέλεσμα είναι το αυτό. Οι Δικαστές και οι Εισαγγελείς είναι η άποψη του ομιλούντος τα ονόματα των οποίων μπήκαν στην κληρωτίδα. Δεν είναι ούτε οι καλύτεροι, ούτε οι χειρότεροι. Είναι όπως και οι συνάδελφοί τους Δικαστές με προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, με δικαστηριακή εμπειρία και εχέγγυα ανεξαρτησίας.

Ούτε οι Δικαστές που βρίσκονται σήμερα στην Έδρα είναι καλύτεροι από τους συναδέλφους τους ούτε χειρότεροι από άλλους οι οποίοι δεν κληρώθηκαν. Τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά υπήρχαν και στους συναδέλφους σας τους οποίους δεν ευνόησε η κλήρωση.

Η εισηγητική έκθεση -δεν γνωρίζω αν οι συνάδελφοί μου νωρίτερα, δεν ήμουν από την αρχή της συνεδριάσεως αναφέρθησαν- του νόμου στο σκεπτικό του νομοθέτη. Διαβάζω τρεις γραμμές, λέει: η κρίση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου και της Εισαγγελίας των Εφετών οπωσδήποτε διασφαλίζει την αξιούμενη αμεροληψία και αντικειμενικότητα δεδομένου ότι από τα μέλη της θα ορίζονται οι Δικαστές και οι Εισαγγελείς που θα μετέχουν στην διαδικασία της κληρώσεως από την οποία θα αρνηθούν τελικά εκείνοι που θα συγκροτήσουν το συγκεκριμένο Δικαστήριο.

Μέλημα επομένως κ. Πρόεδρε και κ. Εφέτες του νομοθέτη δεν είναι η παρεμπόδιση της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης αλλά η εξασφάλιση των εγγυήσεων ταχείας, αποτελεσματικής και συνεπώς δίκαιης διαδικασίας για όλους τους παράγοντες της δίκης.

Ολοκληρώνω την τοποθέτησή μου με μία σκέψη προς τους συναδέλφους μου της Υπερασπίσεως. Ήδη και προ της ενάρξεως και κατά την διάρκεια αυτής της διαδικασίας γνωρίζω ότι θα τεθεί το θέμα της αρμοδιότητος του Δικαστηρίου σας λόγω ότι τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνται οι φερόμενοι ως μετέχοντες στην τρομοκρατική Οργάνωση 17Ν είναι πολιτικά και κατά συνέπεια θα έπρεπε να δικαστούν από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Είναι νομίζω η ένσταση η οποία θα τεθεί κατά πάση πιθανότητα, δεν γνωρίζω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν θα συζητήσουμε γι’ αυτό το θέμα.

Σ. ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ: Φυσικά, άλλο λέω. Θέλω να πω γιατί λέχθηκε ήδη σε πολλές τοποθετήσεις συναδέλφων μου, ότι θα εμπιστεύονταν περισσότερο τον θεσμό των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων και των Ενόρκων παρότι ο ομιλών τάσσεται υπέρ του θεσμού των Ενόρκων είτε με την πλειοψηφική μορφή που υπάρχουν στα σημερινά Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, είτε με μειοψηφική μορφή όπως συνάδελφοί σας κατά καιρούς και διάφοροι συνάδελφοι δικοί μου έχουν προτείνει, η αντίφαση του συλλογισμού της Υπερασπίσεως είναι η εξής:

Εμπιστεύονται τους λαϊκούς Δικαστές, τους Ενόρκους για να κρίνουν τους πελάτες τους σε αυτή την δίκη αλλά δεν εμπιστεύονται τους Δικαστές και Εισαγγελείς που θα αναδείκνυε ή ανέδειξε η κλήρωση από ένα σύνολο 250 Εφετών. Λες και οι Εφέτες και οι Πρόεδροι Εφετών οι οποίοι μπήκαν στην κληρωτίδα προέρχονται από καμία αριστοκρατία του ελληνικού λαού οικονομική ή κοινωνική, λες και ότι βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα όπου δεν είχαν πρόσβαση όλοι στην ανώτατη παιδεία και ήταν προνόμιο λίγων τα Πανεπιστήμια και λες και οι 250 Εφέτες μεταξύ των οποίων, η Ολομέλεια των Εφετών η οποία με τις προϋποθέσεις αυτές περί κοπώσεως, περί προσωπικών προβλημάτων υγείας επέλεξε τους 30 συναδέλφους σας και τους 10 Εισαγγελείς από τους οποίους έγινε η κλήρωση, λες και οι 250 αυτοί Εφέτες δεν αποτελούν μία συγκεκριμένη στιγμή μία απεικόνιση, μία φωτογραφία του ιδίου του ελληνικού λαού.

Δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε τον θεσμό των Ενόρκων όποτε μας βολεύει και όταν φτάνουμε σε τακτικούς Δικαστές πολλοί των οποίων ήταν συμφοιτητές μου στο Πανεπιστήμιο και σήμερα είναι Πρωτοδίκες ή Πρόεδροι Πρωτοδικών προερχόμενοι από λαϊκά στρώματα με τα ίδια ή πολύ λιγότερα οικονομικά μέσα με τα οποία σπούδασα εγώ, όταν έρχεται η ώρα της επιλογής της κληρώσεως, δημοσίας κληρώσεως στην οποία ήταν παρόντες συνάδελφοί μου της Υπερασπίσεως να αμφισβητούν την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησίας αυτών των Δικαστών. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Τζανετής έχει ζητήσει το λόγο. Πείτε ποιον εκπροσωπείται.

Α. ΤΖΑΝΕΤΗΣ: Εκπροσωπώ την κ. Βρανοπούλου και τον κ. Σιπαχίογλου. Από τον κανόνα του άρθρου 8 του Συντάγματος προκύπτει κάτι απολύτως σαφές, ένας απολύτως σαφής κανόνας. Ποιος είναι αυτός; Ότι η έννοια του φυσικού Δικαστή είναι να είναι εκ των προτέρων γνωστό στον κάθε πολίτη ο κύκλος και αυτό έχει σημασία, ο κύκλος των Δικαστών από τον οποίον θα σχηματιστεί η σύνθεση του Δικαστηρίου.

Τώρα το εύρος του κύκλου αυτού καθώς και η διαδικασία επιλογής των προσώπων που θα συγκροτήσουν το Δικαστήριο αυτό είναι θέμα του κοινού νομοθέτη, δεν είναι θέμα του συνταγματικού νομοθέτη και γι’ αυτό όπως σωστά επισημάνθηκε και από τον κ. Αναγνωστόπουλο προηγουμένως όταν ίσχυε το σύστημα του ορισμού της συνθέσεως του Δικαστηρίου από τον Προϊστάμενο ουδείς είχε θέσει θέμα φυσικού Δικαστή.

Μάλιστα να υπομνήσω ότι ακόμα και σήμερα το σύστημα αυτό σε κάποιο βαθμό επιβιώνει. Ας θυμηθούμε όλοι ότι στον ¶ρειο Πάγο οι υποθέσεις κατανέμονται στα δύο τμήματα με βάση το γράμμα από το οποίο αρχίζει το όνομα του αναιρεσιόντος. Εκεί διενοήθη κανείς να πει ότι δεν είναι ο φυσικός μου Δικαστής το τάδε τμήμα επειδή αν δεν λεγόμουν Τζανετής και λεγόμουν Αναγνωστόπουλος θα πήγαινα στο άλλο τμήμα; Ασφαλώς και όχι.

Τώρα το θέμα του νόμιμου Δικαστή θα πρέπει να κριθεί σε ένα αφηρημένο και σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Στο αφηρημένο επίπεδο ασφαλώς και η σύνθεση του Δικαστηρίου είναι νόμιμη διότι δεν ήταν εκ των προτέρων γνωστό ποια ήταν τα μέλη που θα απαρτίσουν το Δικαστήριο. Αυτά προέκυψαν από κλήρωση έστω κι αν συρρικνώθηκε ο αριθμός των Εφετών μέσω των οποίων έγινε η κλήρωση.

Τώρα ως προς το συγκεκριμένο Δικαστήριο το οποίο έχουμε μπροστά μας -διότι αυτό εξετάζουμε αν πληροί τις προδιαγραφές του νόμιμου Δικαστή ή όχι- εδώ είναι απολύτως σαφές ότι υμείς ως Δικαστές ασφαλώς και έχετε την ιδιότητα του φυσικού Δικαστή για τον απλούστατο λόγο ότι εσείς ως συγκεκριμένα πρόσωπα θα μπορούσατε να είχατε προκύψει είτε ακολουθήθηκε η διαδικασία του νόμου 30/90 είτε ακολουθηθεί η προηγούμενη διαδικασία. Η διαδικασία δηλαδή της κληρώσεως από το σύνολο των Εφετών.

Δεν μπορείτε να αποστερηθείτε την ιδιότητα του φυσικού Δικαστή εκ του ότι αν είχαν συμμετάσχει στην κλήρωση όλοι οι Εφέτες θα μπορούσαν να είχαν προκύψει ως μέλη του Δικαστηρίου κάποια άλλα πρόσωπα τα οποία δεν συμμετείχαν στην κλήρωση.

Η μόνη περίπτωση και αναφέρω ένα θεωρητικό παράδειγμα, να υπήρχε αποστέρηση του φυσικού Δικαστή είναι να είχε προκύψει το Δικαστήριό σας με κλήρωση και να ερχόταν εκ των υστέρων ο νομοθέτης με έναν καινούριο νόμο και να έλεγε «όχι, δεν θα είναι αυτά τα μέλη του Δικαστηρίου, αλλά το Δικαστήριο αυτό θα προεδρεύεται από τον αρχαιότερο Πρόεδρο Εφετών›.

Εκεί βεβαίως θα υπήρχε παραβίαση του φυσικού Δικαστή. Τώρα όμως που έχει προκύψει το Δικαστήριό σας με κριτήρια αφηρημένα και εμπίπτοντας στις προδιαγραφές του νόμου δεν μπορεί φυσικά να γίνει λόγος για παραβίαση του άρθρου 8 του Συντάγματος και νομίζω ότι η σχετική ένταση είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Δημητρακόπουλε εκπροσωπείται το Πεντελικό.

Μ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Με το νόμο 1756/1988 κ. Πρόεδρε στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων καθορίζεται η κλήρωση ως τρόπος κατάρτισης των συνθέσεων των Ποινικών Δικαστηρίων. Ακολουθεί το άρθρο 5 του νόμου 1868/1989 που λέει ότι οι συνθέσεις των Ποινικών Δικαστηρίων γίνονται από έναν πίνακα που καταρτίζεται από τον διευθύνοντα το Δικαστήριο.

Ακολουθεί και άλλη τροποποίηση κ. Πρόεδρε του νόμου 2479/1997 με το οποίο για την κατάρτιση των συνθέσεων των Ποινικών Δικαστηρίων όσον αφορά το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ο Προεδρεύων αυτού θα προέρχεται από τους αρχαιότερους Εφέτες.

Ακολουθεί μετά το άρθρο 14 παράγραφος 3 του νόμου 3038/2002 όπου έχουμε καινούρια τροποποίηση του τρόπου με τον οποίο συντίθενται οι συνθέσεις των Ποινικών Δικαστηρίων όπου μπορεί να προεδρεύει πλέον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ο νεώτερος Πρόεδρος Εφετών μαζί με τους αρχαιότερους Εφέτες.

Φτάνουμε στον 3090/2002 όπου εκεί πέρα με το άρθρο 2 με την παράγραφο 2 του άρθρου 11 έχει προκύψει η παρούσα σύνθεση.

Πριν από όλα αυτά κ. Πρόεδρε, πριν από το νόμο 1988 υπήρχε η λεγόμενος «επάρατος› όπως έχει χαρακτηριστεί από πολλούς συναδέλφους καθορισμός των συνθέσεων του Δικαστηρίου και ίσως να μην είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή να διερμηνεύσουμε ή να αναλύσουμε γιατί ήταν «επάρατος› ο ορισμός των ποινικών συνθέσεων.

Σε όλη αυτή την ιστορική διαδρομή κ. Πρόεδρε που έγιναν τροποποιήσεις του τρόπου με τον οποίο συντίθενται τα ποινικά ακροατήρια, οι συνθέσεις των Ποινικών Δικαστηρίων ουδέποτε τέθηκε θέμα αντισυνταγματικότητας.

Πιστεύω ότι μέσα από αυτή την εναλλαγή των ποινικών διατάξεων προκύπτει αβίαστα και αναμφισβήτητα ότι ο κοινός νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να αλλάζει κατά το δοκούν τον τρόπο με τον οποίο συντίθενται οι συνθέσεις των Ποινικών Δικαστηρίων με μία βέβαια πάντοτε σταθερή προϋπόθεση ότι ο νόμος αυτός ο οποίος αλλάζει, πρέπει να είναι γενικός, αφηρημένος και με αντικειμενικά κριτήρια. Όταν πληρείται αυτή η προϋπόθεση δεν υπάρχει πλέον θέμα παραβίασης του φυσικού ή του νομίμου Δικαστή.

Επίσης είναι πάγια η νομολογία του Αρείου Πάγου κ. Πρόεδρε ότι όταν έχουμε τροποποίηση διατάσεων δικονομικού χαρακτήρα, όταν δεν έχουμε τροποποίηση διατάξεων ουσιαστικού χαρακτήρα οπότε τότε πλέον υπάρχει κώλυμα από το άρθρο 7 του Συντάγματος και το άρθρο 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δηλαδή δεν επιτρέπεται η αναδρομική ισχύ διατάξεων ουσιαστικού Δικαίου όταν είναι επαχθής και επιτρέπεται με το άρθρο 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας η αναδρομική ισχύ διατάξεων ουσιαστικού Δικαίου όταν είναι ευνοϊκή για τον κατηγορούμενο.

Πάγια λοιπόν η νομολογία και σας μνημονεύω και θα καταθέσω μετά το 141 παράγραφος 2, την Αρεοπαγιτική 362 του 1995 και την Αρεοπαγιτική 390 του 1992 ότι όταν έχουμε τροποποιήσεις διατάξεων δικονομικού χαρακτήρα κατά τρόπο γενικό αφηρημένο και με αντικειμενικά κριτήρια, επειδή οι διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας στοχεύουν εις την οποία απονομή της δικαιοσύνης επιτρέπεται η αναδρομική ισχύς.

Τα θέματα τα οποία θέτει με τρόπο έτσι θα έλεγα αξιοπρεπή η πλευρά των συνηγόρων Υπερασπίσεως έχουν λυθεί εδώ και πάρα πολύ καιρό από το Ανώτατο Ακυρωτικό μας Δικαστήριο όχι μόνο με αυτές τις αποφάσεις. Ενδεικτικά σας είπα, είναι δεκάδες αυτές οι αποφάσεις και πιστεύω ότι η συγκρότηση του Δικαστηρίου σας, η οποία προβλέπεται με νόμο γενικό και αφηρημένο και με αντικειμενικά κριτήρια είναι νομιμότατη.

Εκφράζει την βούληση τη συγκεκριμένη του ιστορικού νομοθέτη και δεν αντικρούει σε καμία διάταξη του Συντάγματος ως δικονομική. Έχει δε αναδρομικό χαρακτήρα. Θα καταθέσω κ. Πρόεδρε με το 141 γιατί τα έχω διατυπώσει και εγγράφως αυτά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Βεβαίως, βεβαίως. Κύριε Συνήγορε, πέστε για ποιον παρίστασαι;

κ. ΧΙΡΔΑΡΗΣ: Για τον κ.Νικολακόπουλο. Είναι στην ληστεία του super market του ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΥ. Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Εφέτες καταρχήν συμφωνώ απόλυτα με τους προλαλήσαντες της πολιτικής αγωγής ότι είναι απολύτως συνταγματική η σύνθεση του Δικαστηρίου σας και δεν παραβιάζεται η αρχή του φυσικού Δικαστή.

Θέλω να πω δε ακόμα ότι η κλήρωση δεν αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα ούτε συνταγματικό όρο. Συνταγματικός όρος είναι μόνο ο φυσικός Δικαστής ο οποίος ορίζεται από το νόμο και ο 3090/2002 είναι ένας νόμος του τυπικού νομοθέτη. Ως εκ τούτου λοιπόν είναι απολύτως συνταγματική η σύνθεση.

Όμως κ. Πρόεδρε θέλω να κάνω μία παρατήρηση εδώ. Ο συγκεκριμένος νόμος έγινε 3 μήνες πριν από την εκδίκαση της υποθέσεως. Είναι ένας νόμος πολύ πρόσφατος, ένας νόμος ο οποίος έχει αμφισβητηθεί και ένας νόμος που καθορίζει τόσο τα θέματα της δημοσιότητας της δίκης που τα είπαμε την προηγούμενη φορά, αλλά καθορίζει και τη σύνθεση του Δικαστηρίου με το συνταγματικό αυτό τρόπο που προβλέπει.

Εδώ όμως κ. Πρόεδρε πρέπει να σας πω ότι η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει επανειλημμένως τοποθετηθεί και έχει πει και απλώς υπενθυμίζω την υπόθεση Χελ κατά Φιλανδίας του 26-12-1997 αν θυμάμαι, η τοποθέτηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι ότι οι συνθέσεις των Δικαστηρίων και ο τρόπος λειτουργίας των Δικαστηρίων αποτελεί ειδικότερη έκφανση της δίκαιης δίκης που καθορίζεται με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ.

Εδώ λοιπόν η τοποθέτηση της κρατικής εξουσίας, της νομοθετικής εξουσίας με αυτή την παρεμβατικότητα προ της δίκης και μάλιστα με την εξής τοποθέτηση, το άρθρο 11 παράγραφος 2 λέει το εξής του καινούριου νόμου: «σε υποθέσεις που έχουν παραπεμφθεί αρμοδίως για να δικαστούν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, σε υποθέσεις που έχουν παραπεμφθεί› ήδη δηλαδή ο νομοθέτης ουσιαστικά φωτογραφίζει τη δίκη που γίνεται σήμερα.

Θεωρώ λοιπόν η παρεμβατικότητα αυτή του νομοθέτη σε διαδικασία που έχει εξελιχθεί και που βρίσκεται σε εξέλιξη και μάλιστα τόσο πολύ πρόσφατα αποτελεί, φοβάμαι ότι θα αποτελέσει τουλάχιστον απαρχή παραβιάσεων της δίκαιης δίκης τόσο για τους κατηγορούμενους που δεν με ενδιαφέρουν και που επιθυμώ να καταδικαστούν, αλλά όσο και για την Πολιτική Αγωγή. Απλώς καταθέτω τη σκέψη αυτή και τίποτα άλλο. Δεν την τοποθετώ ως ένθετη ή ως αίτημα. Ευχαριστώ πολύ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έτερος δεν υπάρχει. Ο κ. Εισαγγελεύ να ολοκληρώσει την τοποθέτηση του, που άρχισε βέβαια φρονώ.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι δικασταί, εγώ δεν θα πω πολλά. Οι κύριοι της πλευράς αυτής, ήρθαν έτοιμοι και μελετημένοι και είπαν πολύ σωστά πράγματα γύρω από το θέμα που προεβλήθη από την πλευρά των κυρίων συνηγόρων της Υπεράσπισης.

Εγώ θα πω κ. Πρόεδρε εν συντομία ότι φυσικός δικαστής δεν είναι αυτός που κληρώνεται, αλλά αυτός που ορίζεται σύμφωνα με τον νόμο πριν από την πράξη γενικά και αφηρημένα.

Κύριοι δικασταί, όταν προήχθην εις τον βαθμόν του Εισαγγελέως Εφετών τοποθετήθηκα στην Εισαγγελία Εφετών Ιωαννίνων. Εκεί επειδή η σύνθεση του δικαστηρίου ήτο ολιγάριθμος, χρειαζόταν αρκετές φορές να συμπληρώσουν τη σύνθεση Εφέται από το Δικαστήριο Αθηνών.

Αυτοί λοιπόν κ. Πρόεδρε οι Εφέται, συγκεκριμένοι Εφέται, με ονοματεπώνυμο, αυτοί ήρχοντο και εδίκαζαν συγκεκριμένες υποθέσεις. Δεν διανοήθηκε ποτέ κανείς να θέσει θέμα αμφισβήτησης της συνταγματικής νομιμότητος της συνθέσεως αυτών των δικαστηρίων που δίκαζαν τις υποθέσεις αυτές.

Στο Εφετείο Αθηνών συγκεκριμένοι δικασταί δικάζουν στο ποινικό τμήμα και στο τμήμα βουλευμάτων εξ όσων γνωρίζω. Νομίζω είναι 8-10, σε δύο τμήματα νομίζω υπάρχουν. Δεν νοήθηκε ποτέ κανείς να πει ότι εδώ πέρα επειδή ή σύνθεση που θα εκδώσει το βούλευμα είναι γνωστή, έχουμε θέμα συνταγματικής νομιμότητος.

Στο Τριμελές Εφετείο αυτό εδώ Κακουργημάτων είναι το Τριμελές Εφετείο Αθηνών. Είναι ένα δικαστήριο συνεστημένο προ πολλού και υπάρχει. Δεν συνεστήθη εν όψει της δίκης. Απλά η στελέχωση του έγινε με τον νόμο τον γνωστόν τον 3090 διότι αυτό επέβαλαν οι συνθήκες.

Κύριοι δικασταί, υπάρχουν δύο λέξεις στην ελληνική γλώσσα. «Μηδέ άγαν› και «παν μέτρον άριστον›. Αυτές οι λέξεις, αυτές οι φράσεις, δεν λέγονται με σκοπό να προσβάλλουν κάποιον ή κάποιους. Απλά λέγονται για να θυμίσουν ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μεγαλυτέραν σοφίαν από εμάς και βεβαίως μεγαλούργησαν. Και εκ του λόγου τούτου κύριοι δικασταί σ’ αυτή την υπόθεση γίνονται πράγματα, ακούγονται πράγματα.

Βλέπω την πλευρά των κυρίων κατηγορουμένων. Δεν είναι της παρούσης στιγμής να αναφερθώ. Βλέπω όλες τις πλευρές και βλέπω και το πλέον σημαντικό, να αμφισβητείται αυτό το Δικαστήριο. Αυτή η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας είναι άδικη και πρέπει να πάψει απορριπτομένης της σχετικής ενστάσεως.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο έτερος.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Δέκα λέξεις θα έλεγα κ. Πρόεδρε. Έχω την εντύπωση ότι οι ενστάσεις που υποβάλλονται στα ποινικά δικαστήρια θα πρέπει να βρίσκουν ένα στήριγμα σε κάποια δικονομική διάταξη.

Έχω την εντύπωση ότι η ένσταση που υποβλήθηκε υποτίθεται ότι έχει στήριγμα το άρθρο 171 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, του κώδικα δηλαδή εκείνου και της διάταξης εκείνης που προδιαγράφει ως απόλυτη ακυρότητα το εξής: ότι δεν έχουν τηρηθεί οι διατάξεις που καθορίζουν την σύνθεση του δικαστηρίου. Σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του Οργανισμού Δικαστηρίων και του νόμου περί Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων η ακυρότητα εξαιτίας της κακής σύνθεσης τους.

Διερωτάται λοιπόν κανείς σαν πρώτη φάση του προβληματισμού του, ότι η ένσταση η οποία συζητείται μπορεί να στηριχθεί σ’ αυτή τη διάταξη όταν στην προκειμένη περίπτωση έχει εφαρμοστεί ακριβώς ο νόμος που προβλέπει την διαδικασία κλήρωσης;

Αν έχω καταλάβει καλά, το αίτημα και το παράπονο της πλευράς της υπεράσπισης, που με σοβαρή επιχειρηματολογία και από πολλές πλευρές έχει τεθεί, αφορά ένα προγενέστερο στάδιο. Αυτό που αμφισβητείται δεν είναι ότι δεν εφαρμόστηκε ο νόμος που προβλέπει τις κληρώσεις ή ότι εφαρμόστηκε κατά τρόπο μη νόμιμο, παραβιάστηκε, αλλά ότι αυτός καθ’ αυτός ο νόμος είναι αντισυνταγματικός. Δεν ξέρω αν τα δύο αυτά μπορούν να ταιριάξουν. Το θέτω σαν προβληματισμό στο Δικαστήριο σας όταν θα αποσυρθείτε στη διάσκεψη σας και προχωρώ στην ουσία.

Για την έννοια του φυσικού δικαστή, το ότι στην περίπτωση αυτή δεν έχουμε προσβολή ή παραβίαση της αρχής αυτής, με έχουν καλύψει οι πάντες. Κυρίως ο κ. Αναγνωστόπουλος και ο κ. Λίβος, που σε καθαρά επιστημονική βάση τοποθέτησαν το θέμα. Εκεί που νομίζω ότι έχει μείνει λίγο κενό κι αυτό θα επιχειρήσω να συμπληρώσω, είναι το θέμα το αν παραβιάζεται η αρχή της ισότητος όπως είπαν.

Θα έλεγα λοιπόν κύριοι συνάδελφοι ότι αν δώσουμε στην αρχή της ισότητος την έννοια που περιγράφηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης, θα είχαμε τα εξής απίθανα και παράλογα αποτελέσματα.

Ο κάτοικος της Θήβας, ο οποίος δικάζεται από δικαστήρια η σύνθεση των οποίων καθορίζεται από τον Προϊστάμενο του Πρωτοδικείου, θα είχε τη δυνατότητα να ισχυριστεί ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, γιατί ο κάτοικος της Αθήνας ή ο κάτοικος της Λαμίας, όπου οι δικαστές που υπηρετούν είναι περισσότεροι από 15, κληρώνονται. Ακούσατε ποτέ, πληροφορηθήκατε ποτέ, πέρασε από το μυαλό κανενός, ακόμα και των κυρίων υπερασπιστών, να προβάλουν ποτέ μια τέτοια ένσταση;

Θα έλεγα δε προχωρώντας και λίγο παρακάτω ότι οι ίδιες οι διατάξεις και του άρθρου 11, αλλά και του Οργανισμού Δικαστηρίων πριν τροποποιηθεί από το άρθρο 11, κάνουν διακρίσεις. Λένε δηλαδή ότι στο Εφετείο οι κληρώσεις γίνονται μεταξύ των Προέδρων, από τους οποίους κληρώνονται οι Πρόεδροι των Μικτών Ορκωτών και των 5μελών Εφετείων. Των αρχαιοτέρων Εφετών, από τους οποίους κληρώνονται οι Πρόεδροι των Τριμελών Εφετείων. Όλων των υπολοίπων Εφετών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των Μικτών Ορκωτών.

Θα μπορούσε να έρθει κάποιος και να πει «γιατί κύριε γίνεται αυτό το πράγμα; Γιατί δεν γίνεται η κλήρωση από όλους τους δικαστές; Τι θα πει αρχαιότερος και νεότερος; Είναι διαφορετική κατηγορία οι δικαστές αυτοί;›. Αυτά είναι θέματα εσωτερικής λειτουργίας της υπηρεσίας της δικαστικής που δεν μπορούν να έχουν σχέση με θέματα συνταγματικής ισότητας ή παραβίασης αντίστοιχα.

Θα έλεγα να δεχτούμε το εξής ενδεχόμενο. Αν σ’ αυτή την περίπτωση και στο άρθρο 11 δεν υπήρχε το κείμενο της παρ. 7 που προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίον η Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών, δηλαδή ουσιαστικά ο μεγαλύτερος και σοβαρότερος δικαστικός σχηματισμός που υπάρχει στη χώρα, θα επιλέξει με τη διαδικασία την οποία αναφέρει ο νόμος αυτούς που θα τεθούν στην κληρωτίδα.

Αν δεν έλεγε αυτά και έλεγε το κεφάλαιο Β του άρθρου 17 του Οργανισμού Δικαστηρίων όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις των άρθρων τάδε, τάδε και τάδε, καταργείται. Θα υπήρχε πρόβλημα συνταγματικής παραβίασης; Δηλαδή ο θεσμός της κλήρωσης είναι θεσμός συνταγματικός;

Έχω την εντύπωση ότι κανείς δεν τόλμησε να το υποστηρίξει αυτή τη στιγμή. Αυτή η πλευρά το αρνήθηκε αντίθετα απόλυτα, αυτή η πλευρά δεν το ανέφερε καν. Ο θεσμός της κλήρωσης κύριοι, δεν είναι συνταγματικός και δεν είναι συνταγματικός πέραν του παραδείγματος που ανέφερε ο κ. Αναγνωστόπουλος, ότι δηλαδή μέχρι το 1989 οι δικαστές ορίζοντο και δεν είναι συνταγματικός από το γεγονός ότι στη μισή Ελλάδα δεν εφαρμόζεται.

Ο θεσμός της κληρώσεως έγινε ακριβώς για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες τις οποίες περιέγραψε ο κ. Αναγνωστόπουλος και πολλούς από μας τα χρόνια εκείνα μας έβρισκαν αντίθετους και αγωνιστήκαμε και φωνάξαμε και αρθρογραφήσαμε ότι δεν μπορεί η Πολιτεία μας να αμφισβητεί εκ των προτέρων την εντιμότητα μας. Αλλά εν πάση περιπτώσει αποφάσισε η Πολιτεία και εφαρμόζεται. Δεν έχει καταστεί λοιπόν συνταγματικός.

Τι ήθελε λοιπόν η Υπεράσπιση; Θα θεωρούσε ότι είναι καλύτερη μια σύνθεση η οποία θα ορίζετο από τον Προϊστάμενο; Και δεν θα είχαν καμία δυνατότητα να υποστηρίξουν τι; Όπως στα άλλα δικαστήρια της υπόλοιπης Ελλάδας ορίζονται οι συνθέσεις, έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση ορίζονται.

Θα έλεγα το εξής: ο θεσμός του ορισμού των δικαστών μάλιστα ίσχυσε και χωρίς να δημιουργήσει συνταγματικά ζητήματα σε μια περίοδο που δεν υπήρχαν οι παρόντες Προϊστάμενοι. Γιατί ίσως ο πολύς ο κόσμος δεν έχει αντιληφθεί την επανάσταση που έχει γίνει στην εσωτερική λειτουργία των δικαστηρίων τα τελευταία χρόνια. Επανάσταση, που οδήγησε σε μια πλήρη ανεξαρτητοποίηση των Δικαστηρίων και των Εισαγγελιών από αυτό το πράγμα που λέγεται εκτελεστική εξουσία.

Όταν οι μεγάλες Εισαγγελίες της χώρας διοικούνται όχι από οποιονδήποτε διορισμένο Προϊστάμενο, αλλά από τον άνθρωπο ο οποίος με μυστική ψηφοφορία εκλέγεται από το σύνολο των δικαστών και των Εισαγγελέων που υπηρετούν στις Εισαγγελίες αυτές.

Πιστεύω ότι κάθε επιχείρημα, κάθε ένσταση, η οποία θα θεωρηθεί από την πλευρά της υπεράσπισης ότι πρέπει να τεθεί υπό την κρίση του δικαστηρίου σας, θα πρέπει να τεθεί. Θα έλεγα όμως ότι και στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να επιδιώκεται να μη χρησιμοποιούνται εκφράσεις που δίνουν την εντύπωση ανεξαρτήτως από προθέσεις ότι θίγουν το Δικαστήριο όταν το Δικαστήριο μας χαρακτηρίστηκε από κάποιους ως έκθετο και λίγο απέχων από Στρατοδικείο. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Μυλωνάς έχει τον λόγο.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, ομολογώ ότι το τελευταίο που περίμενα να ακούσω από τον διαπρεπέστατο εισαγγελικό λειτουργό, τον κ. Μαρκή, ήταν την κομψά διατυπωμένη, μομφή όμως, ότι αν κάποιος υποστηρίζει όπως εγώ χθες το μεσημέρι ότι κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 παρ. 2 του Συντάγματος και μ’ ένα αυστηρά νομικό σκεπτικό όταν υποστήριξα ότι το Δικαστήριο σας είναι μεν τακτικό αλλά έκτακτο, ότι αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως προσβολή του Δικαστηρίου.

Δεν το δέχομαι όταν αναπτύσσω μια αυστηρά νομική επιχειρηματολογία να ακούω αυτή τη μομφή. Έχω δικαίωμα να υποστηρίζω, μάλιστα αναγόμενος όχι στη δική μου γνώμη, αλλά στη γνώμη του αείμνηστου Σβώλου, που είναι κορυφαίος συνταγματολόγος, νομίζω όλοι το παραδέχονται, να υποστηρίζω υιοθετώντας τις δικές του θέσεις ότι το παρόν Δικαστήριο είναι έκτακτο Δικαστήριο.

Καμία σχέση με Στρατοδικείο, έκτακτο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2. Και με κανένα τρόπο, θεωρώ ότι υποτιμάται το έργο μου όταν χαρακτηρίζεται αυτός ο νομικός χαρακτηρισμός ότι συνιστά προσβολή του δικαστηρίου. Δεν το δέχομαι. Προχωράω όμως στην ουσία.

Ανέφερε ο αξιότιμος κ. Εισαγγελέας ότι το θέμα της κλήρωσης δεν είναι συνταγματικό και αν μπορώ να το πω δεν έχει και τόσο σημασία. Εδώ πάλι εκπλήσσομαι. Επί σειρά ετών, οι παλιότεροι από εμένα νομίζω ξέρουν, ήταν ένας νομικός, ένας δικαιοπολιτικός αγώνας, επιτέλους να καταργηθεί ο διορισμός και να υπάρχει κλήρωση.

Θα πω μόνο ένα. Διαβάστε πάλι, κύριοι παράγοντες της δίκης, το άρθρο που ανέφερα και χθες του εκλεκτού καθηγητή Γεωργίου Αλέξανδρου Μαγκάκη στη δίκη το 1980 για το τι σημασία έχει η κλήρωση και όχι διορισμός των δικαστών.

Ένα όμως πρόσθετο επιχείρημα. Παρεμφερές θέμα είναι αυτό που αφορά τον διορισμό των Εισαγγελέων. Δεν είναι μεν δικαστές, είναι δικαστικοί λειτουργοί. Παρακαλώ διαβάστε επίσης στα «Ποινικά Χρονικά› του 1987 αν θυμάμαι καλά ένα άρθρο του αείμνηστου Τσεβά -όλοι θεωρούμε ότι ήταν ένας διαπρεπέστατος εισαγγελικός λειτουργός- ο οποίος στηλιτεύει με πολύ καυστική επιχειρηματολογία, αν θέλετε αύριο μπορώ να σας φέρω το σχετικό δημοσίευμα, στηλιτεύει την τότε ισχύουσα διάταξη βάσει της οποίας Προϊστάμενος της Εισαγγελίας όριζε τα έργα τα οποία ανατίθενται στους εισαγγελικούς λειτουργούς.

¶ρα και από την πλευρά της Εισαγγελίας το τότε ισχύον σύστημα του Προϊσταμένου ο οποίος κάνει ό,τι θέλει και ορίζει αυτός τον χειρισμό των υποθέσεων, είχε στηλιτευτεί εντονότατα από έναν διαπρεπέστατο λειτουργό όπως ήταν ο αείμνηστος Τσεβάς.

Θέλω όμως να πω κάτι άλλο. Πάντοτε με ιδιαίτερη προσοχή και ενδιαφέρον παρακολουθώ τις τοποθετήσεις του αξιότιμου συναδέλφου και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, του κ. Λίβου γιατί ξέρω ότι πάντοτε μετά από την ακρόαση του λόγου του θα βγω νομικά σοφότερος και πράγματι σήμερα επιβεβαίωσε αυτή την άποψη μου και αναφέρθηκε σε μια απόφαση Γερμανικού Δικαστηρίου.

Όμως εδώ γεννάται ένα γενικότερο θέμα που νομίζω έχει ενδιαφέρον για όλη την πορεία της δίκης. Ποια είναι η νομική σημασία για την παρούσα δίκη των αποφάσεων ξένων δικαστηρίων; Γιατί κι άλλοι εκλεκτοί συνάδελφοι της Πολιτικής Αγωγής αναφέρθηκαν και φαντάζομαι θα αναφερθούν στις αποφάσεις ιδίως των γερμανικών δικαστηρίων.

Βέβαια εδώ παρενθετικά να πω ότι παραδοσιακά η Ποινική μας Δικονομία είναι προσανατολισμένη προς το γαλλικό δίκαιο και όχι προς το γερμανικό. Αυτό βέβαια δεν είναι ένα σημαντικό νομικό επιχείρημα. Κάποιο άλλο επιχείρημα νομίζω όμως έχει μια μεγαλύτερη βαρύτητα. Είναι πολύ σημαντικό πράγματι να ξέρουμε τι λένε τα ξένα ευρωπαϊκά δικαστήρια και μάλιστα τα γερμανικά. Όμως δεν έχουν την αυθεντία που θα υποχρεώσει το Δικαστήριο σας να λάβει αυτές τις αποφάσεις υπόψη του.

Υπάρχει όμως ένα άλλο δικαστήριο -το ανέφερε, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη που το άκουσα, ο τελευταίος συνήγορος Πολιτικής Αγωγής- το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και παρακαλώ να συνεκτιμήσετε την τοποθέτηση του κυρίου συνηγόρου, είχε ένα ενδιαφέρον, για τα προβλήματα που τυχόν γεννώνται όσον αφορά την κακή σύνθεση του δικαστηρίου εν όψει και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

Αναφέρομαι στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου γιατί σκοπεύω ως εκπρόσωπος του κ. Τζωρτζάτου επανειλημμένα να κάνω χρήση αυτών των αποφάσεων.

Όχι για να δείξω ότι γνωρίζω την νομολογία και να δούμε τι λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Επειδή οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όχι ενός γαλλικού, ενός γερμανικού, ενός αγγλικού δικαστηρίου, μόνο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υποχρεώνουν το Δικαστήριο σας, όπως και κάθε ελληνικό δικαστήριο, να τις λάβει υπόψη του. Είναι το λεγόμενο ερμηνευτικό δεδικασμένο. Κάποια άλλη στιγμή θα αναφερθώ διεξοδικά σ’ αυτό.

¶ρα ήθελα να κάνω τον διαχωρισμό. ¶λλη νομική βαρύτητα έχουν αποφάσεις ξένες, γερμανικές, γαλλικές, ιταλικές, οποιεσδήποτε και άλλη νομική βαρύτητα έχουν οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι τελευταίες και μόνο δεσμεύουν το Δικαστήριο σας.

Θα τελειώσω με μια τεχνικής σημασίας επισήμανση. Ήταν νομίζω ενδιαφέρουσα η αρχική τοποθέτηση του αξιότιμου Εισαγγελέα του κ. Μαρκή ποια είναι ακριβώς η νομική διατύπωση της ένστασης της υπεράσπισης.

Νομίζω ότι μπορεί να διευκρινιστεί το περιεχόμενο της, τουλάχιστον όσον αφορά τη δική μου τοποθέτηση, ως εξής: μιλάει πράγματι το άρθρο 171 αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση. Νομίζω ότι είναι αυτονόητο ότι αυτή η φράση θα ερμηνευτεί αν δεν τηρηθούν οι μη αντισυνταγματικές διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση.

Ο πρώτος ισχυρισμός -εσείς θα τον αξιολογήσετε- της Υπεράσπισης είναι ότι η συγκεκριμένη διάταξη του Ν. 3090 βάσει της οποίας έγινε η σύνθεση του παρόντος δικαστηρίου είναι αντισυνταγματική. Αν αυτό γίνει δεκτό, προκύπτει ένα κενό νόμου. Νομίζω λοιπόν ότι κατά αναλογική εφαρμογή, γιατί εκτός εξαιρέσεων ο κανόνας είναι ότι στην Ποινική Δικονομία χωρεί αναλογική εφαρμογή, θα έπρεπε να εφαρμοστεί η προϊσχύσασα διάταξη που προβλέπει την κύρωση.

Συνεπώς η μη εφαρμογή αυτής της προϊσχύσασας διάταξης με δεδομένο ότι η τελευταία διάταξη είναι αντισυνταγματική, συνιστά την απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171. Ευχαριστώ.