Πολιτική
Πέμπτη, 06 Μαρτίου 2003 21:04

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (6/3/2003) Μέρος 5/7

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Χρυσικόπουλος έχει τον λόγο.

Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Τηλεγραφικά θα ήθελα να απαντήσω σ’ έναν ισχυρισμό τον οποίο και προέβαλα. Όταν υπήρχε το καθεστώς του διορισμού των δικαστών, δεν υπήρξε κανείς νόμος που σε κάποια συγκεκριμένη υπόθεση, εν όψει κάποιας υποθέσεως, να πει ότι εδώ θα κάνουμε κλήρωση.

Όταν ήρθε το καθεστώς της κλήρωσης, ήρθε ένας νόμος, όπου και από την πλευρά της Πολιτικής Αγωγής ακούστηκε -και δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο νόμος προβλέπει και για τη δημοσιότητα και για τις συνθέσεις- και λέει όχι εδώ δεν θα κάνουμε κλήρωση, δεν θα ισχύσει το καθεστώς που ισχύει, θα κάνουμε μια ειδικότερη κλήρωση.

Γι’ αυτό αναφέρθηκα στην παρέκκλιση κι αυτή την παρέκκλιση τονίζω κι αυτή την παρέκκλιση θέλω να θέσει το Δικαστήριο και αυτές οι παρεκκλίσεις αν τις αφήσουμε κ. Πρόεδρε, αν δεν τις προβάλουμε, πολύ φοβάμαι ότι θα υπάρξουν άλλες παρεκκλίσεις πολύ χειρότερες στο μέλλον.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Σταμούλης έχει ζητήσει το λόγο ο οποίος δεν ήταν προηγουμένως εδώ.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Εφέτες, κύριοι Εισαγγελείς, το συζητούμενο θέμα αντιλαμβάνεστε ότι έχει μια θεσμική βαρύτητα. Η σύνθεση αυτού του Δικαστηρίου φέρει το βάρος μιας αποφάσεως η οποία στην κυριολεξία πρέπει να σημειωθεί ότι θα είναι ιστορική για την θεσμική ορθότητα και αρτιότητα του δικανικού μας συστήματος.

Εξηγούμαι ευθύς αμέσως τι εννοώ. Ακούστηκαν πάρα πολλά περί του αν είστε ο νόμιμος δικαστής, περί του αν είναι συνταγματική η διάταξη του άρθρου 11 του προσφάτου νόμου. Εκείνο το οποίο πρέπει να τονιστεί στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι αν και κατά πόσον η απρόκλητη –επιτρέψτε μου την έκφραση- παρέμβαση της νομοθετικής λειτουργίας, καθ’ ου πρότινος είχε περαιωθεί η διαδικασία σ’ αυτή την υπόθεση, όταν ο Εφέτης ανακριτής είχε τελειώσει το έργο του, όταν ο κ. Εισαγγελεύς είχε υποβάλλει την πρόταση του εις το Δικαστικό Συμβούλιο, όταν το Δικαστικό Συμβούλιο είχε συνεδριάσει και είχε διασκεφτεί για την έκδοση του βουλεύματος του, διεκηρύχθη πομπωδώς από την εκτελεστική εξουσία και τον εκπρόσωπο της Υπουργό της Δικαιοσύνης ότι θα υπάρξουν ειδικές ρυθμίσεις για τη δίκη.

Έφτασε εις το σημείο να κανονίζει με δηλώσεις του ο κ. Υπουργός ρυθμίσεις επί θεμάτων τα οποία ο νόμος μας αναθέτει στην δικαιοδοσία του Προέδρου του Δικαστηρίου. Διότι αντιλαμβάνεστε ότι και τα θέματα της ευταξίας εις την αίθουσα και το πως θα καθίσουν οι συνήγοροι ή οι εκπρόσωποι της Πολιτικής Αγωγής ή οι δημοσιογράφοι, οι ακροατές, θέματα κατ’ εξοχήν αναγόμενα εις την ευταξίαν την τηρητέαν εντός του ακροατηρίου, τα οικειοποιήθηκε η εκτελεστική εξουσία για να εξαγγείλει αυτή τις ρυθμίσεις, λέτε και επρόκειτο περί πολιτικού ζητήματος και όχι ζητήματος λειτουργίας της ανεξάρτητης ελληνικής Δικαιοσύνης.

Έρχομαι επί του συγκεκριμένου θέματος το οποίον ετέθη. Μεταξύ των εξαγγελιών που έγιναν, είναι ότι θα ερυθμίζετο και το θέμα της πληρώσεως της συνθέσεως που επρόκειτο να δικάσει αυτή την υπόθεση.

Κύριοι Δικασταί, ο νομοθέτης χρησιμοποίησε, επιτρέψτε μου την παρατήρηση, υποκριτικώς, ένα επιχείρημα: Με το άρθρο 11 στην παρ. 2, για την τροποποίηση της παρ. 7 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, βάσει της γνωστής διατάξεως του άρθρου 17 του 1756, λέει: «σε υποθέσεις?.› -και επεσημάνθη από τον συνάδελφο της Πολιτικής Αγωγής, για να προβληματιστεί το Δικαστήριό σας επί του θέματος που μπορεί, ενδεχομένως να ανακύψει- «?.που έχουν παραπεμφθεί αρμοδίως για να εκδικαστούν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων› -(δίκη 17Ν) θα έλεγε οιοσδήποτε- «και λόγω της σοβαρότητας και του αντικειμένου τους, πρόκειται να διαρκέσουν επί μακρόν, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου των Εφετών, πράττει τα όσα ορίζει περαιτέρω η νεαρά διάταξις›.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συγνώμη, αυτή είναι η Εισηγητική Έκθεση ή τα Πρακτικά;

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Το κείμενο του νόμου. Η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του Ν. 3090.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γιατί όπως το είπατε, δώσατε άλλη εντύπωση.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Εκείνο που προσετέθη, οιωνίως εννοούμενο από την Εισηγητική Έκθεση, ήταν η παρένθεση που είπα κ. Πρόεδρε, (17Ν). Πρέπει να σημειώσω εις το Δικαστήριό σας, αν ευρισκόμεθα ενώπιον κενού της νομοθεσίας μας, πιθανόν να ισχυρίζετο κανείς ότι «μα, τι έπρεπε να κάνουμε, θα έπρεπε να το ρυθμίσουμε το θέμα›. Κενό σε ποια περίπτωση: Ότι ευρισκόμεθα, δεν είχαμε νομοθετική ρύθμιση για το τι πρέπει να συμβεί σε υποθέσεις των οποίων προβλέπεται μακρά διάρκεια, όπως στην προκειμένη.

Όμως, υπάρχει από ημίσεως αιώνος και πλέον, η βασική διάταξη του άρθρου 9 παρ. 3 της Ποινικής Δικονομίας, το οποίον λέγει, το έχει προβλέψει ο νομοθέτης, το έλεγε και η παλαιά Δικονομία, ότι: «Αν ο Πρόεδρος προβλέπει ότι κάποια δίκη θα διαρκέσει πολύ, μπορεί να προσλάβει έως δύο συμπαρεδρεύοντες Δικαστές, όταν το Εφετείο αποτελείται από τρεις Δικαστές και έως τρεις, όταν αποτελείται από πέντε Δικαστές, για να συμπληρώσουν αυτούς που θα έχουν τυχόν κώλυμα κατά την διάρκεια της δίκης. Σε περίπτωση κωλύματος του Προέδρου, την Προεδρία την αναλαμβάνει ο αρχαιότερος μεταξύ αυτών› κ.ο.κ.

Έχουμε λοιπόν μία ρύθμιση πάγια, όπως ήταν πάγια και η ρύθμιση περί της κληρώσεως των Δικαστών. Κύριοι Δικασταί, επειδή ακούστηκαν ανεπίτρεπτοι υπαινιγμοί από την αντίθετη πλευρά και ειδικότερα διά στόματος του κ. Αναγνωστόπουλου, ότι δεν υπήρξε καμία διαμαρτυρία μέχρι του έτους 1989 διά τα θέματα του ορισμού των συνθέσεων και των Δικαστηρίων, επιτρέψτε στον έχοντα την τιμή να σας ομιλεί ότι όταν φτάσαμε δεν ισχυρίστηκε ποτέ κανείς ότι δεν ήταν νόμιμος Δικαστής, ο διοριζόμενος από τον Προϊστάμενο του Δικαστηρίου.

Όπως επίσης δεν είχε διατυπώσει κανείς μομφή ή υπαινιγμόν, όταν τον Προϊστάμενο του Δικαστηρίου, κυρίως των Αθηνών, των μεγάλων Δικαστηρίων, τον όριζε η εκτελεστική εξουσία και συγκεκριμένα ο Υπουργός Δικαιοσύνης.

Αλλά φτάσαμε σε ένα σημείο που έγινε υπερβάλλουσα κατάχρηση αυτής της δικαιοδοσίας, την οποίαν ασκούσε τόσον ο εκπρόσωπος της εκτελεστικής εξουσίας, ο Υπουργός Δικαιοσύνης κατά την επιλογή και τον ορισμό των Προϊσταμένων των Δικαστηρίων και των Εισαγγελιών, όπως επίσης και όταν οι Προϊστάμενοι των Πολυμελών Δικαστηρίων, κυρίως Αθηνών και Θεσσαλονίκης, όριζαν τις συνθέσεις των Δικαστηρίων.

Πολύ εύστοχα, ο Καθηγητής κ. Κατσαντώνης σας επεσήμανε μίαν προσωπική του εμπειρία, κατά την οποίαν ο τότε διορισμένος Προϊστάμενος του Δικαστηρίου, όρισε τέσσερις αλλεπάλληλες συνθέσεις για να δικάσουν την ίδια υπόθεση με ταυτότητα, με την ταυτοπροσωπία όλων των μετεχόντων της δίκης.

Τα λέω όλα αυτά αξιότιμοι κύριοι Δικασταί, για να σας πω ότι απετέλεσε μεγάλη κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού, και η κλήρωση των Δικαστών και κυρίως το αυτοδιοίκητο των Εισαγγελιών και των Δικαστηρίων. Αυτό ήταν μία φοβερή κατάκτηση, η οποία έλαβε χώρα κατά τη δεκαετία του έτους 1980 και συνεπώς, πρέπει να σεμνηνόμεθα γι’ αυτή την κατάκτηση και δεν πρέπει, προς Θεού, να την θέσουμε πλέον εκποδών ή να την υπονομεύσουμε.

Θα ήθελα λοιπόν, περαίνων, να σας πω τα εξής: Η άποψη περί αντισυνταγματικότητος είναι γιατί: Οι εντολείς μου π.χ., πρέπει να δικαστούν από μία σύνθεση, την μορφήν και τον τρόπον επιλογής της οποίας, ήλθε η εκτελεστική εξουσία να εισηγηθεί εις την νομοθετική και να το εισηγηθεί πομπωδώς μάλιστα, παραμονές του ορισμού της δικασίμου, είχε ήδη εξαγγελθεί ότι η δίκη θα εγένετο στις 3 Μαρτίου και στις 24 Δεκεμβρίου ο νόμος που εψηφίσθη, ήλθε ad hoc να πει ότι οι εντολείς μου, όπως και όλοι οι άλλοι κατηγορούμενοι, θα δικασθούν από μία σύνθεση η οποία θα επιλεγεί κατά τρόπον διάφορον –προσέξτε- από εκείνο που παγίως ισχύει.

Το ερώτημα λοπόν είναι το εξής: Τίθεται ένα πελώριο θέμα. Στην προκειμένη υπόθεση, έχουμε αναμφισβήτητα δεδομένη την παρέμβαση τη νομοθετικής το έργο σας. Επαναλαμβάνω ότι η υπόθεση είχε ήδη ωριμάσει, η υπόθεση είχε ήδη διασκεφτεί από το Συμβούλιο Εφετών και επρόκειτο να γίνει η δημοσίευση του βουλεύματος και δέκα ημέρας μόλις προ της δημοσιεύσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, έρχεται ένας νόμος και μας λέει ότι:

«Ξέρετε, εσείς, δεν θα πάτε να δικαστείτε όπως όλοι οι κοινοί θνητοί, σε Δικαστήριο που θα εκλεγεί κατά τον τρόπον που ορίζουν οι πάγιες διατάξεις περί πληρότητος, αλλά κατά έναν διάφορον τρόπον›. Τίθεται λοιπόν ευθέως το θέμα: Αυτή η ρύθμιση, παραβιάζει, ναι ή όχι, την αρχή που πρέπει να διέπει τον νομοθέτη, οσάκις νομοθετεί και ενώ θα όφειλε να τηρήσει τον κανόνα –και εδώ είχε τη δυνατότητα να τηρηθεί ο κανόνας- δεν υπήρχε κανένας λόγος για να μας πει ότι πρέπει να κληρωθούν και δύο επιπλέον Εφέτες για να στελεχώσουν τη σύνθεση.

Αντιλαμβάνεσθε λοιπόν κ. Πρόεδρε και κύριοι Εφέτες, ότι εδώ ευρισκόμαστε προς μιας επιλεκτικής ρυθμίσεως, η οποία συνιστά ανεπίτρεπτη παραβίαση της αρχής της ισότητος, πρώτον, και δεύτερον, συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση της νομοθετικής λειτουργίας, στο έργο του Δικαστηρίου σας. Δεν διαφεύγει της προσοχής σας, ότι τα θέματα της συνθέσεως συνιστούν και λόγον αναιρέσεως.

Συνεπώς, το όλον θέμα μέλλει να κριθεί από το αναιρετικό μας Δικαστήριο, του οποίου οι απόψεις είναι διατυπωμένες στις γνωμοδοτήσεις της Ολομέλειας τις οποίες ο συνεργάτης μου, ο κ. Σοφός, έθεσε υπό την κρίσιν του Δικαστηρίου σας.

Νομίζω ότι αυτές αποτελούν έναν σοφό οδηγό στην σκέψη σας περί του εάν και κατά πόσον είναι επιτρεπτή η νομοθετική παρέμβαση στο έργο της δικαστικής λειτουργίας, ή αν δι αυτής της παρεμβάσεως καταλύεται η θεμελιώδης συνταγματική αρχή περί της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας και του έργου αυτής. Σας ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Ραχιώτη ελάτε.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς έθεσε το ζήτημα από τη σκοπιά της ισότητος, -το οποίο, καίτοι ήταν περιεχόμενο της αίτησής μας, δεν είχε αναφερθεί καθόλου η Πολιτική Αγωγή σε αυτό- και απήντησε στον ισχυρισμό μας, λέγοντας ότι ο κάτοικος της Θήβας, δεν δικάζεται, ο φυσικός του δικαστής δεν προκύπτει με ένα σύστημα κληρώσεως.

Μόνο που το πρόβλημα δεν τίθεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ο κάτοικος της Θήβας, σε οποιοδήποτε Δικαστήριο και αν δικαστεί, ο φυσικός του Δικαστής ορίζεται με τον ίδιο τρόπο, με διορισμό. Είτε δικαστεί από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Θήβας, είτε από το Τριμελές Κακουργημάτων για κακούργημα, είτε από το Τριμελές Εφετείο για πλημμέλημα, ο Δικαστής θα οριστεί με τον ίδιο τρόπο.

Αυτό που υπό κρίση διάταξη εισάγει ειδικά για τα μεγάλα Δικαστήρια, γιατί εκεί συνήθως τίθενται και οι υποθέσεις ευρύτερου ενδιαφέροντος, είναι μια διάκριση ως προς τον κατηγορούμενο που θα δικαστεί για κακούργημα και μόνο από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Και εκεί έγκειται η παράβαση της αρχής της ισότητας. Αν υπήρχε ένα ενιαίο σύστημα που θα αντιμετώπιζε τον πολίτη που κατοικεί στην Αθήνα ή σε οποιαδήποτε μεγάλη πόλη, όπως υπήρχε μέχρι την εισαγωγή αυτής της διάταξης, δεν θα υπήρχε κανένα θέμα από τη σκοπιά της ισότητας.

Αυτή τη στιγμή όμως, τίθεται η διάκριση που κατά τη γνώμη μου συνιστά παραβίαση του 4 του Συντάγματος. Έκανε κάποιες πολύ σημαντικές παρατηρήσεις ο κ. Λίβος προηγουμένως από την Πολιτική Αγωγή και έθεσε το ζήτημα ότι κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η νομοθετική εξουσία μπορεί να παρέμβει με δικονομικούς κανόνες, και κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, αρκεί να μην έχει ξεκινήσει μία φάση.

Βεβαίως υπάρχει και η αντίθετη άποψη, ότι ο φυσικός Δικαστής είναι ο προϋπάρχων της πράξης, ο οποίος έχει υποστηριχθεί στη θεωρία από αρκετούς νομομαθείς. Δεν είναι βέβαια η κρατούσα στη νομολογία. Εκείνο που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να κάνει ο νομοθέτης, είναι να παρέμβει σε διαφορά -όχι σε φάση- σε διαφορά η οποία έχει αχθεί ήδη προς κρίση στη δικαστική εξουσία.

Γιατί σε αυτή την περίπτωση, διαπράττει μια αίσθηση εξουσίας, όταν δηλαδή μια διαφορά περί την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου έχει αχθεί προς κρίση, στο αρμόδιο δικαστικό όργανο, τότε δεν μπορεί να παρέμβει με νόμο και να επιλύσει τη διαφορά, πριν αποφανθεί το αρμόδιο δικαστικό όργανο.

Αυτό είναι ένα θέμα συνηθισμένο κυρίως στο χώρο του Διοικητικού Δικαίου, που ενώ η υπόθεση έχει εισαχθεί στο Συμβούλιο Επικρατείας διά ακύρωση της διοικητικής πράξης, παρεμβαίνει ο νομοθέτης και καλύπτει με νόμο τη διοικητική πράξη, ώστε να αφαιρέσει την αρμοδιότητα του Συμβουλίου Επικρατείας, είναι μια συνήθης κατάσταση και είναι σταθερή η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείς σε αυτό το ζήτημα, ότι συνιστά μια αίσθηση εξουσίας αυτού του είδους η παρέμβαση του νομοθέτη.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, είχε αχθεί προς κρίση σε δικαστικό όργανο, διαφορά η οποία σχετιζόταν με το αρμόδιο Δικαστήριο. Εμείς είχαμε ήδη προβάλλει πριν την έκδοση του νόμου, ότι το Δικαστήριο το οποίο πρότεινε ο Εισαγγελέας, η Εισαγγελική πρόταση να εισαχθεί υπό κρίση η υπόθεση, είναι αναρμόδιο και έπρεπε να εισαχθεί στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.

Αυτό, είχε προβληθεί ήδη με τα υπομνήματά μας, τα οποία υπάρχουν στο φάκελο, είναι στοιχείο της δικογραφίας αυτό, όπως υπάρχει και η Εισαγγελική πρόταση. Και η διαφορά αυτή είχε ήδη αχθεί προς κρίση στο Συμβούλιο Εφετεών. Και ανεμένετο απόφαση του Συμβουλίου Εφετών.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο, ήρθε ο νομοθέτης και έριξε το βάρος του, υπέρ της μιας άποψης, λέγοντας, με αυτά τα κριτήρια που, εν πάση περιπτώσει το είπε, ότι αρμόδιο είναι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων γι αυτή την υπόθεση, το είπε εμμέσως βεβαίως, δεν το είπε ευθέως, αλλά ήταν φανερό ποιο ήταν το ζήτημα που πήγε να λύσει ο νομοθέτης. Νομίζω πως η συγκεκριμένη διάταξη τέθηκε από το νομοθέτη και από αυτή την προσέγγιση επίσης πρέπει να κριθεί αντισυνταγματική.

Ένα τρίτο ζήτημα: Όπως πολύ ορθά είπε ο κ. Γιαννίδης, το πρόβλημα δεν είναι ο νόμιμος Δικαστής, αλλά η συνταγματικότητα πρέπει να κριθεί από τη σκοπιά του αν υπάρχει αφαίρεση του νόμιμου Δικαστή, τουλάχιστον αν το κατάλαβα ορθώς. Και επιπλέον πρόσθεσε και μια παρατήρηση με την οποία εγώ συμφωνώ, ότι συνταγματικώς ανεκτό είναι οποιοδήποτε σύστημα το οποίο ορίζεται με γενικά και αφηρημένα κριτήρια, δηλαδή δεν υπάρχει θέμα συνταγματικής επιταγής, για κλήρωση των συνθέσεων των Δικαστηρίων. Αυτό είναι δεδομένο.

Οποιοδήποτε σύστημα αν κατοχυρώνει γενικά και αφηρημένα κριτήρια στην επιλογή του Δικαστή, δεν θίγει το 8 παρ. 1 του Συντάγματος. Εδώ όμως έχουμε μια συγκεκριμένη κατάσταση: Ο νομοθέτης έχει επιλέξει σύστημα επιλογής των Δικαστών. Αυτό το σύστημα ήταν το σύστημα της κλήρωσης. Αυτό ήταν το ισχύον. Εισήχθη σε αυτό το σύστημα εξαίρεση με την κρινόμενη διάταξη. Ερευνητέο είναι αν και η διάταξη αυτή έχει τα γενικά και αφηρημένα κριτήρια που απαιτούνται για να μη θίγεται η 8 παρ. 1 του Συντάγματος.

Αυτό είναι το ερευνητέο ζήτημα. Γιατί κατ’ αρχήν έχει και δικαίωμα να εφαρμόζει εξαιρέσεις, να θέτει εξαιρέσεις με τα ίδια ακριβώς κριτήρια. Και νομίζω ότι αυτό είναι το ζήτημα, αν αυτή η διάταξη τέθηκε με γενικά και αφηρημένα κριτήρια. Θα έλεγα ότι τα γενικά και αφηρημένα κριτήρια που απαιτεί η ευθεία ερμηνεία της διάταξης του 8 του Συντάγματος, είναι κάτι πολύ διαφορετικό πράγμα από τα ελαστικά κριτήρια. Τα κριτήρια δηλαδή που κατά περίπτωση μπορούν να εφαρμοστούν ανάλογα με το τι έχουμε μπροστά μας.

Κατά τη γνώμη μου, τα κριτήρια που έθεσε η κρινόμενη διάταξη, είναι κάτι μεταξύ ελαστικών και ανύπαρκτων, κάπου εκεί είναι το όριο που μπορεί να τα προσδιορίσει κάποιος. Το λέω αυτό, γιατί τα μόνα κριτήρια για την θέσπιση εξαίρεσης από το γενικό σύστημα της κλήρωσης, είναι η σοβαρότητα της υπόθεσης, η οποία δεν προσδιορίζεται κατά κανέναν τρόπο και δεν μπορώ να κατανοήσω έτσι εύκολα ποια κακουργήματα είναι μη σοβαρά.

Από τη φύση τους τα κακουργήματα –γιατί η έννοια του κακουργήματος περιλαμβάνεται στη διάταξη και αυτή είναι η βάση στην οποία γίνεται η συζήτηση- είναι όλα σοβαρά και μας λέει για σοβαρά κακουργήματα, αλλά δεν μας δίνει ένα κριτήριο για να καταλάβουμε για ποια εννοεί. Ή λέει «εκ του αντικειμένου της υπόθεσης›. Τι σημαίνει το αντικείμενο της υπόθεσης›; Έχει κάποιο περιεχόμενο αυτός ο όρος;

Ή μας λέει «όταν προβλέπεται μακρά διάρκεια›. Η σκέτη πρόβλεψη ενός οποιουδήποτε οργάνου αρμόδιου να προβλέψει, της Ολομελείας του Εφετείου, επί τη βάσει προβλέψεων, μπορούμε να θεσπίζουμε εξαιρέσεις από την αρχή του φυσικού Δικαστή, ή διαφορετικές ρυθμίσεις; Τι θα πει πρόβλεψη; Γιατί δεν βάζεις δυο κριτήρια να πεις, με βάση το τι θα προβλέπεις;

Η μακριά διάρκεια, από μόνη της, καταλαβαίνετε ότι είναι πάρα πολύ προβληματικό κριτήριο, ειδικά αν το δούμε και από τη σκοπιά της ισότητας. Θα έλεγα ότι πρόκειται για μια πανικόβλητη νομοθετική διάταξη. Θα μπορούσαν να την έχουν περάσει πιο κομψά, να το πω έτσι, αν έβαζαν και τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, δεν θα πάθαιναν τίποτα, αν είχαν βάλει την ίδια ρύθμιση. Και δεν θα ήταν και ελεγκτέα σε αυτή την περίπτωση τόσο εύκολα, τόσο εύλογα, από τη σκοπιά της ισότητας.

Αλλά είναι ένας πανικός που καταλαβαίνετε για ποιο λόγο υπήρξε αυτός ο πανικός. Έτρεχαν να προλάβουν το βούλευμα, να μη βγει το βούλευμα για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Νομίζω ότι τα πράγματα είναι ολοφάνερα.

Μια ύστατη παρατήρηση στο ζήτημα: Από τη φύση που θέτει το θέμα η διάταξη αυτή που συζητούμε σήμερα, νομίζω έρχεται σε αντίθεση με το 8 του Συντάγματος, υπό ποία έννοια: Ότι το μίνιμουμ που μπορεί να αναφέρει κανένας όσον αφορά την προβληματική του φυσικού Δικαστή, είναι ο εκ των προτέρων ορισμός του Δικαστή. Όχι μόνο αυτό βέβαια, είναι και τα γενικά και αφηρημένα κριτήρια.

Μπορείς να προσεγγίσεις το θέμα εκ των προτέρων, από διάφορες προσεγγίσεις. Ο κ. Λίβος το ανέπτυξε αυτό το θέμα, αναφέρθηκα κι εγώ πριν από λίγο. Το μόνο που αποκλείει το 8 του Συντάγματος, είναι να ξέρεις από πριν την υπόθεση για την οποία ορίζεις τον Δικαστή. Δηλαδή να ορίζεις Δικαστή για πολύ-πολύ συγκεκριμένη υπόθεση. Με το κριτήριο που θέτει αυτή η διάταξη προϋποθέτει γνώση της Ολομελείας για ποια υπόθεση διορίζει Δικαστή.

Αφού θα δώσεις απάντηση αν η υπόθεση είναι μακριάς διαρκείας, πρέπει να εξετάσεις την υπόθεση. Είναι εμφανές δηλαδή ότι από αυτό το σημείο και μετά, διορίζεις Δικαστές για συγκεκριμένη υπόθεση. Το βλέπετε αυτό να συνάδει με το 8.1 του Συντάγματος;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Υπάρχει τίποτε άλλο; Να μη λέμε πάλι τα ίδια, η επιχειρηματολογία νομίζω έχει αναπτυχθεί, αλλά πείτε ό,τι θέλετε, δεν μπορώ να σας πω όχι.

Α.ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ: Εντελώς επιγραμματικά: Κύριε Πρόεδρε, το άρθρο 87 του Συντάγματος, προβλέπει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία του Δικαστή. Είναι εναρμονισμένο με το νόμο ο οποίος είχε τότε καθιερώσει την κλήρωση αντί του διορισμού.

Ο νόμος ο επίμαχος για τον οποίο συζητούμε, έρχεται και αναιρεί εν μέρει άλλον νόμο, άλλη διάταξη, η οποία ήταν στη σωστή κατεύθυνση που επιτάσσει το Σύνταγμα. Πας νόμος ο οποίος επομένως, έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα, το οποίον επιτάσσει την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας του Δικαστού, ενώ εκείνος ο νόμος εξησφάλιζε αυτή την ανεξαρτησία, ο νέος νόμος στο βαθμό που ο διορισμός αποτελεί άρσιν της ανεξαρτησίας, είναι αντίθετος ως προς το Σύνταγμα. Και εκ του λόγου τούτου είναι αντισυνταγματικός.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Ρουμελιώτη σας ακούμε.

Π. ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ: Συμπληρωματικά, κ. Πρόεδρε σε αυτά που είπα χθες. Θέλω να θέσω ένα θέμα: Είπε ο κ. Εισαγγελεύς, ο Αναπληρωτής κ. Εισαγγελεύς, ότι δεν θίγεται η αρχή της ισότητας, λαμβανομένου υπόψη ότι σε όλα αυτά, να μου επιτρέψετε να έρθω εκεί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Οπου είναι πιο καλά για εσάς.

Π.ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ: Ότι, τι θα γινόταν στην περίπτωση Δικαστηρίων, όπως είναι της Θήβας, της Λαμίας κλπ στα οποία πράγματι δεν υπάρχει δυνατότης. Εμείς δεν είπαμε ότι θίγεται η αρχή της ισότητος επειδή υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο σε κάθε Πρωτοδικείο, σε κάθε Εφετείο ορίζονται οι συγκεκριμένοι Δικαστές.

Εδώ παρελήφθη το εξής: είναι σωστή αυτή η άποψη του κ. Εισαγγελέως, αν όμως ληφθεί υπόψη ότι ο νόμος αυτός ο οποίος δημοσιεύτηκε στις 24/12 δεν αναφερόταν σε αυτή την συγκεκριμένη υπόθεση. Εμείς δηλαδή ορίζουμε ότι γι’ αυτή την συγκεκριμένη υπόθεση την οποία εσείς θα κρίνετε ο νόμος αυτός είναι αντισυνταγματικός. Και είναι αντισυνταγματικός για έναν και συγκεκριμένο λόγο.

Διότι λέει ότι σε υποθέσεις που έχουν παραπεμφθεί αρμοδίως για να εκδικαστούν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων και λόγω της σοβαρότητας και του αντικειμένου τους πρόκειται να διαρκέσουν επί ένα χρόνο, ισχύει αυτός ο νόμος.

Ποιες είναι αυτές οι υποθέσεις οι οποίες σήμερα έχουν παραπεμφθεί στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων; Η συγκεκριμένη μία. Αυτή την οποία δικάζουμε σήμερα. Εάν είχαμε άλλες σοβαρές υποθέσεις και αν, ας με διαψεύσει κάποιος, έστω από την πολιτική αγωγή ή οπουδήποτε, να μου πει ότι ξέρετε, αυτός ο νόμος εφαρμόζεται και κάπου αλλού, εφαρμόζεται και σε μια άλλη δίκη, μέχρι σήμερα.

Έχουμε λοιπόν εφαρμογή του νόμου από τις 24-12-2002 μέχρι σήμερα και έχει υπαχθεί ένας και συγκεκριμένος νόμος. Και θα ρωτούσα λοιπόν με αυτή την συλλογιστική, αυτή η εφαρμογή του νόμου αυτού δεν είναι εκείνη η οποία προσβάλλει την ισότητα, την αρχή της ισότητας; Από αυτό το Δικαστήριο θα δικάζονταν οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι αν δεν είχε εκδοθεί αυτός ο συγκεκριμένος νόμος;

Έχω λοιπόν την άποψη ότι σε αυτό υπάρχει ένα λογικό σφάλμα της προτάσεως του κ. Εισαγγελέως ο οποίος λέει ότι, «ξέρετε τι θα κάνουμε στην Λαμία, τι θα κάνουμε στη Θήβα, τι θα κάνουμε στην Κοζάνη που δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα;›.

Περαιτέρω ένα ακόμα θέλω. Περίμενα από την πολιτική αγωγή και δεν θα σας καθυστερήσω, πολύ επιγραμματικός θα είμαι, γιατί θεωρώ ότι δεν είμαι φλύαρος. Περίμενα από την πολιτική αγωγή ότι το όλο θέμα θα ανακύψει σε σχέση με την συνταγματικότητα του νόμου. Θα προσπαθήσει δηλαδή η πολιτική αγωγή να μας πείσει ότι η συνταγματικότης είναι υπαρκτή και δεν υπάρχει αντισυνταγματικότητα την οποία εμείς τοποθετούμε ενώπιόν σας.

Εδώ όμως ακούστηκε το εξής, εθίγη ο θεσμός της κληρώσεως. Δηλαδή φτάσαμε στο σημείο να λέμε ότι η κλήρωση δεν είναι η σωστή και μέχρι σήμερα, πολύ ορθά, διότι μέχρι το 1989 δεν υπήρχε ο θεσμός της κλήρωσης, θα μπορούσαμε να μην έχουμε και σήμερα τον ορισμό της κλήρωσης. Και όχι μόνο αυτό, αλλά εμμέσως αν θέλετε βάλλαμε κατά του θεσμού της κλήρωσης.

Ο θεσμός της κλήρωσης κ. Δικασταί δεν βάλλει εναντίον της δικαστικής εξουσίας. Είναι υπέρ της δικαστικής εξουσίας. Ο θεσμός της κλήρωσης προσδιορίζει διαφάνεια, προσδιορίζει δυνατότητες τέτοιες, οι οποίες αποτελούν στοιχεία της δίκαιης δίκης. Δεν βάλλει λοιπόν ποτέ εναντίον της δικαστικής εξουσίας εκείνο στο οποίο της προσδίνει την διαφάνειά της.

Μάλιστα έγιναν και κάποιες νύξεις από το Σύνταγμα του 1984. Πράγματι δεν είναι συνταγματική η διάταξη. Πολύ σωστά το τοποθέτησε ο κ. Εισαγγελεύς. Έγιναν διάφορες αναφορές ότι από το Σύνταγμα του 1884 μέχρι σήμερα δεν είχε τοποθετηθεί ο θεσμός της κληρώσεως μέχρι το 1989 που βγήκε αυτός ο νόμος.

Θα σας υπενθυμίσω δύο πράγματα. Καταρχήν θα είναι αστείο σήμερα να κάνουμε αναφορές στο Σύνταγμα του 1844 και να δανειζόμαστε επιχειρήματα από το Σύνταγμα αυτό το οποίο είναι γνωστό πώς ψηφίστηκε. Ένα αυτό.

Δεύτερον, θα έλεγα το εξής, ας προσέξουμε λιγάκι ότι η εκτελεστική εξουσία όλα αυτά τα χρόνια είχε μια προσπάθεια πελατειακής αν θέλετε συγκέντρωσης του εκλογικού σώματος. Πότε ψηφίστηκε αυτός ο νόμος; Αυτός ο νόμος ψηφίστηκε το 1989, δηλαδή τότε που είχαμε εκείνη την Οικουμενική Κυβέρνηση, η οποία Κυβέρνηση είχε έρθει, όχι για να ρυθμίσει θέματα άλλα, αλλά για να ρυθμίσει ορισμένα θέματα τα οποία πράγματι ρυθμίστηκαν και ένα από τα συγκεκριμένα, από τα μεγαλύτερα έργα κατά την άποψή μου της Κυβέρνησης αυτής ήταν αυτό.

Αυτό λοιπόν εμείς τώρα το 2003 θα έρθουμε να το καταργήσουμε; Αυτή την κατάκτηση δηλαδή θα έρθουμε να πούμε ότι δεν ήταν κατάκτηση και επειδή δεν έχει ταυτιστεί συνταγματικά τι θα πρέπει να γίνει; Θα πρέπει η κατάκτηση αυτή να αναιρεθεί;

Έχω λοιπόν την άποψη ότι δεν θα πρέπει να πάμε πίσω, πρέπει να πηγαίνουμε μπροστά. Τελειώνοντας θα ήθελα να απαντήσω σε κάτι το οποίο έθεσε πράγματι στην πολύ σωστή του τοποθέτηση ο κ. Λίβος, είναι γεγονός. Είπε όμως ένα θέμα στο οποίο θα ήθελα να έχω έναν αντίλογο. Είπε το εξής και πολύ σωστά, ότι ξέρετε κύριοι, σε σχέση με την σύνθεσή σας οι ενστάσεις αυτές οι οποίες θα υποβληθούν στο δικό σας το Δικαστήριο θα το λύσετε εσείς. Κάθε Δικαστήριο το οποίο συζητάει αυτό το θέμα μετά την εφαρμογή του 3090, τι έχει να κάνει; Κάθε Δικαστήριο θα αντιμετωπίσει τις ενστάσεις εκείνες οι οποίες θα του υποβληθούν από τους εμπλεκόμενους στο Δικαστήριο αυτό. Και ότι είναι θέμα του δικού σας Δικαστηρίου να αντιμετωπίσετε αυτές τις ενστάσεις και αυτό έγινε πράγματι δια της υποβολής των ενστάσεων των δικών μας.

Εδώ έχει όμως ένα λογικό σφάλμα αυτή η τοποθέτηση κατά την άποψη του ομιλούντος. Δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εκείνες οι οποίες, όπως είπα και χθες, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εκείνες οι οποίες θα ορίσουν τι εσείς θα ελέγξετε. Εμείς δηλαδή, αν έρχομαι σήμερα, αυτό που είπε ο κ. Κοττέας και πούμε «ξέρετε κύριοι, δεν είσαστε εσείς οι καλύτεροι Δικαστές, είσαστε οι χειρότεροι, δεν είσαστε οι πλέον παλαιοί, είσαστε οι νεώτεροι, δεν είσαστε εκείνοι, είσαστε οι άλλοι› τι θα πείτε εσείς; Πώς θα αντιμετωπίσετε αυτή την ένσταση τη δική μας σαν Δικαστές αφού ο νόμος ο ίδιος δεν σας δίνει το κριτήριο εκείνο βάσει του οποίου εκλεχθήκατε οι 30 αυτοί, οι 40 από την Ολομέλεια, δεν το ορίζει το κριτήριο αυτό. Πώς εσείς θα έρθετε να απαντήσετε στις ενστάσεις μας αυτές;

Έχω λοιπόν την άποψη και εξ αυτού του λόγου ότι είναι αντισυνταγματικός και ζητώ να μην τον εφαρμόσετε για λόγους θεσμικούς και διότι πράγματι εσείς θα είσαστε οι πρώτοι, το πρώτο Δικαστήριο και καταλαβαίνετε ότι θα έχετε το βάρος της ύπαρξης ή μη ενός νόμου ο οποίος είναι ή δεν είναι αντισυνταγματικός.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα.

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών έλαβε απόφαση προχθές ότι θα διακόπτουμε στις 3:00 οι δικηγόροι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τα κακά νέα ήρθανε πιο πριν. Τα κακά νέα για μένα ήρθανε νωρίτερα.

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Το άφησα στο τέλος για να μην σας στενοχωρήσω και όπως ξέρετε είναι πειθαρχικό παράπτωμα για τους δικηγόρους οι οποίοι θα παραμένουν μετά τις 3:00.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όπως αντιλαμβάνεστε εσείς είστε υποχρεωμένοι να υπακούσετε στο Σύλλογο κι εμείς βέβαια εδώ το Δικαστήριο χωρίς δικηγόρους δεν θα μπορούμε να κάνουμε δίκη. Έτσι δεν είναι; ¶ρα λοιπόν το θέμα δεν είναι προς συζήτηση. Ο ρεαλισμός μας επιβάλλει να αποδεχθούμε την απόφαση, ούτε να την κρίνουμε, ούτε τίποτα. Τέθηκε τέτοιο θέμα, τελειώσαμε.

Ένας κατηγορούμενος μόνο ζήτησε το λόγο, ο κ. Κουφοντίνας. Πρέπει να ακουστεί κι αυτός. Παρακαλώ ησυχία για λίγο, έχει ζητήσει ο κύριος κατηγορούμενος το λόγο. Θα ακουστεί. Κύριε Κουφοντίνα έχετε το λόγο.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, θα ξεκινήσω, θα πω ένα παράπονο που είπε ο κ. Εισαγγελέας ότι οι κατηγορούμενοι αμφισβητούν το Δικαστήριο. Επειδή δεν ξέρετε, δεν έχετε τη δυνατότητα να μαθαίνετε τι γίνεται έξω από την αίθουσα, όπως είπατε, δεν πληροφορείστε, θα σας πω ότι υπάρχει αμφισβήτηση του Δικαστηρίου έξω και των αποφάσεων της ενδεχόμενης απόφασης για απαγόρευση τηλεοπτικής κάλυψης, υπάρχει ένα ποσοστό 85-90% του Ελληνικού λαού που θέλει να την παρακολουθήσει.

Επομένως οποιαδήποτε απόφαση θα είναι κατά του αιτήματος αυτού του Ελληνικού λαού περί του Δικαίου. Επίσης περίπου ένα 27% του Ελληνικού λαού θεωρεί αυτή τη δίκη?.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε με συγχωρείτε, αυτά είναι αυθαίρετα. Δεν πρέπει να ακούγονται στην αίθουσα αυτή. Κύριε Πρόεδρε, δεν μπορεί να ακούγονται αυτά τα πράγματα. Εδώ είναι Δικαστήριο!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Κουφοντίνα, σας έδωσα το λόγο να μας πείτε πάνω σε αυτή την ένσταση.

Όταν θα φτάσει η ώρα θα τα πούμε αυτά, με την ώρα τους.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Τώρα θα δούμε σε αυτά που ακούγονται κ. Πρόεδρε;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δεν είναι στην κατηγορία κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν μπορώ εγώ ν’ απαντάω –αλίμονο δηλαδή!- στα τηλεοπτικά κανάλια που λένε για εμένα ένα σωρό πράγματα, ότι είμαι «καλός› ότι είμαι «κακός›, ότι «είμαι αυστηρός›. Είναι δυνατόν να απαντάω στους ανθρώπους οι οποίοι κάνουν το έργο τους; Αλίμονο! Το σέβομαι απόλυτα και «δυσμενή› να μου πουν και «ευμενή› το ίδιο πάει όταν θα τα μάθω όλα.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, δεν έχει ένα ενδιαφέρον επειδή θέλω να πω κάτι άλλο πάνω στο ακριβώς αυτό. Θα το χρησιμοποιήσω σαν επιχείρημα. Ότι το 27% του Ελληνικού λαού θεωρεί αυτή τη δίκη ότι δεν είναι δίκαιη δίκη;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Διαμαρτύρομαι κ. Πρόεδρε.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Για ποιο λόγο γίνεται;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, διαμαρτύρομαι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν ξέρω κ. Κουφοντίνα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Στο βήμα αυτό δεν μίλησα για προπαγάνδα. Όλα αυτά κ. Πρόεδρε είναι αυθαίρετα εντελώς. Αποκυήματα της φαντασίας του κ. κατηγορουμένου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε κατηγορούμενε?..

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Είναι αντικειμενικά γεγονότα κ. Εισαγγελεύ είτε μας αρέσει, είτε δεν μας αρέσει.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπατε το 27% ότι δεν μας θεωρεί ότι θα κάνουμε δίκαια δίκη και το προβλέπει εκ των προτέρων πριν κάνουμε τη δίκη.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Όχι, δεν λέω αυτό. Αυτό θα φανεί από την απόφασή σας. Αυτό θα φανεί και από την διαδικασία, αλλά και από την απόφασή σας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Απ’ όλα φαίνεται. Χωρίς τη νόμιμη διαδικασία?. Κάποιος κύριος εδώ μας έφερε το βιβλίου του Λούμαν εκεί που λέει για τη νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας. Μα αν η διαδικασία δεν είναι νόμιμη δεν νομιμοποιείται και η απόφαση η δική μας. Αλλά δεν είναι θέματα να τα λέμε τώρα αυτά. Καταλάβατε;

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Έχει ένα ενδιαφέρον κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όλα έχουν ενδιαφέρον αλλά?.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Έχει ένα σημαντικό ενδιαφέρον.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για μένα ένα έχει ενδιαφέρον. Να κάνουμε τη δίκη δίκαια. Λοιπόν αυτά τι να τα κάνουμε εμείς; Τι λένε τα κανάλια; Μπορεί να μας αδικήσανε πολύ, μπορεί να μας αδικήσανε λίγο, μπορεί καθόλου.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Αυτή η αμφισβήτηση προέρχεται σε ένα μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι γι’ αυτήν εδώ τη δίκη υπάρχουν φωτογραφικοί νόμοι και για την τηλεοπτική κάλυψη και για την σύνθεση του Δικαστηρίου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σε αυτό να πείτε. Αυτό έχει σημασία για την υπόθεση.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Με αυτή την έννοια ήθελα να το πω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλά κάνατε και το είπατε αυτό.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Κι έτσι δημιουργείται μία αμφισβήτηση του Δικαστηρίου σας έξω και μάλιστα στον μεγαλύτερο δικαστή κατά την γνώμη μου, τον Ελληνικό λαό. Σας είδα πιο πριν και σας έβλεπα και χθες να σημειώνετε με μεγάλη προσοχή τον πυρήνα των επιχειρημάτων της υπεράσπισης.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και της πολιτικής αγωγής.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Εμένα με ενδιαφέρει της υπεράσπισης γιατί έχουν ακουστεί. Δεν είμαι νομικός ευτυχώς. Έχουν ακουστεί όμως?.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το «δυστυχώς› τι θέση έχει;

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Ευτυχώς δεν είμαι νομικός αλλά έχω μια εντύπωση ότι υπάρχουν εδώ, ακουστήκανε δύο ειδών απόψεις σε γενικές γραμμές. Οι απόψεις από τα δεξιά σας που λέει ότι το Δίκαιό σας πρέπει να γίνει πιο αντιδραστικό και η άποψη από τα αριστερά σας, η οποία λέει ότι πρέπει να διατηρηθεί μία φιλελεύθερη κατάκτηση που υπάρχει στο Δίκαιο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτά.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Όχι, έχω να πω κι άλλα. Έχω να πω κι άλλα.

?..: (Εκτός μικροφώνου)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας έδωσα το λόγο και είπατε δεν έχετε τίποτε άλλο.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Μα δεν τελείωσα κύριε Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μόνο ο κ. κατηγορούμενος. Παρακαλώ, σας δόθηκε ο λόγος και είπατε τελειώσατε.

?..: (Εκτός μικροφώνου)

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Σχετικά γι αυτό που σας είπα?.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για την σύνθεση είπαμε. Μόνο για την ένσταση, τίποτε άλλο δεν έχουμε τώρα.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Πάνω στην ένσταση είμαι, ακριβώς πάνω στην ένσταση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μόνο για την ένσταση είπε ο κ. Κουφοντίνας θα πει. Αλίμονο!

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Ναι. Να πω παρενθετικά ότι, παρά το γεγονός ότι σημειώσατε όλα αυτά τα επιχειρήματα, νομίζω ότι θα εφαρμοστεί αυτό που λέμε γενικά, ότι η ένσταση θα απορριφθεί μετά πολλών επαίνων. Προοδευτικά?.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν θα κάνουμε συζήτηση. Εμείς θα κάνουμε αυτό που λέει η συνείδησή μας κ. Κουφοντίνα. Αν πει η συνείδησή μας ότι πρέπει να απορριφθεί, να είστε σίγουρος ότι θα απορριφθεί. Αν πει ότι πρέπει να γίνει δεκτή να είστε σίγουρος ότι θα την κάνουμε δεκτή. Δεν έχουμε εμείς κανέναν κυρίαρχο άλλον από το Σύνταγμα και τους νόμους. Δεν έχουμε επικυρίαρχο εδώ μέσα άλλον. Να σας βγει από το μυαλό αυτό.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Να σας πω τότε κάτι ακόμη. Σας είπα ότι δεν θεωρώ ότι είστε προκατειλημμένος, ούτε καν εντολοδόχος, αν πάρετε μια τέτοια απόφαση. Αντίθετα πιστεύω, ότι έχετε επιλέξει για τον εαυτό σας το δρόμο της αναζήτησης, της καθαρά θεωρητικής γνώσης, της καθαρά θεωρητικής αλήθειας. Βρεθήκατε όμως, έχετε βρεθεί όμως, στην ανάγκη να κινείστε στο επίπεδο της πολιτικής δράσης είτε το θέλετε είτε όχι. Αντικειμενικό είναι αυτό κ. Πρόεδρε.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Διαμαρτύρομαι κύριε Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Κουφοντίνα, εμείς εδώ πέρα είμαστε Ποινικό Δικαστήριο, καταλάβατε;

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Αυτή είναι η γνώμη μου κ. Πρόεδρε. Νομίζω ότι είστε αναγκασμένος να κινείστε, να ισορροπήσετε πάνω σε αυτά τα δύο επίπεδα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είμαι εγώ αναγκασμένος.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Παρά τη γνώση που έχετε την βαθιά του Αριστοτέλη νομίζω ότι ?.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ακούστε να δείτε, ένα παιδί ξεκίνησα από την ελληνική κοινωνία, έμαθα πέντε γράμματα μέτρια κι αυτά. Δεν είμαι ούτε ο θεωρητικός ο μεγάλος ούτε τίποτα. Δεν ήρθα με τέτοιο profile εδώ μέσα, για να πούμε και μία ξένη λέξη γιατί εγώ δεν έχω πει εδώ μέσα καμία τέτοια λέξη. Δεν ήρθα με τέτοιο προφίλ.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Μπορώ να πω πάντως τις δυσκολίες που έχετε και αυτό είναι από το γεγονός ότι κινείστε σε ένα περιβάλλον τεράστιων πιέσεων από πολλές και ποικίλες πλευρές.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τις έχω συνειδητοποιήσει τις δυσκολίες μου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι, δεν έχω πιέσεις.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Η γνώμη μου είναι αυτή κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Κουφοντίνα, αυτές είναι απόψεις σας. Μπορείτε να τις κρατήσετε. Εγώ δεν έχω καμία πίεση από κανέναν, ούτε έχει κανένας ποτέ διανοηθεί να με πιέσει.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Υπάρχουν πιέσεις κ. Πρόεδρε και υπάρχουν και πολλαπλές εξαρτήσεις για να απαντήσω και σε αυτό που είπε ο κύριος?..

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ τι εξαρτήσεις να έχω ο καημένος; Ισόβιος δεν είμαι από το Σύνταγμα; Τι εξάρτηση να έχω;

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Δεν θα ήθελα να το κουβεντιάσουμε τώρα αυτό.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα το λόγο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι κ. Εισαγγελεύ. Αφήστε, τελειώνει ο άνθρωπος. Αφήστε να τελειώσει καλύτερα.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Στην περίπτωση αυτή της ένστασης που εξετάζεται, πρόκειται για μία τόσο εξόφθαλμη αντιδραστική θέση του ορισμού στην ουσία Δικαστών με προφανείς επιδιώξεις. Δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει κανείς στατιστική για να καταλάβει ότι ο δραστικός θεσμός του χώρου από ένα σύνολο όπου έπρεπε να επιλεγούν με δήθεν κριτήρια, γίνεται στο 1/10 του συνόλου, γίνεται για να διασφαλιστούν τα επιθυμητά χαρακτηριστικά των τελικών ενδεχομένων.

Κύριε Πρόεδρε, πιστεύω ότι μετά από όλα αυτά, νομίζω ότι η μόνη συνεπής θέση, η μόνη πρόταση που νομίζω ότι θα έπρεπε να αποδεχθείτε είναι της παραίτησης. Αλλιώς θα τερματίσετε την δικαστική καριέρα σας σαν ο διορισμένος Πρόεδρος ενός Ειδικού Δικαστηρίου το οποίο όντας υποχρεωμένο να δικάσει βάσει ενός ειδικού νόμου θα επιβάλλει βαρύτατες ποινές με ανύπαρκτα στοιχεία.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τώρα διορισμένο θα με πεις; Διορισμένος έγινα κατόπιν εξετάσεων. Με διορίσανε μία φορά πριν από 30 χρόνια.

?..: Εσάς ποιος σας διόρισε να φονεύετε κύριε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τελειώσαμε παρακαλώ και αποσύρεται προς διάσκεψη.