ΔΙΚΗ – 17Ν
09:05 – 10:00
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 7 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003
ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 9:05
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
Α' ΜΕΡΟΣ
09:00 – 10:00
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που είχε διακοπεί. Ένα λεπτό να διαπιστώσουμε την παρουσία όλων. Οι κύριοι κατηγορούμενοι είναι παρόντες όλοι; Βλέπω λείπει ο κ. Ξηρός ο Σάββας. Οι άλλοι είμαστε εδώ.
Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Μπορεί να ανέβει αργότερα κύριε Πρόεδρε, είχε ένα πρόβλημα, μπορεί να ανέβει αργότερα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι, το κώλυμα ποιο είναι όμως, για να εφαρμοστεί το 344. Ποιο είναι το κώλυμα, πληροφορηθήκατε εσείς; Γιατί κάτι μου είπαν εμένα.
Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Είχε αδυναμία και κόπωση το πρωί και δεν αισθανόταν τις δυνάμεις του καλές για να ανέβει, αργότερα ίσως ανέβει.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να δούμε τί λέει το 344 και τί θα προτείνει ο κ. Εισαγγελέας.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: «Η αποχώρηση κατά τη διάρκεια δεν κωλύεται από το νόμο, το Δικαστήριο όμως μπορεί να επιτρέψει στον Συνήγορο να παραστεί, αν πειστεί ότι η αποχώρηση οφείλεται σε εύλογη αιτία›.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η εύλογη αιτία τώρα. Πού είναι κάποιος εδώ των φυλακών να μας πει τί συμβαίνει; Ελάτε να μας πείτε.
Είστε ο Υπαρχυφύλακας, μου έχετε πει.
Α. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ώρα 8:55 μου ανακοίνωσε ότι αδυνατεί να παρευρεθεί στην αίθουσα του Δικαστηρίου γιατί έχει πρόβλημα υγείας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχει πρόβλημα υγείας και αδυνατεί να παραστεί στην αίθουσα του Δικαστηρίου. Είπε όμως εδώ στον Συνήγορό του ότι, έμαθε μάλλον ο Συνήγορός του, ότι αργότερα θα μπορεί να έρθει.
Α. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ: (εκτός μικροφώνου)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν πρόκειται να ανέβει σήμερα, διότι δεν μπορεί.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αυτό που σας είπε ο κατηγορούμενος το βλέπετε να είναι βάσιμο;
Α. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ: Μάλιστα.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, προτείνω προς το Δικαστήριο, όπως επιτρέψει στον Συνήγορο του κατηγορουμένου που αποχώρησε, να παραστεί αντί γι αυτόν. Διότι η αποχώρησή του οφείλεται σε εύλογη αιτία.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θέλει κανένας να πει κάτι πάνω σ’ αυτό; Υπάρχει κανένας λόγος; Εσείς το ζητάτε βέβαια, δεν υπάρχει θέμα, θέλετε να τον εκπροσωπήσετε.
Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 344 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, επιτρέπει την εκπροσώπησή του από τους συνηγόρους του, τους οποίους έχει διορίσει, οι οποίοι είναι παρόντες.
Ο κ. Λυκουρέζος ζήτησε τον λόγο επί προδικαστικού βέβαια θέματος.
Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Στο σημείο αυτό κ. Πρόεδρε, θα ήθελα να κάνω την εξής δήλωση: Με την από 6/3/2003 εξουσιοδότηση, η κα Αναστασία χήρα Δημητρίου Αγγελοπούλου, με εξουσιοδοτεί να δηλώσω κατ’ εντολήν και διά λογαριασμό της, παράσταση Πολιτικής Αγωγής, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, για τη δολοφονία του συζύγου της, στις 8/4/1986, κατά των: Αλεξάνδρου Γιωτόπουλου, Δημητρίου Κουφοντίνα, Χριστοδούλου Ξηρού, Πάτροκλου Τσελέντη και Βασιλείου Τζωρτζάτου.
Εγχειρίζω την από 6/3 εξουσιοδότηση και την από 7/3 δήλωση παραστάσεως Πολιτικής Αγωγής.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λέτε για ποσό κτλ.
Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Ποσό 4 ? για ψυχική οδύνη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε κ. Λυκουρέζο. Νομίζω δεν υπάρχει αντίρρηση απ’ την υπεράσπιση, είναι νόμιμη η δήλωση, έτσι; Νομότυπη και παραδεκτή.
Προχωρούμε στη διαδικασία. Ο κ. Αγιοστρατίτης έχει τον λόγο.
Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Ας εξεταστεί και ας βεβαιωθεί αυτό, έχω την εντύπωση ότι στα έδρανα των δικηγόρων της Πολιτικής Αγωγής, κάθεται ο Διοικητής Ασφαλείας. Να απομακρυνθεί από το χώρο αυτό, δεν έχει καμία θέση εκεί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον παρακαλούμε τον κ. Διοικητή Ασφαλείας, αν πράγματι κάθεται σ’ αυτό το χώρο, που δεν είναι ορατό από εμένα.
Χ. ΧΡΗΣΤΟΥ: Κύριε Πρόεδρε, μια διευκρίνιση, δεν είναι ο Διοικητής Ασφαλείας, είναι ο Γενικός Αστυνομικός Διευθυντής Αττικής. Δεν είναι Διοικητής Ασφαλείας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν επιτρέπεται όμως στα έδρανα των δικηγόρων να καθίσει κανένας. Δεν θέλω να παρέχεται κάποια εντύπωση έξωθεν, η οποία δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Όποιος να είναι, δεν επιτρέπεται να καθίσει εκεί, σ’ αυτά τα έδρανα.
Κυρία Κούρτοβικ, έχετε τον λόγο που ζητήσατε.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Πριν συνεχίσουμε τη διαδικασία των ενστάσεων, τις οποίες έτσι κι αλλιώς περιμένει το Δικαστήριό σας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήδη έχετε πει ότι θα πείτε ότι είναι πολιτικό έγκλημα. Το ακούμε.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Νομίζω ότι το ζήτημα είναι αρκετά ευρύτερο. Η ένσταση αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου σας για τη συζήτηση της προκείμενης υπόθεσης ή των προκείμενων υποθέσεων, έχει να κάνει όχι μόνο με το γεγονός ότι οι κατηγορίες, όπως εισάγονται ενώπιόν σας υπάγονται στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος κατά το Σύνταγμα και κατά το νόμο, αλλά έχει να κάνει και με την αντισυνταγματικότητα του νόμου, των διατάξεων του νόμου, με την οποία έρχεστε να δικάσετε.
Αντισυνταγματικότητα, την οποία οφείλουμε να θέσουμε κατ’ αρχήν και στα σημεία της και θα επιφυλαχθούμε κ. Πρόεδρε για την ανάπτυξή της στη συνέχεια της διαδικασίας, γιατί είναι ένα ζήτημα το οποίο, κατά τη γνώμη τουλάχιστον των συναδέλφων μου, έπεται του ζητήματος του πολιτικού εγκλήματος. Παρ’ όλα αυτά, το κλίμα υπό το οποίο ψηφίστηκε ο νόμος 2928 και απετέλεσε νόμο της πολιτείας μας, του δικαιϊκού μας συστήματος, είναι ένα κλίμα το οποίο αξίζει να το σημειώσουμε και να το υπενθυμίσουμε σε αυτή την αίθουσα.
Είναι ένας νόμος ο οποίος κατακρίθηκε σαν αντισυνταγματικός, ένας νόμος ο οποίος κατακρίθηκε ως αντίθετος με τη δικαιοπολιτική μας τάξη, είναι ένας νόμος ο οποίος καταγγέλθηκε από ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου, καταγγέλθηκε από όλους σχεδόν, από όλον σχεδόν το νομικό, τον επιστημονικό κόσμο της χώρας, οδήγησαν οι διαδικασίες επεξεργασίας του σχεδίου και οι διαδικασίες ενώπιον της νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής -κ. Μαρκής ήταν και μέλος και τα ξέρει καλύτερα από μένα και θα τα αντικρούσει βέβαια- οδήγησαν στην παραίτηση έξι τουλάχιστον ή επτά πιθανόν εκ των νομικών επιστημόνων και καθηγητών Πανεπιστημίου, οι οποίοι κλήθηκαν να συμβάλλουν στην επεξεργασία του σχεδίου, μεταξύ των οποίων νομίζω και ο κ. Αναγνωστόπουλος που βρίσκεται στα απέναντι έδρανα.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν ήμουν εγώ.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Κάπου πήρε το μάτι μου νομίζω το όνομα κατά λάθος.
Του κ. Πανούση, του κ. Μανωλιδάκη, του κ. Παρασκευόπουλου, του κ. Αργυρόπουλου, του κ. Παπαχαράλαμπους, του κ. Αργύρη Καρρά. Οδήγησε ακόμα στην αποχώρηση των δύο εκ των τεσσάρων κομμάτων της Βουλής από την Βουλή, κατά την συζήτηση και κατά την ψήφιση του νόμου.
Είναι ένας νόμος λοιπόν, ο οποίος με όλα αυτά τα στοιχεία, ψηφίστηκε, απετέλεσε Δίκαιο, είναι όμως απονομιμοποιημένος στη συνείδηση των πολιτών, είναι απονομιμοποιημένος πρώτα απ’ όλα στη συνείδηση του νομικού μας κόσμου. Ιδιαίτερο στοιχείο στην αντισυνταγματικότητα, το οποίο κατακρίθηκε ως αντισυνταγματικό στις διατάξεις του νόμου, ήταν αυτό που αφορούσε την αρμοδιότητα.
Ο νόμος στις διατάξεις περί αρμοδιότητας. Ο νόμος εισήγαγε διατάξεις οι οποίες καταργούσαν το τεκμήριο αρμοδιότητας, το οποίο καθιερωνόταν από το Σύνταγμα με το άρθρο 97, ένα τεκμήριο αρμοδιότητας που ακολουθεί τα ελληνικά Συντάγματα από το 1844, υπέρ των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων. Υπέρ της παρουσίας των λαϊκών Δικαστών, αυτού που εύστοχα αποκλήθηκε «της κοινωνικής σοφίας του πολίτη›, στις διαδικασίες απονομής της δικαιοσύνης.
Ανέτρεψε λοιπόν ο νόμος το τεκμήριο αυτό αρμοδιότητας υπέρ των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, στη σημασία των οποίων έχετε αναφερθεί κι εσείς κ. Πρόεδρε, με τη γνωστή σας εισήγηση, ανέτρεψε το τεκμήριο αρμοδιότητας, υπέρ των Τριμελών Εφετείων, κατά τρόπο ο οποίος ξεπερνούσε ή και παραβίαζε τη συνταγματική εξουσιοδότηση, ήταν εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 του άρθρου 97, διότι απέσπασε από την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών, το σύνολο σχεδόν των εγκλημάτων του Ποινικού Κώδικα, για να τα υπαγάγει στα Τριμελή Εφετεία, υπό τους όρους υπό τους οποίους τα απέσπασε, τα απέσπασε όχι ως κατηγορίες εγκλημάτων, αυτό που είχε την συνταγματική εξουσιοδότηση για να κάνει αλλά ως κατηγορίες εγκληματιών, με βάση δηλαδή την κατά μόνας ή κατά συναυτουργία τέλεση της πράξης, απέσπασε αδικήματα για τα οποία υπήρχε ήδη από το Σύνταγμα και από το νόμο, είχε ορισθεί ο φυσικός Δικαστής, με τρόπο κατά τον οποίο παραβιάζει και τις διατάξεις περί φυσικού Δικαστή, τις διατάξεις του άρθρου 8 του Συντάγματος.
Η αντισυνταγματικότητα δε των διατάξεων του νόμου, η αναρμοδιότητα μάλλον του Δικαστηρίου σας, στη δεδομένη περίπτωση, με εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 1 του 2928, προκύπτει κιόλας, ανακύπτει και για έναν πρόσθετο λόγο, το γεγονός ότι για το σύνολο σχεδόν των πράξεων τις οποίες καλείστε να δικάσετε, έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη, έχει ήδη σχηματισθεί δικογραφία, και έχει ορισθεί ο φυσικός Δικαστής, ο οποίος είναι αυτός του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, ο οποίος είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, και η απόσπαση από την αρμοδιότητα αυτού, συνιστά και πάλι παραβίαση των Συνταγματικών διατάξεων περί του φυσικού Δικαστή και γι’ αυτόν τον λόγο, το Δικαστήριό σας είναι αναρμόδιο να δικάσει.
Οι ενστάσεις οι οποίες θα προβληθούν και θα αναπτυχθούν στη συνέχεια φαντάζομαι από τους συναδέλφους μου, εγώ θα περιοριστώ στον έτερο λόγο για τον οποίο το Δικαστήριό σας είναι αναρμόδιο. Υποστηρίζουμε ότι οι πράξεις τις οποίες καλείστε να δικάσετε, όπως περιγράφονται στο παραπεμπτικό βούλευμα, όπως εισάγεται η κατηγορία, είναι πράξεις οι οποίες έχουν χαρακτηριστικά πολιτικά και υπάγονται υπό την έννοια αυτή, στην κατηγορία των πολιτικών εγκλημάτων, όπως ορίζονται στο Εφετικό μας Δίκαιο.
Να επισημάνω και να σημειώσω ότι θέτω αυτά τα ζητήματα κατ’ αρχήν, την ένσταση την οποία θέτω, ως Συνήγορος του Δημήτρη Κουφοντίνα και μόνον, σ’ αυτή τη φάση, και επικαλούμαι εν προκειμένω, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εμφανιζόμενος στη Γενική Ασφάλεια στις 5/9 του προηγουμένου χρόνου, αυτοβούλως, και θέτοντας τον εαυτό του στη διάθεση των Αρχών και της Δικαιοσύνης, για να είναι σαφές ότι έθεσε τον εαυτό του προ των ποινικών ευθυνών, κάτι που συχνά προβάλλεται από διάφορα μέρη και παράγοντες αυτής της δίκης και κυρίως από τον δημοσιογραφικό κόσμο, έθεσε λοιπόν εαυτόν στη διάθεση των Αρχών και της Δικαιοσύνης, δηλώνοντας ότι αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για τη δράση της Οργάνωσης, τη δραστηριότητα της οποίας καλείστε να κρίνετε.
Ότι αναγνωρίζει και αποδέχεται τη συμμετοχή του σε αυτή την Οργάνωση και ότι τη συμμετοχή του σε αυτή την Οργάνωση, τη στάση του και την όποια ανάπτυξη δράσης μέσα σε αυτήν, είναι δικό σας θέμα να το αποδείξετε, έκανε στα πλαίσια των πολιτικών και ιδεολογικών του πεποιθήσεων, της πεποίθησής του για την ανάγκη ανατροπής του πολιτικού συστήματος και εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος σοσιαλιστικού, με διαδικασίες ¶μεσης Δημοκρατίας, αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλισμού, με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, τουλάχιστον όπως ελπίζω να αποδίδω ακριβώς την διατύπωση κ. κατηγορούμενε. Δήλωση που πιστεύω ότι έθετε, τοποθετούσε τη δική του θέση, τη δική του σχέση με την κατηγορία.
Σύμφωνα λοιπόν με το βούλευμα που εκδόθηκε, παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι για τις πράξεις που αναφέρονται σε αυτό, και κρίνεται το ζήτημα του πολιτικού εγκλήματος, το οποίο ήδη η Υπεράσπιση είχε βάλει και με τα υπομνήματά της και με τις ενστάσεις που προβάλλαμε στη διάρκεια της φάσης εκείνης της προδικασίας.
Λέει λοιπόν το βούλευμα υιοθετώντας εν προκειμένω την Εισαγγελική πρόταση, ότι «πολιτικό έγκλημα είναι το έγκλημα το οποίο απευθύνεται αμέσως κατά της πολιτείας και τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της καθεστηκυίας τάξης› και, αφού προβαίνει σε μια σειρά από σκέψεις για τον τρόπο με τον οποίο τελέστηκαν οι πράξεις, σημειώνει ότι «συνεπώς›, καταλήγει, «τρομοκρατικές ενέργειες που έπληξαν αθώα θύματα ή προκάλεσαν κίνδυνο σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, συνδυαζόμενες μάλιστα με ληστείες, κλοπές κτλ., δεν αποτελούν πολιτικά εγκλήματα, αλλά συγκροτούν αδικήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου›. Με βάση τη μείζονα σκέψη, δεν αποτελούν πολιτικά εγκλήματα, αλλά εγκλήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου, αυτά που διέπραξαν οι κατηγορούμενοι και αυτά για τα οποία παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι.
Με τις σκέψεις αυτές, το βούλευμα υπέπεσε σε μία σειρά από σφάλματα. Πρώτο σφάλμα, πρώτη επισήμανση, είναι ως προς τη χρήση της έννοιας του τρομοκρατικού εγκλήματος. Η έννοια της τρομοκρατίας δεν υπάρχει στο δικό μας Δίκαιο, δεν υπάρχει στο δικό μας Ποινικό Δίκαιο, βεβαίως και θα προβάλλει η Πολιτική Αγωγή τη σύμβαση του νόμου 1789 -έχουν προστεθεί πιθανόν και άλλες στη συνέχεια- περί έκδοσης, στην οποία αναφέρονται και προσδιορίζονται τρομοκρατικά εγκλήματα, μόνον όμως, όπως και από πλευράς της έχει επισημανθεί, για τις ανάγκες της έκδοσης, και μόνο στα πλαίσια αυτής της συγκεκριμένης δηλαδή σύμβασης, της διεθνούς σύμβασης. Δεν υπάρχει λοιπόν στο δικό μας Δίκαιο, δεν υπάρχει στον δικό μας ποινικό νόμο, δεν τυποποιείται το τρομοκρατικό έγκλημα, δεν υπάρχει ο ορισμός της τρομοκρατίας.
Δεν υπάρχει ο ορισμός της τρομοκρατίας πράγμα το οποίο αναγνωρίζει και η ίδια η εισαγγελική πρόταση ως το σημείο αυτό, το ότι δηλαδή δεν υπάρχει αποδεκτός ορισμός στο εσωτερικό Δίκαιο ούτε ως προς την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, ούτε ως προς την έννοια της τρομοκρατίας.
Εφόσον δεν υπάρχει τέτοια κατηγορία εγκλημάτων δεν μπορεί να υπάρχει και παραπομπή με βάση τέτοιου είδους διατάξεις. Η παραπομπή με τέτοιου είδους διατάξεις και τέτοιου είδους χαρακτηρισμό, συνιστώντας κατηγορία εγκλήματος η οποία δεν υπάρχει στο νόμο προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 14 του Ποινικού Κώδικα και στις διατάξεις βεβαίως του άρθρου 7 του Συντάγματος.
Η δεύτερη επισήμανση ως προς το βούλευμα που θα πρέπει να γίνει είναι ότι έχουμε έναν όρο «την τρομοκρατία› ο οποίος δεν είναι όρος νομικός. Είναι όρος πολιτικός. Είναι όρος πολιτικός και πολιτική είναι η συζήτηση γύρω από τον ορισμό της τρομοκρατίας, πολιτικές είναι οι σκοπιμότητες τις οποίες εξυπηρετεί.
Τα λέω αυτά κ. Δικαστές όχι αναφερόμενη στις απόψεις του κατηγορούμενου, όχι αναφερόμενη στις φτωχές απόψεις τις δικές μου, δεν είμαι επιστήμονας. Είμαι νομικός της μαχόμενης δικηγορίας. Αναφέρομαι στις απόψεις της καθηγήτριας της κας Συμεωνίδου Καστανίδου, αναφέρομαι στις απόψεις της εγκληματολογίας του κ. Γιάννη Πανούση όπως έχουν εκφραστεί σε άρθρα σε επίσημα νομικά περιοδικά και σε επανειλημμένες θα έλεγα δηλώσεις τους, άρθρα τα οποία και θα προσκομίσουμε στη συνέχεια στο Δικαστήριο ή τουλάχιστον αύριο το πρωί κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Φοβάμαι ότι αύριο δεν θα είμαστε κανένας εδώ.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Την Τρίτη το πρωί, συγγνώμη. Υπήρχε μία φήμη κ. Πρόεδρε ότι επειδή είστε χαλκέντερος και έχετε εξαιρετικές αντοχές ότι θα δικάζαμε και τα Σάββατα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν επεκτείνω τις δικές μου αντοχές και στους άλλους. ¶λλωστε θα είμαι και βασανιστικός εάν το πράξω.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Είναι γεγονός.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σέβομαι πολύ τον κάματο των κ.κ. Δικηγόρων και φυσικά δεν πρόκειται εγώ να πιέσω για κάτι διαφορετικό από αυτό που επιτρέπει ο νόμος.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Είναι πολιτικός ο χαρακτηρισμός της έννοιας «τρομοκρατία› είναι πολιτικός ο όρος και είναι πολιτικές οι σκοπιμότητες τις οποίες εξυπηρετεί και είναι σαφές ή για να το κάνουμε σαφές καμία νομική τάξη σε όλη την Ευρώπη σήμερα δεν έχει επιχειρήσει και δεν έχει αποτολμήσει να χαρακτηρίσει τρομοκρατικά στα πλαίσια του Ποινικού της Δικαίου εγκλήματα όπως ο βομβαρδισμός ενός άμαχου πληθυσμού από μία χώρα η οποία δεν έχει κηρύξει τον πόλεμο, από τα αεροπλάνα μιας χώρας η οποία δεν έχει κηρύξει τον πόλεμο.
Καμία νομοθετική τάξη δεν σκέφτηκε και δεν επιχείρησε να χαρακτηρίσει ως τρομοκρατικές τις μαζικές απελάσεις με τον τρόπο που γίνονται μεταναστών και με τρόπο που οδηγεί μία πλειάδα, μία πληθώρα ανάμεσά τους στο θάνατο.
Καμία νομοθετική τάξη δεν έχει σκεφθεί μέχρι σήμερα να χαρακτηρίσει ως τρομοκρατικά εγκλήματα από αυτά που τελούνται κατά των μεταναστών για να έρθω και σε ένα οικείο αντικείμενο, εγκλήματα μαζικών δολοφονιών ή εκτελέσεων τόσο από πολίτες όσο και συχνά από ένστολους οι οποίες μάλιστα τις περισσότερες φορές μένουν και ατιμώρητες.
Βεβαίως θα μου πείτε ότι όλα αυτά τα εγκλήματα έχουν ακέραιη την ποινική του απαξία και τιμωρούνται επαρκώς από τις διατάξεις του Ποινικού Δικαίου. Μα και το πολιτικό έγκλημα θα σας απαντήσουμε, έχει ακέραιη την ποινική απαξία και τιμωρείται επαρκώς από τις διατάξεις του Ποινικού Δικαίου.
Η τρίτη παρατήρηση που θα είχα να κάνω σε σχέση με την χρήση του όρου «τρομοκρατία› είναι ότι όπως έχει παρατηρηθεί και πάλι όχι από τον κατηγορούμενο αλλά από Καθηγητές και πάλι θα επικαλεστώ τον κ. Μανωλεδάκη στην Ποινική Δικαιοσύνη την 1 του 2003 και την κα Συμεωνίδου Καστανίδου στην αντίστοιχη του 2001, οι έννοιες του πολιτικού εγκλήματος και της τρομοκρατίας συμπίπτουν. Υπ’ αυτήν επίσης την έννοια η εξαίρεση, η χρήση του όρου δεν οδηγεί στο να φωτίσει το Δικαστήριό σας δεν οδηγεί στο να φωτίσει και να διευκολύνει τις διαδικασίες απονομής της δικαιοσύνης.
Πολύ περισσότερο θα έλεγα ότι χρησιμοποιώντας τους όρους αυτούς το βούλευμα υποπίπτει σε μία ταυτοσημία, σε μια ταυτολογία. Μας λέει το βούλευμα ότι η τρομοκρατία είναι έγκλημα. Το έγκλημα δηλαδή είναι έγκλημα και επειδή είναι έγκλημα μας λέει δεν είναι πολιτικό. Νομίζω ότι αυτός ο συλλογισμός πάσχει. Λείπει η μείζον πρόταση και ως τέτοιος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός από το Δικαστήριό σας.
Πάσχει τέλος το βούλευμα διότι υιοθετεί με τις διατάξεις του, με το κείμενό του, στο κείμενό του την στενή αντικειμενική θεωρία για την προσέγγιση της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος, επικαλούμενη νομολογία την απόφαση του Αρείου Πάγου την 820/89 στην περίπτωση Ρασίντ, την 362/95 και την 827/1998, τρεις αποφάσεις επί ζητημάτων εκδόσεων οι οποίες έκριναν στην πρόσφατη νομολογία μας επιλέγοντας την στενή αντικειμενική θεωρία για τον προσδιορισμό του πολιτικού εγκλήματος.
Θα έλεγα ότι θα πρέπει να ξεκινήσουμε κάνοντας παραδοχές. Ο συνταγματικός νομοθέτης διατηρώντας το άρθρο 97, στην διάταξη του άρθρου 97 του Συντάγματος, την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών για το πολιτικό έγκλημα και διατηρώντας τον όρο πολιτικό έγκλημα θέλησε να διατηρήσει σαν μία διακριτή πολιτική κατηγορία, σαν μία διακριτή ποινική κατηγορία το πολιτικό έγκλημα.
Αναγνώρισε επομένως την δυνατότητα ανάπτυξης, ύπαρξης πολιτικής παραβατικότητας και σε συνθήκες φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αποδεχόμενος την ιστορικότητα του θεσμού και την δυνατότητα επομένως της ανατροπής του.
Όπως εύστοχα παρατηρήθηκε η αστική δημοκρατία δεν είναι -ή δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι είναι- το τελευταίο πολίτευμα στην πολιτική ιστορία της ανθρωπότητας, ούτε βεβαίως είμαστε σε θέση σήμερα να προδιαγράψουμε το μέλλον. Είναι όμως απολύτως αποδεκτό ακόμα και από τον συντακτικό νομοθέτη ότι υπάρχει δυνατότητα πολιτικής δράσης ενάντια αμφισβήτησης αυτού του πολιτεύματος, υπάρχει δυνατότητα ανάπτυξης πολιτικής δράσης ενάντια σε αυτό.
Διατήρησε λοιπόν ο συνταγματικός νομοθέτης την έννοια του πολιτικού εγκλήματος θέλοντας να διατηρήσει, όχι να εξαιρέσει από τις όποιες ποινικές διατάξεις, θέλοντας να διατηρήσει όμως την ιδιαίτερη ηθικοπολιτική, μια διακριτή ηθικοπολιτική διάσταση ποιότητας για τον πολιτικό εγκληματία.
Θα πρέπει επιπλέον να παρατηρήσουμε ότι το Σύνταγμα ρυθμίζοντας την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, ρυθμίζοντας γενικά τα ζητήματα τα οποία ρυθμίζει, δεν ρυθμίζει ιδεατές καταστάσεις, δεν επιχειρεί να ρυθμίσει σχολαστικιστικές νομικές έννοιες που προκύπτουν από κάποια βαθιά νομικά συγγράμματα αλλά ρυθμίζει κοινωνικές πραγματικότητες, κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες απτές στο επίπεδο της ιστορίας, της ιστορικής φάσης που διανύουμε.
Σαν τέτοιες, θα πρέπει επίσης, θα πρέπει επιπλέον να δεχθούμε ότι το Σύνταγμα δεν είναι δυνατόν να θεωρεί ότι ρυθμίζει υπό την έννοια του πολιτικού εγκλήματος καταστάσεις που δεν είναι δυνατόν να προκύψουν στο χώρο της πραγματικότητας, δεν είναι δυνατόν να προκύψουν στο χώρο της ιστορίας.
Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να δεχθούμε ότι μιλώντας το Σύνταγμα για το πολιτικό έγκλημα, μιλώντας ως συνταγματικός νομοθέτης για το πολιτικό έγκλημα έχει κατά νου διατάξεις, διαδικασίες, καταστάσεις προσβολής του ιδεατού θεσμού του πολιτεύματος οι οποίες δεν μπορούν να υπάρξουν στην πραγματικότητα.
Πρέπει να δεχθούμε ακόμα ότι το Σύνταγμα ρυθμίζοντας την έννοια του πολιτικού εγκλήματος δεν προσπαθεί να ρυθμίσει πράξεις ήσσονος ποινικής απαξίας, δεν προσπαθεί να ρυθμίσει πολιτική παραβατικότητα ήσσονος ποινικής σημασίας αλλά μέγιστης ποινικής απαξίας.
Γι’ αυτό το λόγο αναθέτει την εκδίκαση αυτής της μορφής πολιτικής παραβατικότητας στα Μικτά Ορκωτά. Διότι αν δεχθούμε ότι επιχειρούσε με την έννοια αυτή να ρυθμίσει καταστάσεις ήσσονος πολιτικής σημασίας θα πρέπει να δεχθούμε ότι η έννοια του πολιτικού εγκλήματος υπό μία τέτοια διάσταση θα μπορούσε να αντιστοιχεί μόνο στην παραβίαση που συνιστά η συμμετοχή σε μία απαγορευμένη διαδήλωση ή προβολή απαγορευμένων θέσεων μέσω μιας προκήρυξης ή ενός site στο internet αυτό που αντίστοιχα σήμερα παραπέμπεται στα αγγλικά Δικαστήρια σε βάρος ενός Έλληνα ως κατηγορία γιατί βρέθηκε στα χαρτιά του ή στα βιβλία του, πιθανόν το βιβλίο – η γνωστή περίπτωση κ. Πρόεδρε – παραπέμπεται ένας Έλληνας με τον αγγλικό αντιτρομοκρατικό νόμο, διότι βρέθηκαν στα χέρια του υλικό, βιβλία και προκηρύξεις και άρθρα κλπ. Τις προκηρύξεις τις έχουν όλοι οι συνήγοροι, φαντάζομαι κι εσείς όπως τις έβγαλε ο ΚΑΚΤΟΣ και θεωρήθηκε αυτό ότι είναι εγκωμιασμός ή προτροπή πιθανόν, σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος. Σε αγγλικό Δικαστήριο για προτροπή. Δεν υπάρχει σε μας ευτυχώς. Είμαστε ακόμη πολύ μακριά από τις εξελίξεις τις ευρωπαϊκές πάνω σε αυτά τα ζητήματα.
Θα πρέπει τέλος να δεχθούμε ότι με τις διατάξεις του άρθρου 97 το Σύνταγμα δεν προσπάθησε να ρυθμίσει τις περιπτώσεις κατάλυσής του. Δεν νοείται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης υπήγαγε σε αυτή την διακριτή ηθικοπολιτικής σημασίας ομάδα του πολιτικού εγκλήματος, εκείνους και μόνο τους εγκληματίες, εκείνους και μόνο τους παραβάτες οι οποίοι θα επιχειρούσαν να ανατρέψουν το πολίτευμα με πραξικόπημα -γιατί μόνο γι αυτή την περίπτωση πρόκειται- διάταξη η οποία σε αυτή την περίπτωση θα ήταν και περιττή. Διότι πραξικόπημα όπως και επανάσταση που επικράτησε δεν έχει ανάγκη από τις συνταγματικές διατάξεις, για να ρυθμίσει τα κατ’ αυτήν και δεν χρησιμεύει η ρυθμιστική ικανότητα του Συντάγματος όταν αυτό καταλύεται.
Η πολιτική παραβατικότητα είναι μία ιστορική πραγματικότητα όπως και αυτή της χρήσης της βίας. Ιστορική πραγματικότητα που υπάρχει από τότε που γεννήθηκε η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία την οποία αναγνωρίζει η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία σαν τέτοια. Μια διαφορετική θεώρηση θα έλεγα ότι θα ήταν ανιστορική.
Θα ήταν ανιστορικό επίσης θα έλεγα να θεωρήσουμε ότι στα πλαίσια της ανάπτυξης αυτής της πολιτικής παραβατικότητας στα πλαίσια της ανάπτυξης, της τέλεσης των πολιτικών εγκλημάτων είναι δυνατό να θεωρούνται σαν πολιτικά εγκλήματα μόνο αυτά τα οποία είναι αμιγή πολιτικά εγκλήματα, μόνο αυτά τα οποία είναι απλά και μόνο ιδεολογικά εγκλήματα. Το πολιτικό έγκλημα μπορεί να υφίσταται σε τέτοιο μόνο εφόσον είναι σύνθετο. Μόνο υπ’ αυτή την έννοια.
Με βάση τα προηγούμενα λοιπόν να επανέλθουμε στην έννοια της στενής αντικειμενικής θεωρίας την οποία υιοθετεί το Σύνταγμα, υιοθετεί το βούλευμα για να δούμε εάν και κατά πόσο υπό το πνεύμα, υπό αυτές τις σκέψεις μπορεί να είναι μία θεωρία την οποία μπορεί σήμερα να χρησιμοποιεί η νομική επιστήμη, να χρησιμοποιεί πολύ περισσότερο η δικαιοσύνη για να προσεγγίσει τις πολιτικές πραγματικότητες και να κρίνει πάνω στα ζήτημα που φέρονται ενώπιόν της.
Παρατηρείται ότι η στενή αντικειμενική θεωρία είναι μία θεωρία την οποία προσεγγίσει, η οποία υπάρχει στην Ελλάδα μόνο ως δικαστική, νομολογιακή επιλογή. Ολόκληρη σχεδόν η θεωρία αφίσταται αυτής της προσέγγισης και προσεγγίζει την έννοια του πολιτικού εγκλήματος είτε με την έννοια, είτε υπό τις διαστάσεις της υποκειμενικής θεωρίας, είτε υπό τις διαστάσεις της ευρείας αντικειμενικής, είτε πολύ περισσότερο με κριτήρια μικτά, υποκειμενικά και αντικειμενικά. Συγγνώμη κ. Πρόεδρε μία διακοπή για να ψάξω να το βρω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν γεννάται θέμα. Αλίμονο!
Παρακαλώ.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Όταν προβάλλεται ο ισχυρισμός περί πολιτικού εγκλήματος, θα παρακαλούσα τους συναδέλφους της Υπερασπίσεως να διευκρινίζουν εάν εννοούν ότι όλα τα εγκλήματα τα οποία απευθύνονται στους εντολείς τους είναι πολιτικά, γιατί το κατηγορητήριο έχει ληστείες, έχει κλοπές, έχει πλαστογραφίες ή αν εννοούν τινά εξ αυτών και σε καταφατική περίπτωση.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όλα είπαν.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτό δεν το ζητώ διότι επειδή εμείς εκπροσωπούμε συγκεκριμένους εντολείς του οποίους αφορούν συγκεκριμένα εγκλήματα, να ξέρουμε εάν η επιχειρηματολογία περί πολιτικού εγκλήματος αφορά εμάς και εμάς ή ποιους αφορά. Είναι 75 υποθέσεις και μερικές εκατοντάδες εγκλημάτων.
Εάν λοιπόν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι όλα αυτά είναι πολιτικά, θα παρακαλούσα να διευκρινίζετε γιατί η κλοπή ενός αυτοκινήτου είναι πολιτικό έγκλημα ή η ληστεία στα ΕΛΤΑ ή στην Τράπεζα και ούτω καθεξής, η επ’ αφορμή αυτή στη δολοφονία και ούτω καθεξής για να ξέρουμε κι εμείς επιστημονικά αν υπάρχουν, ποια είναι τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλονται για να ενδυθούν τα εγκλήματα αυτά με πολιτική περιβολή.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε κ. Αναγνωστόπουλε.
κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: (Εκτός μικροφώνου)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα το διευκρινίσει η κ. Κούρτοβικ. Κύριε Παρασκευόπουλε όταν θα έρθει η ώρα σας θα τα εξηγήσετε όλα, αλλά για την ώρα είναι της κ. Κούρτοβικ ο λόγος.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Όπως λοιπόν παρατηρείται από τους συγγραφείς εκείνους που προσέγγισαν θεωρητικά το ζήτημα και αναφέρομαι στα συγγράμματα του κ. Λοβέρδου αφενός και στο πολύ ενδιαφέρον έργο του διδάκτορα του κ. Δημήτρη Μπελαντή -γνωμοδότησή του θα σας καταθέσω στη συνέχεια κ. Πρόεδρε- πάνω στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος νομίζω ότι είναι το πιο σημαντικό έργο, το πιο ολοκληρωμένο που έχει βγει πάνω στη έννοια του πολιτικού εγκλήματος.
Παρατηρείται λοιπόν ότι η επιλογή της στενής αντικειμενικής θεωρίας για την προσέγγιση του πολιτικού εγκλήματος είναι μία επιλογή η οποία είναι καθαρά δικαστική, νομολογιακή η οποία δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες της πραγματικότητας, η οποία οδηγεί σε ένα υπέρμετρο περιορισμό της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος και η οποία δεν μπορεί να γίνει δεκτή διότι περιορίζει ακριβώς όπως έλεγα πριν στις αρχικές μου σκέψεις, περιορίζει την έννοια του εγκλήματος του πολιτικού μόνο στο πραξικόπημα, στην περίπτωση του πραξικοπήματος ή της επανάστασης.
Η προσέγγιση όμως αυτή δέχεται και πλήγματα και από την ίδια την νομολογία μας. Δέχεται πλήγματα από την ίδια τη νομολογία μας διότι συχνά και στις ίδιες τις αποφάσεις που επικαλείται το βούλευμα ως νομολογία παρουσιάζονται μειοψηφίες, ισχυρές μειοψηφίες Δικαστών οι οποίοι τείνουν να υιοθετήσουν το υποκειμενικό κριτήριο ή και το υποκειμενικό κριτήριο για την προσέγγιση της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος και αναφέρομαι στην απόφαση την 827/1998 που υπάρχει μειοψηφία αποδεχόμενη την υποκειμενική διάσταση.
Υποκειμενικά κριτήρια παρεισφρήουν και στην απόφαση την 820/1989 τη βασική απόφαση την οποία επικαλείται το βούλευμα, είναι η απόφαση η οποία αποφάσισε επί της εκδόσεως του Ρασίντ, αν θυμάμαι καλά, η οποία έκρινε το ζήτημα επί διαφορετικών βάσεων όμως από αυτές οι οποίες ενυπάρχουν στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος, έστω και αν πρόταξε τον κατά τη στενή αντικειμενική θεωρία ορισμό, αποδεχόμενη δε η συγκεκριμένη απόφαση η 8820/1989 τον χαρακτήρα της δράσης του εκζητούμενου κατηγορούμενου του Μοχάμεντ Χαμντάν Ι Ρασίντ, ως δράση υπέρ της ελευθερίας. Δράση υπέρ της ελευθερίας, η οποία πρόσβαλε βεβαίως ιδιωτικά έννομα αγαθά, σαν δράση όμως υπέρ της ελευθερίας.
Ισχυρή μειοψηφία υπήρχε και στην απόφαση του 1260/1987 επί της εκδόσεως του Ιταλού μέλους επίσης Αριστερών ανατρεπτικών Οργανώσεων του Φολίνι έκρινε επί του πολιτικού εγκλήματος με την προσέγγιση της στενής αντικειμενικής θεωρίας, έχοντας όμως κι εκεί μειοψηφούντος ενός Δικαστού, ο οποίος θεώρησε εκεί –το γνωρίζει ο κ. Αναγνωστόπουλος- τη ληστεία ως πολιτικό έγκλημα, για το οποίο δεν έπρεπε, το οποίο έθετε κώλυμα εξ αυτού στην έκδοση του Ιταλού αναρχικού. Επρόκειτο περί ληστείας όπλου από αστυνομικό.
Σε δύο αποφάσεις πρόσφατες της ίδιας περιόδου του 1338/83 και την 789/1989 οι οποίες επιλέγουν την υποκειμενική θεωρία. Στην υποκειμενική θεωρία και μάλιστα με ευρεία έννοια, προκρίνει η απόφαση 1213/76 του Εφετείου Αθηνών του 1976 επί της υπόθεσης Πόλε. Ανατράπηκε βεβαίως η απόφαση αυτή η απόφαση αυτή, η οποία όριζε ως πολιτικό έγκλημα, εκείνο το οποίο ενόψει του κινήσαντος το δράση ελατηρίου που υπ’ αυτού επιδιωχθέντος σκοπού και της φύσεως των προσβληθέντων δικαιωμάτων, στρέφεται έστω και μόνο εμμέσως δέχεται εκείνη η απόφαση κατά της πολιτικής Οργάνωσης του κράτους και τείνει στην ανατροπή – αλλοίωση της κατά το ισχύον αυτό πολίτευμα καθεστηκυϊα τάξεως.
Η απόφαση αυτή βεβαίως ανατράπηκε με την αμέσως επόμενη απόφαση με την οποία εκδόθηκε ο Πόλε, απόφαση όμως η οποία εκδόθηκε, δεν μπορούμε να μην το θυμόμαστε, κατά την εξαιρετικά ισχυρή πίεση του γερμανικού παράγοντα, τόσο ισχυρή κ. Δικαστές, δεν θέλω να προσβάλω τις διαδικασίες απονομής της Δικαιοσύνης, αλλά όσοι ήμασταν σε θέση να παρακολουθούμε τότε, εκείνα τα γεγονότα, είναι γνωστό ότι ο εκζητούμενος από την αίθουσα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας, οδηγήθηκε κατ’ ευθείαν στο αεροδρόμιο, όπου τον περίμενε αεροπλάνο της γερμανικής στρατιωτικής –νομίζω- αεροπορίας, το οποίο και τον μετέφερε στη Γερμανία.
Νομίζω όμως ότι τις σχετικές νομολογιακές αναζητήσεις έλυσε εν προκειμένη η τελευταία επί ζητημάτων εκδόσεως απόφαση που έχει εκδοθεί από ελληνικό Δικαστήριο, η 2/1998 που αφορούσε την υπόθεση Μπιάνκο, την έκδοση του Ιταλού επίσης μέλους ανατρεπτικών Οργανώσεων, με την οποία το Συμβούλιο Εφετών της Αθήνας, έκρινε ότι ως πολιτικό έγκλημα, σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις του ελληνικού νόμου, θεωρείται αυτό που ενόψει των «ελατηρίων› που κίνησαν το δράση, του σκοπού που επιδιώχθηκε και της φύσης των δικαιωμάτων που προσλήφθηκαν, στρέφεται κατά της πολιτικής Οργάνωσης του κράτους και τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της καθεστηκυϊα τάξεως, κατά το πολίτευμα που ισχύει σε αυτήν.
Ως συναφές δε σύμφωνα με την απόφαση αυτή και κατά τις ίδιες διατάξεις, το έγκλημα εκείνο που τελεί σε τέτοια συνάφεια με άλλο, ώστε η προσβολή που γίνεται σε έννομο αγαθό, να έχει ως αποτέλεσμα την παρασκευή των μέσων για τη διάπραξη του πολιτικού εγκλήματος, με την έννοια που αναφέρθηκε ήδη.
Με αυτές τις μείζονες σκέψεις οδηγήθηκε το Εφετείο Αθηνών στην απόφασή του αυτή, η οποία δεν αναιρέθηκε, δεν αμφισβητήθηκε, επομένως από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, οδηγήθηκε στην κρίση, ότι τα εγκλήματα τα οποία είχε τελέσει και για τα οποία ζητείται η έκδοση του Ενρίκο Μπιάνκο, εγκλήματα τα οποία αφορούσαν συμμετοχή σε ανατρεπτική Οργάνωση και αφορούσαν ακόμη ληστείες κι άλλα συναφή αδικήματα, ήταν εγκλήματα πολιτικά και με την έννοια αυτή, απέρριψε το αίτημα έκδοσης και έληξε εκεί, χωρίς –όπως είπα- να προσολυθεί παραπέρα το ζήτημα και της έκδοσης του Ενρίκο Μπιάνκο και κατά τη γνώμη μου το ζήτημα του πολιτικού εγκλήματος, ή τουλάχιστον είναι η τελευταία λέξη στο ζήτημα του πολιτικού εγκλήματος, που παράγει η ελληνική νομολογία.
Θα ήθελα όμως να κάνω σε αυτό το σημείο μια παρατήρηση. Όλο το νομολογιακό υλικό που έχουμε για την προσέγγιση του πολιτικού εγκλήματος, είναι ένα υλικό, το οποίο συνδέεται πάντοτε και αποκλειστικά με την έκδοση. Σε καμία περίπτωση σε ζητήματα που αφορούν την πολιτική πραγματικότητα τη δική μας, σε καμία περίπτωση που αφορούν δικές μας ιστορικές πραγματικότητες, δεν χρειάστηκε τα Δικαστήριά σας να αντιμετωπίσουν την έννοια του πολιτικού εγκλήματος και ν’ αποφανθούν επ’ αυτής.
Είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριό σας, τα Δικαστήριά μας, θα κληθούν να αποφασίσουν πάνω σ’ ένα τέτοιο ζήτημα. Πιστεύω ότι θα πρέπει να λάβουν υπόψη όλες τις πλευρές.
Το Σύνταγμα σύμφωνα με τους θεωρητικούς οι οποίοι έχουν τοποθετηθεί επί του ζητήματος το Δημήτρη Μπελαντή, τον Ανδρέα Λοβέρδο, την κα Σιμωνίδου-Καστανίδου, Γιάννη Πανούση, τον Κώστα Μπέη στο πρόσφατο χτεσινό του προχθεσινό του άρθρο στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ› τον κ. Μανωλιδάκη στην εφημερίδα «ΑΥΓΗ› από 29/9/02, Μανωλοπούλου-Βαρβιτσιώτη σε κείμενο το οποίο νομίζω επικαλείται κατά κανόνα και η αντίθετη άποψη, τον κ. Ηλία Αναγνωστόπουλο, βεβαίως έχει διαφορετική άποψη νομίζω επί του θέματος εδώ, στο άρθρο του στην «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ› στις 14/3/01 η στενή αντικειμενική θεωρία δεν είναι πρόσφορη για την προσέγγιση του πολιτικού εγκλήματος, το οποίο πρέπει να προσεγγιστεί. Έχετε κ. Αναγνωστόπουλε μια τέτοια δήλωση, θα τη βρω και θα τη δούμε, θα το κοιτάξουμε στο διάλειμμα.
Να δούμε ποια είναι τα στοιχεία τα οποία έχουμε να κρίνουμε εν προκειμένω. Όπως προκύπτει από το βούλευμα, όπως προκύπτει από τις κατηγορίες όπως εκτίθενται στο βούλευμα και σημειώνω ότι οι κατηγορούμενοι δεν αποδέχονται αυτές τις κατηγορίες, δεν αποδέχονται την περιγραφή των πράξεων όπως έχουν στο βούλευμα, παρ’ όλα αυτά, με τον τρόπο τον οποίο αυτές οι πράξεις προκύπτουν από τις προκηρύξεις της Οργάνωσης, αλλά και με τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνονται στο βούλευμα, προκύπτει ότι πρόκειται για ενέργειες πολιτικές, εμπνεόμενες από κίνητρα πολιτικά, οι οποίες στρέφονταν κατά πολιτικών έννομων αγαθών, συχνά συνδεόμενων με τον πυρήνα του πολιτικού συστήματος, αγαθών τα οποία προβάλλονταν ως τέτοια και σκοπούσαν οι ενέργειες και η δραστηριότητα της Οργάνωσης όπως εκτίθεται στο βούλευμα και όπως προκύπτει από τις προκηρύξεις που μέρους τους αποτελούν αναγνωστέα έγγραφα και μέρος τους δεν αποτελούν και θα τις καταθέσουμε και θα τις επικαλεστούμε ενώπιον του Δικαστηρίου σας, στη διάρκεια της διαδικασίας, αποτελούν ενέργειες οι οποίες έγιναν για την εξυπηρέτηση σκοπών και στόχων, πολιτικής υφής, συνδεόμενων με την ανατροπή του πολιτικού συστήματος και την εγκαθίδρυση μιας άλλης τάξης πραγμάτων.
Ειδικότερα η συγκρότηση της Οργάνωσης είναι συγκρότηση μιας Οργάνωσης πολιτικής που συγκροτήθηκε στο κλίμα της αμφισβήτησης που δημιούργησαν οι αντιδικτατορικοί αγώνες και είναι χαρακτηριστικό ότι το βούλευμα τοποθετεί τη δημιουργία της Οργάνωσης, επηρεασμένο ακριβώς από τον πολιτικό της χαρακτήρα, την τοποθετηθεί –άγνωστο με ποια στοιχεία, δεν προκύπτει από την εισαγγελική πρόταση- στο 1973. Σε μια περίοδο δηλαδή στην οποία οι αντιδικτατορικοί αγώνες βρίσκονται σε έξαρση. Γιατί κ. Εφέτα;
(Διαλογικές συζητήσεις)