Πολιτική
Παρασκευή, 07 Μαρτίου 2003 23:07

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (7/3/2003) Μέρος 7/8

ΔΙΚΗ 17Ν

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 7 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 9:05

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

ΣΤ' ΜΕΡΟΣ

14:10 – 15:05

Ν. ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΟΣ: Αρκεί να τονίσω στο Δικαστήριό σας ότι κακουργήματα από τον νόμο για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας που αποτελούν κατ’ εξοχήν παράγοντα και κέντρο δράσης αυτών των εγκληματικών επιχειρήσεων δεν περιλαμβάνονται στον παρόντα νόμο.

Θεωρώ σε κάθε περίπτωση ότι είναι προβληματική η συγκρότηση, διότι δεν υπάρχει το στοιχείο της διάρκειας το οποίο θέλει ο νόμος. Δεν μπορείς να συγκροτήσεις κάτι το οποίο έχει ήδη διάρκεια από την έναρξη της συγκρότησής του.

Επίσης θα ήθελα να δείτε ότι υπάρχει κι ένα πρόβλημα με το θέμα της ένταξης. Ο νομοθέτης δεν επιλέγει τον όρο «συμμετοχή› ο οποίος θα μας διευκόλυνε. Θέτει το θέμα της ένταξης, το οποίο δεν είμαι απ’ αυτούς που θα σπεύσω να σας πω ότι είναι στιγμιαίο το αδίκημα, πάντως θα μπορούσε να δώσει κι αυτό μια γραμματική λαβή για να υποστηριχτεί κι αυτή η θεωρία.

Θα έλεγα λοιπόν ότι έχουμε φτάσει στα εξής σημεία, τα οποία αν θέλετε συντείνουν προς την αντισυνταγματικότητα του νόμου. Το πρώτο θέμα είναι το θέμα της αοριστίας του νόμου. Θα μου επιτρέψετε και χωρίς να θέλω να υπερβώ τον παρόντα χρόνο, να θέσω και κάποιο πρακτικό θέμα για να μπορέσω να διευκολύνω τη συζήτηση μαζί σας.

Το αθλητικό Σωματείο «ΔΟΞΑ› έχει ιδρυθεί το 1980. Έχει 200 μέλη και είναι οργανωμένο, έχει Γενική Συνέλευση και Διοικητικό Συμβούλιο. Ο χ, ο οποίος έχει πρόθεση να τελέσει 3 ληστείες ώστε να μαζέψει 1 εκ. Ευρώ για να μπορέσει να κάνει τη ζωή του, εντάσσεται ως μέλος στο ανωτέρω Σωματείο.

Πολύ φοβάμαι ότι αν πάμε τώρα ξανά στο άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα το Σωματείο «ΔΟΞΑ› είναι μια εγκληματική Οργάνωση δεδομημένη, έχει διαρκή δράση, σαφέστατα είναι ομάδα και έχει πάνω από 3 πρόσωπα. Ο δε εντασσόμενος σαφέστατα θέλει να τελέσει τα αδικήματα που προβλέπει ο 187.

Νομίζω ότι θα συμφωνήσετε ότι στο ποινικό δίκαιο το πρωτείο ανήκει στην γραμματική ερμηνεία. Διότι πρέπει ακριβώς να αποδίδει ότι καταλαβαίνει ο λαός. Ο πολίτης πρέπει να ξέρει τι θα κάνει και θα τιμωρηθεί και πόσο θα τιμωρηθεί αν κάνει κάτι.

Υπήρξε ένα σοβαρό πρόβλημα στη Βουλή, στα πρακτικά, τα οποία είναι στη διάθεσή σας όποτε τα χρειαστείτε, φαντάζομαι ότι τα έχετε ήδη, με το «και επιδιώκει τη διάπραξη› ή το «που επιδιώκει τη διάπραξη›. Η κα Μπενάκη επέμενε καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης να αλλάξει η διατύπωση του νόμου και να μπει «που επιδιώκει τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων.

Τελικώς ο νομοθέτης αυθεντικά από τα πρακτικά, σχήμα λόγου είναι το «αυθεντικά› φυσικά, στη σελίδα 962 των πρακτικών της 6.6.2001, ο κ. Σταθόπουλος απαντάει:

¶ρθρο 1. Στην πρώτη παράγραφο δεν θα προτείνω καμία αλλαγή. Πρόσεξα πάρα πολύ την αγαπητή συνάδελφο και στην Νομική Σχολή, την αντιπρόεδρο της Βουλής κα Μπενάκη, την επιμονή της να αλλάξουμε το «και επιδιώκει› σε «που επιδιώκει›.

Είναι ενσυνείδητο ότι βάλαμε «και επιδιώκει›. Ποιος; Αυτός που συγκροτεί ή μετέχει, το μέλος. Το μέλος θέλουμε να έχει άμεσο δόλο πρώτου βαθμού. Όχι άλλο μέλος, το μέλος το οποίο κατηγορείται. ¶ρα με βάση αυτά η αθλητική ομάδα «ΔΟΞΑ› αποτελεί σαφέστατα πεδίο εφαρμογής του άρθρου 187.

Βεβαίως, επειδή τα προβλήματα αυτά έχουν επισημανθεί στο συνέδριο, στο οποίο δεν θυμάμαι όλους τους δικαστές, αλλά είσαστε ομιλητής κ. Πρόεδρε στα πλαίσια του οργανωμένου εγκλήματος του προγράμματος «ΦΑΛΚΟΝΕ›, ο κ. Μυλωνόπουλος ο καθηγητής, θεώρησε ότι είναι αναπόφευκτη η τελολογική συστολή του νόμου ώστε να περιλάβει μέσα και το οικονομικό όφελος, διότι αλλιώς θα πάμε ακριβώς σε τέτοια παραδείγματα.

Βεβαίως ακόμα κι αν ερμηνεύσουμε τελολογικά, έχω την αίσθηση, ότι η αοριστία την οποία ανέφερα προς το Δικαστήριό σας, δυστυχώς δεν θεραπεύεται.

Ένα δεύτερο τμήμα το οποίο αφορά τον ίδιο τον νόμο, είναι το θέμα, τελικώς τι τιμωρεί αυτός ο νόμος. Θα μου επιτρέψετε πάλι ένα παράδειγμα. Οι Α, Β και Γ μετά από πολύωρη συζήτηση υπό τη διεύθυνση του Α, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως δεν τους εκφράζει η μορφή του πολιτεύματος και πως πρέπει να το ανατρέψουν.

Κατά την άποψή τους προσφορότερος στόχος είναι η ανθρωποκτονία 3 ή 4 πολιτειακών παραγόντων. Μετά από δύο χρόνια στην ομάδα εντάσσεται και ως μέλος και ο Δ, ο οποίος σαφέστατα συμφωνεί με όλα τα προηγούμενα. Δεν βλέπω κάποια πράξη. Έχουμε ξεφύγει από την ένωση ή από την συμφωνία. Είναι τρεις άνθρωποι οι οποίοι συζητούν, έχουν μια κοινή άποψη και ένας τέταρτος έχει επίσης την κοινή άποψη. Χωρίς να κάνουν τίποτα, επειδή ακριβώς ο νόμος έρχεται και ομολογουμένως αν θέλετε επικίνδυνες συμπεριφορές, οι οποίες όμως δεν θα μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να χαρακτηριστούν ούτε καν προπαρασκευαστικές κάποιου αδικήματος, τις τυποποιεί ως ποινικό φαινόμενο και τιμωρεί αυτούς τους ανθρώπους με 5-10 χρόνια επειδή αυτονοήτως συμφώνησαν κάτι και έχουν κάποια σκέψη στο μυαλό τους ή μια επιδίωξη.

Νομίζω λοιπόν ότι ως τετελεσμένο αδίκημα δεν θα μπορεί επ’ ουδενί να χαρακτηριστεί. Υπερβαίνει τα όρια της πράξης του άρθρου 14 και σίγουρα υπερβαίνει τα όρια της πράξης που απαιτεί το Σύνταγμά μας στο άρθρο 7.

Τελευταίο όσον αφορά το θέμα το 187 έτσι όπως πλέον μας το έχει δώσει ο νομοθέτης, πιστεύω ότι υπάρχει η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και κατά τρόπο πάρα πολύ σοβαρό.

Επιτρέψτε μου το τελευταίο παράδειγμα. Οι Α, Β και Γ αποφασίζουν να τελέσουν κλοπές διακεκριμένες σαφώς. Ο Α επιλέγει τους στόχους, ενώ οι Β και Γ αγοράζουν τα κατάλληλα εργαλεία, καθώς και όχημα ειδικού τύπου van.

Ήδη, κύριοι δικαστές, έχετε μια συγκροτημένη εγκληματική οργάνωση με τα μέλη της να τιμωρούνται 5-10 χρόνια. Αν την πρώτη φορά που πάνε να τελέσουν κιόλας τις κλοπές σε δύο καταστήματα ή σε δύο εταιρείες, γίνουν αντιληπτοί και συλληφθούν, το Δικαστήριό σας θα τους επιβάλλει μια ποινή 1-6 χρόνια.

Δηλαδή η τέλεση του ιδίου του εγκλήματος, η οποία δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως των δραστών, τιμωρείται πολύ ελαφρύτερα από την ίδια την σκέψη τελέσεώς τους. Αυτό νομίζω ότι υπερβαίνει την αναλογία, η οποία πλέον δεν χρειάζεται να προσφύγουμε στο άρθρο 2 του Συντάγματος, έχει καθιερωθεί πλέον και στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματός μας με την τελευταία του αναθεώρηση.

Νομίζω ότι για τους λόγους αυτούς θα πρέπει το Δικαστήριό σας και επειδή έτσι εισάγεται η κατηγορία, να μην εφαρμόσει το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα έτσι όπως διαμορφώθηκε με τον Ν. 2928 για τους τρεις λόγους αντισυνταγματικότητας τους οποίους ανέφερα.

Αυτό βεβαίως ως συνέπεια έχει, ότι δεν μπορείτε να εφαρμόσετε και τη διάταξη του άρθρου 4, αφού δεν υπάρχει κακούργημα του άρθρου 187 όπως το θέλει ο νέος νόμος και κατά συνέπεια αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Μικτό Ορκωτό.

Αν το Δικαστήριό σας δεχτεί ότι ο νόμος είναι συνταγματικός και προχωρούμε κανονικά -νομίζω ότι δεν θα σας απασχολήσω για πολύ ακόμα- ανακύπτει ένα τελευταίο ζήτημα αν μπορείτε να εφαρμόσετε τον νόμο 187 στη δράση των συγκεκριμένων κατηγορουμένων.

Θεωρώ ότι το θέμα της συγκρότησης είναι λυμένο, και λεκτικά είναι σαφώς στιγμιαίο έγκλημα. Το θέμα της συμμετοχής ή ένταξης, παρ’ όλο που για τους λόγους που σας είπα θα μπορούσε κάποιος να αντλήσει γραμματική ερμηνεία, δεν θα φτάσω εκεί, θεωρώ ότι είναι διαρκές το έγκλημα και δεν τίθεται ζήτημα. Ζήτημα όμως τίθεται ποιος νόμος θα εφαρμοστεί στα πλαίσια του διαρκούς.

Το ζήτημα αυτό δεν έχει λυθεί νομίζω με τρόπο που να μην επιδέχεται αμφισβήτηση. Υπάρχουν 2 ή 3 αποφάσεις των Δικαστηρίων σας, οι οποίες όλες βασίζονται στην ερμηνεία που δίνουν οι, Τούσης, Γεωργίου στην ανάλυση του Ποινικού Κώδικα και η οποία κατά την άποψή μου την οποία θα σας αναπτύξω αμέσως δεν είναι και σωστή.

Οι Τούσης και Γεωργίου ξεκινάνε από ένα άλλο διαφορετικό ζήτημα. Ομιλούν για μια πράξη η οποία κάποια στιγμή ο νομοθέτης αποφασίζει και την αναβιβάζει σε ποινικό αδίκημα. Κατά συνέπεια όταν πλέον θα υπάρξει η σύλληψη, όπως θέλετε, είναι βέβαιο ότι θα εφαρμοστεί ο νόμος που υπάρχει και αυτός θα είναι ένας νόμος, δεν θα είναι δύο.

Εδώ όμως επειδή δεν έχουμε τέτοια περίπτωση, έχουμε μια δράση -και δεν χρειάζεται να επαναλάβω στο Δικαστήριό σας ότι όσον αφορά τον Κωνσταντίνο Τέλιο το θέτω επειδή έτσι εισάγεται η κατηγορία, δεν υπάρχει τέτοιο θέμα, αυτό επί της ουσίας θα το ερευνήσετε αργότερα σαφώς- υπάρχει λοιπόν εδώ πέρα ένα ζήτημα που κατά την άποψή μου προσκρούει στο άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα, αλλά και στα άρθρα 7 παρ. 1 του Συντάγματος, 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 15 παρ. 1 του Διεθνούς Αυμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που έχει κυρωθεί με τον Ν. 2462.

Και συνίσταται στο εξής: το διαρκές έγκλημα όπως μας λέει η θεωρία, δεν είναι ένα μικτό έγκλημα, ένα αθροιστικό έγκλημα μερικοτέρων πράξεων. Είναι ένα αυτοτελές έγκλημα, το οποίο δεν μπορούμε να τεμαχίσουμε. Έχει μία αρχή, ένα τέλος και σαφέστατα έχει και μια διάρκεια.

Όταν το Σύνταγμά μας ομιλεί και λεει, ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης, ανακύπτει το ζήτημα κύριοι Δικαστές, εφόσον δεν μπορείτε να τεμαχίσετε το διαρκές έγκλημα σε επιμέρους πράξεις, χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι από το 1973, αλλά είναι και από το 1980 και το 1986 και το 1995 και αν θέλετε και το 2002, οπότε έχουμε και τη λήξη πλέον αυτής της δραστηριότητας, οπότε και θα έχουμε το θέμα της εφαρμογής του διαχρονικού Δικαίου.

Εφόσον δεν μπορείτε να τεμαχίσετε, δεν βλέπω τρόπο, πως θα προσπεράσουμε ακριβώς το 7 παρ. 1 του Συντάγματος. Τέλεση της πράξης υπήρχε κατά το διάστημα που εφαρμοζόταν η πλημμεληματική μορφή του 187.

Κατά συνέπεια έχω την εντύπωση -κι αυτό προτείνω και στο Δικαστήριό σας- στην περίπτωση που θεωρήσετε ότι είναι συνταγματικός ο νόμος, να κρίνετε περαιτέρω ότι έτσι όπως εισάγεται η κατηγορία στα πλαίσια του διαρκούς, ο μόνος νόμος που μπορεί να εφαρμοστεί ως συμβατός με το Σύνταγμά μας είναι το παλιό άρθρο 187 που είναι πλημμέλημα και κατά συνέπεια, αφού ελλείπει πάλι η προϋπόθεση του κακουργήματος του άρθρου 187 όπως θέλει ο νέος νόμος, να κηρύξετε εαυτόν αναρμόδιο και να παραπέμψετε την υπόθεση στο αρμόδιο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών που θα ορίσει ο κ. Εισαγγελέας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Ρουμελιώτης.

Π. ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ: Κύριοι Δικασταί, κατ’ αρχήν θα είμαι πάρα πολύ σύντομος, διότι πραγματικά έχει καλυφθεί το θέμα και δεν θα ήθελα να παραβιάζω ανοιχτές πόρτες. Σας λέω μόνο το εξής: ότι διατυπώθηκε ένα θέμα αν πράγματι εκείνοι οι οποίοι υποστηρίζουμε κατηγορουμένους οι οποίοι αρνούνται τη συμμετοχή τους και τη δράση τους ?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αφήστε το αυτό το θέμα.

Π. ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ: Να το αφήσω, δεν έχω αντίρρηση.

Θέλω μόνο να σας πω τελειώνοντας αυτό, στον κ. Εισαγγελέα, δεν υπάρχει αντινομία και δεν υπάρχει αντινομία λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ενόψει του ότι το κατηγορητήριο έρχεται με αυτόν τον τρόπο που έρχεται, είναι φυσικό να θέλει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος να δικαστεί από τον φυσικό του δικαστή. Κι ως εκ τούτου νομίζω ότι δεν πρέπει να προχωρήσω παραπάνω.

Σ’ εκείνο που όλοι συμφωνούμε, είναι σ’ αυτό που λέει το 97 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο λέει, ότι τα πολιτικά αδικήματα και τα κακουργήματα είναι εκείνα τα οποία δικάζονται από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Σ’ αυτό νομίζω δεν υπάρχει καμιά αμφισβήτηση από κανέναν από μας.

Εκείνο που θα έλεγα είναι ότι το ζητούμενο λοιπόν είναι αν πράγματι τα συγκεκριμένα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο δικός μου ο πελάτης θα έλεγα για να μην επεκτείνομαι και σ’ άλλους, αν είναι πραγματικά, κατ’ αρχήν αν είναι πολιτικά αδικήματα, με τον τρόπο βέβαια με τον οποίον εισάγονται ενώπιόν σας.

Πριν αρχίσω να αναλύσω γιατί πιστεύω ότι είναι πολιτικά αδικήματα, θα πάω στο συμπέρασμα και θα σας πω ότι έχω την άποψη ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο κ. Παπαναστασίου και τα οποία αρνείται διαρρήδην, είναι σύμφυτα πολιτικά αδικήματα με την έννοια ότι η εγκληματική ενέργεια προσβλέπει συγχρόνως στην πολιτική τάξη και στα κοινά δικαιώματα.

Έχω όμως την άποψη ότι επίσης, θα μπορούσε να θεωρηθεί, ότι είναι συναφή πολιτικά εγκλήματα, τα οποία υπάρχουν όταν η παράβαση του ποινικού κοινού Δικαίου διαπράττεται προς την διευκόλυνση ή την προπαρασκευή ενός απλού πολιτικού εγκλήματος, συνδεόμενη δια στενής σχέση σε ποιότητα με αυτό.

Που τα στηρίζω όλα αυτά. Θεωρώ ότι πράγματι εδώ ισχύουν αυτά τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται, είναι είτε σύνθετα, είτε συναφή πολιτικά αδικήματα. Είναι γεγονός κύριοι Δικαστές -και δεν θα ασχοληθώ καθόλου με τις θεωρίες αυτές γιατί θεωρώ ότι είναι γνωστές και δεν πρέπει να επανέλθω- ότι κανείς δεν θα έχει αντίρρηση από καμιά πλευρά της αίθουσας αυτής, ότι αυτά τα κίνητρα με τα οποία δημιουργήθηκαν αυτά τα αδικήματα, αυτά τα εγκλήματα αν θέλετε, είναι πολιτικά.

Αυτό δεν το λέω εγώ, αλλά νομίζω ότι και σε μια αποστροφή του λόγου του ο κ. Κεχαγιόγλου της πολιτικής αγωγής, δέχτηκε ότι τα αδικήματα αυτά είναι πολιτικά, είχαν πολιτικά κίνητρα. Να μην πω ότι δέχτηκε ότι ήταν πολιτικά, είχαν πολιτικά κίνητρα. Αυτό είναι κάτι το οποίο νομίζω ότι δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.

Αν λοιπόν δεχτούμε την υποκειμενική θεωρία, τότε προφανώς θα πρέπει να ασπαστείτε αυτή την άποψη και να δεχτείτε ότι είναι πολιτικά αδικήματα και να τελειώσει η ιστορία, θέτοντας βέβαια το στοιχείο της αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου με το οποίο εσείς δικάζετε.

Ένα δεύτερο που θα έλεγα είναι ότι ποια είναι όμως η υπάρχουσα αυτή τη στιγμή τάξη. Έχω την άποψη ότι τα αδικήματα αυτά για τα οποία η υπάρχουσα σήμερα στη δικαιοκρατική εξουσία της δικαιοσύνης άποψη σε σχέση με τα αδικήματα αυτά, είναι δύο. Η μία είναι αυτή η λεγόμενη μικτή θεωρία και η άλλη είναι αυτή η οποία είναι αντικειμενική θεωρία.

Ως δεν αναλύω τις έννοιες αυτές, τις θεωρώ γνωστές απ’ το Δικαστήριό σας, με την προσπάθεια να συντομεύσουμε τη διαδικασία και να μη μείνουμε στον τύπο. Υπάρχει βέβαια και αυτή η θεωρία του πολιτικού εγκληματία που είναι κοινώς ο ιδεολόγος, ο εξτρεμιστής, εκείνος ο οποίος είναι ο φανατικός και ο οποίος θεωρεί ότι οι πράξεις εκείνες τις οποίες κάνει, είναι εκείνες οι οποίες πρεσβεύουν τα ιδεολογήματά του.

Θα ήθελα να σας αναφέρω δυο-τρεις αποφάσεις, οι οποίες ουσιαστικά, έχω δηλαδή την άποψη αν θέλετε, ότι μέσα στο χρονικό περιθώριο από τότε που άρχισαν αυτές οι θεωρίες να εντάσσονται στο κλίμα της δικαιοσύνης που αφορά το δικό μας νομικό καθεστώς, ότι ουσιαστικά ίσχυε η μικτή θεωρία.

Αυτή ίσχυε με μικρές παραλλαγές τώρα στα τελευταία χρόνια που υπάρχουν κάποιες άλλες απόψεις. Και πράγματι δεν αντιλέγω ότι υπάρχουν κάποιες άλλες αποφάσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με την αντικειμενική θεωρία.

Σαν τέτοιες της μικτής θεωρίας σας λέω την υπ’ αριθμόν 90 του Αρείου Πάγου του 1906, η οποία είναι δημοσιευμένη στη Θέμιδα ΙΖ 230 που δόθηκε ως σύμφωνος με τη θεωρία αυτό ορισμός απ’ τον Εισαγγελέα τότε του Αρείου Πάγου τον κ. Τζιβανόπουλο, σύμφωνα με τον οποίο πολιτικά εγκλήματα είναι «τα σκοπόν άμεσο και κύριο έχοντα τη του καθεστώτος ανατροπή ή τη μεταβολή θεμελιώδους τινός βάσης του›.

Είναι δεδομένο μ’ αυτά ότι πράγματι έτσι ξεκίνησε να θεωρείται ότι πολιτικά αδικήματα είναι εκείνα τα οποία πράγματι έχουν σχέση, μάλλον αντιπροσωπεύονται απ’ την μικτή θεωρία. Στη συνέχεια είναι μια πολύ βασική απόφαση η οποία πράγματι ελέχθη σε εσάς και είναι αυτή η 1213 του 1976, του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία με τον τρόπο με τον οποίο πάρθηκε και η οποία πράγματι και εκείνη αποδίδει στην υπόθεση Πόλε πολιτικά αδικήματα σε θέματα έκδοσης και η οποία αφορά πράγματι μικτή θεωρία.

Είναι γεγονός ότι αυτή η απόφαση πράγματι όπως νομίζω είπαν και οι προηγούμενοι, ότι με απόφαση του Αρείου Πάγου αυτή η απόφαση πράγματι έπαψε να ισχύει. Εδώ όμως θα μου επιτραπεί να πω ότι το γεγονός ότι αυτό το οποίο ελέχθη ότι υπήρχε μία πειθαρχική δίωξη κατά των δικαστών, αμέσως μετά την έκδοση αυτής της απόφασης, καταλαβαίνετε ότι δημιουργεί συνειρμούς σε σχέση με το πόσο, εγώ θα το έλεγα κ. Εισαγγελεύ δημιουργεί κάποιους συνειρμούς σε σχέση με το πόσο η απόφαση αυτή η οποία είναι και μπούσουλας σήμερα, η απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου δηλαδή, η οποία είναι και μπούσουλας της αντικειμενικής θεωρίας, κατά πόσο αυτή η απόφαση ήταν έτσι ανεπηρέαστη από γεγονότα τα οποία οδηγούσαν κάποια στιγμή κάποιους δικαστές και μάλιστα κάποιους πάρα πολύ άξιους δικαστές, εκ των οποίων ένας τιμήθηκε και με τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας της χώρας μας, κατά πόσο οι απόψεις αυτές θα μπορούσαν να είναι ανεπηρέαστες από όλο αυτό το κλίμα το οποίο είχε δημιουργηθεί.

Εν πάση περιπτώσει αυτό το αφήνω στην κρίση σας και εσείς θα κρίνετε πάνω σ’ αυτό. Υπάρχει άλλη μία απόφαση, η οποία επιρρωνύει τις απόψεις τις δικές μας σε σχέση με την ύπαρξη της μικτής αυτής θεωρίας. Είναι η 2 του 1998. Αυτή προελέχθηκε προηγουμένως, είναι αυτή η υπόθεση η περίφημη πια, στην οποία πράγματι το Πενταμελές Εφετείο θεώρησε ότι ουσιαστικά είναι μικτή θεωρία.

Δεν θέλω να επαναλαμβάνω πράγματα τα οποία έχουν λεχθεί. Θα σας πω όμως το εξής: Ένα στοιχείο το οποίο αμφισβητήθηκε σφόδρα και στη θεωρία και στην νομολογία, είναι το γεγονός ότι αν η τρομοκρατία αποτελεί σήμερα πολιτικό αδίκημα.

Εδώ είναι ένα θέμα για το οποίο έχουν αναπτυχθεί πάρα πολλές απόψεις. Θα σας πω δυο-τρία πράγματα σ’ αυτό, τα οποία επιρρωνύουν την άποψη του ομιλούντος, ότι πράγματι η τρομοκρατία είναι κατ’ αρχήν κλασικό πολιτικό αδίκημα. Έτσι ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι και οι πράξεις αυτές δια τις οποίες κατηγορούνται είναι εκείνες οι οποίες προσδιορίζονται απ’ την έννοια του πολιτικού αδικήματος και συνακόλουθα το δικαστήριό σας είναι αναρμόδιο για την εκδίκαση της υποθέσεως αυτής.

Έρχομαι στο πρώτο κομμάτι το οποίο θέλω να σας πω και το οποίο λέει τα εξής: Αναφέρομαι στον κ. Λοβέρδο, ο οποίος Πανεπιστημιακός δάσκαλος το 1987 στο έργο του για την τρομοκρατία και το πολιτικό έγκλημα, πριν ακόμα ο κ. Λοβέρδος γίνει εκπρόσωπος της εκτελεστικής εξουσίας όπως έχει γίνει σήμερα.

Είναι δηλαδή γραψίματα, τα οποία έγιναν το 1987, όταν δεν υπήρχε επηρεασμός παρά μόνο σαν δάσκαλος. Τι λέει. Δεν θα σας πω τίποτα άλλο απ’ το βιβλίο αυτό, το οποίο πραγματικά συνταυτίζει την έννοια της τρομοκρατίας με την έννοια του πολιτικού αδικήματος. Δεν θα σας πω τίποτα άλλο απ’ αυτό που γράφεται σε μια έκδοση την οποία είδα, στο εξώφυλλο αυτού του συγκεκριμένου βιβλίο, στο οπισθόφυλλο μάλιστα.

Λέει ο κ. Λοβέρδος: «Στην περίπτωση πάντως της απολιτικοποίησης της τρομοκρατίας με το κριτήριο του ποινικού νόμου, αγνοείται αυτό που η ίδια η κατασκευή του πολιτικού εγκλήματος ομολογεί, ότι δηλαδή η έννοια της πολιτικής και του εγκλήματος δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά αντίθετα μπορούν να συνυπάρχουν.

Η πολιτική εγκληματική πράξη δηλαδή μπορεί να καταλογίζεται στο πολιτικό γίγνεσθαι και ταυτόχρονα να τιμωρεί το δράστη της για τα έννομα αγαθά που έχει προσβάλει›. Είναι λοιπόν μια άποψη η οποία κατατείνει πλήρως στο ότι είναι, ανεξάρτητα του τι σημαίνει πολιτικό έγκλημα, του τι σημαίνει πολιτικό αδίκημα, του πώς τιμωρείται, με ποιο τρόπο και αν έχει μια μεγαλύτερη ή μικρότερη νομική απαξία. Θα σας πω δε το εξής, ότι η μεγαλύτερη νομική απαξία?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλείται ο κύριος αναγνώστης της εφημερίδας ή να κλείσει την εφημερίδα ή να πάει κάπου αλλού να τη διαβάσει με την ησυχία του. Εδώ δεν ήρθαμε για να διαβάζουμε εφημερίδα. Είναι ακροατήριο. Σας παρακαλώ η ευπρέπεια διαταράσσεται κατ’ αυτό τον τρόπο. Εντάξει;

Π. ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ: Έτσι λοιπόν ανεξάρτητα ποια είναι η μεγαλύτερη, θα πω δε το εξής, ότι ιστορικά μεγαλύτερη νομική απαξία των πολιτικών αδικημάτων υπήρχε στα απολυταρχικά πολιτεύματα. Όσο τα πολιτεύματα αυτά γίνονταν δημοκρατικά, όσο πιο δημοκρατικό είναι το πολίτευμα, τόσο βέβαια μικραίνει η ποινική απαξία των δικαιωμάτων αυτών.