Β΄ ΜΕΡΟΣ
10:07 – 11:18
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είναι μόνο αυτό, καταλάβετε; Εκείνο είναι το πρόβλημα. Αλλά εδώ δεν τίθεται αυτό. Εδώ τίθεται απλώς μια τυπική σας είπα σήμερα ανάγνωση και πρέπει να προσέχετε τα λόγια μου. Αν θέλετε να προχωρήσει η διαδικασία γιατί άμα δεν θέλετε εντάξει, μπορείτε να λέτε οτιδήποτε.
Εμείς είπαμε θα κάνουμε μια τυπική ανάγνωση σήμερα και θα προχωρήσουμε στην ανάπτυξη μιας ενστάσεως που δεν ξέρουμε τελικά θα γίνει η δίκη εδώ πέρα ή δεν θα γίνει; Τι καθόμαστε λοιπόν και λέμε όλες τις λεπτομέρειες; Φέρτε τους μάρτυρες να τους αναγνώσω και τους δικούς σας.
Ο κ. Καλαντζής Δημήτριος, δικαστικός γραφολόγος, απών. Κατά Αλεξάνδρου Γιωτοπούλου, Κουφοντίνα Δημητρίου, Τζωρτζάτου και της Ελένης Αθανασιάδου. Το ίδιο εδώ πέρα, κατά των ίδιων. Γνωστοποιούμε τον μάρτυρα Καλαντζή Δημήτριο. Όλα τα ίδια είναι. Ο ίδιος μάρτυρας δεν είναι εδώ;
???.: Είναι δύο μάρτυρες κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και Παναγιώτης Καμμένος, βουλευτής. Αυτούς τους δύο σας τους έχουμε γνωστοποιήσει και έχουμε εδώ αποδεικτικά δηλώσεως κλπ. Πάει κι αυτό. ¶λλος.
???.: Και για την οικογένεια Περατικού.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και για την οικογένεια Περατικού γνωστοποίηση μαρτύρων. Προς Σάββα Ξηρό, Βασίλειο Ξηρό, Ηρακλή Κωστάρη, Δημήτριο Κουφοντίνα, Αλέξανδρο Γιωτόπουλο και κοινοποίηση προς τον κ. Εισαγγελέα.
Τους: Σπύρο Βάγιας. Απών. Νικόλαος Τριανταφυλλάκης, απών. Στυλιανός Τριανταφυλλάκης, απών. Δημήτριος Καπράλος. Απών. Αυτά είναι τυπικά τελείως μην κάθονται εδώ οι μάρτυρες και κάθονται και μας βλέπουν γιατί σήμερα είπαμε να κάνουμε μια προεκφώνηση. Δεν έχουμε τίποτα άλλο κ. Εισαγγελεύ εδώ σχετικά με την εκφώνηση.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ναι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Προχωράμε. Έχει τον λόγο ο κ. Εισαγγελεύ επί ενστάσεων που έγιναν σχετικά με την αρμοδιότητα.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δεν τελειώσαμε κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πως δεν τελειώσαμε; Με συγχωρείτε, όταν είπα αιτίες εσείς λείπατε. Θα σας δοθεί μετά ο λόγος. Δεν γυρίζω πίσω. Σας παρακαλώ πολύ.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Θα μου υποδείξετε εσείς πότε θα ζητήσω το λόγο και πότε όχι; Ζητώ τον λόγο κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον ζητήσατε και χθες και σας είπα ότι φώναξα, είπα «του κατηγορουμένου τάδε›. Όσοι ήσαν εδώ πήραν τον λόγο και είπα ότι στο τέλος ούτως ή άλλως θα πάρετε όλοι τον λόγο.
(Διαλογικές συζητήσεις)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: (εκτός μικροφώνου) Δικαιούται ο συνήγορος οποιαδήποτε στιγμή να ζητήσει τον λόγο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για να μου πείτε δηλαδή να μιλήσετε πάλι για το ίδιο θέμα για το οποίο δόθηκε ο λόγος και λείπατε.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Αν μου τον δώσετε, έχει καλώς. Αν δεν μου τον δώσετε ?
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Βεβαίως. Πέστε τι θέλετε να τελειώνουμε. Ξέρετε κύριε, εδώ πέρα δεν είναι χώρος συγκρούσεων Δικαστηρίου και συνηγόρων ή και κατηγορουμένων. Αν θέλετε εσείς να μεταφέρετε τέτοιο κλίμα, εγώ δεν θα σας δώσω το δικαίωμα. Πάρτε το λόγο και μιλάτε όσο θέλετε. Δεν ξέρω αν και οι άλλοι συμφωνούν μαζί σας, αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.
(Διαλογικές συζητήσεις)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ας πάμε εδώ. Πέστε εσείς κάτι προδικαστικό που θέλετε.
ΣΠ. ΦΥΤΡΑΚΗΣ: Είχαμε πει από την προηγούμενη μέρα ότι θα κάνετε την διαδικασία κατά κατηγορούμενο. Έχετε φτάσει στον κατηγορούμενο Παπαναστασίου αν δεν κάνω λάθος και αγόρευσε ο πρώτος.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι. Ο κ. Ρουμελιώτης.
ΣΠ. ΦΥΤΡΑΚΗΣ: Κι ο δεύτερος εγώ στην περίπτωση Παπαναστασίου δεν έχω και είμαι και στην περίπτωση του κ. Σερίφη. Δεν πρόκειται να μιλήσω δυο φορές, μια φορά θα σας πω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι κ. Φυτράκη.
ΣΠ. ΦΥΤΡΑΚΗΣ: Ακολουθούν όμως και οι άλλοι κατηγορούμενοι με τη σειρά που κατηγορήθηκαν. ¶ρα νομίζω ότι είμαστε στη νόμιμη τάξη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είπα όχι. Δεν μπορώ τώρα να γυρίζω στους Συνηγόρους πάλι του κ. Κουφοντίνα ή του κ. Ξηρού, αλλά είπα ότι στο τέλος τον τελευταίο λόγο θα τον έχουν κι αυτοί.
ΣΠ. ΦΥΤΡΑΚΗΣ: Σωστό. Σαφώς είναι σωστό.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αιχμές που να μας παρουσιάζουν αναλφάβητους δεν τις δέχομαι από κανέναν, ότι ποια δικονομία εφαρμόζουμε. Να μάθουν να σέβονται, όπως τους σέβομαι. Και το μέτρο στις εκφράσεις να το χρησιμοποιείτε εδώ πέρα διότι αλίμονο. Είστε 130 δικηγόροι. Αν έτσι συμπεριφέρονται όλοι, αλίμονο μας!
Δεν θέλω να λάβω μέτρα, ούτε να απευθυνθώ στον Δικηγορικό Σύλλογο, δεν είναι σωστό., αλλά ας έχετε έναν αυτοπεριορισμό. Επικαλούμαι στην αγωγή που έχει ο καθένας από το σπίτι του και από τις διατάξεις του Δικηγορικού Κώδικα και της Δικονομίας. Να σέβεστε το Δικαστήριο. Και να το δείχνετε, όχι απλώς να το σέβεστε.
ΣΠ. ΦΥΤΡΑΚΗΣ: Ελπίζω να μη μου τα λέτε εμένα αυτά.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν έχουν προσωπικό αποδέκτη κανέναν. Γενικά το λέω και φυσικά καταλαβαίνουν όσοι με σέβονται ότι με έχουν σεβαστεί όπως τους σέβομαι όλους εγώ.
ΣΠ. ΦΥΤΡΑΚΗΣ: Έχω να πω και τα εξής: ότι η άποψη που είπα ότι είναι σωστός ο τρόπος που κάνετε την τακτοποίηση αυτού του θέματος, δεν σημαίνει για να είμαι ξεκάθαρος ότι περιορίζω τους συναδέλφους μου του κατηγορουμένου Τζωρτζάτου που δεν ήταν στη σειρά τους, αν θέλουν να ασκήσουν και σ’ αυτό τον χρόνο οποιοδήποτε δικαίωμα. Το διευκρινίζω πάντα ότι είμαι πολύ προσεκτικός σ’ αυτά. Αν επιθυμείτε να πείτε, να πείτε οτιδήποτε.
(Διαλογικές συζητήσεις)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ είπα ότι δεν χάσατε τη σειρά σας. Θα σας δοθεί ο λόγος είπα στο τέλος. Δεν θα χαλάσουμε τη σειρά είπα. Θέλετε πριν από τον κ. Εισαγγελέα. Θα τον πάρετε να ησυχάσουμε κι από σας. Ελάτε.
ΣΠ. ΦΥΤΡΑΚΗΣ: Έχω να σας πω πολύ σύντομα ελάχιστες παρατηρήσεις πάνω σ’ ένα σοβαρό θέμα πιστεύω που τίθεται στο Δικαστήριο σας, το ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου να δικάσει την παρούσα υπόθεση.
Κάνω την παρατήρηση αμέσως από την αρχή ότι ο εντολέας μου Παπαναστασίου αρνείται όλες τις κατηγορίες που του αποδίδονται. Έχει εκθέσει τα περιστατικά αυτά στην απολογία του.
Με εντολέα του ο Ιωάννης Σερίφης αρνείται όλες τις κατηγορίες. Έχει εκθέσει τις απόψεις του στην απολογία του στον Ανακριτή και έχει εκθέσει και την πολιτικοκοινωνική άποψη του πάνω στο ζήτημα αυτό, στο ζήτημα δηλαδή της Φίσερ, των εκδηλώσεων οι οποίες τυποποιούνται ως αντικείμενο του Ποινικού Κώδικα και τις οποίες δικάζετε σήμερα.
Δεν θέλω να αναφερθώ λεπτομερώς σ’ αυτές τις καταχωρήσεις. Υπάρχουν. Το λέω αυτό, γιατί κατά την άποψη μου το πιο σημαντικό ζήτημα στον προσδιορισμό του ζητήματος της αναρμοδιότητας στα δύο σκέλη που περιλαμβάνει η θέση μας είναι με βάση το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου όπως τυποποιείται στο παραπεμπτικό βούλευμα.
Η τυποποίηση δηλαδή της κατηγορίας όπως γίνεται στο παραπεμπτικό βούλευμα, από κει παίρνουμε τα δεδομένα για να στηρίξουμε ότι αυτές οι κατηγορίες ενδεχομένως έχουν την φύση του πολιτικού αδικήματος και από την άλλη μεριά γίνεται μια ευρεία αναδρομή σε δικονομικό κανόνα που περιλαμβάνεται στον τροποποιητικό νόμο του 2001 για ευρεία αναδρομή που είναι αντίθετη προς τα συνταγματικά δεδομένα και κάνει δυσμενέστερη τη θέση του κατηγορουμένου.
¶ρα έχουμε αναρμοδιότητα η οποία δεν πρέπει να επεκταθεί σ’ αυτή την έκταση και τυποποίηση της αρχικής αρμοδιότητας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Συμπεραίνοντας δηλαδή, σε δυο λόγους βασικά στηρίζουμε την έννοια αυτής της αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου σας.
Αφ’ ενός μεν κυρίως για το πρώτο, τον κ. Παπαναστασίου, ότι η αναρμοδιότητα αυτή είναι απαγορευμένη από το άρθρο 97 του Συντάγματος με την έννοια ότι του στερεί τον φυσικό του δικαστή διότι κατά τον χρόνο τέλεσης αυτών των πράξεων, δηλαδή 1983-84 αρμόδιο κατά τον χρόνο τέλεσης των πράξεων αυτών που του αποδίδονται ήταν το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και κατά τον χρόνο αυτόν δεν είχε ασκηθεί κατηγορία για τις πράξεις αυτές οι οποίες τυποποιούνται τώρα.
Αν στις σκέψεις που παρακάτω σας εκθέσω υπάρχει και πρόβλημα βλάβης από την αλλαγή της αρμοδιότητας με τον ειδικό νόμο, τότε η ρύθμιση αυτή προσκρούει στις συνταγματικές διατάξεις και αρμόδιο είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Αυτό αρμόζει κυρίως στην περίπτωση του Παπαναστασίου.
Στην περίπτωση του δεύτερου κατηγορούμενου που υπερασπίζομαι, του Γιάννη Σερίφη, ευθέως και κυρίως για λόγους αρχών τις οποίες έχει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, αλλά και ο Συνήγορος του, θέτουμε το θέμα της αναρμοδιότητας, η οποία εστιάζεται στη φύση του άρθρου 187 με την νέα τροποποίηση του, όπως αυτό προσδιορίζεται με το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που η Εισαγγελία προσάγει προς διερεύνηση στο Δικαστήριο σας.
Το αποδεικτικό αυτό υλικό πέρα από τους μάρτυρες τυποποιείται και σε διαδεδομένα άλλα, τα οποία παίρνουμε υπόψη μας για να αξιολογήσουμε ολόκληρο το ποινικό αυτό συμβάν και να θέσουμε την άποψη στο Δικαστήριο σας, ότι τυποποιεί πολιτικό αδίκημα η μορφή του 187 στην έκταση την χρονική που την θέτετε και με τα στοιχεία τα οποία το περιγράφετε στην κατηγορία, δηλαδή από το 1973 μια δραστηριότητα αυτή του τύπου που περιγράψατε στο κατηγορητήριο μέχρι το 2002.
Στο πρώτο ζήτημα τώρα της αναρμοδιότητας, η βασική κατεύθυνση νομίζω στο σύστημα μας είναι ότι για τα βαριά κακουργήματα η αρμοδιότητα είναι στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Αυτή είναι η βασική κατεύθυνση. Υπάρχει και δεύτερη ρήτρα η οποία δίνει το δικαίωμα στον νομοθέτη να περιορίσει την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων και να υπαγάγει ορισμένα αδικήματα στα Τριμελή Εφετεία για τα κακουργήματα.
Η καταχρηστική και έξω από τον κανόνα της αναλογικότητας άσκηση αυτής της νομοθετικής εξουσίας, προσκρούει στο βασικό συνταγματικό κανόνα. Αν δηλαδή με το 187 όπως τροποποιήθηκε το 2001 περιορίζουμε ή στην ουσία εξανεμίζουμε πλήρως την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, τότε έχουμε αντισυνταγματικότητα κι εκεί είναι το ζήτημα που πρέπει να συζητήσουμε και το ζήτημα που πρέπει να εστιάσει την προσέγγιση του το Δικαστήριο.
Επίσης αν μέσω αυτής της διαδικασίας στερούμε από τους κατηγορούμενους τον φυσικό τους δικαστή και μάλιστα σ’ ένα προχωρημένο μοντέλο το οποίο ισχύει για πάρα πολλά χρόνια και στη χώρα και διεθνώς, που είναι το σύστημα του αμιγούς Ορκωτού ή του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.
Επίσης πρέπει να σας πω ότι η ιστορικότητα μετά τη Μεταπολίτευση στις καταργήσεις και στις ακυρώσεις διατάξεων αυτού του τύπου, δηλαδή που υπαγάγουν αδικήματα με ειδικούς νομικούς κανόνες εις το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων με τροποποίηση του άρθρου 111 του Κ.Π.Δ., η ιστορικότητα αυτής της πρακτικής θέτει το πρόβλημα στην ουσία της και είναι ένα στοιχείο το οποίο πρέπει να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο σας.
Έχω να παρατηρήσω ότι σε μια περίοδο 30 ετών έχουμε κατάργηση ειδικών τέτοιων νόμων οι οποίοι αφαιρούν αρμοδιότητα συναπτομένων με την έννοια του αδικήματος του 187 και της πολιτικής βίας ως κοινωνικοπολιτικού φαινομένου σε τρεις αλλεπάλληλες περιόδους.
Δηλαδή το 1978 γίνεται ο νόμος 774 για την καταστολή της τρομοκρατίας. Ένας σαφής προσδιορισμός προς τον τίτλο τουλάχιστον του φαινομένου, ο οποίος όμως δεν θα τύχει ευρείας εφαρμογής. Καταργείται με τον Ν. 1366 το ’82. Αλλάζει δηλαδή μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα η βούληση του Νομοθετικού Σώματος, η οποία εκφράζει και τις κοινωνικές, λαϊκές αντιλήψεις σ’ ένα ταχύτατο χρονικό διάστημα.
Αυτό σηματοδοτεί κάτι: τον βαθύτατο προβληματισμό πάνω στη συνταγματικότητα, στην νομιμότητα και στο δημόσιο συμφέρον που πρέπει να εξυπηρετούν αυτές οι νομικές τροποποιήσεις που γίνονται στο διάστημα από την μεταπολίτευση και μετά.
Περνάμε ένα διάστημα ηρεμίας και πάμε με τον Ν. 1916 το ’90 και επανερχόμαστε σ’ ένα νομοθέτημα για την προστασία της κοινωνίας για το οργανωμένο έγκλημα που πάλι έχει αυτές τις δύο τροποποιήσεις, δηλαδή τη φύση των αδικημάτων του 187 και τη φύση της εφαρμογής με περιορισμό των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, παραπομπής των κακουργημάτων έστω κι αν αυτά είναι βαρύτερα στην αρμοδιότητα των Τριμελών Εφετείων για τα κακουργήματα. Αυτή η διάταξη που έχει μια ζωή τριών ετών καταργείται με τον Ν. 2172 το ’93. Δηλαδή ξαναγυρίζουμε στην αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων.
Μέσα σ’ αυτό το διάστημα υπήρξε και μια άλλη περίπτωση που με φωτογραφική διάταξη τροποποιήσαμε πάλι την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων και είπαμε ότι αδικήματα που γίνονται κατά προσβολή της διάταξης και των κανόνων των διεθνών Συμβάσεων στις αεροπλοϊες, έστω κι αν βαρύτερα προβλέπονται και τιμωρούνται κατά τον χρόνο τον οποίο τελέστηκαν, υπάγονται στην αρμοδιότητα των Τριμελών Εφετείων και τα κακουργήματα. Αυτό έγινε στην λεγόμενη περίπτωση «υπόθεση Ρασίντ› ας το πω έτσι, γιατί θα κάνω διεθνείς παρατηρήσεις και γιατί μου αρέσει να κάνω παρατηρήσεις γι’ αυτά τα οποία χειρίστηκα και τα οποία είχαν παρόμοια δομή και παρόμοια εξέλιξη στην ουσία, αλλά έχω και ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά τα οποία είναι σημαντικά.
Εκεί λοιπόν, όταν τελικά η χώρα αποφάσισε να μην εκδώσει αλλά να δικάσει εφαρμόζοντας τη Συνθήκη του Μόντρεαλ, περιόρισε την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων και την υπήγαγε στην αρμοδιότητα των Τριμελών Εφετείων επικαλούμενη λόγους δημόσιου συμφέροντος, αυτό που περίπου επικαλούμεθα και σήμερα, για να ρυθμίσει και να δικάσει ένα ειδικού τύπου σύστημα.
Θα ξαναέρθω σ’ αυτή την υπόθεση γιατί έχει ένα χαρακτηριστικό στοιχείο το τι σκεφτόμαστε για την ποιότητα και την ουσία και τις ρυθμίσεις που κάνει το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και γιατί εμείς ως ένα δημοκρατικό, πολιτικό σύστημα αλλάζουμε τόσο συχνά αυτούς τους κανόνες, οι οποίοι είναι ένα από τα βασικά θεμέλια του πολιτικού σχηματισμού μας.
Κανέναν νόμο κατά την άποψη μας δεν έχουμε να αλλάξουμε τον σχηματισμό ο οποίος θα δικάσει, που ήταν το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και από τα βαρύτερα αδικήματα και δεν πρέπει να κάνουμε χρήση ειδικών νόμων κάθε φορά να τους φέρνουμε, να τους καταργούμε. Αυτή η πολυπλοκότητα και η ιστορικότητα του φαινομένου της ρύθμισης των ζητημάτων αυτών, δείχνει ότι δεν έχουμε μια σταθερή βάση στο πολιτικό σύστημα.
Έρχεται μετά ο τελευταίος νόμος, ο 2928 το 2001, ο οποίος πάλι τροποποιεί το σύστημα. Υπαγάγει με το άρθρο 1 του 187 όλες τις περιπτώσεις στην αρμοδιότητα των Τριμελών Εφετείων, αφαιρώντας από την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων τα βαρύτερα κακουργήματα ανθρωποκτονίας και τα λοιπά οποτεδήποτε κι αν είχαν συμβεί.
Ένα παράδειγμα αμέσως για να σας πω γιατί υπάρχει ένα ιστορικό ίσως πρόβλημα γι’ αυτά τα ζητήματα. Όταν δίκαζαν την περίπτωση του εκζητουμένου τότε Ρασίντ, η λύση που δόθηκε περιελάμβανε δύο στάδια: Ένα το στάδιο της έκδοσης, ένα το στάδιο της εκδίκασης.
Στο στάδιο της έκδοσης όλα τα δικαστήρια με μειοψηφία τις περισσότερες φορές δέχτηκαν τη στενή αντικειμενική θεωρία. Είπαν δηλαδή ότι δεν υπάρχει πολιτικό αδίκημα -θα σας τα πω μετά όταν θα μπω στο πολιτικό έγκλημα- και δέχτηκαν και την ταύτιση, αυτά δηλαδή που φέρεται ότι είναι η κρατούσα άποψη της ταύτισης της προσβολής των έννομων αγαθών, ανάμεσα στον αγώνα για την ελευθερία που τυποποιούσαμε τότε με το άρθρο 5 παρ. 2 και στη σύγκρισή του με το άρθρο 2.1, ανάλογα με τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, κατέληξαν αυτές οι αποφάσεις μαζί με μια άλλη περίπτωση, αρνητικά.
Ήταν η περίπτωση του ¶λντο Μόρο, στην οποία το Δικαστήριό σας, στη γνωμοδότησή του είχε την αυτή στενή αντικειμενική θεωρία και απάντησε με τη σύγκριση, γνωμοδοτώντας και στις δυο αυτές περιπτώσεις να εκδοθούν οι εκζητούμενες στις χώρες που τους ζητούσε.
Όταν η χώρα στην πρώτη περίπτωση, για πολιτικούς λόγους και άλλους λόγους ρυθμίσεως της πραγματικής κατάστασης αποφάσισε εις περίπτωσιν να μην εκδώσει, υποχρεώθηκε να τροποποιήσει τη νομοθετική ρύθμιση γιατί η πράξη της ανθρωποκτονίας ήταν του 1982, ήταν 1991, άρα κάναμε τροποποίηση του νομικού μας πλαισίου με πρωτοκλαδικό νόμο, όπως κάναμε και τώρα και όπως κάναμε σε αυτή τη σειρά των τριών τροποποιήσεων για να μην είναι στην αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, μια μοναδική περίπτωση.
Ήταν ενδεχομένως -τη λέω με πολλή προσοχή αυτή τη σκέψη- μια ισορροπία ανάμεσα στις πιέσεις που δέχετο η χώρα επειδή πήρε αυτή τη φοβερή απόφαση να μην εκδώσει και στην τάση της να φέρει, εφαρμόζοντας τη συνθήκη του Μόντρεαλ, και την άλλη πλευρά, την εκζητούσα, που ήταν οι ΗΠΑ, να λάβει μέρος στη διαδικασία.
Το ιστορικό ποιο είναι; Όταν εν τέλει δικάσαμε το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, το Πενταμελές Εφετείο έκανε δεκτή την αρμοδιότητα, απέρριψε την ένσταση της αναρμοδιότητας που του είχαμε προτείνει, περίπου τα ίδια που σας λέμε τώρα, την απέρριψε το Εφετείο και την δέχθηκε ο ¶ρειος Πάγος, είπε ότι είναι για δημόσιο συμφέρον οι ρυθμίσεις αυτές, προς το δημόσιο συμφέρον, για αυτό και τις κάνουμε, έστω και αν είναι φωτογραφικές οι διατάξεις.
Αυτός κάποτε συνελήφθη, μετά την έκτιση της ποινής του και πήγε στις ΗΠΑ οι οποίες πρέπει να πω ότι δεν αναγνωρίζουν δεδικασμένα και έχουν απόλυτο δικαίωμα, δέχονται για τον εαυτό τους, να δικάσουν οποιαδήποτε υπόθεση όταν έρθουν σ’ αυτούς, εφ’ όσον δεν έχει γίνει η εκδίκασή της από μη συντεταγμένη χώρα. Μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις δέχονται ότι μπορεί να υπάρξει συζήτηση δεδικασμένου, εάν είναι από συντεταγμένη χώρα και μάλιστα χώρα όπως ήταν η Ελλάδα η οποία αρνήθηκε την έκδοση, δεν ήταν θέμα δεδικασμένου, το ξαναδικάζουμε λοιπόν.
Πού το δικάζουμε; Σε ποιο Δικαστήριο; Τροποποίησαν το Δικονομικό τους σύστημα για να αντιμετωπίσουν τη συγκεκριμένη περίπτωση; Είπαν ότι «εγώ έχω έναν φοβερό τρομοκράτη, πώς θα πάει ο πολίτης ο Αμερικανός, ο υδραυλικός –κάτι είχα ακούσει για υδραυλικούς σε μια πρόσφατη δίκη που δικάστηκε τελευταία από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο που είχε και μια υφή πολιτικής υποθέσεως- πώς θα κρίνει λοιπόν ο Αμερικανός και πώς θα κρίνει ο Ελληνας;
Είπαν ότι δεν τίθεται τέτοιο θέμα, ούτε κανείς διανοήθηκε σε μια σοβαρή συγκροτημένη χώρα με σταθερό σύστημα δημοκρατικό, να αλλάξει την αρμοδιότητα του αμιγούς Ορκωτού Δικαστηρίου για να δικάσει αυτές τις υποθέσεις. Θα τον δικάσουν λοιπόν οι Ένορκοι εφ’ όσον προχωρήσει η διαδικασία με το αμερικανικό Δίκαιο.
Τί δείχνει αυτό; Εμείς αλλάξαμε την αρμοδιότητα για να δικάσουμε, για να βρούμε τους καλύτερους και εμπειρότερους δικαστές για να αντιμετωπίσουμε το ίδιο θέμα, η άλλη χώρα η οποία ήταν συντεταγμένη σε ένα προηγμένο μοντέλο, δεν την αλλάζει και καμία ευρωπαϊκή, στην ουσία, χώρα, δεν άλλαξε το Δικονομικό της σύστημα, περιορίζοντας τον φυσικό Δικαστή όταν τυποποιείται η άδικη πράξη στο χρόνο που γίνεται και στις συνθήκες που γίνεται.
Αυτό είναι ένα παράδειγμα και λέει ότι η βασική κατεύθυνση αυτού του νομοθετήματος, είναι να περιορίσει την αρμοδιότητα του τελευταίου, μαζί με την ιστορικότητα που σας ανέφερα προηγούμενα, να περιορίσει την αρμοδιότητα που από το Σύνταγμα υπάρχει, του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.
Τώρα, γιατί θέσαμε στο Σύνταγμα αυτή την αρμοδιότητα; Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση και γιατί έχουμε στο Σύνταγμα το ελληνικό την έννοια του πολιτικού αδικήματος χωρίς να έχει ειδικότερο προσδιορισμό και είναι πολιτικό αδίκημα, να το αφήνουμε στη νομολογία και στη θεωρία, είναι και μια άλλη συζήτηση. Έχει όμως σαν ιστορικό προηγούμενο η χώρα, την έννοια και τη σημασία των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων για τα βαριά αδικήματα και γι αυτά που θα θεωρηθούν ως πολιτικά αδικήματα.
Το προηγούμενο παράδειγμα δείχνει ότι δεν πρέπει με επίκληση δημόσιου συμφέροντος, να κάνουμε ευκαιριακές τροποποιήσεις και η ιστορικότητα των τροποποιήσεων που έχουμε κάνει στο Ποινικό Δικονομικό μας Δίκαιο με βάση την αντιμετώπιση του φαινομένου της πολιτικής βίας ή της τρομοκρατίας, είναι χαρακτηριστική για την προβληματικότητα αυτών των διατάξεων και για τη σαφήνεια και τη συνταγματικότητά του.
Γι’ αυτό θέτουμε από λόγους αρχής, αυτή την ένσταση από την πλευρά μας, αλλιώς δεν υπήρχε λόγος να τη θέσουμε. Δε θα υπήρχε κανένας λόγος να τεθεί, παρά μόνο στην προβληματική ότι η μακροχρόνια πρακτική που έχει ακολουθηθεί πάνω σε αυτά τα ζητήματα, είναι αντίθετη, κατά την άποψή μας, στο βασικό Συνταγματικό κανόνα, αλλά και ενδεχομένως, πιέζει πέρα από τα όρια που πρέπει, ένα μοντέλο δικαστικής κρίσεως όπως είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, που ενδεχομένως κατά την άποψή μου, έχει την καλύτερη δυνατή ποιότητα να κάνει λύσεις ισορροπίας, να ελέγχει αδικήματα που είτε είναι πολιτικά είτε έχουν πολιτικό υπόστρωμα, βαριάς προσβολής και παράβασης των ποινικών κανόνων. Αυτό είναι το καλύτερο ενδεχομένως.
¶ρα λοιπόν, η επίκληση του δημόσιου συμφέροντος για τη ρύθμιση, είναι το ένα ζήτημα όσον αφορά την εφαρμογή του κανόνα. Η βασική αρχή είναι ότι αναδρομικότητα στη Δικονομική διάταξη, πέραν από την αρχή που προσδιορίζει την αναδρομικότητα στον Ποινικό κανόνα, είναι πολύ περιοριστική, κατά προσέγγιση, η εφαρμογή της. Και πρέπει να μη δημιουργείται ζημιά ή να μην αλλάζει η φύση και η ποιότητα του Δικαστηρίου που ήταν αρχικά αρμόδιο να ρυθμίζει αυτές τις υποθέσεις.
Έχω την εντύπωση, ότι με τις τροποποιήσεις αυτές που έχουμε κάνει, αυτός ο κανόνας που φαίνεται ότι και η θεωρία, χωρίς να σας απασχολήσω τώρα σ’ αυτά τα ζητήματα, κατατείνει εν μέρει, είναι ο σημαντικότερος κανόνας ο οποίος παραβιάζεται, στην ουσία της εφαρμογής της διάταξης αυτής του άρθρου 187 της παραγράφου της τελευταίας του, η οποία αλλάζει την αρμοδιότητα των Δικαστηρίων.
Υπήρξε μια μεγάλη συζήτηση και στο ζήτημα το αν είναι ορθή η προσέγγιση που κάνουμε στην έννοια του πολιτικού αδικήματος, η προσαρμογή δηλαδή στην τάση που χωρίς να εισέρχεται στην αλλαγή των Δικονομικών κανόνων αρμοδιότητας των Δικαστηρίων διεθνώς, υπάρχει τάση της απολιτικοποίησης του πολιτικού αδικήματος. Οι πιο καινούριες ρυθμίσεις που οδηγούνται στην αποπολιτικοποίηση, περιλαμβάνουν περιγραφή αδικημάτων, τα οποία λένε ότι για τις ανάγκες ελέγχου του αδικήματος της πολιτικής βίας ή της τρομοκρατίας, εμείς τα θεωρούμε μη πολιτικά. Και κυρίως είναι σε συμβάσεις εκδόσεως.
Είναι η τάση «από-πολιτικοποιώ› το πολιτικό αδίκημα. Υπάρχει αυτή η τάση, αναμφιβόλως. Δεν είναι δηλαδή η σύμβαση για την καταστολή της τρομοκρατίας, ότι για τις ανάγκες της σύμβασής μας αυτής, της ευρωπαϊκής σύμβασης, δεν θεωρώ πολιτικά αδικήματα, έστω κι αν είναι, όσα περιλαμβάνουν ανθρωποκτονίες, ληστείες, χρήσεις βομβών κτλ., και τα από-πολιτικοποιούμε. Δεν είναι πολιτικά ζητήματα.
Δηλαδή ότι δεν αφήνει πολιτικό αδίκημα, εκτός αν θέλουμε να συζητήσουμε για ομάδες πιέσεως που λειτουργούν μέσα σε ένα άλλο επίπεδο, χωρίς χρήση κανενός μέσου που θα περιλαμβάναμε βίαιη προσβολή. Αυτό θα το κοιτάξουμε αν είναι πολιτικό αδίκημα. Αλλά αυτές οι προσβολές πολύ σπάνια θα φτάσουν στο επίπεδο προσβολής του άλλου περιορισμού που έχουμε, να προσβάλλουμε δηλαδή τον βασικό πυρήνα του δημοκρατικού συστήματος, δηλαδή να στρέφονται κατά της πολιτικής, πολιτειακής εξουσίας ή της δημόσιας ασφάλειας. Πολύ δύσκολα θα το κλείσουμε.
Τί κάναμε όμως σε παρόμοιες ρυθμίσεις; Πάλι έρχομαι σε αυτές τις δυο υποθέσεις, ¶λντο Μόρο και Ρασίντ. Και στις δυο υποθέσεις η γνωμοδότηση ήταν η στενή αντικειμενική θεωρία και στη σύγκριση των αγαθών που σας είπα, και στην περίπτωση την πρώτη από το Πενταμελές Εφετείο τότε αρμόδιο στον Πειραιά, 4-1 είπε να τον εκδώσουμε, ο ένας Εφέτης είπε ότι είναι αγώνας για την ελευθερία η δράση του Παλαιστιανιακού λαού και να μην τον εκδώσουμε. Ο ¶ρειος Πάγος και αυτός έμεινε σε αυτή τη στενή αντικειμενική θεωρία.
Μετά από τρία χρόνια καθυστέρηση όμως, ήρθε η ίδια η πολιτεία, γιατί στις διαδικασίες εκδόσεως το λέω αυτό, υπάρχει αποφασιστική αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης, γνωμοδότηση είναι η άλλη, την οποία πρέπει να παίρνουμε σοβαρά υπόψη και τί είπε ο Υπουργός Δικαιοσύνης το 1998: «Αρνούμαστε την έκδοση αυτού στις ιταλικές Αρχές, διότι κάνει αγώνα για την ελευθερία›.
Διαμαρτυρήθηκαν άλλοι παράγοντες εκ του εξωτερικού, ότι «τί είναι αυτό το πράγμα, τί είναι αυτός ο αγώνας για την ελευθερία›. Είπε όμως τότε η Κυβέρνηση που εξέφρασε τη λαϊκή βούληση και ήθελε να κάνει και ρύθμιση, ότι έτσι έχει. Αντίθετα προς τη στενή, αντικειμενική θεωρία που περιελάμβανε η γνωμοδότηση, τον απελευθέρωσε. Περίπου το ίδιο είπε και στην υπόθεση Ρασίντ: Ότι «τον κρατώ, τον δικάζω, εφαρμόζοντας τη συνθήκη του Μόντρεαλ, γιατί κρίνω ότι μπορώ να τον δικάσω, έχω τις δυνατότητες ασφάλειας› -τότε ήταν η Κυβέρνηση της Ν.Δ.- «έκανα την τροποποίηση, ότι θα αλλάξω το σύστημα των Δικαστών που θα τον δικάσουν για να ικανοποιήσουμε› και σας είπα το αποτέλεσμα σε σύγκριση μετά-.
Αυτή είναι η ιστορική εξέλιξη αυτών των ζητημάτων στη χώρα, που δείχνουν ότι στις πιο σημαντικές υποθέσεις, όταν η πολιτική εξουσία, παρά τους κανόνες και παρά τη γνωμοδότηση στην προσαρμογή της αντικειμενικής στενής θεωρίας και της σύγκρισης των αγαθών, θέλει να ρυθμίσει ένα συγκεκριμένο θέμα, πάει στους άλλους κανόνες, στους ευρύτερους και λέει «δεν εκδίδω›. Αυτή είναι μια σκέψη.
Με τη μακροχρόνια τροποποίηση που έχουμε στην περιγραφή που σας έκανα πρωτύτερα, δηλαδή όλες αυτές τις αλλαγές και τις επανόδους, έχω την εντύπωση ότι η διασταλτική προσέγγιση των συνταγματικών κανόνων και η λογική ερμηνεία και κυρίως των πιο βασικών άρθρων, που προσδιορίζουν την αρμοδιότητα των αδικημάτων σε βαθμό κακουργήματος, ότι είναι αρμόδια τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια και των πολιτικών επίσης αδικημάτων, είναι η βασική κατεύθυνση που πρέπει να εφαρμόζεται, παίρνοντας υπ’ όψιν, ότι δε θα πρέπει να παραβλέψουμε τους βασικούς κανόνες του άρθρου 7 και 8 του Συντάγματος, προσεγγίζοντάς τους πάλι απ’ αυτή την τελολογική ερμηνευτική προσέγγιση, που ρυθμίζουν με τον φυσικό Δικαστή στο στάδιο τυποποίησης του Ποινικού φαινομένου, στο στάδιο τέλεσης της πράξης για να δικαστεί απ’ αυτούς που ήταν αρμόδιοι σε αυτό. Αυτή είναι η μια προσέγγιση.
Η δεύτερη προσέγγιση είναι η προσέγγιση του πολιτικού αδικήματος. Σας είπα και πρωτύτερα: Υπάρχει η θεωρία, η στενή, αντικειμενική, που δέχεται το σύστημα το νομολογιακό και το δικό μας με ορισμένες μικρές εξαιρέσεις. Υπάρχουν και αποφάσεις, τις οποίες, τόση συζήτηση έγινε απ’ τους συναδέλφους μας, που δέχθηκαν διαφορετική προσέγγιση ως προς την τυποποίηση του πολιτικού αδικήματος.
Όπως προκύπτει όμως η περιγραφή των αδικημάτων του 187 από τη νέα τροποποίηση και όπως προκύπτει από το υλικό το οποίο έχετε μέσα στη δικογραφία ως αποδεικτικό υλικό και το προσάγετε για να στηρίξετε την κατηγορία, σε οποιαδήποτε έκφραση βαριάς ποινικής προσβολής, περιλαμβάνεται στα αποδεικτικά στοιχεία προκήρυξη του αντίστοιχου σχηματισμού, η οποία και είναι αναγνωστέα.
Σε πόσες βαριές εγκληματικές δραστηριότητες, έχετε κρατήσει και προκηρύξεις ως αποδεικτικό στοιχείο; Σε κάθε περίπτωση εδώ έχετε και την προκήρυξη. Η προκήρυξη περιγράφει ένα πολιτικό, είτε μας αρέσει είτε δε μας αρέσει, πρέπει να πω ότι οι πολιτικές, οι ηθικές, οι εγκληματολογικές και οι κοινωνιολογικές αναλύσεις της πολιτικής δραστηριότητας κάθε πολιτικού σχηματισμού, ένα άλλο κεφάλαιο, καθώς και η απαξία και οι κρίσεις που κάνουμε, από το οποίο παίρνουμε ορισμένα στοιχεία στη νομική επιστήμη για να τυποποιήσουμε το πολιτικό αδίκημα, αλλά δεν τυποποιείται μόνο έτσι, μόνο με ηθικά ή κοινωνιολογικά κριτήρια.
Η τυποποίησή του γίνεται με τη στενή ερμηνεία που δέχεται και το βούλευμα που μας παραπέμπει, στη βάση αν αυτή η δραστηριότητα μιας συγκροτημένης ομάδας -εγκληματική οργάνωση τη λέει η κατηγορία- προσβάλλει το βασικό πυρήνα του πολιτικού συστήματος, με συναφή, εμμέσως ή αμέσως αδικήματα που διαπράττει, είτε στρέφονται αυτά κατά του βασικού πυρήνα, είτε δεν στρέφονται.
Όταν λοιπόν έχεις το αποδεικτικό στοιχείο που περιγράφει το ιδεολόγημα της ομάδας η οποία πράττει και που η περιγραφή αυτή τυποποιεί οπωσδήποτε πολιτικό ιδεολόγημα, πολιτική στάση, η οποία στρέφεται κατά του ισχύοντος δημοκρατικού συστήματος στις βασικές δομές, η άλλη δραστηριότητα η οποία ενδεχομένως έχει τη μορφή μιας δραστηριότητας η οποία δεν υπάγεται ακριβώς στην τυποποίηση του αδικήματος του πολιτικού, είναι συναφή αδικήματα τα οποία διαπράττονται για να επιτευχθεί η προσβολή του βασικού πυρήνα του δημοκρατικού συστήματος, δηλαδή της πολιτικής εξουσίας, της πολιτειακής εξουσίας και κανείς δεν θα αμφισβητήσει της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
Αυτά δε τα αδικήματα περιλαμβάνουν και τη θέση της χώρας στο εσωτερικό αλλά και τη θέση κυρίως της χώρας στο εξωτερικό. Το λέω αυτό γιατί πολλές επικρίσεις έγιναν ότι αυτή η δραστηριότητα δυσχέρανε τη σχέση της χώρας μας στο εξωτερικό. Τόση επανάληψη έχει γίνει σε αυτή την προσέγγιση.
Αν έχω αυτά τα τυπικά δεδομένα, δηλαδή προσβολές στη δημόσια ασφάλεια και διατάραξη του συναισθήματος ασφαλείας, β) προσβολές οι οποίες δυσχεραίνουν τη θέση της χώρας διεθνώς, γ) συγκροτημένη ομάδα η οποία δρα σε μακρό χρονικό διάστημα, εσείς λέτε 30 έτη περίπου, 1973, αν δεν κάνω λάθος, 2002, συγκροτημένη ομάδα η οποία δρα κατ’ αυτόν τον τρόπο.