Πολιτική
Τρίτη, 11 Μαρτίου 2003 23:17

Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (11/3/2003) Μέρος 3/9

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συγνώμη μισό λεπτό, δεν λέμε εμείς, λέει το παραπεμπτικό βούλευμα. Για όνομα του Θεού! Εμείς δεν λέμε τίποτα, ούτε πρόκειται να πούμε.

ΣΠ. ΦΥΤΡΑΚΗΣ: Σε αυτό ποτέ δεν θα διαφωνήσω. Εσείς δεν είπατε τίποτα. Ό,τι έχετε πει, ως την ώρα που έχετε κάνει τις ρυθμίσεις σας σε αυτά τα ζητήματα. Τίποτε απολύτως δεν έχετε πει. Εγώ λέω για το βούλευμα σαφώς, και προφανώς για το βούλευμα.

Ό,τι περιλαμβάνει λοιπόν ως τυποποίηση προσβολών, αυτή περιγράφει, εάν δεχθούμε ότι απ’ το υλικό το αποδεικτικό που περιλαμβάνουν οι προκηρύξεις, τυποποιείται πολιτικό ιδεολόγημα, περιγράφει σε κύριο λόγο πολιτικό αδίκημα και με την στενή αντικειμενική θεωρία που δέχεται το παραπεμπτικό βούλευμα και που είναι μια τάξη της νομολογίας, και πολύ περισσότερο με τις παλιότερες μορφές της υποκειμενικής θεωρίας και με τις πιο μοντέρνες μορφές θεωρητικές, του πολιτικού αδικηματία.

¶ρα λοιπόν, στην περίπτωση του Σερίφη, που έχουμε μόνο την περιγραφή της συμμετοχής του στο 187, παράβαση στη συγκρότηση και συμμετοχή σε μια ομάδα αυτού του τύπου, είναι σαφώς πολιτικό το αδίκημα που του λέτε εκ προοιμίου.

¶λλο η πολιτική κριτικής που κάνει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος για τη μορφή της πολιτικής δράσης. Αυτό είναι άλλο θέμα, τα έχει πει με τη δήλωσή του, και άλλο το θέμα το νομικό, το τεχνικό, να προσδιορίσουμε με σαφήνεια τί λέμε όταν εννοούμε πολιτικό αδίκημα.

Θα κάνω και την εκτεταμένη πολιτικοποίηση και σε αυτό το επίπεδο που δεν το επικαλείται το βούλευμα και δεν το επικαλείται η στενή αντικειμενική θεωρία στην οποία προσαρμόζεται η νομολογία. Σύγκριση με τα προσβαλλόμενα άρθρα, δεν το λέει το βούλευμα. Αλλά αν πάτε και στον πολιτικό εγκληματία και κάνετε σύγκριση με τα προσβαλλόμενα άρθρα αυτά, τότε υπάρχει μια άλλη άποψη που λέει «αν έχω μακροχρόνια δράση επιμονής στην προσβολή αυτών των έννομων αγαθών, παρά την αρνητική σύγκριση που θα έχω με τις αξίες που προσδιορίζει το άρθρο 2.1., δεν θα του αφαιρέσω το πολιτικό χαρακτήρα των δραστηριοτήτων και των πράξεων αυτών που κάνει›. Και τι θα αλλάξετε; Μόνο την αρμοδιότητα θα αλλάξετε. Δεν θα κρίνετε τίποτε άλλο. Τι ίδιο κρίνεται, είτε πολιτικό είναι το αδίκημα, είτε δεν είναι πολιτικό, μόνο οι αρμοδιότητες των Δικαστηρίων.

Ποιος δεν θα ήθελε να έχει την κρίση γι αυτά τα ζητήματα τα οποία τόσο καιρό απασχολήσανε τη χώρα, δεν θα ήθελε να έχει τη μέση από ένα σύστημα μικτό που θα έχει και τους πολίτες μέσα. Ποιοι θα χάνονταν; Μου έχουν πει «μα, εδίκασες λέει μερικές υποθέσεις τελευταία που είχαν ένα πολιτικό υπόστρωμα, δηλαδή 20 χρόνια τώρα τα λέμε και κατέρρευσαν αθωωτικώς›. Ποιος έχει να πει ψόγον γι’ αυτές τις αποφάσεις των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων που έγιναν επαναληπτικά και επαναληπτικά;

Γιατί την τελευταία που δικάσαμε και αναιρέθη και ξανάγινε από τον ¶ρειο Πάγο και είχε τρεις αθωωτικές προσεγγίσεις. Και οι συνθέσεις οι οποίες προσδιόρισαν, τότε λέγαμε πώς γίνεται η σύνθεση, θαρρώ τώρα το έχουμε περιορίσει, ήταν και με τακτικούς Δικαστές. Και όταν δίκασα μια άλλη υπόθεση που είπαν ότι είναι τρομερή και φοβερή και θα γίνει και το ένα και το άλλο, εφόσον στα βασικά κακουργήματα οι συνθέσεις που αποφασίσατε ομόφωνα ήταν απ’ όλο το Δικαστήριο και οι τακτικοί Δικαστές και η Έδρα.

Γι’ αυτό καταλήγω στην σκέψη ότι εάν θέλουμε ένα πολιτικό σύστημα που να μην έχει ταλαντεύσεις, που να έχει σταθερότητα όπως προβλέπει το δυτικό μοντέλο που είμαστε, δεν κάνουμε τροποποιήσεις στους δικονομικούς κανόνες που προσδιορίζουν την αρμοδιότητα και δεν περιορίζομαι κατά παράβαση του κανόνα της αναλογικότητας και του δημοσίου συμφέροντος εδώ από μια άλλη σκοπιά, την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων. Αυτό είναι το πρώτιστο θέμα.

Μπορείς να κάνεις τροποποιήσεις στο ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο, να μου πείτε «μα τι ήθελες, να τους πάμε με σύσταση και συμμορία;› αυτό θα ήταν και παρά ταύτα. Και λέω εγώ «καλώς κάνανε με αυτή την ισχνή ομάδα Βουλευτών που ψήφισε αυτό το νομοσχέδιο› που δεν έχει βέβαια τυπική σημασία, έχει όμως ουσιαστική σημασία.

Διότι όταν τον έχεις καταργήσει δυο φορές προηγούμενα τον ίδιο περίπου νόμο για την πρόληψη και την καταστολή αυτών των προσβολών πολιτικής βίας ή τρομοκρατίας τότε να τον έχεις καταργήσει δυο φορές μέσα σε μια 20ετία, όταν συζητάς αυτό το ζήτημα, όταν πας λοιπόν να ψηφίσεις μέσα στο νομοθετικό σχηματισμό αυτή την διάταξη, θα πρέπει όλοι να πάρουν ευθέως τη θέση που πρέπει καν να πούν αυτό είναι, έτσι είναι, είναι αναγκαιότητα, το θέλουμε, δεν το θέλουμε. Αυτή η ισχνή κάτι λέει και αυτή. Δεν τον προσβάλλει το νόμο από άποψη νομιμότητας στην έκβασή του, αλλά από άποψη ιστορικότητας του φαινομένου και της δραστηριότητας του πολιτικού σχηματισμού βεβαίως και θέτει προβλήματα να σκεφτούμε.

¶ρα για μένα το κύριο είναι ο περιορισμός που γίνεται είτε με την αναδρομική εφαρμογή δικονομικών διατάξεων οι οποίες είναι φωτογραφικές για να ρυθμίσουν ορισμένα ζητήματα στην αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων είτε με την προσέγγιση ενός αλλά εν πάση περιπτώσει και έξω από τα ερμηνευτικά πλαίσια που θα έλεγε η τελολογική ερμηνεία αυτής της στενής προσέγγισης του πολιτικού αδικήματος ή θέλει να πλήξει μια μακρά δραστηριότητα η οποία τυποποιεί βαριά αδικήματα του Ποινικού Δικαίου, έχω την εντύπωση ότι όλα αυτά κατατείνουν να περιορίσουμε την εμφάνιση, την ουσιαστική συμμετοχή στην κρίση αυτών των ζητημάτων του λαϊκού στοιχείου.

Δια την οποία εγώ πιστεύω ότι από άποψη ιστορική στη χώρα μας συνέβαλε ουσιαστικά εις την ανάπτυξη της αυθεντίας και των δυνατοτήτων ισορροπίας που έχει η δικαιοδοτική απόφαση των Δικαστηρίων όταν συγκροτούνται και από πολίτες, από λαϊκούς Δικαστές σε μια μακρά διαδικασία η οποία λέει και όλα τα πραγματικά περιστατικά.

Για το λόγο κι αυτό, από λόγους αρχής και μόνο ο μεν Σερίφης θέτει το ζήτημα της αναρμοδιότητας και ο κατηγορούμενος Παπαναστασίου γιατί πράγματι καθίσταται δυσμενέστερη η σχέση του σε σχέση με την ανατροπή πέραν της φύσεως των αδικημάτων ως πολίτη.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα.

..........: Κύριε Πρόεδρε, μια 5λεπτη διακοπή.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διακοπή 5΄ λεπτά.

ΔΙΑΚΟΠΗ 5΄ ΛΕΠΤΩΝ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που είχε διακοπεί έπ’ ολίγων. Του επομένου κατηγορουμένου, ο κ. Μάριος Δαλιάνης του κ. Κονδύλη και η κ. Μαρία Δαλιάνη επιφυλάχθηκαν για το τέλος είχανε πει. Ισχύει αυτό. Ο κ. Φυτράκης μίλησε για τον κ. Σερίφη.

Μήπως ο κ. Κοττέας θέλει κάτι να συμπληρώσει ή τα λέει στο τέλος;

κ. ΚΟΤΤΕΑΣ: Αναμένω κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εντάξει κ. Κοττέα. Της κυρίας Σωτηροπούλου, η κ. Κούρτοβικ είπε, μίλησε από κοινού και η κ. Βαγιανού το ίδιο.

..........: (Εκτός μικροφώνου)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τώρα πάλι ή στο τέλος; Εσείς όχι, η κ. Κούρτοβικ.

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Εγώ από πλευράς μου δεν θέτω ένσταση για το πολιτικό σε ό,τι αφορά την κ. Σωτηροπούλου. Μένουν βεβαίως οι υπόλοιπες ενστάσεις. Από την κ. Βαγιανού θα μπουν οι υπόλοιπες ενστάσεις.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ¶ρα λοιπόν δεν θέτετε εσείς.

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Διευκρίνισα ξεκινώντας ότι μιλώ ως εκπρόσωπος, ως Συνήγορος του κ. Κουφοντίνα και μόνο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εντάξει, εντάξει να γίνει.

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Να διευκρινιστεί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γράψτε ότι δεν τίθεται θέμα για πολιτικό εκ μέρους της κ. Σωτηροπούλου. Ένα λεπτό να τελειώσουμε εδώ πέρα. Πρέπει να πηγαίνουμε με τη σειρά.

κ. ΤΕΝΤΟΛΟΥΡΗΣ: Είμαι Συνήγορος υπεράσπισης του Ανέστη Παπαναστασίου. Να κάνω μία δήλωση διευκρινιστική: Ούτε κι εγώ έχω θέμα κ. Πρόεδρε τέτοιου είδους ενστάσεις.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ούτε η κ. Σωτηροπούλου, ούτε ο κ. Παπαναστασίου θέτουν θέμα πολιτικού εγκλήματος. Για τον Ανέστη είπαμε όχι τον Νικόλαο. Τον Νικόλαο τα ακούσαμε. Σας ευχαριστώ κ. Τεντολούρη.

Έχει το λόγο η κ. Βαγιανού.

κα ΒΑΓΙΑΝΟΥ: Θα διευκρινίσω παραπέρα το θέμα. Το θέμα που συζητάμε τώρα, δεν τίθεται θέμα πολιτικού εγκλήματος από πλευράς υπεράσπισης της κ. Σωτηροπούλου υπό την έννοια ότι δεν τίθεται αυτοτελής ένσταση καθ’ ύλιν αναρμοδιότητας. Έτσι οι τοποθετήσεις μας οι οποίες πρέπει να γίνουν πιστεύω και προς αυτή την κατεύθυνση γιατί εισάγεται ένα ενιαίο κατηγορητήριο και οι πράξεις διατυπώνονται κατά παρόμοιο τρόπο φαντάζομαι.

Θα κάνουμε λοιπόν όσο αφορά την κ. Σωτηροπούλου κάποιες παρατηρήσεις προς στήριξη των ενστάσεων που εκτέθηκαν ήδη από τους συναδέλφους χωρίς να υποβάλλουμε ένσταση ειδικότερα της καθ’ ύλιν αναρμοδιότητας στη βάση του ότι από την πρώτη στιγμή διακηρύσσει την αθωότητά της και αρνείται τις κατηγορίες.

Φυσικά τα επιμέρους και αναλυτικά ζητήματα όσον αφορά το πολιτικό αδίκημα, την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων και την αφαίρεση της συγκεκριμένης ύλης από αυτά, έχουν τεθεί εξαντλητικά και με επάρκεια από τους συναδέλφους.

¶ρα θα κάνω κάποια συνόψιση θεμάτων τα οποία αναδείχθηκαν εδώ πέρα και θα τα συστηματοποιήσω κατά κάποιο τρόπο. Το πρώτο απ’ όλα που θέλω να επισημάνω κ. Δικαστές είναι το βασικό θέμα με το οποίο έρχεται αντιμέτωπο αυτό το Δικαστήριο. Πράγματι του πώς η σύγχρονη νομική επιστήμη αντιμετωπίζει το θέμα του πολιτικού αδικήματος.

Δηλαδή, αν το άρθρο το 97 του Συντάγματος αν θα μείνει μια κανονιστική διάταξη, μια κενή κανονιστικού περιεχομένου διάταξη ή μπορεί να λειτουργήσει στο παρόν. Πιστεύω ότι ειδικά στις μέρες μας με τα σύνθετα πολιτικά φαινόμενα τα οποία σε μεγάλο βαθμό παρουσιάζουν καινούρια στοιχεία, συνθέσεις και χαρακτηριστικά, η αντιμετώπιση από μέρους σας αυτού του ζητήματος αποτελεί πράγματι μια πρόκληση.

Είναι γεγονός ότι για πάρα πολύ καιρό, για πάρα πολλές δεκαετίες, ίσως και ολόκληρο τον 20ο αιώνα υπήρχε πράγματι μια τάση αυταρχικής αποπολιτικοποίησης πολιτικών πράξεων. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Αυτό πρέπει κανείς να το θέσει πάνω στις ιστορικές περιόδους και τα ζητήματα τα πολιτικά, τα ταξικά, τα κοινωνικά που προέκυψαν και αντιμετωπίστηκαν από την πολιτική εξουσία και το κράτος.

Αυτό αντανακλάται νομίζω -φαντάζομαι κι εσείς το διαπιστώνετε- σε αυτές τις θεωρίες περί πολιτικού αδικήματος οι οποίες σε μεγάλο βαθμό είναι φορμαλιστικές, αποκομμένες από ζωντανό περιεχόμενο και σχολαστικές θεωρίες. Δηλαδή αυτό που μπορεί πράγματι να αντιμετωπίσει ένα πολιτικό φαινόμενο στο χώρο του Ποινικού Δικαίου και της απαξίας μπορεί να είναι αν πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρά, μια σύνθεση όλων αυτών των στοιχείων περί πολιτικού αδικήματος.

Και η αντικειμενική και η υποκειμενική και η μικτή και του πολιτικού εγκληματία με τις παραλλαγές των στενών εκδοχών τους, όλες αυτές οι θεωρίες νομίζω ότι στην ουσία έχουν μεταβληθεί σε κάποια εικονίσματα ας πούμε που τα έχουμε βάλεις τα ράφια μας, κάποια αβλαβή εικονίσματα και του δικαιακό μας σύστημα σταθερά και μόνιμα τις τελευταίες δεκαετίες, αρνείται να δεχθεί σε φαινόμενα που μπαίνουν στο χώρο της ποινικής απαξίας πολιτικά χαρακτηριστικά.

Οι συνάδελφοι ανέπτυξαν αυτά τα επιμέρους, το αντικειμενικό όπου πρέπει να προσβάλλονται αμιγή πολιτικά αγαθά. Αν είναι δυνατόν αυτό. Δηλαδή πρέπει να αφορούν οι προσβολές την εσωτερική, την εξωτερική υπόσταση του κράτους, την καθεστηκυία τάξη, την νομιμοπολιτική τάξη. Είναι αδύνατον να λειτουργήσει στην πράξη γιατί κανείς ποτέ δεν μπορεί να τα προσβάλει αυτά χωρίς την καταφυγή, χωρίς να προσβάλει την δημόσια τάξη, δηλαδή να προσβάλει νόμιμα αγαθά του κοινού Ποινικού Δικαίου.

Η υποκειμενική θεωρία απομονωμένη από αυτό το αντικειμενικό μπούσουλα που ενδεχομένως θα της έδινε κάποια αξία γίνεται μια θεωρία η οποία πάρα πολύ εύκολα μπορεί να ακυρωθεί γιατί είναι πράγματι ένα δύσκολο ζήτημα χωρίς αντικειμενικά κριτήρια να βρεις το σκοπό του δράστη.

Η μικτή θεωρία ίσως σχηματικά, λειτουργεί περισσότερο αλλά και αυτή η μικτή θεωρία πάλι πρέπει να προσβάλεις μόνο πολιτικά έννομα αγαθά κι αν υποτεθεί αυτό ότι το καταφέρεις χρειάζεται πολιτικός σκοπός ή κίνητρα τα οποία όμως να στοχεύουν στην ανατροπή πάλι της καθεστηκυίας τάξεως κλπ.

Η θεωρία του πολιτικού εγκληματία ήταν πράγματι ένα προχώρημα, με την έννοια ότι μπαίνει για πρώτη φορά το ζήτημα ότι άνθρωποι με ποινικά αδικήματα έρχονται στο χώρο του Ποινικού Δικαίου σαν υποκείμενα πια της ιστορίας με την έννοια ότι έχουν κάνει τις αναγκαίες εσωτερικές ταξινομήσεις στη συνείδησή τους, σύμφωνα με το κοινωνικό και το πολιτικό περιβάλλον, έχουν αναπτύξει ένα πολιτικό σκοπό και επομένως μια παρόρμηση και μια βούληση για δράση και προχωρούν σε αυτή την δραστηριότητα, μέσα από σχηματισμούς που μπορούν να υλοποιήσουν αυτές τις εσωτερικές αναγκαιότητες και ταξινομήσεις.

Όμως κι εκεί μπαίνει στην θεωρία σαν μόνιμο συστατικό και σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να γίνει μια στάθμιση στόχων και αγαθών που έχουν πληγεί από τον πολιτικό εγκληματία.

Εκείνο που θέλω να πω αναπτύσσοντας τις δυσκολίες όλων αυτών των θεωριών, αυτόν τον θετικισμό τους και τον φορμαλισμό τους είναι ότι είναι μια υποχώρηση τελικά στον τακτικό πολιτικό λόγο που απαγορεύει πια το πολιτικό αδίκημα να εμφανιστεί στη σκηνή και μάλιστα διεθνώς, είναι μια τέτοια υποχώρηση και νομίζω ότι θα ήταν πράγματι όπως σας είπα ένα μεγάλο καθήκον και μια νομική πρόκληση αντιμετωπίζοντας αυτά τα νέα φαινόμενα, να επεξεργαστούμε με όλα αυτά τα στοιχεία την θεωρία ξανά με ένα ζωντανό και σύγχρονο τρόπο του πολιτικού εγκλήματος.

Παρόλα αυτά, παρ’ όλες τις δυσκολίες, είναι θεαματικό -από αυτά που αναδείχθηκαν εδώ πέρα μέσα από τις τοποθετήσεις των συναδέλφων- ότι και με όλα αυτά τα προβλήματα τα θεωρητικά και τα νομολογιακά και τα εμπόδια, ήρθε στην επιφάνεια νομίζω και αναδείχθηκε ότι το φαινόμενο το πολιτικό και ποινικό, το οποίο δικάζεται εδώ συνάντησε τα πολιτικά του χαρακτηριστικά και αναδείχθηκαν αυτά.

Δηλαδή και τα στοιχεία του πυρήνα τουλάχιστον της αντικειμενικής θεωρίας πληροί –εκτέθηκαν αυτά αναλυτικά από τους συναδέλφους- και ο πολιτικός σκοπός και τα κίνητρα και οι στόχοι εγκαθιδρύθηκαν και βεβαίως η λειτουργικότητα αυτού του σχηματισμού σε μια περίοδο αρκετά εκτεταμένη θα έλεγα.

Επομένως το μόνο που μου μένει εμένα να τονίσω επίσης για να μην επαναλάβω τα ίδια πράγματα, είναι και η ιστορική διάσταση αυτό του φαινομένου και αυτών των πράξεων, δηλαδή το γεγονός ότι η ύπαρξη, οι στόχοι, ο προορισμός αυτών των ανθρώπων οι οποίοι κατηγορούνται γι αυτά τα αδικήματα αντλήθηκαν από ένα ιστορικό παρελθόν.

Επισημάνθηκε ήδη το γεγονός ότι στην ουσία ήταν μια αντιδικτατορική Οργάνωση, δηλαδή μια Οργάνωση που ενσωμάτωνε τα τραύματα, την οργή και όλα αυτά τα ζητήματα του αντιδικτατορικού αγώνα, αλλά θα έλεγα ότι ήταν και μια Οργάνωση -όπως είναι πάντα οι πολιτικοί σχηματισμοί, οι οργανώσεις, Κόμματα, μορφώματα- που ενσωμάτωνε και προηγούμενες ιστορικές περιόδους, πάρα πολύ τραυματικές όπως ξέρουμε όλοι, δηλαδή πριν την Δικτατορία είχαμε Κατοχές, Εμφυλίους, οδυνηρές καταστάσεις, πραγματικά εποχές πολιτικής οδύνης και τραυμάτων και κατά κάποιο τρόπο οι άνθρωποι που έμπαιναν, η γενιά που έμπαινε να αναζητήσει κάποια οράματα και κάποια πρακτική την περίοδο εκείνη, ενσωμάτωνε τους στόχους της και στα κίνητρά της, όλο αυτό το ιστορικό παρελθόν της Δικτατορίας και των προηγούμενων εποχών των πάρα πολύ τραυματικών ιστορικά.

Βεβαίως ο αντίλογος που μονίμως προβάλλεται όταν κανείς βρει ότι υφίστανται όλα τα συνεκτικά στοιχεία της έννοιας του πολιτικού αδικήματος στην περίπτωσή μας, είναι ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο βίαιης δράσης, το λεγόμενο τρομοκρατικό φαινόμενο.

Εδώ είναι το άλλο ζήτημα κ. Δικαστές που δεν μπορείτε παρά να το αντιμετωπίσετε. Πρώτα απ’ όλα τι είναι τρομοκρατία; Όπως κι εσείς γνωρίζετε υπάρχει απουσία ορισμού. Γίνεται μια απόπειρα τώρα σε αυτή την απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου θα μπορούσα να συνοψίσω τρία σημεία αυτού του μπούσουλα που δίνετε κατά κάποιο τρόπο.

Επιχειρείται λοιπόν ο ορισμός και λέγεται ότι οι εκ προθέσεως πράξεις οι οποίες είναι δυνατόν να προσβάλλουν σοβαρά χώρα ή διεθνή Οργανισμό και οι οποίες μνημονεύονται κατωτέρω όπως ορίζονται ως εγκλήματα από το Εθνικό Δίκαιο των κρατών κλπ όταν ο δράστης τις διαπράττει με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά κλπ τον πληθυσμό, να εξαναγκάσει αδικαιολόγητα τις δημόσιες Αρχές ή ένα Διεθνή Οργανισμό να εκτελέσουν οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχουν από την εκτέλεσή της και το σημαντικότερο να αποσταθεροποιήσει ή να καταστρέψει τις πολιτικές, συνταγματικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός Διεθνούς Οργανισμού.

Αναρωτιέμαι, περιγράφοντας, δίνοντας μάλλον τα βασικά στοιχεία ενός τρομοκρατικού φαινομένου η Ευρωπαϊκή Ένωση αναπαράγει το θέμα του πολιτικού αδικήματος. Υπάρχει η αντικειμενική πλευρά όπου πλήττονται δημόσια αγαθά, πολιτικά έννομα αγαθά, πολιτικές, συνταγματικές, οικονομικές δομές και υπάρχει και ο σκοπός του δράστη, ο οποίος είναι καθαρά ένας πολιτικός σκοπός σε αυτή του την διάσταση.

¶ρα θέλω να πω με αυτό ότι αυτό το φαινόμενο της αυταρχικής αποπολιτικοποίησης -όπως θα σας το εκθέσω παρακάτω- δεν μπορεί να βάλει φραγμό στο να αναδειχθεί ξανά το χαρακτηριστικό μιας πολιτικής ποινικής ταυτότητας.

Νομίζω ότι και ως προς το θέμα αυτό, μια μη υποκριτική στάση από το Δικαστήριό σας, θα είναι προτού καταφύγει στην αποπολιτικοποίηση κάποιων πράξεων επειδή δήθεν είναι τρομοκρατικές να κάνει πρώτα αυτή την συγκριτική διαδικασίας της τρομοκρατίας με το πολιτικό έγκλημα, όπου πράγματι αν δεν ταυτίζονται όπως στην περίπτωση της περιγραφής που δίδει η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι τουλάχιστον επαλλάσσουσες έννοιες.

Δηλαδή πρέπει υποχρεωτικά να συγκριθεί το κάθε λεγόμενο τρομοκρατικό φαινόμενο με την έννοια του πολιτικού αδικήματος και εκεί να βρεθεί αν υπάρχουν αυτά τα συνεκτικά στοιχεία που δίδουν μια ενιαία ταυτότητα του φαινομένου.