Πολιτική
Τρίτη, 11 Μαρτίου 2003 23:19

Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (11/3/2003) Μέρος 5/9

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Ραχιώτη έχετε κι εσείς το λόγο.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Κατανοώ την κούρασή σας κ. Πρόεδρε και πιθανώς και όλων των παραγόντων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ εμένα μην με λυπάστε καθόλου. Εσείς θα ασκήσετε τα καθήκοντά σας στο μέτρο βέβαια που πρέπει. Καταλαβαίνετε. Όχι λόγω κοπώσεως αλλά λόγω οικονομίας.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Αυτό ήθελα να πω κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο κάποτε μας το μαθαίνανε αυτό.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Δυστυχώς οργανώθηκε έτσι αυτή η δίκη, που εκ των πραγμάτων θα έπαιρνε έκταση πάνω σε ορισμένα θέματα. Αυτό είναι ένα πράγμα που τώρα πια δεν αλλάζει. Με αυτό θα δικάσουμε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι, όχι.

Ι.ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Υπήρχαν άλλες ιδέες και από εκπροσώπους της Πολιτικής Αγωγής για το πώς θα μπορούσε να οργανωθεί αυτή η δίκη έτσι ώστε να μην καταλάβει τόσο μεγάλο χρονικό εύρος. Αυτό επελέγη εν πάση περιπτώσει από το Συμβούλιο. Είναι οριστικό.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι κρίμα αυτό διότι τέλος πάντων ετούτο εδώ ή θα απαντήσουμε ναι ή όχι. Αν απαντήσουμε «δεν είμαστε αρμόδιοι› τελειώσαμε εμείς, να δοθεί η ευκαιρία στο άλλο Δικαστήριο να προλάβει να το δικάσει.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Ακριβώς.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εάν κάτσουμε εδώ πέρα τώρα ή και εμείς οι ίδιοι πάλι να δοθεί η ευκαιρία να δικάσουμε, αν πούμε το αντίθετο.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Και αυτό το άγχος του να προλάβει να δικάσει κ. Πρόεδρε κατά την γνώμη μου κι αυτό δεν είναι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι, δεν είναι θέμα άγχους. Είναι θέμα οικονομίας της δίκης. Και οι Δικαστές έχουν και άλλα καθήκοντα, αλλά προπαντός και εσείς οι Δικηγόροι έχετε και ένα γραφείο φαντάζομαι, έτσι; Δεν είναι η μοναδική υπόθεση αυτή που έχει το γραφείο σας. Δεν θέλω δηλαδή να εξουθενωθεί καθένας σας επαγγελματικά κιόλας.

Γι’ αυτό λέω θέλω στα πλαίσια της οικονομίας, κάπου δηλαδή ένα επιχείρημα που ήδη έχει αναπτυχθεί δεν υπάρχει λόγος να το ξαναλέμε πάλι με άλλα λόγια. Διότι όσες φορές να το πούμε το ίδιο θα παραμείνει, την ίδια βαρύτητα θα έχει. Εκτός εάν επαναλαμβανόμενο ξέρω εγώ, θυμίζει κάτι παλιές, όσες φορές του το πεις η λεγόμενη πλήξη.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Υποθέτω ότι όλοι έχουμε την ίδια προσέγγιση σε αυτό. Απλώς για να αναπτυχθεί ο συλλογισμός, εκ των πραγμάτων δεν μπορείς παρά να αναφερθείς και σε ορισμένα ζητήματα που τυχόν έχουν αναφερθεί άλλοι. Δεν θα αναφερθώ σε τίποτε άλλο πλην του πολιτικού εγκλήματος. Όλες οι λοιπές βάσεις της αναρμοδιότητας έχουν τεθεί από προηγούμενους.

Ιδιαίτερα σημειώνω ότι συντάσσομαι πλήρως με τις θέσεις που ανέπτυξαν την Παρασκευή οι κ.κ. Συνήγοροι του κ. Τέλιου και του κ. Γεωργιάδη. Δεν προσθέτω ούτε μία λέξη πάνω σε αυτά τα ζητήματα, όπως επίσης και για την προσέγγιση του θέματος αυτής της ένστασης από τους κατηγορούμενους που αρνούνται την κατηγορία, επίσης το θεωρώ εξαντλημένο, δεν έχω να πω τίποτα παραπάνω και σε αυτό.

Αν παίρνω το λόγο να πω μια γνώμη για το πολιτικό έγκλημα, είναι προερχόντως γιατί αυτή η συζήτηση που ήδη 6 μήνες τώρα γίνεται γύρω από το αν τα εγκλήματα που δικάζουμε σήμερα είναι πολιτικά, μου φαίνεται ότι δεν είναι γνήσια. Είναι κολοβή.

Υπάρχουν υπέρμαχοι, υπάρχουν και πολέμιοι του πολιτικού χαρακτήρα των εγκλημάτων. Οι υπέρμαχοι, διάφοροι διανοούμενοι, διάφοροι πολιτικοί εκπρόσωποι της Αριστεράς αποφεύγουν να μιλήσουν για την πολιτική ουσία του φαινομένου της 17Ν. Περιορίζονται σε στενή νομική επιχειρηματολογία, δηλαδή αποφεύγουν να θέσουν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, τη φύση και το χαρακτήρα αυτής της Οργάνωσης ώστε μετά να κρίνουμε πράξεις που τελέστηκαν στο πλαίσιο της δράσης της, αν έχουν χαρακτηριστικά πολιτικού εγκλήματος ή όχι.

Είναι προφανές γιατί γίνεται αυτό από τους υπέρμαχους γιατί σε αυτή την περίοδο που ζούμε ο στιγματισμός είναι πάρα πολύ εύκολος άμα πεις μία πρόταση που εκφεύγει από τον κυρίαρχο λόγο ως φιλο-τρομοκράτη. Θα ανέφερα μια προσωπική εμπειρία, άκουγα έναν Καθηγητή της Παντείου, τον κ. Ρούση να λέει σε μία τηλεοπτική εκπομπή κάτι που εξέφευγε ελαφρώς και άκουσα κάποιον, δεν θυμάμαι ποιον, που του λέει «είσαι ηθικός αυτουργός της τρομοκρατίας›. Δηλαδή του «υπέριχνε› μια θέση δίπλα στον πελάτη μου. Καταλαβαίνετε ότι είναι λίγο δύσκολο να ολοκληρωθεί ένας διάλογος πάνω σε αυτά τα πράγματα.

Οι διανοητές τώρα που είναι πολέμιοι του πολιτικού χαρακτήρα των εγκλημάτων και οι πολιτικοί εκπρόσωποι κυρίαρχων κύκλων προσπαθούν με διάφορες κατασκευές κατά την γνώμη μου που δεν αντέχουν στην κριτική να πείσουν εναντίον του προφανούς.

Η βασική άποψη που ακούστηκε όλο αυτό το διάστημα και θα ακουστεί φαντάζομαι κι εδώ, είναι ότι πολιτικό έγκλημα είναι μόνο η απόπειρα πραξικοπήματος πρακτικά. Στοιχειώδης ιστορική γνώση θα επέτρεπε να απαντήσει σε αυτό ότι ούτε στους χουντικούς δεν αναγνωρίστηκε status πολιτικού εγκληματία.

Δηλαδή έχει διαψευσθεί και αυτή η θέση από την ίδια τη νομολογία με κάποιο σκεπτικό. Δόθηκε ένα σκεπτικό γύρω από αυτό, όχι δηλαδή στην απόπειρα αλλά και στην συντελεσμένη εσχάτη προδοσία δεν το αναγνωρίσανε το status του πολιτικού εγκληματία.

Δεν αναγνωρίστηκε status πολιτικού εγκληματία στην Ελλάδα ούτε σε πρόσωπα που συμμετείχαν στον εμφύλιο πόλεμο. Αν δεν είναι ο εμφύλιος πόλεμος η υπέρτατη πράξη προσβολής του υφιστάμενου κοινωνικού συστήματος, τότε ποια είναι, τι να φανταστεί κανένας; Όλοι αυτοί που δικάστηκαν και εκτελέστηκαν στο πλαίσιο του εμφυλίου πολέμου δικάστηκαν σαν κοινοί εγκληματίες, είναι γνωστό αυτό.

Θα έλεγα ότι κοιτάζοντας συνολικά τη νομολογία του Αρείου Πάγου στον 20ο αιώνα για το ζήτημα του πολιτικού εγκλήματος έλαβε τις πιο αντιφατικές θέσεις, τις πιο αντιφατικές προσεγγίσεις. Η αίσθηση που σου δίνει η νομολογία αυτού του αιώνα ήταν ότι δεν έγινε προσπάθεια να φτιαχτούν γενικά και απρόσωπα κριτήρια για το πολιτικό έγκλημα.

Ουσιαστικά έγινε μια προσπάθεια εναρμόνισης με την συγκυρία. ¶λλοτε μπορεί να βόλευε τις απόψεις μου, άλλοτε να ήταν αντίθετη. Αλλά αυτό που βλέπεις τελικά είναι ότι δεν διαμορφώθηκαν γενικά κριτήρια για να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα.

Ήρθε και η σύμβαση του ΄77 για την καταστολή της τρομοκρατίας η οποία όρισε στο 1 παράγραφος 1 ότι για τις ανάγκες της έκδοσης οι πράξεις που αναφέρει δεν μπορούν να χαρακτηριστούν πολιτικά εγκλήματα. Κι εδώ διερωτάται κάποιος, το πολιτικό περιεχόμενο μιας πράξης είναι κάτι που μπορεί να το δίνεις και να το αφαιρείς με διάταξη νόμου; Δηλαδή μπορείς να πεις με διάταξη νόμου ότι «προσθέτω ή αφαιρώ κριτήρια στον δράστη›; Μπορείς να θεσπίσεις κριτήρια γενικά αλλά δεν μπορείς να πεις ότι «εσύ δεν μπορείς να έχεις αυτά τα κίνητρα που εγώ γενικά τα έχω θεσπίσει›.

Αυτά παραπέμπουν, θυμίζουν αυτή την θεολογική συζήτηση που γινόταν τον 16ο αιώνα αν η εξόντωση των ιθαγενών στην Αμερική είναι ή όχι φόνος. Νομίζω ότι φεύγουμε πολύ μακριά δηλαδή με αυτές τις λογικές που τίθενται από αυτή την σύμβαση κυρίως.

Η διεθνής έννομη τάξη δεν αποτόλμησε να δώσει ένα συγκεκριμένο και δεσμευτικό ορισμό για το πολιτικό έγκλημα. Όμως από διάφορα σώματα έχουμε μη δεσμευτικούς ορισμούς. Έχουμε έναν ορισμό από τις υπηρεσίες του Συμβουλίου της Ευρώπης, από τις υπηρεσίες όχι από το Συμβούλιο Υπουργών που οι ίδιοι είπαν κιόλας ότι δεν είναι καν διευκρίνηση επί της απόφασης του Συμβουλίου Υπουργών και έχουμε και μια απόφαση που δίνει έναν ορισμό από την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών.

Με δυο κουβέντες θα έλεγα ότι αυτό που είπε για την τρομοκρατία το Συμβούλιο της Ευρώπης, οι υπηρεσίες του Συμβουλίου της Ευρώπης καλύπτει τα πάντα, δεν αφήνει τίποτα έξω. Οποιαδήποτε δράση μπορεί να τυποποιηθεί ως τρομοκρατική δράση. Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ είπε το ίδιο εξαιρώντας τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα γιατί προφανώς ήταν μια δέσμευση στον ΟΗΕ που δεν υπήρχαν στην Ευρώπη βεβαίως. Η Ευρώπη θεωρεί ότι δεν έχει τέτοια προβλήματα οπότε δεν εξαίρεσε ούτε αυτό.

Τελικά όμως καμιά ευρωπαϊκή έννομη τάξη δεν αποτόλμησε να καταργήσει την έννοια του πολιτικού εγκλήματος ως σύνολο. Αυτό είναι το ζήτημα γιατί καμία τελικά κατά την γνώμη μου δεν θέλει να απεκδυθεί το φιλελεύθερο πολιτικό μανδύα. Όλοι επέλεξαν την λογική της απομύζησης του θεσμού του πολιτικού εγκλήματος, της αφαίρεσης οποιουδήποτε ουσιαστικού περιεχομένου του.

Μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες λειτούργησαν διαφορετικά σε αυτό και μάλιστα μόνο μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Με την patriot tact ουσιαστικά προχώρησαν παραπέρα και κατάργησαν κάθε εσωτερική νομική δέσμευση απέναντι στον πολιτικό αντίπαλο. Αυτό νομίζω ότι είναι αυτός ο νόμος που ψηφίστηκε και πήγε πολύ πιο πέρα από τα εσκαμμένα γενικά όσον αφορά το ζήτημα του πολιτικού εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Ουσιαστική δηλαδή κηρύσσει μια παγκόσμια δικτατορία στο νομικό χώρο.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο βγαίνει ένα βούλευμα με το οποίο ερχόμαστε εμείς να δικαστούμε σήμερα. Και έχει μία πρόταση το βούλευμα στην οποία αναφέρεται και το Συμβούλιο σε αυτό το συγκεκριμένο κεφάλαιο, η οποία μας λέει ότι δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισμός ούτε του πολιτικού εγκλήματος, ούτε της τρομοκρατίας.

Μας λέει πάλι και αυτό είναι σε εισαγωγικά, το αντιγράφω ακριβώς «τα τρομοκρατικά εγκλήματα και αν ακόμη έχουν πολιτικά κίνητρα, δεν παύουν να είναι πράξεις τρομοκρατίας και ως τέτοιες πρέπει να τιμωρούνται›. Νομίζω ότι η ταυτολογία είναι προφανής. Δηλαδή μας λέει ότι η συμπεριφορά που δεν είναι ποινικά τυποποιημένη πρέπει να τιμωρείται. Δεν ερμηνεύω, αντιγράφω ακριβώς.

Τρίτον, η ίδια πρόταση μας λέει, πάλι αντιγράφω ακριβώς «το πολιτικό έγκλημα δεν είναι παρά η εκδήλωση μιας ιδεολογίας πολιτικής και θα πρέπει κατά συνέπεια και ο τρόπος πραγματοποιήσεώς της να είναι ιδεολογικός και σε άλλο σημείο μας λέει «αν έγκλημα διαπράττεται με την μέθοδο της τρομοκρατίας χάνει την ιδεολογική του μορφή και παύει να είναι πολιτικό›.

Κατ’ αρχήν η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η σύγχυση μεταξύ πολιτικής δράσης και πολιτικού εγκλήματος είναι ολοφάνερη σε αυτές τις προτάσεις. Το δεύτερο μας λέει ακόμα ότι υπάρχει ιδεολογικός τρόπος τελέσεως εγκλήματος. Νομίζω ότι από το Διαφωτισμό και μετά πιστεύαμε ότι έγκλημα στην σφαίρα των ιδεών δεν υπάρχει, ότι το έγκλημα είναι μόνο στο χώρο της υλικής πραγματικότητας. Φαίνεται ότι εδώ έγινε κάποια διαφορετική προσέγγιση.

Ακόμα το ίδιο το βούλευμα στο σκεπτικό του μας λέει ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τρομοκρατικές ενέργειες χωρίς να ορίσει και πάλι όμως το περιεχόμενο της έννοιας που τους αποδίδει, γιατί εδώ πια αποδίδει κατηγορία του βούλευμα, δεν είναι ένα γενικό πολιτικό κείμενο. Παρόλα αυτά δεν ορίζει τι είναι οι τρομοκρατικές ενέργειες και επειδή οι πράξεις τους –λέει- προσβάλλουν το 5 του Συντάγματος και τα άρθρα 2 και 5 της ΕΣΔΑ, δεν είναι πολιτικά εγκλήματα.

Εγώ θα έλεγα λες και υπάρχουν εγκλήματα κατά της ζωής που δεν προσβάλλουν το 5 του Συντάγματος. Δηλαδή υπάρχει κανένα έγκλημα κατά της ζωής που δεν προσβάλλει το δικαίωμα την προσωπικότητα; Και γιατί αυτή η θέση οδηγείς το ότι δεν είναι πολιτικά επειδή προσέβαλαν το δικαίωμα στην προσωπικότητα; Δεν υπάρχει μια συνοχή σε αυτή την θέση.

Σε αυτό το πλαίσιο και το νομικό και το πολιτικό που περιέγραψα, θα έλεγε κανείς ότι μπορεί η συζήτηση για το πολιτικό έγκλημα να είναι μάταιη που συνεχίζεται τώρα. Παρά ταύτα επειδή δεν έχει σημασία μόνο η απόφαση του Δικαστηρίου κατά την γνώμη μου αλλά έχει σημασία και η κάθε πλευρά να πει την θέση της για τόσο πολύ σημαντικά ζητήματα, εγώ θα κάνω μόνο δυο-τρεις παρατηρήσεις πέρα όσων έχουν πει οι συνάδελφοί μου.

Νομίζω ότι έχετε δύο ερωτήματα μπροστά σας, τα έχουμε όλοι μάλλον μπροστά μας. Χρειαζόμαστε έναν προσδιορισμό της έννοιας της πολιτικής ώστε με την συνδρομή της να δούμε αν υπάρχει πολιτικό έγκλημα. Γιατί ορισμό του εγκλήματος έχουμε από το νόμο, έχουμε από το 14 του Ποινικού Κώδικα. Ορισμό της πολιτικής δεν έχουμε. Πλην όμως εδώ σας χρειάζεται, είναι υποχρεωτικό για να πείτε αν αυτά τα εγκλήματα είναι πολιτικά ή όχι. Δεν μπορούμε να φύγουμε από αυτό.

Το δεύτερο που χρειαζόμαστε θα ήταν να απαντήσουμε τι ήταν η 17Ν για να έχουμε ελάσσονα πρόταση στο δικανικό συλλογισμό. Ούτε από αυτό γίνεται να φύγουμε και αυτό πρέπει να το απαντήσουμε με νομικούς όρους, με πραγματικούς αλλά νομικούς όρους. Δεν μπορούμε να το αποφύγουμε και να πούμε μια κορώνα ήταν «τρομοκράτες› ή ήταν «εγκληματίες›. Πρέπει να πούμε γιατί αυτή η Οργάνωση ήταν εγκληματική, γιατί δεν ήταν πολιτική Οργάνωση και να έχουμε σκέψεις εδώ, να έχουμε αιτιολογία μετά.

Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα που έθεσα. Αν ως πολιτικοί υποθέταμε το σύνολο των πρακτικών διακυβέρνησης, συνακόλουθα πολιτική δράση θα συνιστούσε κάθε πράξη υποστήριξης, μεταρρύθμισης ή ανατροπής του υφιστάμενου μοντέλου διαχείρισης της εξουσίας. Οπότε και πολιτικό έγκλημα θα σε οδηγούσε αυτή η παραδοχή να πεις ότι είναι κάθε παραβατική συμπεριφορά στο πλαίσιο αυτής της δράσης. Έτσι απλά και γενικά νομίζω ότι θα έπρεπε να ξεκινάμε την προσέγγισή μας. Αυτό μας λένε οι έννοιες, αυτό μας λένε οι εμπεδωμένες αντιλήψεις για την έννοια της πολιτικής.

Αν ισχύει όμως μια τέτοια πρόταση για την πολιτική, με ποια λογική μπορούμε να στενέψουμε το πολιτικό έγκλημα στο πλαίσιο της δράσης για ευθεία και άμεση ανατροπή του πολιτεύματος; Από πού θα το αντλήσουμε αυτό το δικαίωμα εκεί; Πώς θα κάνουμε μία ερμηνεία δηλαδή του Συντάγματος το οποίο μιλάει γενικά για την πολιτική στο χώρο του εγκλήματος και θα πούμε ότι «εγώ το περιορίζω στο 134 του Ποινικού Κώδικα και μόνο ή έστω και στο 135›. Δεν φαίνεται να υπάρχει κάπου να αντληθεί εξουσία για το Δικαστήριο σε αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει να μείνει στην γενική έννοια της πολιτικής κατά την γνώμη μου το Δικαστήριο.

Η συγκρότηση οργάνωσης για την ανατροπή ή μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος, άσχετα από το αν επιδιώκει τους στόχους της με νόμιμα ή παράνομα μέσα δεν είναι από μόνη της πολιτική πράξη; Τι θα μπορούσε να είναι αυτό το πράγμα; Το παράνομο ή νόμιμο σχετίζεται με το έγκλημα, αλλά δεν σχετίζεται με το πρώτο συνθετικό αυτού που δικάζουμε σήμερα. Δηλαδή νομίζω ότι από χέρι μιλάμε για ένα πολιτικό φαινόμενο αυτή τη στιγμή, το οποίο ενδεχομένως θα κρίνετε εσείς αν είχε και εγκληματική δράση ή όχι. Να δούμε ένα ζήτημα γύρω απ’ αυτό. Η προσβολή στο πλαίσιο της δράσης μιας οποιασδήποτε οργάνωσης, όχι της συγκεκριμένης, στόχων ώστε να επιτευχθεί η μεταρρύθμιση των διεθνών σχέσεων της χώρας. Αυτό από μόνο του δεν είναι μια δράση που οδηγεί στην ανατροπή του καθεστώτος.

Όταν προσβάλεις με νόμιμα ή παράνομα μέσα φέρ’ ειπείν τη σχέση της Ελλάδας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν σημαίνει αυτό ότι μπορεί να αποσκοπήσει υποχρεωτικά στην ανατροπή του καθεστώτος. Μια μεταρρύθμιση είναι του συστήματος των διεθνών σχέσεων της χώρας. Αυτό το πράγμα όμως δεν είναι πολιτική;

Αν αυτό το πράγμα δεν είναι πολιτική, τότε αυτό που κάνουν όλα τα πολιτικά Κόμματα κάθε μέρα, τα οποία παίρνουν θέση ή δρουν νομίμως ή παρανόμως φέρ’ ειπείν για το ζήτημα των διεθνών σχέσεων της χώρας, θα πρέπει να πούμε ότι είναι απολίτικο, ότι τα Κόμματα δηλαδή στην Ελλάδα δρουν απολίτικα.

Θα πάμε σε λογισμούς παραλογισμούς μάλλον, όχι σε νομικούς παραλογισμούς, αν συνεχίσουμε σε μια τέτοια κατεύθυνση. Και έρχομαι εγώ και λέω το εξής: Μια παράνομη οργάνωση τώρα, που θέλοντας να πλήξει τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, ρίχνει μια ρουκέτα σε ένα αεροπλανοφόρο γιατί συνέβη και αυτό το πράγμα, αυτό το πράγμα τώρα τι είναι; Είναι απολίτικη δράση; Ποιο είναι το ιδιωτικό έννομο αγαθό που θίχτηκε εδώ πέρα σε σχέση με την προσβολή του αεροπλανόφορου;

Η ίδια οργάνωση ρίχνει και μια ρουκέτα εναντίον της ΕΟΚ, των γραφείων της ΕΟΚ, η οποία είναι ένας θεσμικός μηχανισμός, υπερεθνικός, για τον οποίο η χώρα μας έχει σχέση ένταξης, όχι απλώς διεθνείς σχέσεις. Εδώ τι θα πούμε, ότι και αυτό είναι απολίτικη δραστηριότητα;

Νομίζω ότι το πρώτο ζήτημα που πρέπει να λυθεί, είναι το εάν έχουμε πολιτική ή απολίτικη δραστηριότητα εδώ και μετά να δούμε πως συνδυάζονται αυτά με την εγκληματική δραστηριότητα. Το ίδιο είναι και εκεί που επλήγησαν αμιγώς κρατικοί φορείς. Πως θα ερμηνεύσετε ακριβώς τη βόμβα σε μια εφορία που μπαίνει 2 η ώρα τη νύχτα και με ένα τηλεφώνημα πριν στην αστυνομία για να διώξει και τους περίοικους να μην τραυματιστούν. Ποιο έννομο αγαθό πλήττεται εδώ πέρα; Ποιο ιδιωτικό έννομο αγαθό πλήττεται εδώ;

Είναι κάποια ζητήματα που μάλλον πρέπει να απασχολήσουν. Δεν θέλω να είμαι πιο πολύ επεκταμένος. Νομίζω ότι έγινε κατανοητό τι θέλω να πω γύρω απ’ αυτό το ζήτημα.

Υπάρχει και ένα δεύτερο ζήτημα. Πρέπει τελικά κάποια στιγμή να πούμε τι ήταν η 17Ν, το οποίο αυτό που θα πούμε εμείς μπορεί να είναι διαφορετικό από αυτό που θα πει ο κατηγορούμενος για το τι ήταν η 17Ν, αλλά έχουμε υποχρέωση και ως Δικαστήριο και ως διάδικοι, πάνω σ’ αυτό το πράγμα να πάρουμε θέση.

Νομίζω είναι εκ των ουκ άνευ αυτό το ζήτημα. Ο πελάτης μου μπορεί να αρνήθηκε τη συμμετοχή βεβαίως στη 17Ν, αλλά εν πάση περιπτώσει κατηγορείται γι’ αυτό και αυτό είναι ανεξάρτητο απ’ αυτόν, οπότε εκ των πραγμάτων πρέπει να πούμε μια θέση και αυτή τη στιγμή νομίζω ότι και απ’ την κατηγορία, αλλά και απ’ την ιστορία έχουμε επαρκές υλικό να μπορούμε να πούμε δυο σκέψεις γύρω απ’ αυτό το ζήτημα, σε σχέση πάντα με το πολιτικό έγκλημα μιλάω και δεν μιλάω για την ουσία η οποία τυχόν θα εξεταστεί στη συνέχεια.

Κατά τη γνώμη μου, γιατί θέλω να πω δυο σκέψεις πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, πρόκειται σαφώς για μια οργάνωση που αντικειμενικά πρέπει να ενταχθεί στην ευρεία αριστερά. Απ’ αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε. Πρέπει να θέσουμε όχθες εδώ. Και αυτό το πράγμα προκύπτει απ’ το υλικό της δικογραφίας. Δεν κάνω πολιτική ανάλυση. Στέκομαι στη δικογραφία.

Στη δικογραφία μέσα έχουμε προκηρύξεις, οι οποίες σαφώς δίνουν ένα στίγμα που ο καθένας μπορεί να το καταλάβει σαν στίγμα της ευρείας αριστεράς. Το δέχεται το βούλευμα το ίδιο αυτό, αναφέροντας επηρεασμούς απ’ τα Κινήματα του ’68, δηλαδή για μια συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση μιλάει και το ίδιο το βούλευμα.

Και βεβαίως προκύπτει με μεγάλη σαφήνεια απ’ τις ίδιες τις απολογίες των κατηγορουμένων τις προανακριτικές, όσων ομολόγησαν και από τυχόν δηλώσεις που έγιναν εδώ. Οπότε το πρώτο πράγμα που πρέπει να προσδιοριστεί είναι αυτό. Ταυτόχρονα κατά τη γνώμη μου, πρέπει να δούμε ότι πρόκειται για μια Οργάνωση πολύ διαφορετική απ’ την υπόλοιπη αριστερά, αλλά και από τις τυχόν άλλες ένοπλες οργανώσεις που έγιναν αναφορές και στο βούλευμα στη Δυτική Ευρώπη.

Κατά τη γνώμη μου – και αυτό έχει μια σημασία εδώ πέρα – ποια είναι η βασική διαφορά της 17Ν από την υπόλοιπη αριστερά; Απ’ τον υπόλοιπο χώρο εν πάση περιπτώσει που θα μπορούσαμε να την εντάξουμε; Ότι η αριστερά που ξέραμε μέχρι σήμερα, μέχρι τη 17Ν, ήταν η αμυντική αριστερά, η αριστερά δηλαδή της αμυντικής συμπεριφοράς.

Η αριστερά στην Ελλάδα ακόμα και όταν πήρε τα όπλα, λόγους άμυνας επικαλέστηκε. Και στο πρώτο αντάρτικο και στο δεύτερο αντάρτικο προστασία επικαλέστηκε των ανθρώπων. Των ανθρώπων της και του λαού συνολικά. Έχει ταυτιστεί επίσης η ευρύτερη αριστερά με την αθωότητα. Τα θύματα της αριστεράς ήταν πάντα αθώα.

Ο Μπελογιάννης ήταν αθώος. Ο Πέτρουλας, ο Λαμπράκης, η Βασιλακοπούλου, ο Κουμής, η Κανελλοπούλου, όλοι αυτοί ήταν αθώοι. Για κανέναν δεν τέθηκε ζήτημα ότι ήταν ένοχοι γι’ αυτό που τους συνέβηκε, γιατί χάσανε τη ζωή τους.

Η 17Ν είναι ακριβώς το αντίθετο. Είναι η επιτιθέμενη αριστερά. Είναι η αριστερά που δεν διεκδικεί την αθωότητα. Δεν αμύνεται απλά στην πολιτική βία. Δεν προβάλει αυτοπροστασία. Απαντάει σ’ αυτά που εν πάση περιπτώσει αποτιμάει στην Ελλάδα με ανάλογης έντασης βία. Ορισμένες φορές και με οξύτερη βία απ’ αυτό που αντιμετωπίζει η κοινωνία στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Τελικά τι είναι; Είναι ο κυνηγημένος που αποφασίζει να γίνει κυνηγός. Εγώ έτσι μπορώ να καταλάβω την αντίληψη, την νοοτροπία αυτών των μελών της 17Ν. Αυτό το πράγμα είναι λογική συνέπεια μιας πολύ μακρόχρονης διεργασίας. Φορείς της δεν είναι απλά οι κατηγορούμενοι που δέχτηκαν τη συμμετοχή τους στη 17Ν. Είναι ιστορικό το ζήτημα. Είναι φορέας μιας ολόκληρης ιστορικής διαδρομής.

Μπορεί κανένας να κάνει εύκολα υποθέσεις πάνω σ’ αυτό. Δεν ξέρω αν είναι της παρούσης. Χοντρικά σε μια λέξη λέω ότι μια μακρόχρονη καταπίεση, μια μακρόχρονη βία να είστε σίγουροι ότι θα βγάλει και οριακές αντιδράσεις. Δεν μπορεί να τα αποκλείσει κανείς αυτά τα πράγματα στην ιστορική διαδρομή και δεν μπορεί κανείς να τα σταματήσει σε τελευταία ανάλυση.

Αυτό το πράγμα, αυτή η διαδρομή της 17Ν, ήταν έξω απ’ την κλασική αριστερή αντίληψη για την πολιτική βία, της οποίας φορέας είναι και ο εντολέας μου. Της κλασικής αντίληψης. Αναφέρομαι σ’ αυτή τη συνέντευξη που είχε δώσει στον Λαμιακό Τύπο σε κάποια στιγμή. Θα την καταθέσουμε κιόλας και στο Δικαστήριο.

Ακριβώς για το ζήτημα της βίας, πού διαφωνεί με την 17Ν. Και είπε αυτό που λέει όλη η αριστερά δηλαδή, ότι τέτοιες ενέργειες σαν της 17Ν ήταν αναντίστοιχες με την πολιτική περίοδο που έγιναν. Ότι τέτοιες μπορεί να γίνουν μόνο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, μόνο σαν άμυνα σε αντίστοιχες επιθέσεις που δέχεται το λαϊκό κίνημα, σε συνθήκες που δεν υπήρξαν όμως ποτέ στην μεταπολιτευτική Ελλάδα.

Αυτό είναι η κλασική αριστερή αντίληψη για την ένοπλη βία. Η 17Ν με τη δράση της εισήγαγε κάτι διαφορετικό. Και εκεί είναι και η διαφωνία του εντολέα μου γύρω απ’ αυτό το ζήτημα βεβαίως. Αλλά εν πάση περιπτώσει, άσχετα απ’ το αν διαφωνούμε εμείς ή όχι, αυτό είναι κάτι που υπάρχει.

Θέλω να κάνω μία σημείωση ακόμα πάνω σ’ αυτό. Ότι έγινε πάρα πολύς λόγος και δικαίως αν θέλετε κατά τη γνώμη μου, για τα θύματα της δράσης της 17Ν. Εκείνο που πρέπει να αναγνωρίσουμε είναι ότι η δράση της 17Ν προκάλεσε πόνο στην άλλη όχθη και αυτό είναι πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα.

Μέχρι την ύπαρξη της 17Ν θύματα μετρούσε μόνο η μία όχθη. Το λέω σε σχέση μ’ αυτά που είπαμε πριν. Για πρώτη φορά βρέθηκαν άνθρωποι οι οποίοι κατάλαβαν, με τρόπο που εγώ βεβαίως διαφωνώ πλήρως, αλλά αντικειμενικώς έτσι είναι, το ότι πρέπει να προκαλέσουν πόνο στην απέναντι όχθη και μάλιστα στις ανώτερες τάξεις της.

Ορισμένοι τουλάχιστον απ’ αυτούς που επλήγησαν προφανώς πρόκειται για την ελίτ της χώρας. Εισήγαγε δηλαδή το φόβο ως παράμετρο της καθημερινότητας στις άρχουσες τάξεις. Αυτή ήταν η λειτουργία της 17Ν κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, όλα αυτά τα χρόνια.

Γιατί τα λέω όλα αυτά; Δεν κάνω μια ιστορική αναδρομή. Θέλω να πω μ’ αυτά βλέπετε τίποτα απολίτικο σ’ αυτή τη δράση; Εκεί θέλω να καταλήξω τελικά. Θα την χαρακτηρίσετε εσείς εγκληματική αυτή τη δραστηριότητα. Μίλησα και εγώ προηγουμένως για τα θύματα. Αλλά βλέπετε κάτι που δεν είναι πολιτικό σ’ αυτό;

Δηλαδή βλέπετε οτιδήποτε που έγινε χωρίς πολιτικό σκεπτικό; Δεν είναι ολοφάνερη, δεν βοά η πολιτική ανάλυση που βρίσκεται πίσω απ’ αυτή τη διαδικασία που βιώσαμε αυτά τα 30 χρόνια; Γιατί προσπαθούμε να κρύψουμε τα αυτονόητα τελικά και λέμε ότι είναι αυτά τα πράγματα κοινά εγκλήματα; Τέτοια εγκλήματα δικάζετε κάθε μέρα, εσείς ως Τριμελές Κακουργημάτων;

Δηλαδή για όνομα του Θεού. Θα έπρεπε αυτά τα πράγματα τελικά να μη συζητιούνται και όμως πρέπει να κάνεις αναλύσεις πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα. Αυτή η ένταση, αυτό το είδος της δράσης και αυτή η πρωτοτυπία για τα ελληνικά δεδομένα της 17Ν, είναι αυτή που προκάλεσε και όλη αυτή την ένταση απ’ τη στιγμή των συλλήψεων και μετά.

Γιατί τελικά η δράση της 17Ν ήταν μια ριζική ανατροπή στους πολιτικούς ρόλους. Είχαμε μάθει μέχρι σήμερα ότι υπήρχαν κακοί απ’ την μια όχθη και καλοί από την άλλη, οι διωκόμενοι, δηλαδή οι κυνηγημένοι. Ο αριστερός στην Ελλάδα είχε πάντα την ψυχολογία του κυνηγημένου. Αυτό που διεκδικούσε ήταν να γίνει ανεκτός απ’ το πολιτικό σύστημα, να έχει ένα χώρο να κινείται.

Υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι το αντιμετώπισαν αυτό το πράγμα τελείως διαφορετικά. Σας είπα με ποιον τρόπο. Αν αυτό το πράγμα δεν είναι πολιτική πρακτική, μπορείς να διαφωνήσεις, μπορείς να πεις ότι θέλεις πάνω σ’ αυτό, αλλά δεν μπορείς να πεις ότι αυτό το πράγμα δεν είναι πολιτική πρακτική, δεν είναι πολιτική επιλογή.

Αυτό το πράγμα χαρακτηρίστηκε τελικά τρομοκρατία με το βούλευμα. Θα έλεγα ότι ο όρος αυτός δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται σε ένα νομικό κείμενο. Είναι τόσο πολύ φορτισμένος πολιτικά και σε κάθε ιστορική περίοδο του δόθηκε και διαφορετικό περιεχόμενο, που νομίζω ότι σε μια συζήτηση σε μια δικαστική αίθουσα δεν σημαίνει πρακτικά τίποτα. Ουσιαστικά αποτυπώνει την απαξία του κυρίαρχου λόγου πάνω στον πολιτικό του αντίπαλο. Δεν λέει τίποτα παραπάνω δηλαδή αυτή η έννοια κατά τη γνώμη μου.

Ένας γενικός πολιτικός χαρακτηρισμός που μπορεί να τον αποδώσει οποιοσδήποτε στους αντιπάλους του. Ακόμα και ο Σαρόν εκεί που βαρύνεται συγκεκριμένα και με δικαστικές διαδικασίες, με φόνους χιλιάδων ανθρώπων, αναφέρομαι στους Σάμπρα και τους Τσατίλ, μιλάει για τους Παλαιστίνιους και τους λέει τρομοκράτες.

Τώρα δεν λέω έναν γενικό πολιτικό χαρακτηρισμό. Έχουν γίνει δικαστικές διαδικασίες εναντίον του. Ο καθένας σήμερα τον αντίπαλό του θα τον πει τρομοκράτη. Τρομοκράτης είναι και ο Τσετσένος, τρομοκράτης είναι και ο Κούρδος. Για την Αμερική περίπου αυτή τη στιγμή τρομοκράτες είναι όλοι οι λαοί του κόσμου πλην ίσως του Καναδά, της Αυστραλίας και δυο-τριών χωρών.

Δηλαδή τελικά δεν έχει νόημα αυτή η συζήτηση. Πρέπει να φύγουμε απ’ αυτό το πράγμα και να μιλήσουμε για τη φύση, τη νομική και πολιτική φύση των γεγονότων που έχουμε μπροστά μας και δικάζουμε. Θα μπορούσε κάποιος να πει και αντίθετη άποψη για το ζήτημα της τρομοκρατίας βεβαίως. Ο Παναγιώτης Κονδύλης έχει πει διαφορετική άποψη γι’ αυτό, ότι είναι ο ασύμμετρος πόλεμος των αδυνάτων.

Ακούστηκε αυτή η ορολογία πολύ μετά την 11η Σεπτεμβρίου δηλαδή για το ασύμμετρο. Και τελικά τι είναι; Αυτές οι δράσεις, αυτές οι ασύμμετρες δράσεις τελικά κάπως έτσι, κάπως όπως το λέει ο Κονδύλης θα είναι, γι’ αυτό και προηγουμένως αναφέρθηκα σ’ αυτόν. Γιατί ο καθένας θα απαντήσει με τα μέσα που διαθέτει. Αυτό είναι τελικά.

Υπάρχουν ένα-δυο ερωτήματα που θα ήθελα να θέσω. Εγώ ουσιαστικά αυτό που είδα απ’ την αγόρευσή μου σήμερα, είναι ότι έχουμε μια πλήρη πολιτική δράση, μια δράση στην ολότητά της. Χαρακτηρίστε την ως εγκληματική, αλλά πρέπει να τη χαρακτηρίσετε ως πολιτικό έγκλημα. Και το λέω με απλούς γενικούς όρους, χωρίς να επανέρχομαι σε όσα έχουν ήδη τεθεί για τις νομικές αντιλήψεις πάνω στο ζήτημα του πολιτικού εγκλήματος.

Ένα ερώτημα που γεννήθηκε και πιθανώς γεννιέται, και ποιοι είναι αυτοί που θα πείτε ότι έχουν ένα πολιτικό σχέδιο; Που έδρασαν με ένα πολιτικό σχέδιο για να τους αποδώσουμε ένα status πολιτικού εγκληματία; Έχουν ειπωθεί αυτά τα πράγματα. Είναι οι αγράμματοι; Είναι η πλέμπα; Αυτοί θα πούμε ότι κάνανε πολιτικό έγκλημα, ότι είχαν πολιτικά κίνητρα στη δράση τους τελικά;

Πολύ αλαζονικές βέβαια τοποθετήσεις, αλλά έχουν ακουστεί αυτά τα πράγματα. Εγώ θα απάνταγα σ’ αυτό ότι την αντίδραση, την αντίθεση βία και πιθανώς και την οριακή βία, την έξαλλη βία θα μπορούσε να πει κάποιος άλλος, απ’ αυτά τα κοινωνικά στρώματα πρέπει να την περιμένεις. Από πού θα την περιμένεις;

Απ’ αυτούς που δεν έχουν τίποτα να χάσουν θα περιμένεις την οριακή αντίδραση. Δεν θα την περιμένεις απ’ αυτούς που έχουν να χάσουν. Απ’ αυτή την άποψη είναι ευκολοεξήγητο πως λαϊκά στρώματα, δηλαδή άνθρωποι χωρίς ιδιαίτερα σπουδαίο μορφωτικό περιβάλλον μπορούν και δίνουν πολιτικές απαντήσεις τέτοιας τάξης.

Αλλά εν πάση περιπτώσει αυτό το πράγμα είναι πολιτική δυναμική. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, είτε ξέρει γράμματα ο φορέας του είτε όχι, μιλάμε για πολιτικές δυναμικές. Δεν μιλάμε δηλαδή για μια κοινή εγκληματική δράση.

Αν προσθέσετε κιόλας σ’ αυτούς τους χώρους που είδαν την ένοπλη αντίδραση ως προσωπική τους επιλογή εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του ’70, ότι αρκετοί απ’ αυτούς, ανεξάρτητα απ’ το καθεαυτό μορφωτικό τους επίπεδο μπόρεσαν να προσεγγίσουν διάφορες ιδέες που τότε ήταν και στην ανάπτυξή τους, είτε μέσω του Πανεπιστήμιου, είτε μέσω του σχολείου, είτε μέσω του γενικού κλίματος που υπήρξε ειδικά στη δεκαετία του ’70 στην Ελλάδα, καταλαβαίνετε πως είναι λογικό ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν έτσι.

Αλλά και πάλι ξαναλέω ότι περιγράφει πολιτική διαδικασία αυτή τη στιγμή, όχι διαδικασία εγκληματοποίησης προσώπων. Δεν χρειάζεται να τους υποκινήσει κανείς, να σε υποκινήσει κάποιος για να δεις μια τέτοια εκδοχή των πραγμάτων. Στις χιλιάδες, στα εκατομμύρια ανθρώπων που μπορούν να διαφωνούν με μια κατάσταση, να αντιστρατεύονται την κατάσταση που ζουν, την κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, είναι λογικό ότι θα βρεθούν μερικές δεκάδες οι οποίοι θα δώσουν την οριακή απάντηση.

Δεν πρέπει να μας ξενίζει αυτό το πράγμα. Μπορεί να το κατακρίνεις, αλλά αυτό είναι τελείως διαφορετικό ζήτημα. Και θα έλεγα ότι είναι και υποκριτικό να το αποπολιτικοποιήσω. Τελικώς κατά τη γνώμη μου η 17Ν έκανε πολιτική και έκανε πολιτική που σφράγισε την ελληνική ιστορία των τελευταίων 30 χρόνων, για τους λόγους που περιέγραψα παραπάνω.

Και άσχετα απ’ τους φορείς του, πρόκειται για ένα φαινόμενο με ιστορική διάσταση. Απ’ αυτή την άποψη ίσως το Δικαστήριο θα έπρεπε να θέσει ένα ερώτημα, χρειάζεται ευρύτερη νομιμοποίηση για να δικαστεί ένα τέτοιο ιστορικό φαινόμενο τελικά, ποινικοποιημένο ιστορικό φαινόμενο, πλην όμως ιστορικό φαινόμενο.

Εγώ πιστεύω ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να την επιζητά αυτή την ευρύτερη λαϊκή νομιμοποίηση. Εκ των πραγμάτων. Δεν μπορεί να βάλεις 30 χρόνια ελληνικής ιστορίας μέσα σε μια αίθουσα και να μην επιζητήσεις μια ευρύτερη αποδοχή αυτού που κάνεις. Εγώ νομίζω ότι αυτή τη στιγμή σε μια τέτοια υπόθεση, επιδίωξη του Δικαστή θα έπρεπε να είναι το Μικτό Ορκωτό. Ακριβώς για λόγους ευρύτερης νομιμοποίησης ενός αντικειμένου, που ούτως ή άλλως είναι πολύ σοβαρό ιστορικό μέγεθος.

Δεν θέλω να προσθέσω τη δικιά μου γνώμη. Νομίζω ότι κάπως έτσι θα έπρεπε να το προσεγγίσει ένας δικαστής.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν έχει δοθεί ο λόγος ή μάλλον δεν ήταν εδώ παρόντες ορισμένοι Συνήγοροι οι οποίοι μπορούν να έρθουν τώρα. Κύριε Παπαδάκη έχετε τον λόγο. Βέβαια δεν ακούσατε τι είπαν οι άλλοι. Φαντάζομαι να ενημερωθήκατε να μην λέμε πάλι τα ίδια. Είπαμε λόγω οικονομίας και όχι διότι θέλω να πείτε εσείς λιγότερα. Έχει μιλήσει ο κ. Παρασκευόπουλος. Συμπληρωματικά θα πείτε.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Εγώ να σας ευχαριστώ ήθελα κατ’ αρχήν, διότι μου εδόθη το δικαίωμα του λόγου, το οποίο όμως πρέπει να πω για να?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το δικαιούστε. Ελάτε.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Για να λύσουμε το θέμα, ότι την Παρασκευή το πρωί όταν αποφασίσατε και ορθώς κατά την άποψή μας να δίνεται ο λόγος?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν πειράζει. Μην χάνουμε χρόνο. Τελείωσε, δόθηκε ο λόγος, δεν έχετε κανένα παράπονο.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Σε ένδειξη καλής θελήσεως τώρα που μου δώσατε το λόγο, εγώ δεν θα κάνω χρήση του δικαιώματος αυτού. Θα μιλήσει ο συνάδελφος ο κ. Ιπποκράτης Μυλωνάς που έχουμε κάνει μεταξύ μας ένα καταμερισμό. Ο ομιλών θα αναπτύξει στη δευτερολογία του το θέμα της ένστασης αναρμοδιότητας το οποίο ερίζεται στη βάση του χαρακτήρα των διωκομένων αδικημάτων ως πολιτικών. Και ο κύριος συνάδελφος θα αναπτύξει τις υπόλοιπες ενστάσεις τώρα. Επιφυλάσσομαι στη δευτερολογία και ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα ήθελα να πω, μήπως αυτή τη στιγμή είναι η ώρα του διαλείμματος, μερικοί θέλουν να φάνε και εσείς να έχετε πιο όρεξη μετά να τα πείτε. Για μισή ώρα παρακαλώ. Οι μάρτυρες δεν υπάρχουν λόγο να μείνουν. Με την σειρά κ. Κούρτοβικ θα πηγαίνουν οι υποθέσεις και θα λέμε. Εμείς θα ανακοινώνουμε κάθε φορά ποιες περίπου υπολογίζουμε την άλλη εβδομάδα να είναι.

(Διαλογικές Συζητήσεις)

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ