Πολιτική
Τρίτη, 11 Μαρτίου 2003 23:20

Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (11/3/2003) Μέρος 6/9

Δ΄ ΜΕΡΟΣ

13:10 – 14:10

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που διακόπηκε. Είναι όλοι οι κατηγορούμενοι εδώ, πλην ενός που δήλωσε αδυναμία να παρασταθεί. Του κ. Σάββα Ξηρού είναι ο κ. Αγιοστρατίτης και ο κ. Βλάχος. Ο Συνήγορος κ. Βλάχος δεν είναι εδώ; Εκτός εάν θέλετε να τον εκπροσωπήσετε κάποιος προσωρινά. Κύριε Παπαδάκη δεν έχετε αντίρρηση; Επειδή λείπει αυτή τη στιγμή ο κ. Σάββας Ξηρός λέει ότι αδυνατεί να έρθει επάνω, έχει πρόβλημα υγείας και του επιτρέπουμε.

..........: Εάν μου επιτρέπετε, έχω δυο δηλώσεις παραστάσεως της Πολιτικής Αγωγής.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι φέρτε τις, παράσταση Πολιτικής Αγωγής, παρίστανται λοιπόν, ο κ. Παναγιώτης Μητιλούδης αστυνομικός κατά του κ. Γιωτόπουλου, του κ. Κουφοντίνα, του κ. Χριστόδουλου Ξηρού και του κ. Τζωρτζάτου, απόπειρα ανθρωποκτονίας το λεωφορείο των ΜΑΤ είναι γνωστή περίπτωση, το ’86 λέει Καισαριανής.

Το άλλο είναι ο κ. Δημήτριος Δημητρακόπουλος του Γεωργίου, αστυνομικός, πολιτικώς ενάγων κατά των ιδίων, πάλι στο λεωφορείο των ΜΑΤ, του ίδιου περιστατικού. Όμως να το σημειώσω κι εγώ για να ξέρω , γιατί πρέπει να δίνουμε τον λόγο.

???.: (Εκτός μικροφώνου)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν ξέρω; Αντιληφθήκατε αν ήθελα λιγότερους δικηγόρους; Όχι δεν το ήθελα. Αυτό, το προσδιορίζουν οι ανάγκες της δίκης, όχι ο Πρόεδρος. Για όνομα του Θεού!

Τέταρτη υπόθεση, Κάραβελ, το επώνυμό σας;

Κ. ΚΑΠΕΛΛΑΚΗΣ: Καπελάκης Κων/νος.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έτσι κι αλλιώς σας έχουμε εδώ, δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα σας δίδετε ο λόγος όταν πρέπει.

Μπορούμε να συνεχίσουμε με τον κ. Μυλωνά, τον οποίον διακόψαμε.

Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Ευχαριστώ κύριε Πρόεδρε. Πριν γίνει η πρώτη κιόλας διακοπή, επήλθε προς στιγμή μια κάποια ένταση με αφορμή?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λεω να το ξεχάσουμε και να πάμε στην ουσία, γιατί δεν έχουμε πολυτέλεια χρόνου. Σας ευχαριστώ, προχωρήστε.

Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Σίγουρα υπήρχε μια παρεξήγηση, αλλά αυτό μου δίνει μια αφορμή στις ενστάσεις που θα αναπτύξω να κάνω μια εισαγωγή που έχει να κάνει με τον θεσμικό ρόλο των δικηγόρων στην απονομή της Δικαιοσύνης, νομίζω συνδέεται και με το αντικείμενο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Μυλωνά, αν είναι να κάνουμε αυτό το πράγμα τώρα αλίμονό μας, εγώ θα ήθελα στις ενστάσεις εδώ της διαδικασίας, είναι γνωστός ο θεσμικός ρόλος, πόσο αίμα έχει χυθεί για να βρίσκεστε εσείς σε αυτά τα έδρανα. Ο πρώτος που σέβομαι -είμαι και είναι γνωστό- το θεσμικό ρόλο των δικηγόρων, υπήρξα και εγώ δικηγόρος.

Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Ναι αλλά είπατε ότι υπάρχει πιθανότητα να φωνάξετε το Δικηγορικό Σύλλογο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπα βεβαίως, ότι εάν υπάρξουν συμπεριφορές τέτοιες, θ’ αναγκαστώ να τα αναφέρω στο Δικηγορικό Σύλλογο. Δεν έχω δικαίωμα; Δεν ήταν για σας αυτό προσωπική αιχμή, για όνομα του Θεού.

Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Ίσως να αφορούσε εμένα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι βέβαια εσάς. Δεν νομίζω ότι κάνατε κάτι εσείς που να δώσει κάποια λαβή γι’ αυτό. Εσείς ζητήσατε το λόγο και σας είπα θα δοθεί εν τω καιρώ το δέοντι και εδόθη απ’ ό,τι βλέπετε. Περιοριστείτε στις ενστάσεις, αν αρχίσουμε όλα τα παράπλευρα θέματα και αρχίσουμε από το καιρό και τους δορυφόρους και το ένα και το άλλο, δεν θα τελειώσουμε ποτέ.

Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Είναι πολύ σημαντικό ζήτημα να έχουν οι συνήγοροι –κάθε κατηγορούμενου– εκπροσωπώ τον κ. Τζωρτζάτο, αλλά νομίζω ότι αυτό αφορά το ρόλο του Συνηγόρου, να έχουν τη δυνατότητα να επικαλούνται ανά πάσα στιγμή τα δικονομικά τους δικαιώματα. Το συγκεκριμένο δικονομικό δικαίωμα, του οποίου και τώρα κάνω χρήση, έχει να κάνει με τη δυνατότητα του Συνηγόρου όταν το ζητήσει και το πότε το ζητήσει...

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τώρα που σας δόθηκε ο λόγος, σας παρακαλώ περιττεύει αυτή η ανάπτυξη. Συμμορφωθείτε σ’ αυτό που σας λεει ο Πρόεδρος! Σας εδόθη ο λόγος, σας τον στέρησε κανένας; Θα μου πείτε τι λεει η δικονομία; Θα αρχίσουν όλοι να μου διαβάζουν από δυο άρθρα εδώ πέρα!

Σας δόθηκε ο λόγος, αν έχετε κάτι πάνω σ’ αυτό το θέμα που εγέρθη. Είναι δηλαδή αρμόδιο το Δικαστήριο; Είναι πολιτικό το έγκλημα; Δηλαδή έχουμε θέματα ουσίας και εσείς αναλίσκεστε μ’ αυτά τώρα, με γνωστά πράγματα; Δεν μας ενδιαφέρουν αυτά.

Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Θα μου επιτρέψετε να επισημάνω, ότι η ουσία προσδιορίζεται από την ορθή τήρηση των κανόνων της διαδικασίας. Μας ενδιαφέρει λοιπόν η ορθή τήρηση των δικονομικών κανόνων, στο μέτρο που η αναζήτηση της αλήθειας, μπορεί να προκύψει μόνον από την τήρηση των δικονομικών δικαιωμάτων.

Ενός τέτοιου δικονομικού δικαιώματος κάνω και τώρα τη χρήση και θα ήθελα να αναπτύξω προς το Δικαστήριό σας, δυο ενστάσεις. Εδώ θα ξεκινήσω εισαγωγικά, με μια κρίση ενός λαμπρού, ενός διαπρεπούς, ενός επιφανούς νομικού, τον οποίον προσωπικά εκτιμώ απεριόριστα, είναι ο κ. Κρουσταλλάκης, ήταν επί χρόνια Πρόεδρος του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και τώρα είναι Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Ο κ. Κρουσταλλάκης λοιπόν έχει πει σε ένα χαιρετισμό του προς την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, που έχει δημοσιευθεί στο Νομικό Βήμα του 2002, σελίδα 2002 και 2003, ότι: «Η δικαιοσύνη δεν είναι υπόθεση μόνο των δικαστικών λειτουργών, είναι και δική σας ευθύνη – απευθύνετε στους δικηγόρους- και έχει τονίσει ότι είμαστε – δηλαδή και οι δικαστές και οι δικηγόροι – μαζί αναγκαίοι συμμέτοχοι στην ικανοποίηση του αιτήματος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.›

Έχει πει επίσης ότι, «εκείνο που κανένας μας δεν δικαιούται να κάνει, είναι να εγκαταλείψει τον αγώνα για την αλήθεια και τη Δικαιοσύνη και ότι κανείς μας δεν έχει δικαίωμα να μονοπωλεί τη Δικαιοσύνη και ότι η συμπόρευσή μας και ο στόχος μας, είναι αρχές αμετάβλητες και αδιαπραγμάτευτες›.

Συμμεριζόμαστε, οι εκπρόσωποι του κ. Τζωρτζάτου, απεριόριστα αυτές τις πολύ σημαντικές φράσεις του κ. Κρουσταλλάκη και μ’ αυτό το σκεπτικό θεωρούμε ότι η τήρηση των δικονομικών κανόνων είναι αναγκαία προϋπόθεση για να προχωρήσει η δίκη και ότι είναι πάρα πολύ σημαντική η προβολή δικονομικών ενστάσεων και αιτήσεων. Βεβαίως, προτιθέμεθα ν’ αναπτύξουμε 4 ενστάσεις και 2 αιτήσεις, στις αμέσως επόμενες ημέρες, δυο από τις οποίες θα αναπτύξω τώρα στο Δικαστήριό σας.

Αυτή ήταν μια μικρή εισαγωγή που έκρινα σκόπιμο να προτάξω. Στη συνέχεια θα αναφέρω τον τίτλο και τον υπότιτλο από ένα νομικό δημοσίευμα. Ο τίτλος είναι «τρομοκρατία και νομοκρατία› και ο υπότιτλος είναι, «η τήρηση της νομιμότητας ως απάντηση της τρομοκρατίας›.

Είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό άρθρο, ενός άλλου διαπρεπούς και λαμπρού Καθηγητή Πανεπιστημίου αυτή τη φορά, είναι ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης Ιωάννης Μανωλεδάκης που τιτλοφορεί έτσι το άρθρο του, το άρθρο του είναι προς δημοσίευση από τον τιμητικό τόμο και τον Νικόλαο Ανδρουλάκη και έχει δημοσιευθεί στην «Ποινική Δικαιοσύνη› τεύχος 1ο του 2003, σελίδες 65-69.

Τρία αποσπάσματα απ’ αυτό το άρθρο, νομίζω ότι χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν τις ενστάσεις που θα σας αναπτύξω. Το πρώτο απόσπασμα από το πάρα πολύ σημαντικό άρθρο του κ. Μανωλεδάκη σας διαβάζω, έχει ως εξής:

«Η σωστή αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου –εννοείται της τρομοκρατίας– προϋποθέτει απαραίτητη εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας και την ενδυνάμωση του κράτους δικαίου.›

Το δεύτερο απόσπασμα του κ. Μανωλεδάκη που σας διαβάζω έχει ως εξής:

«Εντελώς συνοπτικά θα επισημάνω από τη σημερινή πραγματικότητα κάποια σημεία, που κατά την γνώμη μου δικαιολογούν ανησυχία, καθώς αποτελούν σοβαρές ενδείξεις εκτροπής από το κράτος δικαίου, ειδικά στη περίπτωση της 17Ν, με την επίκληση της σκοπιμότητας για αποτελεσματική αντιμετώπιση της τρομοκρατίας.›

Και το τρίτο απόσπασμα του καθηγητή Μανωλεδάκη είναι το εξής:

«Τέλος θα πρέπει να εξεταστούν ορισμένα βασικά νομικά ζητήματα, ένα από αυτά, είναι ότι η τήρηση της αρχής της νομιμότητας σε μια δίκαιη δίκη προϋποθέτει ότι τα νομικά αυτά ζητήματα θα τεθούν και θα απασχολήσουν το Δικαστήριο, με την πρέπουσα επιστημονική υπευθυνότητα και κρίση›.

Υιοθετώντας αυτό το εισαγωγικό σκεπτικό του Καθηγητή Μανωλεδάκη, θέλω να θέσω υπόψη σας τις ακόλουθες ενστάσεις και βεβαίως περιμένω ότι με την πρέπουσα αντικειμενική υπευθυνότητα και κρίση το Δικαστήριο θα τοποθετηθεί επ’ αυτών. Αυτό ίσως είναι αυτονόητο.

Οι βασικές κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο κ. Τζωρτζάτος, είναι κατηγορίες για συμμετοχή σε ανθρωποκτονίες και σε απόπειρες ανθρωποκτονιών. Μέχρι το 2001, ο νόμιμος φυσικός δικαστής ήταν το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Ήρθε όμως το άρθρο 4 του Ν. 2928, τροποποίησε το άρθρο 111 του Κ.Π.Δ. με αποτέλεσμα, τώρα πια, σύμφωνα με την διατύπωση του άρθρου 4, στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, να υπάγονται τα εγκλήματα που εμπίπτουν στην παράγραφο 1 του άρθρου 187, αλλά όχι όμως μόνο αυτά.

Υπάγονται επίσης τα συναφή με αυτά πλημμελήματα, δεν μας ενδιαφέρει και τα κακουργήματα, έστω και αν τα τελευταία τιμωρούνται βαρύτερα, από τα ως άνω κύρια κακουργήματα. Εδώ λοιπόν είναι το πρόβλημα στην παρούσα ένσταση που αναπτύσσω ενώπιόν σας.

Ας αναφερθώ πρώτα στο άρθρο 93 παράγραφος 4 του Συντάγματος, είναι μια γνωστότατη διάταξη. Τα Δικαστήρια υποχρεούνται, να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό τους είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. Υποστηρίζω λοιπόν, ότι το συγκεκριμένο άρθρο 4 του Νόμου 2928, είναι ένας τέτοιος νόμος που αντιβαίνει στο Σύνταγμα, συνεπώς, δεν θα πρέπει να τον εφαρμόσετε, στο μέτρο που αφορά ανθρωποκτονίες. Και αναπτύσσω περαιτέρω ως εξής τον συλλογισμό μου.

Το άρθρο 97 του Συντάγματος, λεει ότι τα κακουργήματα (και τα πολιτικά εγκλήματα) δεν θα αναφερθώ σ’ αυτό το σκέλος, τονίζω ότι η ένστασή μου έχει μια εντελώς διαφορετική νομική βάση, είναι μια ξεχωριστή ένσταση, που βάλλει όμως κατά της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου. Το άρθρο 97 παρ. 1 λοιπόν λεει: «τα κακουργήματα δικάζονται από Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια›. Υπάρχει βέβαια και μια φράση στη παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος που λεει, ότι «με νόμο μπορεί να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των ίδιων Εφετείων, του Τριμελούς Εφετείου εν προκειμένω, και άλλα κακουργήματα›.

Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποστηρίξει, ότι ναι μεν η πρώτη παράγραφος του άρθρου 97 λέει ότι τα κακουργήματα δικάζονται από Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, έρχεται όμως η τελευταία φράση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 97, που μας λεει ότι με νόμο μπορεί να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των Εφετείων για άλλα κακουργήματα και να πει κανείς, ότι άλλα κακουργήματα είναι και αυτά του άρθρου 187.

Εδώ νομίζω ότι υπάρχει ένα πρόβλημα, ποιο είναι το πρόβλημα, κατά την άποψή μου φυσικά, κατά την άποψη της υπεράσπισης του κ. Τζωρτζάτου. Με νόμο μπορεί, χωρίς να παραβιάζεται το Σύνταγμα, να υπάγεται ένα κακούργημα, όπως έχει αναβαθμιστεί σε κακούργημα το άρθρο 187 μετά το 2001, στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου. Όμως ένα εντελώς διαφορετικό νομικό ζήτημα, είναι αν μπορούν τα κακουργήματα και ειδικά το κατ’ εξοχήν κακούργημα, αυτό της ανθρωποκτονίας, να υπαχθούν σε Τριμελές Εφετείο.

Υποστηρίζω, ότι βάσει του άρθρου 97 του Συντάγματος, το κακούργημα ειδικά της ανθρωποκτονίας και βέβαια θυμίζω ότι ειδικά ο κ. Τζωρτζάτος κατηγορείται για μια σειρά από ανθρωποκτονίες και συμμετοχή σε ανθρωποκτονίες και απόπειρας ανθρωποκτονιών, αυτό το συγκεκριμένο, το πρωταρχικό κακούργημα της ανθρωποκτονίας, δεν μπορεί με κανένα νόμο να υπαχθεί σε οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο, εκτός του Μικτού Ορκωτού.

Θεωρώ λοιπόν ότι η αντίθετη πρόβλεψη του άρθρου 4 του Ν.2928, είναι αντισυνταγματική. Βέβαια εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε λίγο και τη συζήτηση που έχει προηγηθεί, για την αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων. Είναι ένα αντικειμενικό δεδομένο, δυστυχώς θα προσέθετα εγώ, αλλά αυτό είναι προσωπική μου κρίση, ότι μια σημαντική μερίδα δικαστών, αντιδρούν στην ύπαρξη των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων. Δεν σημαίνει ότι όλοι οι δικαστές έχουν αυτή την άποψη, δεν γνωρίζω εάν συμμερίζονται αυτή την άποψη οι παρόντες δικαστές. Όμως το αντικειμενικό δεδομένο είναι, ότι πολλοί δικαστές έχουν εκφραστεί εναντίον στην ύπαρξη Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων και μάλιστα δημόσια.

Ενδεικτικά θ’ αναφερθώ σε μια εκδήλωση της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών, δεν είναι το μόνο, ενδεικτικά το αναφέρω. Είχε γίνει ένα διήμερο συζήτησης, για τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στη δίκη Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, στις 21 και 22 Μαρτίου του 1990. Την βασική εισήγηση την είχε αναπτύξει ο τότε Εφέτης Παναγιώτης Σπυρόπουλος και μετέπειτα Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με τον εύγλωττο τίτλο «Οι εγγενείς δυσχέρειες του ορκωτικού συστήματος›, έχει δημοσιευθεί η συζήτηση, εδώ παραπέμπω στον τόμο «Συμβολές› εκδόσεων Αντωνίου Σάκκουλα 1997, σελίδα 459-460.

Δεν θα πω βέβαια τι ανέπτυξε διεξοδικά ο κ. Σπυρόπουλος, θα αναφερθώ μόνο στο τέλος της εισήγησής του, όπου έχει το θάρρος της γνώμης ο κ. Σπυρόπουλος και λεει τα εξής:

«Το ορκωτό σύστημα, είναι πλέον ένας θεσμός, που μόνη δικαιολογία υπάρξεως, έχει την ιστορία άλλων εποχών και τις συνθήκες ξένων επικρατειών. Διατηρώ την πεποίθηση ότι το ορκωτικό σύστημα εξακολουθεί να ισχύει στην Ελλάδα, όχι για ιστορικούς λόγους, όπως επικαλούνται οι απολογητές του. Φοβούμαι ότι η δικαιολογία διατηρήσεώς του, δεν πρέπει να αναζητηθεί ότι στις διάφορες κατά καιρούς θεωρητικές θεμελιώσεις. Είναι λοιπόν θέμα τόλμης για τον συντακτικό νομοθέτη, να προχωρήσει, υπερβαίνοντας τις όποιες πιέσεις από τις διάφορες κοινωνικές ομάδες, στην καθιέρωση αδιάστικτου του κανόνα της απονομής της δικαιοσύνης από τους τακτικούς δικαστές.›

Έχει υποστηρίξει λοιπόν το 1990, σε μια εκδήλωση της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών, ο κ. Σπυρόπουλος, τότε δικαστής, μετέπειτα Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ότι πρέπει ο συντακτικός νομοθέτης να τολμήσει την πλήρη κατάργηση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, του ορκωτικού συστήματος.

Όμως δυστυχώς για τις απόψεις του, ευτυχώς κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο συντακτικός νομοθέτης δεν τον άκουσε. Και επιπλέον ο συντακτικός νομοθέτης έλαβε θέση. Γιατί έχουμε μια εκτενέστατη αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, και παρόλα αυτά ο συντακτικός νομοθέτης παραμένει σταθερός, αυτή είναι η επιλογή του, είτε μας αρέσει, είτε δεν μας αρέσει. Τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 97 του Συντάγματος, είναι αρμόδια για την εκδίκαση των κακουργημάτων.

Επιπλέον, ο συντακτικός νομοθέτης το 2001, κάνει και κάτι ακόμα. Τροποποιεί το άρθρο 25 του Συντάγματος, το οποίο τώρα πια έχει ως εξής: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα ενισχύουν τη σχέση μεταξύ ιδιωτών, οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά, πρέπει να προβλέπονται, είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας›.

Εδώ έχουμε κατά την άποψή μου, ένα πολύ συγκεκριμένο ατομικό δικαίωμα. Τα κακουργήματα, να δικάζονται από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 97. Αυτό το δικαίωμα, παρά τις παραινέσεις των Εφετών, δεν τροποποιήθηκε. Ο συντακτικός νομοθέτης το 2001 ήταν σαφής. Παραμένει η διάταξη του άρθρου 97.

Βέβαια ήρθε ένας νόμος, ο 2928 και άλλαξε κάπως τα πράγματα. Αυτός ο νόμος όμως, σεβάστηκε την αρχή της αναλογικότητας; Η άποψη που υιοθετώ είναι κατηγορηματική: Σαφώς και όχι. Έχουμε λοιπόν μια πρόσθετη παραβίαση του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, στο μέτρο που με το άρθρο αυτό θεσπίζεται η αρχή της αναλογικότητας, όσον αφορά ειδικά το κακούργημα της ανθρωποκτονίας.

Νομίζω ότι από τη συνδυασμένη εφαρμογή του άρθρου 97 και 25 του Συντάγματος που θεσπίζει την αρχή της αναλογικότητας, προκύπτει η εξής ερμηνεία: Η συντακτική βούληση είναι σαφής. Τα κακουργήματα υπάγονται στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Με νόμο βέβαια, είναι δυστυχώς για μένα εξίσου σαφής ο νομοθέτης, μπορούν κάποιες κατηγορίες εγκλημάτων, να υπαχθούν στα Τριμελή Εφετεία.

Υποστηρίζω όμως την άποψη, ότι αυτή η υπαγωγή, από την ίδια τη λογική του Συντάγματος και αναφέρομαι πάλι στο άρθρο 97 σε συνδυασμό με το άρθρο 25 και την αρχή της αναλογικότητας, αυτή η εξαιρετική υπαγωγή κάποιων κακουργημάτων στα Τριμελή Εφετεία, όπως είναι το παρόν Δικαστήριο, με τίποτα δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα, να αφορά το έγκλημα της ανθρωποκτονίας.

Ενδεχομένως σε κάποια άλλα σοβαρά κακουργήματα, επικεντρώνεται το ενδιαφέρον στις ανθρωποκτονίες, για τις οποίες κατηγορείται ενώπιόν σας ο κ. Τζωρτζάτος. Θεωρώ λοιπόν, ότι υπάρχει μια σαφέστατη συνταγματική επιταγή, σε κάθε περίπτωση το πρωταρχικό, το βασικό, το θεμελιώδες κακούργημα που είναι η ανθρωποκτονία, να υπάγεται μόνο στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.

Γιατί διαφορετικά, αν αφαιρέσουμε ακόμα και την ανθρωποκτονία, ή κάποιες ανθρωποκτονίες, από το νόμιμο δικαστή που είναι το Ορκωτό Δικαστήριο, τότε παραβιάζουμε το άρθρο 97, γιατί προσβάλουμε ευθέως τον σκληρό πυρήνα, ας μου επιτραπεί η έκφραση, αυτού του συνταγματικού δικαιώματος.

Εφόσον λοιπόν κατά την άποψη που στηρίζω ενώπιόν σας, υπάρχει ένα ατομικό δικαίωμα να κρίνεται κανείς, αν κατηγορείται ότι έχει τελέσει κακούργημα από Ορκωτό Δικαστήριο, αυτό το δικαίωμα δεν μπορεί να παραβιαστεί από τον κοινό νομοθέτη ιδίως όσον αφορά το έγκλημα της ανθρωποκτονίας.

Αν δεν θέλουμε να καταστεί κενό γράμμα το άρθρο 97 του Συντάγματος και που βεβαίως δεν μπορούμε να εκφράσουμε εμείς, εσείς, όλοι οι παράγοντες της δίκης, αλλά και όλοι όσοι ασχολούνται με το δίκαιο δεν μπορούν να εκφράσουν, νομικά δεν μπορούν να εκφράσουν μια διαφορετική άποψη από αυτή που έχει εκφράσει το 2001 ο συντακτικός νομοθέτης, ο οποίος παρά την εκτεταμένη τροποποίηση του Συντάγματος δεν τροποποίησε το άρθρο 97 και επιπρόσθετα προσέθεσε στο άρθρο 25 την αρχή της αναλογικότητας.

Αν θέλουμε λοιπόν να τηρούμε το Σύνταγμα και υποχρεούμαστε όλοι μας να τηρούμε το Σύνταγμα, τότε θα πρέπει σεβόμενοι την αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 97 του Συντάγματος να θέσουμε ένα τουλάχιστον όριο στην υπαγωγή κάποιων κακουργημάτων στα Τριμελή Εφετεία. Αυτό το όριο είναι σαφές κατά την άποψή μου.

Ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι όλα τα άλλα κακουργήματα μπορούν να υπαχθούν σε Τριμελή Εφετεία, ένα και μοναδικό κακούργημα υποχρεωτικά εκ του Συντάγματος θα πρέπει να μείνει στην αρμοδιότητα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Αυτό το κακούργημα είναι το κακούργημα της ανθρωποκτονίας για το οποίο κατηγορείται ο κ. Τζωρτζάτος.

Θεωρώ λοιπόν μ’ αυτό το σκεπτικό ότι το Δικαστήριό σας είναι καθ’ ύλιν αναρμόδιο να δικάσει τις ανθρωποκτονίες εις βάρος του κ. Τζωρτζάτου γιατί η εφαρμογή του άρθρου 4 του Ν. 2928 που επιτάσσει κάτι τέτοιο είναι αντισυνταγματική βάσει του σκεπτικού που σας ανέφερα επικαλούμενος το άρθρο 97 και 25 του Συντάγματος.

Με δεδομένο λοιπόν ότι ο νόμιμος δικαστής του κ. Τζωρτζάτου για τα εγκλήματα ανθρωποκτονίας είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, θα πρέπει να διαχωριστεί η υπόθεσή του και βέβαια και για λόγους συναφείας και οι υπόλοιπες κατηγορίες να υπαχθούν στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.

Πάντως -και τελειώνω μ’ αυτό την ανάπτυξη της πρώτης μου ένστασης- ένα είναι σαφέστατο δεδομένο από την ερμηνεία του Συντάγματος όπως το κατανοώ εγώ. Το κακούργημα της ανθρωποκτονίας και απόπειρας ανθρωποκτονίας για το οποίο κατηγορείται ο κ. Τζωρτζάτος, δεν μπορεί με νόμο να υπαχθεί σε κανένα άλλο Δικαστήριο πέραν του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Διαφορετικά υπάρχει μια παραβίαση του Συντάγματος.

Αυτή ήταν η πρώτη μου ένσταση που αφορά την αναρμοδιότητα. Κανονικά θα έπρεπε να εξεταστεί αυτή η ένσταση και στη συνέχεια να επικαλεστώ και την άλλη ένσταση.

Όμως νομίζω ότι μπορώ και τώρα να αναπτύξω μια δεύτερη ένσταση για την αναρμοδιότητα, παρ’ όλο που αυτή έχει έναν εντελώς διαφορετικό νομικό σκεπτικό και αναμένω από το Δικαστήριό σας να έχει και μια ξεχωριστή προσέγγιση και μια ξεχωριστή ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και για τη δεύτερη ένσταση που θα αναπτύξω.

Ο συνήγορος πρέπει να εξετάζει πάντοτε την χειρότερη δυνατή έκβαση των ενστάσεων που αναπτύσσει. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι το Δικαστήριό σας δεν θα θιχτεί από όσα ανέφερα πριν από λίγο και όχι μόνο εγώ και οι άλλοι εκλεκτοί συνάδελφοί μου προηγουμένως και θεωρήσει ότι δεν τίθεται θέμα συνταγματικότητας ειδικά όσον αφορά τις ανθρωποκτονίες και κρίνει ότι το παρόν Δικαστήριο είναι αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση

Γεννάται ένα πρόσθετο θέμα καθ’ ύλιν αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου ακόμα κι αν απορρίψει την μόλις αναπτυχθείσα πρώτη εκ μέρους μου ένσταση αναρμοδιότητας. Δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα γι’ αυτή την ένσταση αν οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο κ. Τζωρτζάτος είχαν όλες τελεστεί μετά το 2001.

Γιατί αν υπάρξει δυσμενής κρίση του Δικαστηρίου για την πρώτη ένσταση, θα θεωρήσει το Δικαστήριό σας ότι ορθώς εφαρμόζεται το άρθρο 4 του Ν. 2928. Ένα ζήτημα όμως είναι η εφαρμογή του άρθρου 4 του Ν. 2928 και ένα άλλο ξεχωριστό νομικό ζήτημα είναι η αναδρομική εφαρμογή αυτού του άρθρου.

Δεν θα υπήρχε λοιπόν κάποιο πρόβλημα αν οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο κ. Τζωρτζάτος είχαν τελεστεί, τόσο η πράξη που υπάγεται στο άρθρο 187 όσο και οι πράξεις που αφορούν τις ανθρωποκτονίες και τις απόπειρες ανθρωποκτονιών, αν αυτές οι πράξεις είχαν τελεστεί όλες μετά το 2001. Τότε, με την προϋπόθεση, που δεν δέχομαι βέβαια, ότι είναι συνταγματική αυτή η διάταξη, ορθώς υπάγεται η υπόθεση του κ. Τζωρτζάτου στο παρόν Δικαστήριο.

Όμως έχουμε ένα σαφέστατο δεδομένο, ότι οι ανθρωποκτονίες και οι απόπειρες ανθρωποκτονιών, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, που αφορούν τον κ. Τζωρτζάτο, φέρεται να έχουν τελεστεί, κάτι που φυσικά ο ίδιος αρνείται, όλες στο χρονικό διάστημα πριν το 1992. Είναι αυτονόητο ότι με αυτό το νομικό δεδομένο θα εφαρμοστεί το άρθρο 4 του Ν. 2928; Δεν είναι αυτονόητο.

Εδώ θα αναφερθώ και πάλι στο πάρα πολύ σημαντικό άρθρο του καθηγητή Μανωλεδάκη με τον τίτλο «Τρομοκρατία και Νομοκρατία›. Αναπτύσσει κάποιες απόψεις ο κ. Μανωλεδάκης, οι οποίες φαίνεται να έχουν γραφτεί ειδικά για τον κ. Τζωρτζάτο αν μπορώ να το πω κάπως χαριτολογώντας. Πάντως σε κάθε περίπτωση αφορούν και ακριβώς την περίπτωση του κ. Τζωρτζάτου.

Θα μου επιτρέψετε να διαβάσω το σχετικό απόσπασμα. Είναι από τη σελίδα 67 του συγκεκριμένου άρθρου που έχει δημοσιευτεί στην «Ποινική Δικαιοσύνη› του 2003.

Λέει λοιπόν ο καθηγητής Μανωλεδάκης: αν κάποιο μέλος της Οργάνωσης τέλεσε και κάποιο άλλο εκτός της συμμετοχής του σε αυτήν έγκλημα, λόγου χάρη μια ανθρωποκτονία και το μέλος αυτό αποχώρησε από την Οργάνωση πριν τεθεί σε ισχύ ο Ν. 2928, η ανθρωποκτονία που τέλεσε θα δικαστεί από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και όχι από το Τριμελές Εφετείο όπως ορίζει ο Ν. 2928 για τα κακουργήματα που τελούνται στα πλαίσια της δραστηριότητας εγκληματικής ομάδας.

Διότι ο νόμος αυτός δεν μπορεί να έχει αναδρομική δύναμη και να εφαρμοστεί στις εγκληματικές πράξεις, τόσο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση κατ’ άρθρο 187, όσο και των κακουργημάτων, όπως η ανθρωποκτονία που τελέστηκαν πριν από τη θέση του σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 εδάφιο β και το άρθρο 8 του Συντάγματος για τον νόμιμο δικαστή.

Διότι όταν τελέστηκε η ανθρωποκτονία στα πλαίσια της δραστηριότητας της εγκληματικής οργάνωσης, αρμόδιο δικαστήριο, νόμιμος ή φυσικός δικαστής για την εκδίκασή της, ήταν το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και όχι το Τριμελές Εφετείο, όπως ορίζεται στον Ν. 2928, που πρέπει να εφαρμοστεί για τις πράξεις που τελούνται στα πλαίσια της δραστηριότητας της εγκληματικής οργάνωσης μετά την θέση του σε ισχύ.

Η υπαγωγή στον νόμιμο ή φυσικό δικαστή αποτελεί ατομικό δικαίωμα του κάθε κατηγορούμενου και συνεπώς η οποιαδήποτε επί τω δυσμενέστερω σχετική με αυτό πρόβλεψη δεν μπορεί να έχει αναδρομική δύναμη κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 1, εδάφιο 2 του Συντάγματος.

Εξάλλου η αρμοδιότητα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου θα πρέπει να επεκταθεί στην περίπτωση αυτή και στα λοιπά κακουργήματα, λόγου χάρη ληστεία, που υπάγονται και πριν από τον Ν. 2928 στα Τριμελή Ποινικά Εφετεία και τελούνται στα πλαίσια της δραστηριότητας της Οργάνωσης στο μέτρο που είναι συναφή, άρθρο 129 Κ.Π.Δ. με την ανθρωποκτονία και η τελευταία αυτή αποτελεί το βαρύτερο έγκλημα.

Υιοθετώ πλήρως αυτές τις βαρυσήμαντες τολμώ να πω σκέψεις του καθηγητή Μανωλεδάκη και προχωρώ λίγο παραπέρα τον συλλογισμό μου.

Η δεύτερη ένσταση μπορούμε να πούμε ότι αναλύεται σε δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος έχει να κάνει με το γενικότερο θέμα. Μπορούμε να μιλάμε για αναδρομικότητα των ποινικών δικονομικών νόμων; Γιατί βέβαια αν δεν είναι επιτρεπτή η αναδρομικότητα των ποινικών δικονομικών νόμων, τότε και πάλι δεν είναι καθ’ ύλιν αρμόδιο το Δικαστήριό σας.

Εδώ έχει υπάρξει μια μεγάλη συζήτηση στην Ελλάδα. Σύντομα θα αναφερθώ σε αυτήν. Υπάρχει πρώτα μια διδακτορική διατριβή του κ. Ευτύχη Φυτράκη, δεν είναι ο κύριος συνήγορος στην παρούσα δίκη, που έχει τον εύγλωττο τίτλο «Η απαγόρευση της αναδρομικότητας στην Ποινική Δικονομία›. Είναι αυτό το βιβλίο, έχει εκδοθεί στις εκδόσεις «ΑΚΡΟΝ› το 1998. Εδώ απλώς επιτρέψτε μου να αναφερθώ στις σελίδες 150 επόμενα όπου παρουσιάζεται η συζήτηση στην Ελλάδα για το θέμα και στις σελίδες 316 επόμενα που είναι τα συμπεράσματα του συγγραφέα.

Ο συγγραφέας –πρέπει να τονιστεί- θεωρεί ότι δεν είναι επιτρεπτή η αναδρομικότητα των ποινικών δικονομικών νόμων στην ποινική δίκη και βεβαίως αναπτύσσει σε 376 σελίδες μια εκτενέστατη νομική επιχειρηματολογία την οποία το Δικαστήριό σας νομίζω πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη.

Όμως δεν είναι μόνο μια διδακτορική διατριβή που λέει ότι δεν επιτρέπεται η αναδρομική εφαρμογή της Ποινικής Δικονομίας. Υπάρχουν και οι σύγχρονοι θεωρητικοί μας, οι οποίοι κι αυτοί έχουν τοποθετηθεί υπέρ της απαγόρευσης αναδρομικής εφαρμογής των δικονομικών νόμων.

Θα μου επιτρέψετε να αναφέρω πάλι ένα απόσπασμα από θα έλεγα τον κορυφαίο έλληνα καθηγητή Ποινικού Δικαίου σήμερα, τον καθηγητή Νικόλαο Ανδρουλάκη, ο οποίος στο βιβλίο του «Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης›, Β΄ Έκδοση 1994, σελίδες 16-17 λέει κατά λέξη τα εξής:

Πρώτα απ’ όλα επιβεβαιώνεται ότι οι επιμέρους απαγορεύσεις στις οποίες αναλύεται το θεμελιώδες αξίωμα «nulum crimen nula pene sine lege› και προπάντων η απαγόρευση της αναλογίας και της αναδρομικής εφαρμογής, υπάρχουν σοβαροί λόγοι να ισχύσουν γενικά και στον χώρο του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου εφόσον έχουμε να κάνουμε με χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου.

Αυτό είναι το απόσπασμα από τον καθηγητή Ανδρουλάκη και βέβαια νομίζω ότι είναι δεδομένο στην παρούσα περίπτωση του κ. Τζωρτζάτου ότι υπάρχει χειροτέρευση της θέσης του και στέρηση του ατομικού δικαιώματος να υπαχθεί στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο με την υπαγωγή του στο Τριμελές Εφετείο.

Επίσης ο καθηγητής Ανδρουλάκης στη σελίδα 17-18 προσθέτει ότι οφείλει κανείς να είναι δύσπιστος σε βελτιώσεις που άπτονται των ατομικών ελευθεριών. Η διασφάλιση των τελευταίων έχει το προβάδισμα.