Πολιτική
Τρίτη, 11 Μαρτίου 2003 23:21

Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (11/3/2003) Μέρος 7/9

Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε, κύριοι Εφέτες, ο τακτικός kαθηγητής Ποινικής Δικονομίας αυτή τη στιγμή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι ο κ. Αργύριος Καρράς και επιτρέψτε μου να πω, ότι το νούμερο 1 εγχειρίδιο Ποινικής Δικονομίας σήμερα στην Ελλάδα είναι το πόνημά του «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο›, Β΄ Έκδοση 1998.

Νομίζω ότι έχει ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον να δούμε τι λέει και ο καθηγητής Καρράς για το θέμα της αναδρομικής εφαρμογής. Διαβάζω και πάλι από τις σελίδες 37 και 38 του κλασικού του θα έλεγα εγχειριδίου Ποινικής Δικονομίας.

Λέει ο καθηγητής Καρράς: η τόσο στενή αυτή σχέση και αλληλεξάρτηση μεταξύ ουσιαστικού και Δικονομικού Ποινικού Δικαίου οδηγεί αναγκαστικά στο συμπέρασμα πως και στο Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο επιβάλλεται να ισχύουν οι συνέπειες που απορρέουν από το θεμελιώδες αξίωμα του ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, ουδεμία ποινή άνευ νόμου, που κατοχυρώνεται και με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, καθ’ όσον αφορά τουλάχιστον την μη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου ως δράστη ορισμένου εγκλήματος.

Έτσι, αντίθετα με την σχεδόν παγίως κρατούσα άποψη, θα πρέπει να γίνεται δεκτόν πως: α. απαγορεύεται η αναλογία σε βάρος του κατηγορουμένου ενώ επιτρέπεται προς το συμφέρον ή όφελος αυτού.

β. απαγορεύεται η αναδρομική ισχύς νεότερου ποινικού δικονομικού νόμου σε βάρος του κατηγορουμένου, ενώ επιτρέπεται υπέρ αυτού και γ. εφόσον ως προς την ερμηνεία μιας διάταξης μπορούν να υποστηριχθούν βάσιμα δύο ή περισσότερες απόψεις, θα ακολουθείται εκείνη που έχει ως αποτέλεσμα την επιεικέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.

Έτσι, με την ορθότερη αυτή άποψη, αντιμετωπίζονται με επιτυχία και τα προβλήματα της μεταγενέστερης μεταβολής των διατάξεων που ρυθμίζουν την δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα των δικαστηρίων, τα ένδικα μέσα και τις προϋποθέσεις του ποινικού κολασμού για τα οποία υπάρχει ζωηρή αμφισβήτηση μεταξύ των οπαδών της κρατούσας άποψης.

Σε όλες δηλαδή αυτές τις περιπτώσεις, θα πρέπει να γίνεται δεκτό, ότι δεν εφαρμόζεται η νέα ρύθμιση εφόσον χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου, ενώ αντίθετα, ότι εφαρμόζεται αν δεν χειροτερεύει η θέση του.

Ειδικότερα, όσον αφορά την αναδρομική εφαρμογή των ποινικών δικονομικών νόμων, η κρατούσα άποψη δέχεται κατά κανόνα την δυνατότητα αυτή με τη σκέψη κυρίως ότι ο νεότερος δικονομικός νόμος κατά τεκμήριο εξασφαλίζει καλύτερα τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας, όπως γίνεται δεκτό και από τη διάταξη του άρθρου 5 596 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.

Ωστόσο, η ανωτέρω επιχειρηματολογία, βαρύνεται με το στοιχείο της αυθαιρεσίας, αφού βασίζεται στην αποδοχή, ότι δήθεν ο νεώτερος δικονομικός νόμος είναι πάντοτε καλύτερος, ενώ αντίθετα η συχνή εναλλαγή αρκετών δικονομικών ρυθμίσεων, καθιστά προβληματική τουλάχιστον την κατηγορηματικότητα της κρατούσας άποψης, ενώ η επίκληση της παραγράφου 1 του άρθρου 596 δεν μπορεί να έχει έννομη επιρροή, αφού αποτελεί απλή μεταβατική διάταξη, η οποία έχει προφανώς εκπληρώσει την αποστολή της, που ήταν από την φύση της περιορισμένης χρονικής ισχύος. Με αποτέλεσμα, η εξακολούθηση της επίκλησής της να προκαλεί απορία.

Αυτά λέει ο καθηγητής Καρράς. Τι ήθελα να πω με την παράθεση των ανωτέρω αποσπασμάτων. Η κρατούσα άποψη στην σύγχρονη, το τονίζω αυτό, δικονομική ελληνική θεωρία νομίζω ότι είναι σαφής. Δεν επιτρέπεται αναδρομική εφαρμογή ποινικών δικονομικών νόμων, όταν με αυτό το νόμο χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου. Αυτό είναι το συμπέρασμα της εμπεριστατωμένης και λεπτομερέστατης διδακτορικής διατριβής του κ. Φυτράκη που σας ανέφερα, αλλά πολύ περισσότερο, αυτή είναι και η σαφής άποψη των εκλεκτών και διαπρεπών καθηγητών του κ. Ανδρουλάκη και του κ. Καρρά.

Βέβαια δεν σταματάει εδώ η επιχειρηματολογία μου. Γιατί πρέπει να πούμε, ότι η παλαιότερη άποψη η οποία έχει υποστηριχθεί στην Ελλάδα, είναι λίγο διαφορετική. Βέβαια δεν σημαίνει αυτό ότι όλοι οι παλαιότεροι συγγραφείς δέχονται ότι είναι δυνατή η αναδρομική εφαρμογή δικονομικών νόμων, υπάρχουν όμως κάποιοι που λένε ότι είναι επιτρεπτή η αναδρομική εφαρμογή. Ας προσπαθήσω λοιπόν να αντικρούσω και αυτή την άποψη.

Αυτή η άποψη αποτυπώνεται με σαφήνεια σε ένα κλασσικό πάλι έργο θα έλεγα, είναι η συστηματική ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, είναι ένα συλλογικό έργο που έχει ξεκινήσει το 1991 ’92 αν θυμάμαι καλά, αναφέρομαι στο πρώτο τεύχος εισαγωγή Α1-13, εκδόσεις Π.Σάκκουλα, Αθήναι 1993.

Ο Καθηγητής Γ.Α.Μαγκάκης, αναφερόμενος στα θέματα ακριβώς του άρθρου 7 του Συντάγματος και τις δυνατότητες αναδρομικής εφαρμογής των ποινικών νόμων, αναφέρεται και στο θέμα της αναδρομικότητας των δικονομικών νόμων. Εδώ λοιπόν, είναι στη σελίδα 74 του συγκεκριμένου βιβλίου και η υποενότητα που αναφέρω έχει τίτλο «εξαιρέσεις από την αναδρομικότητα των δικονομικών νόμων›. Εδώ οφείλω να πω, ότι δέχεται ο καθηγητής Μαγκάκης ότι η κρατούσα άποψη είναι ότι είναι επιτρεπτή η αναδρομική εφαρμογή των δικονομικών νόμων. Λέει όμως και το εξής ο καθηγητής Μαγκάκης. Εξαιρέσεις από το κανόνα της αναδρομικότητας των δικονομικών ποινικών νόμων υπάρχουν. Και είναι οι εξής: Πρώτον, δεν αφορά την υπόθεσή μας. Δεύτερον, δεν έχει αναδρομική δύναμη σε κάθε περίπτωση νεώτερος νόμος που μεταβάλλει την αρμοδιότητα, αν τη μεταβολή αυτή τη συνδέει και με την αυστηρότερη τιμωρία του εγκλήματος.

Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση ισχύουν οι απαγορεύσεις του άρθρου 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα. Τρίτον, δεν έχει αναδρομική δύναμη ο νεώτερος νόμος, αν με την μεταβολή της αρμοδιότητας, αφαιρείται ο κατηγορούμενος από τον φυσικό του δικαστή και προσβάλλεται συνεπώς η αρχή την οποία προβλέπει το άρθρο 8 του Συντάγματος του1975.

Θεωρώ λοιπόν, ότι ακόμα και αν το Δικαστήριό σας προσχωρήσει στην παλαιότερη άποψη και δεν συνταχθεί με την εξέλιξη της ελληνικής επιστημονικής θεωρίας στο χώρο της Ποινικής Δικονομίας, ακόμα και τότε, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του, τις εξαιρέσεις που με σαφή και λιτό τρόπο θα έλεγα, διατυπώνει ο καθηγητής Μαγκάκης. Γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε αυτό ακριβώς το ζήτημα.

Έρχεται ένας νέος νόμος, ο οποίος επαυξάνει το αξιόποινο του 187 από πλημμέλημα γίνεται κακούργημα και ταυτόχρονα, μεταβάλλει την αρμοδιότητα, στερώντας τον κατηγορούμενο από τον νόμιμο δικαστή που του ορίζει το άρθρο 97 του Συντάγματος που είναι ο Δικαστής του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.

¶ρα θεωρώ λοιπόν, ότι στην παρούσα υπόθεση τίθεται θέμα εφαρμογής της εξαίρεσης από την αναδρομικότητα των δικονομικών νόμων, όπως αυτή αναφέρεται στο έργο «συστηματική ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα› και στο κομμάτι που έχει επεξεργαστεί ο καθηγητής Μαγκάκης.

Όμως θα αναφερθώ και σε δυο παλαιότερους ακόμα συγγραφείς για να τονίσω ακριβώς, ότι ακόμα και αν το Δικαστήριό σας δεν δεχθεί την γενική απαγόρευση αναδρομικής εφαρμογής των δικονομικών ποινικών νόμων, η συγκεκριμένη υπόθεση εμπίπτει στην εξαίρεση από το επιτρεπτό της αναδρομικότητας, όπως την αναφέρει ο καθηγητής Μαγκάκης και όπως την αναφέρουν και δυο άλλοι αείμνηστοι καθηγητές του Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας.

Αναφέρομαι στον Ιωάννη Ζησιάδη, ήταν καθηγητής Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και σε ένα άλλο κλασσικό έργο θα έλεγα, είναι η Ποινική του Δικονομία, τρίτομη Ποινική Δικονομία, αναφέρομαι στον 1ο τόμο 3η έκδοση του 1976, σελίδες 36-37. Αναφέρει ο αείμνηστος καθηγητής Ζησιάδης, ότι το αν είναι επιτρεπτή η αναδρομική εφαρμογή ή όχι των ποινικών και δικονομικών νόμων, είναι ένα εριζόμενο ζήτημα, κάποιοι δέχονται, κάποιοι δεν δέχονται αυτή την άποψη.

Ο ίδιος τάσσεται υπέρ της εκδοχής ότι είναι επιτρεπτή η αναδρομική εφαρμογή. Όμως προσθέτει και κάποιες άλλες σκέψεις που αφορούν ευθέως την περίπτωσή μας. Διαβάζω πάλι κατά λέξη τις σκέψεις του καθηγητή Ζησιάδη. «Αν η μεταβολή της αρμοδιότητος συνδέεται προς αυστηρότερον κολασμόν του εγκλήματος, η εφαρμογή του νεωτέρου νόμου δι’ ου θεσπίζεται η αυστηροτέρα ποινή και μεταβάλλεται άμα η αρμοδιότης, είναι ανεπίτρεπτος, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, καθό εάν από της τελέσεως της πράξεως μέχρι της αμετακλήτου εκδικάσεως αυτής, ίσχυσαν πλείονες νόμοι, εφαρμόζεται ο περιέχων τας ευμενεστέρας δια τον κατηγορούμενον διατάξεις. Επίσης ανεπίτρεπτος τυγχάνει και η αναδρομική εφαρμογή του μεταβάλλοντος την αρμοδιότητα νόμου, αν δι’ αυτού αφαιρείται ο κατηγορούμενος από τον φυσικό του δικαστήν.›

Και προσθέτει σε υποσημείωση ο Ζησιάδης, «επίσης δεν εφαρμόζεται αναδρομικώς ο μεταβάλλων την αρμοδιότητα νόμος, αν δι’ αυτού αφαιρείται ο κατηγορούμενος από τον φυσικόν του δικαστήν, διότι τούτο προσκρούει εις το άρθρο 8 του Συντάγματος.›

Το τελευταίο απόσπασμα που θα αναφέρω, είναι από τον εκλεκτό θεράποντα του Ποινικού Δικαίου και ιδίως της Ποινικής Δικονομίας τον αείμνηστο ¶γγελο Πουρόπουλο, είχε διατελέσει και Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και έχει αφήσει και μια ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος κατ’ άρθρον. Επικαλούμαι τον πρώτο τόμο αυτής της ερμηνείας ,έτος 1959, σελίδα 12. Ο αείμνηστος Πουρόπουλος, ο οποίος και αυτός δέχεται το επιτρεπτό της αναδρομικής εφαρμογής των Ποινικών Δικονομικών Κανόνων και αυτός επισημαίνει το εξής: «Το άρθρο 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, αφορά τας ουσιαστικάς ποινικάς διατάξεις. Οι ποινικοί δικονομικοί νόμοι, σκοπούνται στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, έχουσι κατά κανόνα αναδρομική δύναμη›, αυτή είναι η βασική του θέση.

Όμως δέχεται και μια εξαίρεση. Μέχρι της εκδόσεως της τοιαύτης αποφάσεως, εννοεί εν πρώτο ή τελευταίο βαθμό, και οι μεταβάλλοντες έτσι την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου νεώτεροι δικονομικοί νόμοι, έχουσι αναδρομική δύναμη. Αλλά, εάν η μεταβολή της αρμοδιότητος συνδέεται προς αυστηρότερον κολασμόν του εγκλήματος, δια του αυτού νόμου θεσπιζόμενων, η εφαρμογή του νεωτέρου τούτου νόμου και ως προς την περί αρμοδιότητος διάταξή του, υπόκεινται εις το περιορισμόν του άρθρου 2 παρ. 1. Είναι αυτά που είχατε την υπομονή να ακούσετε.

Υπάρχει μία κρατούσα άποψη στη σύγχρονη θεωρία της Ποινικής Δικονομίας. Η κρατούσα άποψη λοιπόν, η σύγχρονη κρατούσα άποψη στη θεωρία της Ποινικής Δικονομίας, όπως αποτυπώνεται τόσο στη διδακτορική διατριβή του κ. Φυτράκη που είναι ακριβώς αυτό το αντικείμενο αλλά κυρίως στις απόψεις των κορυφαίων Ελλήνων θεωρητικών του Ποινικού Δικαίου, των Καθηγητών Ανδρουλάκη και Καρρά, δέχεται ότι δεν είναι επιτρεπτή η αναδρομική εφαρμογή Ποινικών Δικονομικών Κανόνων, όταν αυτή οδηγεί σε χειροτέρευσης της θέσης του.

Έχουμε όμως και ένα άλλο σκέλος, γιατί βεβαίως υπάρχει και η παλαιότερη άποψη και βεβαίως το Δικαστήριό σας δεν υποχρεούται να δεχθεί τις νεότερες εξελίξεις, μπορεί να παραμείνει σε αυτά που έχουν υποστηριχθεί πριν από 30 ή 40 χρόνια και να μην παρακολουθήσει τις νεότερες εξελίξεις. Είναι στην κρίση του Δικαστηρίου φυσικά. Ακόμα όμως και αυτή, η παλαιότερη, ας μου επιτραπεί η έκφραση, η κατά την άποψή μου ξεπερασμένη άποψη, η οποία δέχεται το ότι είναι επιτρεπτή η αναδρομική εφαρμογή των Ποινικών Δικονομικών Κανόνων, ακόμα και αυτή η τοποθέτηση, δέχεται μία σαφέστατη εξαίρεση.

Αναφέρθηκα στην παρουσίαση αυτής της άποψης από τον Καθηγητή Μαγκάκη και ενδεικτικά ανέφερα τις θέσεις του αείμνηστου Καθηγητή Ζησιάδη και του αείμνηστου Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Πουρόπουλου. Ακόμα και αυτοί λοιπόν, που κατ’ αρχήν δέχονται τη δυνατότητα αναδρομικής εφαρμογής των Δικονομικών Ποινικών Κανόνων, δέχονται μία σαφή εξαίρεση. Αυτή η εξαίρεση, είναι ό,τι ακριβώς συνέβη στην παρούσα περίπτωση. Έχουμε ένα νόμο, τον 2928, ο οποίος ταυτόχρονα, στο κείμενό του, από τη μια επαυξάνει το αξιόποινο, αναβιβάζει το άρθρο 187 από πλημμέλημα και το καθιστά κακούργημα και ταυτόχρονα αλλάζει και την αρμοδιότητα, στερώντας τον κατηγορούμενο Τζωρτζάτο, τον οποίο εκπροσωπώ, από τον φυσικό του, από τον νόμιμό του Δικαστή, που είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, υπάγοντάς τον στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου.

Αυτή ακριβώς η νομική μεθόδευση, η νομική επιλογή αν θέλετε, εκ μέρους του νομοθέτη, στηλιτεύεται και κατακρίνεται ακόμα και από τους υποστηρικτές της παλαιότερης άποψης που δέχονται δυνατότητα αναδρομικής εφαρμογής Ποινικών Δικονομικών Κανόνων. ¶ρα, είτε προσχωρήσετε προς τη νεότερη άποψη της θεωρίας, είτε παραμείνετε στην παλαιότερη άποψη, νομίζω ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να δεχθείτε ότι δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο το παρόν Δικαστήριο γιατί έχουμε τα συγκεκριμένα δεδομένα.

Ο κ. Τζωρτζάτος κατηγορείται ότι έχετε τελέσει ανθρωποκτονίες και απόπειρες ανθρωποκτονιών κατά το διάστημα μέχρι και το 1992. Αυτό είναι το κατηγορητήριο, το οποίο βεβαίως αρνείται. Επίσης να σημειώσω κάτι που είναι γνωστό σε εσάς, ότι γι αυτές τις πράξεις της ανθρωποκτονίας για τις οποίες κατηγορείται, είχε ασκηθεί από παλιά ποινική δίωξη και είχαν γίνει κάποιες ανακριτικές πράξεις. Είναι λοιπόν νομικά αυτονόητο ότι γι αυτές τις κατηγορίες υπήρχε μία εκκρεμής ποινική διαδικασία.

Έρχεται λοιπόν τώρα ο νομοθέτης του Ν. 2928 και με το άρθρο 4, αναβιβάζει την πράξη που υπάγεται στο 187 από πλημμέλημα σε κακούργημα και ταυτόχρονα λεει, ότι αυτό το κακούργημα υπάγεται στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου. Μέχρις εδώ, έχει καλώς, αν απορρίπτετε φυσικά την πρώτη μου ένσταση.

Όμως η συνέχεια του κειμένου του άρθρου 4 του Ν. 2928, είναι και αυτή αντισυνταγματική. Γιατί ο νομοθέτης του 2928, προχωρά παραπέρα και λέει ότι ακόμα, όχι μόνο τα κακουργήματα του άρθρου 187 υπάγονται στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου, αλλά και τα κακουργήματα, τα συναφή κακουργήματα ακόμα και αν αυτά τιμωρούνται βαρύτερα. Αυτή η διατύπωση του νόμου, θεωρώ ότι είναι αντισυνταγματική, ότι αντιβαίνει στα άρθρα 7 και 8 του Συντάγματος, γιατί, για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, τον κ. Τζωρτζάτο, αναφέρεται σε σοβαρότερα κακουργήματα, αυτά της ανθρωποκτονίας, τα οποία φέρεται να έχουν τελεστεί πολύ πριν από την θέση σε ισχύ του Ν. 2928, ο οποίος, σημειωτέον, δεν περιέχει μεταβατικές διατάξεις και δεν κάνει ειδική μνεία για το αν ισχύουν οι ρυθμίσεις του και για πράξεις που έχουν τελεστεί προγενέστερα, πριν από την έναρξη της ισχύος του.

Αν λοιπόν οι ανθρωποκτονίες για τις οποίες κατηγορείται ο κ. Τζωρτζάτος φέρεται να είχαν τελεστεί από το 2001 και μετά, δεν θα γεννάτο θέμα στο πλαίσιο της δεύτερης ένστασης που αναπτύσσω. Επειδή είναι σαφέστατο ότι η κατηγορία των ανθρωποκτονιών και της απόπειρας ανθρωποκτονίας, αναφέρεται σε προγενέστερο χρονικό διάστημα, θεωρώ ότι δεν μπορεί να τύχει αναδρομικής εφαρμογής, το τμήμα του άρθρου 4 του Ν. 2928 το οποίο μιλάει για υπαγωγή και των συναφών κακουργημάτων, ακόμα και όταν τιμωρούνται βαρύτερα στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου.

Με δεδομένο ότι όταν φέρεται ότι τέλεσε τις πράξεις ο κ. Τζωρτζάτος, το 1989, 1990, 1991, 1992, ο φυσικός του Δικαστής για τις ανθρωποκτονίες, το τονίζω και πάλι, ήταν το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, η αντίθετη ρύθμιση του άρθρου 4 του Ν. 2928 που έχει θεσπισθεί το 2001 είναι αντισυνταγματική, γιατί παραβιάζει τα άρθρα 7 και 8 του Συντάγματος βάσει του σκεπτικού που σας ανέφερα επικαλούμενος τις απόψεις θεωρητικών, τόσο εν ζωή όσο και αποβιωσάντων.

Θεωρώ λοιπόν ότι η δεύτερή μου ένσταση πρέπει να γίνει και αυτή δεκτή, και να κρίνει το Δικαστήριό σας ότι δεν είναι επιτρεπτή, ακριβέστερα, παραβιάζει το Σύνταγμα και γι αυτό δεν πρέπει να εφαρμοστεί, εκεί είναι η ρύθμιση του άρθρου 4 του Ν. 2928, η οποία επιτάσσει την εκδίκαση πράξεων που φέρεται να έχουν τελεστεί σε προγενέστερο σημείο και αφορούν ανθρωποκτονίες, από το Τριμελές Εφετείο και όχι από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Ο κ. Εισαγγελεύς έχει τον λόγο.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριοι Δικασταί, οι κατηγορούμενοι αμφισβητούν την κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητα του Δικαστηρίου σας, η οποία έχει καθορισθεί με το άρθρο 4 του Ν. 2928/2001, να δικάσει την εναντίον τους προκειμένη κατηγορία. Ισχυρίζονται ότι αρμόδιο Δικαστήριο δεν είναι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, αλλά το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών και επιχειρούν να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους αυτόν εις το ότι η ανωτέρω διάταξη του νόμου, με την οποία καθορίσθηκε η καθ΄ ύλιν αρμοδιότητα του Δικαστηρίου σας, αντιβαίνει στην διάταξη του άρθρου 97 παρ. 1 του Συντάγματος.

Η άποψη αυτή δεν είναι αβάσιμη, καθ’ όσον ναι μεν κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, όμως, κατά το εδάφιο 2 της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος, με νόμο, μπορεί να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των Εφετείων και άλλα κακουργήματα.

Κατά συνέπειαν, η από τον κοινό νομοθέτη υπαγωγή στην δικαιοδοσία του Δικαστηρίου σας, των αποδιδομένων στους κατηγορουμένους εγκλημάτων, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 596 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. που θεσπίσθηκε και ισχύει από 1/1/1951, αλλά και την παγία νομολογία των Δικαστηρίων, καθώς επίσης και την επιστήμη στο Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο, εάν γνωρίζεται ρητώς. Διαφορετικά, εφαρμόζεται ο νόμος που ισχύει κατά τον χρόνο της επιχείρησης της σχετικής δικονομικής πράξεως.

Η δικονομική διάταξη έχει αναδρομική δύναμη. Ο κανόνας αυτός της αναδρομικότητος των δικονομικών νόμων ισχύει και επί των διατάξεων που ρυθμίζουν την δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα των Ποινικών Δικαστηρίων. Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2928/2001, ορθώς εφαρμόζεται και για τα εγκλήματα που αποδίδονται στους κατηγορουμένους και τα οποία φέρονται ότι τελέστηκαν πριν από την ισχύ αυτού.

Κύριοι Δικασταί, ως προς τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων ότι τα εγκλήματα αυτά έχουν πολιτικό χαρακτήρα και συνεπώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 97 παρ. 1 του Συντάγματος, καθιστούν το Δικαστήριό σας καθ’ ύλιν αναρμόδιον να εκδικάσει την εναντίον τους προκειμένην κατηγορίαν, εκθέτω τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος, η αμνηστία συγχωρείται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα, ενώ για τα κοινά, τα μη πολιτικά, δεν συγχωρείται ούτε με νόμο. Εκ τούτου, παρέπεται ότι: Το πολιτικό έγκλημα κατά το Σύνταγμα, είναι προνομιακό. Την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, δεν την δίνει το Σύνταγμα. Εκ της πλειάδος των διδομένων ορισμών, οι οποίοι πάντοτε έχουν και ένα υποκειμενικό ερμηνευτικό στοιχείο, δηλαδή μία υποκειμενική παράμετρο αναλόγως προς τις φιλοσοφικές και γενικότερες θέσεις του ερμηνευτού, πρέπει να αναλυθεί εκείνη που συνάδει προς το Σύνταγμα, προς το ισχύον Σύνταγμα.

Εν άλλοις λόγοις, για ένα Δικαστήριο, που είναι το καθ’ εξοχήν όργανον νομιμότητος, η μόνη παραδεκτή ερμηνεία είναι εκείνη που συνάδει προς το Σύνταγμα. Και ερωτάται: Ένα δημοκρατικό Σύνταγμα, είναι δυνατόν να ανάγει σε προνομιακό έγκλημα, εκείνο το έγκλημα το οποίο οδηγεί σε κατάργηση του ίδιου, δηλαδή σε κατάργηση της δημοκρατίας; Η απάντηση είναι «όχι›. Και κάθε αντίθετη σκέψις παραβιάζει τη δημοκρατική αρχή.

Η δημοκρατία δεν δίδει προνόμια σε αυτούς που εγκληματούν για να την ανατρέψουν. Συνεπώς, είναι πολιτικό έγκλημα κατά την έννοια του δημοκρατικού Συντάγματος της ελληνικής δημοκρατίας εκείνο που σκοπεί στην κατάργησή της και την εγκαθίδρυση της τυραννίας, οποιασδήποτε μορφής. Γιατί, οποιοδήποτε καθεστώς εγκαθιδρυθεί μετά από κατάλυση της δημοκρατίας, είναι τυραννία και δικτατορία, όπως και αν παρουσιάζεται.

Κύριοι Δικασταί, ας ερίζουν οι εγκληματολόγοι, οι κοινωνιολόγοι, οι ιστορικοί, οι συνταγματολόγοι, περί της εννοίας του πολιτικού εγκλήματος. Δεν είναι εκεί το ζήτημα. Το ζήτημα εν προκειμένω είναι ποίαν έννοιαν έχει τούτο κατά το ισχύον Σύνταγμα. Διότι το Δικαστήριό σας αρείεται την εξουσίαν του εκ του Συντάγματος και της δημοκρατικής αρχής στην οποίαν τούτο στηρίζεται.

Κάθε απόδοση εννοίας πολιτικού εγκλήματος σε ενέργειες που σκοπούν στην κατάλυση της εξουσίας των οργάνων που προβλέπονται από το δημοκρατικό Σύνταγμα, είναι πλήγμα στην καρδιά της δημοκρατίας και αποτελεί παραβίαση της υπερσυνταγματικής ισχύος δημοκρατικής αρχής η οποία είναι γνωστή και σεβαστή από την εποχή του ψηφίσματος του Δημοκρεφάντου το 410 π.χ. στην Ελλάδα, δηλαδή επί 2.500 χρόνια.

Κύριοι Δικασταί, τούτο άλλωστε και σωστά, ίσχυσε και στη δίκη των πραξικοπηματιών του 1967. Ουδείς από τις δίκες τους και τις καταδίκες τους, μέχρι σήμερα, απετόλμησεν να ασελγήσει επί της δημοκρατίας και βλασφήμως να ισχυριστεί ότι ήταν πολιτικό το έγκλημά τους. Όλοι εγνώριζαν και γνωρίζουν ότι η κατάλυση δημοκρατίας είναι όχι πολιτικό, είναι κοινό, κοινότατο και ποταπό έγκλημα.

Κύριοι Δικασταί, σε αυτόν ο οποίος περιφρονεί την δημοκρατία και επιχειρεί να την καταλύσει, σε αυτόν που εγκληματεί και παραβιάζει την δημοκρατική αρχή, η δημοκρατία δεν δίδει προνόμια. Η δημοκρατία δεν τον χαϊδεύει, τον τιμωρεί. Είτε μπόρεσε να την καταλύσει, μετά την αποκατάστασή της, είτε αμέσως μετά την αποτυχία του κατά της δημοκρατίας εγκλήματος.

Και ενώ αυτά είναι αναμφισβήτητα και αυτονόητα, στην περίπτωση της 17Ν, στην αρχή μετά συστολής και μουδιασμένα και κατόπιν αναφανδόν και σε διαφόρους τόνους, άρχισε να υποστηρίζεται ότι η τρομοκρατία η οποία διά βιαίων μέσων σκοπεί στην κατάργηση της δημοκρατίας, είναι πολιτικό έγκλημα.

Και ερωτάται: Τόσον ολίγος χρόνος πέρασε από την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, ώστε όλοι αυτοί να μην υπολογίζουν την δημοκρατική αρχή και να θεωρούν ότι η κατάλυση της δημοκρατίας είναι δυνατόν να προβλέπεται από δημοκρατικό Σύνταγμα;

Για τον λόγο αυτό και ο με εξαίρετη φήμη γνωστός για την όλη του συγκρότηση, την πορεία του και την εν γένει πολιτεία του, Καθηγητής και δάσκαλός μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, αισθάνθηκε την ανάγκη να αρθρογραφήσει στο «Νομικό Βήμα› -το γνωρίζουμε όλοι- και να θυμίσει σε όλους το αυτονόητο. Και τι είπε; «Κάτω τα χέρια από τους δημοκρατικούς θεσμούς, για να εξυπηρετηθούν πρόσκαιρες επιδιώξεις. Δεν δίδουμε όπλα σε όσους εγκληματούν κατά της δημοκρατίας›.