Πολιτική
Τετάρτη, 12 Μαρτίου 2003 18:50

Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (12/3/2003) Μέρος 1/7

ΤΕΤΑΡΤΗ 12 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003

ΔΙΚΗ 17Ν

ΤΕΤΑΡΤΗ 12 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 9:10

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

Α΄ ΜΕΡΟΣ

09:05 – 10:50

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που διακόπηκε. Δεν βλέπω τους κυρίους Συνηγόρους. Πέστε μας τι έγινε.

Δ.ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Κάτι θέλω να πω κ. Πρόεδρε, για μια πρωτοφανή διαστρέβλωση που έγινε, από μία πρόταση, αν απομονώσεις ένα μικρό κομματάκι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πέστε μας τη διαστρέβλωση.

Δ.ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Θα διαβάσω το απόσπασμα, είναι δυο προτάσεις όλο κι όλο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μα δεν είναι τώρα θέμα αυτό.

Δ.ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Είναι θέμα προσωπικό κ. Πρόεδρε και επειδή πολύ φοβάμαι ότι αυτή η πρακτική θα συνεχιστεί σήμερα. Είδα πολλούς Συνηγόρους της Πολιτικής Αγωγής να έχουν αυτό το βιβλίο. Θα διαβάσω, είναι τρεις προτάσεις.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιο βιβλίο είναι αυτό κ. Κουφοντίνα;

Δ.ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Είναι οι προκηρύξεις της 17Ν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα.

Δ.ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Λέει κατά λέξη:

«Αποφασίσαμε να χτυπήσουμε τον εγκληματικό μηχανισμό γενοκτονίας, που λέγεται Αμερικάνικες Ένοπλες Δυνάμεις. Όπως έχουμε δηλώσει και στο παρελθόν, θα συνεχίσουμε να χτυπάμε αυτούς τους φονιάδες, είτε εργάζονται στις αμερικανικές βάσεις στη χώρα μας, είτε έχουν έρθει για διακοπές στα νησιά μας›.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα.

Δ.ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Είναι σαφές ότι δεν μιλάμε για Αμερικανούς τουρίστες με τους οποίους δεν έχουμε κανένα πρόβλημα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κατανοητό.

Δ.ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Αυτό ήθελα να πω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτούς οι οποίοι είναι στρατιωτικοί, λέτε.

Δ.ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Ακριβώς. Γίνεται μια διαστρέβλωση και για τα κίνητρα που μας παρουσίασε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το κατανοήσαμε πλήρως. Εντάξει.

Δ.ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Γιατί η πλειοψηφία των ενεργειών μας είναι αντιαμερικανικές κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το αντελήφθην.

Παρακαλώ κ. Αγιοστρατίτη.

Γ.ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, διάσταση στο θέμα αυτό πήρε χτες από τους δημοσιογράφους, η άποψη των κατηγορουμένων είναι η εξής: Ότι μια φορά την εβδομάδα οι φωτορεπόρτερ, μια συγκεκριμένη όμως ημέρα –και εγώ θα έλεγα Δευτέρα πρωί- να μπορούν να έρχονται να φωτογραφίζουν, ούτως ώστε αν κάποιοι δεν θέλουν να παραμένουν 5 λεπτά κάτω αν δεν θέλουν να φωτογραφηθούν.

Ως προς το θέμα των δημοσιογράφων που ζήτησαν να μπορούν να μπαίνουν στη διάρκεια των διαλειμμάτων, οι κατηγορούμενοι δεν έχουν αντίρρηση και όποιος θέλει να τους μιλήσει, θα τους μιλάει. Δεν έχουν αντίρρηση πάντως να μπαίνουν από αυτό τον αποκλεισμένο εκεί χώρο, μέσα στο χώρο των κατηγορουμένων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα. Κύριε Εισαγγελεύς τι λέτε γι’ αυτά τα ζητήματα; Έχει ζητηθεί από τους δημοσιογράφους ένα αίτημα το οποίο σας το έθεσα υπόψη. Το θέμα όμως είναι αν μπορούν να πλησιάζουν κρατουμένους, κάποιους. Αυτό λέω. Διότι υπάρχει το Προεδρικό Διάταγμα 141/91 που δεν επιτρέπει τέτοια πράγματα, να πλησιάσει οποιοσδήποτε τους κρατούμενους. Αυτό είναι το θέμα. Όποιος θέλει να επικοινωνεί, επικοινωνεί μέσω των φυλακών. Δεν μπορεί να έρχεται εδώ στα διαλείμματα. Διότι αυτοί είναι κρατούμενοι εδώ. Πως να το κάνουμε; Δεν μπορούμε δηλαδή εμείς να τροποποιήσουμε ένα Διάταγμα το οποίο ισχύει παγίως.

Ως προς τους φωτορεπόρτερ ας πούμε κάθε Δευτέρα -συμφωνείτε κι εσείς- να μπορούν να μπαίνουν οι άνθρωποι να κάνουν τη δουλειά τους να φωτογραφίζουν, εφόσον οι κύριοι κατηγορούμενοι δέχονται και φυσικά αν φωτογραφίζουν άλλα άτομα, ας έχουν και τη συναίνεσή τους. Οι κύριοι δικηγόροι δεν νομίζω ότι θα έχουν αντίρρηση οι άνθρωποι, ασκούν κι αυτοί ένα καθήκον εδώ.

Μπορούμε να προχωρήσουμε στις αγορεύσεις των Συνηγόρων της Πολιτικής Αγωγής. Είχε αγορεύσει ο κ. Αναγνωστόπουλος και καλύφθηκε –φαντάζομαι- του Ρόμπερτ Τσαντ. Ο κ. Γεωργίου έχει σειρά.

Σ.ΓΕΩΡΓΙΟΥ: Βέβαια, παίρνω το λόγο σε μια ευαίσθητη στιγμή δήλωσης υπέρ του ελληνικού τουρισμού που χειμάζεται ενόψει και του επερχόμενου πολέμου. Ήταν θετικό αυτό που ακούστηκε ότι οι τουρίστες δεν αποτελούσαν και δεν αποτελούν στόχο. Ας μεταφερθεί από το ελληνικό κράτος και προς τα διεθνή τουριστικά γραφεία.

Όμως θέλω να πω το εξής: Χτες σε αυτή την αίθουσα ακούστηκαν ορισμένα πράγματα, που επειδή κρατούνται πρακτικά, για λόγους ιστορικούς και στα πλαίσια της ευπρέπειας, δεν πρέπει να μείνουν αναπάντητα.

Με στεναχώρησε ο εκλεκτός συνάδελφος κ. Χρυσικόπουλος με την έκρηξή του, ελπίζω όμως επειδή τον γνωρίζω καλά, ότι δεν εννοούσε ότι οι πράξεις της 17Ν είχαν ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Σίγουρα μονοπώλιο του ανθρωπισμού δεν έχει κανείς. Αλλά βέβαια από τους εντολείς τους οποίους υπερασπιζόμαστε, προσδιορίζεται τρόπον τινά και η θέση μας.

Μην έχουμε την αξίωση για ανθρώπους οι οποίοι δοκιμάστηκαν επί 30 χρόνια είτε γιατί απώλεσαν τους δικούς τους ανθρώπους, είτε διότι οι ίδιοι ως εκ θαύματος διέφυγαν το θάνατο να είναι εδώ, έχουν υπάρξει ευπρεπείς σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα και υπήρξαν ευπρεπείς και στη διάρκεια της δίκης. Δεν ζήσαμε σκηνές άλλων δικαστηρίων και Μικτών Ορκωτών με «υστερίες› από πλευράς των θυμάτων και συγγενών. Υπήρξε πολύ μεγάλη ευπρέπεια και αυτό πρέπει να το σεβαστεί η άλλη πλευρά και να μην την ξενίζουν ορισμένα πράγματα που λέγονται με το όνομά τους.

Όσον αφορά την Αριστερά της αθωότητας και την αμυντική Αριστερά του κ. Ραχιώτη, δεν θα με απασχολούσε το θέμα, εάν δεν διέβλεπα ότι η τοποθέτηση αυτή του κ. Ραχιώτη είχε την έννοια της ύπαρξης αθώων θυμάτων και ενόχων θυμάτων. Η διδασκαλία της ενοχοποίησης των θυμάτων, ήταν μια διδασκαλία η οποία κατ’ εξοχήν πήγασε από τις έντυπες προκηρύξεις των κατηγορουμένων και ίσως αυτή η τοποθέτηση του κ. συναδέλφου, δεν ήταν άσχετη με την προσπάθεια ιστορικής τεκμηρίωσης των ενόχων θυμάτων.

Όποιος πιστεύει ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος είχε θύματα μόνο από τη μια πλευρά, είναι τουλάχιστον ανιστόρητος. Ο Εμφύλιος Πόλεμος είχε θύματα και από τις δύο όχθες και επειδή υπήρξαν ενδεικτικές αναφορές χτες, ελπίζω ότι εκ παραδρομής δεν αναφέρθηκε το όνομα του κ. Πλουμπίδη –δεν ξέρω αν υπήρχε ειδικός λόγος, για να μην αναφερθεί- θέλω όμως από τη μεριά μου να πω ότι η αμυντική Αριστερά σήκωσε τα όπλα εναντίον των Κυβερνήσεων του Γεωργίου Παπανδρέου και του Θεμιστοκλή Σοφούλη, η αμυντική Αριστερά ήταν αυτή η οποία κατέταξε τον απότακτο συνταγματάρχη του αντιβασιλικού Κινήματος του ’35 Δημήτριο Ψαρό και τους συναγωνιστές του, του 5ου 42 στρατιωτικούς κι άλλους της πολιτικής οργάνωσης που είχε πολιτικό καθοδηγητή τον Αλέξανδρο Σβώλο.

Αυτά, όλως ενδεικτικώς γιατί όλως ενδεικτικώς εθίγη το θέμα και από την άλλη πλευρά.

Θέλω να πω όμως κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, ότι αυτή η δίκη και αυτό το βήμα, δεν είναι ό,τι καλύτερο για να ξύσει κανείς παλιές πληγές και γι’ αυτό το αφήνω.

Θέλω να πω επίσης ότι έχω μια άλλη προσέγγιση σε αυτά τα οποία τέθηκαν χτες και από τον κ. Ραχιώτη επ’ ολίγων και από τον κ. Αναγνωστόπουλο. Η άλλη προσέγγιση είναι η εξής και αφορά το νομικό καθεστώς το οποίο διαμορφώθηκε προκειμένου να δικαστούν οι πρωταίτιοι του Πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου και της κατάλυσης του δημοκρατικού καθεστώτος.

Ήταν ένα καθεστώς το οποίο δημιουργήθηκε με συντακτικές πράξεις και ψηφίσματα και η προοδευτική διανόηση, η οποία σήμερα δίνει μάχη για τα ανθρώπινα δικαιώματα των συγκεκριμένων κατηγορούμενων και προσπαθεί να αποδείξει την πολιτικότητα των εγκλημάτων τους, τότε φυσικά δεν είχε καμία ευαισθησία και δεν διαμαρτυρήθηκε για την παραβίαση του νομικού μας πολιτισμού, όχι ότι έκανε άσχημα, απλά το θέμα είναι ότι τα βρίσκει μπροστά της.

Διότι όπως πολύ σωστά είπε ο κ. Αναγνωστόπουλος, όταν κατ’ εξοχήν πολιτικά εγκλήματα με τη συντακτική πράξη 3/74 πρωταίτιοι πολιτικών εγκλημάτων παραπέμπονται ενώπιον του Πενταμελούς και με το Ψήφισμα μετά της 5ης Αναθεωρητικής Βουλής δημιουργήθηκε το υπόβαθρο για να έρθει μετά το δικαστήριο και να πει: (αναγιγνώσκω από την 477/75 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία δικάστηκαν οι πρωταίτιοι του Πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου):

«Επειδή κατά το άρθρο 7 παρ. 3 του ισχύοντος Συντάγματος της 9/6/75 αντίστοιχων άρθρου 18 του Συντάγματος του 52, θανατική ποινή επί των πολιτικών εγκλημάτων εκτός των συνθέτων, δεν επιβάλλεται.

Εγκλήματα πολιτικά είναι τα κατά της πολιτείας απευθυνόμενα και ευθύνοντα εις ανατροπή ή αλλοίωση κατά το ισχύον πολίτευμα καθεστηκυίας τάξεως –αυτό το οποίο επαναλαμβάνει παγίως η νομολογία, διότι εν πάση περιπτώσει εκτός από τη θεωρία η οποία διίσταται υπάρχει και η νομολογία, η οποία είναι ενιαία- ως και παν έγκλημα τελεσθέν προς παρεμπόδιση διαπράξεως πολιτικού αδικήματος και προς υπεράσπιση του απειλουμένου καθεστώτος. Αν προς επιτυχία του πολιτικού εγκλήματος πράττεται κι άλλο ουχί πολιτικό έγκλημα, το πολιτικό έγκλημα καθίσταται σύνθετο -είναι το θέμα του αμιγούς πολιτικού εγκλήματος και του παραλλήλως τελουμένου εγκλήματος το καθιστά σύνθετο, που είπε χτες ο κ. Αναγνωστόπουλος, με την εξής προσθήκη- Εξομοιούται έτσι το πολιτικό έγκλημα προς το κοινό έγκλημα, οπότε δι’ αυτό δύναται να επιβληθεί η ποινή του θανάτου›.

Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος προκειμένου να καταδικαστούν σε θάνατο οι πρωταίτιοι του Πραξικοπήματος, χωρίς τη συγκεκριμένη ερμηνεία και τη συγκεκριμένη διαμόρφωση του συγκεκριμένου νομικού καθεστώτος. Τότε, όλοι οι σοβαροί εκπρόσωποι της προοδευτικής διανόησης και της νομικής πρωτοπορίας σε αυτό τον τόπο, εκώφευσαν. Τώρα, η ιστορία τους εκδικείται. Ας πρόσεχαν.

Θέλω να πω ότι υπερασπίζομαι μια υπόθεση για την οποία οι κατηγορούμενοι δεν είχαν το θάρρος να αναλάβουν τις ευθύνες της πράξεώς τους ούτε με προκήρυξη. Ακούστηκε χτες κάτι για «παράπλευρες απώλειες›. Η εν ψυχρώ δολοφονία του Χρήστου Μάτη, η εκ προθέσεως εν ψυχρώ δολοφονία του Χρήστου Μάτη με την προετοιμασία της παρουσίας απ’ έξω θορύβων για να μην ακουστούν οι πυροβολισμοί, στα πλαίσια μιας ληστείας του κοινότατου ποινικού δικαίου, ανεξάρτητα από την επίκληση των οποιοδήποτε πολιτικών ή ιδεολογικών κινήτρων, τα οποία και μόνο αυτά δεν δύναται να καταστήσουν το έγκλημα πολιτικό, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη συγκεκριμένη δολοφονία.

Αυτοί οι οποίοι έκαναν αυτή την πράξη, δεν είναι ιδεολόγοι, δεν είναι πολιτικοί εγκληματίες, είναι φονιάδες του κοινού ποινικού δικαίου. Εκτός εάν στο πρόσωπο του Χρήστου Μάτη, χτύπησαν τον εκπρόσωπο του καπιταλισμού, τον εκπρόσωπο του κεφαλαίου, στο πρόσωπο ενός 27χρονου χωριατόπαιδου, που ήρθε στην Αθήνα και ενετάχθη στην Αστυνομία για να μπορέσει να φάει ένα κομμάτι ψωμί, σε χρόνους δύσκολους.

Βέβαια δυστυχώς και για μας και για την Πολιτική Αγωγή, το θέμα του πολιτικού εγκλήματος συνδέεται με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου γι’ αυτό και πρέπει να τεθεί σε αυτή τη φάση της διαδικασίας.

Το δυστυχώς για την Υπεράσπιση εκτιμώ ότι είναι επειδή αν απορριφθεί τώρα δεν θα μπορέσει να τεθεί στην πορεία. Το δυστυχώς για την Πολιτική Αγωγή –και μιλώ για λογαριασμό μου- είναι ότι ίσως στο τέλος αυτής της διαδικασίας να είμαστε πιο πλούσιοι σε ιδέες και στοιχεία, προκειμένου να μπορέσουμε να αποφανθούμε με μεγαλύτερη ευκολία, το αν οι συγκεκριμένες πράξεις ήταν πολιτικά εγκλήματα ή όχι.

Διότι παραδείγματος χάρη αφού ερευνηθεί το ενδεχόμενο συνεργασίας με μυστικές υπηρεσίες, διότι δεν μπορεί κανείς να δεχτεί εάν υπάρξει απόδειξη εκεί, ιδεολογικά κίνητρα και πολιτικά εγκλήματα σε συνεργαζόμενες μυστικές υπηρεσίες ξένες και ντόπιες.

Τότε ποιος μπορεί να μιλήσει για πολιτικό έγκλημα; Βέβαια αυτό είναι σημαντικό, ως όπως φαίνεται από το σύνολο της δικογραφίας, παραμένει άθικτος ο πληροφοριακός ιστός. Διότι κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να δεχτεί ότι η λεπτομερέστατη πληροφόρηση, η οποία οδηγούσε στην αποτελεσματικότητα των ενεργειών των κατηγορουμένων, οφείλεται στην παρακολούθηση του βηματισμού του Αμερικάνου πεζοναύτη στην Πρεσβεία ή της παρακολούθησης των ξένων πινακίδων στη λεωφόρο Βουλιαγμένης.

Ακούστηκε και η άποψη ότι δεν νοείται υπό δημοκρατικό καθεστώς πολιτικό έγκλημα, διότι η Δημοκρατία παρέχει άλλας νομίμους δυνατότητας εκτός από το φόνο, για την επιβολή επί του πολιτικού αντιπάλου. Χαρακτηριστικά πολιτικά εγκλήματα βέβαια είναι αυτό της εσχάτης προδοσίας και στα 139 – 142 του Ποινικού μας Κώδικα για την προσβολή της διεθνούς ειρήνης της χώρας.

Έκανα μια αναφορά προηγουμένως στο ότι άσχετα με το τι λέει η θεωρία, υπάρχει και μια διαμορφωμένη νομολογία, η οποία μάλιστα είναι συνεχής και αδιάκοπη και του Ανωτάτου Ακυρωτικού και των Εφετείων, επικαλούμαι παραδείγματος χάρη, δεν μπορώ να καταλάβω εγώ γιατί τα Δικαστήριά μας η ερμηνεία που δίδουν στο πολιτικό έγκλημα, επ’ ευκαιρία των αιτήσεων εκδόσεως δεν μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία που πρέπει να δώσει πολιτικό έγκλημα, σε άλλο επίπεδο.

Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί σε αυτό το καθεστώς της εκδόσεως τα Δικαστήρια δίνουν μια ερμηνεία στο πολιτικό έγκλημα και σε συγκεκριμένες πράξεις θα πρέπει η ερμηνεία να είναι διαφορετική. Βέβαια είναι παγία –λέω- η νομολογία στο ότι πολιτικό έγκλημα είναι αυτό που απευθύνεται αμέσως κατά της πολιτείας και τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της καθεστηκυίας τάξεως η οποία υπάρχει σύμφωνα με το ισχύον πολίτευμα και κάθε άλλο έγκλημα το οποίο δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα –και αυτό είναι πάγιο- δεν υπάγεται στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος ή του συναφούς με αυτό, έστω κι αν τελέστηκε από δράστη με αφορμή τα πολιτικά του φρονήματα, ή τις πολιτικές αρχές του, ή προς τον σκοπό τέτοιων επιδιώξεων.

Δεν είμαι αυτός ο οποίος θα ισχυριστεί ότι εδώ πέρα δικάζουμε κατηγορούμενους οι οποίοι «έκλεψαν κοτέτσια›. Σίγουρα έκαναν σοβαρότατα ποινικά αδικήματα και εγώ δέχομαι να τους αναγνωρίσω -μέχρι αυτή τη στιγμή χωρίς να έχω περαιτέρω στοιχεία τα οποία θα δούμε στην πορεία- ότι ίσως είχαν και κάποια πολιτικά κίνητρα στις επιδιώξεις τους αυτές.

Κάποια πολιτικά κίνητρα, τα οποία βέβαια με προβλημάτισαν όσον αφορά την επιλογή των στόχων και την επιλογή του χρόνου, όπου επλήτετο ο συγκεκριμένος στόχος, ώστε να έχει συγκεκριμένο πολιτικό αντίκτυπο.

Αυτό όμως δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει τα εγκλήματά τους πολιτικά και να τα οδηγήσει προς εκδίκαση ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, όπου –επιτρέψτε μου να πω και δεν αφορά τους συναδέλφους μου αυτό, οι οποίοι κάνουν τη δουλειά τους- θεωρούν ότι το Μικτό Ορκωτό, λόγω της συμμετοχής των ενόρκων, είναι πιο βολικό δικαστήριο, διότι πρέπει να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: οι Ένορκοι είναι πλέον ευεπίφοροι σε πιέσεις και απειλές, τις οποίες πιέσεις και απειλές έχουμε δει σε συνεντεύξεις κατηγορουμένων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης τον τελευταίο καιρό.

Αναφέρθηκα προηγουμένως στην 1576/95 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία δημοσιεύτηκε στην Υπεράσπιση του 1996 σελ. 784, στην πανομοιότυπη 362/95 πάλι του Αρείου Πάγου Υπεράσπιση 1996 σελ. 488, στην 1137/98 του Αρείου Πάγου ΜΘ1999 «Ποινικά Χρονικά› σελ. 655, στην 761/1975 επίσης απόφαση του Αρείου Πάγου ΚΣΤ «Ποινικά Χρονικά› σελ. 150, όπου από ό,τι αντιλαμβάνομαι απεδέχθη το Δικαστήριο ελατήριο που εκίνησε στις συγκεκριμένες πράξεις, αποφάσισε όμως ότι δεν συνιστούν πολιτικά εγκλήματα πράξεις που στρέφονται κατά του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας και διαφόρων φυσικών προσώπων, προφανώς διότι δεν εστρέφοντο αμέσως κατά της ιταλικής πολιτείας.

Βέβαια αυτό το οποίο έχουν μόνο να επικαλεσθούν στην σειρά των ετών και στις αποφάσεις των Δικαστηρίων μας είναι μία απόφαση του συνεδριάζοντος ως Συμβουλίου 5μελούς Εφετείου Αθηνών κατά πλειοψηφία απόφαση -δεν έχει σημασία, απόφαση είναι- στην περίπτωση του Πόλε.

Εκεί βέβαια εκάμθη η αρχή του προαπαιτούμενου της αμέσου προσβολής κατά της πολιτείας εφόσον δέχθηκε τότε η πλειοψηφία του Δικαστηρίου ότι δεν κατευθύνετο αμέσως κατά της οργανώσεως και λειτουργίας του κράτους προς βιαία ανατροπή της καθεστώσης τάξεως αλλά απέβλεπαν εις την δημιουργία συνθηκών αναρχικής δραστηριότητος, εστιών αναφλέξεως και ανασφαλείας ήτοι συνθηκών καταλλήλων, δια την εν καιρώ επίτευξη των απωτέρων σκοπών της ενώσεως το έγκλημα τούτο.

Με αυτό το σκεπτικό προσπάθησαν να πουν ότι είναι πολιτικό το έγκλημα, όμως η νομολογία και πριν και μετά είναι ενιαία ως προς το ότι απαιτείται αμέσως κατά της πολιτείας να στρέφονται τα συγκεκριμένα εγκλήματα και όχι εμμέσως όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Δεν μπορεί λοιπόν να πει κανείς ότι οι πράξεις των κατηγορουμένων συνιστούσαν πολιτικά εγκλήματα και αυτό δεν αφορά μόνο τις ληστείες οι οποίες σαφώς δεν έχουν καμία σχέση -όσο κι αν τις βαφτίζουν κάποιοι «απαλλοτριώσεις›- με πολιτικά εγκλήματα αλλά επίσης είναι εξοργιστική η θεωρία των παράπλευρων απωλειών. Υπάρχουν όμως και μη παράπλευρες απώλειες μη εκπροσώπων της ελληνικής ελίτ οι οποίοι δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ, δεν ξέρω στο όνομα ποιας αρχής και ποιας ιδεολογίας.

Τα όποια πολιτικά κίνητρα, τα όποια ιδεολογικά κίνητρα ή η όποια σύνταξη των όποιων προκηρύξεων εγένετο προκειμένου να δώσει ιδεολογική επίφαση στις συγκεκριμένες πράξεις, δεν μπορεί να καταστήσει τα συγκεκριμένα εγκλήματα πολιτικά. Είναι εγκλήματα ανεξαρτήτως των κινήτρων που υπήρχαν του Κοινού Ποινικού Δικαίου και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστούν και γι αυτό το Δικαστήριό σας είναι αρμόδιο. Και θα παρακαλούσα στο μέλλον, μαθήματα ιστορίας και δημοκρατίας από τρομοκράτες, να μην δεχόμαστε σε αυτή την αίθουσα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε τον κ. Γεωργίου. Ακούστε, θέλω να πω και κάτι προς τους κυρίους εκπροσώπους τώρα της Πολιτικής Αγωγής. Τα θέματα είναι numerous clauses που ετέθησαν. Είναι 70 Δικηγόροι από 20΄ λεπτά ο καθένας θα φάμε 2-3 μέρες να λέμε όλοι τα ίδια και τα ίδια. Μήπως κάποιον καταμερισμό εσωτερικό θεμάτων, θα μπορούσατε να κάνετε, αν θέλετε. Δεν θέλετε; 4 μέρες, 5 μέρες αλλά να ξέρετε θα έχετε κι εσείς ένα κόστος το αν δεν θα γίνει αυτή η δίκη.

Το λόγο έχει η Πολιτική Αγωγή Μομφεράτου.

Σ.ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ: Καλημέρα κ. Πρόεδρε, εκπροσωπώ την οικογένεια Μομφεράτου. Θα κοιτάξω να είμαι πολύ συνοπτικός, ξεκινώντας από κάτι που είπε ο κ. Εισαγγελέας. Δηλαδή ότι κατ’ αρχήν πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του το τι δικαιούται να κοιτάξει σε αυτή τη φάση και προφανώς αυτό που δικαιούται να κοιτάξει είναι το παραπεμπτικό βούλευμα.

Από αυτό, όποια θεωρία κι αν επιλέξει το Δικαστήριο και υπάρχουν δύο θεωρίες, δεν υπάρχει κανένας λόγος να κριθεί το έγκλημα σαν πολιτικό. Αυτό θα έπρεπε να αρκέσει, να μην επεκταθούμε στις θεωρίες τις ίδιες.

Τώρα ως προς τις θεωρίες που μπορεί το Δικαστήριο να δει από τη νομολογία είναι δύο και μόνο. Η αντικειμενική και η λεγόμενη μικτή. Αυτές έχουν πολλά σημεία ταυτότητας και μια μικρή διαφορά και νομίζω τα σημεία ταυτότητας είναι κι αυτά πολύ σημαντικά. Πού ταυτίζονται; Και οι δύο δέχονται ότι θα πρέπει το αγαθό που θίγεται να είναι η πολιτεία και η πράξη να είναι πρόσφορο μέσο για την ανατροπή ή αλλοίωση του πολιτεύματος.

Σε αυτά δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο θεωριών. Η μόνη διαφορά που υπάρχει είναι ότι η μικτή θεωρία λέει ότι για να εκτιμηθεί εάν τέτοιου χαρακτήρα είναι το έγκλημα, δικαιούται το Δικαστήριο να κοιτάξει και τα φρονήματα ή τα κίνητρα του δράστη.

¶ρα κοιτάζει κανείς τα κίνητρα μόνο και μόνο για δει εάν αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει το Δικαστήριο να διαμορφώσει την κρίση ότι το έγκλημα στρέφεται κατά της πολιτείας – αμέσως λέει ο ¶ρειος Πάγος – και ότι είναι πρόσφορο σαν ενέργεια για να ανατρέψει, ή να αλλοιώσει το πολίτευμα, όχι ότι κατά τα λοιπά έχει κάποιο πολιτικό περιεχόμενο ή συνδέεται με κάποιες πολιτικές απόψεις.

Νομίζω ότι υπάρχουν πάρα πολύ καλοί λόγοι να μην γίνει δεκτή η μικτή θεωρία από το Δικαστήριο αυτό και οι λόγοι αυτοί είναι κυρίως τρεις. Ο πρώτος είναι γιατί ο ¶ρειος Πάγος την έχει συστηματικά απορρίψει.

Είπε η κ. Κούρτοβικ ότι το βούλευμα 2 του ΄98 είναι η τελευταία λέξη στο Δίκαιο έκδοσης ως προς το πολιτικό έγκλημα. Πράγματι όπως ανέφερε αυτό το βούλευμα δεν αναιρέθηκε. Όμως μετά από αυτό, υπάρχουν δύο τουλάχιστον αποφάσεις μέσα στο ΄98 του Αρείου Πάγου, οι οποίες πιστεύω έχουν ήδη αναφερθεί.

Ο δεύτερος λόγος για να μην γίνει δεκτή η μικτή θεωρία είναι ότι θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί ποια είναι αυτά τα στοιχεία τα οποία θα μπορούσε είτε τώρα, είτε αργότερα να λάβει υπόψη του Δικαστήριο, για να προσδιορίσει αυτά τα κίνητρα. Αυτός ο λόγος συνδέεται και με τον τρίτο που είναι ότι η αναζήτηση κινήτρων τελικά, προκαλεί μία ανασφάλεια δικαίου και έρχεται σε αντίθεση νομίζω με σημαντικές θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου μας.

Ο Καθηγητής κ. Μανωλεδάκης σε μία τελευταία μελέτη που έγραψε για τον συγκεκριμένο νόμο τον 2928, λέγεται «Ασφάλεια και Ελευθερία› και εκδόθηκε το 2002, συζητώντας μία πρόταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εισαγωγή μιας εναρμονισμένης νομοθεσίας για την τρομοκρατία λέει:

«Αυτό που επιζητεί να κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση -η Επιτροπή υποθέτω- είναι να θεσπιστεί μια ειδική ποινική νομοθεσία με βάση κίνητρα›.

Και συνεχίζει:

«Αν αναλογιστεί κανείς πόσο επισφαλής είναι η διάγνωση των κινήτρων και πόσο υποκειμενική σε αντίθεση προς την διαπίστωση των πράξεων, αντιλαμβάνεται και πόσο επικίνδυνη για την ασφάλεια του Δικαίου και για τις ελευθερίες του πολίτη γίνεται μια τέτοια ειδική νομοθεσία. Γι’ αυτό το λόγο και στην περίπτωση αυτή νομίζω θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να αναζητηθεί ο χαρακτηρισμός της πράξης από όποια κίνητρα μπορούν με οποιοδήποτε τρόπο να διαγνωστούν›.

Θα έλεγα όμως και κάτι άλλο, ότι ακόμα κι αν κανείς μπορούσε να επιλέξει ανάμεσα στις 925 σελίδες του τόμου που τελευταία τυπώθηκε με τις προκηρύξεις της 17Ν και εκεί μέσα να αναζητήσει με κάποιο ειδικό τρόπο σε κάποια ειδικά κομμάτια τα κίνητρα και να μπορέσει από κει να τα αποσπάσει, παρότι αυτές οι προκηρύξεις είναι αυτά που ήδη οι δράστες λένε, δεν είναι κατ’ ανάγκη η πραγματική εικόνα των κινήτρων τους και πάλι θα έβλεπε ότι από κει δεν προκύπτει πολιτικό περιεχόμενο.

Θέλω να σας διαβάσω ένα πολύ σύντομο απόσπασμα από την προκήρυξη για την δολοφονία Μομφεράτου, γιατί νομίζω είναι ανάγλυφο για το τι ακριβώς χαρακτήρα, ποια κίνητρα οι ίδιοι οι δράστες λένε ότι βρίσκονται πίσω από τις πράξεις τους. Γράφουν λοιπόν οι συντάκτες

«Αποφασίσαμε λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε τον τόπο από το φασιστικό κάθαρμα, πράκτορα της CIA, χουντικό Υπουργό Μομφεράτο, ιδιοκτήτη με χρήματα της CIA της «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗΣ› που όντας στην υπηρεσία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, του κύριου εχθρού του ελληνικού λαού κοροϊδεύει, ψευδολογεί, δηλητηριάζει και εξαπατά καθημερινά το λαό με σκοπό την πολιτική χειραγώγησή του. Ο κύριος αυτός, ο Μομφεράτος δηλαδή, έχοντας απόλυτη συνείδηση του εγκληματικού του ρόλου και της φύσης της δουλειάς του όχι μόνο φυλάγεται από γορίλα-σωματοφύλακα, τον Ρουσέτη δηλαδή, αλλά οπλοφορεί συνεχώς›.

Είναι σαφές ανεξαρτήτως θεωρίας και ανεξαρτήτως του αν αυτή η προκήρυξη θα μπορούσε να είναι το μέσο διάγνωσης των κινήτρων ότι αυτή η πράξη δεν στρέφεται κατά της πολιτείας, ούτε κατά την περιγραφή είναι πρόσφορη για την ανατροπή του πολιτεύματος. Στρέφεται κατά συγκεκριμένων προσώπων, κατά του Μομφεράτου γιατί τον θεωρούν επικίνδυνο για το λαό.

Κατά την δική τους δηλαδή διάγνωση οι δράστες είναι ένα είδος τιμωρού που στρέφονται κατά συγκεκριμένων προσώπων για την συγκεκριμένη τους συμπεριφορά. Αυτοδιαφημίζονται δηλαδή σαν τιμωροί, εκτελεστές, αυτοδιοικούντες, βιντζιλάντες, ένα είδος ελληνικής Κου-Κλουξ-Κλαν.

Προκύπτει επομένως ότι δεν έχει τον πολιτικό χαρακτήρα όχι που θα μπορούσε κανείς να βρει σε μία εφημερίδα, σε μία δημοσιογραφική ανάλυση του τι θα πει πολιτικός, αλλά του τι και οι δύο θεωρίες που έχουν γίνει δεκτές στην Ελλάδα απαιτούν.

Τελειώνοντας θα ήθελα να αναφερθώ και σε κάτι που είπε ο κ. Ρουμελιώτης. Είπε ότι έχει κριθεί το θέμα του αν η δολοφονία Μομφεράτου είναι πολιτική από το γεγονός ότι υπάρχει ένα βούλευμα Πλημμελειοδικών του ΄90 στο οποίο η ενέργεια αυτή χαρακτηρίζεται σαν τρομοκρατική.

Αν δει κανείς αυτό το βούλευμα και τα στοιχεία του είναι μέσα στην δικογραφία βεβαίως, θα σας τα δώσω κ. Πρόεδρε αργότερα. Το Συμβούλιο έκρινε εκεί ότι ο Μομφεράτος δολοφονήθηκε επειδή ήταν ο εκδότης της «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗΣ› και σημειώνει το Συμβούλιο και είναι ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς το κείμενο, ότι δεν μπορεί να ορίσει με σαφήνεια τι θα πει τρομοκρατία.

Χαρακτηριστικά λέει ότι «εάν επρόκειτο να οδηγηθεί σε μία κρίση για ποινική ευθύνη, δεν θα ήταν σε θέση να το κάνει με βάση αυτόν τον αόριστο όρο τρομοκρατία›. Δέχεται να ερμηνεύσει διασταλτικά τον όρο επειδή και μόνο πρόκειται για νομοθεσία η οποία αποβλέπει στην υποστήριξη θυμάτων και αναφέρει για τη διασταλτική αυτή ερμηνεία που επιλέγει τρεις ορισμούς.

Ένας είναι του αειμνήστου Τσάτσου ο οποίος λέει «Το κίνητρο πρέπει να είναι πολιτικό ή απολιτικό κάθε είδους›. Ο δεύτερος είναι Μανωλόπουλου-Βαρβιτσιώτη που λέει ότι «Είναι πράξεις που εκφοβίζουν για πραγματοποίηση προκαθορισμένου στόχου›, όχι πολιτικού κατ’ ανάγκη. Και ο τρίτος είναι του Παπαδάτου που είναι «Η πρόκληση τρόμου με εγκλήματα βίας με σκοπό την επίτευξη ορισμένων σκοπών και εντός παρενθέσεως αναφέρει (βιοθεωρητικού ή κοινωνικοπολιτικού)›.

¶ρα ούτε σε αυτή την συγκεκριμένη κρίση που νομίζω είναι σε εντελώς άσχετο θέμα, δεν μπορεί να βασιστεί ο οποιοσδήποτε για να πει ότι είναι δεδομένο ότι είναι πολιτικό το περιεχόμενο του εγκλήματος. Αντίθετα θεωρώ ότι κανένα απολύτως στοιχείο, ανεξαρτήτως θεωρίας δεν θα δικαιολογούσε ένα τέτοιο χαρακτηρισμό. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήθελα να πω ότι τους κυρίους Κατηγορουμένους τους εκπροσωπούν.

Έχουμε ένα να έγγραφο:

Προς τον κ. Εισαγγελέα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κορυδαλλού

Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Γραφείο Γενικού Γραμματέα.

Σας διαβιβάζουμε έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών προκειμένου να τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου. Διαβιβάζουμε ενημέρωσή σας εν θέματι τηλεγράφημα Πρεσβείας Ουάσινγκτον αναφερόμενο σε αιτήματα Αμερικανών Αξιωματικών προς το Προξενικό Γραφείο Πρεσβείας για σύνταξη ειδικών πληρεξουσίων προκειμένου να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγοντες στη δίκη 17Ν.

Τηλεγραφήματα

Παράσταση.

Σας ενημερώνω ότι ο Αντισυνταγματάρχης Τίμοθι Σπεθ (δεν ξέρω ποιος είναι) και Ρόμπερτ Τσάντ Αξιωματικός εν ενεργεία του Αμερικανικού Στρατού εζήτησαν την σύνταξη ειδικών πληρεξουσίων από το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας και του Λος ¶ντζελες αντιστοίχως προκειμένου να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγοντες στην δίκη των μελών της 17Ν.

Αναγνώστηκε αυτό. Δεν ξέρω τι νόημα μπορεί να έχει βέβαια. Αυτό αλλιώς δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί διαφορετικά. Πώς λέγεστε;

Γ. ΠΑΠΑΛΑΜΠΡΟΣ: Εκπροσωπώ την οικογένεια Ρουσέτη.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι, είναι για το ΚΑΡΑΒΕΛ τώρα.

Γ. ΠΑΠΑΛΑΜΠΡΟΣ: Είναι για την υπόθεση Μομφεράτου. Είναι ο οδηγός του Μομφεράτου, Παναγιώτης Ρουσέτης ο δολοφονηθείς.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι, δεν το είχαμε γράψει εδώ πέρα. Να το γράψουμε εδώ. Εντάξει, μπορείτε να συνεχίσετε.

Γ.ΠΑΠΑΛΑΜΠΡΟΣ: Θεωρώ ότι η νομική επιχειρηματολογία, η επιχειρηματολογία που ανεπτύχθη από τον κ. Αναγνωστόπουλο χθες το μεσημέρι εξαντλεί εν πολλοίς το θέμα της αναρμοδιότητος και τούτο γιατί απευθύνεται αμέσως στη ρίζα, στον κορμό του δέντρου και δεν ασχολείται με τα κλαδιά και γι’ αυτό δεν πιστεύω ότι για το συγκεκριμένο θέμα μπορώ να προσθέσω τίποτα γιατί δεν θέλω να διακινδυνεύσω να καταστρέψω το λόγο του και την επιχειρηματολογία του.

Παρόλα αυτά έχω να κάνω μερικές μικρές παρατηρήσεις. Η πρώτη από αυτή είναι η εξής: σαφώς η αρμοδιότητα και ο χαρακτηρισμός των εγκλημάτων για να πάμε στην αρμοδιότητα στο επίμαχο θέμα κρίνεται βάσει του κατηγορητηρίου.

Ακούσαμε τους κατηγορουμένους, την Υπεράσπιση των κατηγορουμένων αυτές τις ημέρες που αναπτύχθηκαν τα σχετικά να προσπαθούν να αποδώσουν στις πράξεις αυτές για τις οποίες κατηγορούνται ένα οποιοδήποτε πολιτικό περιεχόμενο ή πολιτικά ελατήρια ή πολιτικά κίνητρα. Με λίγα λόγια να χρωματίσουν τις πράξεις τους ως πολιτικές.

Απέδωσαν δε σε αυτές τις πράξεις και συγκεκριμένους σκοπούς οι οποίοι σκοποί είναι αυτοί οι οποίοι περιγράφονται στα σχετικά άρθρα κατά της πολιτειακής εξουσίας. Δηλαδή τα 134 επόμενα. Το να τεθούν εκτός λειτουργίας ή να διασαλευτεί η λειτουργία των θεσμών, του δημοκρατικού πολιτεύματος και ούτω καθεξής.

Η απορία μου αυτή την στιγμή είναι η εξής, εφόσον είναι σαφές ότι η αρμοδιότητα κρίνεται βάσει του κατηγορητηρίου και εφόσον οι κατηγορούμενοι, η υπεράσπιση των κατηγορουμένων με αυτά που ειπώθηκαν εδώ, αμφισβητεί στην ουσία τον χαρακτήρα των πράξεων. Γιατί δεν έχει τεθεί οποιαδήποτε ένσταση ή οποιαδήποτε αντίρρηση για τον χαρακτηρισμό των πράξεων αυτών ήδη.

Θα μπορούσε κάλλιστα δηλαδή να έχει ισχυριστεί κάποιος ότι η πράξη όπως περιγράφεται με το καινούριο άρθρο 187 δεν θα είχε ορθό χαρακτηρισμό αυτόν όπως παραπέμπεται αλλά πιθανών του 135, τις προπαρασκευστικές πράξεις με την συνωμοσία εκεί όπως περιγράφεται 2 ή περισσοτέρων για να ανατρέψουν το συγκεκριμένο πολίτευμα ή να προετοιμάσουν για μία τέτοια ανατροπή ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Κάτι τέτοιο δεν γίνεται.

Εκείνη η διάταξη θα ήταν και ελαφρύτερη και επιεικέστερη, θα ήταν και ειδικότερη και εν πάση περιπτώσει θα ήταν κάτι πολύ πιο εύσχημο να υποστηρίξει κανείς από όλα αυτά που υποστηρίχθηκαν που θεωρώ ότι είναι άκρες θεωρητικολογίες που μπορεί να έχουν μεγάλη αξία όπως είπε και ο κ. Εισαγγελέας ο κ. Μαρκής σε ένα θεωρητικό εργαστήρι που προηγείται της συντάξεως των νόμων, παρά αργότερα.

Γιατί δόξα τω Θεώ ως νομικοί καλούμαστε εδώ με εσάς πρώτους αλλά κι εμάς, όσοι λειτουργούν στην ιερότητα της διαδικασίας να εφαρμόσουμε συγκεκριμένους νόμους. Υπηρετούμε μία συντεταγμένη πολιτεία και οι συγκεκριμένοι νόμοι, ο συγκεκριμένος Ποινικός Κώδικας τον οποίο καλούμε να εφαρμόσουμε, έχει ακριβώς συνταχθεί λαμβάνοντας υπόψη την κάθε θεωρία και αποτυπώνει αυθεντικά την βούληση του νομοθέτη για την αντιμετώπιση όλων αυτών των παρεκκλινόντων φαινομένων.

Συνεπώς όπως εισάγεται η πράξη κατ’ εμέ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί έπ’ ουδενί πολιτική γιατί πολιτικές πράξεις είναι αυτές που αρμοδίως και αυθεντικώς περιγράφονται στον Ποινικό Κώδικα. Ως εκ τούτου οποιαδήποτε συζήτηση είναι περιττή. Η συζήτηση βεβαίως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απλώς περιττή, θα έλεγα και κάτι παραπάνω.

Ομοίως δόξα τω Θεώ μετά από αγώνες ετών και δεκαετιών όχι μόνο στην Ελλάδα, έχουμε ως κατάκτηση του δικαιακού μας πολιτισμού την βασική αρχή δικαιοκρατικότητας και ασφάλειας του Δικαίου, αυτή τη nula per sine leges scripta.

Αυτή την στιγμή με τις ενστάσεις της Υπερασπίσεως θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι ζητείται από το Δικαστήριό σας το εξής φοβερό: να καταδικαστούν ή να δικαστούν οι κατηγορούμενοι βάσει ακόμα αγράφων νομικών κανόνων. Βάσει νομικών κανόνων που να μεν υπάρχουν ως νομοθετήματα αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι, να αναγνωρίσουμε κίνητρα εκεί που δεν προβλέπονται σε καμία αντικειμενική υπόσταση, να αναγνωρίσουμε σκοπούς αλλοτρίους την στιγμή που όπως εισάγεται δεν υπάρχουν, δεν προβλέπονται στο κείμενο νομοτυπικά και νομοτεχνικά. Είναι ακριβώς δικαιοκρατικά και βάσει της ασφάλειας του Δικαίου δεσμευτική η διατύπωση των αδικημάτων στον Ποινικό Κώδικα. Αυτά ως προς αυτό το σκέλος.

Στη δεύτερη και σοβαρότατη παρατήρηση, ένσταση περί αναρμοδιότητας, η οποία έγινε χθες απ’ τον κ. Μυλωνά, έχω να παρατηρήσω απλώς το εξής: Ότι εφ’ όσον καταλήγει στην αμφισβήτηση της συνταγματικότητας της αναδρομικής ισχύος δικονομικής διατάξεως, επειδή δήθεν στερείται ο κατηγορούμενος του φυσικού δικαστή, θεωρώ ότι έχουμε πάλι μία λήψη του ζητουμένου και ξαναγυρνάμε στη συζήτηση η οποία ήδη έχει προηγηθεί και έχει εξαντληθεί αρκούντως πιστεύω με σοβαρά επιχειρήματα ένθεν και ένθεν. Αλλά το δικαστήριο τοποθετήθηκε ήδη και την απέρριψε.

Τέλος επιτρέψτε μου τα εξής: Δεν μπορώ να καταλάβω πως από αρμόδια χείλη και δη απ’ την Yπεράσπιση, γίνεται μία προσπάθεια νομιμοποίησης και ιστορικής δικαιολόγησης των τρομοκρατικών φαινομένων. Δεν μπορώ να καταλάβω δηλαδή γιατί συντηρείται με όσα λέγονται ένα κλίμα διχασμού και ένα κλίμα συνωμοτικής αντιπαλότητας.

Δεν μπορώ να καταλάβω τη στιγμή που αρνείται κάποιος τη συμμετοχή του και τη διάπραξη εγκλημάτων, πως μπορεί να φτάνουμε στο σημείο να προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε ένα φαινόμενο το οποίο αρνούμαστε. Δεν νομίζω καν ότι μπορεί να υπάρξει ένας σοβαρός άνθρωπος σ’ αυτό τον τόπο, μετά απ’ όσα έχει υποφέρει και όταν λέω όσα έχει υποφέρει δεν εννοώ μόνο συγκεκριμένοι άνθρωποι, συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι, συγκεκριμένοι Λαμπράκηδες ή και εγώ δεν ξέρω τι, αλλά εκατόμβες θυμάτων αθώων όχι μόνο τα τελευταία λίγα χρόνια, αλλά από συστάσεως του ελληνικού κράτους και ακόμη παλαιότερα.

Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί συντηρείται αυτό το κλίμα διχασμού ακριβώς με νομιμοποίηση φαινομένων τρομοκρατικών. Ερχόμαστε και λέμε ότι ήταν λογική η αντίδραση, ήταν λογικό ξέσπασμα πόνου, ήταν λογική βία, η οποία ακολούθησε τον σιωπηλό πόνο που ήταν άδικος και αθώος. Έτσι ειπώθηκε χθες.

Σαφώς πιστεύω ότι δεν υπάρχει ένας άνθρωπος που να μπορεί να αποδεχθεί το φαινόμενο της τρομοκρατίας αφ’ ενός. Αφ’ ετέρου εφ’ όσον αυτή όλη η συζήτηση κατατείνει στο εάν μπορεί η τρομοκρατία να υπαχθεί στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος, με το τελευταίο να αποτελεί νομική έννοια, ενώ την τρομοκρατία να αποτελεί περισσότερο κοινωνιολογικό ή πάντως εξωνομικό ορισμό, έχω να παρατηρήσω ότι το πολιτικό έγκλημα χαρακτηρίζει μία συγκεκριμένη πράξη ή συγκεκριμένες πράξεις με συγκεκριμένο σκοπό, ενώ η τρομοκρατία ως τέτοια έννοια και πάλι, όσο και αν αδυνατούμε να την ορίσουμε επ’ ακριβώς ή εν πάση περιπτώσει να βρούμε έναν ορισμό στον οποίο όλοι να συναινούν, δεν αποδίδει παρά μόνο έναν εκ των υστέρων ορισμό, ένα εκ των υστέρων όνομα, σε μία σειρά πράξεων, οι οποίες αφ’ εαυτές έχουν μία κοινή ποινική αξιολόγηση, ανθρωποκτονία, έκρηξη, ληστεία κλπ. Η τρομοκρατία ως εκ τούτου μπορεί να χρησιμεύσει μόνο ως μέθοδος προς εξυπηρέτηση κάποιων κινήτρων.

Για να φτάσουμε και στα κίνητρα και να εξαντλήσουμε -παρόλο που όπως ξανάπα απ’ αρχή είναι περιττή η συζήτηση περί κινήτρων, τη στιγμή που ο νομοθέτης μας δείχνει ήδη ποια θεωρία και ποιο νόμο θέλει να εφαρμόσουμε- έχω να σημειώσω το εξής: Θα μπορούσαμε να τοποθετηθούμε πιθανόν και επί κινήτρων, αν μας είχαν τεθεί πολιτικά κίνητρα, ή πολιτικά κίνητρα όπως ακριβώς είναι τα νομικώς διαφέροντα πολιτικά κίνητρα. Δεν ακούστηκε μπροστά σας τίποτα για πολιτικό κίνητρο στις πράξεις τους, τουλάχιστον με την αριστοτελική έννοια του όρου και δεν μιλάω αποφευγματικά κύριε Πρόεδρε, του κινήτρου που εξωθεί σε συγκεκριμένη ενέργεια. Που γεννά τη συγκεκριμένη ενέργεια.

Μπορεί να έγινε μία προσπάθεια να χρωματιστεί με έναν ευρύτερο «πολιτικό τρόπο› η οποιαδήποτε δραστηριότητα για την οποία κατηγορούνται οι συγκεκριμένοι άνθρωποι που έχετε μπροστά σας, αλλά από εκεί και πέρα αυτό δεν σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος τρόπος χρωματισμού, ενέχει την έννοια του πολιτικού κινήτρου, όπως νομικώς μας ενδιαφέρει.

Εξηγούμαι: Δεν υπάρχει μπροστά σας ούτε στα πρακτικά, καμία δήλωση και καμία τοποθέτηση ότι οι κατηγορούμενοι εξωθήθηκαν σ’ αυτές τους τις πράξεις, με σκοπό να προσβάλουν το πολίτευμα ή με σκοπό να ανατρέψουν την καθεστώσα τάξη ή με οποιονδήποτε άλλο σχετικό σκοπό. Ούτε καν στις προκηρύξεις τους.

Στις προκηρύξεις ακόμα επισημάνθηκε χθες ευστόχως, με φοβερούς γενικούς αφορισμούς, ονομάζουν τους πάντες γορίλες, εκπροσώπους του ιμπεριαλισμού κλπ. Φτάνουμε σε σημείο μίας εκδικητικότητας και μίας τυφλής χρήσης βίαιων χτυπημάτων και αποκρουστικών αυτών καθ’ εαυτών των χτυπημάτων. Χωρίς μέχρι στιγμής να μπορεί να βρεθεί κάποιος νομιμοποιητικός ή δικαιολογητικός χαρακτήρας, έστω και ως εκ του αποτελέσματος, γι’ αυτά τα συγκεκριμένα χτυπήματα.

Όντως προφανώς οι πράξεις αυτές δεν μπορούν να έχουν κάποιο άλλο σκοπό, ει μη μόνον της προσωπικής επιβεβαιώσεως ως εκδικητικότητας. Γιατί δεν μπορεί κανένας ευσχήμως να αποδεχθεί ότι έστω και μετά απ’ τις πρώτες ενέργειες για τις οποίες δεν κατηγορούνται λόγω παραγραφών, δεν είδαν οι κατηγορούμενοι -βάσει του κατηγορητηρίου πάντοτε- ότι δεν μπορούν να ξεσηκώσουν καμία λαϊκή επανάσταση, δεν μπορούν να εμπνεύσουν τίποτα περισσότερο, δεν μπορούν να ξεσηκώσουν κανένα τμήμα του λαού, πολύ απλά γιατί δεν υπήρξαν πουθενά για να προσπαθήσουν να κερδίσουν μέσα από σφυρηλάτηση των απόψεών τους και ανταλλαγή και διαλεκτικού γίγνεσθαι, δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν κανένα τμήμα του πληθυσμού.

Σε ποιο forum βρέθηκαν και που ύψωσαν τη φωνή τους, ποιες γνώμες προσπάθησαν να πάρουν με το μέρος τους. Γιατί αυτή είναι μία κατάκτηση της πλουραλιστικής δημοκρατίας, το να μπορεί ο καθένας να έχει την άποψή του και το φρόνημά του, έστω και αν αυτό είναι αναρχικό και έστω αν αυτό αρνείται την καθεστώσα τάξη, αρκεί να μη φτάνει σε συγκεκριμένες πράξεις, συγκεκριμένες ενέργειες.

Από ένα σημείο και μετά δεν μπορεί κανένας να αμφισβητήσει ότι οι πράξεις αυτές, και το έβλεπαν οι ίδιοι, δεν μπορούσαν να έχουν κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Και αν ακόμα στις αρχές μπορεί να θεωρήσει κανείς – που εγώ δεν το δέχομαι και πιστεύω ότι οποιαδήποτε ψύχραιμη θεώρηση μπορεί να το δεχθεί– υπήρξε κάποιο οποιοδήποτε εσωτερικό κίνητρο, κάποια τυφλή εκδικητικότητα, κάποια ανταπόδοση των όποιων θεωρητικών δεινών μπορεί να είχαν υποστεί κάποιοι άλλοι ως τριτενεργούσα εκδίκηση.

Από εκεί και πέρα τι; Ποιος; Ερωτήματα τα οποία δεν απαντά κανένας εκ των κατηγορουμένων, ούτε απ’ την υπεράσπιση. Ως εκ τούτου κύριε Πρόεδρε θεωρώ ότι και η συζήτηση περί αναρμοδιότητας στον κορμό της αλλά και στα φυλλαράκια της, δεν έχει καμία τύχη.