Β΄ ΜΕΡΟΣ
10:51 – 12:32
Α. ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ: Οπότε τότε η δικονομία λέει τι πρέπει να κάνετε. Αυτά όσον αφορά την ένσταση.
Θέλω κ. Πρόεδρε 2-3 πράγματα ακόμη για να ολοκληρώσω. Αναφέρθηκε χθες από τον συνάδελφό μου της Υπερασπίσεως τον κ. Ραχιώτη τι ήταν η 17Ν και σας είπε ότι ήταν η επιτιθέμενη Αριστερά. Η άποψη του ομιλούντος είναι ότι η 17Ν και όχι φυσικά οι παρόντες κατηγορούμενοι οι οποίοι έχουν το τεκμήριο της αθωότητος μέχρι την απόφασή σας, δεν ήταν η επιτιθέμενη Αριστερά, ήταν η δολοφονούσα Αριστερά.
Γιατί υπάρχει και μία άλλη Αριστερά στην οποία ο ομιλών ουδέποτε ανήκε, αλλά την τιμούσε και είναι η Αριστερά των φοιτητικών μου χρόνων. Είναι η Αριστερά του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, είναι η Αριστερά των κοινωνικών αγώνων, είναι η Αριστερά η ρομαντική, είναι η Αριστερά του Μάη του ΄68, είναι Αριστερά του Μαρκούζε, είναι η Αριστερά των χρόνων μετά το ’74, είναι η Αριστερά των συμφοιτητών μου της Πανσπουδαστικής του ΡΗΓΑ και της ΠΑΣΠ, είναι η Αριστερά των συμφοιτητών μου του ιδεολογικού αγώνα του 815/1979 του νόμου, των αγώνων ενάντια στην 815.
Υπάρχει μία άλλη Αριστερά που νομίζω προσφυώς ο κ. Εισαγγελεύς είπε χθες και το είπε ίσως αρκετά με μετριοπάθεια ότι είναι κάπου προσβολή να συγκρίνεται η δράση της 17Ν με του εν παρανομία ευρισκόμενο Κομμουνιστικό Κόμμα της δεκαετίας του ΄50.
Αυτήν την Αριστερά κ. Πρόεδρε που όλοι μας ζήσαμε ο καθένας από μας της ηλικίας του, της κοινωνίας στην οποία έζησε, του χωριού του, της ανόδου του, των φοιτητικών του χρόνων, αυτή την Αριστερά κ. Πρόεδρε την τιμώ και πιστεύω ότι όλοι την τιμούν ανεξαρτήτως στον ιδεολογικό και πολιτικό χώρο τον οποίο ανήκουν.
Αλλά το να υπάρχει η άποψη, η απλουστευτική του συναδέλφου μου -που τόσο τιμώ τις τοποθετήσεις του και πάντα παρακολουθώ με προσοχή όσα λέει- ότι αυτή η Αριστερά ήταν η επιτιθέμενη ενώ η άλλη Αριστερά ήταν της άμυνας και της αθωότητος για να δικαιολογήσει δια αυτού του τρόπου -ουσιαστικά εμμέσως αυτό προσπάθησε να κάνει- τη δράση της 17Ν είναι ανιστόρητη κ. Πρόεδρε αυτή η τοποθέτηση. Διότι όπως έλεγε και ο Γιουϊστον Τσόρτσιλ «Η Δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα το οποίο υπάρχει, αν εξαιρέσουμε όμως όλα τα υπόλοιπα›.
Αυτή ήταν η πορεία των 30 ετών κ. Πρόεδρε της 17Ν. Είτε ξεκίνησαν με ευγενή κίνητρα, είτε κουβαλώντας πλέγματα των παιδικών και εφηβικών και φοιτητικών τους χρόνων, είτε κουβαλώντας ιστορικές μνήμες των γονέων τους της περιόδου του εμφυλίου, της περιόδου μετά το ΄50 ή της περιόδου της δικτατορίας.
Όπως ένας γελιογράφος στα «ΝΕΑ› προσφυής ο Χατζόπουλος είχε μία γελοιογραφία προχθές και έλεγε «δολοφονούσαμε αυτόν, δολοφονούσαμε αυτόν, δολοφονούσαμε αυτόν και μετά μας έγινε χούι›. Γι’ αυτό χαρακτηρίζω κ. Πρόεδρε και επιτρέψτε μου την έκφραση, δεν αποτελεί καμία απαξίωση, την 17Ν και όχι βεβαίως τους παρόντες κατηγορούμενους ως την δολοφονούσα Αριστερά και όχι την επιτιθέμενη Αριστερά.
Τέλος να υπενθυμίσω κάτι για την ολοκλήρωση αυτής και σε μεγάλο βαθμό πολιτικής, ιδεολογικής και θεωρητικής συζητήσεως που γίνεται.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με συγχωρείτε πάρα πολύ. Δεν γίνεται εδώ πέρα ούτε ιδεολογική συζήτηση. Γίνεται μια νομική συζήτηση εάν είναι πολιτικό έγκλημα. Βέβαια ότι οπωσδήποτε πολλές φορές χρειάζονται εξωνομικές αξιολογήσεις ασφαλώς, αλλά σε αυτό το μέτρο. Όχι να κάνουμε όλη την ελληνική ιστορία!
Α. ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ: Κύριε Πρόεδρε, έγιναν παρόμοιες αξιολογήσεις από τους συναδέλφους της Υπερασπίσεως. Είμαστε βέβαια περισσότεροι από δω κι έτσι βλέπω ότι έχετε το χρόνο σας λιγότερο πολυτελή για την Πολιτική Αγωγή απ’ ότι για την Υπεράσπιση αλλά έτσι είναι το σωστό να κάνετε. Η Πολιτική Αγωγή πάντα έχει έναν υποβοηθητικό ρόλο σε αυτή την υπόθεση και σε όλες τις υποθέσεις.
Θέλω λοιπόν να πω και να κλείσω ότι το 1348 στην Βόρεια Ιταλία και στην καθολική τότε Ευρώπη του Μεσαίωνα υπήρχε μία αίρεση η οποία λεγόταν αίρεση των Ντολτσινιστών από έναν μοναχό καθολικό τον Πατέρα Ντολτσίνο ο οποίος είχε βγάλει μία θεωρία ότι επειδή ο Χριστός μιλούσε για πτωχεία, για πενία στο Ευαγγέλιο έπρεπε όλοι όσοι ήταν Χριστιανοί να είναι πένητες και οι πλούσιοι έπρεπε, διότι το λέει και ο Χριστός ότι είναι ευκολότερο να περάσει η κάμηλος στο σκοινί από μία βελόνα, από μία τρύπα μιας βελόνας παρά οι πλούσιοι στην βασιλεία των ουρανών.
Έφτασαν λοιπόν στο αντίθετο άκρο. Εκτός του ότι στρέφονταν εναντίον των πλουσίων, πήγαιναν τους έκλεβαν τις περιουσίες τους, τις λήστευαν και τους δολοφονούσαν στο όνομα του Χριστού. Αίρεση υπήρξε, αίρεση παρέμεινε. Αίρεση και παρένθεση υπήρξε κ. Πρόεδρε η 17Ν στην νεώτερη ελληνική πολιτική ιστορία, αίρεση θα παραμείνει.
(Διαλογικές συζητήσεις)
Α.ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ: Κύριε Πρόεδρε έχω εδώ τις αποφάσεις.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Βεβαίως θα τα δω εγώ. Δώστε τα να τα δούμε. Βλέπω ότι έχετε και τις αποφάσεις.
Α.ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ: Ναι, τις αποφάσεις τις έχω και την σύμβαση για την τρομοκρατία.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε είστε ολοκληρωμένης τοποθέτησης.
Πού πηγαίνουμε τώρα; Στην έκρηξη στο Καβούρι ή έχουμε κανέναν άλλον πιο νωρίς; Όχι. Αθανασιάδης είπαμε, Νορντίν μίλησε ο κ. Αναγνωστόπουλος. Δεν έχουμε τίποτε άλλο.
Του κ. Πέτσου νομίζω ο ίδιος θα θέλει να τοποθετηθεί.
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, μπορεί ο κ. Κεχαγιόγλου να με εκπροσώπησε, αλλά δικαιούμαι να πω πέντε κουβέντες.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αλίμονο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ μίλησα απλώς περί αυτοπεριορισμού. Δεν είπα περιορισμού από το Δικαστήριο.
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Θα είμαι πάρα πολύ σύντομος και όπως είναι γνωστό εκπροσωπώ τον εαυτό μου, τον Αστυφύλακα τον τραυματισθέντα Σαββάκη και την οικογένεια Περατικού και ως εκ τούτου με τα ελάχιστα λεπτά που θα απασχολήσω το Δικαστήριό σας θα καλύψω τρεις περιπτώσεις.
Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές έχω την εντύπωση από αυτά που έχω ακούσει μέχρι σήμερα ότι υπάρχει ένα άνευ προηγουμένου μπέρδεμα μεταξύ επανάστασης και ανθρωποκτονιών. Έχω την εντύπωση ότι οι έννοιες πολλές φορές χάνουν τη σημασία τους διότι όταν ήμουν νεαρός φοιτητής με οράματα και ιδανικά πριν από πάρα πολλά χρόνια είχα σαν στόχους την ένοπλη βία μόνο την στιγμή κατά την οποία έζησα κάτω από το καθεστώς της δικτατορίας και των τυράννων. Τότε ναι, ήμουν από κείνους που πίστευαν και πιστεύουν ότι το όπλο για να το αντιμετωπίσεις, θέλει αντίστοιχο όπλο.
Ήμουν από κείνους που δεν είχαν την δυνατότητα να βρεθώ στο εξωτερικό για να σπουδάσω αλλά σπούδαζα στην Ελλάδα φυλακιζόμενος 3,5 συναπτά χρόνια από την δικτατορία και δεν είχα την πολυτέλεια να οργανώνω αντίσταση ενάντια στην δικτατορία από τα καφενεία της Γαλλίας, ούτε να οργανώνω αντίσταση από το εξωτερικό. Έπρεπε να παραμείνω εδώ πτωχός φοιτητής αντιστεκόμενος εις την χούντα και εις την τυραννία η οποία υπήρχε στον τόπο μας.
Το λέω αυτό διότι ό,τι και να πω πάνω στο θέμα του πολιτικού εγκλήματος δεν θα είναι μόνο μία νομικίστικη αναφορά, αλλά θα είναι μία αναφορά καρδιάς, μία αναφορά απαραίτητη την στιγμή κατά την οποία πρόκειται να δικάσετε θέματα σοβαρότατα της τρομοκρατίας.
Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές τριάντα ολόκληρα χρόνια ο τόπος μας ταλαιπωρήθηκε και βεβαίως οι αναφορές μου δεν είναι αναφορές για τους παρόντες κατηγορουμένους διότι φέρονται ότι είναι κατηγορούμενοι και μέτοχοι σε μία Οργάνωση έτσι όπως την σκέφτηκαν που θα ταλαιπωρούσαν και θα τρομοκρατούσαν τον τόπο μας, αναφέρομαι γενικώς εις την έννοια της τρομοκρατίας.
Γίνεται λόγος αλλά και δεν γίνεται πουθενά αναφορά εις την έννοιά της όπως αυτή έχει καθοριστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι πάρα πολύ δύσκολη η προσέγγιση της εννοίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Διότι εκεί γίνεται μίξη των διαφορών εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων, γίνεται αναφορά σε θέσεις τρομοκρατίας που έχουν σχέση με εθνικές μειοδοσίες. Αλλά η προσέγγιση αυτή τουλάχιστον για τα ευρωπαϊκά δεδομένα είναι δεδομένη.
Υπάρχει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει γίνει αναφορά στο 1789/88 που έχει κυρωθεί με νόμο από την Ελληνική Βουλή. Εκεί λύεται το θέμα της τρομοκρατίας, ότι η τρομοκρατία αυτή καθ’ αυτή δεν είναι πολιτικό έγκλημα. Η αναφορά όμως ότι δεν πρέπει επειδή ακριβώς αφορά θέματα εκδόσεων να μην την επικαλούμεθα, μου κάνει εντύπωση γιατί δεν αποτελεί πηγή δικαίου αυτό το κομμάτι της ευρωπαϊκής σύμβασης.
Όπως επίσης έχει καθοριστεί αν θέλετε από παλιότερα και θα αναφερθώ και σε έναν παρόντα Καθηγητή που το αναφέρει και στο σύγγραμμά του επικαλούμενος και τον Γαρδίκα, το θέμα της αντικειμενικής θεωρίας του εγκλήματος. Εις το βιβλίου του κ. Κατσαντώνη αναφέρεται του Παλέρμο απόφαση Νομικού Συνεδρίου του Γερμανο-ιταλικού Συνεδρίου το 1970 που καθορίζει σαφέστατα τι ακριβώς σημαίνει έγκλημα αντικειμενικό και εφόσον ισχύει αντικειμενικό κριτήριο διεπιστώθη ότι αφορά μόνο θέματα που βλάπτουν την ουσία της πολιτείας.
Τα αγαθά αυτά εθεωρήθησαν τότε ως συναρτώμενα μόνο προς τα κυριαρχικά αυτής δικαιώματα των λαών και των εδαφών της και ως εκ τούτο τη θέση αυτή που κατέχει μέσα εις την κοινωνία των πολιτισμένων χωρών. Αυτό δόθηκε εις το Συνέδριο αυτό και αυτό ισχύει και σήμερα.
Δεν έχουμε λοιπόν τη μεγάλη ευκολία να πούμε ότι το θέμα δεν το έχουμε προσεγγίσει καθόλου, δεν έχουμε τη μεγάλη ευκολία να πούμε δεν έχουν γραφεί κείμενα. Έχει χυθεί πράγματι πολύ μελάνι, πάρα πολύ μελάνι για το θέμα της αντικειμενικής και της υποκειμενικής θεωρίας, αλλά το θέμα είναι κατά πόσο κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές τα εγκλήματα αυτά είναι δυνατόν να θεωρηθούν πολιτικά.
Εγώ αύριο το πρωί επειδή μίσησα δια λόγους πολιτικούς αν θέλετε, κίνητρο καθαρώς πολιτικό, σκοπιμότητα καθαρώς πολιτική κάποιων εκ των πολιτικών μου αντιπάλων, οργανώνω και μεθοδεύω την δολοφονία του και εις τον τόπο της εγκληματικής ενέργειας έχω συντάξει ειδική προκήρυξη, αναφέρομαι εις αυτήν και ομιλώ για την κάθαρση που επεβλήθη απέναντι σε έναν άνθρωπο που για μένα ήταν πολιτικός μου αντίπαλος. Για τους υπολοίπους ήταν ένας πολιτικός.
Βαφτίζω το έγκλημά μου πολιτικό και έρχομαι με τους συνηγόρους υπεράσπισης να επικαλεστώ πολιτικό έγκλημα αν τυχόν ποτέ συλληφθώ. Ως εκ τούτου να θεωρήσω και να εξωραίσω το έγκλημά μου αυτό, τον εαυτό μου ως πολιτικό κρατούμενο και να αναζητήσω και κάποια επιείκεια, διότι όλα έγιναν αυτά κάτω από την κοινωνικοπολιτική θεώρηση δημιουργίας άριστων προϋποθέσεων δια μία νέα κοινωνία.
Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι όπως οι καλόγεροι του Μεσαίωνα βάφτιζαν τα ψάρια φακή για να τα καταβροχθίζουν πιστεύοντας ότι νηστεύουν, δεν μπορώ κι εγώ να βαφτίζω οποιοδήποτε έγκλημα πολιτικό επειδή η πολιτική σκοπιμότητα μου το επέβαλλε.
Αν θέλετε, σε ποια περίπτωση τα εγκλήματα τα οποία πρόκειται να δικάσετε μπορεί να θεωρηθούν πολιτικά; Σε ποία περίπτωση; Αν δολοφονείτο ο Πέτσος γιατί θα ήτο πολιτικό έγκλημα; Ήτο πολιτική σκοπιμότης να δολοφονηθεί ο Πέτσος, καμία αμφιβολία, δια να μην φτάσει ποτέ στο Ειδικό Δικαστήριο, να μην μπορεί να μιλήσει. Ναι, σκοπιμότητα ναι αλλά όχι πολιτικό έγκλημα. Διότι ο Πέτσος θα είχε μία θέση εις τον τάφον και τη θέση του στη Βουλή θα την έπαιρνε κάποιος άλλος Βουλευτής. Ως εκ τούτου ο τραυματισμός της εννοίας της πολιτείας δεν θα υπήρχε εν προκειμένω.
Η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, ο άτυχος σε σχέση με μένα, ο δεύτερος στα χτυπήματα εκ των πολιτικών δεν έχει τη δυνατότητα σήμερα να βρίσκεται εις την αίθουσα αυτή, την θέση του όμως εις την Βουλή μετά την δολοφονία πήρε κάποιος άλλος Βουλευτής. Το έγκλημα ήταν πολιτικό; Εβλήθη η έννοια της πολιτείας, της περίφημης καθεστηκυίας τάξεως; Όχι. Εξυπηρετήθηκε όμως η σκοπιμότητα.
Σε ποία περίπτωση μπορεί να χαρακτηριστεί όμως πιθανόν πολιτικό έγκλημα πράξης τρομοκρατική της ατομικής βίας; Κατά την άποψή μου μόνο σε μία περίπτωση. Αν υπάρχει συνεργασία του κράτους με την τρομοκρατία, αν υπάρχει συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών με τους τρομοκράτες.
Αν υπάρχει τέτοια πιθανότης και τέτοια περίπτωση -πράγμα που δεν έχει αποδειχθεί από το βούλευμα- μπορεί κανείς να εξετάσει την ίδια την πολιτεία ως συμμέτοχη σε ένα προπαρασκευαστικό στάδιο εσχάτης προδοσίας. Διότι θέλει να αλλοιώσει μέσω των τρομοκρατικών πράξεων το γεγονός της υπάρξεως αυτής καθ’ αυτής της καθεστηκυίας τάξεως.
Συνεργάζεται με τον τρομοκράτη μέσω των μυστικών υπηρεσιών, δημιουργεί προβλήματα και τότε είναι πιθανόν να λεχθεί ότι υφίσταται πολιτικό έγκλημα. Στις άλλες περιπτώσεις ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να το δεχθούμε διότι τότε θα δικαιολογήσουμε κάθε πράξη της μορφής αυτής, η οποία τίποτα δεν προσέφερε παρά μόνο όνειδος δια το κύρος της χώρας.
¶κουσα τον συνάδελφο χθες τον κ. Ραχιώτη να αναφέρεται σε μία επιτιθέμενη Αριστερά και σε μία αμυντική Αριστερά. Ξέρετε πόσοι κ. Πρόεδρε μετά την πτώση της δικτατορίας προσπαθούσαμε μέσα από την ομπρέλα της δημοκρατίας να λειτουργήσουμε; Ξέρετε πόσοι κ. Πρόεδρε θέλαμε τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό αλλά δεν τολμήσαμε να ανοίξουμε ούτε μύτη; Ξέρετε πόσοι κ. Πρόεδρε προδοθήκαμε στα οράματά μας, αλλά ζήσαμε και ζούμε σε ένα καθεστώς δημοκρατίας και προβάλλουμε τις ιδέες μας διότι έτσι πιστεύουμε ότι αγωνιζόμαστε καλύτερα.
Δεν διανοηθήκαμε να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας κυνηγημένους, διότι εγώ ήμουν κυνηγημένος με την πτώση της δικτατορίας για να γίνω κυνηγός της επιθετικής Αριστεράς. Αντιθέτως ήμουν αμυνόμενος σε οποιαδήποτε αν θέλετε βλάβη που μου προξενούσε και η ίδια η δημοκρατία.
Αυτή τη διαφοροποίηση η διαστροφή της ιδέας της ιδεολογικής που μόνο με τον ένοπλο αγώνα δημιουργώ προϋποθέσεις επιβολής απόψεων, θα εξεταστεί στην ιστορική δίκη που έχετε. Εκ των πραγμάτων θα εξεταστεί.
Το 1977 και αυτή ήταν πρόθεση των κατηγορουμένων, υπήρξε ένα μανιφέστο, μία προκήρυξη 28 σελίδων που προσπαθούσαν να προσδώσουν στον πολιτικό ακτιβισμό και εις την ταξική πάλη την ένοπλη πάλη και έγραφαν μέσα εις την προκήρυξη αυτή ότι οι συνταγματικές ελευθερίες και οι ελευθερίες ενός λαού αποκτώνται μόνο με το αίμα, μόνο με την ένοπλη πάλη. Αυτή ήταν η πρώτη τους αναφορά.
Το 1989 στο πρώτο χτύπημα πολιτικού του Γεωργίου Πέτσου αναφέρθηκαν και κάλεσαν τον ελληνικό λαό να ψηφίσει άκυρο ή λευκό. Είχε πολιτική σκοπιμότητα η παρέμβασή τους τότε, ενάντια στους εξωνημένους και στους πουλημένους πολιτικούς και το αποτέλεσμα αυτής της πρόσκλησης με τόση δημοσιότητα που είχε δοθεί στο περιστατικό ήταν 1.000 ψήφοι σε όλη την Ελλάδα άκυρα και λευκά.
¶ρα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να πει ότι έχουμε ένα ένοπλο κίνημα το οποίο είχε ανταπόκριση στην κοινή γνώμη. Μία κοινή γνώμη, η οποία παρέμεινε αδιάφορη και παγωμένη. Μπορεί να συμφωνούσε με μερικά στοιχεία πολιτικοκοινωνικά των προκηρύξεων, αλλά ουδέποτε συμφώνησε με το φόνο, με το αίμα, με τη βία.
Γι’ αυτό καλείστε να δικάσετε πέραν όλων αυτών μόνο τις πράξεις ανθρωποκτονίας, απόπειρες ανθρωποκτονιών και είστε το μόνο συνταγματικά Δικαστήριο, το οποίο δίνει την δυνατότητα και τα εχέγγυα να προχωρήσετε εις τις πράξεις αυτές χωρίς να αναζητήσετε -όπως ελέχθη- κατά υπόθεση περιπτώσει εγκλήματος μικτού πολιτικού ή μη.
Εφόσον κανείς εκ των κατηγορουμένων δεν απεδέχθη συνεργασία με τις Μυστικές Υπηρεσίες δεν έχετε μπροστά σας πολιτικό έγκλημα. Έχετε εγκλήματα του Κοινού Ποινικού Δικαίου. Ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Πέτσο, δεν ξέρω αν το κατάλαβα καλά, είπατε ότι έπρεπε λέει να δολοφονηθεί ο Πέτσος για να μην μπορεί να μιλήσει το Ειδικό Δικαστήριο. Το κατάλαβα αυτό;
Γ.ΠΕΤΣΟΣ: Βεβαίως. Δεν εξυπηρετούσε πολιτική σκοπιμότητα η εξαφάνισή μου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τίνος δηλαδή, για να καταλάβω. Της Οργάνωσης;
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Όχι. Πολιτική σκοπιμότητα της εποχής εκείνης. Αρωγός εις την προσπάθεια εξυπηρέτησης της πολιτικής σκοπιμότητας, ήταν η ίδια η Οργάνωση.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή θέλετε να πείτε ότι αυτή η Οργάνωση.....
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Εξυπηρετούσε πολιτική σκοπιμότητα. Δεν ήθελαν να με σκοτώσουν για να με ληστέψουν. Ήθελαν να με εξαφανίσουν δια να μην γίνει το Ειδικό Δικαστήριο. Να μην μπορώ να μιλήσω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή πολιτικώς είχε σκοπιμότητα τι;
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Πολιτικό κίνητρο χωρίς να καθιστά πολιτικό έγκλημα. Πολιτικό κίνητρο, σαφέστατα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τέλος πάντως, δεν είστε διαφανής. Δεν δικαιούμεθα να σας ρωτήσουμε και τίποτε άλλο.
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Θα γίνω διαφανέστερος αν μου το ζητήσετε. Τι θέλετε να σας πω;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ζήτησα εγώ να μου πείτε ποιοι είναι, να κατονομάσετε ποιοι είναι αυτοί που είχαν συμφέρον να μην μιλήσετε. Αφού δεν σας εμπόδισαν δεν τα είπατε τελικά; Τι ήταν αυτά; Ποιοι εβλάπτησαν από αυτά που είπατε;
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Δεν θα γινόταν Ειδικό Δικαστήριο κ. Πρόεδρε αν εγώ δεν είχα τη δυνατότητα να επιζήσω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν θα γινόταν.
Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Όχι, δεν θα γινόταν.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εντάξει.
Κάποιον παραλείψαμε, τον κ. Δημακόπουλο. Είναι εδώ; Δεν τον είδα σήμερα.
Β.ΜΑΡΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, είναι η κ. Ανδρουλιδάκη εδώ νομίζω.
(Διαλογικές συζητήσεις)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλώς. Ζητήσατε το λόγο;
Γ.ΠΑΝΤΑΖΗΣ: Υπερασπίζομαι τον κ. Πέτσο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον κ. Πέτσο, βεβαίως.
Γ.ΠΑΝΤΑΖΗΣ: Την Υπαστυνόμο Νίκη Βεργή και τον Αστυφύλακα Ζερβογιαννάκη του Αστυνομικού Τμήματος του Βύρωνα.
Κύριε Πρόεδρε, νομίζω ότι έχει συντελεστεί τέλεια η ανάλυση και της παραμικρής πτυχής τόσο από νομική όσο και από φιλοσοφική και κοινωνική άποψη του ζητήματος που μας απασχολεί. Οποιαδήποτε αναφορά στο θέμα, στις θεωρίες κλπ θεωρώ ότι είναι άσκοπη και μόνο παρακώλυση της γρήγορης διαδικασίας της Δίκης θα επιφέρει. Όμως αισθάνομαι την ανάγκη να κάνω ορισμένες τελείως σχηματικές επισημάνσεις.
Πρώτα-πρώτα πρέπει να πούμε ότι το Δικαστήριό σας καλείται να κρίνει συγκεκριμένες πράξεις όπως είναι αποτυπωμένες στο παραπεμπτικό βούλευμα και για να το κάνει αυτό πρέπει να περιοριστεί αποκλειστικά και μόνο στην κείμενη νομοθεσία και στην κρατούσα νομολογία.
Βεβαίως έχουν κάποια αξία αλλά δεν βαραίνουν, δεν μπορεί να βαραίνουν περισσότερο από τη νομολογία των Δικαστηρίων οι όποιες φιλοσοφικές και κοινωνικές, κοινωνιολογικές προσεγγίσεις του ζητήματος, έγιναν από εκλεκτούς ερμηνευτές του Δικαίου της θεωρίας αλλά και άλλους, διότι το ζητούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι αν οι πράξεις αυτές μπορούν σύμφωνα με τη νομοθεσία να χαρακτηριστούν ως πολιτικά εγκλήματα.
Η ομολογία είναι σταθερή το ξέρετε. Απλώς θα αναφερθώ σε μια απόφαση του 1937 είναι η 755, όπου να μη σας τη διαβάσω, είναι και αυτή της αντικειμενικής θεωρίας. Θέλω όμως να πω και ορισμένα πράγματα για τα κίνητρα και για τους σκοπούς των δραστών, όποιοι αποδειχθούν ότι είναι ένοχοι. Τα κίνητρα που βασικά η ανάλυσή τους είναι υποκειμενική, γι’ αυτό είναι επισφαλής και επομένως είναι και επικίνδυνη για την ασφάλεια του δικαίου και δεν μπορεί να ληφθούν υπόψη.
Όσον αφορά τώρα τους σκοπούς οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν, νομίζω ότι και αυτοί δεν πρέπει να εξεταστούν. Εκείνο που πρέπει να εξεταστεί και μόνο, είναι εάν και οι σκοποί και τα μέσα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν, ήταν τέτοια που επέφεραν αυτό που εφιστά ο νόμος, δηλαδή μπορούν να επιφέρουν την ανατροπή του καθεστωτικού πολιτεύματος.
Νομίζω ότι η απάντηση είναι αρνητική. Κατηγορηματικά αρνητική. Για τους εξής δύο απλούς λόγους. Από όλη αυτή τη δράση η οποία αποδίδεται στους κατηγορουμένους, δηλαδή απ’ όλη τη δράση που είχε αυτή η οργάνωση επί 28 ολόκληρα χρόνια, δεν επήλθε καμία μα καμία, έστω και η παραμικρή αμυχή στο σύστημα. Δεν εβλάβη δηλαδή το σύστημα.
Ακόμα για ένα δεύτερο λόγο. Όλα αυτά τα χρόνια με τη δράση της αυτή η Οργάνωση δεν μπόρεσε να επιφέρει καμία μετατροπή στο συσχετισμό των πολιτικών και των κοινωνικών δυνάμεων στη χώρα μας. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο για όποιους θέλουν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη θεωρία.
Αλλά εν πάση περιπτώσει, οι όποιοι σκοποί οι πολιτικοί, πραγματικοί ή νομιζόμενοι, διαυγείς ή θολοί, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να προσδώσουν πολιτική υπόσταση και χαρακτήρα πολιτικού εγκλήματος στις κατηγορούμενες πράξεις για τον λόγο κύριε Πρόεδρε, ότι τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και οι σκοποί αυτοί δεν μπορεί να αγιάσουν τα μέσα, διότι αντιβαίνουν ευθέως στις παραστάσεις της ηθικής που έγινε γενικά παραδεκτή στη κοινωνία μας.
Κύριοι Δικαστές, λέχθηκε απ’ την άλλη πλευρά και θέλω να δώσω μια απάντηση, απ’ την πλευρά του κ. Ραχιώτη. Τι είναι αυτή η Οργάνωση τη 17Ν; Για να δώσω αυτή την απάντηση προσωπικά τουλάχιστον, δεν χρειάστηκε να καταφύγω τώρα στα κείμενα της Οργάνωσης, διότι μια προηγούμενη ιδιότητά μου ως πρώην Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, μου επέβαλε το καθήκον τότε να εντρυφήσω σ’ αυτά τα κείμενα.
Τι βγαίνει απ’ τα κείμενα αυτά;
Πρώτον. Ενώ υπάρχει ένας ακατάσχετος βερμπαλισμός, περισσεύουν οι αοριστολογίες και οι αναφορές σε ιδιότυπους αντιγεωγραφικούς σοσιαλισμούς κλπ, περισσεύει όμως και το μίσος απέναντι στους υπαλλήλους στους αντιπάλους, δεν είδα πουθενά μα πουθενά να γίνεται αναφορά στο μαζικό κίνημα και κυρίως δεν είδα πουθενά να προβάλλεται ένα σχέδιο, ένα όραμα, για μια νέα ανώτερης μορφής κοινωνική οργάνωση. Αυτό και μόνο δεν μπορεί νομίζω κύριοι Δικαστές να δώσει πολιτική υπόσταση σ’ αυτή την Οργάνωση.
Πρέπει να απαντήσω στο ερώτημα που ρητορικά έθεσε ο κ. Ραχιώτης, τι είναι αυτή η Οργάνωση; Πρωταρχικά μπορώ να σας πω ότι η τρομοκρατία, γιατί αναγκαίως πρέπει να πούμε κάτι και για την τρομοκρατία, γιατί ως τρομοκρατική οργάνωση θεωρείται, η τρομοκρατία στην ελληνική τουλάχιστον εκδοχή της, δεν εμφανίζει καμία ιδεολογία.
Αντίθετα είναι μια πρακτική παραγωγής βίας. Μιας βίας, η οποία γίνεται με μια απλή επίκληση σε ιδεολογίες, ενώ στην πραγματικότητα κατέληξε σε κατασυκοφάντηση των πραγματικών λαϊκών αγώνων. Έτσι εξηγείται κύριε Δικαστές και γιατί η Αριστερά, η ελληνική Αριστερά που τιμώ προσωπικά, μπορεί να μη συμφωνώ αλλά την τιμώ, στην οποιαδήποτε μορφή της κοινοβουλευτική, ήταν πάντοτε και εξακολουθεί και τώρα νομίζω ο αυθεντικότερος ίσως πολέμιος της ατομικής τρομοκρατίας.
Κύριοι Δικαστές, δεν είναι αληθές αυτό που λέχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι δικάζονται για τις πεποιθήσεις τους, για τα φρονήματά τους. Δικάζονται –για όσους βέβαια αποδειχθούν ένοχοι, γιατί υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας- για εγκληματικές πράξεις. Δικάζονται για ανθρωποκτονίες, δικάζονται για ληστείες, δικάζονται γιατί προκάλεσαν ρυάκια αίματος, ρυάκια δακρύων στην ελληνική κοινωνία.
Νομίζω ότι η απάντηση που πρόκειται να δώσετε με την απόφασή σας, θα είναι η απάντηση που θα πηγάζει απ’ τη συνείδησή σας, θα είναι απάντηση ότι δεν μπορείτε να τους στείλετε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, όχι για να μη δυσαρεστήσετε βέβαια την Κυβέρνηση, ούτε για μη στεναχωρηθεί ο πολυπράγμων ο κ. Μίλερ, αλλά διότι αυτό υπαγορεύει η συνείδηση των Ελλήνων δικαστών, των οποίων η απόφαση θα αποδείξει σε όλους ότι στην Ελλάδα του 2003, στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, στην Ελλάδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν θεσμοί, υπάρχει δημοκρατία, αλλά υπάρχει και ο σεβασμός στα δικαιώματα των κατηγορουμένων. Σας ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Γιαννίδης.
Ι.ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, θα μιλήσει ο κ. Βασιλακόπουλος στην υπόθεση Μπακογιάννη, εν συνεχεία η κυρία Τσόλκα και θα μιλήσω εγώ στο τέλος για όλες τις υποθέσεις, δηλαδή και του κ. Βαρδινογιάννη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εντάξει. Μπορεί να μιλήσει πρώτα ο κ. Βασιλακόπουλος.
Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε και κύριοι Δικασταί, εν πρώτοις να συμπληρώσω μια τυπική παράλειψη την οποία διατύπωσα ότι υπάρχει στα πρακτικά τα απομαγνητοφωνημένα. Να συμπληρωθεί η δήλωση της παραστάσεως των εντολέων μου ότι παρίσταται για 40 ευρώ με επιφύλαξη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Οι οποίοι είναι; Πέστε τους τώρα.
Π.ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Είναι η κυρία Θεοδώρα Μπακογιάννη, η κυρία Αλεξία Μπακογιάννη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν το είχατε πει τότε; Νομίζω το είχατε πει.
Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το είχαμε πει, απλώς δεν είχα πει το ποσό. Κύριοι Δικασταί, εκ των συνολικών ενστάσεων που έχουν υποβληθεί, θα ασχοληθώ αποκλειστικά και μόνο με εκείνη η οποία έχει βάσει την περί πολιτικού εγκλήματος άποψη και τούτο διότι αφ’ ενός μεν κατά τα λοιπά έχω καλυφθεί πλήρως απ’ τον κ. Αναγνωστόπουλο, επιπλέον δε θα ακολουθήσει και η κυρία Τσόλκα και ο κ. Γιαννίδης.
Πράττω δε τούτο, θα καθόμουν ενδεχομένως κάτω και θα σας έλεγα ότι καλύφθηκα, για έναν ιδιαίτερο λόγο. Ο αείμνηστος Μπακογιάννης ήταν πρόσωπο πολιτικό. Ένα.
Δεύτερον. Δεν είναι μόνο η φάση της ενστάσεως και οι συνέπειες που θα έχει η τυχόν αποδοχή της, αλλά είναι ότι στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος οι κατηγορούμενοι και οι υπερασπιστές τους κατ’ επέκταση, κάπου αισθάνονται ηθικά δικαιωμένοι.
Θεωρείται δηλαδή ότι το πολιτικό έγκλημα τους δικαιώνει αν είναι πολιτικό έγκλημα, με αποτέλεσμα να μιλάμε μετά πάσης ηρεμίας για 20, 30 σκοτωμένους. Είναι έτσι τα πράγματα; Το ότι είναι πολιτικό έγκλημα ή δεν είναι πολιτικό έγκλημα, από μόνο του -είτε σύνθετο είτε απλό, δεν έχει σημασία- δίνει την πρόσθετη ηθική διάσταση μιας θετικής αξιολογήσεως;
Υπάρχουν πράγματα με τα οποία θα συμφωνήσω με την Υπεράσπιση και υπάρχουν πράγματα με τα οποία θα διαφωνήσω. Στο πρώτο που συμφωνώ είναι ότι η έννοια της τρομοκρατίας δεν έχει τίποτα να κάνει με την συλλογιστική του εάν κάτι είναι πολιτικό έγκλημα ή όχι. Είμαι της άποψης ότι ένα πολιτικό έγκλημα μπορεί να γίνεται με τρομοκρατική μέθοδο, μπορεί και να μη γίνεται.
Εκείνο στο οποίο θα διαφωνήσω είναι ότι κάθε τρομοκρατία συνιστά εξ ορισμού πολιτικό έγκλημα. Τι είναι όμως το πολιτικό έγκλημα; Η μέχρι τούδε συζήτηση δείχνει ότι το πολιτικό έγκλημα είναι μία λέξη μπαλαντέρ. Μπορεί να της βάζει και να της βγάζει ο καθένας μας ό,τι θέλει. Αντικειμενικά στοιχεία, υποκειμενικά στοιχεία, υποκειμενικοποιούμενα αντικειμενικά, αντικειμενικοποιούμενα υποκειμενικά και πάει λέγοντας.
Το πρόβλημα είναι, είναι πολιτικό έγκλημα γενικώς τι αισθάνεται ο καθένας ότι είναι πολιτικό έγκλημα ή τι εννοεί το Σύνταγμα ότι είναι πολιτικό έγκλημα; Σ’ αυτό θα συμφωνήσω με τον κ. Εισαγγελέα ο οποίος είπε «άστε τους να λένε, εμένα με ενδιαφέρει ο νόμος τι αναγνωρίζει ως πολιτικό έγκλημα›.
Παρά τη δήλωση περί τελολογικής προσεγγίσεως του ζητήματος αυτού εκ μέρους της Υπερασπίσεως, φοβούμαι ότι όλη η επιχειρηματολογία της συνιστά μία αμιγή εφαρμογή εννοιοκρατικής μεθόδου. Διολισθαίνει σε εννοιοκρατική μέθοδο παρά τον τίτλο που λέει ότι εγώ κάνω τελολογική ερμηνεία του Συντάγματος ή επιχειρηματολογία της υπερασπίσεως.
Κατά την αντίληψη δηλαδή αυτή, το ζήτημα καλείται να το λύσει η περίφημη γενεαλογία των εννοιών του μακαρίτη του Πούχτα, με την εξής συλλογιστική: Γνωρίζουμε τι είναι έγκλημα θα δούμε τι είναι και πολιτικό και εκ της τομής των δύο θα προκύψει οιωνεί αυτομάτως το πολιτικό έγκλημα. Εκ πρώτης άποψης η μέθοδος είναι λογικά άψογη. Το ερώτημα όμως είναι, το δίκαιο είναι σύστημα εννοιών ή σύστημα σκοπών; Δεν νομίζω να υπάρχει αμφιβολία ότι η έννομος τάξης στην συστηματική της ενότητα μόνο ως συστηματική ενότης σκοπόν μπορεί να εννοηθεί.
Συνεπώς η κάθε γλωσσική έκφραση που υπάρχει στο πραγματικό των κανόνων του δικαίου, δεν είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής, αλλά συμπροσδιορίζεται και από τον σκοπό της εννόμου συνεπείας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα και είναι γνωστό αυτό τοις πάσι, ότι οι νομικές έννοιες που συνθέτουν το πραγματικό των κανόνων δικαίου βάσει τελολογικών θεωρήσεων, υφίστανται τελολογικές συστολές και διαστολές.
Δεν αποτελεί δε τίποτα το περίεργο, μία και η αυτή γλωσσική έκφραση, μέσα στο ίδιο νομοθετικό κείμενο να μπορεί να έχει και διαφορετικές έννοιες ερμηνευόμενη ανάλογα με την διάταξη στην οποία βρίσκεται. Υπ’ αυτά τα δεδομένα δεν αποκλείεται, ούτε είναι μεθοδολογικώς ανορθόδοξο, άλλο να είναι το εσωτερικό πολιτικό έγκλημα και άλλο να είναι το εξωτερικό πολιτικό έγκλημα, για το οποίο αφορούν οι διαδικασίες της εκδόσεως.
Ας έρθουμε όμως στο εσωτερικό πολιτικό έγκλημα, ως στοιχείο του πραγματικού συνταγματικών διατάξεων. Το ζήτημα δεν είναι να διατυπώσουμε αφηρημένως την έννοια του πολιτικού εγκλήματος. Τι θέλω να πω μ’ αυτό. Η θέσης της Υπερασπίσεως είναι έγκλημα ξέρω τι είναι, πολιτικό θα το βρω ως εξής: Θα πάρω την πολιτική θεωρία και θα δω τι θεωρεί η πολιτική θεωρία ως πολιτικό. Ό,τι είναι πολιτικό κατά την πολιτική θεωρία, είναι και πολιτικό εν τη εννοία ως πρώτο συστατικό του πολιτικού εγκλήματος. Αλλά αυτό λέγεται λήψης αιτουμένου. Δεν αποκλείεται να έχει έτσι το πράγμα.
Δεν αποκλείεται όμως να μη συμβαίνει και αυτό. Το εάν το Σύνταγμα ασπάζεται την διεύρυνση της εννοίας του πολιτικού στην ιστορική της πορεία της επιστήμης της πολιτικής και εάν κάθε φορά ως πολιτικό έγκλημα νοείται κατά το σκέλος του πολιτικού, ό,τι νοεί η πολιτική επιστήμη ως πολιτικό, είναι το ζητούμενο. Δεν μπορούμε να ξεκινάμε μ’ αυτή την αφετηρία. Και το εάν αυτό είναι επιτρεπτό, θα μας το πει το ίδιο το Σύνταγμα ελλόγως ερμηνευόμενο.
Σ’ αυτή την θέση, δηλαδή ότι ό,τι λέει η πολιτική θεωρία εκάστοτε αυτό σημαίνει και πολιτικόν ως στοιχείο τους εγκλήματος, η θέση αυτή είναι η ίδια με τη θέση που υποστηρίχθηκε ως προς τη δημοσιότητα της δίκης. Εκεί τι σας είπαν; Όταν φτιάχτηκε ο κώδικας τηλεόρασης δεν υπήρχε. Επειδή όμως τώρα υπάρχει τηλεόραση διευρύνεται αυτομάτως και η έννοια της δημοσιότητας της δίκης. Ορθώς το δικαστήριό σας είπε όχι. Αν λοιπόν, πολιτικό έγκλημα όταν πρωτοφιλοξενήθηκε στο Σύνταγμα, είχε έναν εννοιολογικό προσδιορισμό, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτομάτως η διεύρυνση της εννοίας του πολιτικού φιλοξενείται και στο Σύνταγμα.
Οι βασικές θεωρίες που έχουν υποστηριχθεί για το τι θα πει πολιτικό έγκλημα είναι γνωστές και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε. Όλες θεωρούνται αποτυχούσες και επειδή θεωρούνται αποτυχούσες, είναι κάτι σαν το πάπλωμα. Αν πάρω την κάθε μία ξεχωριστά και την τραβάω ή σκεπάζω το κεφάλι και μου περισσεύουν τα πόδια ή ανάποδα.
Πέφτουμε στις μικτές, αλλά και πάλι και εκεί έχουμε προβλήματα, με αποτέλεσμα να έρχονται οι κατηγορούμενοι και να σας λένε «μα μισό λεπτό, αφού επικρατεί τόση σύγχυση γιατί και εγώ δεν έκανα πολιτικό έγκλημα;›. Έτσι σ’ αυτή τη σύγχυση που επικρατεί η Υπεράσπιση έρχεται και σας λέει «Ξέρετε κάτι; Προτιμήστε την υποκειμενική θεωρία. Γιατί; Διότι είναι πολιτικό το έγκλημα. Γιατί είναι πολιτικό το έγκλημα; Διότι έχει πολιτικά κίνητρα και πολιτικές συνέπειες›.
Ο υποκειμενισμός δε τον οποίο καλείστε από την Υπεράσπιση να εφαρμόσετε, κινείται απ’ τον μέτριο, μετριοπαθή, έως τον ακραίο. Αν για την κυρία Κούρτοβικ ο κ. Κουφοντίνας έκανε ό,τι «έκανε› στα πλαίσια των πολιτικών και ιδεολογικών του πεποιθήσεων, της πεποίθησής του για την ανάγκη ανατροπής του πολιτικού συστήματος και εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος σοσιαλιστικού, με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλισμού με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, και συμπληρώνει εκεί απευθυνόμενη στον κ. Κουφοντίνα του είπε «τουλάχιστον να σου πω πως ελπίζω να αποδίδω ακριβώς τη διατύπωση κύριε κατηγορούμενε›, για κάποιον άλλο συνήγορο αυτός είναι ένας μέσος υποκειμενισμός θα έλεγε κανένας, έχει και αντικειμενικά στοιχεία τι ακριβώς επεδίωκε ο κ. Κουφοντίνας.
Για έναν άλλο συνήγορο, δεν υπάρχει ορισμός του πολιτικού εγκλήματος. Πολιτικό έγκλημα είναι η άνευ ορίων και άνευ όρων άρνηση κάθε κανόνα, κάθε αρχής, κάθε ιδεολογίας και προπαντός κάθε εξουσίας. Ο δράστης του πολιτικού εγκλήματος πιστεύει ότι ο άνθρωπος ως απόλυτη ελευθερία, είναι απόλυτη ελευθερία και κάθε περιορισμός της τον καθιστά ανάξιο κάθε νοήματος και λόγου υπάρξεως.
Ο δράστης του πολιτικού εγκλήματος είναι κυρίως και πάνω απ’ όλα ένας βαθιά απελπισμένος άνθρωπος. Είναι ένα τραγικό πρόσωπο που θεωρεί ότι η άσκηση κάθε μορφής εξουσίας αποτελεί ύβρη. Αυτό είναι ένας άκρως υποκειμενισμός. Ερωτάται: όταν το Σύνταγμα κάνει λόγο περί πολιτικού εγκλήματος, εννοεί εγκληματικές εκδηλώσεις τέτοιων ψυχοπαθολογικών καταστάσεων; Ή, προσπάθειες επιβολής τέτοιων ακαταλαβίστικων ακόμα και για τους υπερασπιστάς κοινωνικοπολιτικών συστημάτων; Ή έστω αν θέλετε -για να ξεφύγουμε απ’ την παθολογία- αρκεί μόνο το πολιτικό ιδεολόγημα όπως ελέχθη, ασχέτως της ψυχοπαθολογίας ή της πνευματικής ανεπάρκειας του δράστη, για να μας φτιάξει ένα πολιτικό έγκλημα εν τη εννοία του Συντάγματος;
Αν μη τι άλλο, τέτοιες καταστάσεις υποκειμενικής θεμελιώσεως των πάντων, θα αφορούσαν στην ικανότητα προς καταλογισμό. Αν τίθεται τέτοιο θέμα να το κουβεντιάσουμε. Σίγουρα όμως τέτοιες αφετηρίες δεν μπορούν να αφορούν τον ορισμό του πολιτικού εγκλήματος όπως τον εννοεί το Σύνταγμα.
Ο φανατισμός ως προσωπική ιδιότητα και ως προϊόν είτε προσωπικής, είτε πνευματικής συγχύσεως, είτε ως προϊόν προσωπικής ψυχικής ανεπάρκειας, δεν μπορεί να συνιστά από μόνος του το ζητούμενο συστατικό στοιχείο του πολιτικού εγκλήματος. Αν μόνα τα κίνητρα του δράστη ήταν ικανά να προσδώσουν στο έγκλημα τον χαρακτήρα πολιτικού εγκλήματος, τότε πολιτικοί εγκληματίες θα ήταν πρώτον, οι κουκουλοφόροι οι οποίοι σε κάθε επέτειο του Πολυτεχνείου διαλύουν την Αθήνα και δέρνουν όποιον βρουν μπροστά τους.
Δεύτερον. Οι Χρυσαυγίτες της αντιπάλου πολιτικής παρατάξεως, οι οποίοι επί τη πρώτη ευκαιρία μαχαιρώνουν ή δέρνουν σε μαζικές εκδηλώσεις.
Τρίτον. Η κυρία Λουκά, αυτή η συμπαθεστάτη θρησκόληπτη γυναίκα, κάποτε κυνηγούσε με το σταυρό στο χέρι τους διαφόρους διαδηλωτάς λέγοντας «Εν τούτω νίκα›. Και αυτοί πολιτικοί εγκληματίες ήταν.
Κυρίως όμως κύριοι Δικαστές ξέρετε ποιοι θα ήταν πολιτικοί εγκληματίες; Η εταιρεία δολοφόνων. Η εταιρεία δολοφόνων μεταξύ των επιχειρημάτων είπε το εξής: «Εγώ κύριοι έκανα αναδιανομή του πλούτου σε εκείνους οι οποίοι δεν τον χρειάζονταν πλέον. Τους αυτοκτονούσα για να γίνει αναδιανομή επί κοινωνικής βάσεως, να ενισχύσουμε τους φτωχούς›.
Κύριοι δικασταί, δεν είναι τόσο ξένο στην πολιτική πραγματικότητα αυτό. Λέγεται ότι στην αρχαία Κέα υπήρχε υποχρέωση λόγω του αγόνου του εδάφους και της στενότητος των παραγωγικών πόρων, υπήρχε έθιμο να αυτοκτονούν οι προβεβηκυίας ηλικίας για να μην αποτελούν βάρος στους υπολοίπους. Τι διέφερε σαν πολιτικό πρόγραμμα αυτό απ’ την εταιρεία δολοφόνων, η οποία επεχείρησε να το επιβάλει; Είναι πολιτικοί εγκληματίες και αυτοί;
Είναι συνεπώς δεδομένο ότι η υποκειμενική θεωρία δεν μπορεί να μας δώσει λύση στο πρόβλημα. Μήπως όμως η αντικειμενική θεωρία μας το δίνει; Για να έρθω σε μία κριτική της αντικειμενικής θεωρίας στην αυστηρότερη μορφή της, κάθε έγκλημα που γίνεται με τα δεδομένα της αντικειμενικής θεωρίας, μπορεί να συνιστά πολιτικό έγκλημα εν τη εννοία του Συντάγματος;
Τι λέει η αντικειμενική θεωρία; Η αντικειμενική θεωρία στην αυστηρότερη μορφή της λέει «πρέπει να επιτίθεμαι ευθέως κατά της κρατικής εξουσίας και να επιχειρώ να την ανατρέψω›. Αυτός είναι ο πυρήνας.
Διερωτώμαι για το εξής όμως: Ο ποινικός μας κώδικας, όπως ξέρετε, ετέθη εν ισχύ το έτος 1950. Το Σύνταγμα το ισχύον τότε, ήταν το Σύνταγμα του 1927. Σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1927 λοιπόν, στο άρθρο 17, ελέγοντο τα εξής: «Θανατική ποινική επί πολιτικών εγκλημάτων δεν επιβάλλεται, εκτός των συνθέτων›. Έλεγε όμως και κάτι άλλο: «Εφ’ ων δύναται να επιβληθεί εάν το μετά του πολιτικού συνδεόμενον κοινόν αδίκημα επισύρει καθ’ εαυτό την ποινήν του θανάτου›. Αυτή την τελευταία πρόταση, το Σύνταγμα του ’52 δεν την επανέλαβε.
Όμως το Σύνταγμα του ’27 έλεγε το εξής: «Πολιτικό έγκλημα από μόνο του, το αμιγές, δεν έχει θανατική ποινή. Το σύνθετο μπορεί να έχει. Πότε; Αν το συνδιαπραττόμενο κοινό, μπορεί να συνεπιφέρει την ποινή του θανάτου›.
Διερωτώμαι για το εξής: Σύμφωνα με τον Ποινικό μας Κώδικα, το άρθρο 134 παρ. 2, «εσχάτη προδοσία› -το οποίο κατά την αντικειμενική θεωρία, θεωρείται ως το εξ ορισμού κορυφαίο πολιτικό έγκλημα- έλεγε: «Ο αποπειρώμενος την θανάτωσιν του βασιλέως ή του ασκούντος την βασιλικήν εξουσίαν, τιμωρείται με θάνατον ή ισόβιον κάθειρξιν›. Το ερώτημά μου είναι το εξής: Αν αυτό είναι εξ ορισμού πολιτικό έγκλημα.
Οι συντάκται του Π.Δ. οι οποίοι ήταν κορυφαίοι Έλληνες νομικοί, δεν εγνώριζαν ότι απαγορεύεται να του επιβάλλουν την ποινή του θανάτου; Και γιατί; Διότι τιμωρείται, όχι ο αποκτείνας τον βασιλέα, αλλά ο αποπειραθείς να αποκτείνει τον βασιλέα. Ναι. Αλλά η απόπειρα της ανθρωποκτονίας, ουδέποτε, του κοινού εγκλήματος, δεν μπορούσε να επιφέρει την θανατική ποινή.
Ερώτημα λοιπόν: Ο Χωραφάς και οι λοιποί που έφτιαξαν αυτόν τον Ποινικό Κώδικα, δεν είδαν την αντισυνταγματικότητα της διατάξεως; Ή μήπως η διάταξη δεν είναι αντισυνταγματική;
Αν θεωρήσουμε την αντικειμενική θεωρία ως την θεμελιούσαν την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, τότε, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το 17 άρθρο του Συντάγματος του 1927, αυτή η διάταξη θα έπρεπε να είναι αντισυνταγματική εξ ορισμού.
Πιστεύω ότι η διάταξη δεν είναι αντισυνταγματική, για τους λόγους τους οποίους θα σας εκθέσω. Σημειωτέον ότι ο νόμος δεν λέει ότι απαγορεύεται η απειλή θανατικής ποινής κατά πολιτικών εγκλημάτων, λέει ότι απαγορεύεται η επιβολή θανατικής ποινικής. Γιατί το λέει αυτό; Το αντικειμενικό κριτήριο που ζητάμε, επαναλαμβάνω ότι μόνο με τελολογική θεώρηση των συνταγματικών διατάξεων μπορούμε αν το βρούμε.
Οι κατά το Σύνταγμα έννομες συνέπειες που συνάπτονται στο πολιτικό έγκλημα είναι, ήταν μάλλον μέχρι την πρόσφατη μεταρρύθμιση, η μη επιβολή θανατικής ποινής επί αμιγών πολιτικών εγκλημάτων, η δυνατότητα χορηγήσεως αμνηστίας, η απαγόρευση της δίωξης βουλευτή για πολιτικά εγκλήματα και για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη διάλυση της Βουλής της οποίας ήταν μέλος, έως την ανακήρυξη των Βουλευτών της νέας Βουλής και η δικαιοδοσία των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων.
Ερωτάται: Για ποιο λόγο ο συνταγματικός νομοθέτης θεσπίζει αυτές τις ειδικές έννομες συνέπειες επί των πολιτικών εγκλημάτων; Ποιο είναι το ωθούν κίνητρον; Η ανίχνευση του λόγου αυτού θα οδηγήσει αυτομάτως και στη διαπίστωση των οντικών γνωρισμάτων του πολιτικού εγκλήματος, ως τούτο νοείται στο Σύνταγμα. Η απάντηση δηλαδή στο «γιατί› της εννόμου συνεπείας, της συνταγματικής εννόμου συνεπείας, θα μας δώσει το κριτήριο του «τί›, του πραγματικού.
Στο σημείο αυτό θα συμφωνήσω με την κα Κούρτοβικ. Το Σύνταγμα, ρυθμίζοντας την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, δεν ρυθμίζει ιδεατές καταστάσεις, δεν επιχειρεί να ρυθμίσει σχολαστικιστικές νομικές έννοιες που προκύπτουν από κάποια βαθιά νομικά συγγράμματα, αλλά ρυθμίζει κοινωνικές πραγματικότητες, κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες, απτές στο επίπεδο της ιστορίας, της ιστορικής φάσης που διανύουμε.
Ποιες είναι λοιπόν οι ιστορικές καταβολές της εννοίας του πολιτικού εγκλήματος; Ο γνωστός κ. Λοβέρδος, τις έχει αποτυπώσει, λέγοντας, επισημαίνοντας ότι ιστορικώς το πολιτικό έγκλημα μπήκε το 1830, λέει:
«Η αναζήτηση των γενεσιουργών αιτίων αυτής της τόσο συζητημένης θεωρητικής διάκρισης σε πολιτικά εγκλήματα και εγκλήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου, καταλήγει στα εξής συμπεράσματα: α) Η φιλελεύθερη αντίληψη για το διαχωρισμό κράτους και ιδιωτικών συμφερόντων, είχε ως επακόλουθο τις αντιλήψεις περί ουδετερότητας του κράτους, ως προς τις οικονομικές και κοινωνικές συγκρούσεις και κατά συνέπεια του διαχωρισμού αυτών των τελευταίων απ΄ την πολιτική. Το κράτος κρατούσε τότε για τον εαυτό του την ευθύνη και συνέχειας και συνάφειας της κοινωνίας και ταυτόχρονα ανάγει την πολιτική σε διαδικασία που δεν εξαρτάται από οικονομικοπολιτικούς ανταγωνισμούς, σαν κάτι ιερό, ευγενικό›.
Η ουδέτερη λοιπόν κρατική εξουσία αποτελεί ταυτόχρονα το δέκτη αλλά και την αφετηρία της πολιτικής και επιφυλάσσει σε αυτούς που, μαχόμενοι για την κατάκτησή της παραβιάζουν τον ποινικό νόμο, ευμενέστερη μεταχείριση, αφού μάχονται για κάτι ιερό, ευγενικό και όχι για την πραγμάτωση μέσω του ελέγχου της εξουσίας των ταξικών τους συμφερόντων. Αυτό προσδιορίζει μία έννοια πολιτικού της τότε εποχής.
Υπάρχει όμως κι ένας δεύτερος λόγος τον οποίο επίσης μνημονεύει ο κ. Λοβέρδος και λέει:
«Για έναν περίπου αιώνα μετά την αστική επανάσταση στη Γαλλία, η ρευστότητα των πολιτικών σχηματισμών, οι πόλεμοι, η μοναρχία που διεκδικούσε και κατά περιόδους επιτύγχανε την επάνοδό της στην εξουσία, η αναζήτηση ενός σταθερού πολιτεύματος στη θέση της μοναρχίας και γενικότερα οι διαδικασίες σταθεροποίησης του αστισμού που έγραφε τις πρώτες σελίδες της ιστορίας, του, επιδρούσαν ανασταλτικά ως προς τη σταθεροποίηση ενός κυβερνητικού σχήματος›.
Η μία κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη. Το μέλος της κυβέρνησης που κάποια στιγμή ανατρεπόταν μέσα στην ένταση των γεγονότων, δεν μπορούσε να είναι σίγουρο για την τύχη του. Ο οποιοσδήποτε πολιτικός αντίπαλος σε κάθε στιγμή, μπορούσε να μετατραπεί σε πολιτικό εγκληματία, πράγμα που σήμαινε και κατά τον Ποινικό Κώδικα του 1810, την αυστηρότερη δυνατή τιμωρία του.
Αυτή λοιπόν η συνεχής μη κοινοβουλευτική διεκδίκηση της εξουσίας και κατά συνέπεια οι ανώμαλες κυβερνητικές εναλλαγές, αποτελούν στον σταθερό καθοριστικό παράγοντα που οδήγησε στην καθιέρωση της διαφορετικής μεταχείρισης του πολιτικού σε σχέση με τον κοινό εγκληματία.
Δηλαδή περί τίνος επρόκειτο, κύριοι Δικασταί; Επρόκειτο περί ενός νομοθετικώς κατοχυρωθέντος μορατόριουμ, μεταξύ των εμπλεκομένων πολιτικών αντιπάλων «Δεν σας εκτελούμε εμείς σήμερα, για να μη μας εκτελέσετε εσείς αύριο›.
Όταν λοιπόν το Σύνταγμα κρίνει επιεικέστερα το πολιτικό έγκλημα, τούτο το κάνει για να εξασφαλίζει το νομικό πλαίσιο πραγματώσεως ενός μορατόριουμ προς κοινωνική ειρήνευση, προς μεταβολή μιας ήδη επικρατούσης μη ειρηνικής κοινωνικής καταστάσεως.
Ο φαινότυπος του εσωτερικού πολιτικού εγκλήματος, διότι το πολιτικό έγκλημα έχει φαινότυπους, δεν είναι έννοια στην οποία υπάγονται ή δεν υπάγονται, ο φαινότυπος λοιπόν του εσωτερικού πολιτικού εγκλήματος, είναι συνάρτηση της επικρατούσης καταστάσεως. Conticious συνεκβανόν για το πολιτικό έγκλημα, είναι να τελείται σε ανώμαλη γενικευμένη κατάσταση με αυξημένα δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα πάθη μερίδων των πολιτών. Δε χρειάζεται μεν να επικρατεί εμφυλιοπολεμική κατάσταση. Και εκεί θα συμφωνήσω με την Υπεράσπιση, ότι πράγματι, και κατά την έννοια του Συντάγματος, διευρύνθηκε η έννοια του πολιτικού.
Είμαι της γνώμης κ.κ. Δικασταί, ότι ο αποκλεισμός των δρόμων με τα τρακτέρ από τους Έλληνες αγρότες, προς επιβολή της αποδοχής των αιτημάτων τους στην κυβέρνηση, είναι πολιτικό έγκλημα. Δε στρέφεται ευθέως κατά της πολιτείας, στρέφεται εν μέρει κατά το ότι θέλει διά της βιαίας αυτής μεθόδου, να επιβάλλει λήψιν αποφάσεως σε εκείνον ο οποίος έχει την αρμοδιότητα και θέλει να του στερήσει την ελευθερία, θέλει να του επιβάλλει την απόφασή του. Πολιτικό πλέον δεν είναι μόνο το ευγενές που δεν αφορά στην τσέπη μας, αλλά είναι και εκείνο που αφορά στην τσέπη μας, όταν ζητάμε διανομή των επιχορηγήσεων της ΕΟΚ.
Το ίδιο, πολιτικό έγκλημα θα πρέπει να θεωρηθεί και η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων. Ήταν έγκλημα. Αλλά απεργία δημοσίων υπαλλήλων, θυμάμαι από την εποχή που ήμουν μαθητής στο δημοτικό και στο γυμνάσιο και όπου οι καθηγηταί ήταν οι πρώτοι απεργήσαντες δημόσιοι υπάλληλοι και ουδείς ησχολήθη με αυτούς. Γιατί δεν ησχολήθη, κύριοι Δικασταί;
Γιατί κύριοι Δικασταί θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι αγρότες κάνουν πολιτικό έγκλημα, χωρίς να θέλουν να ανατρέψουν τη νόμιμη εξουσία; Κάνουν πολιτικό έγκλημα, με τον εξής απλό συλλογισμό: Γιατί αν κύριοι Δικασταί, από τους 10.000 αγρότες, πάρω 5 και τους βάλω στο σκαμνί για διατάραξη των συγκοινωνιών, την επομένη θα έχω 30.000 αγρότες. Θα θέσω εν κλονισμώ την δημοσία τάξη.
Έτσι, η μαζικότητα των εκδηλώσεων, είναι όντως στοιχείο του πολιτικού εγκλήματος. Στην πραγματικότητα δηλαδή το πολιτικό έγκλημα δεν γεννήθηκε ως γνήσιο τέκνον της ιδέας της όποιας Δικαιοσύνης, αλλά της σκοπιμότητας.
Αυτή η ιδέα της κοινωνικής ειρηνεύσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι το κατά το Σύνταγμα φέρον στοιχείο του πολιτικού εγκλήματος που επιβάλλει την ηπιότερη μεταχείρισή του και την δυνατότητα εξαλείψεως του αξιοποίνου μέσου αμνηστίας.
Λόγος και για τον οποίον, κύριοι Δικασταί, επανέρχομαι, γιατί δεν είναι πολιτικό έγκλημα εξ ορισμού και γιατί δεν είναι αντισυνταγματική η διάταξις του 134, παρ. 2; Δεν ήταν διότι το θέμα δεν είναι αν υπήρχε απόπειρα βασιλοκτονίας με ηρεμία, αυτό δεν ήταν πολιτικό έγκλημα. Αν όμως γίνεται το σώσε, τότε προς κατευνασμόν των παθών έρχεται το Σύνταγμα και λέει: «Καλή η ιδέα της δικαιοσύνης, καλή η ιδέα της ανταποδόσεως, όμως εδώ salus republice super emalex. (Αν πρόκειται να διαλυθούμε τους τη χαρίζω κι αν είναι και ακόμα περισσότεροι, τους τη χαρίζω ως προς τη θανατική ποινή κατ’ αρχήν, κι αν είναι και ακόμα περισσότεροι, τους τη χαρίζω με αμνηστία). Όπερ σημαίνει ότι δεν τίθεται θέμα απειλής θανατικής ποινής, αλλά ετίθετο θέμα επιβολής θανατικής ποινής αναλόγως των περιστάσεων.
Έτσι βλέπουμε ότι ανάλογα με τις περιστάσεις, κινήθηκε και η νομολογία μας. Είναι αληθές ότι στην υποκειμενική θεωρία, η οποία είναι η διευρύνουσα το πολιτικό έγκλημα, η νομολογία μας προσέφυγε, όντως, προκειμένου να υπαχθούν στην αμνηστία του διατάγματος της 8/11/1920 όσο το δυνατόν περισσότερα εγκλήματα.
Γιατί; Διότι υπήρχε ανάγκη κατευνασμού των πολιτικών παθών. Αυτή λοιπόν η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην κοινωνική αναταραχή εν μέσω της οποίας τελούνται τα πολιτικά εγκλήματα, αναδεικνύει και το ίδιο το λαϊκό στοιχείο, ως τον φυσικό του Δικαστή. Και αυτόν τον φυσικό Δικαστή, το Σύνταγμα καθιστά νόμιμο Δικαστή.
Αν ο λαός εξεγείρεται, ο λαός ας δικάσει ώστε να έχει κατά νουν –γιατί καλώς ή κακώς κύριοι Δικαστές, εσείς είστε εκπρόσωποι του κατεστημένου κράτους, καλού ή κακού δεν έχει σημασία- το Σύνταγμα λέει ότι όταν γίνεται το σώσε, ας ανεβούν οι ίδιοι επάνω να δικάσουν για να έχουν την ευαισθησία να γνωρίζουν ποιος παρεκινήθη από ποιο κίνητρο. Και να είναι και ηπιότερα τα πράγματα. Και αν δεν τα κατορθώνουν έτσι, να έρθει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και να πει: «Ερρέτω αμνηστία›.
Κύριοι Δικασταί, τί θα γίνει με τους ιδεολόγους όμως; Αυτοί λένε: «κύριε, εγώ είμαι φορέας μιας ιδεολογίας, με τιμωρείς για το ιδεολόγημά μου;› Υπό το σύγχρονο συνταγματικό καθεστώς, τέτοιο έγκλημα δε νοείται. Ακόμη και αν ποινικοποιείται η ιδεολογία, κατά τη συνταγματική μας τάξη και μόνον αυτήν μπορούμε να έχουμε κατά νου, είναι αντισυνταγματική η ποινικοποίηση αυτή καθαυτή. Δεν μπορεί η Υπεράσπιση να έρχεται να λέει «έχει απαξίαν, είναι ιδεολόγημα μεν, αλλά να το τιμωρήσω ηπιότερα δε›. Όφειλε να λέει, «αν είναι ιδεολόγοι, μα τί καθόμαστε και κάνουμε εδώ. Πάμε να φύγουμε, διότι το ιδεολόγημα δεν τιμωρείται›.