Ερώτημα λοιπόν: Δικάζονται ιδεολογήματα εδώ; Ξέρετε πού θα έλεγα ότι δικάζονται ιδεολογήματα; Αν δικάζονταν μόνο για τις προκηρύξεις. Πράγματι, θα ήταν μεν πράξις άδικος εν τη εννοία του νόμου, δεν θα ήταν η εσωτερική σκέψη, θα ήταν μία έκφραση ιδεολογήματος, και εκεί θα ήμουν κι εγώ της απόψεώς σας, ανεξαρτήτως του τί έλεγαν στις προκηρύξεις τους, ως προπαγανδιζόμενη ιδεολογία. Θα έλεγα ναι, είναι ποινικοποίηση της ιδέας.
Να πω και κάτι άλλο; Όλα τα εγκλήματα εξωτερικεύσεως, του λέγειν ή του γράφειν, είναι κατ’ ανάγκην εγκλήματα που εκφράζουν την ιδεολογία. Θα πρέπει να είναι κανένας προσεκτικός στο να λέει ότι «έχω έγκλημα επειδή έχω εξωτερική συμπεριφορά που αποτυπώνει σε ένα χαρτί τις ιδέες›.
Όμως, οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι δεν κατηγορούνται καν για τις προκηρύξεις. Δεν κατηγορούνται για το περιεχόμενο των επιστολών προς το ευρύ κοινό που απηύθηναν, αλλά κατηγορούνται για τους φακέλους που χρησιμοποίησαν, τα πτώματα. Με μόνες τις πολιτικές διακηρύξεις τους, οι κατηγορούμενοι πολιτικώς, θα παρέμεναν είτε πρόσωπα παντελώς άγνωστα είτε φαιδρά, σαν ένα είδος «Δελαπατρίδη›. Ανεδείχθησαν μόνον μέσω των πτωμάτων.
Είχε πολιτικές συνέπειες και παρενέργειες η δράση τους; Βεβαίως. Αρκεί αυτό να το καταστήσει πολιτικό έγκλημα; Στο παράδειγμα που σας έφερε ο κ. Πέτσος, να προσθέσω άλλο ένα. Τα γκάλοπς δείχνουν ότι ένα συγκεκριμένο Κόμμα σήμερα, έχει μεγάλες πιθανότητες να κερδίσει τις εκλογές. Και πώς να τις δρομολογήσει όμως κ. Πρόεδρε;
Επειδή ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων στη Βουλή δεν θα αναδείξει Πρόεδρο Δημοκρατίας, σκοτώνουμε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Προκηρύσσονται εκλογές και κερδίζει το Κόμμα. Πολιτικό κίνητρο υπήρξε. Πολιτική συνέπεια υπήρξε. Είναι πολιτικό έγκλημα αυτό;
Η κορυφαία πολιτική παρενέργεια την οποία είχε η δράση των κατηγορουμένων, είναι μία και μόνη: Ούτε η χώρα κλονίσθηκε, μπορεί να μας έβρισαν οι διάφοροι εξωτερικοί ότι είμαστε ανίκανοι να πιάσουμε τη 17Ν, ότι έχουμε πολιτική βούληση να μην πιάσουμε τη 17Ν, όλα μας τα σούρανε, όμως, το κορυφαίο πολιτικό γεγονός το οποίο χρωστάμε στους κατηγορούμενους και στους ομοίους τους, είναι η αντιτρομοκρατική νομοθεσία, από την οποία δεν κινδυνεύουν μόνον οι ένοχοι, αυτοί καλά κάνουν και κινδυνεύουν, αλλά οι αθώοι.
Τούτων δοθέντων κ.κ. Δικασταί, πιστεύω ότι πολιτικό έγκλημα είναι μόνον εκείνο το οποίο είναι δεκτικόν αμνηστίας. Και είναι δεκτικόν αμνηστίας, υπό σκέψεις σκοπιμότητας προς κοινωνική ειρήνευση. Πολιτικό έγκλημα εν αιθρία, είτε κατά της δημοκρατίας, είτε υπέρ της δημοκρατίας, δεν τίθεται. Ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σειρά έχει η κα Τσόλκα. Ελάτε κα Τσόλκα.
κα ΤΣΟΛΚΑ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικασταί, προς συμπλήρωση των όσων είπε ο αξιότιμος συνάδελφος, ο κ. Βασιλακόπουλος, θα ήθελα να επιστρέψουμε πάλι στη νομολογία. Ασφαλώς δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι εκτός της δεκαετίας 1920-1930, η κρατούσα θέση της νομολογίας ήταν εκείνη η οποία ασπαζόταν την αντικειμενική θεωρία για τον προσδιορισμό του σύνθετου όρου «πολιτικό έγκλημα›.
Και αυτό έπραττε, όχι μόνο στις περιπτώσεις εκδίκασης αιτήματος έκδοσης. Αντίθετα, την ίδια αυτή θεωρία, υιοθετούν τα ελληνικά Δικαστήρια και όταν στο πλαίσιο ιδίας ποινικής δικαιοδοτικής εξουσίας, καλούνται να αποφανθούν για την καθ’ ύλη αρμοδιότητά τους σε σχέση με τον χαρακτηρισμό της εκάστοτε αξιόποινης εκδικαζόμενης πράξης ως πολιτικού εγκλήματος κατά την έννοια του άρθρου 97 του Συντάγματος.
Ο κ. Αναγνωστόπουλος χθες, ανέφερε συγκεκριμένες αποφάσεις οι οποίες πράγματι στηρίζουν την θέση αυτή. Εδώ θα ήθελα σήμερα να υπογραμμίσω μια παλιά απόφαση του Αρείου Πάγου, την 133/1898, η οποία έχει δημοσιευθεί στην «ΘΕΜΙΔΑ› το 1899. Με την απόφαση αυτή, ο ¶ρειος Πάγος υιοθετώντας την Εισαγγελική πρόταση του Εισαγγελέα Τζιβανόπουλου, υιοθέτησε την αντικειμενική θεωρία πράγματι.
Επίσης όμως την σημειώνω εδώ, διότι ήδη τότε, όπως προκύπτει από την πράγματι ενδιαφέρουσα Εισαγγελική πρόταση, είχε γίνει δεκτό ότι ούτε το κοινούν ελατήριο της τέλεσης του εγκλήματος, ούτε η ιδιότητα του παθόντος, συνιστούν ασφαλή κριτήρια για τον εννοιολογικό προσδιορισμό του όρου «πολιτικό έγκλημα›. Περαιτέρω δε από την κατ’ ουσία εξέταση της συγκεκριμένης υπόθεσης, αναδείχθηκε ως συμπληρωματικό κριτήριο, η στάθμιση του μέσου και του σκοπού.
Οι παραδοχές αυτές συνιστούν σήμερα κοινό τόπο στην επιστήμη, που ακόμη και η υπεράσπιση επικαλέστηκε, ανεξάρτητα από την μη υιοθέτηση της αντικειμενικής θεωρίας.
Θα πρέπει δε να υπογραμμισθεί η γενική θεωρία ουδόλως τυγχάνει ευρείας αποδοχής καθόσον όπως επισημαίνεται και από τον Καθηγητή Μανωλεδάκη και από τον Λοβέρδο και από τον Μπελαντή δημιουργεί ανασφάλεια Δικαίου.
Θα ήθελα δε να σημειώσω ότι ο Καθηγητής Μανωλεδάκης στο σύγγραμμά του περί της γενικής θεωρίας του Ποινικού Δικαίου επισημαίνει ότι «Σε ένα σύστημα αντικειμενικού αδίκου η υποκατάσταση του εννόμου αγαθού από τον σκοπό και τα εγκληματικά ελατήρια και κίνητρα δεν επιτρέπεται›.
Και συμπληρώνει: «άλλο είναι δηλαδή να σκοτώσω 10 ανθρώπους για να κλονίσω το κύρος της Κυβέρνησης ή για να δείξω την πολιτική μου δύναμη και άλλο για να ανατρέψω την πολιτική εξουσία. Αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα που βασίζεται στην στάθμιση του μέσου και του σκοπού, αγνοεί η υποκειμενική θεωρία›, καταλήγει ο Καθηγητής Μανωλεδάκης.
Έτσι θεωρώ ότι είναι σαφές ότι η ανατροπή της εκάστοτε ισχύουσας πολιτικής εξουσίας, αποτελεί το βασικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός εγκλήματος ως πολιτικού. Τα κίνητρα του δράστη σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν προσδιοριστικό παράγοντα όπως άλλωστε και σε καμία άλλη πράξη του Ποινικού Δικαίου.
Η ποινική τους αξιολόγηση περιορίζεται στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής. Ενόψει αυτών των διαπιστώσεων η επίκληση από την Υπεράσπιση της θεωρίας του αποκαλούμενου πολιτικού εγκληματία είναι καταρχήν τουλάχιστον αντιφατική.
Η συμμετοχή των συγκεκριμένων κατηγορουμένων στην συγκεκριμένη εγκληματική Οργάνωση χαρακτηρίζεται ως πολιτικό έγκλημα με επιχειρήματα που ανάγονται όχι στην συνδρομή των προϋποθέσεων που θέτει η ανωτέρω θεωρητική προσέγγιση, αλλά στα κίνητρα των μελών της εν λόγω Οργάνωσης και της δράσης τους, όπως αυτά καταγράφονται στις σχετικές προκηρύξεις.
Όπως επισήμανε προηγουμένως ο κ. Βασιλακόπουλος αντικείμενο της παρούσας ποινικής δίκης, δεν είναι οι προκηρύξεις αλλά είναι οι συγκεκριμένες πράξεις των κατηγορουμένων. ¶λλωστε μόνο οι δεύτερες είναι αυτές που είναι δυνατόν να εξατομικευτούν και να αποδοθούν στον καθένα από αυτούς.
Τα όσα δε διαλαμβάνονται στις προκηρύξεις δεν αποτελούν παρά την έγγραφη δημοσιολόγηση των κινήτρων αληθών ή ψευδών άγνωστο, των συμμετασχόντων στην εκάστοτε τελεσθείσα αξιόποινη πράξη. Έτσι η Υπεράσπιση επανέρχεται σε ένα κριτήριο το οποίο τελικά δεν υιοθετεί η θεωρία που η ίδια επικαλείται.
Με βάση αυτή τη θεωρία εξάλλου απαιτείται να τελούν οι αξιόποινες πράξεις σε αντιστοιχία με την πραγμάτωση της ανατροπής του ισχύοντος πολιτεύματος ή άλλως του αστικού καθεστώτος. Επίσης απαιτείται οι πράξεις αυτές να είναι αναγκαίες, πρόσφορες και τελικά αναλογικές προς σαφή και εκ των προτέρων από τον δράστη σκοπό.
Είναι νομίζω σαφές ότι στην ερευνούμενη υπόθεση ουδόλως πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις. Όπως πρόσφατα σημείωσε και ο Καθηγητής Γρηγόρης Σκαλπέλης σε ένα δημοσίευμά του στα «ΝΕΑ› οι αξιόποινες πράξεις της συγκεκριμένης εγκληματικής Οργάνωσης τελούν σε πλήρη αναντιστοιχία με την υλοποίηση της ανατροπής του αστικού καθεστώτος. Επιπλέον δε δεν μπορούσαν ούτε αντικειμενικά αλλά ούτε και πολιτικά να εκτροχιάσουν τις δομές του ισχύοντος καθεστώτος.
Ειδικότερα η δολοφονία ενός Βουλευτή, ενός κατ’ αρχήν δημοσιογράφου και μόλις 3 μηνών Βουλευτή δεν συνιστά κατά την στόχευσή της πολιτική αξιόποινη πράξη κατά την έννοια του ΄97 του Συντάγματος. Ο μη πολιτικός χαρακτήρας της πράξης αυτής καταδεικνύεται επίσης και στις διατάξεις του κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα περί προσβολών του πολιτεύματος.
Πέραν της πραγματοπαγούς αντίληψης για την ποινική προστασία των θεσμών του πολιτεύματος, που αποτυπώνεται ως γνωστό στο άρθρο 134Α ο ποινικός νομοθέτης παρέχει μια επιπλέον προσωποπαγή προστασία της ζωής των φορέων των πολιτειακών λειτουργημάτων, στο άρθρο 135Α. Στα πρόσωπα αυτά που ο ποινικός νομοθέτης θεωρεί ως φορείς της πολιτειακής λειτουργίας δεν συγκαταλέγονται οι Βουλευτές.
Οι τελευταίοι είναι απλώς πολίτες του δημόσιου βίου, μέλη συλλογικών σωμάτων που όπως είπε προηγουμένως ο κ. Πέτσος μπορούν κάλλιστα να αναπληρωθούν και η ζωή τους προστατεύεται αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 299 του Ποινικού Κώδικα.
Η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη συνιστά λοιπόν ένα κοινό έγκλημα. Δεν ανέτρεψε ούτε μπορούσε να ανατρέψει την πολιτική τάξη του ισχύοντος πολιτεύματος και αυτό το γνώριζαν καλά οι δράστες. Εξάλλου ακόμη και στις προκηρύξεις που η Υπεράσπιση επανειλημμένως αναφέρθηκε ούτε καν το επικαλούνται ότι με την συγκεκριμένη δολοφονία επιθυμούσαν την ανατροπή, ή στόχευαν στην ανατροπή του πολιτεύματος.
Το μόνο που προκάλεσε η συγκεκριμένη πράξη είναι η κοινωνική κατακραυγή και ο πόνος όχι στην αντίπερα όχθη ή σε όποιες αντίπερες όχθες, αλλά στα μέλη της οικογενείας του, στους ανθρώπους που τον αγαπούσαν και σε κείνους που αγωνίστηκαν για ελευθερία, δημοκρατία, κοινωνικό και πολιτικό διάλογο.
Ο δε παραλληλισμός της συγκεκριμένης εγκληματικής Οργάνωσης ως παράνομο πολιτικό Κόμμα, παραγνωρίζει κατά την γνώμη μου των ιστορία των πολιτικών Κομμάτων και της συλλογικής πολιτικής δράσης.
Ας μου επιτραπεί να αναφέρω εδώ την άποψη που διατύπωση ο Πλωρίτης στο «ΒΗΜΑ› τον Αύγουστο του 2002 ο οποίος κατονόμασε τα μέλη της 17Ν ως συκοφάντες και αναφέρει επί λέξει τα εξής:
«Συκοφάντησαν τους λαϊκούς αγώνες και τις λαϊκές επαναστάσεις που αυτονόητος και απαράβατος όρος τους, είναι πάντα η μαζική λαϊκή συμμετοχή και η κοινωνική και ιδεολογική θεμελίωση. Και όσο για ιδεολογία ο δήθεν προφήτης και μέντοράς τους Λένιν, έγραφε πριν ακριβώς 100 χρόνια, χωρίς επαναστατική ιδεολογία δεν μπορεί να υπάρξει και επαναστατικό κίνημα. Αλλά «των επαναστατών της τρομοκρατίας› μοναδική θεωρητική θέση ήταν οι τυφλές επιθέσεις. Μοναδικές ιδέες το αίμα των άλλων›.
Πέρα όμως τούτοις της πολιτικής θεώρησης ο χαρακτηρισμός της εν λόγω Οργάνωσης ως πολιτικής αντιβαίνει στο ίδιο το Σύνταγμα καθόσον ο εννοιολογικός του προσδιορισμός δεν είναι δυνατόν να τελεί σε αξιολογική αντινομία με τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος. Δεν είναι δηλαδή συνταγματικά και λογικά νοητό να προσδίδεται πολιτικός χαρακτήρας σε μια εγκληματική Οργάνωση στη βάση της διάταξης του άρθρου 29 παράγραφος 1 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι η δράση των Κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρίζεται ως πολιτικό πρόγραμμα η τέλεση ληστειών, η τέλεση ανθρωποκτονιών, η αφαίρεση δηλαδή εν προκειμένω της ανθρώπινης ζωής η οποία τυγχάνει απολύτου προστασίας από το Σύνταγμα.
Ακριβώς στην σύγχυση αυτή μεταξύ της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος κατά το Σύνταγμα και της έννοιας της πολιτικής πράξης κατά τις διάφορες πολιτικές θεωρίες εδράζεται κατά την γνώμη του το εσφαλμένο της παραδοχής ότι ο Έλληνας νομοθέτης προβαίνοντας στην κύρωση διεθνών συμβάσεων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας αποπολιτικοποιεί για τις ανάγκες και μόνο της έκδοσης πράξεις που προφανώς κατά το Σύνταγμα συνιστούν πολιτικό έγκλημα.
Η αντίφαση της θέσης αυτής είναι πρόδηλη καθόσον ενώ υπολαμβάνει ως δεδομένο τον πολιτικό χαρακτήρα των συγκεκριμένων αξιοποίνων πράξεων, δεν καταλήγει στην αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης. Αρκείται στην διαπίστωση ότι η δεσμευτικότητα αυτής της αποπολιτικοποίησης, αφορά μόνο το Δίκαιο της έκδοσης του οποίου οι συνέπειες κατά την άποψη αυτή είναι ολιγότερο σοβαρές από την δωσιδικία των πολιτικών εγκλημάτων.
Όμως τουλάχιστον με τη νομολογία στην εσωτερική έννομη τάξη, το πλαίσιο του ιδίου Συντάγματος ο εννοιολογικός προσδιορισμός του σύνθετου αυτού όρου δεν παραλλάσσει ανάλογα με τον βαθμό σοβαρότητας της συνέπειας.
Πέραν δε τούτου η θέση αυτή παραγνωρίζει ότι η έκδοση συνιστά μια άκρως σοβαρή συνέπεια για το εξαιτούμενο πρόσωπο και για το λόγο αυτό άλλωστε ο νομοθέτης θέτει στο άρθρο 5 του Συντάγματος μία βασική προϋπόθεση, να μην διώκεται το εξαιτούμενο πρόσωπο για την δράση του υπέρ της ελευθερίας.
Από το ανωτέρω καθίσταται λοιπόν πρόδηλο ότι οι συγκεκριμένες πράξεις των συγκεκριμένων κατηγορουμένων δεν συνιστούν πολιτικά εγκλήματα τόσο σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη νομολογία αλλά και με την βούληση του συντακτικού, καθώς και του εθνικού νομοθέτη όπως ήδη έχει εκφραστεί με την κύρωση μίας σειράς διεθνών καθώς και ενωσιακών συμβάσεων.
Τέλος σχετικά με το δεύτερο σκέλος της ένστασης την οποία έχουν υποβάλλει, έχει υποβάλλει η υπεράσπιση ως προς την αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης περί της δωσιδικίας των συγκεκριμένων εγκλημάτων, θα ήθελα να αναφερθώ σε όσα εκτενώς ανέφερε τόσο ο κ. Αναγνωστόπουλος, αλλά επίσης και ο Εισαγγελέας κ. Μαρκής κατά την πλήρως εμπεριστατωμένη εισαγγελική του πρόταση.
Θα ήθελα μόνο να συμπληρώσω τούτο, ότι υπαγωγή του βαρύτερου κακουργήματος εν προκειμένου της ανθρωποκτονίας στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου υπαγορεύεται επίσης και από την αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, από την ίδια την λειτουργική σύνδεση του εγκλήματος της εγκληματικής Οργανώσεως και της ανθρωποκτονίας εν προκειμένου.
Διότι, οι περιστάσεις χρόνου, μέσων και τρόπου που συνοδεύουν την προπαρασκευή ή και την εκτέλεση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, είναι άμεσα συνυφασμένες με τις περιστάσεις και με την τέλεση της εγκληματικής Οργάνωσης καθόσον στο πλαίσιο της δράσης αυτής τελούνται οι συγκεκριμένες ανθρωποκτονίες. Ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κύριος Γιαννίδης έχει το λόγο. Είναι η ομάδα υπερασπιστών του ίδιου πολιτικώς ενάγοντος.
Ι. ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, αγορεύω ως Δικηγόρος της Πολιτικής Αγωγής της οικογενείας Μπακογιάννη, συγχρόνως όμως εξαντλώ και τα όσα θα έλεγα ως Πολιτική Αγωγή των επομένων υποθέσεων της απόπειρας κατά του κ. Βαρδινογιάννη, της δολοφονίας του Βρανόπουλου καθώς και των δολοφονιών των Τούρκων Διπλωματών και των αποπειρών εναντίον τους. Συνεπώς καλύπτονται όλες αυτές οι Πολιτικές Αγωγές και μάλιστα σε σχετικά όπως ελπίζω γρήγορο χρονικό διάστημα, διότι δεν πιστεύω ότι το Δικαστήριό σας έχει κάποια ανάγκη εφαρμογής της αρχής «Επανάληψη μήτηρ πάσης μαθήσεως›.
Έχετε ήδη εκτενώς ακούσει τα επιχειρήματα υπέρ των ενστάσεων εμβριθέστατα και εμβριθέστατα επίσης τις αναλύσεις αυτών που απάντησαν στις ενστάσεις και ειδικότερα στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος, ώστε να μπορώ πλέον να υποθέσω μετά λόγου ότι κάποιος κορεσμός που αφορά όλους τους παράγοντες της δίκης και όχι μόνο το Δικαστήριό σας να είναι πλέον φυσιολογικός.
Συνεπώς διερωτώμαι κι εγώ όπως ενδεχομένως διερωτάστε κι εσείς, τι μπορώ επιπλέον να πω το οποίο θα είχε κάποια λειτουργική χρησιμότητα σε σχέση με τις αιτιολογίες της οποιαδήποτε απόφασής σας. Πιστεύω ότι έγινε ήδη και αυτό ακόμα εν αποπείρα, ότι πολύ γρήγορα θα επισημάνω τα σημεία εκείνα τα οποία θα πρέπει να απαντηθούν στις αιτιολογίες σας στο οποιοδήποτε αποτέλεσμα και να καταλήξετε.
Οι ενστάσεις είναι τρεις. Η μία είναι η ένσταση του άρθρου 97 παράγραφος 1 και 2 πρόταση β όπου το κύριο επιχείρημα είναι ότι η εκδίκαση υπό του Δικαστηρίου σας των ανθρωποκτονιών ουσιαστικά αποδυναμώνει τον συνταγματικό πυρήνα της δωσιδικίας όπως την θέλει το Σύνταγμα για τα κακουργήματα. Η απάντηση σε αυτό έχει δοθεί, απλώς ανακεφαλαιώνω τα σημεία εκείνα τα οποία κατά την γνώμη μου θα μπορούσαν να ήταν χρήσιμα σε μια αιτιολογία.
Δηλαδή ότι πρώτον, ο συνταγματικός νομοθέτης ο ίδιος όταν το 2001 έκανε την τελευταία αναθεώρηση δεν θεώρησε ότι η μέχρι τούδε πρακτική θίγει τον πυρήνα αυτό του άρθρου 97 όπως και ότι είναι προνόμιο βάσει της συνταγματικής διατάξεως του κοινού νομοθέτη στην βάση ορισμένων κριτηρίων να επανατοποθετεί την δωσιδικία μεταξύ Μικτών Ορκωτών και Τριμελών Εφετείων Κακουργημάτων όπως αυτός νομίζει.
Εάν θεωρηθεί ότι υπάρχει κάποια κατάχρηση της συνταγματικής επιταγής αυτό δεν είναι εργασία του Δικαστηρίου σας, είναι επιλογή και του κοινού και του συνταγματικού νομοθέτη και συνεπώς δεν μπορούμε να ομιλούμε περί στερήσεως του φυσικού Δικαστή στην περίπτωση αυτή.
Η δεύτερη ένσταση και πηγαίνω πολύ γρήγορα σε αυτή, είναι η ένσταση της μη αναδρομικής ισχύος της δικονομικής διατάξεως η οποία βάσει του άρθρου 187 συνδέει όλες τις υπόλοιπες πράξεις του καταλόγου του άρθρου 187 έτσι ώστε να μπορούν να εκδικαστούν από το Δικαστήριό σας.
Αναμφισβήτητο είναι ότι πρόκειται περί διαρκούς εγκλήματος και στο διαρκές έγκλημα είναι η εφαρμογή όχι μόνο δικονομικών διατάξεων αλλά και ουσιαστικών διατάξεων αυστηροτέρων εφόσον συλλαμβάνουν το διαρκές έγκλημα εν τω γίγνεσθαι. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι ισχύει το άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή ότι μπορεί να ισχύσει ο επιεικέστερος νόμος για το τμήμα ή τα τμήματα των διαρκών εγκλημάτων τα οποία έγιναν πριν από την ισχύ του αυστηρότερου νόμου. Δεν έχουμε εξακολουθούν έγκλημα. Δεν πρέπει κανείς να συνδέει το διαρκές με το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα.
Συνεπώς όταν ακόμη και οι ουσιαστικές διατάξεις, αυστηρότερες ουσιαστικές διατάξεις που ίσχυσαν μεταγενέστερα αλλά διαρκούντος του διαρκούς εγκλήματος ισχύουν, πολλώ μάλλον ισχύει η δικονομική διάταξη η οποία πολύ δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί και ως βαρύτερη.
Διότι κατά την διάρκεια σχετικού σεμιναρίου που έδωσε η Δικηγόρος της Υπεράσπισης σχετικά με το θέμα αυτό, αναφερόμενος σε πολλαπλά παραθέματα από βιβλία και άρθρα, βεβαίως δεν απήντησε εις την βασική ερώτηση. Γιατί είναι βαρύτερη η αρμοδιότης του Τριμελούς Κακουργημάτων από την αρμοδιότητα του Μικτού Ορκωτού. Είναι «aloud›. Δεν είναι βαρύτερη, ούτε είναι βαρύτερη η δικονομική διάταξη για να ομιλήσουμε περί αναδρομικής εφαρμογής δικονομικής διατάξεως βαρύτερης κατά τα αποτελέσματα.
Εδώ δεν ετέθη καν θέμα όταν καταργούνται ένδικα μέσα όπως προφανώς πρόκειται σε σύντομο χρονικό διάστημα να καταργηθούν πολλά ένδικα μέσα της προδικασίας. Ποτέ δεν ετέθη θέμα αναδρομικής απαγορεύσεως, αναδρομικής εφαρμογής και αλίμονο είναι κοινό κτήμα και πάει για νομολογία ότι αυτό δεν ισχύει επί δικονομικών διατάξεων.
Η σύγχυση προφανώς προκαλείται από το γεγονός ότι στα πλαίσια ορισμένων δικονομικών διατάξεων θα ήταν δυνατόν να πληγούν ατομικά δικαιώματα των οποίων ο τραυματισμός θα εξισωνόταν με ποινή. Εάν φέρ’ ειπείν άλλαζε το μέγιστο της προσωρινής κρατήσεως ενώ έχει ήδη αυτή επιβληθεί, αυτό πράγματι θα μπορούσε να ήταν ένα θέμα το οποίο όμως καμία σχέση δεν έχει με το ζήτημα το οποίο αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Συνεπώς και η έννοια του διαρκούς εγκλήματος και η έννοια του επιεικέστερου νόμου και η αναδρομική εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων στο διαρκές έγκλημα είναι ένα θέμα το οποίο δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική αιτιολόγηση των απόφασή σας από αυτήν την οποία παρέχει η πάγια νομολογία σε πείσμα ενός συγκεκριμένου άρθρου ή μιας συγκεκριμένης γνώμης η οποία μάλλον γνωμοδοτικό χαρακτήρα έχει παρά επιστημονικό και η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα σε επιστημονικό περιοδικό. Αυτά ως προς τις δύο ενστάσεις.
Τώρα για το πολιτικό έγκλημα το οποίο βεβαίως εάν χαρακτηρίζαμε τις πράξεις των κατηγορουμένων ως πολιτικό έγκλημα θα ετίθετο αυτόματα κατά την κρατούσα άποψη θέμα αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου σας. Νομίζω ότι όπως είπα και πριν η ανάλυση η οποία έγινε ήταν εκτενέστατη και εμβριθέστατη τόσο από πλευράς του κ. Βασιλακόπουλου όσο και από πλευράς της κας Τσόλκα.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όμως και με αυτό θα τελειώσω ότι εδώ δεν βρισκόμαστε ούτε σε αίθουσα σεμιναρίου, ούτε σε βήμα πολιτικών μανιφέστων. Οι αρκετές και πολλές σοβαρές αγορεύσεις των Συνηγόρων της Υπερασπίσεως κινήθηκαν μεταξύ αυτών των δύο άκρων. Και τα δύο άκρα αυτά ανεξάρτητα του εάν ενδεχομένως εξυπηρετούν μία υπερασπιστική τακτική μάλλον προφανή, είναι εκτός αντικειμένου.
Διότι εκείνο στο οποίο κανείς θα έπρεπε να επικεντρωθεί είναι εάν οι συγκεκριμένες πράξεις, δηλαδή οι ανθρωποκτονίες και οι απόπειρες όποιες και αν είναι αυτές μπορούν να προσδώσουν τον χαρακτήρα του πολιτικού εγκλήματος, μπορούν μάλλον να τύχουν του χαρακτήρα του πολιτικού εγκλήματος.
Βεβαίως μια άλλη παρεξήγηση η οποία εδώ εμφυλοχωρεί συνεχώς, είναι η εξής: η πολιτική συζήτηση, η ιδιότητα των θυμάτων, δεν μπορούν να είναι και κριτήρια του πολιτικού εγκλήματος. Πολιτικά μπορεί να συζητήσει κανείς για οποιοδήποτε έγκλημα. Πολιτικές συζητήσεις μπορεί να εγείρει για οποιονδήποτε τομέα της κοινής εγκληματικότητας. Μπορεί και για τα ναρκωτικά και για οποιαδήποτε άλλη κοινή εγκληματικότητα να κάνει ατέρμονες πολιτικές συζητήσεις.
Οι πολιτικές όμως συζητήσεις δεν προσδίδουν στο έγκλημα τον χαρακτήρα του πολιτικού εγκλήματος, όπως δεν του προσδίδει τον χαρακτήρα του πολιτικού εγκλήματος το γεγονός της ιδιότητας του οποιοδήποτε θύματος, δηλαδή αν το οποιοδήποτε θύμα ήταν βουλευτής ή επιχειρηματίας ή δημοσιογράφος ή ξένος διπλωμάτης ή οτιδήποτε. Αλίμονο αν αυτά ήταν τα κριτήρια.
Αν τα κριτήρια ήταν η ιδιότητα του θύματος προσδεδεμένη σε κάποιο θολό υποκειμενικό στοιχείο, τότε βεβαίως το εύσημον του πολιτικού εγκλήματος θα επωλείτο φτηνά εις την αγορά.
Το πολιτικό έγκλημα όμως, είτε αυτό το πάρουμε σαν μια αναγνώριση εκ μέρους του νομοθέτη μιας μικρότερης ηθικής απαξίας της πράξης, είτε το πάρουμε σαν ένα μέσον κοινωνικής ειρήνευσης όπως αναφέρθηκε, σε καμία από αυτές τις δύο περιπτώσεις δεν μπορεί να αποτελέσει μείζονα πρόταση για την υπαγωγή των συγκεκριμένων ενεργειών στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος.
Ξεχνάμε, κύριε Πρόεδρε και κύριοι Δικαστές, ότι αντιμετωπίζουμε πρωτίστως δολοφονίες. Δολοφονίες και απόπειρες δολοφονιών και άλλα πολλά συμπαρομαρτούντα, συναφή και συσχετιζόμενα εγκλήματα. Αυτό το ξεχνάμε. Πελαγοδρομούμε στις θεωρίες περί πολιτικού εγκλήματος, όταν ήδη η αντίστροφη ερώτηση «γιατί να υπάρχει το πολιτικό έγκλημα;› αποκλείει την οποιαδήποτε υπαγωγή των συγκεκριμένων ενεργειών στην έννοια αυτή.
Βεβαίως αντιλαμβάνομαι ότι η Υπεράσπιση πρέπει να κάνει τη δουλειά της. Από την άλλη μεριά και η Πολιτική Αγωγή πρέπει να κάνει τη δουλειά της και να βοηθήσει όσο γίνεται πιο σύντομα και σαφώς να αρθούν οι τόσο βολικές για τους κατηγορούμενους ομίχλες, ομιχλώδεις κατασκευές, ανύπαρκτες, άνευ αντικειμένου, γεμάτες βερμπαλισμό και αγωνία για την τελική έκβαση.
Όλα αυτά πρέπει να φύγουν από την μέση και να μείνει η καθαρά νομική και ηθική εκτίμηση συγχρόνως, γιατί το ένα δεν είναι ξένο προς το άλλο, των συγκεκριμένων εγκλημάτων. Σας ευχαριστώ.
(Διαλογικές συζητήσεις)
Κ.ΚΑΠΕΛΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, αν μου επιτρέπετε, είναι οι περιπτώσεις των αστυνομικών Δημητρακόπουλου, Μυτιλούδη και Σαρπαλιά για τους οποίους και παρίσταμαι ως πολιτικός ενάγων για την έκρηξη στο Κάραβελ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι κ. Καπελάκη για το CARAVEL. Είχα δώσει τον λόγο.
Κ. ΚΑΠΕΛΑΚΗΣ: Το γνωρίζω κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στο τέλος όμως. Δεν θα χάσω τη σειρά. Δεν είναι σωστό. Ο κ. Γιαννίδης μίλησε. Ο κ. Λυκουρέζος είναι εδώ; Όχι. Μετά τον Ρόναλντ Στιούαρτ ήταν ο κ. Αναγνωστόπουλος, δεν ξέρω αν είναι κανένας άλλος να μιλήσει. Ο κ. Τζανετής, είναι του Μπουλουμπακτσί. Θέλει;
Α. ΤΖΑΝΕΤΗΣ: Θα ήθελα πολύ σύντομα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ελάτε. Να σας πω ποιοι είναι μετά. Μετά είναι Μπουλουμπακτσί, μετά είναι Γεωργίου, Γκεοργκί, πως μας το είπε ο κ. Γιαννίδης, Εξάρχεια, Σεπόλια, Παλαιοκρασσάς, Παπαδημητρίου, Βρανόπουλος, Σαπακίογλου, MEGA CHANNEL, Αμερικάνικη Πρεσβεία, Περατικός, Στίβεν Σόντερς, Ξηντάρας, ΕΛΠΑ, Μαρινόπουλος, Πεντελικό, Τσάντες. Για να ξέρετε με ποια σειρά είναι γραμμένα. Όποιος έχει παραλειφθεί όπως κάναμε κι από κει θα το δώσουμε στο τέλος.
Ελάτε παρακαλώ. Ο κ. Τζανετής έχει τον λόγο.
Α.ΤΖΑΝΕΤΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, όσα αναπτύχθηκαν σχετικά με την φύση του πολιτικού εγκλήματος από τους προλαλήσαντες συναδέλφους, είναι επαρκέστατα και εμπεριστατωμένα, ολίγα θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και αυτά νομίζω τα οποία μπορούν να συνεισφερθούν και ίσως έχουν αξία για την παρούσα υπόθεση, είναι η αντιδιαστολή μεταξύ αμιγούς και συνθέτου πολιτικού εγκλήματος.
Τα αμιγή πολιτικά εγκλήματα είναι ελάχιστα. Είναι αυτά τα οποία έχουν ως στοιχείο της ίδιας της αντικειμενικής τους υπόστασης την προσβολή του πολιτεύματος κι αυτά είναι μόνο τα εγκλήματα των άρθρων 135 και 136 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή της εσχάτης προδοσίας και των προπαρασκευαστικών πράξεων αυτής.
Αντιθέτως, τα σύνθετα πολιτικά εγκλήματα και μόνο για σύνθετο πολιτικό έγκλημα μπορούμε να ομιλήσουμε στην προκειμένη περίπτωση, είναι εκείνα κατά τον ορισμό που έχει δώσει ο ¶ρειος Πάγος σε μια παλιά απόφαση, την 241 του 1921, τα οποία τελούν εν συναφεία προς αμιγές πολιτικό έγκλημα, πράττονται προς επιτυχία του εγκλήματος αυτού και προσβάλλουν ιδιωτικά δικαιώματα. Δηλαδή οι πράξεις ανθρωποκτονιών, ληστειών, εκρήξεων κλπ. για τις οποίες κατηγορούνται οι παρόντες κατηγορούμενοι, θα πρέπει να εξετάσουμε αν συγκεντρώνουν αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συνθέτου πολιτικού εγκλήματος.
Η απάντηση είναι σαφέστατα αρνητική κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, διότι απουσιάζει το αμιγές πολιτικό έγκλημα εις προπαρασκευήν του οποίου ετελέστηκαν οι πράξεις αυτές. Και βεβαίως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμιγές πολιτικό έγκλημα η πράξη του 187, όχι μόνο γιατί το 187 δεν έχει στην ίδια την αντικειμενική του υπόσταση το στοιχείο της προσβολής του πολιτεύματος, αλλά επειδή είναι ένα έγκλημα αφηρημένης διακινδυνεύσεως. Δηλαδή δεν μπορεί από τη φύση του να στοχεύει αμέσως και ευθέως ως απαιτεί ο ¶ρειος Πάγος για την πλήρωση της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος στην ανατροπή της καθεστηκυίας τάξεως.
Το δεύτερο όμως και σπουδαιότερο είναι το εξής: γίνεται παγίως δεκτό ότι το σύνθετο πολιτικό έγκλημα αναβιβάζεται σε πολιτικό έγκλημα υπό την προϋπόθεση ότι είναι απολύτως απαραίτητο για την τέλεση του αμιγούς πολιτικού εγκλήματος.
Η εννοιολογική αυτή αντιδιαστολή έχει γίνει στην απόφαση του Εφετείου για τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου, στην οποία ορθώς έγινε δεκτό ότι η μεν εσχάτη προδοσία είναι αμιγές πολιτικό έγκλημα, η δε στάση η οποία προηγήθηκε αυτής και ήταν το αναγκαίο προαπαιτούμενο για να τελεστεί το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας είναι σύνθετο πολιτικό έγκλημα.
Επομένως για να εισέλθω τώρα και στην περίπτωση για την οποία σας αγορεύω, για την περίπτωση των Τούρκων διπλωματών, θα αναρωτηθεί κανείς πρώτον, ήταν απολύτως αναγκαία η δολοφονία των Τούρκων διπλωματών για την ανατροπή της εν Ελλάδι καθεστηκυίας τάξεως; Νομίζω ότι όποιος δώσει καταφατική απάντηση, μάλλον παραλογίζεται.
Δεύτερον και ίσως και πιο εύγλωττο. Είναι δυνατόν να επιχειρείται ανατροπή της εν Ελλάδι καθεστηκυίας τάξεως δια της δολοφονίας ξένων διπλωματών οι οποίοι δεν είναι καν εκφραστές, δεν ενσαρκώνουν, δεν είναι θεσμικά όργανα της εν Ελλάδι καθεστηκυίας τάξεως; Πως είναι δυνατόν μια δολοφονία ξένων υπηκόων να έχει επενέργεια στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, αυτό δεν μπορώ να το κατανοήσω και το αφήνω στην κρίση σας.
Αυτά ως προς το πολιτικό έγκλημα αξιότιμοι κύριοι Δικαστές. Νομίζω ότι δεν τίθεται θέμα χαρακτηρισμού των πράξεων ως συνθέτων πολιτικών εγκλημάτων και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί η σχετική ένσταση.
Ως προς δεύτερο σκέλος της ενστάσεως, δηλαδή ως προς την αιτίαση των κατηγορουμένων ότι με την υπαγωγή της εκδικάσεως των ανθρωποκτονιών στο Δικαστήριο σας αντί του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, το οποίο ήταν αρμόδιο όταν τελέστηκαν οι πράξεις, θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
Η διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2928/2001 είναι σαφέστατα δικονομική αφού καθορίζει αρμοδιότητα και είναι παγία η θέση της νομολογίας ότι οι δικονομικές διατάξεις εφαρμόζονται αναδρομικώς. Βεβαίως έχει υποστηριχτεί στην θεωρία η άποψη ότι όταν οι δικονομικές διατάξεις ενέχουν σπέρμα ουσιαστικής διατάξεως θα πρέπει να απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή τους.
Όμως εδώ διερωτώμαι πως είναι δυνατόν μια διάταξη η οποία καθορίζει απλώς αρμοδιότητα να καθιστά χείρονα τη θέση των κατηγορουμένων. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων είναι αυστηρότερο δικαστήριο από το Μικτό Ορκωτό ώστε να τίθεται θέμα απαγορεύσεως της αναδρομικής εφαρμογής της δικονομικής διατάξεως.
¶λλωστε παρόμοιο θέμα αντιμετωπίστηκε προ δεκαετίας με την τροποποίηση που έγινε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 1897/1990, το οποίο κατά παραπλήσιο τρόπο υπήγαγε στην αρμοδιότητα των τριμελών Εφετείων πράξεις ανθρωποκτονίας, οι οποίες τελούσαν εν συναφεία προς το κακούργημα της διατάραξης της αεροπλοϊας.
Και έκρινε η νομολογία, η απόφαση του 5μελούς Εφετείου Αθηνών, η 257/1993, ότι με τη διάταξη αυτή δεν πλήττεται η αρχή του φυσικού δικαστή ακριβώς επειδή είναι επιτρεπτή η αναδρομική εφαρμογή των δικονομικών νόμων.
Στην προκειμένη περίπτωση, το ερώτημα είναι αν καλώς ή κακώς ασκήθηκε δίωξη για κακουργηματική παράβαση του άρθρου 187. Αν καλώς ασκήθηκε δίωξη για την κακουργηματική αυτή παράβαση, αυτομάτως εφαρμόζεται και το δικονομικό επακόλουθο αυτού του χαρακτηρισμού, που είναι βεβαίως η υπαγωγή της πράξης στο Δικαστήριο σας.
Υποστηρίχτηκε από την πλευρά της Υπερασπίσεως ότι και επί διαρκών εγκλημάτων θα πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 2. Μας λέγουν δηλαδή ότι επειδή οι παρόντες κατηγορούμενοι τέλεσαν το έγκλημα τους, αν το τέλεσαν, αυτό θα το κρίνετε εσείς βεβαίως, σε χρονική έκταση η οποία κατελήφθη από δύο νόμους, το παλιό 187 που ήταν σε βαθμό πλημμελήματος και το καινούριο 187 που είναι σε βαθμό κακουργήματος, θα πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 2.
Είναι μια καινοφανής άποψη. Η νομολογία παγίως δέχεται ότι επί διαρκών εγκλημάτων εφαρμόζεται ο νόμος ο οποίος καταλαμβάνει την πράξη σε οποιαδήποτε στιγμή της τελέσεως της, σας αναφέρω ενδεικτικώς την 1177/1990 απόφαση του Αρείου Πάγου δημοσιευθείσα στα «Ποινικά Χρονικά› ΜΑ 421.
Η άποψη των κατηγορουμένων παραβλέπει το εξής: ότι το άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα ομιλεί για δύο διαφορετικούς νόμους οι οποίοι ισχύουν κατά την τέλεση της πράξης και κατά την εκδίκαση. Εδώ δεν έχουμε διαφορετικό καθεστώς μεταξύ τελέσεως και εκδικάσεως.
Από τη στιγμή που η τέλεση καταλαμβάνεται, σε όσους από τους κατηγορούμενους καταλαμβάνεται, από την κακουργηματική διάταξη του 187, θα ισχύσει και γι’ αυτούς και συμπίπτει ο νόμος τέλεσης με τον νόμο της εκδίκασης. Επομένως δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της επιεικέστερης διατάξεως, του 187 του παλαιού, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με τον 2928.
Επομένως και η ένσταση περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου σας είναι αβάσιμη και να συμπληρώσω κλείνοντας το εξής: ότι η απώλεια του πρωτείου της αρμοδιότητας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου στα κακουργήματα δεν συντελείται για πρώτη φορά με την υπαγωγή της παραβάσεως του 187 στο Τριμελές Εφετείο αντί στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Το κακό έχει γίνει από παλιά.
Το θέμα είναι από τη στιγμή που το Σύνταγμα παρέχει στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια αυτή, η καταχρηστική αν θέλετε άσκηση του δικαιώματος αυτού από τον νομοθέτη και η αντιστροφή του κανόνα σε εξαίρεση, νομίζω είναι κάτι το οποίο εκφεύγει από τον έλεγχο του Δικαστηρίου σας.
Η τυπική συνταγματικότητα θα κριθεί με βάση το αν παρέχεται από το Σύνταγμα η εξουσία στον κοινό νομοθέτη να παίρνει κακουργήματα από το Μικτό Ορκωτό και να τα διαβιβάζει στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Εφόσον παρέχεται από το Σύνταγμα αυτή η δυνατότητα, κάθε νομοθετική επιλογή σ’ αυτή την κατεύθυνση είναι συνταγματική. Επομένως πρέπει να απορριφθεί και η δεύτερη ένσταση ως προς την αναρμοδιότητα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η ώρα είναι 12:30 να κάνουμε ένα διάλειμμα.
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ