Πολιτική
Τετάρτη, 12 Μαρτίου 2003 18:54

Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (12/3/2003) Μέρος 5/7

Γ΄ ΜΕΡΟΣ

13:06 – 15:09

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που διακόπηκε. Ο κ. Τζανετής μίλησε τελευταίος. Να πηγαίνουμε με τη σειρά τις υποθέσεις. Στα Εξάρχεια είμαστε τώρα. Κύριε Παπαδημητρίου, έχετε τον λόγο.

Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Κύριε Πρόεδρε και για τον εαυτό μου, αλλά επειδή μου είπε ο κ. συνάδελφος ότι συντρέχει ειδική περίπτωση...

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επομένως παραχωρούμε.

Α. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: Μας δημιουργήσατε πρόβλημα χωρίς πρόθεση. Μας υπομνήσατε ότι πρέπει να είμαστε συντομότεροι. Επειδή είναι δίκαιο αυτό που μας είπατε και ορθό, γι αυτό το λόγο μας δημιουργήσατε και το πρόβλημα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ¶λλωστε η συμπύκνωση του νοήματος είναι μια φοβερά δύσκολη διεργασία, δεν είναι εύκολο να τα πεις λιγότερα όλα μαζί. Έτσι είναι, το ξέρω. Λοιπόν, εσείς για ποιον μιλάτε αυτή την ώρα;

Α. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: Για τον κ. Παλαιοκρασσά, την κα Παλαιοκρασσά και τον οδηγό, ?εχθρό του λαού›, τον Φωτεινόπουλο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα, σας ακούω.

Α. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: Κύριοι Δικασταί, «τρομοκρατία είναι ο τρόμος που προξενούν στον μηχανισμό του κράτους οι αντάρτες των πόλεων. Εις απάντησιν του τρόμου, τον οποίον προκαλεί στις λαϊκές μάζες το κράτος›. Ο ορισμός της τρομοκρατίας, από τα χείλη του αρχαγγέλου της τρομοκρατίας, θηλυκού γένους, Ουλρίκε Μάινχοφ.

Να λοιπόν ένας ορισμός ειλικρινής από τρομοκράτες οι οποίοι δεν είχαν να σταθμίσουν τίποτα, να σκεφτούν τίποτα, ήταν προορισμένοι να πεθάνουν και να κάνουν όσο κακό μπορούσαν ως τρομοκράτες, ως τη στιγμή που θα έκλειναν τα μάτια τους. Με ένα είδος ανταλλαγής τρόμου τώρα. Αυτό το οποίο διαισθάνεται κανείς ότι βλέπει κάτω από τις πράξεις των δικαζομένων σήμερα, κυρίων κατηγορουμένων.

Επομένως, η τρομοκρατία δεν αποτελεί πολιτικό όρο, όπως ηκούσθη. Δεν αποτελεί πολιτική πράξη. Διότι αν απετέλει πολιτική πράξη και ανεζητείτο όπως σε κάθε πολιτική πράξη ο πολιτικός διάλογος, η χρήσις του 45αριού για να πείσει κανείς τον πολιτικό του αντίπαλο, είναι τόσο αποτελεσματική, ώστε δεν ελπίζει να πάρει και καμία απάντηση. Και επίσης, το 97 παρ. 1 του Συντάγματος που λέει ότι τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από τα Μικτά Ορκωτά, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκροτήσει δυνατότητα αναγνώρισης της τρομοκρατίας ως πολιτικής δράσης.

Αυτός είναι ορισμός παγκοσμίου πρωτοτυπίας. ¶κουσα ότι ελέχθη με πολύ σεβασμό και μπορώ να πω ότι από το 97 παρ. 1 διαγράφεται δυνατότης της τρομοκρατίας, της αναγνωρίσεως ως πολιτικής δράσης; Μόνο αυτό δεν συνάγεται. Τι συνάγεται;

Κύριοι Δικασταί, αν εξετάσουμε τις πηγές εκείνες οι οποίες μιλούν για πολιτικό έγκλημα, θα δούμε τι είναι πολιτικό έγκλημα ή, για την ακρίβεια, τι δεν είναι πολιτικό έγκλημα.

Κατ’ αρχήν, δεν πρόκειται για αυτοτελές ανεξάρτητο έγκλημα, σε καμία περίπτωση, γιατί λείπει το βασικό στοιχείο του εγκλήματος, που είναι το στοιχείο της νομικής περιγραφής. Η νομοτυπικότητα που λένε οι συνάδελφοι της Θεσσαλονίκης, η ειδική πρόβλεψη που λέει ο Ανδρουλάκης σε μας, το γεγονός ότι η πράξις πληροί τους ειδικούς συστατικούς όρους ενός εγκλήματος γραμμένου.

Λοιπόν, αυτοτελές έγκλημα δεν είναι δυνατό να λεχθεί ότι υπάρχει. Τι είναι όμως το πολιτικό έγκλημα; Για να δούμε αν μπορεί να έχει τελεσθεί στην περίπτωση των κ.κ. κατηγορουμένων.

Πάμε στο άρθρο 30 του Κ.Π.Δ.:

«Στα πολιτικά εγκλήματα καθώς και στα εγκλήματα από τα οποία μπορούν να διαταραχθούν οι διεθνείς σχέσεις του κράτους, ήδη έχουμε μία πρώτη ένδειξη από το γεγονός ότι εξισούνται κατά την μεταχείρισή των, με αυτά τα εγκλήματα, τα κανονικά εγκλήματα, τις νομοτυπικές μορφές εγκλημάτων, οι οποίες μπορούν να διαταράξουν τις διεθνείς σχέσεις του κράτους, τότε ο Υπουργός της Δικαιοσύνης, έχει το δικαίωμα με προηγουμένη σύμφωνη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, να αναβάλλει την έναρξη της ποινικής δίωξης, ή να αναστείλει την ποινική δίωξη. Και αυτή η αναστολή σταματάει όταν αρχίζει η διαδικασία σας, η συζήτησις στο ακροατήριο›.

Κύριοι Δικασταί, ξέρετε εσείς κανένα έγκλημα που να μπορεί να το χαρίσει στους δράστες του ο Υπουργός της Δικαιοσύνης μετά σύμφωνον γνώμην του Υπουργικού Συμβουλίου; Να υπάρχει τέτοιο έγκλημα; Απλώς δεν πρόκειται περί εγκλήματος, εκ προοιμίου πιστεύω ότι πρόκειται περί ετικέτας, την οποίαν επικολλά η πολιτική εξουσία, πάνω σε ορισμένα συγκροτημένα ειδικώς υπάρχοντα εγκλήματα, για να ρυθμίσει τη μεταχείρισή τους και ενδεχομένως να παράσχει αμνηστία. Μόνον στα πολιτικά εγκλήματα παρέχεται αμνηστία. Σε κανένα άλλο. Επομένως, το εργαλείο για την παροχή αμνηστίας, είναι το πολιτικό έγκλημα.

Χωραφάς:

«Υπάρχουν εξαιρετικαί περιστάσεις εκ λόγων γενικοτέρας πολιτικής, χάριν της γαλήνης, της ομόνοιας και του κρατικού συμφέροντος εν ορισμένη πολιτική κοινωνία, επιβάλλεται είτε διά πράξεως του ανωτάτου άρχοντος, είτε διά νομου, αποσβεσθεί η ποινική αξίωση της πολιτείας, διά ορισμένα εγκλήματα›.

Τους χαρίζουμε δηλαδή τα εγκλήματα διά λόγους πολιτικής σκοπιμότητος. Και αυτό το ονομάζουμε αμνηστία. Θα μπορούσαμε να το λέγαμε και «αμνησία›, διότι η αμνηστία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνον η λήθη του αδικήματος. Όχι μία λήθη που επέρχεται διά της παραγραφής, με την πάροδο του χρόνου, αλλά αναγκαστική διότι την επιβάλλουν οι συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις, η διατήρησις της γαλήνης του κράτους, του κοινωνικού συνόλου.

Μαγκάκης:

«Η αμνηστία προβλέπεται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα. Αυτό σημαίνει ότι η αμνηστία είναι θεσμός που αποβλέπει στο να δώσει διέξοδο σε περιπτώσεις σφοδρών εσωτερικών πολιτικοκοινωνικών συγκρούσεων, στις οποίες έχει εμπλακεί και η δικαιοσύνη και να συντελέσει στην καταπολέμηση εθνικού διχασμού και στην αποκατάσταση πολιτικής ομαλότητος›. Παρέχεται πριν και μετά κτλ.

Αυτά τι σημαίνουν; Αυτά σημαίνουν ότι το κράτος επιφυλάσσει σε αυτόν το δικαίωμα για λόγους καθαρά σκοπιμότητος, ορισμένα εγκλήματα τα οποία, λόγω της μαζικότητάς τους, κάτι που άκουσα να αντικρούει η Υπεράσπιση, δε συμφέρει βέβαια, διότι η μαζικότης είναι κάτι που χρειάζεται για να κλονίσει τη γαλήνη, διότι ένας-δύο άνθρωποι όταν σκοτώσουν άλλους πέντε έξι, ή είκοσι, άλλους τριάντα, δεν διαταράσσεται καμία γαλήνη του κράτους, ούτε ανακύπτει η περίπτωσις να τους το χαρίσουμε, διότι πρέπει να ηρεμήσουμε κοινωνικά, να αποκαταστήσουμε τη γαλήνη μας και να αποτρέψουμε, να απομακρύνουμε, να εκδιώξουμε την πολιτική διχόνοια. Αυτό λοιπόν είναι το πολιτικό έγκλημα.

Ήκουσα από την πλευρά -θα έλεγα ότι είναι ένας δικαιολογητικός λόγος χορηγήσεως αμνηστίας, όπως συνάγεται από το 97 παρ. 1, 47 παρ. 3 και 30 του Κ.Π.Δ.- ότι από δω και πέρα εισβάλλει η θεωρία του Ποινικού Δικαίου, διότι το Ποινικό Δίκαιο έχει να αντιμετωπίσει αν μη τι άλλο να εξετάσεις τις προθέσεις της πολιτικής σκοπιμότητος, πρέπει να ρυθμίσει τα εγκλήματά του, τα δικά του πια, τις διάφορες ειδικές υποστάσεις οι οποίες ετικετάρονται από την εξουσία την πολιτική. Και είναι υποχρεωμένος να κάνει τις σταθμίσεις του.

Πριν από αυτά, υπήρξε μία άποψη. Αντικρούσθη από την άλλη πλευρά και από τη δική μας σποραδικώς, η εκδοχή ότι κατά τη διάρκεια του δημοκρατικού καθεστώτος δεν είναι δυνατό να υπάρξει -αυτό δείχνει μία αντικειμενική αντίληψη την οποία μοιραία θα πρέπει να δεχθούμε για να μπορεί να εφαρμοσθεί η ύπαρξη ενός εννόμου αγαθού που λέγεται δημοκρατία, δημοκρατική τάξη κτλ., η οποία προσβάλλεται.

Αλλά οι κύριοι κατηγορούμενοι, για να θεμελιώσουν το πολιτικό έγκλημα, προσφεύγουν, καταφεύγουν στην υποκειμενική θεωρία. Στην υποκειμενική θεωρία υπό ευρεία έννοια. Δηλαδή δεν εξετάζουμε τίποτε άλλο παρά μόνο τον σκοπό μας, τις προθέσεις μας, τα κίνητρά μας. Από κει και πέρα, η δημοκρατία είναι ή οτιδήποτε άλλο είναι, αυτή είναι κεκαλυμμένη, εφ’ όσον κατά τη θεωρία που ασπάζονται, αρκούνται στα κίνητρα τα προσωπικά τους.

Η θεωρία λοιπόν του Ποινικού Δικαίου, γνωρίζει την αντικειμενική θεωρία όπως ακούσατε, του αμιγούς πολιτικού εγκλήματος, αρχίζουμε από τη «Ηochverrat› των Γερμανών, την εσχάτη προδοσία και προχωρούμε στην προσβολή της ακεραιότητος της χώρας. Υπάρχουν αποφάσεις που δεν το δέχονται, υπάρχουν αποφάσεις κυρίως στη θεωρία γνώμες, που δέχονται ότι και αυτό το έγκλημα, η προσβολή της ειρήνης του κράτους, η οποία έχει ανταπόκριση εδώ σε σχετικό έγκλημα κτλ. κτλ.

Αυτή είναι η αμιγής θεωρία η οποία βέβαια κάμπτεται, όπως κάμπτονται όλες οι θεωρίες όταν προσβαλλόμενο αγαθό είναι το υπέρτατο αγαθό της ζωής. Ο σεβασμός του αγαθού της ζωής κύριοι Δικασταί, αποτελεί την πνοή, το ουσιαστικό περιεχόμενο όλων των ποινικών απόψεων του τελευταίου της εποχής μας.

Ζούμε σε μία εποχή αποθεώσεως της ανθρώπινης ζωής. Γι’ αυτό το λόγο καταργήθηκε και η ποινή του θανάτου. Διότι εάν κανείς δολοφονήσει 50 ή 100 ανθρώπους και δικαστεί, δεν μπορεί να του επιβάλλει κανείς την ποινή του θανάτου. Γιατί; Γιατί είναι απόλυτο αγαθό η ζωή. Δεν σταθμίζεται με τίποτα. Στη στάθμιση, βαρύνει.

Ακόμη λοιπόν και το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, όταν –σας ανεγνώσθη νομίζω- όταν αποτελεί στη σύμβαση με τις ΗΠΑ άρθρο 3 της συμβάσεως εκδόσεως με ΗΠΑ και στην Αλβανία, Τσεχοσλοβακία, Βουλγαρία, υπάρχει παντού, η πράξη που αφορά στο φόνο, την αναίρεση ή τη φαρμακία, υπό τετελεσμένη ή υπό εν αποπείρα μορφή κατά της ζωής του ανωτάτου άρχοντος ή του αρχηγού ξένου κράτους ή ενός των συγγενών του, δεν είναι πολιτικό έγκλημα.

Εξαίρεσις για την προσβολή της ζωής ορισμένου προσώπου μέσα στα πλαίσια της αμιγούς αντικειμενικής θεωρίας. Πράγματι, και αυτό θα έπρεπε να τονιστεί περισσότερο. Από την αναδρομή σε θεωρίες, οι οποίες θεωρίες, κατ’ αρχήν δεν υπάρχει ακόμη παγία γνώμη για το πώς λέγονται. ¶λλοι εννοούν την στενή αντίληψη, την υποκειμενική θεωρία υπό στενή αντίληψη, άλλοι υπό ευρεία έννοια, άλλοι την υποκειμενική θεωρία υπό στενή αντίληψη την θεωρούν αντικειμενική υπό ευρεία, κτλ. κτλ.

Αυτό το οποίο ενδιαφέρει εδώ, είναι αυτό το οποίο υποστηρίζουν οι κ.κ. κατηγορούμενοι: Ότι ακολουθούμε την εν ευρεία εννοία ή την απόλυτον, εάν θέλετε, υποκειμενική θεωρία. Παραλείπω νομολογίες, γιατί τα ακούσατε άλλωστε, δεν χρειάζεται να τα ξαναλέμε.

Κύριοι Δικασταί στο σημείο αυτό θα παρακαλέσω για την προσοχή σας τα επόμενα ολίγα λεπτά. Αναφέρομαι στην εν ευρεία εννοία υποκειμενική θεωρία, υπό την οποία και μόνον είναι δυνατή η συγκρότηση του πολιτικού εγκλήματος σε σχέση με τις πράξεις που κατηγορούνται οι κύριοι κατηγορούμενοι.

Θα γίνω συγκεκριμένος: Διαβάζω ένα κείμενο, πολύ λίγες σειρές, του οποίου τον συγγραφέα θα αποκαλύψω μόλις τελειώσει.

«Για να φτάσει ο πολιτικός εγκληματίας το στόχο του, πρέπει αν προσβάλλει θέλοντας και μη, έννομα αγαθά και γι’ αυτό το έγκλημά του εμφανίζεται πάντα ως σύνθετον›. (Υπό ποία έννοια σύνθετο, θα το δούμε αμέσως μετά).

Το κράτος είναι ένα έννομο αγαθό, το οποίο, το ίδιο το κράτος κ.κ. Δικασταί, είναι περιχαρακωμένο από σωρεία άλλων, εκατοντάδων εννόμων αγαθών τα οποία πρέπει να προστατεύονται για να συντηρείται το βασικό έννομο αγαθό που είναι το κράτος. Ανθρώπινες ζωές, σωματικές ακεραιότητες, εγκαταστάσεις, σιδηρόδρομοι, τα πάντα. Όλα αυτά πρέπει να συντηρούνται, να προστατεύονται, χάριν της προστασίας του κράτους.

Επομένως, για να φτάσει ο «επαναστάτης› -να πω σε πρώτο χρόνο- σ’ αυτό που θέλει, να προσβάλλει το κράτος, πρέπει να περάσει από όλα αυτά τα αγαθά που η προσβολή τους, σε σχέση με το αντικειμενικό κριτήριο, διότι όπως θα δούμε το Ποινικό ελληνικό Δίκαιο ρυθμίζει, δομεί το έγκλημα με το αντικειμενικό κριτήριο, ότι και να κάνουμε, εδώ δεν μπορούμε να το αλλάξουμε με τίποτα, έχουμε Ποινικό Κώδικα Χωραφά, σπουδάσαντα εις το Μόναχο, μαθητή του Μπέλινγκ, ο οποίος σ’ αυτή τη δουλειά, η συστηματική του έγκειται στο ότι τα αντικειμενικά στοιχεία θεμελιώνουν το άδικο, υποκειμενικά τον καταλογισμό.

Επομένως λοιπόν, εδώ όπου κριτήριο της αντικειμενικής θεωρίας ισχύει, το έγκλημα είναι κοινό. Το να προσβάλλεις έννομα αγαθά για να φτάσεις εις την προσβολήν του κράτους, τότε το έγκλημα είναι κοινό. Διότι όπως είπε και ο κ. Αναγνωστόπουλος στην αρχή, στο σύνθετο έγκλημα θα πρέπει το πρώτο συνθετικό του εγκλήματος, το πολιτικό, να είναι έγκλημα αμιγώς πολιτικό και να ακολουθούν και τα άλλα.

Πέραν του ότι κύριοι Δικασταί, θα πρέπει να κάνουμε μία εξαίρεση και να την επαναλαμβάνουμε συνεχώς. Ποτέ δεν μπορεί να αποτελεί μέσον για την επίτευξη οιουδήποτε σκοπού, η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Δεν θα βρείτε αντίθετη θεωρία που να σας λέει, πλην της υποκειμενικής. Γιατί όμως; Διότι η υποκειμενική θεωρία, το σύστημά μας είναι με το αντικειμενικό κριτήριο αυτό.

Όπου υπάρχει άδικον στηριζόμενον στην προσβολή εννόμου αγαθού, όπως στο δικό μας, από κει και πέρα έχετε να κάνετε με αξιόποινο πράξη. Το κίνητρο, ο σκοπός, είναι υποκειμενικοί όροι οι οποίοι θεμελιώνουν τον καταλογισμό.

Επομένως, πρέπει να υποκαταστήσετε το έννομο αγαθό, να το εξαλείψετε από την έννοια του εγκλήματος για να μπορεί το κίνητρο, ο υποκειμενικός σκοπός να σας οδηγήσει στο να χαρακτηρισθεί η προσβολή οιουδήποτε εννόμου αγαθού, ως πολιτική. Πέραν του ότι η έννοια του εγκλήματος, στηρίζεται και σε άλλες αρχές, όπως στη σύγκριση των προσβαλλομένων αγαθών σε περίπτωση συγκρούσεως.

Όταν λοιπόν συγκρούονται αγαθά τα οποία προσβάλλονται και σε αυτή την περίπτωση το «πολιτικό έννομο αγαθό› που έχει μέσα στο μυαλό του ο τρομοκράτης ή ο δράστης ή ο κύριος κατηγορούμενος, όταν αυτό συγκρούεται με άλλα έννομα αγαθά, πρέπει να γίνει στάθμισις.

Επομένως υπό το κράτος της υποκειμενικής θεωρίας, η οποία αντικαθιστά ως παρέχων πράγματα, αντικαθιστά την έννοιαν της προσβολής του εννόμου αγαθού, με την πρόθεση, με το σκοπό, με το κίνητρο του δράστη αυτή η έννοια δεν είναι νοητή σε μια έννομο τάξη, στην οποίαν ο άδικος χαρακτήρ στηρίζεται στην προσβολή εννόμου αγαθού.

Εμμονή στην ιδεολογική αφετηρία της, αποτελεί η υποκειμενική θεωρία για το πολιτικό έγκλημα. Σύμφωνα με αυτήν, το πολιτικό κίνητρο, πρέπει να δώσει το χαρακτηρισμό στη πράξη, ανεξάρτητα από το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό, αυτό που λέγαμε προηγουμένως.

Έτσι σύνθετα πολιτικά εγκλήματα, δεν υπάρχουν. Η διάκρισις είναι ή πολιτικό, ή κοινό. Ή, χρησιμοποιώ μόνον τα υποκειμενικά στοιχεία και τότε είναι πολιτικό, αδιαφορώ για τα έννομα αγαθά, αλλιώς αν συνυπολογίσω την προσβολή των νόμιμων αγαθών είναι κοινό.

Αυτή η αντίληψη, βασίζεται λοιπόν στο σκοπό της εγκληματικής πράξης και όχι στα έννομα αγαθά, που προσβάλλονται κατά την πραγμάτωσή της. Και υπάρχει και ένα ωραιότατο παράδειγμα, ότι το λάθος της απόψεως είναι φανερό. Και τώρα μου χάλασε λίγο την δουλειά η κα Τσόλκα, σε ένα σύστημα αντικειμενικού αδίκου η υποκατάσταση του εννόμου αγαθού από το σκοπό και τα εγκληματικά ελατήρια και κίνητρα δεν επιτρέπεται.

Και από κάτω το παράδειγμα του σαμποτάζ της βόμβας σε ένα θέατρο, όπου γίνεται μια διάλεξη αντιφρονούντων, δε ξέρω, οτιδήποτε άλλο και η γνώσις αυτού που τοποθετεί την βόμβα, θα υπάρξουν και θύματα. Από εκεί και πέρα, με την αρχή της συγκρίσεως των εννόμων αγαθών τα οποία προσβάλλονται και τότε δεν μπορεί να υπάρξει σκέψις ότι αποτελεί αυτή η πράξη πολιτικό έγκλημα. Μανωλεδάκης Ιωάννης. Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, μεγάλης αξίας δάσκαλος, γράφει αυτά στην επιτομή του.

Είναι ο βασικότερος εχθρός της υποκειμενικής θεωρίας, όπως την θέλουν οι κύριοι κατηγορούμενοι, για την ακρίβεια οι υπερασπιστές τους. Αυτός λοιπόν ο εχθρός, ο οποίος στη συνέχεια λεει, ότι το πολιτικό έγκλημα πρέπει να αντικατασταθεί, διότι δεν υπάρχει με τον εγκληματία τον πολιτικό, και αμέσως αρχίζει μετά μια τυπολογία του πολιτικού εγκληματία, για να καταλήξει ότι σ’ αυτή τη περίπτωση είναι δυνατόν, στα πλαίσια του 79 κατά την επιμέτρηση της ποινής, στα πλαίσια του 84 κατά την παροχή ελαφρυντικών, να ζητηθούν αυτά.

Σας τα είπα και επέμεινα, γιατί δεν ήθελα ο φίλος μου ο Γιάννης ο Μανωλιδάκης να εμφανιστεί μέχρι τέλους σ’ αυτή τη δίκη, ως περίπου θεωρητικός απολογητής της τρομοκρατίας. Είναι ο βασικότερος εχθρός της υποκειμενικής αντιλήψεως.

Τώρα πάμε στις άρχουσες, μόνο σε μια συνυποκειμενική θεωρία υπό στενή έννοια, ή έτσι ονομάζεται συνήθως. Κι εδώ έχουμε νομολογία ατελείωτη, η οποία αρχίζει από τον Τζιβανόπουλο, από την απόφαση του Αρείου Πάγου υπ’ αριθμόν 90/1906 και η οποία έχει τον ορισμό που λεει, πολιτικά εγκλήματα είναι τα σκοπόν άμεσον και κύριον έχοντα την του καθεστώτος ανατροπήν, ή την μεταβολήν θεμελιώδους κοινώς βάσεως αυτού. Θέμις Ι.Ζ. 230. Είπε ο Τζιβανόπουλος το 1906.

Έκτοτε και μέχρι σήμερα, η νομολογία του Αρείου Πάγου και η εν γένει νομολογία, συνδέει το πολιτικό έγκλημα, στο οποίον πέραν της θεμελιώσεως του αδίκου επί της προσβολής εννόμου αγαθού, προσθέτει και τον σκοπόν του δράστου, μας λέει, ή πρέπει να είναι άμεσος και κύριος σκοπός η ανατροπή της καθεστηκυίας τάξεως, ή πρέπει να είναι αναγκαίος δια την ανατροπήν, ή πρέπει να άγει αμέσως και ευθέως.

Νομολογία ολόκληρη, χωρίς εξαίρεση, πλην μιας, ενός βουλεύματος το οποίον επεκαλέσθη κατά κόρον η αξιότιμη υπεράσπιση και η οποία έκρινε τον Πόλε, τρομοκράτη της Μπαντερμάϊνχοφ της ΡΑΦ και τον έκρινε, γιατί άκουσα και κάπου, ότι οι ληστείες, ποιες ληστείες, πλημμελήματα, ο Πόλε ζητήθηκε η έκδοσή του για πλημμελήματα.

΄Εχω την απόφαση εδώ, αν θέλετε θα την έχετε κι εσείς. Για πλημμελήματα και εδέχθη η απόφασις, εδώ είναι αυτούσια, ότι πολιτικό έγκλημα είναι η πράξη που στρέφεται κατά της πολιτικής οργανώσεως του κράτους κλπ, όταν είναι και έμμεσος. Αυτό το «και έμμεσος› το οποίο δεν είχε ακουστεί ούτε ψιθυριστά από τον Τζιβανόπουλο μέχρι σήμερα που μιλάμε, το «και έμμεσος›, αμέσως προκάλεσε την αναίρεση του βουλεύματος δι’ αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέως των Εφετών και την 890/76 εν Συμβουλίω που την ανατρέπει.

Τώρα αν διώχθηκαν πειθαρχικώς και οι δικασταί, είναι μια υπόθεσις η οποία δεν μας αφορά. Αφορά την διοίκηση της δικαιοσύνης. Επομένως, δεν μπορεί να λέγεται, δεν είναι δυνατόν τα εγκλήματα τα οποία δικάζετε σήμερα, με όλη την καλή θέληση, να θεωρηθούν πολιτικά, ως αμέσως θίγοντα αυτά τα αγαθά. Αλλά επειδή έγινε και μνεία, θα αναφερθώ σε ένα δύο παραδείγματα από τα εκατό τα οποία θα μπορούσα.

Προκήρυξη 7η 15 Νοεμβρίου 1983, υπόθεση Τσάντες και Βελούτσου. «Έτσι η ενέργειά μας είναι παράλληλα και συγκεκριμένη αγωνιστική συμπαράσταση διεθνιστικής αλληλεγγύης στους λαούς της περιοχής που αγωνίζονται για ανεξαρτησία, αλλά και γενικότερα σ’ όλους τους λαούς και ιδίως τους λαούς της Κεντρικής Αμερικής και του Σαλβαδόρ, που βρίσκονται σήμερα στη πρώτη γραμμή της παγκόσμιας ένοπλης τάξης.›

Αφιερώνουμε λοιπόν αυτό το τραγούδι στους φίλους μας όλους στο κόσμο, οι οποίοι καταπιέζονται. Αυτά για δικαιολογία του φόνου του Τσάντες και του άλλου μεγάλου εχθρού της κοινωνίας του Βελούτσου. Και έχω άλλο ένα το οποίον προβάλει εδώ το μαρκάρισμά του προκλητικώς.

Προκήρυξη 21 Δεκεμβρίου ’92. Απόπειρα κατά του βουλευτή Ε. Παπαδημητρίου. Και εκεί αρχίζει: «η δικαιοσύνη όντας ανύπαρκτη γι’ αυτές τις υποθέσεις, αυτοαναιρεί τα θεμέλιά της, τους λόγους ύπαρξής της...›.

Αυτό δεν μας εμποδίζει αργότερα, αφού σκοτώσαμε και τον Ανδρουλιδάκη και τον Ταρασουλέα, να ζητάμε δίκαιη δίκη, την οποίαν όπως βλέπουν, πρέπει να ομολογήσουν ότι έχουν. Είναι κρίσις μου. ¶λλωστε αυτή είναι η πρόθεσή μας, να γίνει μια δίκαιη δίκη. Προεξοφλώ την ευτυχή κατάληξη της ευχής όλων μας.

Εδώ τώρα τι σχέση έχει ο Παπαδημητρίου; Τον χτυπάμε λοιπόν τον Παπαδημητρίου, βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας γιατί νομίζετε, τον βουλευτή Παπαδημητρίου, γνωστότερο και σαν λοχία της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, πυροβολώντας τον στα πόδια; Διαλέξανε τον Παπαδημητρίου ως εχθρό, λοχία της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, για να ανατρέψουν την καθεστηκυία τάξη, κύριε Δικασταί. ¶λλους θα έπρεπε να διαλέξουν, αν ήθελαν να ανατρέψουν την καθεστηκυία τάξη, που ούτε και τότε θα κατάφερναν να την ανατρέψουν.

Επομένως επανερχόμεθα από εκεί που αρχίσαμε, στον τρόμο που εμποιεί η ένοπλη βία και οι αντάρτες της πόλεως στο κράτος, εις απάντησιν του τρόμου που προκαλεί το κράτος στις λαϊκές μάζες, τον ορισμό της Ούλρικε Μάϊνχοφ.

Κύριοι Δικασταί, αν συνέχιζα, απλώς θέλω να αποκαταστήσω το φίλο μου τον Ανδρέα Λοβέρδο, αναφερόμενος σε όσα είπε ο κ. Βασιλακόπουλος, με την φράση του, «η πολιτική εγκληματική πράξη, μπορεί να καταλογίζεται στο πολιτικό γίγνεσθαι, να υπάρχει πολιτικά και ταυτόχρονα να τιμωρείται ο δράστης για όλα τα έννομα αγαθά που έχει προσβάλει.›

Σ’ αυτές τις θεωρίες κύριοι Δικασταί, όταν μιλάμε για έννομα αγαθά τα οποία προσβάλλονται, ιδρύουμε μια αντικειμενική θεωρία. Τώρα, το ότι ο Ανδρέας Λοβέρδος, ως πολιτικός και ως συνταγματολόγος, γιατί εδώ συντρέχουν και οι δυο ιδιότητες του κακού για μια ποινική δίκη, αποφαίνεται ότι δεν παύει το χτύπημα να είναι έγκλημα, έστω και εάν έχει πολιτικό κριτήριο. Προσβολή εννόμων αγαθών υπάρχει, τιμωρία υπάρχει. Και δεν επεκτείνεται, γιατί δεν είναι ποινικολόγος ο άνθρωπος.

Νομίζω ότι δεν θα σας απασχολήσω με τίποτα άλλο κύριοι Δικασταί, ίσως μόνο με δυο λόγια, γιατί άκουσα δυο παρατηρήσεις του κ. Μυλωνά, οι οποίες ήταν εύστοχες για τον καθηγητή Ανδρουλάκη, κορυφαίον θα έλεγα δις κορυφαίον, ο οποίος λέει, ότι ο δικονομικός νόμος έχει αναδρομική ισχύ πάντα, πλην εάν καθιστά χείρονα την θέση του κατηγορουμένου.

Και βέβαια επ’ αυτού συμφωνεί και ο κ. Καρράς, κατ’ αναφοράν στον Ανδρουλάκη, ο οποίος μάλιστα προσθέτει και τον λόγον της αντιθέτου πλευράς εντίμως, ότι δεν μπορεί να χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου. Αλλά υπάρχει και η άλλη άποψη που λέει, ότι ο νεώτερος δικονομικός λόγος είναι καλύτερος. Έτσι εξελίσσονται οι δικονομικοί νόμοι. Ερευνούν την διαμορφούμενη πραγματικότητα και βάση των συγκεκριμένων περιστατικών, εκδίδεται νόμος, ο οποίος είναι φυσικό να είναι καλύτερος.

Δεν θα πρέπει κατά την αντίθετη άποψη να δημιουργήσουμε χειροπέδη εις την εξέλιξη, χάριν του κατηγορουμένου, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι πέραν του κατηγορουμένου, υπάρχει και το κοινωνικό ζήτημα.

Καταρχήν ο Ανδρουλάκης συμμειγνύει πάντοτε ευχαρίστως δικονομικές και ουσιαστικές έννοιες, διότι θρέμμα ων της γερμανικής επιστήμης η οποία ξεκινάει από την «Constitutsio Καρολίνα›, η οποία συμμειγνύει εις το ίδιο κείμενο τη δικονομία και το ποινικό δίκαιο, ρέπει προς την ουσιαστικοποίηση και των δικονομικών διατάξεων, γι’ αυτό έρχεται και λέει, ότι δεν αλλάζει και τίποτα αν σε ένα έγκλημα απολείπεται ο άδικος χαρακτήρ ή δεν υπάρχει κίνηση ποινικής διώξεως.

Για μένα προσωπικώς υπάρχει τεραστία διαφορά μεταξύ του να ελλείπει το στοιχείο του αδίκου, επομένως να μην υπάρχει έγκλημα, από το να ελλείπει η ποινική δίωξις ενός εγκλήματος, το οποίο υπάρχει, αλλά δεν διώκεται. Μπορεί το αποτέλεσμα να είναι το ίδιο, αλλά διαφέρει. Και μάλιστα με την χαρακτηριστική φράση του Μόμσεν, ότι «το ποινικό δίκαιο και η ποινική δίκη είναι αλληλένδετα, το ένα χωρίς το άλλο, μοιάζουν με λεπίδα μαχαιριού χωρίς λαβή, ή με λαβή χωρίς λεπίδα›.

Αυτή είναι μια άποψις την οποίαν πλήρως και επιτυχημένα με κάθε ακρίβεια μετέφερε ο κ. Μυλωνάς εις την αίθουσαν, όπως και αυτή του Καρρά, αλλά ήθελα να παρατηρήσω, αντί να ασχοληθώ καν με την ύπαρξη πέραν του πολιτικού εγκλήματος με την ύπαρξη αρμοδιότητος, αναφέρομαι στις τρεις φράσεις του κ. Εισαγγελέως, εδώ έχουμε νόμο, ο νόμος το επιτρέπει. Καλές είναι οι θεωρίες, τις εξετάζουμε, αλλά όταν πρόκειται να απονείμουμε δίκαιο, κοιτάζουμε τι λεει ο νόμος. Και ο νόμος λεει, αυτό που είπε ο κ. Εισαγγελεύς.

Αλλιώς δεν μπορούμε να πάμε παραπέρα. Και ο φυσικός δικαστής, είναι ο δικαστής εκείνος τον οποίον ορίζει ο νόμος και εδώ ο νόμος σας όρισε ως δικαστές και επομένως είστε οι φυσικοί δικαστές ανεξαρτήτως εάν κληρωθήκατε μεταξύ 30 ή μεταξύ 50 ή μεταξύ 100. Αυτά είχα να πω και ευχαριστώ πολύ κύριε Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Μαύρος έχει τον λόγο.

Γ.ΜΑΥΡΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, οι έννοιες είναι ασαφείς, οι θεωρίες είναι συγκεχυμένες, η νομολογία είναι ασταθής και εν πάση περιπτώσει δεν σας δεσμεύει κατά το δικαιϊκό μας σύστημα και πολλά από τα επιχειρήματα ήταν απορριπτικά, ήταν του τύπου είναι δυνατόν αυτό να είναι πολιτικό έγκλημα; Και ακουγόταν από την άλλη πλευρά η άλλη φωνή, είναι δυνατόν αυτό, το ίδιο πράγμα, να μην είναι;

Γι’ αυτό αισθάνομαι την ανάγκη να κάνω μια προσευχή ποιητού κύριε Πρόεδρε αρχίζοντας, αυτό που είπε ο Σεφέρης σε ένα ποίημά του, παρακαλώ να μου δοθεί τούτη η χάρη να μιλήσω απλά.

Έχετε ένα πρόβλημα, της αρμοδιότητος. Για να το λύσετε, πρέπει να κάνετε δυο νοητικές εργασίες. Η μια είναι ορισμού. Να ορίσετε το πολιτικό έγκλημα. Και η δεύτερη είναι χαρακτηρισμού. Να χαρακτηρίσετε τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται οι κύριοι κατηγορούμενοι, αν δηλαδή υπάγονται εις τον ορισμόν που θα έχετε δώσει προηγουμένως. Αυτό είναι η νοητική διεργασία. Πρέπει να περάσετε απ’ αυτά τα δυο στάδια.

Πού θα τον βρείτε αυτό τον ορισμό. Ο συνταγματικός νομοθέτης και ο κοινός νομοθέτης δεν σας δίνουν ορισμούς, όπως και σε άλλες έννοιες, στο Σύνταγμα δεν έχετε ορισμό της έννοιας θρησκεία π.χ., ή τέχνη, ή οικογένεια. Και αυτό είναι εύλογο, γιατί ο νομοθέτης η δουλειά του δεν είναι να δίδει ορισμούς. Η δουλειά του νομοθέτη και του συνταγματικού και του κοινού νομοθέτη, είναι να ρυθμίζει, να οργανώνει εξουσίες και να καθορίζει συμπεριφορές.

Μήπως όμως από τις ρυθμίσεις είναι δυνατόν να συναχθεί ένας ορισμός του πολιτικού εγκλήματος; Και εννοώ βεβαίως τις ρυθμίσεις του θετικού δικαίου. Φοβούμαι πως η απάντηση εδώ είναι λίγο δύσκολη. Δεν μας λύνει το πρόβλημα η άποψη που λέει, ότι με τον 2928 δεν υπάρχει πλέον πρόβλημα, η άποψη αυτή λέει ότι ο 2928 υπήγαγε ορισμένα αδικήματα εις το Τριμελές Εφετείο, άρα δια του τρόπου αυτού απεφάνθη ότι τα αδικήματα αυτά δεν είναι πολιτικά, τι συζητούμε;

Αυτή η θεωρία έχει ένα βασικό μειονέκτημα ότι ο 2928 είναι ένας τυπικός νόμος, ο οποίος δεν μπορεί να καταργήσει το Σύνταγμα. Και από την στιγμή που το Σύνταγμα γνωρίζει την έννοια πολιτικό έγκλημα, η θεωρία αυτή, αν γινόταν δεκτή, θα ήρρυγε εις την κατάργηση του Συντάγματος.

Υπάρχει μια άλλη άποψη που ακούστηκε και αυτή, με περισσή δεξιοτεχνία θα έλεγα, ότι εκεί που ομιλεί το Σύνταγμα για πολιτικά εγκλήματα, εννοεί στην πραγματικότητα πολιτικά πλημμελήματα. Και επομένως ο όρος «κακουργήματα› του 97 παρ. 3 εδάφιο β, περιλαμβάνει και τα πολιτικά κακουργήματα.

Είναι μια άποψη γοητευτική, αλλά φοβούμαι ότι είναι μια άποψη η οποία δεν βρίσκει έδαφος εις το συνταγματικό κείμενο, δεν προκύπτει από πουθενά από το συνταγματικό κείμενο ότι ο νομοθέτης χρησιμοποιεί την λέξη «έγκλημα› αντί της λέξεως «πλημμέλημα›.

Και έχει αυτή η θεωρία και μια άλλη δυσκολία, την τελευταία παράγραφο του άρθρου 97, που γίνεται αναφορά στα εγκλήματα περί Τύπου, όπου εκεί είναι σαφές ότι ο νομοθέτης θέλει να αφαιρέσει την αρμοδιότητα για την εκδίκαση των αδικημάτων περί Τύπου από τα Μικτά Ορκωτά και γι’ αυτό λεει ότι πάνε στα δικαστήρια που είναι συντεθημένα από τακτικούς δικαστές. ¶ρα εκεί που ήθελε να αφαιρέσει το έκανε ρητώς.

Δεν μπορούμε λοιπόν κατά την άποψή μου να πούμε όσο κι αν είναι γοητευτικό ότι ο όρος πολιτικά εγκλήματα σημαίνει πολιτικά πλημμελήματα και τα πολιτικά κακουργήματα υπάγονται εις την ευρεία αρμοδιότητα που έχει δώσει ο συνταγματικός νομοθέτης εις τον κοινό να υπάγει όσες υποθέσεις θέλει κακουργημάτων στο Τριμελές Εφετείο.

Τελειώνω λέγοντας ότι επίσης δεν είναι επιχείρημα ότι το ακόλουθο, ότι εδώ οι Απριλιανοί δικάστηκαν από το Πενταμελές Εφετείο. Δεν θα δικαστούν αυτά τα αδικήματα; Δεν είναι επιχείρημα και αυτό διότι όπως γνωρίζουμε οι Απριλιανοί δικάστηκαν με βάση, η αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου στηρίχθηκε σε μια συντακτική πράξη και η συντακτική πράξη αυτή ήταν ειδικός νόμος, ειδικός κανόνας Δικαίου, έλεγε «οι Απριλιανοί›.

Συνεπώς εδώ δεν έχουμε το ίδιο πράγμα με τον 2928 ο οποίος πρέπει να είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα. Επίσης δεν μας λύνει το πρόβλημα ούτε ο νόμος 1789/88 που επικύρωσε εκείνη την σύμβαση για την καταστολή της τρομοκρατίας διότι και έχει νομίζω δίκιο η υπεράσπιση όταν λέει, διότι ο νόμος αυτός αφορά την έκδοση. Αλλά και για τον επίσης ίδιο λόγο ότι έστω και αν η Σύμβαση του Στρασβούργου έχει υπερνομοθετική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 παρά ταύτα πρέπει να είναι και αυτή σύμφωνη με το Σύνταγμα.

¶ρα πρέπει να αναζητήσουμε έναν ορισμό της εννοίας του πολιτικού εγκλήματος. Πού θα τον βρούμε αυτόν; Ακούστηκαν εδώ πολλές θεωρίες. Δεν θα σας απασχολήσω ούτε ένα λεπτό με τις θεωρίες αυτές κ. Πρόεδρε για τον εξής λόγο, διότι τα μειονεκτήματα κάθε μιας από τις θεωρίες αυτές είναι τα πλεονεκτήματα της άλλης.

Έχετε μπροστά σας αντικειμενική, υποκειμενική, στενή αντικειμενική, στενή υποκειμενική, μικτή θεωρία του πολιτικού εγκληματία και αναλώθηκε πολύ χαρτί και πολύ λόγος προφορικός στην ανάπτυξη των θεωριών αυτών τις οποίες περίπου τις ξέραμε όταν ήρθαμε όλοι εδώ.

Αλλά δεν άκουσα κανέναν να λέει πώς θα επιλέξουμε ανάμεσα σε αυτές τις θεωρίες. Γιατί να διαλέξουμε την αντικειμενική και να μην διαλέξουμε την υποκειμενική; Ή γιατί να διαλέξουμε την υποκειμενική και όχι την θεωρία του πολιτικού εγκληματία; Δεν μας έδωσαν κανένα κριτήριο. Είναι αυθαίρετη αυτή η επιλογή; Ασφαλώς όχι.

Πού θα τον αναζητήσουμε; Την απάντηση σας έδωσε ο Τακτικός κ. Εισαγγελεύς λέγοντας ότι αυτή δεν μπορούμε να την αναζητήσουμε παρά μόνο εις το Σύνταγμα, εις την έννομη τάξη και πράγματι κάθε στοχασμός που αποβλέπει στον ορισμό μας εννοίας δεν κινείται εις το χάος, δεν κινείται εις το κενό. Κινείται πάντοτε στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης εννόμου τάξεως.

Εδώ τίθεται ένα ζήτημα μεθοδολογικό αλλά και θα έλεγα και ηθικής φύσεως ζήτημα. Δικαιούμεθα να το κάνουμε αυτό; Και θέτω το ερώτημα τούτο διότι άκουσα έναν από τους κ.κατηγορουμένους να λένε ότι εμένα θα με κρίνει η ιστορία και ο λαός.

Βέβαια εγώ κ. Πρόεδρε και νομίζω κανένας μέσα σε αυτή την αίθουσα δεν έχει ποτέ ούτε γευματίσει, ούτε δειπνήσει ούτε με την ιστορία ούτε με το λαό. Εδώ επαναλαμβάνω μία φράση ενός Γάλλου Συνταγματολόγου των αρχών του περασμένου αιώνα που έλεγε ότι, εγώ τον λαό δεν έχω φάει ποτέ μαζί, άρα δεν υπάρχει ούτε μπορώ να φάω.