Πολιτική
Τετάρτη, 12 Μαρτίου 2003 18:55

Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (12/3/2003) Μέρος 6/7

Όσον αφορά τον λαό αξιότιμε κ. Πρόεδρε εάν ήμουν στη θέση των κ.κατηγορουμένων αναλογιζόμενος την περίπτωση του Σωκράτη ή την περίπτωση του Ιησού Χριστού θα ήμουν λίγο επιφυλακτικός και δεν θα είχα πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στο λαό, εκτός βέβαια εάν ταύτιζα τον εαυτό μου με τον Βαραββά. Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.

Νομιμοποιούμεθα όμως να αναζητήσουμε τον ορισμό του πολιτικού εγκλήματος στο Σύνταγμά μας γιατί; Διότι το είπε ο καθηγητής Κατσαντώνης, οι κ.κατηγορούμενοι επικαλούνται αυτή την έννομη τάξη. Επικαλούνται τα δικαιώματα που τους παρέχει αυτή η έννομη τάξη και επομένως εμείς δικαιούμεθα να έχουμε αυτή την έννομη τάξη ως στοιχείο-πλαίσιο του στοχασμού μας.

Τι λέει αυτή η έννομη τάξη όσον αφορά το πολιτικό έγκλημα; Στα 4-5 άρθρα στα οποία γίνεται αναφορά του πολιτικού εγκλήματος στο πολιτικό έγκλημα προκύπτει κάτι πέραν πάσης αμφιβολίας. Το Σύνταγμα θέλει μία επιεική μεταχείριση του πολιτικού εγκλήματος. Αυτό το βλέπετε και παλιά όταν υπήρχε η θανατική ποινή, το βλέπετε στην αμνηστία, το βλέπετε στην έκδοση, το βλέπετε και στο θέμα που μας απασχολεί εδώ, δηλαδή στην αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών.

Δεν χρειάζεται να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Αν ανοίξουμε τον Τσουκαλά και αναζητήσουμε για ποιο λόγο τα πολιτικά αδικήματα πρέπει να πηγαίνουν στα Μικτά Ορκωτά λέει δύο λόγους. Ο ένας είναι να προστατευθεί ο πολιτικός εγκληματίας από την μεροληψία της πολιτικής εξουσίας, αυτή είναι και η ειδικότητά της και ο άλλος λέει είναι για να τύχει μιας γενικότερης ποινικής μεταχειρίσεως, ευνοϊκότερης ποινικής μεταχειρίσεως.

¶ρα είναι αναμφίβολο και νομίζω αυτό είναι ίσως το πρώτο σταθερό σημείο πάνω στο οποίο μπορούμε να στηριχθούμε για να ορίσουμε αυτό το πολιτικό έγκλημα ή για να είμαστε σε θέση να αναγνωρίζουμε το πολιτικό έγκλημα, ότι το πολιτικό έγκλημα κατά το Σύνταγμά μας είναι κάτι το οποίο αξίζει να έχει ευνοϊκή μεταχείριση.

Νομίζω περί αυτού δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία, αντίρρησης και για τον επιπλέον λόγο αξιότιμε κ. Πρόεδρε ότι αυτή η άποψη συνάδει αν θέλετε και με την ιστορική προέλευση της εννοίας του πολιτικού εγκλήματος που οφείλουμε στους Γάλλους και το οφείλουμε στην επομένη της Γαλλικής Επαναστάσεως.

Σας θυμίζω ότι πώς χαρακτήριζε ο Τσέζελε Λομπρόζο τον πολιτικό εγκληματία. Έλεγε ότι έχει μία μεγάλη φυσική ομορφιά, ηθική ανύψωση και υπερβολική εντιμότητα. Αυτός είναι ο ορισμός του πολιτικού εγκληματία από τον Λομπρόζο.

Γιατί όμως αυτή η επιεικής μεταχείριση; Εδώ αξιότιμε κ. Πρόεδρε είμεθα υποχρεωμένοι να πάμε στις γενικές αρχές. Δεν μπορούμε να βρούμε απάντηση στο ερώτημά μας αν κατεβούμε κάτω από τις γενικές αρχές. Το ερώτημα είναι τούτο, γιατί λοιπόν ευνοϊκή μεταχείριση στον πολιτικό εγκληματία από τις δημοκρατίες; Διότι σε μη δημοκρατικά καθεστώτα η έννοια του πολιτικού εγκλήματος έχει δυσμενέστερη μεταχείριση, βαρύτερη μεταχείριση, αυστηρότερη. Αυτό οφείλεται εις την έννοια της δημοκρατίας, στην βασική έννοια της δημοκρατίας, την έννοια της πολιτική ελευθερίας, αυτή την έννοια της πολιτικής αυτονομίας.

Τι σημαίνει τούτο; Σημαίνει ότι στις δημοκρατίες αναγνωρίζεται στον καθένα το δικαίωμα να διατυπώνει ιδέες, το δικαίωμα να τις διαδίδει, το δικαίωμα να προσπαθεί να βρει οπαδούς για τις ιδέες του αυτές, ιδέες οι οποίες έχουν να κάνουμε με την πολιτική εξουσία. Δηλαδή έχουν να κάνουμε με τις αποφάσεις εκείνες οι οποίες ρυθμίζουν τη ζωή του ανθρώπου εν κοινωνία.

Και γιατί γίνεται αυτό πάλι; Πρέπει να προχωρήσουμε πιο βαθιά ακόμη. Γιατί το κάνει αυτό η δημοκρατία; Γιατί η δημοκρατία αναγνωρίζει αυτή την πάλη των ιδεών, αυτή την πάλη των συμφερόντων; Το κάνει διότι η δημοκρατία είναι ο χώρος του σχετικού. Δεν είναι ο χώρος του απόλυτου.

Στην δημοκρατία δεν υπάρχει η Αλήθεια. Η δημοκρατία όπως πολύ ωραία λέει ο Κέλσεν στο σύγγραμμά του για την έννοια και την αξία της δημοκρατίας είναι ο χώρος του σχετικού. Όλες οι αξίες έχουν αξία και αυτό έχει σχέση με την φύση του ανθρώπου. Δεν θα πάω εκεί αξιότιμε κ. Πρόεδρε. Γνωρίζετε ότι επί των εσχάτων αξιών συμφωνούν όλοι. Όλοι συμφωνούν ότι οι κοινωνίες πρέπει να διέπονται από δύο αρχές, από την ισότητα και από την ελευθερία. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει σε αυτό.

Εκεί όμως που αρχίζουν οι διαφωνίες και πολλές φορές οι αιματηρές διαφωνίες μέσα στην ιστορία είναι πώς να ιεραρχήσουμε αυτές τις αξίες και ακόμη πώς να επιδιώξουμε την πραγματοποίηση αυτών των αξιών. Οι σκέψεις αυτές με υποχρεώνουν να κρατήσω τις αντιλήψεις μου σε μία απόσταση από εκείνες του αξιοτίμου Τακτικού Εισαγγελέως και να έχω την ίδια άποψη με τον κ. Ηλία Αναγνωστόπουλο.

Η δημοκρατία αναγνωρίζει ελευθερία εις τους εχθρούς της για το λόγο που σας εξήγησα. Συνεπώς αυτό που έλεγε ο «Ζαν Χιουστ› την επομένη της Γαλλικής Επαναστάσεως «καμιά ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας› δεν ισχύει για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες σαν κι αυτή του δικού μας Συντάγματος.

Σημαίνει όμως αυτό ότι η δημοκρατία μπορεί να δεχθεί οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Σημαίνει ότι η δημοκρατία πρέπει να απαντήσει θετικά εις το αίτημα το οποία διατύπωσε ένας άλλος ο Λουϊ Βαγιό ο οποίος έλεγε «στο όνομα των δικών σας αρχών σας ζητώ την ελευθερία που σας αρνούμαι στο όνομα των δικών μου αρχών›.

Μπορεί η δημοκρατία να απαντήσει θετικά εις αυτό το αίτημα; Όχι. Δεν θα ήταν ούτε λογικό και ασφαλώς δεν θα ήταν ηθικό να δεχθούμε ότι η δημοκρατία μπορεί να αυτοαναιρεθεί, μπορεί να αυτοκαταργηθεί. Είναι επομένως πολιτικό έγκλημα; Εκείνο μεν που αναφέρεται στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας είτε ευθέως, είτε στον επηρεασμό της, αλλά εκεί είναι το έγκλημα το οποίο περιέχει έναν ορισμένο βαθμό επικινδυνότητος για την πολιτεία, για την δημοκρατική πολιτεία.

Ο βαθμός αυτός επικινδυνότητος δεν μπορεί να εκταθεί, δεν μπορεί να φτάσει μέχρι του σημείου εκείνου που θα οδηγούσε την δημοκρατία να αυτοαναιρείται, να παραδίδεται, να αυτοκαταστρέφεται. Θα μου πείτε όμως ότι αυτό είναι λόγο αντιφατικό με αυτά τα οποία έλεγα προηγουμένως.

Γιατί να μην δεχθούμε την δυνατότητα αυτοκαταστροφής της δημοκρατίας αφού είπαμε ότι η δημοκρατία είναι ο χώρος του σχετικού, είναι ο χώρος από τον οποίο απουσιάζει η απόλυτη βεβαιότητα. Αφού απουσιάζει η απόλυτη βεβαιότητα γιατί να μην δεχθούμε ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση, οποιουδήποτε βαθμού αμφισβήτησης της δημοκρατίας είναι επιτρεπτή και ανεκτή. Διότι στις δημοκρατίες μπορεί να μην υπάρχει απόλυτη βεβαιότης όμως υπάρχει ένα μίνιμουμ σιγουριάς.

Είναι η σιγουριά εκείνη χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ανθρώπινη ζωή, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ζωή εν κοινωνία. Χρειάζεται ένα μίνιμουμ σιγουριάς και αυτό το μίνιμουμ σιγουριάς συνδέεται με τις θεμελιώδεις, με τις πυρηνικές αξίες της δημοκρατίας.

Τι θα πει θεμελιώδεις πυρηνικές, εκείνες τις οποίες αν τις αφαιρέσετε δεν έχετε τίποτε και αυτές είναι ότι η αμφισβήτηση της δημοκρατίας δεν μπορεί να είναι βίαιη. Γιατί στην δημοκρατία η αμφισβήτηση επιτρέπεται όταν έχει ένα συγκεκριμένο όπλο μόνο, τη δύναμη της πειθούς. Δεν μπορεί να ανεχθεί η δημοκρατία την αμφισβήτησή της όταν μέσω της κοινωνικής πολιτικής αγωγής είναι η βία. Γιατί; Διότι καταστρέφει τις θεμελιώδεις αξίες της. Και ποιες είναι οι θεμελιώδεις αξίες της; Μία είναι ουσιαστικώς. Ο άνθρωπος. Και αυτό για να μην έχετε την αίσθηση ότι έχω φύγει από το Σύνταγμά μας, είναι αυτό που λέγει το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο λέγει ότι πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας είναι ο σεβασμός και η προστασία.

Προσέξτε, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου. Όταν καταστρέφετε τον άνθρωπο, ή όταν καταστρέφεται το κοινωνικό σύνολο έξω από το οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει. Δεν θα σας πάω στις θεωρίες της φυσικής καταστάσεως. Είναι γνωστές. Όταν λοιπόν καταστρέφεται ο άνθρωπος, όταν καταστρέφεται το κοινωνικό σύνολο μέσα στο οποίο μόνο ο άνθρωπος μπορεί να υπάρξει τότε δεν έχουμε πολιτικό έγκλημα.

Ο βαθμός αυτός της επικινδυνότητος είναι τόσο μεγάλος, ώστε εκλείπει ο πολιτικός χαρακτήρας του εγκλήματος και τότε βρισκόμεθα προ ενός άλλου εγκλήματος, το οποίο είναι το έγκλημα κατά του ανθρώπου ή το έγκλημα κατά της κοινωνίας και ίσως να γνωρίζετε, έχει σημασία η Γαλλική Νομολογία εις τις περιπτώσεις αυτές μια που η έννοια του πολιτικού εγκλήματος προέρχεται από τη Γαλλία, ότι αυτή η θεωρία ότι το πολιτικό έγκλημα δεν είναι έγκλημα κατά της κοινωνίας, ήταν μία θεωρία την οποία είχε συγκρατήσει το Εφετείο των Παρισίων και την οποία ουσιαστικά με άλλες λέξεις υιοθέτησε στην συνέχεια και το Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας.

Δεν μιλάνε εκεί πλέον για κοινωνικό έγκλημα αλλά λένε την θεωρία της σταθμίσεως που έχουμε κι εδώ. Η 820/98 αν δεν κάνω λάθος, λέγει τούτο, ότι όταν τα μέσα είναι τόσο βίαια τότε εκλείπει ο πολιτικός χαρακτήρας. Οι σκέψεις αυτές που τις μάζεψα όσο μπορούσα αξιότιμε κ. Πρόεδρε νομίζω ότι μας δίδει έναν ορισμό του πολιτικού εγκλήματος που στηρίζεται ακριβώς στις θεμελιώδεις έννοιες του Συντάγματός μας, ότι δηλαδή πολιτικό είναι το έγκλημα εκείνο, πολιτικό έγκλημα είναι το κοινό εκείνο έγκλημα το οποίο έχει σχέση με την άσκηση της πολιτικής εξουσίας.

Βλέπετε ότι δίνω έναν ευρύτατο ορισμό της εννοίας του πολιτικού άμεσα ή έμμεσα αλλά το οποίο όμως περιέχει μόνο έναν συγκεκριμένο, περιορισμένο βαθμό κοινωνικής επικινδυνότητος, δηλαδή δεν κάνει χρήση βίας και προπαντός δεν κάνει χρήση βίας κατά του ανθρωπίνου προσώπου και κατά της κοινωνίας.

Με βάση αυτόν τον ορισμό πλέον ερχόμεθα εις το δεύτερο πρόβλημα αν και κατά πόσο τα αδικήματα τα οποία βαρύνουν ή για τα οποία κατηγορούνται οι κ. κατηγορούμενοι μπορούν να υπαχθούν σε αυτή την έννοια. Η απάντηση έρχεται πηγαία χωρίς πολύ σκέψη.

Η 17Ν χρησιμοποίησε τη βία και χρησιμοποίηση τη βία εναντίον του ανθρωπίνου προσώπου και επομένως με την έννοια αυτή τα εγκλήματά της δεν μπορούν να έχουν πολιτικό χαρακτήρα. Αλλά η 17Ν και θα χρησιμοποιήσω αυτή την έκφραση για λόγους οικονομίας, διότι βέβαια οι κ. κατηγορούμενοι καταλαμβάνονται ακόμη από το τεκμήριο αθωότητος.

Η 17Ν κ. Δικαστές δεν κατέστρεφε ανθρώπινες ζωές. Έκανε κάτι πολύ χειρότερο. Καταργούσε τον άνθρωπο. Επαναλαμβάνω, δεν κατέστρεφε απλώς συγκεκριμένους ανθρώπους. Καταργούσε τον άνθρωπο. Θέλετε να ακούσετε τι λέει η 17Ν για τις δολοφονίες ή για τις εκτελέσεις και είναι αυτό ακριβώς το οποίο μου επιτρέπει να λέγω τούτο που σας είπα, ότι καταργεί τον άνθρωπο.

Στην 26η προκήρυξη 14 Μαρτίου 1988 απαντάει στον Γιώργο Βότση. Ακούστε τι ωραία που μιλάει για τις εκτελέσεις. «Οι εκτελέσεις βρίσκονται ένα βήμα πιο ψηλά.› Εννοεί πιο ψηλά από τις βομβιστικές ενέργειες. «Όχι μόνο υλικά, επιχειρησιακά, οργανωτικά αλλά κυρίως πολιτικοϊδεολογικά.›

Και 4 χρόνια πριν στην 9η προκήρυξη 20 Ιουλίου 1984 έλεγε ότι «οι δολοφονίες συνιστούν ποιοτικό ανέβασμα›. Κατά την 17Ν οι δολοφονίες συνιστούν ποιοτικό ανέβασμα και καταργούν τον άνθρωπο. Καταργεί τον άνθρωπο η 17Ν, διότι τον παίρνει από κει που είναι, δηλαδή σκοπό και τον κάνει απλό μέσο.

Θέλετε να ακούσετε πώς τον κάνει απλό μέσο; Θα το δείτε αυτό όταν αναζητήσετε τον τρόπο, με τον οποίο η 17Ν επέλεγε τα θύματά της. Με ποιο τρόπο επέλεγε τα θύματά της; Επέλεγε τα θύματά της με τρόπον ώστε να δημιουργούνται πολλαπλές πολιτικές εντάσεις σε όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος με αρνητικές συνέπειες για τις καθεστωτικές και ρεφορμιστικές πολιτικές δυνάμεις, θετικές για μας αλλά και για τα παραπέρα λαϊκά στρώματα.

Ο άνθρωπος εδώ απουσιάζει. Ο άνθρωπος εδώ έχει καταργηθεί. Δεν υπάρχει άνθρωπος, δεν υπάρχει πρόσωπο, δεν υπάρχει ανθρώπινο πρόσωπο. Υπάρχει ένα μέσο το οποίο το εξαφανίζουμε για να δημιουργήσουμε πολιτικές εντάσεις. Έκανε μόνο αυτό η 17Ν; Όχι. Μας είπαν εδώ ότι είναι πολιτικά τα αδικήματα διότι σκοπός του ήταν ο Σοσιαλισμός, η Δημοκρατία, η Λαϊκή Εξουσία. Βέβαια δεν μας λένε ποιο είναι το περιεχόμενο αυτών των εννοιών και για να είμαι ειλικρινής δεν θα με ενδιέφερε και καθόλου να το πληροφορηθώ από τους κ. κατηγορουμένους ή αν θέλετε από τα μέλη της 17Ν., δεν έχουν καμία από τις νομιμοποιήσεις τις οποίες αναγνωρίζει η δημοκρατία, μόνον εάν είναι δημιουργήματα της ιστορίας, μόνον εάν είναι ημίθεοι, ή υιοί του Θεού, μπορούν να έχουν αυτό το δικαίωμα ορισμού με αυθεντία των εννοιών αυτών. Η δημοκρατία δεν μου επιτρέπει να δεχθώ ούτε υιούς του Θεού, ούτε ημιθέους, ούτε ενσαρκώσεις της ιστορίας.

Αλλά ας δούμε επομένως, όπως σας είπα και εκεί ενδεχομένως να μην διαφωνούμε ότι κι αν είναι το περιεχόμενο της Δημοκρατίας. Ας δούμε όμως ποια ήταν τα μέσα. Ποιοι ήσαν οι ενδιάμεσοι σκοποί. Ξέρετε ποιος ήταν ο ενδιάμεσος σκοπός; Εγώ τουλάχιστον διαβάζοντας ανατρίχιασα. Το ενδιάμεσο όραμα της 17Ν είναι μια κοινωνία, διαβάζω από την 5η προκήρυξη 16 Ιανουαρίου του 1980, αγωνίζονται λοιπόν για μια κοινωνία όπου οι ίδιοι οι εργάτες οπλισμένοι θα φυλάνε εκ περιτροπής τα εργοστάσιά τους. Οι αγρότες θα φυλάνε τους συνεταιρισμούς και τις εκμεταλλεύσεις τους. Οι φοιτητές τα πανεπιστήμια και ο ένοπλος λαός τις γειτονιές και τα δημόσια κτίρια. Αυτό είναι το όραμα της 17Ν. Ένας λαός οπλισμένος να φυλάει κτίρια και να φυλάει ο ένας τον άλλον από ανύπαρκτους εχθρούς, αναπόφευκτα για να στρέψει το όπλο πλέον, κάποια στιγμή, ο ένας στον άλλον.

Ποιο είναι το άλλο μέσον; Τι επεδίωκε η 17Ν; Θα σας το πω ευθέως, επεδίωκε την δημιουργία εμφυλίου πολέμου. Ήθελε να καταστρέψει τον κοινωνικό ιστό. Σας διαβάζω την 40η προκήρυξη 16 Μαïου 1990 που επιγράφεται στην έκδοση αυτή βομβιστικές επιθέσεις στην Εκάλη.

«Καλούμε όλους τους εργαζόμενους, τους ανένταχτους, τους αγωνιστές της βάσης του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού, να φτιάξουν μικρές αυτόνομες ομάδες και να προχωρήσουν με απλά μέσα: Πρώτον στο χτύπημα και τον εμπρησμό των πολυτελών επαύλεων και των πολυτελών αυτοκινήτων των μεγαλοαπατεώνων που μας ληστεύουν φοροκλέβοντας, στον χτύπημα και τον εμπρησμό των εφοριών μέσω των οποίων οργανώνεται η ληστεία του λαού, στο χτύπημα και τον εμπρησμό των κατοικιών και των αυτοκινήτων των μεγαλοϊδιοκτητών που διαθέτουν πολλά σπίτια και κερδοσκοπούν ανεβάζοντας στα ύψη τα νοίκια. Στην καταστροφή των ακυρωτικών μηχανών των συγκοινωνιών κλπ.›

Φανταστείτε έναν κόσμο, φανταστείτε μια κοινωνία όπου πραγματώνεται αυτό. Είναι η αρχή του τέλους της κοινωνίας. Είναι το κατ’ εξοχήν έγκλημα κατά της κοινωνίας. Είναι ο εμφύλιος πόλεμος και πώς το κάνουν αυτό; Με τον τρόμο. Και δεν θέλω να παω παρακάτω, γιατί ο χρόνος είναι περιορισμένος.

Αυτά λοιπόν είναι αδικήματα κατά του ανθρώπου, είναι αδικήματα κατά της κοινωνίας, έχουν μια επικινδυνότητα και μια καταστροφικότητα την οποία δεν ανέχονται οι θεμελιώδεις αξίες του δημοκρατικού πολιτεύματος και επομένως δεν μπορούν να θεωρηθούν πολιτικά εγκλήματα, με την έννοια ότι δεν μπορούν να τύχουν της ευνοϊκής μεταχειρίσεως την οποίαν θέλει το Σύνταγμα, μεταξύ της οποίας ευνοϊκής μεταχειρίσεως είναι και το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.

Τελειώνοντας λέγω τούτο μόνον, άκουσα από την πλευρά της Υπερασπίσεως να λέγεται, ότι τα εγκλήματα είναι πολιτικά, διότι αμέσως μετά τα χτυπήματα, η προκήρυξις που ακολουθούσε ήταν λόγος πολιτικός. Δεν ήταν λόγος πολιτικός, ο λόγος εις την δημοκρατία είναι διάλογος, αυτό ήταν μονόλογος. Ήταν μονόλογος του οποίου τα λόγια είχαν χαθεί προτού καν διατυπωθούν εις τον ήχο του όπλου.

Όταν μετά από πολλά χρόνια, ή και σήμερα ακόμα, αν θελήσει κανείς να κάνει αν θέλετε, μια αφαίρεση των λεπτομερειών και μέσα στην ιστορία, μέσα στον χρόνο και οι ανθρώπινες ζωές ίσως να είναι λεπτομέρειες, ξεχνιούνται οι άνθρωποι μετά από 50, 100, 200 χρόνια.

Εκείνο όμως το οποίο δεν μπορεί να ξεχαστεί, είναι τούτο. Και αυτή νομίζω ότι είναι η μεγάλη ατυχία, η μεγάλη αποτυχία των ενόχων της 17Ν. Η μεγάλη αποτυχία των ενόχων της 17Ν, δεν θα είναι όταν θα δικαστούν ορισμένοι και θα πάνε στη φυλακή για πολλά χρόνια. Δεν θα είναι αυτή η αποτυχία τους.

Η αποτυχία τους θα είναι, ότι για να ακουστούν, χρειάστηκε να σκοτώσουν. Τι τρομερή αποτυχία! Να πρέπει να σκοτώσεις, για να ακουστείς.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιος έχει σειρά τώρα; Νομίζω κύριε Παπαδημητρίου.

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Κύριε Πρόεδρε στην ίδια υπόθεση Παλαιοκρασσά, η δολοφονία Αξαρλιάν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Παπαδημητρίου εάν μας επιτρέψει αυτή τη φορά, γιατί αντιλαμβάνεστε θα μου πει τίποτα και φοβάμαι ότι θα έχει δίκιο.

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Είναι στο διακριτικό σας δικαίωμα να δώσετε το λόγο. Να μιλήσει ο κ. Παπαδημητρίου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όπως και ο Σωκράτης κάποτε λέει «Μας σε δίκασαν άδικα. Τι θέλατε να με δικάσουν δίκαια;›.

Ο κ. Παπαδημητρίου έχει τον λόγο.

Ε.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Κύριε Πρόεδρε, συμφωνώ με τον προσδιορισμό της έννοιας περί πολιτικού εγκλήματος του παραπεμπτικού βουλεύματος, που προκύπτει δηλαδή από το ίδιο και από τις σχετικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου.

Όμως κρίνω σκόπιμες και ορισμένες περαιτέρω επισημάνσεις. Πρώτη: μπορεί να υπήρξαν περιπτώσεις, όπου κίνητρο της δράσης της 17Ν να ήταν κάποιο ψήγμα πολιτικής ιδεολογίας. Όμως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η εγκληματική δράση ως πολιτικό αδίκημα, μιας και ουδέποτε αποτέλεσε απειλή για την ύπαρξη της πολιτείας, ή του πολιτεύματος.

Με άλλα λόγια, από πρακτικής πλευράς, ουδεμία σχέση είχε η δράση της 17Ν με την αλλοίωση του πολιτεύματος. Η ύπαρξη πολιτικών κινήτρων για κάποιες πράξεις, όπως συμβαίνει και στη δική μου περίπτωση, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσουμε την εγκληματική δράση, ως πολιτική.

Τότε θα ήταν σαν να δεχόμαστε άκριτα την υποκειμενική θεωρία, κάτι που θα ενίσχυε αδικαιολόγητα την ανασφάλεια δικαίου. Η υποκειμενική θεωρία, για την οποίαν ακούστηκαν πολλά, δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο για την προσδιορισμό της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος. Και αυτό γιατί ο οποιοσδήποτε μπορεί να επικαλείται πολιτικά κίνητρα, ή πολιτικούς σκοπούς και να διαπράττει τα ειδεχθέστερα των εγκλημάτων.

Με την χρησιμοποίηση της υποκειμενικής δηλαδή θεωρίας, διευρύνεται ανεπίτρεπτα η έννοια του πολιτικού εγκλήματος, πράγμα που δεν θέλησε και ο συντακτικός νομοθέτης. Δεν θ’ αναφερθώ ειδικότερα και στις άλλες θεωρίες κ. Πρόεδρε, δηλαδή στην αντικειμενική, στη μη αντικειμενική, μικτή κλπ, γιατί αναφέρθηκαν διεξοδικά οι προηγούμενοι συνάδελφοι.

Δεύτερη επισήμανση. Η δράση της 17Ν, δεν ήταν δράση υπέρ της ελευθερίας. Ήταν δράση κατά της ελευθερίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών. Δικαίωμα κάθε προσώπου στη ζωή, στη προσωπική ασφάλεια και ελευθερία, ιδιωτικά δικαιώματα επί περιουσιακών αγαθών κλπ.

Τα δυναμικά μέσα συμπεριλαμβανομένου και του αντάρτικου πόλεως, θα μπορούσαν να ήσαν παραδεκτά, υπό την απαράβατη προϋπόθεση ότι στρέφονται εναντίον ενός αυταρχικού καθεστώτος και όχι εναντίον μιας δημοκρατικής πολιτείας, η οποία παρά τις τυχόν αδυναμίες της, προσφέρει πολλές δυνατότητες για βαθιές αλλαγές.

Ο Καθηγητής κύριε Πρόεδρε, ο κ. Μαγκάκης αναφέρει χαρακτηριστικά, επιτρέψτε μου να διαβάσω αυτό το κομμάτι:

«Η περιφρόνηση των δυνατοτήτων πολιτικοκοινωνικού αγώνα για βαθιές αλλαγές που προσφέρει μια δημοκρατική πολιτεία και η συγκρότηση σκοτεινών συνωμοτικών μηχανισμών, για την τέλεση ανθρωποκτονιών, δολιοφθορών και ληστειών, αποτελεί κρίσιμο στοιχείο που χαρακτηρίζει ακριβέστερα την εγκληματική φύση της τρομοκρατίας και των πράξεών της.›

Σ’ αυτό άλλωστε το σημείο κύριε Πρόεδρε βρίσκεται και η διαφορά μεταξύ της τρομοκρατίας και της δημοκρατικής αντίστασης. Η δημοκρατική αντίσταση δεν στρέφεται εναντίον ενός δημοκρατικού καθεστώτος, αλλά αντίθετα επιδιώκει αγωνιστικά την εγκαθίδρυσή του. Γι’ αυτό και επιδοκιμάζεται από την συνείδηση των πολιτών. Αυτή την επιδοκιμασία της δημοκρατικής αντίστασης, υπηρετεί κατά την γνώμη μου, η πρόβλεψη του άρθρου 97 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Αυτό το άρθρο θα πρέπει να συνδυαστεί με το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος, δηλαδή το 120 παρ. 4, που θεμελιώνει το δικαίωμα και την υποχρέωση των πολιτών προς διαφύλαξη του Συντάγματος και του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Τρίτη επισήμανση: Η πρόδηλη έλλειψη κοινωνικού ερείσματος και μη ένταξη των ενεργειών της σε έναν ευρύτερο αγωνιστικό σχεδιασμό, στερεί από την δράση της 17Ν τον χαρακτηρισμό της ως επαναστατικής. Η έλλειψη κοινωνικού ερείσματος προκύπτει πέραν των άλλων και από το γεγονός ότι βλέπουμε στην περίπτωσή τους μια ολιγάριθμη ομάδα, τα μέλη της οποίας, είχαν μεταξύ τους μια συγγενική σχέση, αλλά πέραν όμως από το ολιγάριθμο της ομάδας, τα μέλη της οποίας είχαν μεταξύ τους μια συγγενική σχέση, βλέπουμε και το γεγονός, ότι ολόκληρος ο ελληνικός λαός αποδοκίμαζε την δράση αυτή.

Θεωρώ εσφαλμένη τη σύγκριση της εγκληματικής δράσης της 17Ν με την δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών στη γειτονική Ιταλία. Στη τελευταία περίπτωση, έχουμε μια δράση χιλιάδων ενεργών μελών, με κάποια λαϊκή στήριξη και συμμετοχή. Τέτοια όμως ενεργό στήριξη δεν είχε ποτέ η 17Ν, παρά μόνο, μια υπόκωφη ανοχή από ένα πολύ μικρό μέρος της κοινωνίας. Εδώ για να μην παρεξηγηθώ, διευκρινίζω, ότι κατά την γνώμη μου και οι πράξεις των Ερυθρών Ταξιαρχιών, αλλά και όλων των τρομοκρατικών οργανώσεων, δεν συνιστούν πολιτικά αδικήματα.

Τέταρτη επισήμανση: Η απουσία σύνδεσης των πράξεών της με κάποια σκοπούμενα και προσχεδιασμένα πολιτικά επακόλουθα, αποκλείει κάθε δυνατότητα χαρακτηρισμού των αποτρόπαιων πράξεών της ως πολιτικών. Η απουσία του εγκληματικού χαρακτήρα των εγκλημάτων, προκύπτει και από το γεγονός ότι η οργάνωση, καθόλου τη διάρκεια του βίου της, καταφέρθηκε εναντίον ετερόκλητων και ασύνδετων μεταξύ των στόχων, άλλοτε εναντίον αστυνομικών, άλλοτε εναντίον πολιτικών, άλλοτε εναντίον επιχειρηματιών, άλλοτε εναντίον αλλοδαπών, χωρίς να δίνεται μια πειστική εξήγηση στις προκηρύξεις που ακολουθούσαν, για το πώς συνδέονται οι στόχοι αυτοί μεταξύ τους και για το πως οι στόχοι αυτοί θα πραγματοποιούσαν τον υποτιθέμενο σκοπό της οργάνωσης.

Εγώ από την πλευρά μου αδυνατώ να βρω μια σύνδεση. Οι κατηγορούμενοι οφείλουν να την εξηγήσουν. Και τούτο ενόψει και του γεγονότος, ότι σε μια πλειάδα περιπτώσεων φαίνεται καθαρά, ότι το αποκλειστικό κίνητρο της δράσης τους, ήταν η ιδιοτέλεια.

Επειδή είπα κύριε Πρόεδρε ότι θα τελειώσω σε πέντε, δέκα λεπτά, ήθελα να πω συμπερασματικά, ότι οι πράξεις των κατηγορουμένων, δεν αποτελούν πολιτικά αδικήματα. Οι πράξεις δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά μια προσπάθεια ικανοποίησης της ιδεοληψίας τους. Αυτοανακηρύχθηκαν επαναστάτες και τιμωροί, ενώ στην πραγματικότητα δεν διακρίνονται από τους κοινούς εγκληματίες.

¶λλωστε υπάρχει και η πρόσφατη απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 13ης Ιουλίου του 2002, η οποία σαφώς από-πολιτικοποιεί τις πράξεις της τρομοκρατίας. Και θα παρακαλούσα να ληφθεί υπόψη και από το Δικαστήριό σας.

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Για τους αστυνομικούς θα μιλήσει ο κ. Πάχος κύριε Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν έχω αντίρρηση, θέλω να υπάρξει μια συναίνεση μεταξύ σας.

Τ.ΠΑΧΟΣ: Για τους αστυνομικούς στις υποθέσεις Εξαρχείων και Σεπολίων. Θα ξεκινήσω κάπως διαφορετικά. «Σε παρακαλώ μείνε στην Οργάνωση, θα σου αγοράσω σκάφος 5, 6 μέτρων›. Τάδε περίπου έφη κατά την ανάκριση ένας από τους φερόμενους ως πολιτικούς εγκληματίες – κατηγορούμενος, ότι του είπε ηγετικό στέλεχος της Οργάνωσης.

Ομοίως άλλος φερόμενος ως πολιτικός εγκληματίας, κατέθεσε για τον αδελφό του ότι γύρισε στην Οργάνωση μετά από χρόνια, γιατί είχε ένα δάνειο να πληρώσει. ¶λλος υποστηρίζει ότι συμμετείχε για να χρηματοδοτήσει την εκδοτική του δραστηριότητα, ενώ άλλοι, ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν γνώριζαν καν ποιον χτυπούσαν. Το μάθαιναν μετά το χτύπημα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με συγχωρείτε πάρα πολύ, κάνετε χρήση πραγμάτων, που ενδεχομένως θα προσβληθούν ως άκυρα, ενδεχομένως όταν έρθει η ώρα να αναγνωστούν. Βέβαια η ακυρότητα θα δούμε αν έχει καλυφθεί, κατά πόσον και τι συνέπειες θα έχει αυτή. Όταν όμως χρειαστεί. Γι’ αυτό παρακαλώ, ας περιοριστούμε λίγο σ’ αυτό το θέμα.

Τ.ΠΑΧΟΣ: Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με την εφαρμοστέα για τον περιορισμό του πολιτικού εγκλήματος θεωρία, είτε αυτή είναι η αντικειμενική, υποκειμενική ή η μικτή. Το ζήτημα έχει πλήρως καλυφθεί φρονώ από τους συναδέλφους και της Υπερασπίσεως και της Πολιτικής Αγωγής.

Φρονώ πάντως, ότι οποιαδήποτε θεωρία, ο σχετικός ισχυρισμός των κατηγορουμένων είναι αβάσιμος και φρονώ ότι έτσι θα πρέπει να κριθεί, για να μην αφεθεί η παραμικρή εντύπωση ότι πιθανώς οι άνθρωποι αυτοί να ήταν πολιτικοί εγκληματίες.

Από τις αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους τρομοκρατικές πράξεις, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι η δράση της 17Ν, ουδόλως και ουδέποτε έτεινε ή αποσκοπούσε, στην ανατροπή ή αλλοίωση της καθεστηκυίας τάξης, κατά την ορολογία της πάγιας νομολογίας του Αρείου Πάγου.

Αν εξαιρέσουμε τις ληστείες και γενικώς την εξόχως ιδιοτελή δράση της, δεν επρόκειτο, παρά για μια ολιγομελή ομάδα αυτοκλήτων τιμωρών, που προχωρούσαν σε μεμονωμένες τρομοκρατικές πράξεις διαμαρτυρίας, μεμονωμένες υπό την έννοια, ότι δεν εντάσσονταν σε ένα γενικότερο στρατηγικό αγωνιστικό σχέδιο ανατροπής ή αλλοίωσης του πολιτεύματος, κατ’ ελάχιστον άμεση προσβολή της καθεστηκυίας τάξης, όπως απαιτεί η κρατούσα νομολογία, δεν στοιχειοθετείται.

Χτυπάμε τον Α ως βασανιστή της χούντας, τον Β επειδή μπλεκόταν στο σκάνδαλο Κοσκωτά, τον Γ επειδή ήταν συνεργός στους βομβαρδισμούς κατά των Σέρβων. Πώς συνδέονται όλοι αυτοί οι στόχοι; Πώς θα οδηγούσαν τελικά στην ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης; Έχω την γνώμη ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ένας τέτοιος, ή οποιοσδήποτε άλλος κεντρικός σχεδιασμός της Οργάνωσης.

Μάλιστα το φερόμενο ως πολιτικό τμήμα της 17Ν, της δράσης της 17Ν, επικεντρώθηκε κυρίως σε στόχους είτε αμερικανικούς, είτε αμερικανικών συμφερόντων, όπως νομίζω ότι ομολογήθηκε και από τους συνηγόρους της Υπεράσπισης, το οποίο εξ αντικειμένου καθιστά απρόσφορη κάθε προσπάθεια ανατροπής ή αλλοίωσης του πολιτεύματος.

Ασφαλώς η επιλογή αυτή των αμερικανικών στόχων δεν ήταν τυχαία. Πιστεύω ότι έτσι η Οργάνωση επιχείρησε, εκμεταλλευόμενη τον ενστικτώδη και ίσως εν μέρει δικαιολογημένο αντιαμερικανισμό των ελλήνων, να αποκτήσει κάποιο λαϊκό έρεισμα. Όμως ούτε έτσι τα κατάφερε. Ουδέποτε στήριξε μέρος του λαού ενεργά την 17Ν, προϋπόθεση η οποία είναι απαραίτητη για να μιλάμε για πολιτικό έγκλημα σήμερα.

Η αδυναμία της αυτή, είναι έκδηλη στην αγωνία της να οικειοποιηθεί έστω το 2 με 3% των ψήφων στις εκλογές του Ιουνίου του ’89. Κυρίως όμως είναι έκδηλη στην αδυναμία της, να στρατολογήσει νέα μέλη κατά τους κανόνες της συνομωτικότητας. Βλέπουμε ότι υποχρεώθηκαν να στρατολογήσουν, είτε συγγενείς τους, είτε ανθρώπους που δημοσιογραφικά ονομάζονται «καμένοι›, κατά την αστυνομική ορολογία, όπως πρώην καταδίκους, ανυπότακτους και αλλοδαπούς.

¶λλωστε ένα επιπλέον στοιχείο είναι ότι και η ίδια η Οργάνωση, δεν είχε και τα στρατιωτικά εκείνα μέσα και εν γένει την υποδομή, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, να αλλοιώσει ή να ανατρέψει το πολίτευμα. Μέχρι την κλοπή του Συκουρίου δρούσε κυρίως με ένα 45άρι. Απειλούσε, είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι η δημοκρατία απειλούνταν με ένα περίστροφο; Μάλιστα ούτε και οι ρουκέτες και τα μπαζούκας τα οποία εκλάπησαν την διετία ’89 – ’90, από το Συκούριο θεωρήθηκαν ποτέ ικανά για οποιαδήποτε σοβαρή στρατιωτική επιχείρηση. Ομοίως και η εκπαίδευση και η ικανότητα των μελών της 17Ν, νομίζω ότι αποδείχθηκε τελικά ένας μύθος, από τα αλλεπάλληλα λάθη τα οποία είδαμε ότι έγιναν.

Όλα αυτά σε συνδυασμό και με την γνώση των κατηγορουμένων ότι κανένα από τις σύγχρονες τρομοκρατικές Οργανώσεις στην Ευρώπη εκείνη την εποχή, δεν πέτυχε το σκοπό του, αλλά συνετρίβη, νομίζω ότι είτε από υποκειμενικής, είτε από αντικειμενικής απόψεως, καθιστά αδύνατη την απόδειξη οποιουδήποτε ισχυρισμού ότι πρόκειται περί πολιτικού εγκλήματος, υπό την έννοια της ανατροπής ή αλλοίωσης της καθεστηκυίας τάξης.

¶κουσα την γνωστή φράση, ότι «οι κυνηγημένοι έγιναν κυνηγοί›, από συνήγορο κατηγορουμένου, ο οποίος μάλιστα αρνείται τη συμμετοχή της 17Ν. Ας υποθέσουμε πως είναι έτσι. Τότε η Οργάνωση δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά μια Οργάνωση κοινωνικού ρεβανσισμού, ή εκκαθάρισης κοινωνικών λογαριασμών. Μπορεί αυτό να στοιχειοθετεί πολιτικό έγκλημα; Δεν νομίζω.

Όπως ακούσαμε ότι πλέον και η άλλη πλευρά, η άρχουσα τάξη, η ελίτ, το κατεστημένο, είχε και αυτή πλέον θύματα. Εγώ επειδή εκπροσωπώ τους αστυνομικούς στις υποθέσεις Σεπολίων και Εξαρχείων, απορώ για ποια άρχουσα τάξη; Των μισθοσυντήρητων αστυνομικών; Των δεκάδων, όχι μόνο σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αλλά και σε άλλες, που χτυπήθηκαν τυφλά με ρουκέτες;

¶λλος συνήγορος της Υπεράσπισης συνέκρινε τη δράση της 17Ν με αυτήν του παρανόμου Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδος. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι η δράση αυτή της 17Ν θα πρέπει να εξηγηθεί στο πλαίσιο της αντιδικτατορικής πάλης και του κλίματος των πρώτων μεταπολιτευτικών ετών. Και επισημάνθηκε από άλλο συνήγορο ότι η 17Ν έβαλε συνταγματικότητα κατά της δυσλειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας.

Όμως στην εξαετία ’75-’81, η Οργάνωση περιορίστηκε να εκτελέσει έναν αμερικάνικο στόχο και αστυνομικούς με το σκεπτικό ότι υπήρξαν βασανιστές της χούντας. Ασφαλώς αυτές οι μεμονωμένες ενέργειες, δεν καθιστούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο δράση κατά τις καθεστηκυίας τάξης, όποια θεωρία και αν ακολουθήσουμε. Κυρίως όμως έχουμε το παράδοξο, η δράση της Οργάνωσης να εντείνεται με την πάροδο των ετών. Να εντείνεται δηλαδή με το σταδιακό κλείσιμο του κύκλου της μεταπολίτευσης στη χώρα μας.

Το παράδοξο αυτό, σημαίνει για μένα ότι η Οργάνωση είχε μόνο κατ’ επίφαση επαναστατικό χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα και στην πορεία της, εξελίχθηκε σε μία ομάδα εγκληματιών που ειδικεύτηκαν σε ληστείες για ιδιοτελείς, βιοποριστικούς σκοπούς. Έτσι, αποτέλεσαν μεν κίνδυνο αλλά μόνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, όσο σοβαρός και αν υπήρξε πράγματι ο κίνδυνος αυτός.

Βέβαια, οι κατηγορούμενοι βαφτίζουν τις ληστείες «συναφή εγκλήματα›, το οποίο, θεωρητικά δεν μπορεί να αποκλεισθεί, όπως δεν μπορεί να αποκλεισθεί και πολιτικό έγκλημα εν καιρώ δημοκρατίας, κατά τη δική μου προσωπική άποψη, ούτε και θα συμφωνούσα με την άποψη συνηγόρου ότι ο όρος «πολιτικά εγκλήματα› του άρθρου 97 παρ. 1 του Συντάγματος, περιορίζεται στα πολιτικά πλημμελήματα. Δεν προκύπτει αυτό από την διάταξη αυτή.

Πρόκειται όμως για ληστείες οι οποίες ουδεμία συνάφεια έχουν με τις συγκεκριμένες τρομοκρατικές ενέργειες οι οποίες διεπράχθησαν. Ληστείες εκατοντάδων, ακούγεται και δισεκατομμυρίων δραχμών, ουδεμία σχέση μπορούν να έχουν με τη χρηματοδότηση των συγκεκριμένων αυτών τρομοκρατικών ενεργειών. Αν έχουν, θα πρέπει να μας το εξηγήσουν αναλυτικά.

Ενδεικτικά τέλος αναφέρω εδώ, ότι κατά τα τελευταία δύο έτη έως τη σύλληψη του κ. Σάββα Ξηρού, η 17Ν έχει μόνο να επιδείξει δύο ληστείες χρηματαποστολών του ΟΤΕ, σε μία αναμφισβήτητη, πιστεύω, απόδειξη, ότι δεν ήταν παρά ένα όχημα, ή δεν εξελίχθηκε παρά σε ένα όχημα πλουτισμού των κατηγορουμένων.

Έχω πάντως την άποψη –και εδώ θα διαχωρίσω τη θέση μου μάλλον με την πλειοψηφία των συνηγόρων- ότι από θεωρητικής άποψης, η κρίση περί του χαρακτήρα των εγκλημάτων αυτών ως πολιτικού ή μη, απαιτεί τη μελέτη και γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, αλλά και της ίδιας της ζωντανής απολογίας των κατηγορουμένων.

Προσωπικά δεν συμφωνώ δηλαδή με την εξέταση της ένστασης αυτής, βάσει του κατηγορητηρίου. Θα πρέπει, νομίζω, προηγουμένως, οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι, να αιτιολογήσουν ειδικά τον πολιτικό σκοπό μίας προς μία των τρομοκρατικών πράξεων που τους αποδίδονται και πώς ακριβώς η κάθε ανθρωποκτονία, η κάθε βομβιστική ενέργεια, η κάθε ληστεία, η κάθε παράπλευρη απώλεια κτλ., υπηρετούσε το όποιο κεντρικό, αγωνιστικό σχέδιό τους.

Το τονίζω αυτό, διότι πιστεύω ότι έτσι, ο ισχυρισμός περί πολιτικού εγκλήματος, θα φθαρεί και θα ατονήσει από μόνος του. Ασφαλώς, δεν μπορεί να αφήνονται οι κατηγορούμενοι να αναπτύσσουν εκ του ασφαλούς θεωρίες περί πολιτικού εγκλήματος και συγχρόνως να αρνούνται τη συμμετοχή τους στη 17Ν. Δεν μπορεί, κατηγορούμενος που αναλαμβάνει αόριστα την πολιτική ευθύνη, να αρνείται να μιλήσει συγκεκριμένα για τη δράση αυτή.

Αυτό, αν δεν είναι αντινομία, νομίζω ότι είναι παραλογισμός. Να μιλήσει, να τον ακούσετε, να κρίνετε. Και δεν μπορεί και η πλειοψηφία των 19 κατηγορουμένων να αρνείται τις κατηγορίες και συγχρόνως να προβάλλει τη σοβαρή ένσταση αναρμοδιότητας, επί τη βάσει της θεωρίας του πολιτικού εγκλήματος, επειδή δήθεν η μειοψηφία μιας ήδη ολιγομελούς ομάδας, αποσκοπούσε με την τρομοκρατική δράση της την ανατροπή ή αλλοίωση του πολιτεύματος. Δηλαδή 8, 9, 10 άτομα με ασυνάρτητο, όπως έδειξαν συνάδελφοι συνήγοροι, αριστερίστικο λόγο, απειλούσαν τη δημοκρατία;

Η αντιφατική αυτή στάση πάντως των κατηγορουμένων, δεν είναι άγνωστη στη διεθνή πρακτική συλληφθέντων τρομοκρατών. Εφ’ όσον δεν μπορούμε να χτυπήσουμε το κατηγορητήριο, χτυπάμε το Δικαστήριο. Να μιλήσουν λοιπόν οι κατηγορούμενοι, να αποδείξουν τα περί πολιτικού εγκλήματος με συγκεκριμένα, απτά στοιχεία, όχι με υπεκφυγές, ούτε με θεωρίες, ούτε κραυγές περί μη δίκαιης δίκης και σιωπή κατά τα λοιπά. Κατά την άποψή μου, δεν σιωπούν οι γνήσιοι επαναστάτες. Ευχαριστώ.