ΠΕΜΠΤΗ 13 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003
ΔΙΚΗ 17Ν
ΠΕΜΠΤΗ 13 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003
ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:03
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
Α΄ ΜΕΡΟΣ
09:03 – 11:05
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Οι συνήγοροι δεν ήρθαν αλλά αυτό δεν εμποδίζει όπως ξέρετε, δεν έχει παυθεί η ιδιότητα των συνηγόρων, υποτίθεται ότι υπάρχουν, έτσι δεν είναι; Αν δεν παυθεί η ιδιότητα, δεν μπορούμε εμείς κάθε φορά να ελέγχουμε αν είναι μέσα οι συνήγοροι ή όχι, δεν είναι νόμιμο αυτό, να το κάνουμε. Αλλά δεν έχουν αντίρρηση, τους εκπροσωπούν άλλωστε και οι άλλοι.
Ο κ. Λίβος είχε τελειώσει. Πάμε στην υπόθεση Παλαιοκρασσά πάλι. Ο λόγος στον κ. Τσεβά.
κ. ΤΣΕΒΑΣ: Μάλιστα κ. Πρόεδρε, πολύ σύντομα θα τοποθετηθώ. Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικασταί, το θεωρητικό ζήτημα το σχετικό με την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, πιστεύω ότι έχει ήδη εξαντληθεί από τους προλαλήσαντες συναδέλφους.
Η νομολογία του ακυρωτικού είναι ήδη γνωστή στο Δικαστήριό σας. Εμείς από την πλευρά μας έχουμε συγκεντρώσει όλες σχεδόν τις αποφάσεις οι οποίες αφορούν την έννοια του πολιτικού εγκλήματος και θα τις θέσουμε υπ’ όψιν σας, για την περίπτωση που εκ συμπτώσεως κάποια απ’ αυτές δεν περιλαμβάνεται στις αποφάσεις που σας έχουν ήδη δοθεί εκ μέρους άλλων συναδέλφων.
Πρόθεσή μου βεβαίως δεν είναι να επαναλάβω τίποτε απολύτως από όλα όσα έχουν ήδη με πληρότητα και σαφήνεια αναπτυχθεί ενώπιόν σας εκ μέρους των συναδέλφων της Πολιτικής Αγωγής. Θα περιοριστώ μόνο σε μία εξαιρετικά σύντομη αλλά ουσιώδη, πιστεύω επισήμανση, η οποία αφορά το εξεταζόμενο ζήτημα.
Κύριοι Δικασταί, ακόμα και αν δεχθούμε ότι υπήρξαν πολιτικά κίνητρα, οι τρόποι με τους οποίους αυτά υλοποιήθηκαν, ήταν μεταξύ άλλων, όπως στην περίπτωση η οποία μας αφορά άμεσα, οι ανθρωποκτονίες και οι βαριές σωματικές βλάβες, οι σοβαροί τραυματισμοί και οι ακρωτηριασμοί. Τούτο σημαίνει ότι χρησιμοποιήθηκαν άνθρωποι ως μέσον για την επίτευξη στόχων.
Όμως, το Σύνταγμά μας, στο άρθρο 2 αυτού, αναγνωρίζει τον άνθρωπο ως αυταξία και ως αυτοσκοπό. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι το Σύνταγμα απαγορεύει τη χρησιμοποίηση του ανθρώπου ως μέσου, για την επίτευξη οποιουδήποτε στόχου.
Επομένως, εάν αναγνωρίσετε τα εγκλήματα των κατηγορουμένων ως πολιτικά, τότε θα έρθετε σε ευθεία αντίθεση με αυτό το οποίο αποτελεί την πεμπτουσία του πολιτεύματός μας, διότι θα έχετε αναγνωρίσει ότι ο άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσον για την επίτευξη σκοπών, στόχων.
Κύριοι Δικασταί, η συνταγματική επιταγή του άρθρου 2, είναι ίσως ο πιο σοβαρός λόγος για τον οποίο κωλύεστε να δεχθείτε ότι τα εγκλήματα τα οποία τέλεσαν οι κατηγορούμενοι, είναι πολιτικά. Για το λόγο αυτό, ο Αξαρλιάν και ο Κήλης σας καλούν να διακηρύξετε κι εσείς με τη σειρά σας, διά της αποφάσεώς σας, επί της ενστάσεως των κατηγορουμένων και του αιτήματός των να αναγνωρισθούν τα εγκλήματα τα οποία τέλεσαν ως πολιτικά, την αναγνώριση του ανθρώπου ως υπέρτατης αξίας και ως αυτοσκοπού και να αντιταχθείτε στη χρησιμοποίηση του ανθρώπου ως μέσου για την επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού.
Τέλος, θα ήθελα να δηλώσω ότι αναμένω από την Υπεράσπιση η οποία προέβη σε κατηγοριοποίηση των θυμάτων, να μας διευκρινίσει σε ποια κατηγορία κατατάσσει τον Θάνο Αξαρλιάν και τον Στυλιανό Κήλη. Σας ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο λόγος στον κ. Σταθόπουλο.
Δ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικασταί, αναφερόμενοι εις το πολιτικό έγκλημα, θα πρέπει να ορίσουμε κατ’ αρχήν την έννοιά του. Δηλαδή πολιτικό έγκλημα είναι εκείνο που όχι μόνο κατά την πρόθεση του δράστη αλλά και αντικειμενικά, στρέφεται κατά πολιτικών έννομων αγαθών και προπάντων κατά της υπόστασης του κράτους και της ασφαλείας του. Στρέφεται δηλαδή κατά του έννομου αγαθού της κατεστημένης εξουσίας.
Ο Ποινικός μας Κώδικας σε περίοδο δημοκρατίας, στο κεφάλαιο Ε’ του ειδικού μέρους, τυποποιεί τα συγκεκριμένα αδικήματα κατά της πολιτειακής εξουσίας και προσδιορίζει ότι η πολιτική κρατική υπόσταση ως έννομο αγαθό το οποίο ενυλώνεται και εξατομικεύεται στα άτομα, εκείνα που έχουν την ιδιότητα κατά το Σύνταγμα, να ενεργούν ως άμεσα όργανα του κράτους, π.χ. του Προέδρου της Δημοκρατίας, της Βουλής των Ελλήνων, του Πρωθυπουργού ή της Κυβέρνησης.
Είναι αυτονόητο βέβαια, ότι η πολιτική υπόσταση του κράτους, περιέχει ως έννοια και την πολιτειακή εξουσία και τη δημόσια τάξη, ως ικανότητα αποτελεσματικής επιβολής κατά της κρατικής βούλησης στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Επομένως, εάν δεχθούμε ότι υπάρχει πολιτικό αδίκημα εκτός των πλαισίων αυτών, φτάνουμε στο νομικό άτοπο όπως λέει και ο καθηγητής Μανωλεδάκης, οι μόνοι υποψήφιοι για την τέλεση πολιτικών εγκλημάτων, θα ήταν οι αναρχικοί.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από τη νομολογία του Αρείου Πάγου και συγκεκριμένα από την απόφαση 820/1989 η οποία δέχεται ότι τρομοκρατικές ενέργειες που προξένησαν θύματα και προκάλεσαν κίνδυνο σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, δεν αποτελούν πολιτικά εγκλήματα ή συναφή με αυτά, ούτε συνιστούν υπέρ της ελευθερίας δράσης.
Το σημαντικότερο δε στην περίπτωση του πελάτη μου και των θυμάτων στην επίθεση Παλαιοκρασσά, είναι ότι προσβλήθηκε η συνταγματική αρχή της προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Μία αξία, που πιστεύω ότι για να κατακτηθεί, χρειάστηκαν πολλοί αγώνες μέσα στα πλαίσια της πολιτειακής μας ζωής.
Εάν όμως υποθέσουμε ότι δεν ισχύει τίποτε απ’ τα ανωτέρω, το ίδιο το Σύνταγμα αποκλείει τη δυνατότητα του πολιτικού εγκλήματος στα πλαίσια της δημοκρατίας. Συγκεκριμένα στο άρθρο 120 του τωρινού μας Συντάγματος, το οποίο επαναλαμβάνει και συμπληρώνει την ιστορική διάταξη του άρθρου 114 του Συντάγματος του 1952, ορίζεται ότι «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία›.
Το Σύνταγμα λοιπόν προσδιορίζει ως απαραίτητη προϋπόθεση για πράξεις ενάντια στην πολιτειακή εξουσία, την κατάλυση, την προσπάθεια κατάλυσης και την κατάλυση της δημοκρατίας ή τη βίαιη ανατροπή της. Συνεπώς, ούτε αντικειμενικά ούτε υποκειμενικά έχουμε τις προϋποθέσεις για το πολιτικό έγκλημα και ζητώ να απορριφθεί η ένσταση της Υπεράσπισης. Ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα κ. Σταθόπουλε. Συνεχίζουμε. Για τον κ. Παπαδημητρίο μίλησε ο ίδιος. Του κ. Βρανόπουλου, η κα Τογιαντζή Ελένη. Δεν είναι εδώ. Για Σαπαχίογλου έχει καλυφθεί. Για του MEGA CHANNEL ο κ. Φλώρος, η κα Φλώρου δεν είναι εδώ. Για την Αμερικάνικη Πρεσβεία ο κ. Αναγνωστόπουλος τα έχει πει φαντάζομαι, μη λέμε πάλι τα ίδια, δεν υπάρχει λόγος.
Η κα Βόζεμπεργκ επομένως, για τον Περατικό έχει τον λόγο.
Ε. ΒΟΖΕΜΠΕΡΓΚ: Εντιμότατοι κ. Πρόεδρε και κύριοι Εφέτες, δυστυχώς είμαι στη δυσάρεστη συγκυρία σήμερα, κάτω από το κράτος μιας στυγερής δολοφονίας στη γείτονα Γιουγκοσλαβία, όπως γνωρίζουμε όλοι μας, δολοφονήθηκε άγρια ο Πρωθυπουργός της Σερβίας Τζίτζιτς και είναι πάλι μια εκδήλωση, ενδεχομένως, θα μας δείξει η πορεία των πραγμάτων, απ’ ότι λέγεται, από τις πρώτες πληροφορίες, του οργανωμένου εγκλήματος και θα αναφερθώ σ’ αυτό επιχειρηματολογώντας στη συνέχεια της τοποθετήσεώς μου, για το πόσο και αυτό το έγκλημα αν το προσεγγίσουμε αρχικά, θα μπορούσε να είναι πολιτικό έγκλημα ή κοινό έγκλημα.
Εδώ και τρεις μέρες κ. Πρόεδρε και κύριοι Δικαστές, απασχόλησε το Δικαστήριό μας, η ένσταση που υποβλήθηκε από την υπεράσπιση των κατηγορουμένων και έχει να κάνει με την αρμοδιότητά σας να δικάσετε τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους, πάντα εφ’ όσον κρίνει το Δικαστήριό σας που έχει δικαίωμα αυτοτελώς να το κρίνει, ότι οι πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται, είναι πολιτικά εγκλήματα.
Βεβαίως στην ένσταση αναπτύχθηκε με διαφορετικό τρόπο από κάποιους από τους εκλεκτούς συναδέλφους της Υπεράσπισης, ή μάλλον με διαφορετικές αιτιολογίες και εστιάζω περισσότερο στον απουσιάζοντα σήμερα εκλεκτό συνάδελφο τον κ. Ιπποκράτη Μυλωνά, ο οποίος έθεσε μια άλλη παράμετρο στην ένστασή του όπως την υπέβαλλε, και εκτιμώ ότι χρήζει απαντήσεως και προς εκείνη την παράμετρο που έθεσε ο ίδιος.
Το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει αναφορικά με αυτή την ένσταση είναι γιατί ο στόχος που υπεβλήθη. Αναμφισβήτητα το δικονομικό δικαίωμα υπάρχει στην Υπεράσπιση, να υποβάλλει όχι μόνο αυτή αλλά πλείστες όσες ενστάσεις.
Θα πρέπει όμως να δούμε τη σκοπιμότητα της υποβολής της συγκεκριμένης ενστάσεως. Πράγματι, η ένσταση συναρτάται άμεσα με το χαρακτηρισμό των αξιοποίνων πράξεων ως πολιτικών εγκλημάτων; Ή στοχεύει άμεσα και ωφελιμιστικά για τους κατηγορούμενους με δικονομικό άρτιο λόγο για να κρίνετε εσείς ότι δεν είστε αναρμόδιοι και επομένως αρμόδιο είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, επειδή κατά την κρίση της Υπεράσπισης αυτό θα είχε μια επιεικέστερη μεταχείριση προς τους κατηγορουμένους;
Σημασία όμως δεν έχει τόσο το να εστιάσουμε στην αιτία υποβολής της συγκεκριμένης ενστάσεως, αλλά κατά πόσον η ένσταση αυτή είναι βάσιμη και μπορεί να σταθεί. Για να την κρίνετε -που θα το κάνετε με την αυθεντία που σας διακρίνει και σας δίνει η Δικονομία το δικαίωμα κύριοι Δικαστές- θα πρέπει να δεχθείτε ότι στη νομική μας επιστήμη, κατ’ αρχήν δεν έχει οριοθετηθεί στο θετικό μας δίκαιο, η έννοια της τρομοκρατίας.
Βέβαια, σύμφωνα με την τελευταία συνάντηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Παλέρμο, από τη Νομική Επιτροπή υιοθετήθηκε ο ορισμός ότι τρομοκρατική ενέργεια μπορεί να συνιστά κάθε αξιόποινη πράξη βίας που στρέφεται εναντίον μιας χώρας, των κατοίκων της ή των θεσμών της, με στόχο την πρόκληση κατάστασης τρόμου στις δημόσιες αρχές, άτομα μεμονωμένα ή ομάδες ατόμων, δηλαδή στο κοινό.
Το διαβάζω κατ’ ακρίβεια, για να μην παραφράσω κάποια από τη διατύπωση αυτή, η οποία είναι άρτια ως προς την επιστημονική της διατύπωση. Βέβαια μπορούμε να δανειστούμε και τον ορισμό που έδωσε η ίδια η τρομοκράτισσα Ούλρικε Μάινχοφ ή ο Ανδρέας Μπάαντεν, όταν είπαν ότι:
«Τρομοκρατία είναι η ανταλλαγή του τρόμου που προκαλεί το κράτος στις λαϊκές μάζες, μέσα από την πολιτική τους επισκόπηση των λαϊκών μαζών και της τρομοκρατίας που μπορεί το κράτος να ασκεί σ’ αυτές όταν εισάγει προφανώς ανισοκατανομή του πλούτου›. Κάπως έτσι το αντιλαμβάνομαι.
Σε κάθε περίπτωση, η τρομοκρατία είναι πράξη βίας. Και είναι πράξη βίας η οποία στοχεύει να τρομοκρατήσει τον κόσμο, πολύ απλά και κατανοητά. Αυτό όμως που έχει σημασία σ’ αυτή την αίθουσα, πέραν από όσες επιστημονικές απόψεις μπορεί ο καθένας να έχει και δικαιούται να έχει, και που θα είχαν ενδεχομένως πολύ ενδιαφέρον να ακουστούν σε στρογγυλά τραπέζια ή σε επιστημονικά συνέδρια, είναι αν πράγματι δεσμεύεται το Δικαστήριό σας, αναφορικά με το πολιτικό έγκλημα, να κρίνει αυτό είτε με την αντικειμενική θεωρία, είτε με την υποκειμενική είτε με τη μικτή. Σίγουρα το Δικαστήριό σας δεν δεσμεύεται.
Απ΄ την άλλη πλευρά όμως, δεν μπορεί να φανεί αδιάφορο, να αδιαφορήσει προς τη νομολογία μας που είναι πλούσια και που έχει υιοθετήσει σαφώς, τόσο την αντικειμενική θεωρία όσο και σε μερικές οριακές περιπτώσεις, τη μικτή.
Έχω σταχυολογήσει, απλώς το αναφέρω στο Δικαστήριό σας και θα το καταθέσουμε, μία σειρά από αποφάσεις που δεν αναφέρθηκαν, ή μάλλον μερικές απ’ αυτές αναφέρθηκαν, και εμπλουτίζουν την τρέχουσα νομολογία των Δικαστηρίων μας και είναι του Αρείου Πάγου, είτε εν Συμβουλίω είτε εν Ολομελεία.
Η 1260/87 που τονίζει ότι «το πολιτικό έγκλημα είναι το έγκλημα που απευθύνεται αμέσως κατά της πολιτείας›, η λέξη αμέσως έχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί έμμεσες διαδικασίες δεν είναι ικανές να το χαρακτηρίσουν σύμφωνα με την αντικειμενική θεωρία και τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της νομίμου κατά το πολίτευμά της, κοινωνικοοικονομικής τάξεως. Εδώ δηλαδή κάνει μια εξειδίκευση της καθεστηκυίας τάξεως που έχουμε μάθει να λέμε και είναι και μια έννοια που έχει εξαιρετικά ταλαιπωρηθεί τον τελευταίο καιρό. Ενώ συναφές προς το πολιτικό έγκλημα, είναι το έγκλημα που αμέσως παρασκευάζει τα μέσα για τη διάπραξη πολιτικού εγκλήματος.
Η απόφαση 362/95 του Ε’ Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την ίδια ακριβώς διατύπωση. Η απόφαση 1576 πάλι του Αρείου Πάγου, με την ίδια ακριβώς διατύπωση και μπαίνει στο έλασσον σκεπτικό, έστω και αν τελέστηκε από δράστη με αφορμή τα πολιτικά του φρονήματα ή τις πολιτικές του αρχές ή προς τον σκοπό τέτοιων επιδιώξεων.
Η 1137 του Αρείου Πάγου εν Συμβουλίω με την ίδια ακριβώς διατύπωση και προχωρεί ακόμη τη σκέψη για τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούνται, λέγοντας: «Το οποίο και προϋποθέτει ως τελεσθέν›, δηλαδή τα μέσα τα οποία χρησιμοποίησε ο δράστης και στόχευαν στην ανατροπή της καθεστηκυίας τάξεως, η προκείμενη απόφαση την θεωρεί ήδη και τελεσθείσα, ως αξιόποινη πράξη, το έγκλημα δηλαδή.
Η 827/98 επίσης του Αρείου Πάγου εν Συμβουλίω με την ίδια διατύπωση, όπου επίσης λέει ότι «η προσβολή που επέρχεται σε κάποιο έννομο αγαθό να έχει ως αποτέλεσμα την παρασκευή των μέσων για διάπραξη πολιτικού εγκλήματος, υπό την προεκτεθείσα έννοια, δηλαδή με την έννοια της κατάλυσης ή ανατροπής της καθεστηκυίας τάξεως που διαμορφώνεται με το υπάρχον πολίτευμα, το οποίο έγκλημα, προϋποθέτει ως τελεσθέν.
Βέβαια την 820/89 που έγινε πολλή της χρήση και από προλαλήσαντες εκλεκτούς συναδέλφους, η οποία, ορίζοντας πια τις τρομοκρατικές ενέργειες που προξένησαν θύματα και προκάλεσαν κίνδυνο σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, δεν αποτελούν πολιτικά εγκλήματα.
Η αντικειμενική θεωρία κύριοι Δικαστές, η οποία έχει πλουτίσει σημαντικά τη νομολογία μας, δεν μπορεί να σας αφήσει αδιάφορους, αλλά βεβαίως δεν σας δεσμεύει να δεχθείτε και τη μικτή θεωρία ή και την υποκειμενική θεωρία, αν θεωρήσετε ότι κατ’ ελάχιστον θα μπορούσε να αδικηθεί ο χαρακτηρισμός του πολιτικού εγκλήματος σε ό,τι αφορά στους συγκεκριμένους κατηγορούμενους.
Επίσης, επιπροσθέτως υπάρχει η συνθήκη, η Ευρωπαϊκή συνθήκη που έχει κυρωθεί ως γνωστόν από τη χώρα μας και είναι εσωτερικό δίκαιο και στην οποία επίσης αναφέρεται ρητά ότι τα εγκλήματα των τρομοκρατών δεν είναι πολιτικά.
Στο σημείο αυτό, θέλω να επισημάνω μία αντίφαση, ή μάλλον μία προσπάθεια της Υπεράσπισης, να ακυρώσουν ή να αποδυναμώσουν αυτές τις αντικειμενικές θεωρίες, επειδή αυτό προσπορίζει όφελος στους κατηγορούμενους, λέγοντας ότι αυτές οι αντικειμενικές θεωρίες, ναι μεν έχουν διατυπωθεί αλλά ήταν με αφορμή αίτημα για έκδοση.
Τί σημαίνει αυτό κύριοι Δικαστές; Όταν το αίτημα που υποβάλλεται είναι η έκδοση και αυθεντικά το Δικαστήριο οριοθετεί το πολιτικό έγκλημα, δεν είναι αυθεντική ερμηνεία; Δηλαδή αν ένα άλλο αίτημα υποβαλλόταν, διαφορετική θα ήταν η ερμηνεία του Δικαστηρίου ως προς τον προσδιορισμό του πολιτικού εγκλήματος; Όχι βέβαια. Μόνο σαν προσχηματικό ακούγεται το γεγονός αναμφισβήτητο ότι με αφορμή την έκδοση εκδόθηκαν αυτές οι αποφάσεις. Μα δεν δικάσαμε ξανά τρομοκράτες. Έχετε την ευκαιρία, την ευθύνη, αλλά και το βάρος να νομοθετήσετε εσείς για πρώτη φορά. Αυτό όμως δεν ακυρώνει την αυθεντία του ορισμού αυτού καθ’ εαυτού.
Πέραν όμως και από τη νομολογία μας, που είναι πλούσια και που στο υποκειμενικό της στοιχείο θ’ αναφερθώ αμέσως μετά μόλις αξιολογήσω σε προσωπική κρίση αλλά αντικειμενικά μέσα από τη δικογραφία τα εγκλήματα για τα οποία παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι το υποκειμενικό στοιχείο, είναι και η επιστήμη μας πλούσια από απόψεις, που έγινε κατά κόρο χρήση από τους συναδέλφους αναφορικά με το χαρακτηρισμό του πολιτικού εγκλήματος.
Ο Καθηγητής κ. Νίκος Παρασκευόπουλος προσδιορίζει το πολιτικό έγκλημα «ως το έγκλημα που επιτυγχάνει, ή επιδιώκει τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική παρέμβαση -κανείς δεν αρνείται ότι οι πράξεις των τρομοκρατών επιχείρησαν σημαντική πολιτική παρέμβαση- με το μικρότερο δυνατό κόστος, σε ατομικά έννομα αγαθά›. Ακριβώς δηλαδή το αντίθετο από ότι έπραξαν οι κατηγορούμενοι εφόσον κριθούν ένοχοι.
Ο πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ο κ. Κόκκινος:
«Είναι το έγκλημα που πλήττει άμεσα την πολιτική και λειτουργική οργάνωση του κράτους, ή την εσωτερική και εξωτερική ασφάλειά του›.
Ο ίδιος βεβαίως αξιολογώντας την ευρωπαϊκή Σύμβαση αποφαίνεται ότι «είναι αυθεντική η ερμηνεία της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος, ασχέτως αν ο ορισμός αυτός δόθηκε με αφορμή αίτημα για έκδοση, ή μάλλον τα ζητήματα έκδοσης που αφορούν πολύ περισσότερο στις διακρατικές σχέσεις›.
Ο εγκληματολόγος κ. Νέστωρ Κουράκης
«Έχει χάσει τη λάμψη του το πολιτικό έγκλημα ως μέσο αντίδρασης κατά της απολυταρχίας και αντιμετωπίζεται συνήθως από διεθνείς ή διακρατικές συμβάσεις, ως ενοχλητικό απολίθωμα του παρελθόντος, που παρέχει απλώς άλλοθι σε ενέργειες αναρχικών και τρομοκρατών›. Πρόσχημα δηλαδή, αιτιολόγηση για να τύχουν προφανώς ευμενεστέρας μεταχειρίσεως.
Ο Καθηγητής κ. Σταθόπουλος:
«Η νομολογία μας έχει ήδη εξαιρέσει την τρομοκρατία από την έννοια του πολιτικού εγκλήματος και οι διεθνείς Συμβάσεις ρητώς διαχωρίζουν το τρομοκρατικό έγκλημα από το πολιτικό›.
Ο Καθηγητής Γρηγόρης Καλτσέλης:
«Οι αξιόποινες πράξεις της προκείμενης Οργάνωσης –μιλά για τη 17Ν- δεν είναι πολιτικά εγκλήματα›.
Ο Καθηγητής Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης το Νοέμβριο του 2002 μόλις πρόσφατα, στο «ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ›1817 σελ. επειδή έγινε κατά κόρον χρήση του πονήματος των σκέψεων και των επιστημονικών διατυπώσεων του Καθηγητή Μαγκάκη:
«Η αποξένωση των τρομοκρατικών Οργανώσεων από την κοινωνία και τις ευρύτερα οργανωμένες δυνάμεις, αποκαλύπτει και εξηγεί την πλήρη απουσία αληθινού ουσιαστικού ιδεολογικού υπόβαθρου της τρομοκρατίας. Παρά τις φλύαρες κενολογίες των προκηρύξεων που ευτέλισαν κι αυτές ακόμη τις ιδέες του διεθνούς αναρχισμού›.
¶φησα τελευταίο τον Καθηγητή Μανωλεδάκη επειδή ο πολύ σημαντικός πραγματικά αυτός Πανεπιστημιακός δάσκαλος έκανε μια ενδελεχή ανάλυση σε μια σειρά από άρθρα του και επιστημονικές ανακοινώσεις, στις οποίες εστίασε αποκλειστικά και μόνο στην αντικειμενική θεωρία.
Χτες δια μακρόν, περίπου ένα τέταρτο, ο Καθηγητής κ. Κατσαντώνης ανέλυσε και απέδειξε στο Δικαστήριό σας την κατ’ εξοχήν εχθρική στάση –επιτρέψτε μου τον χαρακτηρισμό- του Καθηγητού προς την υποκειμενική θεωρία και σε πρόσφατο άρθρο του ο Καθηγητής ο κ. Μανωλεδάκης λέει επί λέξει:
«Κατά την αντικειμενική θεωρία τα εγκλήματα των μελών της 17Ν δεν μπορεί να χαρακτηριστούν πολιτικά›.
Έτσι λοιπόν και η επιστήμη και η νομολογία τείνουν κι έχουν εκφραστεί ρητά και κατηγορηματικά για τα πολιτικά εγκλήματα ή τα κοινά εγκλήματα, αναφορικά με τις πράξεις για τις οποίες βαρύνονται οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι.
Το συνταγματικό πρόβλημα που ανέκυψε στο Δικαστήριό μας με αφορμή την ένσταση που υπέβαλλε η Υπεράσπιση, έχει να κάνει με το κατά πόσο εάν δεν είναι πολιτικά –εάν μεν είναι πολιτικά, εσείς θα το κρίνετε- αν κρίνετε όμως ότι είναι πολιτικά –διότι έτσι ισχυρίζεται- δεν είστε αρμόδιοι να δικάσετε.
Είχε όμως δικαίωμα εδώ ο νομοθέτης αφού η Οργάνωση αυτή βαρύνεται και με πράξεις ανθρωποκτονίας, να υπαγάγει αυτές στο 187 με βάση τον 2928; Εκεί λοιπόν εστιάστηκε η ένσταση αντισυνταγματικότητας, ότι ο 2928 παραβίασε το νόμιμο δικαίωμα του κατηγορούμενου, των κατηγορουμένων εν προκειμένω, να έχουν την εκδίκαση από το φυσικό τους δικαστή, δηλαδή από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Είναι σαφής η συνταγματική διάταξη και βέβαια αν ο συνταγματικός νομοθέτης ήθελε να αφαιρέσει από τον κοινό νομοθέτη, το δικαίωμα να υπαγάγει στο 187 κι άλλες πράξεις, θα το είχε πει ρητά.
Αντιθέτως, ρητά λέει κάτι άλλο. Με νόμο μπορεί να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των ίδιων Εφετείων κι άλλα κακουργήματα. Και άλλα κακουργήματα λοιπόν παρεπέμφθησαν να δικαστούν. Με αυτό το σκεπτικό, αναμφισβήτητα είστε αρμόδιοι, εφόσον δεχτείτε ότι δεν είναι πολιτικά τα εγκλήματα, τα οποία βαρύνουν τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους.
Αλλά και πολιτικά τα εγκλήματα δεν μπορείτε να το δεχτείτε και για έναν άλλο λόγο που αναπτύχθηκε πολύ εμπεριστατωμένα από τον κ. Γιαννίδη, από τον κ. Αναγνωστόπουλο και από άλλους προλαλήσαντες. Διότι προφανώς, στο Σύνταγμα όταν κάνει διάκριση ρητή πάλι, μεταξύ κακουργημάτων και πολιτικών εγκλημάτων, εννοεί πολιτικά πλημμελήματα, ή πολιτικά πταίσματα, αν υπάρχουν αυτά. Δεν τα συναντήσαμε, ή δεν είναι της συνήθους χρήσεως.
¶λλωστε πολύ σοφά ακούστηκε πριν από εμένα κάποια στιγμή, ότι είναι απόλυτα φυσικό με τη διεύρυνση της δημοκρατίας και με το άνοιγμα της κοινωνίας να έχει ατονίσει το πολιτικό έγκλημα, να έχει αδυνατίσει, σχεδόν να τείνει να μην υπάρχει. Παρά ταύτα δεν υποστηρίζει η ομιλούσα ότι και σε δημοκρατίες δεν διαπράττονται πολιτικά εγκλήματα, αν εξαιρέσει κανείς βέβαια την εσχάτη προδοσία, που ρητά ορίζεται και επομένως ως προς αυτή, δεν υπάρχει καμία ερμηνεία.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αντιλέξω στην ένσταση που υπέβαλλε ο απουσιάζων σήμερα εκλεκτός συνάδελφος κ. Ιπποκράτης Μυλωνάς δια μακρόν. Ο κ. Μυλωνάς απεμόνωσε την πράξη της ανθρωποκτονίας, εστίασε πάνω σε αυτήν για όσους εκ των κατηγορουμένων βαρύνει αυτή η πράξη και είπε ότι «κύριοι Δικαστές δεν μπορείτε να δικάσετε ειδικά την πράξη της ανθρωποκτονίας, δηλαδή τους κατηγορούμενους που βαρύνονται με αυτή την πράξη, στο Τριμελές Εφετείο, διότι αρμόδιο, ο φυσικός δικαστής είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο που συμπληρώνεται από τη λαϊκή έκφραση, από τους λαϊκούς δικαστές. Μόνο αυτό είναι αρμόδιο –είπε- με ένα σκεπτικό που ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον και σημαντικό, αλλά για επιστημονικό συνέδριο ή για ανακοινώσεις επιστημονικού χαρακτήρα και ως σημαντικό το καταγράφω.
Ο αντίλογος είναι επίσης ισχυρός για το Δικαστήριό μας. Δεν είναι επιστημονικός, είναι πραγματικός. Το βούλευμα κύριοι Δικαστές, φέρει αυτούς τους ανθρώπους κατηγορούμενους για εγκληματικές πράξεις, που εντάσσονται όμως στη λογική του οργανωμένου εγκλήματος. Γι’ αυτό και υπήχθησαν στο 187 και είναι 75 περιπτώσεις. Αλλά δεν είστε το Τριμελές Κακουργημάτων το οποίο έχει 75 περιπτώσεις πινακίου. Είναι 75 οι περιπτώσεις που συνθέτουν τη δραστηριότητα της 17Ν και συμπυκνώνεται στην οργάνωσή τους.
Επομένως δεν είναι νομικά ορθό να απομονωθεί μια κατηγορία, μία πράξη ή ένας κατηγορούμενος ή περισσότεροι, να του αποδοθούν οι ανθρωποκτονίες και να κριθούν με βάση το κατηγορητήριο λόγω του ότι θα ήταν αρμόδιο το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Είστε αποκλειστικά αρμόδιοι εσείς να δικάσετε και για έναν πρόσθετο και τελευταίο λόγο κύριοι Δικαστές.
Διότι αν ήθελε πράγματι το βούλευμα να αναγνωρίσει πολιτικά, όχι κίνητρα αλλά πολιτικό χαρακτήρα στις πράξεις των κατηγορουμένων, θα έλεγε στο σκεπτικό του, με πολλή σαφήνεια και ρητά, ότι με αυτές τις πράξεις, οι κατηγορούμενοι εστόχευαν στην ανατροπή ή αλλοίωση της καθεστηκυίας τάξεως. Τότε δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα. Τότε πραγματικά θα ήταν αρμόδιο να δικάσει το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο με βάση το βούλευμα. Είναι βέβαια άλλης τάξεως ζήτημα το πώς θα κριθεί στη συνέχεια.
Έρχομαι δι’ ολίγον στην υποκειμενική θεωρία. Υποκειμενική θεωρία κύριοι Δικαστές, γνωρίζετε ότι το Δίκαιό μας κατ’ αντικείμενο κρίνει τις πράξεις, αν πραγματικά πληρούν τα αντικειμενικά στοιχεία ενός εγκλήματος για να αποδώσει την κατηγορία και το υποκειμενικό στοιχείο το εξετάζει στη σφαίρα του αξιοποίνου, σε κάθε περίπτωση μιλάμε για τα συγκεκριμένα κίνητρα που είναι δυσδιαγνώσιμα και δυσδιάκριτα για όλους τους κατηγορουμένους.
Δεν είναι όμως δυσδιαγνώσιμα και δυσδιάκριτα για την Οργάνωση ως σύνολο. Διότι πολύ σωστά ακούστηκε, η Οργάνωση για τους στόχους και τους σκοπούς της, φαίνεται μέσα από τις προκηρύξεις της και πολύ περισσότερο μέσα απ’ αυτά που κατά καιρούς έχουν δηλώσει κάποια από αυτά τα μέλη και προσπάθησαν να ταυτίσουν ή να εναρμονίσουν τη δράση, την ιδεολογία και στους στόχους τους, ακόμη και με ήρωες του ’21. Εσείς θα το κρίνετε, το βάσιμο, το αβάσιμο, το παρανοϊκό ή το λογικό.
Οι προκηρύξεις λοιπόν των τρομοκρατών ή των φερομένων ως κατηγορουμένων για τρομοκρατία για να είμαι ακριβέστερη, αφού ακόμη δεν εκρίθη η ενοχή τους, τί λένε κύριοι Δικαστές; Ότι «επιλέγουμε κάποιους στόχους και τους εκτελούμε›, έχουν και μια ορολογία που αναφέρεται στην τρομοκρατική λογική, οι ληστείες είναι απαλλοτριώσεις, οι δολοφονίες είναι εκτελέσεις, όλα έχουν έναν εξωραϊσμό, διότι δόξα τω Θεώ, η γλώσσα μας είναι και πλούσια και τα ρήματα μπορούν να παίρνουν τη θέση τους σε μη απαξιωτικά όταν πρόκειται να δικαιολογήσουμε πράξεις και ενέργειες.
Ειπώθηκε από την άλλη πλευρά και ιδιαίτερα από την εκλεκτή συνάδελφο την Ιωάννα Κούρτοβικ, ότι οι στόχοι που επελέγοντο, συμβόλιζαν και κάποιες αρχές. ¶ρα, συμβόλιζαν τα επιμέρους τμήματα που στελεχώνουν το καθεστώς, την καθεστηκυία τάξη. Χτύπησαν διπλωμάτες, χτύπησαν αμερικάνικες βάσεις, χτύπησαν εκπροσώπους της Εκτελεστικής εξουσίας, τον κ. Πέτσο που ήταν Υπουργός, χτύπησαν Βουλευτές, άρα το Κοινοβούλιο και επομένως, με αυτά τα χτυπήματα που στόχευαν στους πόλους και στις αρχές τις βασικές που ορίζονται ως καθεστηκυία τάξη βάσει του δημοκρατικού πολιτεύματος χτυπήθηκε ή επεχειρήθη η ανατροπή της καθεστηκυίας τάξεως. Ουδέν αναληθέστερο τούτου!
Τούτο γιατί, κύριοι Δικαστές: Δεν θα αρνηθούμε ότι ένας εκπρόσωπος του Κοινοβουλίου εκπροσωπεί το λαό, αλλά δεν ορίζει το Κοινοβούλιο, δεν το καθορίζει και δεν το δεσμεύει το φυσικό πρόσωπο, όπως επίσης και ο Υπουργός. Μόλις ανατρέπεται, με οποιοδήποτε λόγο, αντικαθίσταται. Τα φυσικά πρόσωπα, είναι αντικαταστατά. Δόξα τω Θεώ γι αυτό. Αλίμονο αν η συνέχεια του κράτους κατελύετο στην απαξίωση ή στη δολοφονία ενός φυσικού προσώπου. Αυτό θα ήταν ό,τι παράλογο.
Σε κάθε περίπτωση όμως έχει σημασία και πώς επελέγοντο τα πρόσωπα αυτά, με τί κριτήρια κύριοι Δικαστές. Γιατί ακούστηκε η υπερ-απλουστευτική άποψη αυτές τις μέρες στον Τύπο, όχι από συναδέλφους, ότι «καλά, και τί είχε με τον Περατικό, προσωπικά για να τον εκτελέσει η 17Ν; Τί είχε με το Βρανόπουλο; Τί είχε με τον Μάτη;› Εδώ είναι και ο παραλογισμός. «Τί είχε με τον Βελούτσο, τί είχε με τον Πέτσο;› Μίσος κοινωνικό είχε κύριοι Δικασταί, για τα φυσικά πρόσωπα. Εμπάθεια, εκδικητικότητα. Και επιλέγω τις διατυπώσεις μου, γιατί μου υπαγορεύει την επιλογή μου το σύνολο των προκηρύξεων.
Θα σας αναφέρω μόνο τρεις λέξεις, για να δείξω ότι τα κίνητρα, τα ελατήρια των πράξεων των κατηγορουμένων ήταν ταπεινά και αχρεία: Σελ. 786, 76η προκήρυξη, κύριοι Δικαστές:
«Ορισμένοι κύκλοι που παίζουν τους Διευθυντές και τους μεγαλοδημοσιογράφους, και εδώ αναφερόμαστε μόνο στον Φυντανίδη, πρέπει να κατανοήσουν καλά ότι η 17Ν δεν είναι γιουσουφάκι ούτε κανένας μασκαράς σαν τους κυρίους του συναφιού τους. Πριν την πιάσουν στο στόμα τους θα πρέπει να ζυγίζουν προσεκτικά το τί θα πουν›.
Δείχνει όχι μόνο το χαρακτήρα της τρομοκρατικής Οργάνωσης, την παίρνω πλέον σαν Οργάνωση, δεν μ’ ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή για τον συντάκτη, αφού μέσα στο πλαίσιο και στο όνομα της Οργάνωσης δρούσαν οι δράστες, δείχνει όχι μόνο το μίσος προς την κοινωνία ή κάποιους που την εκφράζουν, αλλά προπάντων ένα σύμπλεγμα, ένα κόμπλεξ υπεροχής, ένα κόμπλεξ μεγαλείου, προφανώς ήταν οπαδοί του Μπακούνιν που έλεγε ότι «η επιθυμία για καταστροφή είναι δημιουργική επιθυμία›. Αυτό δείχνει αυτή η διατύπωση.
Θα προχωρήσω παρακάτω. Απέτυχαν να δολοφονήσουν τον κ. Πέτσο, δόξα τω Θεώ για εκείνον και για την κοινωνία, απέτυχαν να δολοφονήσουν τον Βαρδή Βαρδινογιάννη και στο τέλος των προκηρύξεών τους τί λένε κύριοι Δικαστές; «Δυστυχώς, ο απατεώνας και κλέφτης του ελληνικού λαού Γιώργος Πέτσος, είχε τύχη βουνό. Όπως λέει κι ο λαός μας, κακό σκυλί, ψόφο δεν έχει›.
Αυτό είναι λοιπόν το ηθικό κίνητρο της Οργάνωσης που ήθελε να ανατρέψει το καθεστώς το άδικο της ανισοκατανομής του πλούτου και της ανεργίας, να μπορέσει να αντικατασταθεί με άμεση δημοκρατία και αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό, μας είπαν. Αν ερωτηθεί ένας έκαστος απ’ τους κατηγορούμενους, ξέρουν να το διατυπώσουν κύριοι Δικαστές; Με τέτοιες προφάσεις αφαιρούμε τις ανθρώπινες ζωές και αιματοκυλούμε τον τόπο;
Στο σημείο αυτό, λυπούμαι αλλά δεν είμαι απολογητής της Αριστεράς, δεν ήμουν ποτέ και θιασώτης των απόψεών της, έμαθα όμως, γιατί είμαι μετα-γενιά Πολυτεχνείου, να τη σέβομαι και αυτήν και τους αγώνες της προπάντων.
Πώς επιχειρήθηκε μια ταύτιση της Αριστεράς και των αγώνων της από τη δράση της 17Ν; Για ποιο λόγο; Με ποιο δικαιολογητικό; Δεν προσβλήθηκε η συνείδησή μας σε ό,τι αφορά την ιστορική μας γνώση για τους αγώνες της Αριστεράς στη δικτατορία και σε εποχής του γύψου;
Τί δουλειά έχει η 17Ν με Κινήματα αμφισβήτησης που χαρακτηρίζονταν από τρία βασικά στοιχεία: το σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή, την παραδοχή της έννοιας της ενοχής προπάντων και τη δράση υπέρ της ελευθερίας, κύριοι Δικαστές; Έχει καμιά σχέση αυτή η εγκληματική Οργάνωση με δράση υπέρ της ελευθερίας, όταν αιματοκυλεί τον τόπο και γεμίζει το έθνος μας και το κράτος μας από χήρες και ορφανά;
Αναφέρθηκε η κα Κούρτοβικ για να ενισχύσει τον ισχυρισμό της ότι πρόκειται περί πολιτικών εγκλημάτων στους σχολιασμούς που έκαναν οι πολιτικοί με αφορμή τη δράση της 17Ν. Και λέει: «μα κύριοι Δικαστές, πολιτικές ήταν οι δηλώσεις. Ο Πρωθυπουργός τους είπε λαθρεπιβάτες ή λαθρέμπορους της Αριστεράς ιδεολογίας. Ο κ. Καραμανλής, αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, είπε ότι ήταν πολιτική η δράση της 17Ν και εξέθεσε τη χώρα. Οι άλλοι Αξιωματούχοι όλοι έκαναν πολιτικές δηλώσεις›. Αλίμονο αν δεν συνέβαινε αυτό κύριοι Δικαστές. Επί 27 χρόνια υπονομεύθηκε το διεθνές κύρος της χώρας μας. Είναι δυνατόν οι Αξιωματούχοι της πολιτικής να μην έχουν τον πρώτο λόγο για να σχολιάσουν;
Να προχωρήσω παραπέρα, γιατί πολλές φορές η λογική μας οδηγεί σε σοφιστεία. Στη βία στα γήπεδα κύριοι Δικαστές, δεν γίνονται πολιτικές δηλώσεις; Δεν πρέπει να γίνουν; Δεν είναι ένα καθαρά πολιτικό φαινόμενο; Ποιος αρνείται ότι η Οργάνωση 17Ν δεν ήταν πολιτικό φαινόμενο; Αρκεί αυτό να χαρακτηρίσει τις πράξεις τους πολιτικές;
Πριν από 5 χρόνια, το 1998, τον Σεπτέμβρη -χειρίζομαι κι εγώ υπόθεση, με την άδειά σας, υπόθεση που χειρίστηκα- ένας κακοποιός του κοινού Ποινικού Δικαίου, ο Σορίν Ματέι, εισέβαλλε στη Νιόβης σ’ ένα σπίτι, αφαίρεσε τη ζωή ενός αθώου κοριτσιού, εξέθεσε την Αστυνομία, έγινε αιτία να παραιτηθεί ο Υπουργός Δημόσιας Τάξεως. Έθιξε την καθεστηκυία τάξη; Ή μπορούμε να πούμε τον Σορίν Ματέι «πολιτικό εγκληματία›;
Τέτοιοι παραλογισμοί και τέτοιοι συνειρμοί, αλλά και τέτοιοι συμψηφισμοί, εκτιμώ κύριοι Δικαστές ότι είναι επικίνδυνοι, όχι μόνο να ακούγονται, αλλά να γίνονται κτήμα γνώσης οποιουδήποτε δεν είναι εγκρατής με αυτές τις πολύ λεπτές έννοιες και το πολύ δύσκολο έργο που έχετε να κάνετε.
Σε κάθε περίπτωση, η 17Ν κύριοι Δικαστές, χαρακτηρίζεται από στυγερές δολοφονίες κατά κύριο λόγο. Γιατί το έκανε αυτό; Αναφέρθηκα πριν στη θεωρία του Μπακούνιν που κατά την άποψή μου την έχουν ενστερνιστεί όλοι. Δεν θα παραβλέψω πρόσφατες δηλώσεις του κατηγορουμένου Κουφοντίνα και την προσπάθειά του να ταυτισθεί με τους ένδοξους ήρωες του 1821. Θα σας πω λοιπόν πολύ απλά τελειώνοντας κύριοι Δικασταί:
Η ένοπλη προπαγάνδα έχει μεγάλη γοητεία. Γοητεία στις λαϊκές μάζες. Αλλά δεν μπόρεσε η 17Ν να διεισδύσει στις λαϊκές μάζες και σε αυτό το ειδικό σημείο έγκειται η ειδοποιός της διαφορά από τα λαϊκά κινήματα αμφισβήτησης. Ο στόχος λοιπόν που σκότωνε, ήταν να δημοσιευθούν οι προκηρύξεις. Βέβαια αν είχε γίνει δεκτό κατά τον προϊσχύσαντα νόμο 1619 αν θυμάμαι καλά για την τρομοκρατία, κάποιες εισηγήσεις που είχαν πει ότι θα πρέπει να απαγορεύσουμε τη δημοσίευση των προκηρύξεων αλλά και αυτές έπεσαν στο κενό, διότι πάντοτε ορθώνονται οι πύρρειοι και ηχηροί λόγοι για την προστασία της ελευθεροτυπίας, ακόμη και σ’ αυτό το σημείο, ίσως να είχαμε λιγότερους φόνους.
Το αποτέλεσμα όμως θα ήταν το ίδιο. Γιατί ο στόχος τους ήταν η δημοσίευση των ιδεών τους, εκεί είναι το κόμπλεξ το κοινωνικό και η ιδέα μεγαλείου. Ανήκει στη σφαίρα της ψυχοπαθολογίας, δε δηλώνω ειδική, ερμηνεία κάνω κατά προσέγγιση και κατά προσωπική κρίση κύριοι Δικαστές. Και τούτο γιατί: Γιατί μέσα σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, όπου ο διάλογος είναι δημόσιος, όπου τα ανοιχτά τραπέζια είναι ιδιαίτερα φιλόξενα για τέτοιες απόψεις και πόσο μάλλον τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα τις Αριστερές ιδεολογίες, γιατί μην ξεχνάμε ότι στη μεταπολίτευση, το να λέγεσαι Δεξιός ή Φιλελεύθερος ήταν στίγμα.
Η Αριστερά είχε την πρωτοκαθεδρία. Πότε την κυνήγησε κανείς; Πότε την απείλησε για να πρέπει να αμυνθεί με προκηρύξεις; Γιατί το έκανε; Διότι αν καθόταν σε στρογγυλή τράπεζα, αν έμπαινε στην ανάγκη να αντέξει η επιχειρηματολογία της στο δημόσιο διάλογο, απλώς θα φιλοξενούσε στις εφημερίδες ένα μονόστηλο. Ο στόχος της όμως ήταν η πρώτη σελίδα, εκεί είναι η ιδέα του μεγαλείου. Η πρώτη σελίδα, ως γνωστόν κύριοι Δικαστές, φιλοξενεί πολιτικές πρωτοβουλίες, διεθνείς και τοπικές κοινωνικές ανατροπές και δυστυχώς, στυγερές δολοφονίες. Ευχαριστώ.