Πολιτική
Πέμπτη, 13 Μαρτίου 2003 21:04

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (13/3/2003) Μέρος 4/9

ΠΕΜΠΤΗ 13 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003

ΔΙΚΗ 17Ν

ΠΕΜΠΤΗ 13 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:03

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

Β΄ ΜΕΡΟΣ

11:05 – 12:35

Μ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Μάλιστα προχωράει περισσότερο ο κ. Παπαναστασίου και τι λέει:

«Ακόμα και αγορανομικές παραβάσεις θα μπορούσαν θα θεωρηθούν πολιτικά εγκλήματα με βάση την υποκειμενική θεωρία, το κίνητρο και την πρόθεση. Θα γεμίζαμε με χαλασμένα πουλερικά την αθηναϊκή ή την ελληνική κοινωνία. Θα δηλητηριάζονταν χιλιάδες άνθρωποι και θα λέγαμε «το κάναμε προκειμένου να προκληθεί αγανάκτηση στην κοινωνία την ελληνική για να καταδείξουμε πόσο φαύλη είναι η Εκτελεστική Εξουσία και πόσο ανεπαρκής›.

Όλα τα εγκλήματα θα μπορούσαμε με την θεωρία την υποκειμενική του κινήτρου να θεωρηθούν πολιτικά και πιστεύω ότι αυτή δεν είναι η στόχευση του συντακτικού νομοθέτη όταν θέλει να οριοθετήσει εννοιολογικά την έννοια του πολιτικού εγκλήματος και με αυτές τις σκέψεις πάγια η νομολογία του Αρείου Πάγου έχει κρίνει και έχει υιοθετήσει την αντικειμενική θεωρία και πιστεύω ότι και το παρόν Δικαστήριο θα υιοθετήσει την αντικειμενική θεωρία.

Πάντοτε ήμουν σύντομος στις αγορεύσεις μου γιατί σέβομαι και το χρόνο, σέβομαι ότι το θέμα ουσιαστικά έχει εξαντληθεί. Αισθάνομαι όμως την ηθική υποχρέωση να τοποθετηθώ πάνω σε αυτό και να απαντήσω στον διακεκριμένο συνάδελφο τον κ. Ραχιώτη όπως και στον διακεκριμένο συνάδελφο της Πολιτικής Αγωγής τον κ. Σάκη Κεχαγιόγλου.

Επειδή τυχαίνει να προέρχομαι κι εγώ από οικογένεια της Αριστεράς, ο πατέρας μου ήταν Δικηγόρος, αγωνίστηκε για την Αριστερά, συνελήφθη, γνώριζε πολύ κατά το Ποινικό Δικονομικό Σύστημα. Δεν κρύφτηκε πίσω από διατάξεις ανάλογες με το άρθρο 2.11Α. Δεν λούφαξε για να πει ότι «εγώ δεν πιστεύω στην Αριστερή ιδεολογία, είμαι αθώος επειδή δεν αρκεί μόνο να είμαι συγκατηγορούμενος›.

Αποδέχθηκε τις ευθύνες του. Εξορίστηκε για τους πολιτικούς του αγώνες και μετά ήρθε και συνέχισε την πορεία του την πολιτική και την επαγγελματική. Δεν κατέφυγε ποτέ ο Αριστερός ούτε σε δολοφονίες, ούτε σε ληστείες, ούτε σε κλοπές. Αγωνίστηκε για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αγωνίστηκε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, αγωνίστηκε για συνδικαλιστικούς αγώνες και για κοινωνική αλληλεγγύη ο Αριστερός πολίτης αυτής της χώρας.

Ουδέποτε έκλεψε, ουδέποτε δολοφόνησε και για να χρησιμοποιήσω και την έκφραση των προλαλησάντων συναδέλφων μου, ουδέποτε έβαλε ανθρώπους μέσα σε βαρέλια αφού τους λήστεψε. Ευθέως μέσα στην κοινωνία αγωνίστηκε χωρίς βία για την Δημοκρατία και την αποκατάστασή της. Τι σχέση έχει η Αριστερά και οι αγώνες της Αριστεράς και η ηθική της Αριστεράς με τις δολοφονίες και την διαδρομή της 17Ν; Είναι ντροπή να παραλληλίζετε τα εγκλήματα της 17Ν με την τιμημένη πορεία και την ηθική της Αριστεράς.

Είναι βέβαιο ότι η ιστορία θα αξιολογήσει την δράση της 17Ν και θα την κατατάξει και σίγουρα δεν θα την κατατάξει δίπλα στους αγωνιστές της εθνικής παλιγγενεσίας του 1821 και είναι βέβαιο ότι η δράση της 17Ν δεν θα την βάλει δίπλα στους αγωνιστές κατά της δικτατορίας. Ξέρετε πού θα σας εντάξει; Θα σας εντάξει δίπλα στους ληστές, τον αρχιλήσταρχο Νταβέλη και τον αρχιλήσταρχο Γιαγκούλα γιατί μόνο αυτοί έκλεβαν, λήστευαν, σκότωναν και το περιεχόμενο των προκηρύξεών τους ήταν αντίστοιχα με το δικό τους περιεχόμενο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Δημητρακόπουλε, να είμαστε πιο ήπιοι στις εκφράσεις σας παρακαλώ. Να είμαστε λίγο πιο ήπιοι και στις εκφράσεις και στον τόνο.

Μ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, όταν δικάζουμε εγκλήματα, ληστείες, κλοπές, τόσους νεκρούς και τόσες δολοφονίες.....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν υπάρχει λόγος.

Μ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ποινικό ακροατήριο είναι κ. Πρόεδρε. Έχω κάνει εκατοντάδες ποινικά ακροατήρια.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν αντιλέγω.

Μ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ήπιοι μεν αλλά μέχρι σε ένα σημείο κ. Πρόεδρε. Δεν μπορούν να ταυτίζουν την εγκληματική δράση της 17Ν με την Αριστερά. Θα την ταυτίσουν και θα την αξιολογήσουν ιστορικά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ένα επιχείρημα είπαν οι άνθρωποι. Ένα επιχείρημα!

Μ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Του Γιαγκούλα και του Νταβέλη, αυτή είναι η θέση τους, τα ίδια επιχειρήματα είχαν και αυτοί οι άνθρωποι. Αυτή είναι η θέση μου κ. Πρόεδρε και ποινικό ακροατήριο έχουμε και αναλαμβάνω το κόστος των όσων λέω. Να απορριφθεί κ. Πρόεδρε η ένσταση της 17Ν. Αυτές οι εγκληματικές ενέργειες δεν ήταν πολιτικές πράξεις. Ήταν πράξεις του Κοινού Ποινικού Δικαίου αντίστοιχες με τις συμμορίες που έδρασαν στην Ελλάδα μας κατά τις αρχές του 19ου αιώνα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα. Μετά τον κ. Δημητρακόπουλο, έχει μιλήσει ο κύριος για τους Τσάντες-Βελούτσο, έχει μιλήσει ο κ. Αναγνωστόπουλος. Επομένως ερχόμαστε στον κ. Λυκουρέζο που έχει παραληφθεί και όποιος άλλος βέβαια νομίζει.

Ναι κι εσείς κ. Καπελάκη.

Κ. ΚΑΠΕΛΑΚΗΣ: Έχει γίνει μία παράληψη όσον αφορά την τοποθέτησή μας στο θέμα αυτό. Εκπροσωπώ τους Αστυνομικούς Μυτιλούδη, Τσαρπαλιά και Δημητρακόπουλο στην έκρηξη της Καισαριανής το 1986.

Όσον αφορά λοιπόν το ζητήματα τα οποία τίθενται με την ένσταση της Υπεράσπισης νομίζω ότι όλες οι θεωρίες οι οποίες αναπτύχθηκαν σχετικά με το αν και κατά πόσο θα πρέπει να εφαρμοστεί η αντικειμενική ή υποκειμενική και σε ποια έκταση η κάθε μία από αυτές, νομίζω ότι κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές εν μέρει είναι εκ του περισσού.

Τι εννοώ με αυτό; Ως γνωστό η ιεράρχηση των κανόνων Δικαίου βάσει των οποίων και το Δικαστήριό σας έρχεται και καλείται να δικάσει, είναι συγκεκριμένη. Καταρχήν το Σύνταγμα και εν συνεχεία οι νόμοι οι οποίοι οφείλουν να συνάδουν προς το Σύνταγμα. Το δε Δικαστήριό σας οφείλει να μην εφαρμόζει νόμους οι οποίοι τίθενται προς κατάλυση του Συντάγματος.

Το Σύνταγμα λοιπόν στο θεμελιώδες άρθρο 1 καθορίζει την μορφή του πολιτεύματος. Εκεί λοιπόν λέει ρητά και κατηγορηματικά ότι το πολίτευμά μας είναι η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία καθώς επίσης θέτει και στο άρθρο 120 τις επιταγές προς τον κοινό νομοθέτη ότι οφείλει να λάβει τα μέτρα ούτως ώστε να απαγορευθεί και να μην επιτρέπεται η κατάργηση ή ο σφετερισμός του πολιτεύματος.

Πράγματι λοιπόν σε εκτέλεση αυτών των συνταγματικών επιταγών ο κοινός νομοθέτης ήρθε και θέσπισε το άρθρο 134 του Ποινικού μας Κώδικα. Στο άρθρο αυτό στο 134 λοιπόν τίθεται ως έγκλημα και τίθεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κατάλυσης των θεμελιωδών αρχών του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, τίθεται το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας ως αδίκημα το οποίο τείνει στην κατάλυση του πολιτεύματος και καθορίζεται τόσο η αντικειμενική υπόσταση όσο και οι συνέπειες, η ποινή δηλαδή η οποία επικρέμεται σε περίπτωση τέλεσης αυτούς του αδικήματος.

Τι θέλω να πω με αυτό. Θέλω να πω κ. Πρόεδρε και κύριοι Δικαστές ότι το ζήτημα του αν και κατά πόσο η συγκεκριμένη πράξη συνιστά πολιτικό έγκλημα και τα όρια του πολιτικού εγκλήματος, δεν έχουμε ανάγκη να ανατρέξουμε ούτε στη θεωρία του Δικαίου, ούτε στη διαπάλη των ιδεών στα πλαίσια της νομικής επιστήμης η οποία ως ενεργή επιστήμη, ως ζωντανή επιστήμη διαρκώς εξελίσσεται, διαρκώς προστίθενται νέες θεωρίες.

Νομίζω λοιπόν ότι το Δικαστήριό σας το οποίο δεσμευόμενο καταρχήν από την αρχή η οποία τίθεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, στο άρθρο 1 του Ποινικού Κώδικα και στο άρθρο 11 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ που ρητά ορίζεται η αρχή η οποία αποτελεί κατάκτηση του αιώνα μας και της νομικής επιστήμης του αιώνα μας nulum crimen, nula pena ine lege.

Νομίζω λοιπόν ότι με βάση αυτές τις αρχές του Συντάγματος συγκεκριμένα, προσδιορισμένα κατά τρόπο σαφή και επαρκώς καθορισμένο καθορίζεται τι είναι το πολιτικό έγκλημα στον Ποινικό μας Κώδικα. Πολιτικό έγκλημα λοιπόν συνιστά η έσχατη προδοσία όπως αυτή προβλέπεται στο 134 καθώς επίσης και στην παράγραφό του 2 οτιδήποτε επιχειρεί προσκαίρως ή διαρκώς να καταλύσει το Δημοκρατικό Πολίτευμα ή να το καταστήσει ανενεργό ή τις θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του Πολιτεύματος αυτού.

Οι θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του Πολιτεύματος επαρκώς αναλύονται στο άρθρο 134 παράγραφος α. Συνεπώς το έρθουμε και να κάνουμε αναζητήσεις φιλοσοφικές για το να στην συγκεκριμένη περίπτωση το Σύνταγμα στο άρθρο 97 παράγραφος 1 θεωρεί ως πολιτικά εγκλήματα όλα τα υπόλοιπα όσον αφορά την υποκειμενική θεωρία η οποία υποκειμενική θεωρία έχει την διασταλτική της μορφή ή την συσταλτική της μορφή κλπ, είναι εκ του περισσού.

Γιατί στην συγκεκριμένη διάταξη καθορίζεται τι είναι το πολιτικό έγκλημα. Καθορίζονται τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του πολιτικού εγκλήματος με βάση το οποίο θα έρθει το Δικαστήριό σας να κρίνει. Το Δικαστήριό σας δεν θα υποκαταστήσει τη νομοθετική εξουσία. Σαφώς στο Σύνταγμα προσδιορίζονται οι αρμοδιότητες και τα όρια της κάθε εξουσίας. Η δικαστική λοιπόν εξουσία κ. Πρόεδρε και κύριοι Δικαστές θα έρθει να κρίνει με βάση το θεσπισμένο, το θετό Δίκαιο το οποίο και θα εφαρμόσει.

Εφόσον λοιπόν ο νομοθέτης προέκρινε από όλες αυτές τις θεωρητικές αναπτύξεις τις οποίες ακούσαμε για το τι εστί πολιτικό έγκλημα την στενή αντικειμενική του μορφή την οποία σαφώς περιέγραψε στο άρθρο 134, το Δικαστήριό σας νομίζω ότι δεν έχει εξουσία να κρίνει κατά τρόπο διαφορετικό και θα αποτελούσε αρνητική υπέρβαση εξουσίας εάν έκρινε ότι δεν έχει αρμοδιότητα και ότι θα πρέπει να παραπέμψει την υπόθεση αυτή στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο με βάση το 97 παράγραφος 1 του Συντάγματος.

Το 97 παράγραφος 1 του Συντάγματος επαρκώς προσδιορίστηκε στο άρθρο 134 και αυτό καλείστε να εφαρμόσετε στην δεδομένη περίπτωση και να απορρίψετε την σχετική ένσταση της Υπεράσπισης. Σας ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Λυκουρέζος έχει το λόγο.

Α.ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές βρίσκομαι σε δυσχερή θέση μετά από τόσες αγορεύσεις εκλεκτών συναδέλφων και της Υπεράσπισης και της Πολιτικής Αγωγής. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να είμαι εδώ χθες για να παρακολουθήσω όλες τις θέσεις που αναπτύχθηκαν και βρίσκομαι λέω σε δυσχερή θέση διότι έχω την αίσθηση ότι όλα περίπου αναπτύχθηκαν και πολύ φοβούμαι ότι κινδυνεύω να εγκλωβιστώ σε μία ανακύκλωση ορισμένων επιχειρημάτων.

Θα προσπαθήσω λοιπόν να χρησιμοποιήσω έναν συμπυκνωμένο και ελλειπτικό λόγο και θα μου συγχωρήσετε επιζητώ εκ των προτέρων, να με συγχωρήσετε εάν κάποια ολισθήματα εμφανιστούν στη δομή της αγόρευσής μου που θα οφείλονται από την μη παρακολούθηση όλων των συναδέλφων μου.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές τις μέρες αυτές έγινε προσπάθεια από όλους τους συναδέλφους καταρχήν άλλος με περισσότερη έμφαση, άλλος με λιγότερη για να προσδιοριστεί εννοιολογικά τι είναι τρομοκρατία, τι είναι πολιτικό έγκλημα, ποία η σχέση των δύο αυτών εννοιών κι αν είναι έννοιες με μια διάλληλη μεταξύ τους συνάρτηση, εάν δραστηριότητα που αναπτύσσεται στο πλέγμα μιας τρομοκρατικής Οργάνωσης ακυρώνει ή αφαιρεί το οποιοδήποτε κέλυφος στον ορισμό «πολιτικού εγκλήματος›.

Δεν νομίζω ότι είναι εύκολο να καταλήξουμε διότι δεν υπάρχουν όπως ελέχθη νομοθετικά κείμενα στην Ελλάδα τα οποία προσδιορίζουν εννοιολογικά τι είναι τρομοκρατία, τι είναι πολιτικό έγκλημα. Συνεπώς κατέφυγαν οι συνάδελφοι και ασφαλώς θα καταφύγετε κι εσείς σε προσδιορισμούς, σε ορισμούς που κατά καιρούς έδωσε η νομολογία.

Θα ήθελα κ. Πρόεδρε να προσπαθήσω να καταγράψω όσο πιο σύντομα μπορώ την ιστορική διαδρομή της τρομοκρατίας. Ξέρετε, θα το γνωρίζετε και το ξέρουν και οι συνάδελφοί μου ότι ουσιαστικά ο όρος τρομοκρατία εισήχθη στην πολιτική ορολογία την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και ιδιαίτερα την εποχή των Ιακωβίνων 1893-1894. Θα θυμίσω στο Δικαστήριο το περίφημο απόσπασμα από το λόγο του Ροβεσπιέρου όταν είπε, διότι αυτός καθιέρωσε την τρομοκρατία σαν πολιτικό σύστημα, όταν είπε ότι «η επαναστατική κυβέρνηση ταυτόχρονα θα χρησιμοποιεί την αρετή και τον τρόμο. Την αρετή την οποία χωρίς αυτήν ο τρόμος είναι όλεθρος και τον τρόμο χωρίς τον οποίον η αρετή είναι ανίσχυρη και ανήμπορη›.

Βέβαια αυτό μέσα στα πλαίσια της ιδεολογικής ορθοδοξίας του Ροβεσπιέρου και των φίλων του οδήγησε στα περίφημα τραγικά αδιέξοδα της τρομοκρατίας και την ανατροπή και την εκτέλεσή του. Από κει λοιπόν σηματοδοτείται ο όρος αυτός και εντάσσεται στην πολιτική ορολογία.

Περνάνε τα χρόνια και όπως είναι φυσικό η εκάστοτε έννοια της τρομοκρατίας, της βίαιης εκδήλωσης μέσα στα πλαίσια αυτά, γιατί η τρομοκρατία είναι συνυφασμένη με την βία τουλάχιστον υπό την μορφή που το πλησιάζουμε σήμερα, αντιμετωπίστηκε με διάφορους τρόπους ανάλογα με τις εκάστοτε ιστορικοπολιτικοκοινωνικές συνθήκες των διαφόρων χωρών. Αλλιώς στη Γαλλία, αλλιώς στην Αγγλία, αλλιώς στην Γερμανία ή ακόμα και στην Ρωσία με την εμφάνιση τότε των αναρχικών πριν από την σοβιετική επανάσταση του ΄17.

Συνεπώς κ. Πρόεδρε όταν στην Ελλάδα φτάνει και αντιμετωπίζεται η τρομοκρατία δεν έχουμε εννοιολογικό προσδιορισμό αλλά είναι δεδομένο ότι για να κάνουμε το άλμα και να ‘ρθουμε στα δικά μας τα χρόνια μέσα από την πολύμορφη, πολυεπίπεδη εμφάνιση της τρομοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο ιδίως μετά την δεκαετία του ΄70 αρχίζει και αποϊδεολογικοποιείται η τρομοκρατία εντονότερα, σαφέστερα σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.

Πώς εμφανίζεται η τρομοκρατία ιστορικά; Με τέσσερις βασικά τρόπους. Πρώτον, η κλασική περίπτωση είναι οι πράξεις που στρέφονται κατά δικτατορικών καθεστώτων και έχουν στόχο και σκοπό την ανατροπή της δικτατορίας ή του οποιουδήποτε αυταρχικού καθεστώτος και την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών.

Μια δεύτερη μορφή είναι η μορφή των εθνικοαπελευθερωτικών Κινημάτων τα οποία έχουν στόχο σε μία συγκεκριμένη κρατική οντότητα την αυτονομία, την αυτοδιάθεση, την ανεξαρτησία, την ελευθερία. Μια τρίτη μορφή είναι η λεγόμενη εισαγόμενη τρομοκρατία που εμφανίζεται πολλές φορές με δραστηριότητα βίαιη μέσα σε μία συγκεκριμένη κρατική οντότητα, αλλά στρέφεται κατά άλλης τρομοκρατίας και η τέταρτη είναι που έχουμε ζήσει, που έχουμε βιώσει τα τελευταία χρόνια σε κράτη όπως είναι η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ελλάδα με την Οργάνωση 17Ν που είναι αυτή η τρομοκρατία που έχει σαν στόχο την πρόκληση τρόμου, ανησυχίας, ανασφάλειας στους ανυπεράσπιστους αθώους πολίτες με τα αποτελέσματα και τις συνέπειες που έχει σήμερα σε ευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο για να περιοριστούμε εδώ.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, το θέμα λοιπόν που εδώ προβληματίζει είναι ποια είναι η σχέση όπως είπα εννοιολογικά μεταξύ τρομοκρατίας και πολιτικού εγκλήματος. Θα ήθελα γιατί δεν έχω λόγο να αυτοσχεδιάζω, στο θέμα αυτό να μου επιτρέψετε να αναφερθώ στην τελευταία νομίζω εξαιρετικού ενδιαφέροντος μελέτη, άρθρο που δημοσιεύτηκε του κ. Γ. Α. Μαγκάκη ο οποίος λέει τα εξής προσδιορίζοντας και επιχειρώντας να καθορίσει την διαφορά μεταξύ τρομοκρατίας και οποιασδήποτε άλλης μορφής εθνικοαπελευθερωτικής δράσης που εμπεριέχει και την βία ή δράσης που έχει στόχο την ανατροπή όπως είπαμε ενός αυταρχικού μονολιθικού καθεστώτος λέει:

Πρώτον, τρία είναι τα σημεία που την διαφοροποιούν. Η δημοκρατική αντίσταση όχι μόνο δεν στρέφεται εναντίον δημοκρατικού καθεστώτος αλλά αντίθετα επιδιώκει αγωνιστικά την εγκαθίδρυσή του. Η δε εθνικοπελευθερωτική αντίσταση επιδιώκει και αγωνίζεται για την εθνική απελευθέρωση ενός λαού υποδούλου όπως είπαμε σε ξένο κατακτητή.

Πρέπει λοιπόν να παρατηρηθεί ότι αυτός είναι και ο λόγος που η δημοκρατική εθνική αντίσταση επιδοκιμάζεται από την συνείδηση των λαών ή την συντριπτική τους πλειοψηφία και υποστηρίζεται από την διεθνή δημοκρατική αλληλεγγύη.

Ένα δεύτερο αντικειμενικό στοιχείο που θα χαρακτηρίζει την τρομοκρατία και την αντιδιαστέλλει από την αγωνιστική πολιτική δράση όπως θα λέγαμε, είναι η απουσία οιασδήποτε σύνδεσής της με το Λαϊκό Κίνημα και τις οργανωμένες δυνάμεις του. Ένα τρίτο στοιχείο της τρομοκρατίας είναι που την καθορίζει και αυτόν τον χαρακτήρα ως κοινού και όχι πολιτικού εγκλήματος, είναι η παντελής έλλειψη ένταξης των ενεργειών της σε ένα γενικότερο αγωνιστικό σχεδιασμό και απουσία κάθε οργανωτικής έστω σύνδεσης με κάποια σκοπούμενα και προσχεδιασμένα πολιτικά επακόλουθα ή αποτελέσματα.

Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε να κάνω μια παρένθεση για να δώσω ένα στίγμα διαφοροποίησης μεταξύ του πώς εμφανίζετο η 17Ν εδώ στη δράση της, σε σχέση με τις αντίστοιχες τρομοκρατικές Οργανώσεις της Ιταλίας, Γαλλίας και Γερμανίας και αυτό έχει κάποια σημασία για τα όσα θα υποστηρίξω στο τέλος της αγόρευσής μου.

Εκτός από τις προκηρύξεις -δεν θα αναλύσω το περιεχόμενό τους, έχουμε χρόνο να το κάνουμε εάν χρειαστεί αργότερα- θα θυμάστε ότι κανένα άλλο κείμενο δεν διοχετεύτηκε από την Οργάνωση αυτή. Το τί περιέχουν οι προκηρύξεις θα το πούμε αργότερα, γενικώς και τί αποτυπώνεται και τί καταγράφεται σε αυτές. Αλλά είναι εντυπωσιακό να κάνει κανείς την εξής σύγκριση:

Πέρα από αυτές τις προκηρύξεις, που όπως έχει λεχθεί και δεν είναι τίποτα καινούριο, το ξέρουμε εξ’ άλλου, είναι αυτονόητο, πάντοτε ακολουθούσαν μία τρομοκρατική ενέργεια, μία δολοφονία, -διότι ήταν ο μόνος τρόπος για να ανέλθουν και να αποκτήσουν μια δημοσιότητα, αλλιώς οι προκηρύξεις αυτές μόνες τους δεν θα δημοσιεύονταν από κανέναν, ή ίσως από κάποιο εντελώς περιθωριακό έντυπο- εκτός απ’ αυτό, δεν έκαναν αυτό που έκαναν όλες οι άλλες αντίστοιχες τρομοκρατικές Οργανώσεις.

Παράδειγμα: Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, κάθε ένα εξάμηνο, δυο φορές το χρόνο, δημοσίευαν τις περίφημες αναλύσεις στρατηγικής δράσης και διεύθυνσης, όπου εκεί –άλλο αν συμφωνούσες ή διαφωνούσες- περιγράφετο αναλυτικά αυτή η πολιτική προσέγγισή τους και προσδιορίζετο η στρατηγική τους, χωρίς αυτές οι δημοσιεύσεις, τα δημοσιεύματα αυτά να συνδέονται με κάποια συγκεκριμένη τρομοκρατική δράση την οποία παράλληλα διέπρατταν.

Ο γερμανικός Κόκκινος Στρατός, έκανε κάτι άλλο: Έβγαζε ένα έντυπο το οποίο μάλιστα το έλεγαν «Μαζί αγωνιζόμαστε, μαζί μαχόμαστε›, στο οποίο επίσης κατέγραφε τη στρατηγική της ομάδας. Η δε αντίστοιχη γαλλική ¶μεση Δράση, η ?Action Direct?, εξέδιδε το περιθωριακό έντυπο ?International?.

Το λέω αυτό για να διαμορφώσω αυτή τη στιγμή -αν θέλετε μπορεί από ορισμένους να μην κριθεί τόσο καίριο και σημαντικό- ότι η 17Ν εκτός από αυτές τις προκηρύξεις, που θα πούμε τί περιείχαν, όπως είπα και τί στόχο είχαν, δεν προέβη όπως έκαναν οι άλλες Οργανώσεις και ιδίως η Ιταλική που διεκδικούσε και διεκδικούσε και είχε αποκτήσει εν μέρει και ένα λαϊκό έρεισμα, δεν προέβαιναν σε κανένα άλλο κείμενο που είναι χαρακτηριστική εκδήλωση μιας οποιασδήποτε Οργάνωσης που ουσιαστικά αποβλέπει σε πολιτικό στόχο και χρησιμοποιεί μέσα πρόσφορα προς την επίτευξή του.

Κύριε Πρόεδρε, με την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγινε προσπάθεια να δοθεί ο ορισμός της τρομοκρατίας και έγινε πολλή συζήτηση γύρω από αυτό το κείμενο. Οι συντάκτες του υιοθέτησαν κατ’ αρχήν μια, θα έλεγα εγώ, ισοπεδωτική ερμηνεία, όπου το μέγεθος του αδίκου αντιμετωπίζετο περίπου ενιαία σε οποιαδήποτε έκφραση τρομοκρατικής δράσης, είτε ήταν αυτή στα πλαίσια της ανατροπής ενός καθεστώτος δικτατορικού και αυταρχικού, ή ήταν στα πλαίσια μιας δράσης μισθοφόρων για την εγκατάσταση αυταρχικών καθεστώτων σε χώρες του τρίτου κόσμου.

Αυτό απετέλεσε αντικείμενο μεγάλης κριτικής, διότι η ορθότερη άποψη, την οποία νομίζω υιοθετούν οι περισσότεροι και ο ομιλών, είναι ότι δεν μπορεί να ισοπεδώνουμε το άδικο μέγεθος όλων των εκδηλώσεων αυτών. Συνεπώς, το ερώτημα, επαναλαμβάνω, αναδύεται καθοριστικής σημασίας και σημαντικό: Ποια η σχέση μεταξύ αυτού του φαινομένου, όπως έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, δηλαδή της τρομοκρατίας και του πολιτικού εγκλήματος;

Πολλά ελέχθησαν κ. Πρόεδρε για τον ορισμό του πολιτικού εγκλήματος. Δεν θα τα επαναλάβω ούτε θα ασχοληθώ αυτή τη στιγμή με την αντικειμενική στενή ή ευρεία θεωρία, με την υποκειμενική στενή ή ευρεία, με τη μικτή ή ακόμα και με την τέταρτη θεωρία που τελευταία αναπτύσσεται, τη θεωρία του πολιτικού εγκληματία. Αυτά ελέχθησαν, αναπτύχθηκαν με πληρότητα και μπορεί κανείς, οιοσδήποτε από εσάς, να τα βρει καταγεγραμμένα σε διάφορα κείμενα θεωρητικών.

Θα ήθελα όμως να πω τα εξής: Όπως πολύ επιτυχώς σας ανέπτυξε ο συνάδελφος της Πολιτικής Αγωγής και πρώτος ομιλητής, αν θυμάμαι καλά, κ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος, στην ιστορική διαδρομή, μας είπε ότι πρώτη φορά που εμφανίζεται ο όρος «πολιτικό έγκλημα›, είναι στο Σύνταγμα του 1844, άρθρο 93. Θα ήθελα να συμπληρώσω αυτή τη στιγμή και έχει ενδιαφέρον νομίζω, να δούμε γιατί ξαφνικά το Σύνταγμα αυτό, ενώ το προηγούμενο Σύνταγμα της Τροιζήνος δεν είχε καμία αναφορά σε πολιτικά εγκλήματα, γιατί έφτασαν οι συντάκτες του, που εργάστηκαν στην Εθνοσυνέλευση που προέκυψε μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, να διατυπώσουν αυτό το άρθρο.

Η απάντηση εξάγεται αν διαβάσει κανείς τα πρακτικά ορισμένων συζητήσεων και τα τότε δημοσιεύματα του Τύπου. Είναι διότι, όπως θα γνωρίζετε, είχε προηγηθεί η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, πριν ο Όθων υιοθετήσει το Σύνταγμα που του έφερε η Επαναστατική Επιτροπή, είχε ήδη εκδώσει διάταγμα για τη συγκρότηση εκτάκτων Στρατοδικείων και είχε ήδη συνταχθεί κατάλογος 85 περίπου υπόπτων οι οποίοι θα παραπέμποντο εκεί.

Μετά την υποχώρησή του όμως –και αυτή είναι η ιστορική, αν θέλετε, ερμηνεία γιατί φτάσαμε σε αυτή τη διατύπωση- μετά την υιοθέτηση καταρχήν του Συντάγματος τη νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 και μέχρι την διατύπωση του Συντάγματος όταν τελείωσε την εργασία της η Εθνοσυνέλευση, νομίζω τον Απρίλιο του 1844, υπήρχαν πάντοτε προσπάθειες και κίνδυνοι ανατροπής των κεκτημένων από την Επαναστατική Επιτροπή, με αφορμή διάφορες προσπάθειες, είτε των ξένων, ορισμένων δυνάμεων, ή τοπικών παραγόντων, οι οποίοι μέσα στα πλαίσια πάντοτε των διαφορών και των συγκρούσεων μεταξύ των πρωταγωνιστών της εποχής εκείνης, επεδίωκαν να επανέλθει το καθεστώς εκεί που ήταν.

Έτσι λοιπόν οι συντάκτες θεώρησαν για πρώτη φορά υποχρέωσή τους σε ένα Σύνταγμα που ήταν συντηρητικότερο του Συντάγματος της Τροιζήνος διότι δεν αναφέρεται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας στο Σύνταγμα του 1844, αλλά αποτύπωνε, όσον αφορά τουλάχιστον τα ατομικά δικαιώματα, το φιλελεύθερο πνεύμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.

Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο και με αυτή την λογική, οι συντάκτες του διετύπωσαν το άρθρο 95 που για πρώτη φορά, όπως τονίστηκε, κάνει λόγο για τα πολιτικά εγκλήματα. Μάλιστα εδώ επιτρέψτε μου, για την ιστορία, έχει ενδιαφέρον ίσως, για πρώτη φορά που σε Σύνταγμα γίνεται αναφορά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Λυκουρέζο να παρακαλέσω κι εσάς γιατί δεν ήσασταν εδώ, να μη φτάσουμε να καθίσουμε να κάνουμε ιστορία. Καταλαβαίνετε, ο χρόνος εδώ έχει δοθεί για να εκδικαστεί μια υπόθεση. Γιατί φτάσαμε στο 1800 τόσο!

Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Μα έχει σημασία.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αν θέλετε να το φτάσετε, εγώ όμως ως Πρόεδρος του Δικαστηρίου, είμαι υποχρεωμένος να επισημαίνω κάπου-κάπου το γεγονός ότι πρέπει να προωθείται η διαδικασία. Αν όμως εσείς το θέλετε, ελεύθερα, δεν μπορώ να σας αφαιρέσω τον λόγο.

Α.ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Εγώ απολύτως σέβομαι την παρατήρησή σας και θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος.

Το κάνω αυτό όμως και έχει κάποια σημασία, διότι μιλάμε συνεχώς για την τρομοκρατία, για το πολιτικό έγκλημα και πρέπει να ξέρουμε πώς ξεκίνησε αυτή η έννοια και πώς διαμορφώθηκε μέχρι σήμερα. Εν πάση περιπτώσει, δεν πρόκειται να ταλαιπωρήσω πολύ, διότι ελέχθησαν τα περισσότερα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ετέρα παρέμβασις δεν πρόκειται να γίνει, άπαξ έγινε. Επειδή έγινε μια γενική και λείπατε εσείς εκείνη την ώρα, γι αυτό την έκανα πάλι.

Α.ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Θα προσαρμόσω κι εγώ το υπόλοιπο της αγορεύσεώς μου στα πλαίσια τα χρονικά που επιθυμείτε και είναι και σωστό να γίνει.

Το είπα αυτό απλώς για να δώσω το στίγμα της αφετηρίας. Αυτή την αφετηρία της εισαγωγής του όρου «πολιτικό έγκλημα› στην ελληνική μας συνταγματική τάξη ή νομοθεσία. Δεν θα ασχοληθώ πολύ και δεν θα φλυαρήσω γύρω από την πορεία τη συνταγματική. Είναι όμως δεδομένο –και θα μου επιτρέψετε πάλι να πω- ότι πρώτη φορά –επειδή γίνεται πολύς λόγος- για την υπαγωγή ορισμένων κακουργημάτων σε Τακτικά Εφετεία και την αφαίρεσή τους από τα Μικτά Ορκωτά, γίνεται πολύ νωρίτερα απ’ ότι έχει λεχθεί εδώ πέρα. Γίνεται το 1845, όταν η ναυτοπειρατεία και η πειρατεία παραπέμπονται να δικάζονται στα Εφετεία της εποχής εκείνης.

Ολοκληρώνεται δε αυτή η φάση της αφαίρεσης ύλης από τα Μικτά Ορκωτά, με το ψήφισμα του 24, όπου κλοπή, υπεξαίρεση και άλλα οικονομικά αδικήματα που στρέφονται κατά του δημοσίου, υπήχθησαν επίσης στην αρμοδιότητα των Εφετείων. ¶ρα λοιπόν, αυτή η τάση του νομοθέτη, συνταγματικά κατοχυρωμένη δεν είναι ούτε καινούργιο εύρημα, κατασκεύασμα, ούτε καν κατασκεύασμα του Συντάγματος του ’75.

Από εκεί ακολούθησαν τα όσα ακολούθησαν με τις διάφορες συνταγματικές μεταβολές, τα διάφορα ψηφίσματα, οι διάφορες συντακτικές πράξεις, για να φτάσουμε στη σημερινή συνταγματική διατύπωση του άρθρου 97. Τί συμβαίνει στο άρθρο 97/75; Για πρώτη φορά γίνεται κάτι που δε έχει γίνει στα Συντάγματα τα προηγούμενα: Εξουσιοδοτείται ο νομοθέτης να υπαγάγει και άλλα εγκλήματα, κακουργήματα στην αρμοδιότητα των Εφετείων.

Μέχρι τότε, στα προηγούμενα Συντάγματα, έλεγε ο νομοθέτης: «Υπάγονται στα Ορκωτά ή στα Μικτά Ορκωτά, όσα έχουν ήδη παραπεμφθεί στα Εφετεία, εκτός αν επανέλθουν στην αρμοδιότητα των Μικτών›. Στο Σύνταγμα του ’75, για πρώτη φορά, ο νομοθέτης και στις αναθεωρήσεις του ’85 και του 2001, ο συνταγματικός νομοθέτης, εξουσιοδοτεί τον κοινό νομοθέτη να επεκτείνει τη συρρίκνωση της καθ’ ύλην αρμοδιότητος των Μικτών Ορκωτών.

Τα είπα αυτά απλώς διότι η Υπεράσπιση με τους εκλεκτούς συναδέλφους μου και ορισμένοι εξ αυτών περισσότερο, ανέπτυξαν την αντισυνταγματικότητα της διάταξης στο πλαίσιο του 2928 του 2001 και απλώς απαντήθηκαν αυτοί οι ισχυρισμοί από την πλευρά των συναδέλφων μου της Πολιτικής Αγωγής -δεν τους άκουσα δυστυχώς χθες, εκτός από ορισμένους σήμερα- και συνεπώς δεν έχω να προσθέσω τίποτα, αλλά απλώς να εντοπίσω και να επισημάνω ότι αυτή η νομοθετική εξουσιοδότηση, βάσει της οποίας ο νομοθέτης του 2001 υπήγαγε τα αδικήματα που περιγράφει στο 187 στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου σας, είναι απόλυτα συνταγματική και είναι συνεπής προς μία μακρά συνταγματική ιστορία.

¶ρα, για να το πω κι έτσι, δεν είναι ένα κατασκεύασμα a priori για να εγκλωβίσει, να παγιδεύσει τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους και να τους οδηγήσει, όπως είπαν, σε ένα Δικαστήριο που κατά συνθήκη κρίνει αυστηρότερα. Διότι και αυτό υπήρξε αυθαίρετος, αν μου επιτρέπετε, συλλογισμός των αξιοτίμων συναδέλφων μου. Με ποια κριτήρια δέχονται ότι ένα Δικαστήριο του Τριμελούς Εφετείου, συγκροτούμενο από τρεις Εφέτες Τακτικούς Δικαστές, είναι a priori αυστηρότερο και θα είναι στην κρίση του απ’ ότι είναι ένα Μικτό Ορκωτό; Και αυτό ήταν ένας αυθαίρετος ισχυρισμός, επί του οποίου στηρίχθηκε και τεκμηριώθηκε ένα σκέλος της αντισυνταγματικότητος της διάταξης αυτής.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικασταί, όπως είπα δεν θα υπεισέλθω -ακολουθώντας και τη συμβουλή και τις παραινέσεις σας κ. Πρόεδρε - στην ανάπτυξη των θεωριών περί πολιτικού εγκλήματος κτλ. Αυτά αναπτύχθηκαν και τα ξέρουμε. Το μόνο που ήθελα να πω είναι το εξής: Έγινε αναφορά σε διάφορες αποφάσεις των ελληνικών Δικαστηρίων, του Αρείου Πάγου και του Εφετείου. Συνάδελφοί μου διάβασαν και τα σκεπτικά των σχετικών αποφάσεων.

Θέλω όμως να επισημάνω το εξής: Η Υπεράσπιση, δεν θυμάμαι ποιος συνάδελφος ή ποία συνάδελφος της Υπερασπίσεως, προέβαλε ως επιχείρημα για να στηρίξει ότι η δράση των συγκεκριμένων κατηγορουμένων υπάγεται στο πολιτικό έγκλημα, το υπ’ αριθμ. 2/1998 βούλευμα του Εφετείου, όταν απερρίφθη η έκδοση των Ιταλικών αρχών για τον τότε κατηγορούμενο Φολίνι, αν δεν απατώμαι, όπως λεγόταν. Διότι η απόφαση εκείνη του Εφετείου μας, πράγματι εδέχθη ότι η δράση του ήταν πολιτική και γι’ αυτό το λόγο απέρριψε το αίτημα έκδοσης. Αλλά, διέφυγε αθέλητα ή ηθελημένα, μέσα στα πλαίσια της εκτέλεσης των υπερασπιστικών τους καθηκόντων, το σκεπτικό αυτού του βουλεύματος.

Κύριε Πρόεδρε, θα σας καταθέσω και την απόφαση αυτή το Εφετείου Αθηνών, του Συμβουλίου, οι αποφάσεις του ιταλικού Ποινικού Δικαστηρίου βάσει των οποίων είχε καταδικασθεί ο Φολίνι και βάσει των οποίων εζητείτο έκδοσή του από την Ελλάδα, περιέγραφαν τη δραστηριότητά του ως πολιτικό έγκλημα. Δεν μπορούσε λοιπόν το ελληνικό Δικαστήριο να γίνει «βασιλικότερον του βασιλέως›. Και αυτό γιατί, κ. Πρόεδρε: Γιατί ο ιταλικός Ποινικός Κώδικας είναι ο μόνος κώδικας ευρωπαϊκής χώρας, που περιλαμβάνει στο άρθρο 8, ορισμό του πολιτικού εγκλήματος. Ο μόνος.

Συνεπώς, οι τρεις ή τέσσερις τότε αποφάσεις του ιταλικού Δικαστηρίου με τις οποίες είχε καταδικασθεί σε διάφορες ποινές για διάφορα αδικήματα ο συγκεκριμένος Ιταλός, χαρακτήριζαν τη δραστηριότητά του πολιτική.

¶ρα λοιπόν, το ελληνικό Δικαστήριο δεν έκανε τίποτε άλλο -έγινε κριτική ότι δεν εφήρμοσε την περίφημη σύμβαση της Ευρώπης για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας όσον αφορά την έκδοση, κλείνει η παρένθεση όμως, αυτό δεν μας αφορά τώρα, η κριτική- παρά να επαναλάβει τα όσα είχαν δεχθεί τα ιταλικά Δικαστήρια, κατ’ εξοχήν αρμόδια για να χαρακτηρίσουν τη δραστηριότητα την τρομοκρατική του συγκεκριμένου Ιταλού κατηγορούμενου.

Κύριε Πρόεδρε, οι κατηγορούμενοι διά των συνηγόρων τους, έκαναν απεγνωσμένο αγώνα για να πείσουν το Δικαστήριό σας ότι η δραστηριότητά τους εντάσσεται στο πολιτικό έγκλημα. Και τι προσέφεραν, τι συνεισέφεραν προς τεκμηρίωση και στήριξη αυτού του επιχειρήματος; Ότι εμείς είχαμε στόχους – σύμβολα φορείς του καπιταλιστικού καθεστώτος, του ιμπεριαλιστικού καθεστώτος και είχαμε ως απώτερο σκοπό την ανατροπή του και την εγκαθίδρυση της σύγχρονης επαναστατικής σοσιαλιστικής τάξης.

Οι προκηρύξεις τους πιστεύω εγώ ότι είναι εγκλωβισμένες σ’ έναν παρωχημένο, έναν απαρχαιωμένο λενινο-μαρξιστικό βερμπαλισμό και τίποτα δεν προσφέρουν παρά ένα αν θέλετε παραλήρημα αυτής της μορφής.

Αλλά θα μου επιτρέψετε να θέσω τις εξής ερωτήσεις: εάν οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ότι είναι φορείς τρομοκρατικής βίας που εντάσσεται στο πολιτικό έγκλημα, ποια θα ήταν η συμπεριφορά τους;

Ερωτώ: από τη στιγμή που άρχισαν οι εξελίξεις τον Ιούλιο του 2002 υπήρξε κατηγορούμενος -πλην του κ. Κουφοντίνα, θα έρθω μετά στον κ. Κουφοντίνα- ο οποίος όταν συνελήφθη ή σε κάποια φάση στις απολογίες του διακήρυξε και διεκδίκησε τον τίτλο του πολιτικού κρατουμένου;

Ξέρετε κ. Πρόεδρε όταν συλλαμβάνονταν οι Ιταλοί κατηγορούμενοι των Ερυθρών Ταξιαρχιών ή οι Γερμανοί της «Ρόλγκε Φαραξιόν› τι έλεγαν στις απολογίες τους; Ήμασταν αιχμάλωτοι πολέμου. Διεκδικούμε τον τίτλο του πολιτικού εγκληματία. Μαχόμεθα και πολεμούμε ασυμβίβαστα τους θεσμούς αυτής της χώρας.

Τι έκαναν; Ποιος από τους κατηγορούμενους που συνελήφθη διεκδίκησε τον τίτλο του πολιτικού εγκληματία; Ποιος από τους κατηγορούμενους έδωσε την εντύπωση με τον τρόπο που συνελήφθη, ο άλλος αναμένοντας στις παραλίες, ο άλλος σπίτι του, την μορφή και την δυναμική του πολιτικού εγκληματία;

Ζήτησαν οι κατηγορούμενοι από την Πολιτεία και διεκδίκησαν τη δίκαια δίκη. Η Πολιτεία δεν τους το παραχωρεί. Είναι δεδομένο η δίκαια δίκη σαν αρχή του νομικού μας πολιτισμού και της δημοκρατίας. Αλλά κανένας από τους κατηγορούμενους των άλλων χωρών -και είμαι υποχρεωμένος να κάνω αυτές τις συγκρίσεις- δεν διεκδίκησε δίκαια δίκη. Δεν διεκδικείς. ¶λλο αν η Πολιτεία στην δίνει διότι δεν έχει δικαίωμα να εκτραπεί από αυτή την πορεία της. Αλλά δεν διεκδικείς όταν είσαι πολιτικός εγκληματίας με τέτοια δράση τη δίκαια δίκη από ένα καθεστώς και από τους θεσμούς που πολέμησες κατ’ αυτόν τον βίαιο και αιματηρό τρόπο.

Ποιοι διεκδίκησαν από τους κατηγορούμενους την θέση αυτή; Μπορεί να διαφωνεί κανείς κάθετα, αλλά ήταν σεβαστή. Διεκδικούσαν ίση σωφρονιστική μεταχείριση. Είναι συμπεριφορά πολιτικού εγκληματία να ζητάει το ραδιοφωνάκι ή το ρολόι του; Σέβομαι τα δικαιώματα των κατηγορουμένων και είμαι ο πρώτος που είπε ότι πρέπει να γίνουν σεβαστά και να τηρηθούν οι κανονισμοί. Αλλά η όλη συμπεριφορά των κατηγορουμένων από την ημέρα που συνελήφθησαν μέχρι ετεροχρονισμένα, όταν μετά την εμφάνιση του κ. Κουφοντίνα, ο οποίος διαφοροποιήθηκε στη θέση του, αποφάσισαν ορισμένοι να μεταμορφώσουν, να αλλοιώσουν, να ανακαλέσουν τις θέσεις τους και πάλι χωρίς να προβάλλουν αυτή την ιδιότητα, ποιος ήταν εκείνος που έδωσε αυτό το στίγμα;

Είναι πολύ εύκολα εκ των υστέρων να βαφτίζουμε την δράση μας πολιτική. Είναι πολύ εύκολα εκ των υστέρων να αυτό-βαφτιζόμαστε πολιτικοί εγκληματίες. Αλλά αυτό αποτυπώνεται και αντανακλάται στη θέση σου, στην αντίδραση σου, στην συμπεριφορά σου σε όλη τη διάρκεια και σε όλη τη διαδρομή κι αυτό ακριβώς έκαναν οι κατηγορούμενοι των Ερυθρών Ταξιαρχιών ή οι κατηγορούμενοι του γερμανικού Κόκκινου Στρατού, όποιες ήταν οι συνέπειες τους.

Αυτά θα έπρεπε κανείς να τα σκεφτεί, διότι πέρα από τις οποιεσδήποτε νομικοπολιτικές αναπτύξεις σ’ ένα πολύ δύσκολο θέμα όσον αφορά τον εννοιολογικό του προσδιορισμό, η ουσία έχει σημασία. Και δεν μπαίνω στην ουσία των κατηγοριών, αυτό δεν είναι θέμα να το εξετάσουμε, θα έρθουμε αργότερα.

Αλλά από τη στιγμή που οι ίδιοι με τόση ένταση, με τόση επιμονή διεκδικούν τον τίτλο του πολιτικού εγκληματία, δεν μπορεί κανείς παρά να μην επισημάνει, να μην υπογραμμίσει, να μη τονίσει, ότι η συμπεριφορά τους από την πρώτη στιγμή της σύλληψης τους, από τον τρόπο που συνελήφθησαν, από τον τρόπο που αντέδρασαν, από τον τρόπο που μίλησαν, είναι απόλυτα αντιφατική και ακυρωτική αυτού του επιχειρήματος και του ισχυρισμού που οι ίδιοι σήμερα ετεροχρονισμένα προβάλλουν.

Αυτά ήθελα να πω κ. Δικασταί για να είμαι και συνεπής από απόψεως χρονικής. Τα νομικά επιχειρήματα όπως είπα τα κάλυψαν οι συνάδελφοι μου. Αυτή την σύντομη συνεισφορά μου στην προβληματική σας ήθελα να διατυπώσω και να επιμείνω ότι βεβαίως να περιμένω ότι θα οδηγηθείτε στην απόρριψη των ενστάσεων που μέχρι σήμερα προβλήθηκαν.