Πολιτική
Πέμπτη, 13 Μαρτίου 2003 21:06

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (13/3/2003) Μέρος 6/9

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Σοφός είναι για ποιον είπαμε;

κ. ΣΟΦΟΣ: Για τον κ. Κωνσταντίνο Καρατσώλη και τον κ. Παύλο Σερίφη.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας ακούμε.

κ. ΣΟΦΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Εφέτες, θα ήθελα να αναφερθώ αρχικώς σε κάτι που ακούστηκε από την πλευρά της Πολιτικής Αγωγής ότι οι κατηγορούμενοι δια των συνηγόρων τους προσπαθούν απεγνωσμένα να εντάξουν τη δραστηριότητά τους υπό τον ορισμό του πολιτικού εγκλήματος. Αυτό ενέχει λήψη του ζητουμένου. Το δικαστήριό σας θα κρίνει εάν υπήρξε αυτή η δραστηριότητά τους αφ’ ενός. Και ειπώθηκε έτσι, αν δεχθώ παράπονα από την Πολιτική Αγωγή και τελευταίως απ’ τον κ. Λυκουρέζος. Ακριβώς έτσι, προσπαθούν απεγνωσμένα και το απεγνωσμένα μάλιστα αν μου επιτραπεί , σημαίνει τον αγώνα κάποιου ανθρώπους ο οποίος νομίζει εκ των προτέρων ότι θα έχει αρνητικό αποτέλεσμα. Δεν είναι απεγνωσμένη η προσπάθεια της Υπεράσπισης. Εν πάση περιπτώσει. Θα διαφωνήσω επίσης μ’ αυτό που ακούστηκε προηγουμένως ότι είναι πολιτική η δίκη. Δεν είναι πολιτική η δίκη. Είναι καθαρά ποινική η δίκη. ¶λλο αν ακούστηκαν πολλά ως λόγοι βουλευτών, πρώην βουλευτών, παρά λίγο βουλευτών ή μελλόντων ή φερελπίδων βουλευτών.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ πάρα πολύ όχι προσωπικούς χαρακτηρισμούς για τους κυρίους συνηγόρους, γιατί άμα αρχίσουν και αυτοί από εκεί δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Δεν υπάρχει λόγος. Εσείς θα απαντάτε στα επιχειρήματά τους. Οι όποιοι τα είπανε δεν μας ενδιαφέρει, αν αυτά που είπαν είναι σωστά ή δεν είναι. Μπορείτε να αποδομήσετε. Να πάρουμε και τη θεωρία της αποδόμησης.

κ. ΣΟΦΟΣ: Βεβαίως κύριε Πρόεδρε. Ακούστηκε εξαντλητικώς η αντικειμενική θεωρία για το πολιτικό έγκλημα, υποκειμενική θεωρία και μεικτή θεωρία. Δεν θα αναφερθώ καθόλου σε αυτές γιατί δεν θέλω να μακρηγορήσω επ’ αυτού. Αλλά δεν ακούστηκε και θα ήθελα να μου δώσετε τη δυνατότητα να αναπτύξω μία τέταρτη θεωρία, τη θεωρία της πολιτικής επικοινωνίας όπως έχει διατυπωθεί από τον εξαίρετο νομικό κ. Παπαχαραλάμπους, τόσο μεν στη διδακτορική του διατριβή το πολιτικό έγκλημα «das politische Delektim legalitische in der Rechtsstaat› όπως λέγεται και σε μεταγενέστερες δημοσιεύσεις του.

Το δικαστήριό σας κύριε Πρόεδρε καλείται να κάνει ένα νομικό συλλογισμό, ένα δικανικό συλλογισμό, να πραγματοποιήσει αυτό τον συλλογισμό που υπαγορεύει το άρθρο 97 παρ. 1 του Συντάγματος, χωρίς να συναρτάται ο συλλογισμός αυτός με το άρθρο 47 παρ. 1 που ακούστηκε και από την πολιτική αγωγή και κατά την ταπεινή μου κρίση ουδεμία σχέση έχει με την ένσταση της Υπεράσπισης.

Και θα εξηγήσω τι εννοώ. Έγινε λόγος για την αμνηστία η οποία καθιστά το πολιτικό έγκλημα προνομιακό. Και αν δεν κάνω λάθος αυτό αναφέρθηκε και απ’ τον αξιότιμο κύριο τακτικό Εισαγγελέα. Δεν θα διαφωνήσω στην ουσία αυτού του ισχυρισμού, αλλά θεωρώ ότι ουδείς εκ της Υπερασπίσεως ζήτησε αμνησία αφ’ ενός.

Η ένσταση της αναρμοδιότητος αφορά την ιδιότητα της φερομένης δραστηριότητας, της δραστηριότητας όπως διατυπώνεται στο βούλευμα το παραπεμπτικό ως πολιτικού εγκλήματος και ως εκ τούτου την παραπομπή της υπόθεσης αυτής προς εκδίκαση ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Και αυτή είναι η ορθή θέση της Υπεράσπισης φρονώ.

Επίσης δόθηκε η εντύπωση από πολλούς εκλεκτούς συναδέλφους της Πολιτικής Αγωγής, ότι η Υπεράσπιση και οι κατηγορούμενοι δια των συνηγόρων Υπερασπίσεως, προσπαθούν να τύχουν κάποιας ευνοϊκοτέρας μεταχειρίσεως ενδεχομένως, παραπέμπον το δικαστήριο υμών την υπόθεση αυτή ενώπιον του Μικτού Ορκωτού.

Δόθηκε η εντύπωση ίσως ότι δια του χαρακτηρισμού της φερομένης αύτης ως πολιτικής δραστηριότητας, ότι θα δικαιωθεί η δραστηριότητα. Η δραστηριότητα από απόψεως δογματικού ποινικού δικαίου, είναι άδικος, είτε η πράξης χαρακτηρίζεται ως πολιτικό έγκλημα, είτε ως κοινό έγκλημα και ως άδικος φέρεται ενώπιον υμών να εκδικαστεί και άδικος θα παραπεμφθεί εάν παραπεμφθεί μετά την απόφαση του δικαστηρίου σας ενώπιον του Μικτού Ορκωτού.

Δεν βλέπω καμία ευνοϊκή μεταχείριση του κατηγορουμένου με το χαρακτηρισμό της έννοιας ως πολιτικού εγκλήματος. Ελέχθη από τους περισσοτέρους συναδέλφους τους εκλεκτούς συναδέλφους της Πολιτικής Αγωγής, ότι εδώ διέπραξαν ληστείες, κλοπές, ακούστηκε και από το περιστατικό πριν που εξέθεσε ο κ. Χιρδάρης με τη φέτα, για να υποβιβασθεί και ως εκ τούτου ως εκ της χαμηλής αξίας ίσως από απόψεως απαξίας δραστηριότητας ως μη πολιτικό έγκλημα. Θεωρώ ότι ο κατηγορούμενος όταν προβάλει στην ένσταση της αναρμοδιότητος ισχυριζόμενος ότι η φερόμενη δραστηριότητα για την οποία παραπέμπεται να δικαστεί, υπάγεται στον ορισμό του πολιτικού εγκλήματος δεν προσδοκά σε ευνοϊκότερη μεταχείριση ούτε άλλωστε εκ της συμμετοχής λαϊκών Δικαστών πράγμα το οποίο λίγο αναπτύχθηκε από την πλευρά της Πολιτικής Αγωγής.

Ο κατηγορούμενος απλώς ζητεί την εφαρμογή του νόμου και της διάταξης του άρθρου 97 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Αυτά όσον αφορά στην εύνοια που φέρεται μέχρι τώρα να ζητά από το Δικαστήριό σας ο κατηγορούμενος. Δεν ζητά καμία απολύτως εύνοια. Ζητάει να δικαστεί από ένα αρμόδιο Δικαστήριο και τίποτε παραπάνω.

Όσα επιχειρήματα ελέχθησαν περί της φύσεως των αδικημάτων ως τέτοιων ώστε εξ ουδενός στοιχείου δύναται να υπαχθούν υπό τον ορισμό του πολιτικού εγκλήματος, είναι απορριπτέος ταυτολογικά. Ενέχουν «petitsio principy›. Θέλουν οι φέροντες τον λόγον να αποδείξουν κάτι για το οποίο το θεωρούν δεδομένο.

Όσον αφορά τώρα κ. Πρόεδρε στον ορισμό του πολιτικού εγκλήματος. Η φιλοσοφία εδώ ή ένας φιλόσοφος του Δικαίου θα έλεγε ότι η στιγμή αυτή κατά την οποία καλείστε να κρίνετε αν είναι πολιτικό το έγκλημα σας προσφέρει ένα σκεπτικό με ολιστικό χαρακτήρα. Ολιστικό χαρακτήρα διότι δυστυχώς ή ευτυχώς καλείστε να κρίνετε όχι μόνο με νομική επιχειρηματολογία, αλλά ζητώντας την συνδρομή και άλλων επιστημών όπως της κοινωνικής επιστήμης και της πολιτικής επιστήμης.

Διότι για να είναι δυνατόν να υπαχθεί η φερόμενη αυτή δραστηριότητα υπό τον ορισμό του πολιτικού εγκλήματος θα πρέπει να έχει ορισθεί τι θα πει πολιτικό έγκλημα. Νομίζω ότι κρούω ανοιχτάς θύρας τώρα αλλά είναι πάρα πολύ σημαντικό για την θεωρία η οποία πρόκειται να αναπτύξω.

Το Δίκαιο αποτελείται από πρωτεύοντες κανόνες ή κανόνες συμπεριφοράς «hagnes nomen› όπως λένε οι Γερμανοί και τους οποίους έχει παρουσιάσει, όπως ταπεινώς φρονώ και θεωρώ ο Διδάσκαλός μου κ. Κατσαντώνης και σε επιτακτικούς κανόνες ή κυρωτικούς ή δευτερεύοντες. Οι κανόνες συμπεριφοράς διατυπώνουν την συμπεριφορά του δράστη «πράττε ούτως ή μην πράττεις ούτως› στο στάδιο της παραλήψεως εάν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση.

Ο άνθρωπος ή ο κοινωνός του Δικαίου έχει την ελευθερία να αποφασίσει εάν θα ακολουθήσει αυτήν την προσταγή, εάν θα ακολουθήσει αυτόν τον κανόνα συμπεριφοράς. Είναι το πρωτογενές στάδιο στις σχέσεις μεταξύ του κοινωνού του Δικαίου και του Δικαίου του ίδιου. Σε αυτό το στάδιο ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να αποφασίσει εάν θα ακολουθήσει την προσταγή που λέει «ου φονεύσεις›.

Επειδή λοιπόν υπάρχει αυτή η ελευθερία της βουλήσεως ακολουθούν οι δευτερεύοντες ή κυρωτικοί κανόνες οι οποίοι κάνουν μία αξιολόγηση πλέον της συμπεριφοράς και προσδίδουν πλέον στην πολιτεία το τιμωρητικό της δικαίωμα και η οποία το ασκεί.

Όσον αφορά όμως τους κανόνες συμπεριφοράς θα πρέπει κανείς να αναζητήσει με ποιο τρόπο ορίζεται το περιεχόμενο του κανόνα συμπεριφοράς και με βάση ποιους κανόνες. Αυτή η σύντομη παράθεση προέρχεται από τον «τον› και τη θεωρία των επιταγών ή imperative theory ο οποίος ακολουθεί τις θεμελιώδεις αρχές του Χέγκελ, και του ορισμού του Δικαίου ως αντικειμένου γενικής βουλήσεως.

Όσον αφορά στο ουσιαστικό περιεχόμενο του κανόνα συμπεριφοράς πρώτος μετά τον Αριστοτέλη και ίσως ο πιο πρόσφατος που μπορεί κανείς να επικαλεσθεί είναι ο Κάντ ο οποίος ....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Συνήγορε, μήπως φτάσαμε σε άλλους χώρους έξω από τούτη την αίθουσα; Διότι κι εγώ τους έχω διαβάσει όλους αυτούς, μου άρεσαν. Ωραία. Εδώ τώρα βέβαια θα κάνουμε αξιολογήσεις καθαρά νομικές, χρειάζονται εξωνομικές; Πέστε και σε ποιο βαθμό. Αλλά να καθίσουμε να αναλύσουμε όλους αυτούς; Ξέρετε μήπως είναι μια πορεία μακρά και ίσως δεν προσφέρει και πολλά πράγματα. Προσφέρει οπωσδήποτε, αλλά προσφέρει πολλά πράγματα. Σκεφτείτε το λίγο μόνος. Αν θέλετε συνεχίστε όμως.

κ. ΣΟΦΟΣ: Έχετε δίκιο κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ κύριοι, είναι Υπεράσπιση και ό,τι θέλει ο άνθρωπος θα το πει. Δεν μπορώ εγώ να του πω, αλλά απλώς σαν διευθύνων εδώ τη συζήτηση οφείλω κάπου-κάπου να τα λέω.

κ. ΣΟΦΟΣ: Σας ευχαριστώ κ. Πρόεδρε και έχετε απόλυτο δίκιο και γι’ αυτό θα περικόψω μεγάλο μέρος από αυτή την ανάπτυξη αλλά θα εξηγήσω και στην Πολιτική Αγωγή που άκουσα να αντιδρά φαίνεται, ίσως να βαριέται από τέτοιες αναπτύξεις.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όποιος βαριέται μπορεί να βγαίνει έξω αλλά δεν θα σας διακόπτει εσάς ούτε θα σχολιάζει δυσμενώς. Παρακαλώ πάρα πολύ όλους!

κ. ΣΟΦΟΣ: Θα εξηγήσω μόνο τον λόγο γιατί μίλησα για ελευθερία όσον αφορά στη σχέση του κοινωνού του Δικαίου με το Δίκαιο διότι έγινε πολύς λόγος από την πλευρά της Πολιτικής Αγωγής κατά της επιχειρηματολογίας της Υπεράσπισης υπέρ του υποκειμενικού στοιχείου στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος. Εκεί ήθελα να καταλήξω και θα αναφερθώ μόνο σε αυτό.

Ο μόνος τρόπος που έχει ο εφαρμοστής του Δικαίου να διατυπώσει το υποκειμενικό στοιχείο στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος σύμφωνα με τα τεθημένα και πέραν της νομολογίας και της ήδη ανεπτυγμένης θεωρίας στην οποία δεν θα αναφερθώ γιατί θα επαναλάβω ήδη διατυπωθέντα επιχειρήματα, είναι ίσως η θεωρία περί πράξεως. Διότι στην θεωρία περί πράξεως εμφανίζεται ακριβώς το ίδιο μειονέκτημα όπως στην θεωρία περί του πολιτικού εγκλήματος. Δεν υπάρχει ουδείς ορισμός.

Έχουν αναπτυχθεί λοιπόν τέσσερις θεωρίες κυρίως. Η φυσιοκρατική η οποία ομιλεί περί εκουσίας ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εκουσίας ανθρώπινης συμπεριφοράς. Έχει αναπτυχθεί από τον μεγάλο νομοδιδάσκαλο Βέλτσελ η θεωρία περί της σκοπίμου δράσεως, στην οποία οφείλει το δόγμα του Ποινικού Δικαίου την αναγωγή του υποκειμενικού στοιχείου στην ειδική υπόσταση του εγκλήματος και με άλλες αναφορές όπως ενδεικτικώς να αναφέρω του Τσιλίνσκι ο οποίος μιλάει μόνο για την απαξία της συμπεριφοράς πλέον. Γιατί η απαξία του αποτελέσματος οφείλεται στο αυτόματον το Αριστοτέλειον και δεν γνωρίζει κανείς αν μπορεί να επέλθει ή όχι το αποτέλεσμα. Έχει αναπτυχθεί η κοινωνική θεωρία και ίσως ο αφαιρετικός ορισμός όπως διατυπώνεται από τον Καθηγητή μου τον κ. Γιαννίδη στην συστηματική ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα.

Σε όλες αυτές τις θεωρίες υπάρχει το υποκειμενικό στοιχείο είτε με την μορφή του εκουσίου στην φυσιοκρατικώς νοούμενη θεωρία της πράξεως είτε με την μορφή της σκοπίμου δράσεως οπότε αναλόγως σκεπτόμενος τοις μπορεί να πει ότι στο πολιτικό έγκλημα ως έννοια είδους σε σχέση με την πράξη η οποία είναι έννοια γένους και το πολιτικό έγκλημα είναι πράξη ενέχει τουλάχιστον τα υποκειμενικά στοιχεία που έχει η πράξη ή ο ορισμός της πράξης.

¶ρα με το σκεπτικό αυτό συντομότατα και ίσως για την οικονομία του χρόνου αφαιρώ πολλά εκ των επιχειρημάτων μου, να καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συγγνώμη, επειδή έχουμε πει 12.30΄και είναι προβλήματα των ανθρώπων να πάρουν και την τροφή τους αυτή την ώρα. Μην κοιτάτε εσείς θα πάτε στο σπίτι σας κάτι θα βρείτε. Αυτοί εδώ αν δεν διακόψουμε 12.30 μου είπαν θα έχουν κάποια δυσκολία.

κ. ΣΟΦΟΣ: Θα παρακαλούσα το Δικαστήριό σας για 5΄ λεπτά να συνεχίσω μετά την διακοπή κ. Πρόεδρε. Ευχαριστώ πολύ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να συνεχίσουμε μετά την διακοπή. Δεν έχετε αντίρρηση; Εντάξει. Διακόπτουμε για μισή ώρα.

ΔΙΑΛΛΕΙΜΑ

ΠΕΜΠΤΗ 13 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003

ΔΙΚΗ 17Ν

ΠΕΜΠΤΗ 13 ΜΑΡΤΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:03

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

Γ΄ ΜΕΡΟΣ

13:08 – 15:00

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Μπορείτε να συνεχίσετε τον λόγο σας κ. Σοφέ.

κ.ΣΟΦΟΣ: Ευχαριστώ πολύ κ. Πρόεδρε. Θα είμαι συντομότατος.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπαμε όσο μπορούμε, συμπυκνωμένα επιχειρήματα θα ακούσουμε τώρα εδώ, έχουν αναπτυχθεί τόσο πολύ, αλλά είπατε ότι έχετε να προσθέσετε κάτι νέο από του κ. Παπαχαραλάμπους του Χάρη βέβαια έτσι; Εντάξει.

κ.ΣΟΦΟΣ: Σέβομαι την κόπωση και την υπομονή όλων των παραγόντων της δίκης και γι’ αυτό θα είμαι πραγματικά συντομότατος. Είχα μείνει πριν την διακοπή στο σκεπτικό περί της ιδιότητας του πολιτικού εγκλήματος ως έννοιας είδους σε σχέση με την πράξη. Και ως φέρων εκ του σκεπτικού αυτού και τις ιδιότητες αυτής, άρα και τα υποκειμενικά στοιχεία. Και κατ’ αναγκαίον λόγον δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί το υποκειμενικό στοιχείο από την έννοια του πολιτικού εγκλήματος.

Τώρα όσον αφορά την θεωρία που έχει υποστηριχθεί από τον κ. Παπαχαραλάμπους, ο οποίος είναι γνωστός και στο Δικαστήριό σας και στον νομικό κόσμο από τα δημοσιεύματά του, έχει επιχειρήσει ο εξαίρετος συνάδελφος να προτείνει στη θεωρία του Ποινικού Δικαίου, πέραν της αντικειμενικής, υποκειμενικής και της μικτής θεωρίας, την θεωρία της πολιτικής επικοινωνίας, ως συμμετοχής του δράστη στο σχηματισμό πολιτικής βουλήσεως σε μια ανοιχτή κοινωνία, όπως ορθώς ανέφερε και ο Καθηγητής ο κ. Αναγνωστόπουλος, ο οποίος, θα μου επιτρέψετε να αναγνώσω το συντομότατο αυτό κομμάτι της εισήγησής του του κ. Αναγνωστόπουλου, ο οποίος λεει ότι, η έννοια του πολιτικού εγκλήματος σε καθεστώς ανοιχτής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας περιορίζεται πολύ, συρρικνώνεται πολύ το πεδίο των πολιτικών εγκλημάτων. Όσο ανεκτικότερο είναι το πολιτικό καθεστώς, τόσο λιγότερος χώρος απομένει για το πολιτικό έγκλημα.

Προς την ομοία κατεύθυνση και η εισήγηση του αξιοτίμου κ. Τακτικού Εισαγγελέως, η κατάλυση της δημοκρατίας είναι ποταπό έγκλημα, σ’ αυτόν που παραβιάζει την δημοκρατική αρχή η δημοκρατία δεν τον χαϊδεύει, η πολιτεία τον τιμωρεί. Ενώ είναι αυτονόητο και αναμφισβήτητο, στη περίπτωση της 17Ν στην αρχή μουδιασμένα και κατόπιν αναφανδόν άρχιζε να υποστηρίζεται η τρομοκρατία που σκοπεί στην κατάλυση της δημοκρατίας.

Αυτό δεν μπορεί να είναι πολιτικό έγκλημα σύμφωνα με την άποψη αυτή. Εάν όμως η δημοκρατία που βιώνουμε, είναι τόσο ανεκτή, ώστε είναι δυνατός ο σχηματισμός πολιτικής βούλησης, είναι ως εκ τούτου δυνατή, η διάδραση του δράστη μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Είναι δυνατός ο σχηματισμός κοινωνικών μορφωμάτων, εφόσον η κοινωνία έχει πλέον στην ανοικτή κοινωνία, όπως αυτή και με τις αντιρρήσεις που έχει φέρει, την έχει διατυπώσει και παρουσιάσει ο Πόπερ «η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της›, «The open society end its enemies›, είναι δυνατή λοιπόν η έκφραση τέτοιας συμπεριφοράς, η οποία αποτελεί αντικείμενο σχηματισμού πολιτικής βούλησης, ή επηρεασμού της πολιτικής βούλησης.

Όπως το έχει διατυπώσει ο κ. Παπαχαραλάμπους και επιτρέψτε μου να αναγνώσω, η λαϊκή κυριαρχία ως κατασφάλιστης κανονιστικής πρωταρχίας της πολιτικής ελευθερίας, ευνοεί την απόσυρση του κράτους από το πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού και εγγυάται την ακώλυτη απόλαυση των ατομικών εννόμων αγαθών.

Αν για την ελληνική έννομη τάξη, πολιτικό έγκλημα δεν μπορεί να σημαίνει δικαιολόγηση της πράξης, ως άσκηση του δικαιώματος αντιστάσεως, με συντηρητική της συνταγματικής τάξεως στόχευση, αλλά αναγνώριση της ιδιαιτερότητας αδίκων, με βάση τα κριτήρια της τάξης αυτής πράξεων, η αναγνώριση αυτή πλαισιώνεται κανονιστικά από τις θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής μας συντάξεως.

Το πολιτικό έγκλημα συνεπώς, δεν ανεξαρτητοποιείται από, αλλά υπόκειται στο κανονιστικό περίγραμμα της συνταγματικής τάξης. Η πολιτική εγκληματικότητα ορίζεται επομένως από τον κ. Παπαχαραλάμπους, ως πολιτική επικοινωνία. Και συνάδει προς μια πρόσφορη ερμηνεία των κειμένων διατάξεων του Συντάγματος και της Ποινικής Δικονομίας.

Η πολιτική επικοινωνία έχει χαρακτηριστεί από τον κ. Παπαχαραλάμπους, ως ασθενής υποκειμενική θεωρία. Διότι δεν εκκινεί από την υπόθεση της υποκειμενικής θεωρίας ότι το κίνητρο του δράστου είναι αυτό που ορίζει το πολιτικό έγκλημα, αλλά το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του, ως αντικείμενο της βουλήσεώς του.

Το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του είναι αυτή η πολιτική επικοινωνία. Αυτό λοιπόν τώρα, σε συνδυασμό με το γεγονός, ότι η κοινωνία μας είναι μια ανοιχτή δημοκρατική κοινωνία, άγει κανείς το συμπέρασμα, ότι δεν δυνατόν να νοείται στη σημερινή κοινωνία πολιτικό έγκλημα, ως κατάλυση της πολιτειακής τάξης. Κάτι τέτοιο, όπως ορθώς ανέφερε ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς είναι πλέον αδύνατο.

¶ρα αν θεωρήσει κανείς ότι πολιτικό έγκλημα εντάσσεται στην αντικειμενική θεωρία και με την προϋπόθεση της προσφορότερης κατάλυσης της πολιτειακής τάξης, η έννοια του πολιτικού εγκλήματος του άρθρου 97 παρ. 1, είναι πλέον περιττή.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ένα λεπτό. Κάποιος φοράει ένα πίλο εκεί μεξικανικού τύπου. Καλά θα είναι εδώ μέσα να το αποβάλλει.

κ. ΣΟΦΟΣ: Είναι η ανοιχτή κοινωνία που λέγαμε πριν κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι αλλά εδώ είναι αίθουσα Δικαστηρίου και εγώ έχω την αστυνόμευση και δεν θέλω μεξικάνικα ή οτιδήποτε άλλα καπέλα. Να καμαρώνει ο άνθρωπος αλλά να το βγάζει εδώ μέσα. Ευχαριστώ πολύ. Εσείς που είστε στην είσοδο εκεί κάτω, οι Αστυνομικοί δεν είδατε έναν άνθρωπο που μπαίνει με πίλο; Δεν το ξέρει αυτός. Πέστε του να το βγάλει.

κ.ΣΟΦΟΣ: Αντικείμενο και παράδειγμα ίσως αυτής της πολιτικής επικοινωνίας, είναι το παράδειγμα του κ. Πέτσου, ο οποίος κύριος Πέτσος χθες ανέφερε για κάποια πολιτική σκοπιμότητα. Και ειλικρινά ταπεινώς φρονώ, ότι πρέπει να εξωτερικεύσω την απορία μου, τι ακριβώς εννοούσε. Ότι η πολιτική σκοπιμότητα υπαγόρευε αυτή την ενέργεια. Νομίζω ότι είναι ένα κενό στη δήλωσή του αυτή, το οποίο εάν καλυφθεί, ίσως να βοηθήσει, τόσο μεν την υπεράσπιση όσο και το Δικαστήριό σας, να διαπιστώσει εάν είναι εφικτή, η εφαρμογή της θεωρίας περί της πολιτικής επικοινωνίας. Διότι σαφώς η ενέργεια κατά του κ. Πέτσου, και νομίζω ότι και ο ίδιος δεν θα το αρνηθεί, δεν μπορεί να νοηθεί ως αμέσως και ευθέως πρόσφορη για την κατάλυση της πολιτειακής τάξεως, αποτελεί όμως αναμφισβητήτως περίτρανο παράδειγμα πολιτικής επικοινωνίας.

Το επικοινωνιακό γίγνεσθαι πιστεύω ότι εκατό τοις εκατό επηρεάστηκε, εάν και αυτή η πολιτική σκοπιμότητα για την οποία ο ίδιος έκανε λόγο, είναι υπαρκτή ή ήταν υπαρκτή.

Θα ήθελα κλείνοντας κύριε Πρόεδρε, να αναφερθώ και στην εξαιρετική εισήγηση του κ. Λίβου και μέρος επίσης της εξαιρετικής εισηγήσεως του κ. Αναγνωστόπουλου. Ο κ. Λίβος είπε το εξής, απλό αλλά δύσκολο να κατανοηθεί από κάποιον που θέλει να εμμένει στην αντικειμενική θεωρία και ο κ. Λίβος ίσως να μας βοήθησε όλους.

Το Ποινικό Δίκαιο σ’ αυτή τη φάση δεν ενδιαφέρεται για τα κίνητρα του δράστη. Τα κίνητρα είναι αντικείμενο του άρθρου 79 ή ίσως του άρθρου 84 περί των ελαφρυντικών, όπου και εκεί φυσικά, μπορεί να γίνει μεγάλη συζήτηση, δεν το αρνείται κανείς.

Αλλά τι είναι τελικά αυτό το υποκειμενικό στοιχείο, που θεμελιώνει την πολιτική επικοινωνία; Θεωρώ πλέον ως δεδομένο, ότι η πολιτική επικοινωνία, τουλάχιστον στην εισήγηση του ομιλούντος, είναι το κριτήριο περί της κρίσεως εάν υφίσταται πολιτικό έγκλημα ή όχι.

Τι είναι πλέον το υποκειμενικό στοιχείο σ’ αυτή την πολιτική επικοινωνία; Το κίνητρο του δράστη, του φερομένου ως δράστη εν προκειμένω, είναι διάφορο αυτού, που κατά την τέλεση του εγκλήματος, ως μέρους του συνθέτου πολιτικού εγκλήματος, αποτελεί αντικείμενο του δόλου του. Και εκεί καθίσταται αναγκαία η διάκριση, του αμέσου δόλου πρώτου βαθμού, της επιδίωξης δηλαδή, του αμέσου δόλου δευτέρου βαθμού και του ενδεχόμενου δόλου.

Ο δράστης ο οποίος αποσκοπεί στη διάδραση μέσα στο πολιτικό γίγνεσθαι και το επικοινωνιακό γίγνεσθαι της συμπεριφοράς του, δεν αποσκοπεί ως επιδίωξη, ως άμεσο δόλο πρώτου βαθμού, στην πράξη της δολοφονίας, της ληστείας, της κλοπής, της έκρηξης, ή οποιουδήποτε άλλου αδικήματος, αλλά αποσκοπεί να συμμετέχει στην διαδικασία αυτή της πολιτικής επικοινωνίας.

Αυτό είναι το αντικείμενο της γνώσης του, της νοητικής παράστασης δηλαδή που έχει και της βούλησής του. Σε ένα αμέσως επόμενο στάδιο, άμεσος δόλος δευτέρου βαθμού, είναι το δεύτερο συνθετικό του συνθέτου πολιτικού εγκλήματος, που αφορά την ανθρωποκτονία, τη ληστεία, την κλοπή κλπ.

¶ρα είναι δυνατή η διάκριση του υποκειμενικού στοιχείου, πρώτον της επιδίωξης, η οποία επιδίωξη πάντα έχει και τα κίνητρα, και δεύτερον, της γνώσης και αποδοχής, δηλαδή του αμέσου δόλου δευτέρου βαθμού.

Όσον αφορά στο πώς μπορεί κανείς να διαγιγνώσκει τα υποκειμενικά αυτά στοιχεία, χωρίς να κάνω μακράν αναφορά, είναι γνωστή στο Δικαστήριό σας η λεγόμενη ?indicatoren? οι ενδείκτες γιατί όλες αυτές οι έννοιες είναι ως γνωστό διαθετικές, δεν μπορεί κανείς να μπει μέσα στην ψυχή του δράστη και να διαπιστώσει τα γεγονότα αυτά, αλλά από γεγονότα του εξωτερικού κόσμου τους λεγόμενους ενδείκτες, είναι σε θέση να αντιληφθεί, αν είχε πράγματι το κίνητρο αυτό, ή όχι.

Όσον αφορά τώρα πλέον στην διαπίστωση του πως αντιλαμβάνεται ο δράστης την πολιτική επικοινωνιακή πραγματικότητα στην οποία θέλει να συμμετάσχει και αυτό πάλι λύεται με το γνωστό τρόπο, με τον οποίο το Δικαστήριό σας αντιλαμβάνεται τα εσωτερικά στοιχεία του σκοπού, ή άλλες έννοιες, αξιολογικές έννοιες της ηθικής υπόστασης, ?normatire mec male? τα οποία όπως και η κα Μπενάκη έχει διατυπώσει με παράλληλη αναγωγή στη λαϊκή σφαίρα του δράστη, μπορεί κανείς να διαπιστώσει, αν είχε τη συγκεκριμένη νοητική παράσταση που απαιτεί ο νόμος, για να διαπιστώσει ο εφαρμοστής του δικαίου τον δόλο.

Με την ίδια μεθοδολογία λοιπόν μπορεί να διαπιστώσει το Δικαστήριό σας ακριβώς και το υποκειμενικό στοιχείο, στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος και κατ’ επέκταση στην πολιτική επικοινωνία. Τελειώνοντας, θα αναφέρω την επιχειρηματολογία του καθηγητού κ. Αναγνωστόπουλου, όσον αφορά στο σύνθετο πολιτικό έγκλημα.

Λέγει λοιπόν ο κ. Αναγνωστόπουλος, υποπίπτει στο εξής σφάλμα η υπεράσπιση, το σύνθετο πολιτικό έγκλημα, έννοια την οποία χρησιμοποιούσε και το Σύνταγμα αρχικά το έτος ΄75, προϋποθέτει πάντοτε το σύνθετο πολιτικό έγκλημα την ύπαρξη ενός αμιγούς πολιτικού εγκλήματος. Δηλαδή λέγει ο κ. Αναγνωστόπουλος, πότε έχουμε σύνθετο πολιτικό έγκλημα; Μια ομάδα αποφασίζει να κάνει πραξικόπημα, να καταλύσει το πολίτευμα, θεωρών βεβαίως ως βάση για το πολιτικό έγκλημα την αντίστοιχη αντικειμενική θεωρία.

Η εσχάτη προδοσία, οι εσχατοπροδοτικές πράξεις, είναι το αμιγές πολιτικό έγκλημα, το καθαυτό πολιτικό έγκλημα. Προκειμένου δε να επιτευχθεί ο κλονισμός και η κατάρρευση του πολιτεύματος, η ομάδα αυτή, την νύχτα ας την πούμε του πραξικοπήματος, προκαλεί εκρήξεις, βάζει βόμβες, εμπρησμούς κ.ο.κ.

Τότε έχουμε σύνθετο πολιτικό έγκλημα αποτελούμενο από την εσχάτη προδοσία και τις πράξεις εμπρησμών, δολοφονιών κ.ο.κ., οι οποίες είναι υποστηρικτικές του υπαρκτού αμιγούς πολιτικού εγκλήματος. Δεν έχει υποπέσει σε ουδέν σφάλμα η υπεράσπιση. Απλώς αυτή η θέση θεωρεί ως δεδομένο, ότι η βασική μορφή του πολιτικού εγκλήματος είναι η εσχάτη προδοσία, ή άλλα αντίστοιχα εγκλήματα. Οπότε και θα ήτο νοητή κατ’ αυτή τη θέση, η ύπαρξη συνθέτου πολιτικού εγκλήματος, με δεύτερο συνθετικό τις ανθρωποκτονίες, τις εκρήξεις, τις ληστείες κλπ.

Αν όμως θεωρήσει κανείς ότι το βασικό πολιτικό έγκλημα, αποτελεί την στόχευση εκ μέρους του φερομένου ως δράστη στη συμμετοχή του στο επικοινωνιακό πολιτικό γίγνεσθαι, με σκοπό την μεταβολή του σχηματισμού της πολιτικής βούλησης, πράγμα το οποίο κατά τον ομιλούντα ταπεινώς είναι δυνατή πλέον μόνο στην ανοιχτή δημοκρατία, γιατί όπως προείπα στην ανοιχτή δημοκρατία τίποτα άλλο δεν είναι νοητό, μόνο η μεταβολή της πολιτικής βούλησης, μόνο η μετεξέλιξή της, η βελτίωσή της, δεν είναι δυνατή η κατάλυση της πολιτειακής τάξης. Αν δεχθούμε το αντίθετο, τότε η πολιτειακή τάξη κινδυνεύει.

Θεωρούμε ως δεδομένο ότι η κατάλυση της πολιτειακής τάξης είναι αδύνατος, και πάμε χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ?argoumentoum amagiere at minous? στο έλασσον πλέον μέγεθος που αποτελεί το σχηματισμό της πολιτικής βουλήσεως και αυτό είναι το αντικείμενο του αμιγούς πολιτικού εγκλήματος, δεύτερο συνθετικό του οποίου αποτελούν πλέον οι ανθρωποκτονίες, οι ληστείες, οι εκρήξεις κλπ.

¶ρα είναι ένας λογικός συλλογισμός και δεν έχει υποπέσει σε ουδέν σφάλμα. Απλώς εάν θεωρεί τις ότι βάσει του ορισμού του συνθέτου πολιτικού εγκλήματος, αποτελεί υπόθεση ότι το αμιγές πολιτικό έγκλημα και το βασικό είναι η εσχάτη προδοσία, ή η κατάλυση της πολιτειακής τάξης, τότε είναι αυτονόητο το συμπέρασμα, δεν μεταβάλλεται τίποτα.

Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα επίσης να αναφερθώ, διότι άκουσα με μεγάλη προσοχή όλους τους συνηγόρους της πολιτικής αγωγής και τον κ. Ταουξή και τον κ. Μαχά και τον κ. Κεχαγιόγλου. Ο κ. Κεχαγιόγλου έφερε ένα επιχείρημα το οποίο εν πάση περιπτώσει είναι υποστηρίξιμο ευπρόσωπα, εάν ο Καραμανλής εδολοφονείτο το ’78 δεν θα ήταν πολιτικό έγκλημα, εάν εδολοφονείτο το ’74 θα ήταν.

Πάλι και εκεί, είναι νοητό πλέον, κατανοητό και σαφέστατο, ότι η επιχειρηματολογία της πολιτικής αγωγής, κατατείνει πάντοτε προς την κατάλυση της πολιτειακής τάξης. Μα τόσο φοβάται πια η πολιτική αγωγή στην επιχειρηματολογία της ότι η πολιτειακή τάξη είναι δυνατόν να καταλυθεί; Εχει ξεπεραστεί από την θεωρία του Ποινικού Δικαίου πλέον αυτό. Και είμαστε υπερήφανοι που έχει ξεπεραστεί με την συνδρομή του κ. Παπαχαραλάμπους στη Γερμανία. Δεν είναι δυνατή η κατάλυση της πολιτειακής τάξης, είναι πρωτόγονη, ?primitive? έχει χαρακτηριστεί κύριε Πρόεδρε αυτή η θεωρία και ας την έχει εφαρμόσει και ο ¶ρειος Πάγος και τα Δικαστήριά μας, είναι σεβαστό φυσικά. Αλλά η θεωρία έχει εξελιχθεί πολύ μπροστά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με συγχωρείτε πάρα πολύ, νομίζω στη Γερμανία δεν έχουν πολιτικό έγκλημα. Απλώς αναφέρονται εκεί στο «Mord› όταν είναι ο φόνος ?aus politische Grunde?. Για πολιτικό έγκλημα δεν λένε αυτοί.

κ.ΣΟΦΟΣ: Ακριβώς, κύριε Πρόεδρε. Κύριε Πρόεδρε, η επιστημονική διδασκαλία στη Γερμανία όμως, δεν αφορά μόνο το Γερμανικό Δίκαιο. Και χαίρομαι που και εσείς και το Δικαστήριό σας είναι γνώστες και της γερμανικής θεωρίας.

Έχει συμβεί, προσωπικά ομιλώ και εάν μου το επιτρέπετε και στο παρελθόν, με την παρουσία σας στην έδρα, να αναπτυχθούν θεωρίες από τη γερμανική διδασκαλία. Επομένως δεν είναι τόσο αυτονόητη η κατάλυση της πολιτειακής τάξης, ως κριτήριο της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος. Θεωρώ ότι πρέπει να εξοβελιστεί από τη σχετική συζήτηση και να προχωρήσει μπροστά ο σχετικός προβληματισμός, ως προς την συμμετοχή του φερομένου ως δράστη, σ’ αυτήν την θεωρία της πολιτικής επικοινωνίας.

Ανέφερε επίσης και ο εξαίρετος συνάδελφος κ. Βασιλακόπουλος, τον έντονο υποκειμενισμό. Πράγματι το Δίκαιο όπως είπε και ο ίδιος, είναι σύστημα σκοπών και όχι εννοιών. Αλλά ο έντονος υποκειμενισμός εν προκειμένω, θεμελιώνεται σε συγκεκριμένες από την πανεπιστημιακή διδασκαλία τουλάχιστον, αναμφισβήτητες έννοιες που δομούν την έννοια της πράξεως.

Αν η έννοια της πράξεως όπως αυτή έχει διδαχθεί μέχρι τώρα χαρακτηρίζεται από έντονο υποκειμενισμό, διότι τουλάχιστον ο ομιλών από εκεί αντλεί όλη την επιχειρηματολογία, νομίζω ότι καθίσταται περιττή η περαιτέρω συζήτηση.

Όσον αφορά τέλος κ. Πρόεδρε την εφαρμογή του άρθρου 97 παρ. 1, θα επαναλάβω αυτό με το οποίο ξεκίνησα, ότι οι κατηγορούμενοι δεν ζητούν κάτι το οποίο θα καταστήσει τη θέση τους ευνοϊκότερη, διότι τουλάχιστον εάν έχω εγώ αντιληφθεί εσφαλμένως, θα οφείλεται στην ταπεινή μου κρίση, αλλά τουλάχιστον αυτή η εντύπωση έχει δοθεί, ότι οι κατηγορούμενοι πάνε να τη βγάλουν καθαρή, αν μου επιτρέπετε μια απλή έκφραση, δικαζόμενοι από Μικτό Ορκωτό.

Ε, λοιπόν, οι Λαϊκοί Δικαστές δεν είναι σε τίποτα υποδεέστεροι από τους Τακτικούς Δικαστές, θα προσέβαλλε δε και τους Τακτικούς Δικαστές εάν υποστηριζόταν κάτι τέτοιο. Οι κατηγορούμενοι απλώς θέλουν και επιθυμούν, τουλάχιστον αυτοί τους οποίους εγώ εκπροσωπώ, τον κ. Παύλο Σερίφη, τον κ. Κωστάρη και τον κ. Καρατσώλη, την εφαρμογή της συνταγματικής νομιμότητας.