Πολιτική
Πέμπτη, 13 Μαρτίου 2003 21:07

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (13/3/2003) Μέρος 7/9

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον λόγο έχει η κα Δαλιάνη.

κα ΔΑΛΙΑΝΗ: Κατ’ αρχήν εκπροσωπώ τον κ. Κονδύλη. Θα ήθελα να κάνω μόνο δύο επισημάνσεις, γιατί τα περισσότερα έχουν ειπωθεί ιδιαίτερα εκτενώς. Μία πρώτη επισήμανση όσον αφορά τη συνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 4 του Ν. 2928 που έχει υπάγει όλα τα κακουργήματα του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα και τα συναφή προς αυτά πλημμελήματα ή κακουργήματα, στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.

Αναφέρθηκε ήδη ότι η ρύθμιση αυτή δεν δημιουργεί πρόβλημα συνταγματικότητας σε σχέση με την παραβίαση του τεκμηρίου αρμοδιότητας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 97 του Συντάγματος. Γι αυτό το ζήτημα έχουν ειπωθεί αρκετά και από την Υπεράσπιση, δε χρειάζεται να αναφερθώ παραπάνω.

Εκείνο που θεωρώ ότι δεν έγινε αντιληπτό, είναι πώς εναρμονίζεται η διάταξη αυτή του άρθρου 4 με την επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την ισότητα μεταξύ των πολιτών, όχι μόνο ενώπιον του νόμου, δηλαδή όχι μόνο κατά την εφαρμογή του νόμου, αλλά και κατά τη θέσπιση του νόμου. Η παραδοχή αυτή έχει επιβεβαιωθεί από την πάγια νομολογία, τόσο του Αρείου Πάγου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Αναφέρεται έτσι σε πλήθος αποφάσεων, ότι ο νομοθέτης δεν δύναται να δημιουργεί ανισότητες, ανεπίδεκτες δικαιολογήσεως και αντικείμενες στο κοινό κατά του δικαίου αίσθημα. Θεωρώ ότι η διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2928 θεσμοθετεί ακριβώς μια τέτοια ανισότητα. Λέει δηλαδή, ότι αν ένας τελέσει μια ανθρωποκτονία, θα εκδικαστεί η υπόθεσή του αυτή από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.

Στην Εισαγγελική πρόταση αναφέρθηκε ότι ένα ποσοτικό κριτήριο διάκρισης κατά την υπαγωγή, δηλαδή αν ένας τελέσει μια ανθρωποκτονία, θα υπαχθεί στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Αν τρεις τελέσουν μια ανθρωποκτονία και θεωρηθεί ότι οι τρεις αυτοί συμμετέχουν σε ομάδα δομημένη και με διαρκή δράση, το έγκλημά τους αυτό θα εκδικαστεί από το Τριμελές Εφετείο, γιατί πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα διαφορετικό έγκλημα.

Όμως ο νομοθέτης δε θέτει καν αυτό το ποσοτικό κριτήριο. Προχωρά ακόμη παραπέρα. Η υπαγωγή τόσο των κακουργημάτων του 187 όσο και των συναφών προς αυτά κακουργημάτων και πλημμελημάτων στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου, έχει την έννοια, με την ευρύτατη διατύπωση που χρησιμοποιείται, ότι αν ένας τελέσει μια ανθρωποκτονία, θα υπαχθεί στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Αν πάλι ένας τελέσει μια ανθρωποκτονία αλλά αυτός ο ένας τυγχάνει να είναι μέλος μιας Οργάνωσης με διαρκή δράση και συγκεκριμένη δομή, ακόμη και αν το έγκλημά του είναι άσχετο με τις επιδιώξεις και τη δράση της Οργάνωσης, θα υπαχθεί στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

Βλέπουμε δηλαδή μια διαφορετική μεταχείριση τελείως όμοιων περιπτώσεων, που καθόλου δεν διαφαίνεται πώς εναρμονίζεται με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας. Τώρα, όσον αφορά το πολιτικό έγκλημα δεν θα αναφερθώ καθόλου στο περιεχόμενό του ούτε στις επιμέρους θεωρίες, αυτό έχει αναπτυχθεί εκτενώς. Θα ήθελα απλώς να συνεχίσω τη σκέψη του κ. Σοφού ο οποίος ανέφερε ότι οι κατηγορούμενοι δεν ζητούν επιεικέστερη μεταχείριση με την υπαγωγή τους στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο γιατί ούτως ή άλλως, ένα τέτοιο συμπέρασμα, ότι η εκδίκαση από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο σημαίνει και επιεική μεταχείριση, είναι τελείως αυθαίρετο.

Θα ήθελα να προχωρήσω τη σκέψη αυτή, αναφέροντας ότι θεωρώ ότι ούτως ή άλλως, η έννοια του πολιτικού αδικήματος δεν είναι καθόλου σύμφυτη με την επιεική μεταχείριση του αδικήματος αυτού από την έννομη τάξη. Δηλαδή η αποδοχή ότι ένα συγκεκριμένο αδίκημα εντάσσεται στο χώρο της πολιτικής παραβατικότητας, δεν σημαίνει καθόλου ότι η έννομη τάξη προσδίδει ένα ηθικό έρεισμα στην πράξη αυτή, ούτε προϋποθέτει την ηθική κατάπαυση της παραβατικής συμπεριφοράς.

Και αυτό διαφαίνεται αν εξετάσει κανείς τις επιμέρους ειδικές ρυθμίσεις που έχει θεσπίσει ο συνταγματικός ή ο κοινός νομοθέτης για τον πολιτικό εγκληματία. Όσον αφορά κατ’ αρχήν το ζήτημα της απαγόρευσης έκδοσης αλλοδαπού: Ήδη, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος του 1975, δεν αποδέχθηκε το σχέδιο, δεν υιοθέτηση μάλλον το σχέδιο της Ολομέλειας της Επιτροπής του Συντάγματος, που μιλούσε για απαγόρευση εκδόσεως αλλοδαπού που διώκεται για πολιτικά αδικήματα.

Έτσι, η διατύπωση του άρθρου 5 παρ. 2, είναι ότι «απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας›. Ήδη, ο ιδεολογικός χρωματισμός της διατύπωσης αυτής, «δράση υπέρ της ελευθερίας›, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν αφορά τη δράση Οργανώσεων που αναπτύσσουν έκνομη δραστηριότητα, προκειμένου να καταλύσουν το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα.

Και βέβαια η διάταξη ερμηνεύεται, μάλλον η δράση υπέρ της ελευθερίας, ερμηνεύεται από τους συνταγματολόγους –αναφέρομαι συγκεκριμένα στον Καθηγητή Δατόγλου- ως δράση έναντι ξένης κατοχής ή ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς. Επιπλέον δε, το ζήτημα της έκδοσης έχει και ειδικότερα ρυθμιστεί από τη σύμβαση στο Στρασβούργο, όπως ήδη αναφέρθηκε, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Επομένως, η απαγόρευση έκδοσης αλλοδαπού για πολιτικό έγκλημα, ουσιαστικά δεν έχει πεδίο εφαρμογής.

Όσον αφορά τέλος τον θεσμό της αμνηστίας, που θεωρείται και ως η επιεικής μεταχείριση που επιφυλάσσει η έννομη τάξη στον πολιτικό εγκληματία, θα ήθελα να αναφέρω ότι ο θεσμός της αμνηστίας, η πολιτειακή πράξη δηλαδή με την οποία εξαλείφεται το αξιόποινο του πολιτικού εγκλήματος, σε καμία περίπτωση δεν συνιστά επιείκεια του νομοθέτη έναντι του πολιτικού εγκληματία. Η αμνηστία δεν αίρει την αντικειμενική απαξία της πράξης, είναι λόγος εξάλειψης του αξιόποινου, χορηγείται δε μόνο για αμιγή πολιτικά εγκλήματα και όχι στα σύνθετα, ή μάλλον στα σύνθετα μόνο κατά το αμιγές τμήμα τους και χορηγείται εξαιρετικά δύσκολα καθώς χρειάζεται πλειοψηφία 3/5 του όλου αριθμού των Βουλευτών και βέβαια χρειάζεται να ψηφιστεί από την Ολομέλεια.

Όπως ήδη αναφέρθηκε και από την Πολιτική Αγωγή και αναφέρεται από τον Καθηγητή Μαργαρίτη π.χ., δικαιολογητικός λόγος της αμνηστίας δεν είναι η επιείκεια της έννομης τάξης προς τον δράστη του πολιτικού εγκλήματος, αλλά η πολιτική σκοπιμότητα. Είναι δηλαδή η άμυνα της πολιτείας σε περιπτώσεις ισχυρών πολιτικοκοινωνικών συγκρούσεων, όπου προκύπτει η ανάγκη να αποκατασταθεί η πολιτική ομαλότητα και η πολιτεία κρίνει ότι η τιμώρηση των συγκεκριμένων εγκλημάτων, θα τους προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά από την ατιμωρησία.

Επομένως, από τις ειδικές ρυθμίσεις που επιφυλάσσει ο νομοθέτης για το πολιτικό έγκλημα, παραμένει μόνο εν ισχύ τελικά, η υπαγωγή του από το Σύνταγμα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Αυτό όμως δεν συνιστά σε καμία περίπτωση επιείκεια. Η υπαγωγή στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, γίνεται κατά τρόπο απαρέγκλιτο από το Σύνταγμα, για έναν και μόνο λόγο: Διότι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, θεωρείται ότι παρέχει αυξημένες εγγυήσεις ορθής και δίκαιης δικαστικής κρίσης, με την έννοια της καλύτερης διασφάλισης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης απέναντι στην Εκτελεστική εξουσία, ειδικά όταν πρόκειται να κριθεί η δράση εκείνων, η παράνομη, η έκνομη δράση εκείνων που ακριβώς αυτή την εξουσία αμφισβήτησαν.

Θέλει δηλαδή ο συνταγματικός νομοθέτης, για να είναι πιο νομιμοποιημένη η ποινή που τελικά θα επιβληθεί στους αμφισβητίες του πολιτικού συστήματος, θέλει να κατοχυρώσει τη διάγνωση, την κατάγνωση μάλλον αυτής της ποινής, από τους εκπροσώπους εκείνους της έννομης τάξης που έχουν την αδιαμεσολάβητη διαπίστωση του λαϊκού φρονήματος. Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν συνιστά επιείκεια.

Γι αυτόν ακριβώς το λόγο ο νομοθέτης, ο κοινός πλέον νομοθέτης, στο άρθρο 109 του Κ.Π.Δ., έχει παράγει όχι μόνο τα πολιτικά κακουργήματα αλλά και τα πολιτικά πλημμελήματα στην αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων. Γιατί βέβαια, αν και αναφέρθηκε από την Πολιτική Αγωγή, φαίνεται μάλλον παράλογο να θεωρήσουμε ότι π.χ. οι μεν προπαρασκευαστικές πράξεις της εσχάτης προδοσίας που συνιστούν πολιτικό πλημμέλημα θα υπαχθούν στην αρμοδιότητα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, η δε εσχάτη προδοσία, το κυρίως δηλαδή έγκλημα, το κακούργημα, θα υπαχθεί σε ένα κατώτερο Δικαστήριο, δηλαδή στο Τριμελές Εφετείο.

Ο κ. Δαλιάνης έχει ένα κακούργημα και δεν πρόλαβε, θα ήθελε να μιλήσει στο τέλος.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Παπαδάκης ήδη έχει ζητήσει προτεραιότητα. Έχετε την προσοχή μας.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε. Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα να διευκρινίσω και δεν είναι επιθυμία μου που αναγκάζομαι να το κάνω στο στάδιο αυτό της δίκης, αλλά είμαι υποχρεωμένος για την ισότητα των εντυπώσεων, να αποκαταστήσω την πραγματικότητα όσον αφορά τον εντολέα μου, τον Βασίλη τον Τζωρτζάτο.

Επειδή εγένετο μία «πρόκληση› από κάποιον από τους Συνηγόρους της άλλης πλευράς για τη στάση που ετήρησαν οι κατηγορούμενοι μετά τη σύλληψή τους και για το εάν υπερασπίστηκαν κάποια πολιτική τους ιδιότητα κτλ., να θυμίσω –πράγμα το οποίο θα το κάνουμε στη συνέχεια κατά τα όσα επιβάλλει η Δικονομική τάξη- ότι ο εντολέας μου έχει από καιρού καταγγείλει ότι η προανακριτική τροπολογία ελήφθη κάτω από συνθήκες βασανιστηρίων, στέρησης του δικαιώματος επικοινωνίας με συνήγορο και έχει ήδη υποβάλλει και μήνυση για την αιτία αυτή, επί της οποίας μηνύσεως θα πληροφορηθεί στη συνέχει της διαδικασίας το Δικαστήριό σας και για το βούλευμα που έχει εκδοθεί.

Δεν είναι επιλογή των υπερασπιστών του κ. Τζωρτζάτου να αναπτύσσουν τον υπερασπιστικό τους λόγο κατά κύριο λόγο στα κανάλια και στα παράθυρα. Συνήθως τον αναπτύσσουν στα Δικαστήρια και στις Εισαγγελίες. Γι αυτό λοιπόν, όσοι θέλουν για άγνωστο λόγο να υποκαταστήσουν ένα νομικό διάλογο μ’ ένα παιχνίδι εντυπώσεων από το «καλημέρα› της δίκης, καλά θα κάνουν να αυτοσυγκρατηθούν, είναι έγκριτοι και εμπειρότεροι από εμένα και να αναμείνουν στον δέοντα δικονομικό χρόνο, να θέσουν καθένα από τα ζητήματα αυτά.

Ανακύπτει βεβαίως επί τη ευκαιρία ένα ευρύτερο ερώτημα για μένα: Τί ανάγκη έχει η Πολιτική Αγωγή, ένα μέρος της μάλλον, με δεδομένη τη νομική κατάρτιση με ακαδημαϊκούς τίτλους και την εμπειρία της, να εκφεύγει από μια νομική επιχειρηματολογία σε μία επιχειρηματολογία πολιτική αμιγέστατη; Πολιτική επιχειρηματολογία για να αποδείξει ότι δεν είναι πολιτικά τα εγκλήματα, έως και συναισθηματική, έως και να προσπαθήσει να εξωθήσει την Υπεράσπιση σε ένα δίλημμα. Η Υπεράσπιση είναι η υπεράσπιση των πολιτικών επιλογών των κατηγορουμένων. Δεν θα παίξουμε σε αυτό το παιχνίδι, θα σταθούμε στο ύψος αυτών που επιτάσσουν οι δικονομικοί κανόνες και η υπερασπιστική μας ανάγκη.

Κύριε Πρόεδρε, ξεκινώντας, θα ήθελα να επισημάνω κάτι που ο κ. Εισαγγελέας, ο κ. Μαρκής ανέφερε κατά την αγόρευσή του, γιατί δεν έχει σχολιαστεί και εν πάση περιπτώσει νομίζω ότι πρέπει να τύχει κάποιας κρίσης. Ότι δηλαδή, «προς τί›, διατύπωσε το ερώτημα, «αυτή η ένσταση αναρμοδιότητας, σε όποια νομική βάση και αν στηρίζεται, ιδίως σε αυτή την πολιτικού εγκλήματος, εφ’ όσον κατά άρθρο 119 του Κ.Π.Δ., η αρμοδιότητα προσδιορίζεται από τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στο κατηγορητήριο.

Πράγματι, η νομική διάταξη έτσι έχει, όπως λέει ο κ. Μαρκής. Το βούλευμα δυστυχώς, το οποίο είναι παραπεμπτικό, περιγράφει μεν τα περιστατικά, αλλά δεν διαλαμβάνει καμία αιτιολογία ως προς το εάν είχαν σκοπό την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξεως ή οτιδήποτε άλλο σε όποια θεωρία κι αν θελήσουμε να το υπαγάγουμε, προκειμένου να μπορέσουμε να κάνουμε τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των διατάξεων περί αρμοδιότητος, όσον αφορά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχεται στο να εφαρμοστεί ο κανόνας.

Το γεγονός ότι το βούλευμα αποφεύγει -παρά το γεγονός ότι διά των υπομνημάτων είχαν τεθεί τα ζητήματα αυτά- να λάβει θέση ως προς τους σκοπούς για τους οποίους συγκροτήθηκε η Οργάνωση αυτή και ως προς τους σκοπούς των επιμέρους αδικημάτων και τα κίνητρα, δεν σημαίνει ότι απορρίπτει σιωπηρώς τους ισχυρισμούς αυτούς. Σημαίνει απλά ότι παραλείπει να πάρει θέση ότι το θεωρεί ως παρέλκον εφ’ όσον δέχεται την αντικειμενική θεωρία και το λέει και ρητά σε κάποιο σημείο, ότι «δε μας ενδιαφέρουν οι σκοποί και τα κίνητρα, εφ’ όσον πολιτικά εγκλήματα πρέπει να είναι αυτά τα οποία στρέφονται κατά της καθεστηκυίας τάξεως› κτλ.

Για τον λόγο αυτό, κατά τη γνώμη μου, σιωπηρώς θεωρεί ως παρελκόμενο ζήτημα την εξέταση των σκοπών, το εναποθέτει κατά συνέπεια στην αρμοδιότητα την κυριαρχική του δικού σας Δικαστηρίου και είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε την ένσταση αυτή, όχι για να ασκήσουμε αναιρετικό έλεγχο βέβαια που ανεπίτρεπτα θα τον κάναμε εφ’ όσον μας το απαγορεύει ο Ν. 2928, αλλά για να κάνουμε ερμηνεία του βουλεύματος αυτού, τη βάση της ερμηνείας αυτής να δούμε εάν ορθώς ή όχι έχει παραπεμφθεί στο Δικαστήριό σας η υπόθεση για να δικαστεί.

Νομίζω λοιπόν ότι οι άξονες οι οποίοι μας ενδιαφέρουν για να συζητήσουμε το θέμα του πολιτικού εγκλήματος, -έχω πει και σε κάποια διαδικαστική μου παρέμβαση ότι προσωπικά θα περιοριστώ σε αυτή την ένσταση, ο συνάδελφος ο κ. Μυλωνάς θα αναπτύξει τις λοιπές ενστάσεις αντισυνταγματικότητα-, οι άξονες λοιπόν είναι οι εξής:

α) Δημοκρατία και πολιτικό έγκλημα, β) το πολιτικό έγκλημα στην ελληνική νομοθεσία, γ) το πολιτικό έγκλημα στην ελληνική νομολογία, όπου και οι θεωρίες εδώ πέρα και όλα αυτά και η ιστορική διαδρομή βεβαίως της ελληνικής νομολογίας, δ) πολιτικό έγκλημα και τρομοκρατία, ε) κρίσεις επί των σκέψεων της Εισαγγελικής πρότασης του κ. Καρούσου και του Συμβουλίου Εφετών, στ) σκέψεις γύρω από τη συνάφεια πολιτικών και μη εγκλημάτων, διότι ετέθη από την Πολιτική Αγωγή επανειλημμένως το ερώτημα «μα είναι όλα τα αδικήματα πολιτικά, και ποια είναι και ποια δεν είναι και αν κάποια είναι και αν κάποια δεν είναι› και ζ) τί σημαίνει επιτέλους ο θεσμός των Ενόρκων; Είναι χάιδεμα των κατηγορουμένων όπως ακούσαμε τον αξιότιμο κ. Εισαγγελέα από την έδρα να λέει με το επιχείρημα «η Δημοκρατία δε χαϊδεύει αλλά τιμωρεί;› Ποιος φοβάται τους Ενόρκους και γιατί;

Ξεκινώ λοιπόν από τον πρώτο άξονα: Πολιτικό έγκλημα και Δημοκρατία. Από το καλοκαίρι κ. Πρόεδρε και κύριοι Δικαστές, έχει κυκλοφορήσει και αναπτυχθεί ένα σλόγκαν ευρύτατα διαδεδομένο και περιέργως υποστηριζόμενο και από μία μερίδα μεγάλη του νομικού κόσμου, όχι τυχαία, το οποίο συμπυκνώνεται στην εξής φράση:

«Όποιος δολοφονεί και ληστεύει σε συνθήκες δημοκρατίας, είναι μόνο ληστής, δολοφόνος και τίποτε άλλο και δε δικαιούται την επιείκεια ούτε ελαφρυντικά του κοινού εγκληματία, ιδίως όταν εμφανίζεται αμετανόητος και διεκδικεί αγωνιστικές δάφνες. Οι αγωνιστές της Δημοκρατίας δεν μπορεί να είναι ληστές και δολοφόνοι, είναι υπερασπιστές της ανθρώπινης ζωής και των δικαιωμάτων του πολίτη και όχι νεκροθάφτες τους›.

Η δήλωση ανήκει στον σεβαστό Πρόεδρο του Δικηγορικού μας Συλλόγου, κ. Παξινό. Βλέπετε ότι ξεκινώ με τις επισημάνσεις που είναι αντίθετες προς την άποψή μου. Ο κ. Μαγκάκης στις 9/3/2003 –έχει γίνει αρκετός λόγος για τον κ. Μαγκάκη, θα πούμε τί λέει ο κ. Μαγκάκης το 2003 αλλά θα πούμε και τί έλεγε το 1980, όταν υποστήριζε υπό άλλες συνθήκες άλλα πράγματα για την τρομοκρατία- λέει ότι «στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος, πολιτικό έγκλημα συνιστά η πράξη που τελείται κατά τη διεξαγωγή κοινωνικοπολιτικών αγώνων και η οποία θίγει ορισμένα ποινικά προστατευόμενα έννομα αγαθά χωρίς να θίγει αυτό το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα, επιδιώκοντας την ανατροπή του›.

Και συνεχίζει με την επιχειρηματολογία του, για λαϊκές κινητοποιήσεις και λέει παρακάτω ότι «η τρομοκρατία διαφέρει από την αγωνιστική πολιτική δράση γιατί δεν συνδέεται με ευρύτερες λαϊκές κινητοποιήσεις›. Αυτά, είναι κριτήρια προσφορότητας του πολιτικού εγκλήματος, τα οποία, θα πάω παρακάτω και θα σας αποδείξω πόσο επικίνδυνα είναι εάν τα αποδεχθούμε.

Ο κ. Σταθόπουλος στα ΝΕΑ, στις 4/3/2003, πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος, λαλίστατος και αυτός, κάθε μέρα δίνει συνεντεύξεις, θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να είναι λίγο πιο περιορισμένος διότι επί της Υπουργίας του θεσπίστηκε ο Ν.2928/2001, έχει δικαίωμα και αυτός όμως να λέει την άποψή του και λέει ότι:

«Το Σύνταγμα με τη διάταξη του άρθρου 97› -ερμηνεύει και αυτός το Σύνταγμα, «θέλησε τη συμμετοχή το λαϊκού στοιχείου στην εκδίκαση αυτής της κατηγορίας εγκλημάτων, έχοντας υπόψη του όχι θεωρητικές έννοιες και επιστημονικές συζητήσεις αλλά την ελληνική ιστορία εμπειρία όπως στις πολιτικές δίκες η θέση και η δράση των κατηγορουμένων είχαν ευρύτερα λαϊκά ερείσματα, πολλές φορές μάλιστα δίχασαν το λαό και εν πάση περιπτώσει χαρακτηρίζονταν από μαζική στήριξή τους. Η μερική λαϊκή στήριξη δικαιολογούσε τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου. Αντίθετα, η τρομοκρατία στην Ελλάδα κατά τη διαδρομή της, έμενε αποξενωμένη από το οποιοδήποτε μαζικό Κίνημα›.

Επίσης ο κ. Σταθόπουλος γνωμοδοτεί στην ΑΥΓΗ, 6/3/2003, ότι: «στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος που προβλέπει το Σύνταγμα, δεν περιλαμβάνεται η τρομοκρατία›. Εδώ θα ήθελα πολύ να μας πει τα κριτήρια με τα οποία το λέει, αλλά δεν τα λέει και συνεπώς δεν ισχύει η συνταγματική επιταγή της εκδίκασης των υποθέσεων στα Μικτά Ορκωτά.

Εγώ πιστεύω ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, όταν μιλούσε για πολιτικό έγκλημα, είχε υπόψη του όχι την τρομοκρατία, αλλά την ιστορική πραγματικότητα στην Ελλάδα με το αυταρχικό κράτος το οποίο εδίωκε το φρόνημα με τα πραξικοπήματα που γίνονταν, με τις αντιπαραθέσεις, όλα αυτά είχαν μία πολιτική φόρτιση και αντιπαράθεση κτλ.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, η Δημοκρατία δεν είναι ένα καθεστώς πάγιο τελειωμένο, στο οποίο παύει η πολιτική και παύει να υπάρχει είτε ο αγώνας για την αλλαγή του κόσμου είτε ο αγώνας για την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, θα ήταν πολύ αυτάρεσκη μία τέτοια Δημοκρατία και όσοι επιχειρούν να γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέως, οφείλουν να γνωρίζουν ότι ο βασιλέας εν προκειμένω δεν είναι παρά ο ίδιος ο συνταγματικός νομοθέτης, ο οποίος έχοντας επίγνωση αυτού του χαρακτήρα της αστικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, έχει την μακροπρόθεσμη αναγνώριση του αντιπάλου της Δημοκρατίας.

Διότι αλλιώς δεν θα καθιέρωνε τη δυνατότητα συνταγματικής, διαφορετικής μεταχείρισης, δεν λέω προνομιακής, του πολιτικού εγκλήματος, εάν δεν αναγνώριζε ότι και στην ίδια τη Δημοκρατία υπάρχει πολιτικό έγκλημα. Προς τί όλα αυτά τα οποία ακούστηκαν; Αφορισμοί του τύπου ότι πολιτικά εγκλήματα δε νοούνται σε δημοκρατικό καθεστώς, ότι οι δολοφονίες δεν είναι πολιτικά εγκλήματα, ότι δήθεν έχει λυθεί νομικά και ότι η τρομοκρατία δεν είναι πολιτικό έγκλημα, δεν έχουν επιστημονική βάση για τους εξής λόγους:

α) πράξεις εσχάτης προδοσίας αλλά και πράξεις με κίνητρο τη μεταβολή του συγκεκριμένου καθεστώτος μιας χώρας, γίνονται και σε δημοκρατικά συγκροτημένες πολιτείες, διαφορετικά δεν θα είχε νόημα η πρόβλεψη του πολιτικού εγκλήματος στο δημοκρατικό Σύνταγμα μιας χώρας. Εξάλλου, κάποιος μπορεί να πιστεύει ότι το δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι το καλύτερο και επιχειρεί να το αλλάξει με ανορθόδοξο τρόπο το πολιτικό έγκλημα.

Αν ακολουθήσει για την αλλαγή δημοκρατικές διαδικασίες, τότε βέβαια δεν τελεί έγκλημα και συνεπώς δεν τίθεται θέμα χαρακτηρισμού του εγκλήματός του. Και μια δολοφονία μπορεί να χαρακτηρισθεί πολιτικό έγκλημα, αν το θύμα ενσαρκώνει το πολιτειακό καθεστώς σε μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή ή εάν κατά την υποκειμενική θεωρία, το κίνητρο της πράξης αυτής ήταν πολιτικό για να κλονίσει πολιτικά το καθεστώς και κατά τη μικτή θεωρία, η απεχθής αυτή πράξη ήταν σε αντιστοιχία λογική με το κίνητρο.

Η φωνή της λογικής που ακούσατε ανήκει στον κ. Ιωάννη Μανωλεδάκη από τα ΝΕΑ στις 6/3/2003. Αλλά υπάρχουν και άλλες φωνές λογικής.

«Πολιτικό έγκλημα σε δημοκρατικό καθεστώς: Παρ’ όλα αυτά θεωρώ ότι είναι εντελώς εσφαλμένη η άποψη ότι δεν μπορεί να καταφανθεί η ύπαρξη πολιτικού εγκλήματος στο πλαίσιο κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Γιατί; Γιατί η εκκόλαψη κοινωνιών με εκπληκτικές ταξικές ανισότητες στην κατανομή του πλούτου, μπορεί να κυοφορήσει πολιτικά υποκείμενα που θα επιδιώξουν βίαια και με τους παραπάνω όρους μία δικαιότερη κοινωνία, άσχετα βέβαια αν η πρακτική της βίας δεν οδηγεί ποτέ σε αυτό το αποτέλεσμα›.

ΝΕΑ 8/3/2003 ο κ. Γρηγόρης Καλθέλης

Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Μου είναι αδύνατο να παρακολουθήσω τα επιχειρήματα που υποστηρίζουν ότι τα μόνα πολιτικά εγκλήματα που νοούνται σ’ ένα δημοκρατικό καθεστώς, είναι η εν γένει αντίρρηση συνείδησης, ή η υπεράσπιση του πολιτεύματος κατά το άρθρο 120 του Συντάγματος.

Ωστόσο η άποψη αν το Δικαστήριο υιοθετήσει την αντικειμενική θεωρία, ο νόμος μπορεί κατ’ οικονομία να θεωρηθεί συνταγματικός αφού έτσι το Σύνταγμα το πολιτικό έγκλημα περιορίζεται στην εσχάτη προδοσία. Αν τα εγκλήματα των ανωτέρω Οργανώσεων δεν είναι πολιτικά, το άρθρο 97 του Συντάγματος δεν είναι τίποτε άλλο, από «ένα πουκάμισο αδειανό›, για να θυμηθούμε τον ποιητή. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ› 8/3/2003 κ. Σωτηρέλης Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

«Στην πραγματικότητα, αν δεν δεχτούμε ότι τα εγκλήματα αυτά είναι πολιτικά, θα πρέπει να δεχτούμε ταυτόχρονα ότι η συνταγματική διάταξη του άρθρου 97 σε συνθήκες δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι άνευ περιεχομένου. Επειδή όμως καμία συνταγματική διάταξη δεν βρίσκεται στο Σύνταγμα χωρίς λόγο, πολλώ μάλλον όταν μεσολάβησε μια τόσο πρόσφατη αναθεώρηση, το Δικαστήριο οφείλει να σταθμίσει με περίσκεψη το θέμα της αρμοδιότητάς του›.

Σωτηρέλης «ΤΑ ΝΕΑ› 7/3/2002

«Ακόμη αν ήταν έτσι τα πράγματα, δεν θα προέβλεπε το Σύνταγμα την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, το ίδιο το Σύνταγμα της δημοκρατικής μας πολιτείας›.

Μανωλεδάκης «ΑΥΓΗ› 29/9/2002

«Δεν είναι φανερό ότι η συνταγματική μας τάξη επιθυμεί να έχει λόγο η λαϊκή ευαισθησία για εγκλήματα που δεν έχουν ως τελικό στόχο την προσβολή εννόμων αγαθών των ατόμων, αλλά συνδέονται με την αμφισβήτηση της θεσμικής εξουσίας και των παράπλευρων εξωθεσμικών εξουσιών που συνθέτουν το κατεστημένο;›

Μπέης «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ› 5/3/2003

«Επειδή κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί να θεωρηθεί το πραξικόπημα ως μοναδικό πολιτικό έγκλημα, το οποίο μάλιστα θα δικαζόταν από λαϊκούς δικαστές, είναι βέβαιο ότι αφορά αυτή η διάταξη Οργανώσεις με πολιτικούς στόχους, πολιτικά μέσα και πολιτική ιδεολογία όπως είναι η 17Ν με την οποία διαφωνώ πλήρως, ως προς τους στόχους και ως προς τα μέσα και την ιδεολογία. Αλλά αν δεν είναι αυτή η Οργάνωση που εμπίπτει στο πολιτικό έγκλημα, τότε πρέπει να καταργήσουμε τον όρο πολιτικό έγκλημα από το Σύνταγμα και από τη θεωρία›.

«ΒΡΑΔΥΝΗ› 6/3/200 Γιάννης Πανούσης Καθηγητής Εγκληματολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Αυτά λένε νομικοί, Καθηγητές Πανεπιστημίων και παράγοντες που είχαν σχέση με Υπουργεία και με το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Δεν λένε μόνο αυτοί. Μιλάνε και οι πολιτικοί που είναι κι αυτοί κάτι που μας ενδιαφέρει, διότι ο ορισμός του πολιτικού εγκλήματος, όπως είναι προφανές από τη συζήτηση που γίνεται εδώ και θα το αναδείξω στην αγόρευσή μου περαιτέρω, προσκρούει στη δυσχέρεια του ορισμού του όρου πολιτική. Υπάρχει κοινά αποδεκτός όρος «πολιτική›; Δεν υπάρχει. Μας ενδιαφέρει και το τι λένε οι πολιτικοί.

Νίκος Χριστοδουλάκης Υπουργός Εθνικής Οικονομίας: «Την ύπαρξη πολιτικών κινήτρων και σκοπιμοτήτων σε πολλές από τις πράξεις της 17Ν παραδέχτηκε χτες ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, τονίζοντας όμως ότι αυτό όχι μόνο δεν αποτελεί ελαφρυντικό, αλλά ίσα – ίσα κάνει τις ενέργειές τους ακόμη πιο ειδεχθείς. Από την εφημερίδα «ΛΟΓΟΣ› 6/3/2003.

Ο κ. Τατούλης Βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, στην εφημερίδα «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ› 11/3/2003 «Από όλα τα παραπάνω θεωρώ χρέος μου να προσθέσω τον όρο πολιτικό δίπλα στην λέξη έγκλημα για τους εκτελεστές της 17Ν λόγω του ότι θεωρώ στη συγκεκριμένη δίκη θα αποτελέσει καθαρτήριο για τις πληγωμένες δομές του δημοκρατικού μας συστήματος και για τα ίδια τα θύματά της αντιστοίχως. Με άλλο σκεπτικό.

Ο κόσμος τι λέει; Δημοσκόπηση, όση αξιοπιστία κι αν έχει αλλά εν πάση περιπτώσει μετά από μια πολύμηνη και καθημερινή πλύση εγκεφάλου από τα παράθυρα και το μονόπλευρο βομβαρδισμό των ΜΜΕ, ένας στους τρεις ερωτηθέντες πιστεύει ότι ήταν πολιτικά τα εγκλήματα.

Κατάληξη. Κύριε Πρόεδρε, κάθε σύστημα θέλει για τον εαυτό του να δημιουργεί την εικόνα της διαχρονικότητας, την εικόνα ότι υπάρχει δημοκρατία η οποία είναι ένα πάγιο αγαθό, ότι στη δημοκρατία σταματάει η πολιτική, αλλά αυτή είναι μια αλαζονική ανιστόρητη και αβάσιμη θεώρηση της ιστορίας, που μοιάζει με το εγχείρημα του Πύργου της Βαβέλ, που αργά ή γρήγορα είναι καταδικασμένο να πέσει.

Η σημερινή δημοκρατία που είναι η δημοκρατία της ψήφου και είναι η δημοκρατία κάποιων πολιτικών ελευθεριών, αρκεί να μην θίγουν τον πυρήνα του κοινωνικού συστήματος, είναι ταυτόχρονα η δημοκρατία της εκμετάλλευσης, είναι η δημοκρατία του εμπορίου όπλων, του εμπορίου ναρκωτικών, του εμπορίου της πληροφόρησης και της επικοινωνίας, είναι η δημοκρατία των πολέμων, είναι η δημοκρατία των εκμεταλλευτών και ταυτόχρονα η δημοκρατία των άνεργων, των απασχολήσεων, της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού και των ανισοτήτων.

Μέσα στις συνθήκες αυτές παράγονται και θα παράγονται πάντα πολιτικά εγκλήματα, γιατί το πολιτικό έγκλημα θα υπάρχει όσο υπάρχει η πολιτική. Η πολιτική δεν σταματάει με καμία μορφή δημοκρατίας, ούτε με την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία στην οποία αυτή η ιστορική συγκυρία έχει κατατάξει την πολιτειακή μας κατάσταση, ούτε με κανένα άλλο.

Εδώ λοιπόν θα πρέπει να δούμε το εξής: σε αυτή την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, δεν υπάρχουν πάγια και διαχρονικά κρατικά έννομα αγαθά και δεν υπάρχει βεβαίως και πάγιο δίκαιο. Στη χρόνια διαμάχη της σχολής του φυσικού δικαίου ότι το Δίκαιο είναι αυτό που είναι, γιατί πρέπει να είναι αυτό που είναι, απαντάει η σχολή του ιστορικού δικαίου και έχει δικαιωθεί από την ιστορία του το Δίκαιο, δεν είναι αυτό που είναι, γιατί πρέπει να είναι αυτό που είναι. Πρέπει να είναι αυτό που είναι, γιατί είναι αυτό που είναι και είναι αυτό που είναι, γιατί το Δίκαιο δεν συνιστά κοινωνική και οικονομική δομή, παράγεται από κοινωνικές και οικονομικές δομές και παράγεται για να τις υπηρετεί και παράγεται για να παράγει αξίες οι οποίες αξίες δεν δεσμεύουν τις δομές, δεσμεύουν τους πολίτες των δομών αυτών και τους εγκαλούν. Η ίδια η εξουσία, ποτέ δεν εφαρμόζει τις αρχές της όταν στρέφεται ενάντια στις επιδιώξεις της και είναι και αυτό επίσης ιστορικά δικαιωμένο.

¶ρα λοιπόν, ν’ αφήσουμε τους αφορισμούς και να μπούμε στην ουσία. Πολιτικό έγκλημα θα υπάρχει, όσο υπάρχει πολιτική και βεβαίως θα υπάρχει και στη δημοκρατία. Πάμε στο δεύτερο θέμα που μας απασχολεί, το πολιτικό έγκλημα στην ελληνική νομοθεσία. Κοινή επισήμανση, ότι η έννοια του πολιτικού εγκλήματος δεν ορίζεται ούτε στο Σύνταγμα ούτε στους νόμους. Ερώτημα: Γιατί;

Γιατί 150 χρόνια συνταγματικής ιστορίας της Ελλάδας δεν έχει καταλήξει ο νομοθέτης σε ένα ορισμό τέτοιο. Δεν μπορεί, δεν θέλει, ή μήπως επιφυλάσσει για την νομολογία των Δικαστηρίων, για τις ερμηνείες με τις τρέχουσες ιστορικοκοινωνικές και πολιτικές συνθήκες την έννοια του πολιτικού εγκλήματος για λόγους ευελιξίας;

Κατά την γνώμη μου, το γεγονός ότι ο συνταγματικός νομοθέτης έχει παραλείψει και στις τρεις Αναθεωρήσεις τις μεταπολιτευτικές, οι οποίες εν πάση περιπτώσει, έχουν γίνει σε συνθήκες σχετικής ηρεμίας κοινωνικής και πολιτικής, χωρίς λαϊκές κινητοποιήσεις, πραξικοπήματα και εμφυλίους πολέμους, το έχει παραλείψει, διότι απλούστατα εμμέσως αναγνωρίζει την αδυναμία του να το προσδιορίσει και αναγνωρίζει το ότι, δεν υπάρχουν πολιτικά εγκλήματα από τη φύση τους, καθίστανται τέτοια, ανάλογα με τους σκοπούς και τα κίνητρα του δράστη και τις ιστορικές , πολιτικές και κοινωνικές περιστάσεις υπό τις οποίες τελούνται.

Αφήνει στο Δικαστή και σε ποιον Δικαστή, στο λαϊκό Δικαστή, την κρίση αν ένα έγκλημα είναι ή δεν είναι πολιτικό, χωρίς να το περιχαρακώνει, όπως κάνει η αντικειμενική θεωρία και εντός ολίγου θα αποδείξω τα αδιέξοδά της, κατατάσσοντας ορισμένα μόνο αδικήματα, ως πολιτικά εγκλήματα και εξαιρώντας οτιδήποτε άλλο.

Και πρέπει ακόμα να πούμε, παρά τις κατά την γνώμη μου σοφιστικές ερμηνείες που επιχειρήθηκαν να γίνουν από μια πλευρά της Πολιτικής Αγωγής, ότι είναι σαφέστατο, ότι η εξουσιοδότηση του άρθρου 97 παρ. 2 προς τον κοινό νομοθέτη να υπαγάγει τα κακουργήματα στην αρμοδιότητα Τακτικών Ποινικών Δικαστηρίων, δεν περιέχει τα πολιτικά εγκλήματα.

Η παράλειψη αυτή είναι σαφέστατη επιθυμία του συνταγματικού νομοθέτη, τα πολιτικά εγκλήματα να δικάζονται από τα Μικτά Ορκωτά. Και κάθε άλλη ερμηνεία είναι εκτός του κειμένου και εκτός της ιστορίας της συνταγματικής αυτής διάταξης.

Έρχομαι λοιπόν στο πολιτικό έγκλημα στην ελληνική νομολογία και στις θεωρίες. Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Εφέτες, η αντικειμενική θεωρία αποδέχεται τις ακόλουθες ευγενείς μορφές πολιτικών εγκληματιών. Ξέρετε η αντικειμενική θεωρία, να το υπενθυμίσω, είναι εκείνη η οποία εν πάση περιπτώσει θεωρεί, ότι τα αδικήματα τα οποία αναφέρονται στα προστατευόμενα έννομα αγαθά...

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Συνήγορε παρακαλώ να μην το υπενθυμίσετε γιατί το ακούσαμε τουλάχιστον δέκα φορές.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Πολύ ωραία. Κατευθείαν σ’ αυτό που ήθελα να πω λοιπόν. Λεω ότι κατά την αντικειμενική θεωρία, εκείνοι οι οποίοι μπορούν να χαρακτηριστούν πολιτικοί εγκληματίες και να τύχουν της ευνοϊκής κατά ορισμένους μεταχείρισης των πολιτικών εγκληματιών, είναι οι πραξικοπηματίες, οι κατάσκοποι, οι πράκτορες και οι προδότες. Αυτοί είναι οι οποίοι στρέφονται κατά των αγαθών της πολιτειακής εξουσίας, για τα αδικήματα της προδοσίας της χώρας, της προσβολής του πολιτεύματος, την επιβουλή της δημόσιας τάξης, αυτοί είναι. Αυτοί είναι οι πολιτικοί εγκληματίες λοιπόν;

Εκατόν πενήντα χρόνια συνταγματικής ιστορίας αυτού του τόπου, και δεν ξέρω πόσοι αιώνες νομικού και όχι μόνο πολιτισμού σ’ αυτό μας έχουν αναγάγει; Στο να αναγνωρίζουμε ότι οι πολιτικοί εγκληματίες, είναι εκείνοι, τους οποίους προείπα; Και να μην ξεχάσω και τους μεθύστακες. Διότι το άρθρο 193 του Ποινικού Κώδικα, από εσφαλμένη συστηματική κατάταξη κατά τα όσα υποστηρίζει ο κ. Λοβέρδος στο βιβλίο του περί του οποίου πολύς λόγος έγινε, αρνείται και αυτός τα εγκλήματα επιβουλής της δημόσιας τάξης, τα οποία σύμφωνα με την αντικειμενική θεωρία προσβάλουν την εσωτερική ασφάλεια του κράτους και κατά συνέπεια, είναι και αυτό σε εκείνα τα οποία θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την δάφνη αυτή.

Αυτές οι αντιφάσεις, κύριε συνάδελφε, ανέφερα ένα σύγγραμμα το οποίο μπορείτε να το δείτε. Αυτές οι αντιφάσεις λοιπόν της αντικειμενικής θεωρίας...

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πάντως δεν είπαν αυτοί ότι τα εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης πάνε σ’ αυτά εδώ. Είπαν μόνο το 134 απ’ ότι κατάλαβα, ή δεν είναι έτσι; Το κατάλαβα καλά; Μη λοιπόν τους αποδίδετε πράγματα που δεν τα είπαν και μην απαντάτε σε πράγματα που δεν είπαν. Αυτοί είπαν, εμείς περιορίζουμε και η αντικειμενική θεωρία μόνο αυτά που στρέφονται κατά της πολιτειακής τάξης. Είναι το πρώτο κεφάλαιο του ειδικού μέρους. Αυτό λένε αυτοί. Σ’ αυτό απαντήστε τους.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Είναι οι Συνήγοροι της Πολιτικής Αγωγής.