Πολιτική
Πέμπτη, 13 Μαρτίου 2003 21:08

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (13/3/2003) Μέρος 8/9

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εάν λέγατε ότι είναι κατά της δημόσιας τάξης, είναι και το 193 αυτό σας απαντάει, αλλά εσείς δεν το είπατε, αυτό είναι.

Κ.ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, εγώ αναφέρθηκα στους οπαδούς της αντικειμενικής θεωρίας, σε συγγράμματα σε ένα θεωρητικό διάλογο ο οποίος γίνεται, δεν αναφέρθηκα περιοριστικά ένα προς ένα στους συνηγόρους της πολιτικής αγωγής, για να πω, αυτό είπε ο ένας και αυτό είπε ο άλλος. Εν πάση περιπτώσει και με το πρώτο κεφάλαιο του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, για τις προσβολές του πολιτεύματος αναδεικνύεται αυτό. Ότι οι κύριοι συνάδελφοι, όσοι εξ αυτών το υποστηρίζουν για να μην προκαταλαμβάνουν, θεωρούν ότι η μόνη μορφή πολιτικού εγκληματία στην ελληνική συνταγματική τάξη σήμερα, η οποία εννόμως αναγνωρίζεται, είναι η ευγενής μορφή του πραξικοπηματία, αυτό λένε.

Και για να άρουμε και μια ανακρίβεια η οποία επίσης κατά κόρον έχει λεχθεί, για τις δίκες των Πρωταιτίων της 21ης Απριλίου του 1967 ξέρετε έχω και το σκεπτικό της απόφασης και το διατακτικό εδώ πέρα, δεν είχαν αποστερηθεί ως τελέσαντες το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας, το χαρακτηρισμό του πολιτικού εγκλήματος οι Πρωταίτιοι, τον είχαν αποβάλει για τον εξής λόγο, διότι το θέμα του πολιτικού εγκλήματος εξετάστηκε παρεμπιπτόντως κατά το στάδιο καταγνώσεως της ποινής, ενόψει της τότε ισχύουσας διάταξης του άρθρου 7 παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο εξαιρούσε όσους ετέλεσαν πολιτικά εγκλήματα μη σύνθετα από την επιβολή θανατικής ποινής.

Ετέθη λοιπόν αυτό το θέμα από τους κατηγορουμένους και τους τρεις Πρωταίτιους και είπε τότε το Πενταμελές Εφετείο με την απόφαση 477/95 ότι ναι μεν η εσχάτη προδοσία είναι πολιτικό έγκλημα, πλην όμως, συνεκδικάζεται μαζί το αδίκημα της στάσης Στρατιωτικών του άρθρου 63 του τότε ισχύοντος Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, το οποίο εν ουδεμία περιπτώσει είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί ως πολιτικό και έτσι συμπαρέσυρε ως μη πολιτικό και το άλλο αδίκημα και τους επεβλήθη η ποινή αυτή.

Από εκεί και πέρα, για την υποκειμενική θεωρία, ήθελα να σχολιάσω το εξής, το οποίο και αυτό πέρασε λίγο στα ψιλά. Η υποκειμενική θεωρία κύριε Πρόεδρε και η αναζήτηση των κινήτρων και των σκοπών του δράστη, δεν σημαίνει δηλωτικό σύστημα. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι όποιος δηλώνει πολιτικός εγκληματίας, αυτοδικαίως και αυτοθρόνως θεωρείται πολιτικός εγκληματίας, ή ότι ετέλεσε πολιτικό έγκλημα. Είστε Δικαστήριο, θα ερευνήσετε επί της ουσίας αυτούς τους ισχυρισμούς και αυτά τα κίνητρα.

Αλλά λέμε τώρα το εξής, υπόθεση εργασίας κάνω, ότι με δεδομένο ότι οι σκοποί και τα κίνητρα ήσαν πολιτικά, μπορούμε να πούμε ότι το έγκλημά τους δεν είναι πολιτικό, επειδή δεν ήταν εσχάτη προδοσία και ήταν κάτι άλλο;

Δεν θα πρέπει να κριθεί, αν τα κίνητρα αληθώς ήταν αυτά και αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκαν, με την αυταπάτη ενδεχομένως της αλλαγής της κοινωνίας και με την όποια ηθική απαξία, που δεν είναι ηθικολογικού τύπου αυτή η συζήτηση που κάνουμε εδώ πέρα τώρα και να μην μας εξωθεί η πολιτική αγωγή σε τέτοιου είδους διλήμματα.

Μ’ αυτά τα δεδομένα, να αρνηθούμε τον πολιτικό χαρακτήρα, ποια ασφάλεια δικαίου παρέχει η αντικειμενική θεωρία, εν σχέση με την υποκειμενική, ιδίως όταν η υποκειμενική θεωρία, συνδυάζεται και με στοιχεία της θεωρίας του πολιτικού εγκληματία. Για ποιον λόγο συγκρότησαν και εντάχθηκαν σ’ αυτή την Οργάνωση για να τα οικονομήσουν με ληστείες, όσοι το έκαναν; Από το 1973 όπως το βούλευμα δέχεται.

Τι ήταν το 1973, τι σηματοδοτεί ως έτος αυτό; Ποια ιστορική διαδρομή της χώρας μας φωτογραφίζει; Και εν πάση περιπτώσει, θα έρθουμε σε ένα προς ένα τα εγκλήματα και θα πούμε αν ήταν ή δεν ήταν πολιτικά. Ποια ασφάλεια δικαίου παρέχει το κριτήριο της προσφορότητας, το οποίο αποδέχεται η μικρή θεωρία; Ακούγονται εδώ πέρα. Ακούστε μια άποψη η οποία δηλαδή θεωρώ ότι πιο υπερβολικό έχει ακουστεί στην αίθουσα αυτή, κάλεσαν λέει το λαό να ρίξει λευκό και άκυρο το 1989 και ήρθαν γύρω στα 2% λευκά και άκυρα.

Καταρχήν ενίσταμαι από άλλη τελείως άποψη, ανήκω και εγώ ξέρετε στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και συχνά ψηφίζω λευκό και άκυρο και δεν καταλαβαίνω γιατί ο οποιοσδήποτε συνάδελφος πρέπει να με χρεώνει στην 17Ν για την επιλογή μου αυτή. Αλλά εάν υποθέσουμε, ότι όλο αυτό το 2% ήταν οπαδοί τους, θα έπρεπε να θεωρήσουμε ότι αφού δεν κατάφεραν να πάρουν μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, άρα δεν κάνουν πολιτικό έγκλημα; Τότε δηλαδή ποια τύχη περιμένει τις μειοψηφίες; Ποια τύχη περιμένει εμένα που ανήκω στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, η οποία ποτέ δεν συγκέντρωσε τέτοιο ποσοστό και με τα μυαλά που έχει, ούτε και πρόκειται και αν αύριο έρθει αυτή η άποψη και γίνει κρατούσα και πει, κύριοι δεν είστε πολιτική, εκατό άτομα μαζεύετε σε μια διαδήλωση, δεν κάνετε τίποτα, αυτοκαταργηθείτε, κλείστε, στην Ισπανία το είπαν, το κόμμα των «Πατασούνατ›, ετέθη εκτός νόμου. Είναι ένα κόμμα που υποστηρίζει την Βασκική αυτονομία. Αυτά είναι τα όρια της πολιτικής στη σημερινή αστική δημοκρατία; Αυτά είναι τα όρια της πολιτικής τα οποία εμείς εδώ πέρα διαπλάθουμε όπως ο νομοθέτης ο συνταγματικός μας έχει αφήσει να διαπλάσουμε;

Ποιο κριτήριο προσφορότητας παρέχει η ασφάλεια δικαίου, όταν αύριο θα έρθω εδώ πέρα σ’ αυτό το Δικαστήριο το δικό σας, ή σε κάποιο κατώτερο, να υπερασπίσω έναν νεολαίο ο οποίος κολλά αφίσες πολιτικής Οργάνωσης και πει ότι είναι πολιτικό το αδίκημά μου και υποβάλει αυτόν τον ισχυρισμό για να τύχει της όποιας μεταχειρίσεως, προσφορότητα με την αποτελεσματικότητα. Κάλλιστα μπορείτε να του πείτε, έλα μωρέ με τις αφίσες θα αλλάξεις τον κόσμο τώρα σιγά. Και τι κάνεις δηλαδή που κολλάς τις αφίσες; Είναι αυτό αποτελεσματικό μέσο πάλης; Είναι αποτελεσματικό όταν γράφει συνθήματα;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή με συγχωρείτε για να καταλάβω, οι αφίσες είναι πολιτικό έγκλημα, πρέπει να πάνε στους ενόρκους υποστηρίζετε;

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Όχι δεν λέω αυτό. Λεω ότι διαπλάθεται μια νομική έννοια από την νομολογία, η οποία αν ακολουθήσει τα κριτήρια της προσφορότητας κύριε Πρόεδρε, θα φθάσει και στα κατώτερα δικαστήρια, στο Μονομελές, το οποιοδήποτε, αυτό που δικάζει αφισοκολλήσεις, αυτό που δικάζει συνθήματα και άλλα και θα αποτελέσει σκεπτικό αντίκρουσης.

Αισθάνομαι κύριε Πρόεδρε την ανάγκη να κάνω την επιχειρηματολογία αυτή, διότι είπα κάτι και νομίζω ότι πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι ο ορισμός της πολιτικής είναι εκείνον τον οποίον υπερασπίζω και όχι ο ορισμός του εγκλήματος, αυτός είναι εκείνος ο οποίος κινδυνεύει να περιχαρακωθεί με περιορισμό της πολιτικής συμπεριφοράς και δραστηριότητας, αν αρχίσουμε να αποπολιτικοποιούμε με αυτά τα κριτήρια τα εγκλήματα.

Ας δούμε λίγο και την ιστορική διαδρομή της νομολογίας, ανάλογα με την αποδοχή της μιας ή της άλλης θεωρίας, συνοπτικά γιατί δεν θέλω να σας κουράσω. Από το 1871 μέχρι σήμερα, υπάρχουν δυο περίοδοι της ιστορίας που σύμφωνα με όλες τις απόψεις των συγγραφέων αποδεκτά η ελληνική νομολογία έκλινε προς την υποκειμενική θεωρία. Περίοδος 1921 έως 1929. Υπό την ισχύ του διατάγματος περί αμνηστίας της 8ης/11/1920, υπάρχει πλειάδα δικαστικών αποφάσεων αρεοπαγιτικών στις οποίες και κοινά εγκλήματα ακόμα, όπως είναι η εκβίαση, χαρακτηρίστηκαν σύνθετα, πολιτικά, διότι ευρίσκοντο σε συνάρτηση με το σκοπό του δράστου, ο οποίος επεδίωκε την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξεως κλπ.

Γιατί αυτή η τούμπα επί μια δεκαετία, απέναντι σε μια άκριτη έως τότε αποδοχή της αντικειμενικής ή της μικτής θεωρίας; Διότι υπήρχε η πολιτική επιδίωξη της αποκατάστασης των νομικών συνεπειών της περιόδου του Εθνικού Διχασμού της προγενέστερης και γι’ αυτό η αμνηστία. Και έπαψε το 1929 όταν καθιερώθηκε το Ιδιώνυμο του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο νόμος 4229 του 1929, ο οποίος εδίωκε όποιον επιδίωκε την εφαρμογή ιδεών που διώκουν την βιαίαν ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος.

Εγράφησαν πολλά τότε, ανάμεσα στα άλλα και από μια εξέχουσα μορφή της πολιτικής και νομικής διανόησης της Αριστεράς, τον Παντελή Πουλιόπουλο, κάποτε Γραμματέα του ΚΚΕ, ο οποίος έχει μονογραφία στο Νομικό Βήμα της εποχής εκείνης του 1930, για το ότι το κρατούν κοινωνικό σύστημα, δεν μπορεί να προστατεύεται από το Σύνταγμα και συνεπώς ο νόμος αυτός είναι αντισυνταγματικός. Εφαρμόστηκε όμως και προσέξτε, εδώ παρά το γεγονός ότι είχαμε ένα νόμο που εδίωκε τα φρονήματα, όσοι παραπέμπονταν με τον νόμο αυτό, δεν χαρακτηρίζονται πολιτικοί εγκληματίες, διότι ο ¶ρειος Πάγος έλεγε την περίοδο της δεκαετίας του ’30, ότι αυτοί δεν διώκουν την ανατροπή του πολιτεύματος, διώκουν την ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος. ¶ρα δεν βάλλουν κατά της καθεστηκυίας τάξεως και της προστασίας της πολιτείας, βάλλουν κατά του κοινωνικού καθεστώτος και τους άφηνε απέξω.

Ήρθε ο Μεταξάς το 1938 με το Ν.1075 και τροποποίησε επί τω αυστηρότερο το νόμο αυτό, έγιναν όσα έγιναν και φτάνουμε στη συμφωνία της Βάρκιζας το 1945 η οποία συμφωνία της Βάρκιζας, έχοντας άλλους σκοπούς να επιτελέσει, ασχέτως του τι επιτέλεσε, είπε και διατύπωσε στο άρθρο 7 περί αμνηστίας, ότι αμνηστεύονται όλα τα πολιτικά αδικήματα καθώς και τα κοινά συναφή, εφ’ όσον ήταν απαραιτήτως αναγκαία για την επίτευξη του πολιτικού αγώνος.

Και αυτό το «απαραιτήτως αναγκαία› έδωσε την εξουσία σε εκείνο που θα έκρινε το απαραιτήτως αναγκαίο, δηλαδή στα δικαστήρια εκείνης της εποχής, να κρίνουν ότι έκριναν και η Αριστερά το πλήρωσε με 35 χιλιάδες συλλήψεις και παραπομπές και καταδίκες μέσα στο 1945 και μόνο. Και φτάνουμε στο 509 του 1947 ο οποίος διαλύει τα κομμουνιστικά κόμματα, απαγορεύει τη λειτουργία των οργανώσεων κλπ.

Και στη συνέχεια βεβαίως επανέρχεται η αντικειμενική θεωρία ως παγία νομολογία του Αρείου Πάγου. Φτάνουμε στη δίκη της δικτατορίας. Είπα περί αυτού. Εν πάση περιπτώσει φτάνουμε και στο θέμα της τρομοκρατίας, διότι γίνεται λόγος εδώ για σύνδεση του πολιτικού εγκλήματος και της τρομοκρατίας.

Και ελάτε τώρα να δείτε εδώ πέρα πως αυτή η κρατούσα άποψη αυτοανατρέπεται, διότι αυτό το οποίο έλεγα πριν ότι η εξουσία δεν έχει αρχές για τον εαυτό της, τη νομιμότητα τη χρησιμοποιεί όπου και όπως την εξυπηρετεί για την εξυπηρέτηση των σκοπών της. Τι λέμε τόση ώρα εδώ; Ότι δεν πάει να έχουν πολιτικά κίνητρα και πολιτικούς σκοπούς, δεν είναι πολιτικοί εγκληματίες. Είναι όμως τρομοκράτες κατά το βούλευμα και κατά την εισαγγελική πρόταση.

Ποιος είναι ο ορισμός της τρομοκρατίας; ¶λλο ένα κενό εδώ πέρα. Γιατί κενό; Γιατί ο νομοθέτης δεν έχει τολμήσει να το διατυπώσει τον ορισμό της τρομοκρατίας. Έχει μεν προσυπογράψει τη σύμβαση του 1977, την οποία έκανε 11 χρόνια για να αποφασίσει να την κυρώσει και να την καταστήσει εσωτερικό δίκαιο, που βεβαίως η συμφωνία αυτή αφορά μόνο τις ανάγκες της έκδοσης, αλλά δεν λέει και τίποτα άλλο πλην του ότι δεν θεωρούνται πολιτικά εγκλήματα τα εγκλήματα των τρομοκρατών.

Αυτό και μόνο με μία διαπιστωτική πράξη κατήργησε την πολιτική, κατήργησε όλο αυτό τον προβληματισμό για τον οποίο συζητάμε, αποφάσισε και διέταξε. Πλην όμως, ανεξάρτητα απ΄ το γεγονός ότι αυτή η σύμβαση επιτελεί αυτό τον περιορισμένο σκοπό και δεν εκτείνει το πεδίο της ρυθμιστέας ύλης της σε θέματα πέραν του δικαίου της έκδοσης, έχουμε εδώ πέρα να δούμε τι μας λέει η απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία κατά κόρον έχει δημοσιευτεί και μέλλει να αποτελέσει νομοθέτημα στη χώρα μας. Και ίσως δεν έχει αποτελέσει ακόμα, ακριβώς για να μην έχω ένα επιχείρημα εκ του νόμου για να πω αυτό που θα πω στη συνέχεια. Να τη διαβάσω.

Λέει ότι «για να θεωρηθεί μια πράξη τρομοκρατική πρέπει να τελείται από πρόθεση, να είναι δυνατόν να προσβάλει χώρα ή διεθνή οργανισμό και να αποσκοπεί στο σοβαρό εκφοβισμό του πληθυσμού ή την καταστροφή ή τη σοβαρή αποσταθεροποίηση των θεμελιωδών πολιτικών, συνταγματικών, οικονομικών ή κοινωνικών δομών μιας χώρας, ενός διεθνούς οργανισμού›.

Νάτο το υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο το αρνούμαστε για να χαρακτηρίσουμε ένα αδίκημα ως πολιτικό, το ότι στρατεύουμε όμως για να χαρακτηρίσουμε μια πράξη ως τρομοκρατική, την ώρα που ταυτίζουμε τους τρομοκράτες με εκείνους που δεν θέλουμε να τους αποδώσουμε πολιτικό χαρακτήρα στα εγκλήματα αυτά.

Είναι ή δεν είναι αντίφαση αυτό; Είναι ή δεν είναι απόδειξη αυτό το ότι η εξουσία δεν έχει αρχές και τις χρησιμοποιεί κατά το δοκούν για την εξυπηρέτηση των επιδιώξεών της κάθε φορά και μόνο. Και να πούμε και κάτι άλλο για την τρομοκρατία, γιατί κάτι είχα πει προηγουμένως για τον κ. Μαγκάκη. Ο κ. Μαγκάκης έχει γράψει και το 1980 στο «Νομικό Βήμα› ένα άρθρο με θέμα «Ερμηνεία του Ν. 774/78›, του τότε αντιτρομοκρατικού νόμου, στο οποίο διαλαμβάνοντας μερικές σκέψεις για την τρομοκρατία λέει το εξής:

«Ο όρος συνεπώς τρομοκρατία και τα παράγωγά του, τρομοκρατική ομάδα και τρομοκρατική δράση, δεν έχουν την νοηματική εκείνη σαφήνεια που επιβάλλεται συνταγματικά, να έχουν εκείνες οι έννοιες που συγκροτούν τα στοιχεία ενός εγκλήματος. Γι’ αυτό το λόγο και οι τρεις μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς που προβλέπονται με τον Ν. 774/78 ενέχουν συνταγματικά ανεπίτρεπτη αοριστία και αυτό σημαίνει ότι ο νόμος αυτός είναι αντίθετος προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος και γι’ αυτό συνταγματικά ανίσχυρος›.

Ερωτώ: Τι άλλαξε ως προς τον όρο τρομοκρατία, ως προς την αοριστία της χρήσεως του όρου τρομοκρατία και πόσο είναι νομικά ισχυρή η παράθεση αυτού του όρου σε βουλεύματα, εισαγγελικές προτάσεις και δικαστικές αποφάσεις, όταν ενέχει όλα αυτά στοιχεία της αοριστίας και της αντισυνταγματικότητας;

Διότι δεν έχει αλλάξει τίποτα νομικά απ’ το 1980 που γράφει αυτά ο κ. Μαγκάκης μέχρι σήμερα, πλην βεβαίως του 774 αλλά οι σκέψεις έχουν ευρύτερη αξία απ’ την κριτική στο συγκεκριμένο νόμο. Ας δούμε τι λέει η εισαγγελική πρόταση του κ. Καρούτσου και το βούλευμα.

Λέει ότι «το οποιοδήποτε εγχείρημα ορισμού της τρομοκρατίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε εσφαλμένες προσεγγίσεις›. Σωστά. Αλλά δεν αποφεύγει τον πειρασμό και λέει παρακάτω:

«Ως ένα γενικό πλαίσιο ορισμού αυτής, θα μπορούσε να λεχθεί ότι είναι συγκεκριμένες πράξεις βίας ή απειλές βίας όπως ορίζονται ως εγκλήματα από το εθνικό δίκαιο κάθε χώρας, που γίνονται από μεμονωμένα άτομα ή δομημένες ενώσεις προσώπων ή ομάδων εναντίον του πληθυσμού μιας χώρας ή ανθρώπων γενικά ή συγκεκριμένων ατόμων ή των επισήμων θεσμών της και που έχουν σκοπό τη δημιουργία μιας κατάστασης τρόμου είτε σε συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες στην κοινωνία, είτε γενικά στο ευρύτερο κοινό είτε σε επίσημες υπηρεσίες ή διεθνείς οργανισμούς. Με απώτερο σκοπό είτε να εκφοβίσει σοβαρά ένα πληθυσμό, είτε να εξαναγκάσει αδικαιολόγητα τις αρχές ή οργανισμούς να εκτελέσουν οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχουν απ’ την εκτέλεσή της, είτε να αποσταθεροποιήσει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις πολιτικές, συνταγματικές, οικονομικές και κοινωνικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού›.

Αυτά είναι κατά τον κ. Εισαγγελέα τον κ. Καρούτσο, τα χαρακτηριστικά μιας τρομοκρατικής ομάδας, βασισμένα αποκλειστικά και εδώ πέρα στο υποκειμενικό στοιχείο το οποίο μάλιστα έχει και διαζευκτική εν πάση περιπτώσει διατύπωση, αφού θα περιλάβει κάθε είδους σκοπό που να έχουν οι άνθρωποι αυτοί στο κεφάλι τους που τυχόν θα κριθούν ένοχοι για την υπόθεση αυτή.

Και παρακάτω κάνει μια ιστορία στις τρομοκρατικές οργανώσεις που εμφανίστηκαν απ’ τον 19ο αιώνα. Κεντρικό χαρακτηριστικό αυτής της ιστορίας πάλι ο στόχος. Ο στόχος να ενθαρρύνουν τις λαϊκές μάζες και να τις εξωθήσουν προς την κατεύθυνση της μαζικής εξέγερσης. Προφανώς δεν λέει κανείς ότι ο λόγος είναι κάποιος αντίθετος στο να χαρακτηριστούν ως πολιτικά εγκλήματα, είναι γιατί δεν το κατόρθωσαν.

Και παρακάτω μιλάει για το πολιτικό έγκλημα ο κ. Καρούτσος και λέει ότι «η έννοια του πολιτικού εγκλήματος δεν έχει νομοθετηθεί ούτε στην εσωτερική ούτε στη διεθνή δικαιοταξία. Γενικώς όμως ως πολιτικό έγκλημα χαρακτηρίζεται αυτό το οποίο απευθύνεται κατά της πολιτείας και τείνει στην ανατροπή› κλπ.

Γεγονός είναι ότι το θέμα της σχέσεως της τρομοκρατίας με το πολιτικό αδίκημα είναι εντελώς ρευστό, αφού δεν υπάρχει ένας γενικά αποδεκτός ορισμός της. Δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισμός ούτε για το ένα, ούτε για το άλλο. Ξέρουμε όμως με βεβαιότητα ότι είναι το ένα τρομοκράτες δηλαδή και ότι δεν είναι το άλλο, πολιτικοί εγκληματίες.

Θα πρέπει πάντως να πούμε ότι τα τρομοκρατικά εγκλήματα ακόμα και αν έχουν πολιτικά κίνητρα δεν παύουν να είναι πράξεις τρομοκρατίας και ως τέτοιες πρέπει να τιμωρούνται. Είναι μια ταυτολογία αφ’ ενός και αφ’ ετέρου δεν υπάρχει κανένα στοιχείο αμφισβήτησης των κινήτρων, έστω και με την κατ’ οικονομία διατύπωση ότι αν δεχθούμε είναι τρομοκρατία είναι σύμφωνα μ’ αυτά που είπαμε πριν.

Συνεχίζει ο κ. Εισαγγελέας παρακάτω, «το πολιτικό έγκλημα δεν είναι παρά η εκδήλωση μια ιδεολογίας πολιτικής και θα πρέπει κατά συνέπεια ο τρόπος πραγματοποιήσεώς της να είναι τρόπος ιδεολογικός›. Τι σημαίνει τρόπος ιδεολογικός; Εδώ είναι που λέγαμε και θα ξαναπώ και για τις αφίσες και για τα συνθήματα και για τον εργάτη που απεργεί και για τον ναυτεργάτη που επιστρατεύεται και δεν πάει και για τον καταληψία μαθητή στα σχολεία κατά πόσο ή όχι ενεργούν πράξεις ιδεολογικές με τρόπο ιδεολογικό ή όχι. Να δούμε τι πόρτες ανοίγουν αυτές οι διατυπώσεις.

Εν πάση περιπτώσει, έτσι αν ένα έγκλημα διαπράττεται με την μέθοδο της τρομοκρατίας, χάνει την ιδεολογική του μορφή και παύει να είναι πολιτικό. Συνιστά μέθοδο η τρομοκρατία τώρα; Τι πάει να πάει η μέθοδος της τρομοκρατίας, όταν διαπράττεται το έγκλημα με άλλη μέθοδο, δηλαδή διατηρεί την ιδεολογική του μορφή και εξακολουθεί να είναι πολιτικό;

Σκέψεις αναπάντητες. Το βούλευμα: Το βούλευμα επιχειρεί μία απάντηση στην 9η σκέψη του, στα περί πολιτικών εγκλημάτων. Και λέει ότι «ως πολιτικό έγκλημα εννοείται το έγκλημα που απευθύνεται αμέσως κατά της πολιτείας και τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της καθεστηκυίας τάξεως και ως συναφές θεωρείται εκείνο που τελεί σε τέτοια συνάφεια ώστε η προσβολή να έχει ως άμεσο αποτέλεσμα›.

Είναι αυτό που έλεγα και πριν ότι το βούλευμα υιοθετεί την αντικειμενική θεωρία και γι’ αυτό δεν διαλαμβάνει καμία ειδικότερη αιτιολογία για το εάν υπήρχαν ή δεν υπήρχαν σκοποί και κίνητρα τέτοια ώστε να μας δώσουν την ευχέρεια να ελέγξουμε το ορθό ή μη της υπαγωγής των περιστατικών αυτών στον κανόνα περί της αρμοδιότητας του δικονομικού δίκαιου το οποίο εξετάζουμε τώρα.

Κάθε άλλο έγκλημα το οποίο δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα, δεν υπάγεται στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος, ακόμη και αν τελέστηκε από το δράστη με αφορμή τα πολιτικά του φρονήματα. Λείπει όπως είπα η ελάσσων πρόταση λέει παρακάτω, συνεπώς τρομοκρατικές ενέργειες που έπληξαν αθώα θύματα.

Ποια είναι τα ένοχα θύματα άραγε; Ή προκάλεσαν κίνδυνος σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, συνδυαζόμενες μάλιστα με ληστείες κλοπές και άλλες ενέργειες, πράξεις, δεν αποτελούν πολιτικά εγκλήματα αλλά συγκροτούν αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου.

Εδώ και πάλι δεν υπάρχει καμία, υπάρχει πλήρης αποφυγή της εντρύφησης στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τους σκοπούς και τα κίνητρα των δραστών. Σήμερα είμαστε σε μία κατάσταση όπου βέβαια οι πιέσεις περί τρομοκρατίας και ο λόγος περί τρομοκρατίας έχει δημιουργήσει τη δική του δυναμική και δυστυχώς φτάνει και σε αυτή την αίθουσα εδώ πέρα, σε πράγματα τα οποία λέγονται από την μία και την άλλη πλευρά.

Νομίζω ότι πρέπει να τα δούμε αυτά με νηφαλιότητα. Θέλω ακόμα να πω μερικές σκέψεις για τους ενόρκους και μ’ αυτά να κλείσω την αγόρευσή μου αυτή. Από τα λεγόμενα του αξιοτίμου εισαγγελέα του κ. Λάμπρου μου δόθηκε μία εντύπωση ρεβανσιστικής αντίληψης περί Δημοκρατίας η οποία εκφράστηκε από την έδρα.

Η δημοκρατία δεν χαϊδεύει, τιμωρεί. Κατ’ αρχήν δεν τιμωρεί η Δημοκρατία, τιμωρεί η δικαιοσύνη. Δεύτερον, η Δημοκρατία οφείλει εάν θέλει να είναι συνεπής σ’ αυτό που διακηρύσσει ότι είναι, να ανέχεται τον αντίπαλό της, όχι βεβαίως να του αποδίδει ασυλία σε ποινικές πράξεις τις οποίες διέπραξε, αλλά να τον δικάσει δίκαια και να μην του αρνείται αυτό που η ίδια μονοπωλιακά στον εαυτό της θέλει να απονέμει, δηλαδή την ιδιότητα του πολιτικού δρώντος.

Και να μην περιορίζει την ιδιότητα αυτή έστω και από εκείνους οι οποίοι την ασκούν κατά λάθος τρόπο. Είπα προηγουμένως για τα αδιέξοδα της αντικειμενικής θεωρίας, ότι είχε αναδείξει την ευγενή μορφή του πραξικοπηματία ως μόνη μορφή προστατευομένου πολιτικού εγκληματία.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, αποτελεί χάιδεμα η παραπομπή μιας υπόθεσης στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο; Βεβαίως δεν ακούγεται αυτό για πρώτη φορά από εδώ, έχει ακουστεί κατά κόρον και έχει ακουστεί και από πρόσωπα τα οποία έχουν υψηλές πολιτικές θέσεις στο δημόσιο βίο της χώρας.

Και δυστυχώς έχει ακουστεί την επαύριον, για να μην πω και κατά τη διάρκεια δικαστικών διαδικασιών που είχαν σχέση με Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Εκείνο το οποίο θα πρέπει να πάρουμε υπόψη μας, είναι ότι τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια αποτελούν την μοναδική στο ισχύον δίκαιο θεσπισμένη έκφραση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας του Συντάγματος ως προς το θεσμό της δικαιοσύνης, διότι η δικαιοσύνη είναι η μόνη απ’ τις τρεις εξουσίες η οποία ούτε εκλέγεται, ούτε ανακαλείται, ούτε ελέγχεται, ούτε λογοδοτεί.

Το ούτε ελέγχεται, ένας συνειρμός βεβαίως βάζει έναν αστερίσκο και διασπά τον κανόνα, διότι συζητώντας για πολιτικό έγκλημα δεν μπορώ να μην θυμηθώ έναν πειθαρχικό έλεγχο τον οποίο προ πολλών ετών κάποιοι έγκριτοι συνάδελφοί σας είχαν δεχθεί από τον τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επειδή απετόλμησαν να χαρακτηρίσουν τα εγκλήματα του «Πόλε› πολιτικά και να αποφασίσουν να μην τον εκδώσουν. Αλλά κατά τα λοιπά δεν ελέγχεται.

Και ο θεσμός του Μικτού Ορκωτού είναι ο μόνος μέσω του οποίου έστω και με το συμβολικό αυτό τρόπο, επιτυγχάνεται η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στις ποινικές δίκες. Δεν νομίζω ότι ο λαός στην συντριπτική του πλειοψηφία για να μην πω στην ολότητά του, αθωώνει φονιάδες, αθωώνει εγκληματίες, υπερασπίζεται προνομιακά διάφορους ανθρώπους με αντικοινωνική συμπεριφορά, είναι ευάλωτος, όπως κατ’ επανάληψη έχουν υβριστεί από επίσημα χείλη, όπως αυτά που υπαινίχτηκα πριν ένορκοι.

Και δεν υβρίζονται τα πρόσωπα μόνο, υβρίζεται ο θεσμός ολόκληρος, αλλά είναι ανυπεράσπιστος, όχι διότι καταργήθηκε η περιύβριση αρχής, αλλά γιατί δεν υπάρχει ένας αντίλογος αρθρωμένος είτε απ’ το χώρο της δικαιοσύνης είτε από αλλού, ο οποίος να υψώνει λόγο υπερασπιστικό για τα Μικτά Ορκωτά.

Και έχουν και την ρετσινιά ότι αθωώνουν. Πόσο στέκουν όλα αυτά; Μίλησα για πολλούς. Και θα τελειώσω με ένα μόνο. Θα πω το εξής: Το δημοσίευμα στο οποίο θα αναφερθώ είναι προχθεσινό, «ΕΘΝΟΣ› 11/3/2003. «Το έτος 2000 στις 78 συνολικά αποφάσεις και οι τρεις δικαστές από κοινού,, διαφοροποιήθηκαν πλήρως από τους ενόρκους και έδωσαν καταδικαστική ψήφο μόνο σε δύο αποφάσεις για ανθρωποκτονία και μία για επικίνδυνες σωματικές βλάβες, στις οποίες οι ένορκοι έκριναν αθώο τον κατηγορούμενο›.

Κύριε Πρόεδρε είναι απόσπασμα από δική σας εισήγηση σε κάποιο συνέδριο σχετικά με το θέμα των ενόρκων και των Τακτικών Δικαστών. Αυτές οι τρεις?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για να μην λέτε ότι ο Πρόεδρος είναι εναντίον των ενόρκων.

K. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Καθόλου. Όχι ο Πρόεδρος. Ο Πρόεδρος αντιθέτως διατύπωσε την άποψή του και περισσότερο αξία έχει η στατιστική που διατύπωσε, για να διερωτηθώ και εγώ και κλείνω μ’ αυτό και ας κάνει ο καθένας όσο συνειρμό θέλει, τόσο πολύ έχουν ενοχλήσει αυτές οι τρεις αθωωτικές αποφάσεις;

Είπα πριν ότι ο λαός δεν αθωώνει εγκληματίες, δεν αθωώνει φονιάδες, έχει την τάση όμως να αθωώνει συνήθεις υπόπτους και αυτό φαίνεται ότι ενοχλεί. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επόμενος. Το όνομά σας;

ΣΠ. ΡΑΠΤΗΣ: Του Θωμά Σερίφη, Σπύρος Ράπτης. Δύο λόγια, δεν θα αναφερθώ σε όλα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Ράπτης είναι συνήγορος του κ. Θωμά Σερίφη. Το λέω γιατί δεν ακούσανε.

ΣΠ. ΡΑΠΤΗΣ: Κύριε Δικαστές, το στίγμα της πολιτικής δράσης του εντολέα μου, το έδωσε όταν εμφανίστηκε ενώπιον των ανακριτικών αρχών και αυτό για να απαντήσω στον αγαπητό συνάδελφο κ. Λυκουρέζο, στο ερώτημά του αν διεκδίκησε κάποιος απ’ τους κατηγορουμένους την έννοια του πολιτικού εγκλήματος.

Φυσικά ο τρόπος με τον οποίο εμφανίστηκε στις ανακριτικές αρχές και αυτά τα οποία είπε, ακριβώς έδωσε και τα κίνητρα και τους στόχους των ενεργειών του και της συμμετοχή του σ’ αυτό το οποίο συμμετείχε. Την ύπαρξη των πολιτικών κινήτρων και των στόχων, την αποδέχθηκε σχεδόν στο σύνολό της και η Πολιτική Αγωγή.

Η διαφωνία τους εστιάζεται στο γεγονός ότι, ή μάλλον διαφωνούν στην βαρύτητα των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι και ιδιαίτερα αναφέρθηκε το αδίκημα της ανθρωποκτονίας. Και μάλιστα ο κ. Μαύρος αναφέρθηκε?

..........: (εκτός μικροφώνου)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να μην τον διακόπτουμε τον άνθρωπο. Λίγα πράγματα λέει, ας τα αφήσουμε. Δεν τα είπατε, τι να κάνουμε τώρα.

ΣΠ. ΡΑΠΤΗΣ: Είπα οι περισσότεροι των συναδέλφων της Πολιτικής Αγωγής μίλησαν για ύπαρξη πολιτικών κινήτρων και πολιτικών στόχων, κ. Κατσαντώνη. Και συνεχίζω: Εστιάστηκε η διαφωνία σας στην βαρύτητα των εγκλημάτων για τα οποία κατηγορούνται. Και κυρίως στην ανθρωποκτονία και μάλιστα ο κ. Μαύρος αναφέρθηκε συγκεκριμένα για τον βαθμό της επικινδυνότητας, που απ’ το βαθμό επικινδυνότητας εξαρτάται αν θα χαρακτηριστεί το συγκεκριμένο αδίκημα πολιτικό ή μη.

Στην προκειμένη περίπτωση δηλαδή που ο Θωμάς Σερίφης δεν βαρύνεται με την κατηγορία ανθρωποκτονίας, αλλά έχει την παράβαση του 270, 272 και τη ληστεία του Μουσείου, σ’ αυτή την περίπτωση μπορεί να γίνει αποδεκτό κατά την άποψη της Πολιτικής Αγωγής ότι τα συγκεκριμένα αδικήματα έχουν πολιτικό χαρακτήρα;

Αυτά βέβαια όλα είναι στην κρίση σας και δεν θα επεκταθώ εγώ σε πράγματα τα οποία αναπτύχθηκαν εκτενώς και απ’ την πλευρά της Υπεράσπισης και απ’ την πλευρά της Πολιτικής Αγωγής.

Εκείνο που θα ήθελα να επισημάνω είναι το εξής: Η παραδοχή του πολιτικού εγκλήματος δεν αποτελεί εξαγνισμό, ούτε αίρει την ποινική απαξία των πράξεων. Η προβολή του πολιτικού εγκλήματος γίνεται αποκλειστικά και μόνο για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο φυσικό του δικαστή. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμά το δικαστήριό σας σε καμία περίπτωση, απλά και μόνο να δικαστεί από εκείνο το δικαστήριο, το οποίο δικαστήριο βέβαια από πουθενά δεν προκύπτει και απορώ πως αναφέρθηκε απ’ την Πολιτική Αγωγή, ότι είναι ηπιότερο του Δικαστηρίου σας. Ευχαριστώ κύριε Πρόεδρε.