Πολιτική
Πέμπτη, 13 Μαρτίου 2003 21:09

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (13/3/2003) Μέρος 9/9

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχετε τον λόγο κ. Σταμούλη εσείς και είστε ο τελευταίος νομίζω πριν φύγουμε.

(Διαλογικές Συζητήσεις)

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Δεν είχα την τιμή να αναπτύξω απόψεις πριν ακούσω τις επιθέσεις των κυρίων Εισαγγελέων και των συναδέλφων της Πολιτικής Αγωγής. Ήδη μετά η διατύπωση αυτών των απόψεων, επιτρέψατέ μου ελαχίστας παρατηρήσεις, ως δευτερολογία εις την όλη επιχειρηματολογία της αντίπερα όχθης.

Από της πλευράς των κυρίων Εισαγγελέων, ανεπτύχθη εν εκτάσει τι δεν είναι πολιτικό έγκλημα. Και ακριβώς επειδή δεν εδόθη ο ορισμός του πολιτικού εγκλήματος, ο οποίος δεν είναι ευχερές να δοθεί, νομίζω ότι επιβάλλεται πλέον να ανατρέξουμε στις πηγές και λέγοντας πηγές, επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε όσα είχαν λεχθεί στην αναθεώρηση του Συντάγματος το έτος 1975.

Διότι οι διατάξεις οι σχετικές και του άρθρου 47 παρ. 3 και 4 και του άρθρου 97, έχουν λάβει τη μορφή την οποία διατηρούν και σήμερον κατά την αναθεώρηση του έτους 1974-75. Σας διαβάζω από τα πρακτικά της αναθεωρητικής εκείνης Βουλής, ορισμένες τοποθετήσεις κορυφαίων αγορητών και νομομαθών και αναφέρομαι εις τον αείμνηστον ήδη Γεώργιον Β. Μαγκάκη, ο οποίος αναπτύσσοντας τις απόψεις του επί των συγκεκριμένων άρθρων έλεγε, «δεν νομίζω αγαπητοί συνάδελφοι ότι υπάρχει έστω και ένας εξ ημών ο οποίος να μην αντιλαμβάνεται τη σπουδαιότητα και την ιδιάζουσα βαρύτητα την οποία εμφανίζει δια την κρατικήν υπόστασή μας, αλλά και δια την καθόλου ζωήν και περαιτέρω επιβίωση του ελληνικού λαού, το περί δικαστικής εξουσίας› 5ο κεφάλαιο του υπό αναθεώρηση Συντάγματος ή στη συζήτηση του οποίου εισερχόμεθα σήμερον και επί του οποίου ορίσθην εισηγητής της μειοψηφίας.

Την σπουδαιότητα αυτή που από της εποχής του Ιωάννου του Ακτήμονος και της ρήξεως του Μοντεσκέ εις το έργο του Ντελεσπρί Ντε Λουά περί του ότι ουδέν απασχόλησε από αιώνων τους λαούς περισσότερον όσο ο τρόπος της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, καταλαμβάνει εξέχουσα θέση εις τας διακηρύξεις και Συντάγματα όλων των πολιτισμένων κρατών του κόσμου, την αναγνώρισαν, την ενστερνίστηκαν και την διακήρυξαν και όλα τα από της παλιγγενεσίας του έθνους μας καταρτισθέντα Συντάγματα της χώρας μας, συμμορφωθέντα προς την περί δικαιοσύνης δίψα του ελληνικού γένους της οποίας διαπρύσιος κήρυξ κατέστη ο Αδαμάντιος Κοραής, γράφων κατά Σεπτέμβριον του 1821 εις τας πολιτικάς παραινέσεις του: «ένα μόνον ναόν εξαίρετον περί τους άλλους επεθύμουν, και ήθελον εάν είχον την εξουσίαν προστάζειν να τον έχει πάσα πόλις και κατ’ εξοχήν η πόλις όπου μέλλει να συναθροίζεται κατ’ έτος το Νομοθετικόν του Έθνους Συμβούλιον. Ποιόν ναόν; Μη με περιγελάσει ο αναγνώστης, εάν αποκριθώ τον ναό της Αγίας Δικαιοσύνης, φέροντα την επιγραφήν εις τον πυλώνα του τα ολίγα ταύτα. Δίκαιος Κύριος και Δικαιοσύνην ηγάπησεν.› Αυτά ο Αδαμάντιος Κοραής.

Ερχόμεθα εις το συγκεκριμένο θέμα, που απησχόλησε το Δικαστήριόν σας κατά τις δυο τελευταίες του συνεδριάσεις εν σχέσει με την έννοια του πολιτικού εγκλήματος. Λέγει την αγόρευσή του επί των συγκεκριμένων άρθρων ο αείμνηστος Κανελλόπουλος: «Τα πολιτικά εγκλήματα και τα εγκλήματα του Τύπου δεν είναι δυνατόν να δικάζονται από τον κοινό Δικαστή. Όχι γιατί ο Δικαστής αυτός δεν θα είναι σε θέση να κρίνει, αλλά γιατί δεν είναι φορέας της κοινής γνώμης. Το πολιτικό αδίκημα υποτίθεται ότι ετραυμάτισε την πολιτική κοινωνία, την πολιτική τάξη τον πολίτη. Και ο πολίτης πρέπει να είναι σε θέση να αποφανθεί, εάν πράγματι τραυματίστηκε ή όχι.›

Είχα την ευκαιρία όταν μιλούσα στα θέματα του Τύπου, να αναφέρω την άποψη του Πλάτωνος, ειδικά όσον αφορά τα πολιτικά αδικήματα. Έλεγε ο Πλάτων: «πρέπει να δώσουμε την κρίσιν στο πλήθος. Τω πλήθει μεταδιδόναι της κρίσεως , οι γαρ αδικούμενοι πάντες εισίν.›

Στην περίπτωση δηλαδή κρίσεως των πολιτικών αδικημάτων, είναι αδικουμένη η ίδια η κοινωνία. Και η ίδια η κοινωνία πρέπει να κρίνει. Προκειμένου λοιπόν περί των δυο κατηγοριών αυτών τουλάχιστον, νομίζω ότι θα ήτο επιβεβλημένο να διατηρήσουμε την αρχή των αμιγών Ορκωτών Δικαστηρίων, υπεστηρίζετο το ’75 από τον αείμνηστον Κανελλόπουλο.

Αναφέρεται στο τι ισχύει στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και λέγει π.χ. στη Γαλλία ετέθη μια άλλη αρχή. Ουδέποτε επιτρέπεται καταδίκη αν δεν συγκαταλέγονται στις καταδικαστικές ψήφους 5 τουλάχιστον ψήφοι εκ των ενόρκων. Ποτέ δεν θα υπάρξει καταδίκη, αν οι πέντε οι δίδουν την καταδικαστική ψήφο δεν είναι ένορκοι. Στην Αγγλία δε, όπως ξέρετε, που φαντάζομαι ότι οι δημοκρατικοί της θεσμοί τουλάχιστον είναι άξιοι μιμήσεως, ισχύει η αρχή, ότι και οι 12 ένορκοι πρέπει να αποφανθούν εναντίον του κατηγορουμένου για να καταδικαστεί. Και αν οι 12 ένορκοι δεν συγκροτήσουν καταδικαστική παμψηφία, επαναλαμβάνεται η δίκη. Αυτή η αντίληψη δεν είναι τυχαία. Μόνο κατ’ αυτό το τρόπο αποφεύγεται ο επηρεασμός των Ορκωτών Δικαστών, δηλαδή των πολιτών από την τακτική δικαιοσύνη.

Αυτά τα Μικτά Δικαστήρια με την μικρή πλειοψηφία των Ενόρκων, επεκρίθησαν σφοδρότερα απ’ ότι τα αμιγή Ορκωτά. Η απόδειξη της επικρίσεως είναι πρώτον, ότι ασχολήθηκε μ’ αυτά το Συνέδριο του Παλέρμου, το οποίο υποστήριξε πως θα έπρεπε να αυξηθεί ο αριθμός των Ενόρκων. Και δεύτερον, ετέθη σε όλες τις χώρες να δοθεί δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας, διότι τότε δεν υπήρχε όπως ξέρετε, γιατί διαπίστωσαν ότι αντί να είναι αθωωτικά, έγιναν καταδικαστικά. Δηλαδή από την μια άκρη, έπεσαν ακριβώς στην άλλη, όπως υπεστήριξαν πολλοί από τους ερμηνευτάς.

Και συνεχίζει: «για να συντομεύσω τις παρατηρήσεις μου, έρχομαι στην παράγραφο 2 του άρθρου 97, είναι η κρίσιμη παράγραφος. Η δεύτερη παράγραφος είναι και αντιφατική και επικίνδυνη. Είναι αντιφατική γιατί ενώ φαίνεται πως αρχή κατευθυντήρια του νομοθέτη είναι τα κακουργήματα, όσα δεν υπάγονται τώρα, βαθμιαία να υπαχθούν στα Ορκωτά Δικαστήρια, εισάγεται και μια νέα αρχή αντίθετη από την προηγούμενη και αντιστρόφου φοράς. Δια νόμου δύνανται να υπαχθούν εις την δικαιοδοσία των Εφετείων και έτερα κακουργήματα. Πρόθεση του νομοθέτη είναι βαθμιαία να υπαγάγει όλα τα κακουργήματα στα Μικτά έστω Ορκωτά, από την άλλη πλευρά όμως ορίζεται, ότι δια νόμου δύναται να υπαχθούν εις την δικαιοδοσία των Εφετείων και έτερα κακουργήματα.

Πολύ φοβούμαι, ότι αυτή η μέθοδος θα οδηγήσει αναμφίβολα σε κατάχρηση. Πιθανόν να υπάρχει κάποια σκοπιμότης για ορισμένης φύσεως αδικήματα, να δικάζονται από τα Πενταμελή. Δεν είναι όμως δυνατόν να δώσουμε στο νομοθέτη αυτή την ανοικτή εντολή , να μπορεί οποιαδήποτε κακουργήματα να τα υπαγάγει στα Πενταμελή Εφετεία.›

Αυτές οι σκέψεις του αειμνήστου Κανελλόπουλου, όπως και εκείνες του Γεωργίου Β. Μαγκάκη, νομίζω ότι πρέπει να οδηγήσουν τις σκέψεις μας αξιότιμοι κύριοι Δικασταί, στην επίλυση του προβλήματος το οποίο τίθεται ενώπιόν σας.

Γνωρίζω βεβαίως τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί από της έδρας και κυρίως από τον αξιότιμο κ. Πρόεδρο, στο Συνέδριο του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου, εν σχέση με το ορκωτό σύστημα. Το ότι είναι υμνητής του ορκωτού συστήματος αυτό μας πείθει ότι βρισκόμαστε προς την ορθή κατεύθυνση ως υπερασπισταί, όταν υποστηρίζομε και το υποστηρίζομε με πλήρη επίγνωση και σοβαρότητα εν σχέση με το κρινόμενο ζήτημα, ότι η υπόθεσις αυτή κακώς και παρανόμως δια της παρεμβολής του νομοθέτου εις τον ναόν της Αγίας Δικαιοσύνης, απέσπασε την κατηγορία των εγκλημάτων τα οποία φέρονται εδώ προς εκδίκαση ενώπιόν σας από το Μικτό Ορκωτό για να τα υπαγάγει εις την δική σας σύνθεση αξιότιμοι κύριοι Δικασταί.

Και εξηγούμαι ευθύς αμέσως που είναι το ανεπίτρεπτο αυτής της παρεμβάσεως του κοινού νομοθέτη, σε μια υπόθεση η οποία είχε ήδη τεθεί εις την δικαιοδοσίαν της Αγίας Δικαιοσύνης. Διότι θα δείτε από το βούλευμα ότι οι ασκήσεις των ποινικών διώξεων για όλα τα επιμέρους αδικήματα, είχαν αρχίσει πολύ προ της δημοσιεύσεως του Ν.2836 και συνεπώς, η διάταξη αυτή η οποία αφήρεσε από τα χέρια των φυσικών Δικαστών που θα ήσαν τότε εκείνοι που θα έπρεπε να δικάσουν δηλαδή το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και τα υπήγαγε εις την δική σας σύνθεση του Δικαστηρίου, αντιλαμβάνεστε ότι αυτή η νομοθετική παρεμβολή, δημιουργεί πολλαπλές απορίες και θέτει βασικά το ερώτημα κατά πόσον επιτέλους αυτή η αρχή, την οποίαν έχει διακηρύξει ο Αριστοτέλης από της αρχαιότητας και την επανέλαβε ο Μοντεσκιέ κατά την Γαλλική Επανάσταση, μπορεί πλέον να καταρρακώνεται δι’ αυτής της επεμβάσεως του νομοθέτη, στο έργο των Δικαστηρίων μας.

Έχω την αίσθηση αξιότιμοι κύριοι Δικασταί, ότι αυτή η παρέμβαση, υπήρξε ανεπίτρεπτη. Και είναι ανεπίτρεπτη, διότι όπως ακούσατε από εκείνους που είχαν την ευθύνη της ψηφίσεως του άρθρου 97 και αναφέρομαι και στις ποικίλλουσες απόψεις, από τη μια μεριά του εισηγητού της μειοψηφίας του αειμνήστου Γ.Β. Μαγκάκη και από την άλλη του αειμνήστου Κανελλοπούλου, οι οποίοι συνέπιπταν στην άποψη ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε το μικτό ορκωτό σύστημα με πλειοψηφίαν ενόρκων να επιλαμβάνεται των κακουργημάτων γενικώς και ειδικότερα και των πολιτικών εγκλημάτων.

Σε ότι αφορά την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, επιτρέψτε μου να σας πω μια σκέψη που δεν ξέρω εάν ηκούσθη. Όταν το άρθρο 47 παρ. 3, μας λέγει ότι και είναι διάταξη πρόσφατη τεθείσα κατά την τελευταία Αναθεώρηση του Συντάγματος, «αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, με νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία 3/5 του όλου αριθμού των Βουλευτών›, παράγραφος 4 αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο.

Εάν λοιπόν το Σύνταγμα, καθαιρεί αρμοδιότητα και δικαιοσύνης της εθνικής αντιπροσωπείας με την ηυξημένη πλειοψηφία του νομίμου αριθμού των βουλευτών, να χαρακτηρίζει πολιτικά εγκλήματα και να απονέμει αμνηστία, είναι πολύ παρακινδυνευμένο να σκεφθεί κανείς ότι θα έπρεπε το Δικαστήριό σας να δεσμεύσει με οποιαδήποτε απόφασή του, την κρίση του νομοθέτη, ο οποίος κατά το άρθρο 47 παρ. 3 είναι ο αρμόδιος με αυτή την ηυξημένη πλειοψηφία, να χαρακτηρίσει ορισμένα εγκλήματα πολιτικά, προκειμένου να απονείμει αμνηστία.

Τα λεχθέντα ότι αποτελεί χάϊδεμα ο χαρακτηρισμός ως πολιτικού εγκλήματος, νομίζω αποτελούν ατεκμηρίωτες απόψεις , διότι και το πολιτικό έγκλημα δεν παύει να είναι έγκλημα. Η ποινική του μεταχείριση ποτέ δεν είναι επιεικέστερη, είναι εξίσου δεν θεωρείται δηλαδή σε καμία περίπτωση ότι διαφοροποιεί την ποινική μεταχείριση. Τα δε ελαφρυντικά που μπορεί να αναγνωριστούν, ότι είχε πολιτικά κίνητρα ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος και συνεπώς δεν οφείλεται σε ταπεινά ελατήρια οι πράξεις του, οι περί ταπεινών ελατηρίων ελαφρυντική περίσταση ισχύει και για παν κοινό έγκλημα. Συνεπώς δεν είναι δυνατόν να υποστηρίζεται ότι δια του χαρακτηρισμού του εγκλήματος ως πολιτικού, θα έχομε επιεικέστερη μεταχείριση. Η μεταχείριση είναι πάντοτε η ίδια και νομίζω ότι το να ερχόμαστε τώρα, διαφοροποιούμενοι και υποστηρίζοντες την άποψη ότι είναι δυνατόν να αποσπασθεί από τον φυσικό Δικαστή, ο οποίος και κατά το Σύνταγμα είναι εκείνος που πρέπει να δικάσει την συγκεκριμένη υπόθεση για να υπαχθεί ad hoc η συγκεκριμένη και μόνο υπόθεση και οι συναφείς προς αυτή υποθέσεις, για να υπαχθούν εις την σύνθεση του Δικαστηρίου σας.

Εκείνο το οποίο θέλω να επισημάνω με ιδιαίτερη έμφαση αξιότιμοι κύριοι Δικασταί είναι, ότι σε κάθε περίπτωση είναι αδιανόητον να κατατάξομε σε κατηγορίες το έγκλημα της ανθρωποκτονίας. Διότι η ανθρωποκτονία εξακολουθεί να υπάγεται, ως το βαρύτερον κατά της ζωής έγκλημα, εξακολουθεί να υπάγεται εις τη δικαιοδοσία των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων.

Και αποσπούμε μια κατηγορία εγκλημάτων ανθρωποκτονίας, τους προσδίδομε ένα χαρακτηρισμό ότι έχουν τελεσθεί από εγκληματική Οργάνωση, λέτε και το επιεικέστερα τιμωρούμενο έγκλημα της συμμετοχής εις την τρομοκρατική Οργάνωση, πρέπει να χαρακτηρίσει και να προσδιορίσει την δικαιοδοσίαν του Δικαστηρίου, για το βαρύτατον των εγκλημάτων που προβλέπει ο Ποινικός μας Κώδικας και που είναι αναμφισβητήτως η ανθρωποκτονία από πρόθεση.

Η επιχειρηματολογία που ακούστηκε, ότι δια του νόμου που υπήγαγε τα εγκλήματα κατά της ναυσιπλοίας και αεροπλοίας, εις τα Εφετεία Κακουργημάτων και υπήγαγε επίσης και τα τελούμενα συναφή έστω και βαρύτερα εγκλήματα, δεν αποτελεί προηγούμενο. Και τούτο διότι το έγκλημα της θέσεως σε κίνδυνο της ναυσιπλοίας και αεροπλοίας, είναι το βασικό έγκλημα το οποίο είναι ελαφρύτερο και χαρακτηρίζεται εκ του αποτελέσματος βαρύτερον εάν είχε ανθρωποκτόνο αποτέλεσμα. Είναι ένα έγκλημα, το οποίον είναι βασικώς ελαφρύτερον από την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και εάν είχε ως συνέπεια την ανθρωποκτονία, αυτό αποτελεί επιβαρυντική περίσταση και δεν μεταβάλει την βασική μορφή του εγκλήματος σε βαρύτερο από την ανθρωποκτονία.

Με αυτές τις σκέψεις, επιτρέψτε μου να υποστηρίζω, ότι οπωσδήποτε θα πρέπει το Δικαστήριό σας και αν ακόμα δεν υιοθετήσει την άποψη ότι πρόκειται περί πολιτικού εγκλήματος, να εμμείνει εις την άποψη, ότι το κακούργημα της ανθρωποκτονίας που είναι το βαρύτερο και τα συναφή προς αυτό κακουργήματα ή πλημμελήματα, πρέπει όλα να υπαχθούν εις το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, όπου εξακολουθεί να υπάγεται το έγκλημα της ανθρωποκτονίας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θέλω να κάνω μια διευκρίνιση σχετικά με την θέση μου υπέρ των Μικτών Ορκωτών. Εκεί ήταν ένα Διεθνές Συνέδριο που το ζητούμενο δεν ήταν, ποια αδικήματα θα υπάγονται ή δεν υπάγονται κατά τα Συντάγματα, ή τις αξιακές επιλογές του νομοθέτη που βρίσκονται μέσα στα όρια του Συντάγματος, αλλά εάν μπορούν αυτά τα Δικαστήρια να λειτουργήσουν. Και είχα πάρει τη θέση, ότι βεβαίως υπάρχει μια μέθεξη απόψεων Δικαστών κλπ, αλλά εκεί δεν ήταν το ζήτημα αυτό που λέμε σήμερα. Εκτός του ότι βέβαια ένας Δικαστής όταν έχει γράψει κάτι ή οτιδήποτε, δεν δεσμεύεται στην απόφασή του. Η απόφαση είναι ένα κοινωνικό ενέργημα το οποίο παράγεται μέσα από ένα διάλογο και ακρόαση των διαφόρων. ¶λλα αυτά που γίνονται σε συνθήκες εργαστηρίου, που ο Δικαστής λεει το άλφα, το βήτα, ή ο επιστήμονας γενικά. Δεν έχει καμία σημασία αυτό. Δεν ήταν το ζητούμενο τότε ποια εγκλήματα υπάγονται ή δεν υπάγονται στα κακουργήματα.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Αυτό είναι αυτονόητο κύριε Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας ευχαριστώ αλλά για να μην δοθεί η εντύπωση.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Εκείνο το οποίο θέλησα να επισημάνω, αναφερόμενος σε όσα είχαν υποστηριχθεί από τον κ. Πρόεδρο είναι, ότι ο θεσμός των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, είναι εκείνος που πρέπει να δικάζει τα κακουργήματα. Δεν είναι δυνατόν να αλλοιώσομε τον κανόνα, όπως τον θέλει το Σύνταγμα, παρά τα όσα είχαν ακουστεί και είχαν λεχθεί και έβαλαν κατά του θεσμού των Ορκωτών Δικαστηρίων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο εκ των δυο συνηγόρων που ζήτησαν, αυτός θα πει τα λίγα. Διότι ο άλλος που θα πει τα περισσότερα θα τα πει αύριο το πρωί φαντάζομαι.

Παρακαλώ κύριε Εισαγγελεύ.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Εάν μπαίνουμε στο στάδιο των δευτερολογιών, θα έλεγα να ρίχνατε μια ματιά στον Ν. 3029 του Κ.Π.Δ. όπου προβλέπεται ρητώς ότι επί δευτερολογιών αναπτύσσει τις απόψεις του μόνο ένας υπερασπιστής. Δεν ξέρω αν αυτό θα πρέπει να το εφαρμόσουμε σ’ αυτό το στάδιο. Ας το δούμε λίγο. Και εν πάση περιπτώσει αν ο κ. Μυλωνάς μας υποσχεθεί ότι μία ώρα τουλάχιστον θα μας απασχολήσει ?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μία ώρα είναι πολύ. Δεν θα πει ο άνθρωπος πολλά. Δεν βάζουμε κλεψύδρες, αλλά εν πάση περιπτώσει ένας μικρός αυτοπεριορισμός είναι αναγκαίος φαντάζομαι.

(Διαλογικές συζητήσεις)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Παρασκευόπουλε, έχετε τον λόγο.

κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν θα κουράσω πολύ κ. Πρόεδρε. Θα σεβαστώ τον χρόνο όσο πρέπει και εν πάση περιπτώσει πιστεύω ότι έχουν λεχθεί τόσα πολλά που δεν θα χρειαστεί να μακρηγορήσω. Εγώ τουλάχιστον δύο λόγια θέλω να πω γι’ αυτό το θέμα που ετέθη ως προς την συνάρτηση του πολιτικού εγκλήματος με την έννοια της τρομοκρατίας.

Λέχθηκαν πάρα πολλά σ’ ένα πλαίσιο της Αριστεράς. Πολλή σύγχυση έπεσε κι αυτή η υπόθεση μου θυμίζει πραγματικά την ιστορία του Ναπολέοντα όσον αφορά την Αριστερά και την εν συνεχεία εξέλιξη της.

Είναι γνωστό αυτό που είχε πει ο Εμίλ Λούτβιχ όταν δραπέτευσε ο Ναπολέοντας από την νήσο Έλβα αν δεν μ’ απατάει η μνήμη μου, τότε έγραψαν οι εφημερίδες στο Παρίσι «το τέρας δραπέτευσε›. Όταν έμπαινε στα σύνορα «ο στρατηγός έρχεται› και όταν μπήκε στο Παρίσι «Ζήτω ο Αυτοκράτωρ›.

Αυτό το λέγω, διότι πράγματι η ιστορία της Αριστεράς η οποία πονάει πάρα πολλούς, τουλάχιστον από την από δω πλευρά, έχει κατασυκοφαντηθεί. Έχει πραγματικά δημιουργηθεί ολόκληρο πρόβλημα με το ποία είναι η θέση της 17Ν σε σχέση με την Αριστερά.

Βεβαίως είναι γνωστό και από το βούλευμα και από την πρόταση ότι ανήκαν και ανήκουν στον αριστερό χώρο όλοι οι δράσαντες. Είτε είναι οι παρόντες κατηγορούμενοι, είτε δεν είναι, είτε είναι ένοχοι είτε δεν είναι ένοχοι.

Συνεπώς πιστεύω ότι αυτό το οποίο προέχει είναι να δει κανείς αν πράγματι μέσα στην πορεία και τη διαδρομή αυτή είχαν στόχους όμοιους με αυτούς που η Αριστερά επαγγέλετο και για τους οποίους εδιώχθη για να δούμε μια αντιστοιχία με 3-4 παραδείγματα.

Δεν θα κουράσω είπα και προηγουμένως, απλά θα αναφερθώ στο εξής: κάποτε συμμεριζόμενος τις απόψεις του πολύ αγαπητού του κ. Κοττέα, η Αριστερά εδιώχθη όχι ως πολιτική εγκληματίας, το λέω με μια γενική έννοια, δηλαδή όλοι όσοι διώχθηκαν, διώχθηκαν ως ποινικοί εγκληματίες, έλεγαν, θα το ενθυμούνται οι παλιότεροι από μας, και όσοι ήθελαν να διαβάσουν, ότι επρόκειτο περί συμμοριτών «ΕΑΜοβουλγαροσφαγέων με κονσερβοκούτια›. Αυτό το λέω σαν χαρακτηριστική φράση, η οποία απεδίδετο στους τότε ληστές, φονείς, δολοφόνους.

Δεύτερο παράδειγμα. Όταν αναφέρθηκε ακριβώς και προχθές και από εμένα τον ίδιο το θέμα της συμφωνίας της Βάρκιζας, έγινε αυτή η συμφωνία, να περιληφθούν στα «βασικά εγκλήματα› της Αριστεράς. Ήταν αγώνας της Αριστεράς αυτής, και όλα τα υπόλοιπα τα οποία υποβοηθούσαν σ’ αυτό που εκείνοι πίστευαν, ότι θα αλλάξουν την κοινωνία.

Τί ήσαν αυτά; Είχαμε δει το φαινόμενο επιτάξεων ζώων, όνων, ημιόνων, επιτάξεων σιτηρών, επιτάξεων ακόμη και άλλων υλικών, άλλων υλών, ελαίων και δε συμμαζεύεται. Όλα αυτά λοιπόν τί αποτελούσαν; Κλοπές, ληστείες, υπεξαιρέσεις; Τί ήσαν αυτά; Αυτά ήσαν, κατά την τότε καθεστηκυία τάξη, ποινικά αδικήματα των ληστοσυμμοριτών, τα οποία όμως εδέχθη μετά η πολιτεία να τα πει, να τα χρωματίσει με την έννοια του πολιτικού εγκλήματος εμμέσως, χωρίς να έχει τολμήσει να προσδιορίσει την έννοια του πολιτικού εγκλήματος.

«Διά της αμνηστίας›, αυτό είναι που είχε πει ο Σοφιανόπουλος, τότε στη Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία στοίχισε αυτό που σας είπε ο κ. Παπαδάκης. Συνεπώς, πιστεύω αξιότιμοι κ.κ. Δικασταί και κύριε Πρόεδρε, επειδή πράγματι είναι συνηρτημένη αυτή η έννοια με την παρούσα κατάσταση του πολιτικού εγκλήματος, που δεν τόλμησε ποτέ ενδεχομένως ποτέ ο νομοθέτης να προσδιορίσει τί είναι πολιτικό έγκλημα, γι αυτό και είπαμε προχθές ότι δεν καλείστε απλώς να γνωμοδοτήσετε με δικανική σκέψη, θα φιλοσοφήσετε υποχρεωτικά, θα περάσετε τις σκέψεις σας από τη φιλοσοφική βάσανο, για να δώσετε τον ορισμό του πολιτικού εγκλήματος.

Αυτά, εάν τύχει πραγματικά αποδοχής από τα μέλη του Δικαστηρίου θα είναι πάρα πολύ ευχάριστο και θα ανοίξει δρόμους πιστεύω. Από κει και πέρα, θα πρέπει κανείς να πει στο Δικαστήριό σας, ότι υπάρχει και κάποια άλλη επιλογή. Αν μιλάμε λοιπόν για πολιτικό έγκλημα σε σχέση με τους παρόντες κατηγορουμένους οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν τρομοκράτες, είναι δεν είναι ένοχοι, ή όσοι εξ αυτών απεδέχθησαν και πολιτικές ευθύνες, τί θα πρέπει να πούμε; Τί είναι η τρομοκρατία;

Πολλές φορές ελέχθη και από την από δω πλευρά κυρίως, ότι, ξέρετε, η τρομοκρατία είναι μια έννοια τόσο ρευστή, που θυμίζει αυτό το μπαλόνι που φουσκώνουν τα μικρά παιδιά του Αγίου Βασιλείου. Φουσκώνει-ξεφουσκώνει. Αυτή είναι η έννοια της τρομοκρατίας. Και φουσκώνει πότε: Όταν την έχει στα χέρια του αυτός που εξουσιάζει. Φτάσαμε αξιότιμοι κύριοι Δικασταί, να λέμε τρομοκράτες, κράτη ολόκληρα, έθνη ολόκληρα.

Μην ξεχνάτε τον ορισμό που έδωσε ο Μπους, καθ’ ημάς τουλάχιστον ?Big Brother? όπως λέγεται, στον άξονα του κακού – συγνώμη κ. Πρόεδρε, το λέω για τον χαρακτηρισμό. Έδωσε την έννοια των τρομοκρατών σε τρία έθνη. Είπε: «Η Βόρειος Κορέα, το Ιράν και το Ιράκ είναι ο άξονας του κακού›. Και το έδωσε με λεπτομέρειες. Λέγοντας, όχι απλώς ότι «ξέρετε, είναι ο άξονας του κακού›, αλλά «εκεί εμφωλεύει η έννοια της τρομοκρατίας. Εκεί είναι, εκεί σπουδάζουν, εκεί εκπαιδεύονται τρομοκράτες›.

Τελειώνω λοιπόν με αυτό το θέμα της τρομοκρατίας το οποίο υποχρεωτικά θα περάσει από τη σκέψη σας, γιατί είπα και προηγουμένως είναι άμεσα συνηρτημένο με την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, όπως δίνεται μέσα από το βούλευμα, μέσα από την πρόταση του Εισαγγελέως, για να μπορέσετε κι εσείς να βρείτε κάποιο υλικό που θα σας δώσει την ευθεία κρίση και την δίκαια κρίση.

Εδώ λοιπόν θα έλεγε κανείς ή ότι θα πρέπει εσείς να αποφασίσετε δίνοντας τον ορισμό του πολιτικού εγκλήματος με όσα καλά ειπώθηκαν, όσα εύστοχα και από την από δω πλευρά και από την από κει πλευρά -εδώ ακούστηκαν καθηγηταί, ακαδημαϊκοί, με μεστές απόψεις και γνώμες οι οποίες είχαν βάρος.

Εδώ θα κάνω μία παρένθεση απλώς και θα πω ότι άκουσα από ακαδημαϊκό συνήγορο ότι, «ξέρετε, δεν είναι δυνατόν να είναι αντισυνταγματικός ο νόμος› διότι, όπως σας ανέπτυξε και η κα Σταμούλη και ο κ. Σταμούλης για την περίφημη φράση της in rem διώξεως η οποία δεν μπορούσε ποτέ να αποτελέσει λόγο βαρυτέρας μεταχειρίσεως κατά το άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα.

Όχι αξιότιμοι κύριοι Δικασταί, βεβαίως αποτελεί βαρυτέρα μεταχείριση. Δεν θα μιλήσω για τις δικονομικές διατάξεις αν είναι δυνατόν να χειροτερεύσουν ή όχι τη θέση του κατηγορουμένου. Αυτό και μόνον, ότι έφτασε κάποτε ένα νομοθέτημα να αλλάξει καθ’ οδόν, είναι απαράδεκτο.

Θα πρέπει να πω τελειώνοντας, αυτά τα λίγα που είχα να σας πω, αν δεν εκούρασα, ένα πράγμα: ‘Η θα πρέπει να αποφασίσετε εσείς να ορίσετε την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, ή αναπέμψατε αυτή την έννοια, για τον προσδιορισμό της εννοίας, στη Βουλή. Να σας δώσει εν μέση οδό, δηλαδή καθ’ ον χρόνο δικαζόμεθα, μία νέα έννοια και έναν ορισμό όπως τον θέλει η Βουλή. Η οποία Βουλή τί είναι; Η νομοθετική εξουσία, η οποία πραγματικά επέλασε, εισελαύνει.

Με αυτά τα λόγια αξιότιμοι κύριοι Δικασταί, πιστεύω ότι δεν εκούρασα και ίσως βοήθησα κατά κάποιο τρόπο για να δοθεί κάποια λύση. Δώστε το στη Βουλή πάλι, να το αποδείξει η Βουλή.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοια διαδικασία, εγώ δεν την ξέρω. Εγώ θα διακόψω τώρα τη συνεδρίαση, για αύριο στις 9 η ώρα.