Πολιτική
Παρασκευή, 14 Μαρτίου 2003 18:46

Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (14/3/2003) Μέρος 2/6

Συνεχίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο:

«Αυτά τα πρόσθετα μέτρα έχουν ένα δικονομικό σκέλος. Πρέπει να υπάρχουν πάντοτε επαρκείς έρευνες των καταγγελιών για αφαίρεση ανθρώπινης ζωής›.

Βέβαια το πιο σημαντικό και εδώ θα μείνω λιγάκι είναι ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι πάγια η νομολογία του, τυχαίνει στην απόφαση της Ολομέλειας να συνοψίζεται με σαφήνεια σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν το άρθρο 2, επαναλαμβάνονται αυτές οι σκέψεις ότι πρώτον, η πρωταρχική υποχρέωση κάθε κράτους-μέλους είναι να θεσπίζει ποινικές διατάξεις που να προστατεύουν, που να διώκουν την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Αλλά όχι μόνο αυτό. Υπάρχει υποχρέωση σαφής εκ του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ να προχωρούν παραπέρα τα κράτη-μέλη και να λαμβάνουν θετικά μέτρα και να προστατεύουν την ανθρώπινη ζωή.

Νομίζω ότι από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου η οποία δεσμεύει το Δικαστήριό σας γιατί ως γνωστό η ΕΣΔΑ έχει υπέρτερη του νόμου ισχύ και βεβαίως έχει υπέρτερη ισχύ του άρθρου 4 του Ν. 2928, από τη νομολογία αυτή προκύπτει με σαφήνεια η υποχρεωτική βούληση του νομοθέτη, του συντάκτη της ΕΣΔΑ να υπάρχει μία πολύ μεγάλη προστασία της ανθρώπινης ζωής και να υπάρχουν όχι μόνο ποινικές κυρώσεις που τιμωρούν αυτούς που αφαιρούν ανθρώπινη ζωή, αλλά και να λαμβάνεται κάθε δυνατό μέτρο και κάθε θετικό μέτρο για την προστασία της ανθρώπινης ζωής.

Νομίζω λοιπόν ότι από το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ όπως ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μπορεί να αντληθεί ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα που να τεκμηριώνει την άποψή μου ότι μπορούμε να κάνουμε μία ιεράρχηση των κακουργημάτων και να πούμε ότι το σοβαρότερο κακούργημα είναι αυτό της ανθρωποκτονίας. Όχι μόνο βάσει των σκέψεων που παραθέτει ο Καθηγητής Ανδρουλάκης -να μην ξαναπώ- όχι μόνο επειδή προϋπόθεση προστασίας των άλλων εννόμων αγαθών είναι να υπάρχει ανθρώπινη ζωή, αλλά ακριβώς επειδή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναδεικνύει αυτή την ανάγκη ξεχωριστής προστασίας του εννόμου αγαθού της ζωής.

Με αυτό το σκεπτικό λοιπόν νομίζω ότι διευκρίνισα τις αρχικές μου σκέψεις σχετικά με την πρώτη ένσταση που ανέπτυξα εγώ σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να εφαρμοστεί για τον κ. Τζωρτζάτο ο οποίος διώκεται μεταξύ άλλων για ανθρωποκτονίες, δεν μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 4 του Ν. 2928 που θεσπίζει αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να υπαχθεί τουλάχιστον η κατηγορία για ανθρωποκτονίες και για λόγους συναφείας βεβαίως και τα υπόλοιπα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται ο κ. Τζωρτζάτος και φυσικά των οποίων την τέλεση αρνείται.

Θα πρέπει λοιπόν αυτά τα εγκλήματα να υπαχθούν στο Μικτό Ορκωτό. Γιατί; Γιατί μόνο έτσι θα τηρηθεί -και έχουμε υποχρέωση να τηρούμε το Σύνταγμα- η συνταγματική επιταγή του άρθρου 97 που επιτάσσει τα κακουργήματα να δικάζονται από Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια.

Ένα και μοναδικό κακούργημα να παραμείνει στην αρμοδιότητα των Μικτών Ορκωτών, αυτό πρέπει να είναι -κατά την άποψη που υποστηρίζω και βάσει των επιχειρημάτων που ανέπτυξα- το κακούργημα της ανθρωποκτονίας.

Θα τελειώσω την αναφορά μου στην πρώτη ένσταση επισημαίνοντας και την σημασία μιας άλλης συνταγματικής διάταξης, του άρθρου 25 που αναφέρεται στην αρχή της αναλογικότητας γιατί βέβαια εδώ έχουμε έναν περιορισμό ενός δικαιώματος. Προσβάλλεται και περιορίζεται το δικαίωμα στο νόμιμο Δικαστή του Μικτού Ορκωτού Δικαστήριου βάσει μιας ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης.

Αυτός ο περιορισμός πρέπει να αξιολογηθεί και βάσει του άρθρου 25 του Συντάγματος που αναφέρεται στην αρχή της αναλογικότητας και εδώ επιτρέψτε μου να θυμίσω ότι ο ¶ρειος Πάγος σε Ολομέλεια είναι η απόφαση 14/2001 έχει εφαρμόσει -με σωστό ή λανθασμένο τρόπο είναι μία άλλη ιστορία- πάντως την αρχή της αναλογικότητας σε ποινικούς δικονομικούς κανόνες. ¶ρα λοιπόν και με βάση αυτό το σκεπτικό δεν είναι συνταγματική η υπαγωγή των ανθρωποκτονιών στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.

Γι’ αυτή λοιπόν την συγκεκριμένη ένσταση περιμένω από το Δικαστήριό σας μία ξεχωριστή παρεμπίπτουσα απόφαση βεβαίως με την αυτονόητη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που επιτάσσει το Σύνταγμα.

Υπάρχει όμως και μία άλλη ένσταση που έχω αναπτύξει που και αυτή έχει μία ξεχωριστή νομική βάση και τονίζω για άλλη μία φορά το ότι είναι τρεις ενστάσεις, πολιτικό έγκλημα, παραβίαση του άρθρου 97, αντισυνταγματικότητα της μη αναδρομικής εφαρμογής που ναι μεν έχουν κοινό στόχο το να διακηρύξει το Δικαστήριό σας ότι είναι αναρμόδιο, αλλά έχουν μία εντελώς διαφορετική νομική επιχειρηματολογία.

Έρχομαι λοιπόν στην ένσταση η οποία το εξής περιεχόμενο, είναι αντισυνταγματική επειδή παραβιάζονται τα άρθρα 7 και 8 του Συντάγματος. Η υπαγωγή της ανθρωποκτονίας στο Εφετείο λόγω συναφείας βάσει του άρθρου 4 γιατί αυτή γίνεται με αναδρομική εφαρμογή και κάτι τέτοιο είναι αντισυνταγματικό.

Θυμίζω βέβαια ότι ο κ. Τζωρτζάτος σύμφωνα με το κατηγορητήριο, κατηγορείται ότι έχει τελέσει ανθρωποκτονίες πολύ πριν τεθεί σε ισχύ ο Ν. 2928 ο οποίος έχει τεθεί σε ισχύ το καλοκαίρι του 2001 ενώ οι κατηγορίες που προσάπτονται στον κ. Τζωρτζάτο έχουν τελεστεί πριν από το 1992. Αν η ανθρωποκτονίες για τις οποίες κατηγορείται ο κ. Τζωρτζάτος είχαν τελεστεί μετά το 2001 δεν θα είχαμε ενδεχομένως πρόβλημα αντισυνταγματικότητας βάσει αυτής της ένστασης. Επειδή όμως τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στο κατηγορητήριο είναι διαφορετικά, έχουμε κι εδώ ένα πρόβλημα.

Εδώ ο εκλεκτός Εισαγγελέας ο κ. Μαρκής έκανε μία εύστοχη πρέπει να πω επισήμανση και βέβαια με την ευγένεια που τον διακρίνει είπε με κομψό τρόπο το εξής: «Κύριε Μυλωνά, τι έρχεστε και μας τα λέτε τώρα; Αυτή ακριβώς η περίπτωση έχει συμβεί και 12 χρόνια πριν. Υπήρχε ο Ν. 1897/1990, ακριβώς το ίδιο ζήτημα ήταν. Δεν μας λέτε και κάτι καινούριο›. Φυσικά το είπε πολύ πιο ευγενικά ο αξιότιμος κ. Εισαγγελέας. Είναι μία εύστοχη επισήμανση και θα ήθελα να την αντικρούσω.

Πράγματι υπήρξε με το άρθρο 4 του Ν. 2928 έχουμε μία τροποποίηση του άρθρου 111. Υπήρχε όμως και μία αντίστοιχη τροποποίηση του άρθρου 111 το 1990 που αφορούσε μπορούμε να πούμε ακριβώς τα ίδια δεδομένα. Δεν είναι ακριβώς τα ίδια δεδομένα -θα πω στη συνέχεια γιατί και έχει σημασία ότι δεν είναι ακριβώς τα ίδια δεδομένα- πάντως σε γενικές γραμμές είχαμε πάλι μία παρόμοια νομική περίπτωση.

Υπήρχε ένα άλλο κακούργημα το οποίο με την τροποποίηση του άρθρου 12 του 1897/90 υπάχθηκε στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου και ταυτόχρονα στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου έγινε και η υπαγωγή του βαρύτερου κακουργήματος της ανθρωποκτονίας.

Παρόμοια περίπτωση και εδώ έχουμε ένα άλλο κακούργημα το 187 και μια ταυτόχρονη υπαγωγή του βαρύτερου κακουργήματος της ανθρωποκτονίας στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου. Για να δούμε λοιπόν τι είχε γίνει τότε. Ένα πρώτο σημείο που έχει νομικό ενδιαφέρον. Το άρθρο 12 του Ν.1897/90 πώς αντιμετωπίστηκε τότε από την θεωρία. Θεώρησε η τότε θεωρία ότι είναι κάτι φυσιολογικό; Δεν αντέδρασε καθόλου, οπότε δικαιολογημένα θα έλεγε κανείς «πώς είναι δυνατόν κ. Μυλωνά να έρχεστε τώρα καθυστερημένα, 13 χρόνια μετά και να διαμαρτύρεστε για το οποίο δεν διαμαρτυρήθηκε τότε η θεωρία;›. Βεβαίως δεν έχουν έτσι τα πράγματα γιατί τότε υπήρχε μία εντονότατη αντίδραση της θεωρίας.

Ήδη έχω αναφερθεί στην διδακτορική διατριβή του κ. Ευτύχιου Φυτράκη η οποία -αυτό δεν το έχω πει το λέω τώρα- ξεκινάει με ακριβώς αυτό το παράδειγμα του άρθρου 12 του Ν. 1897/90 ήταν η υπόθεση Ρασίντ και οι πρώτες 15 σελίδες της διδακτορικής διατριβής αυτής, σελίδες 21-36 ακριβώς αναφέρονται, στηλιτεύουν, καυτηριάζουν, σχολιάζουν δυσμενέστατα αυτή ακριβώς τη νομοθετική επιλογή.

Χαρακτηριστικά λέει και αναφερόμενος και στην θετική απόφαση του Αρείου Πάγου που εκδόθηκε σχετικά με αυτή την περίπτωση λέει χαρακτηριστικά και εύγλωττα νομίζω ο κ. Φυτράκης «την ορθότητα των παραπάνω συλλογισμών θα ελέγξουμε στο πλαίσιο αυτής της διατριβής›. Με απλά λόγια ο κ. Φυτράκης γράφει ένα ολόκληρο βιβλίο και πάρα πολύ τεκμηριωμένο ακριβώς έχοντας ως έναυσμα αυτή την τροποποίηση που έγινε 13 χρόνια πριν και ασκώντας δριμύτατη κριτική σε αυτή την τροποποίηση.

¶ρα έχουμε ένα πρώτο δεδομένο ότι και τότε η θεωρία αντέδρασε εντονότατα και θυμίζω βέβαια ότι και οι απόψεις των Καθηγητών Καρρά και Ανδρουλάκη που ανέφερα είναι μεταγενέστερες αυτές οι τροποποιήσεις αυτής της τροποποίησης.

Όμως και κάτι άλλο έχει ενδιαφέρον. Υπήρχε μία απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου μας του Αρείου Πάγου γι’ αυτό ακριβώς το ζήτημα, της υπαγωγής στο Τριμελές Εφετείο όχι μόνο ενός κακουργήματος, αλλά και του βαρύτερου κακουργήματος της ανθρωποκτονίας.

Για να δούμε λοιπόν τι είπε ο ¶ρειος Πάγος, να δούμε αν έχει αναπτύξει μία πειστική επιχειρηματολογία, να δούμε αν έχει μία ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην απόφασή του. Είναι η απόφαση 362/1995 του Αρείου Πάγου, έχει δημοσιευτεί σε αρκετά νομικά περιοδικά. Εγώ έχω στα χέρια μου το τεύχος 3 της Υπεράσπισης του έτους 1996 σελ. 487-493, νομίζω.

Εδώ θα διαβάσω δύο σημεία από την απόφαση του Αρείου Πάγου:

«Η διάταξη αυτή του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν.1897/90 με την οποία καθιερώθηκε το πρώτον η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των τριμελών Εφετείων και για τα βαρύτερα τιμωρούμενα κακουργήματα όπως είναι κι εκείνο της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, θεσπισθείσα επιτρεπτώς κατά τα άρθρα 97 παρ. 2 του Συντάγματος 75 από λόγους δημοσίου συμφέροντος, για την ταχύτερη και ευχερέστερη εκδίκαση των συναφών αυτών εγκλημάτων από το Δικαστήριο των Εφετών, αντί των Μικτών Ορκωτών, είναι δικονομική και ως τέτοια, έχει αναδρομική δύναμη, ισχύουσα για τις υποθέσεις που δεν είχε ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη, καθώς και για τις εκκρεμείς κατά το ατέλεστο μέρος τους (άρθρο 596 του Κ.Π.Δ.), όπως ορίστηκε και ρητώς από το άρθρο 14 του ιδίου αυτού νόμου.

Λόγω δε του χαρακτήρα της αυτού η ως άνω διάταξη, με την οποία δεν θεσπίζονται εγκλήματα, ούτε επαυξάνονται ποινές προβλεπομένων ήδη εγκλημάτων, δεν προσκρούει στην από το άρθρο 7 του Συντάγματος καθιερωμένη αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, ούτε στην κατά άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα αρχής της αναδρομικότητας του ηπιότερου ποινικού νόμου, οι οποίες αφορούν στις ουσιαστικές και όχι στις δικονομικές ποινικές διατάξεις›.

Σχόλιο του ομιλούντος:

Τι μας λέει ο ¶ρειος Πάγος; Πρώτον, κάνει μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα επισήμανση ότι στο άρθρο 14 του Ν.1897/90 υπήρχε ρητή πρόβλεψη ότι αυτές οι δικονομικές ρυθμίσεις έχουν αναδρομική εφαρμογή. Εδώ βλέπουμε μια πρώτη πολύ μεγάλης σημασίας διαφορά από την παρούσα υπόθεση.

Ο ¶ρειος Πάγος όμως έχει –κατά την ταπεινή μου γνώμη- μια ανεπαρκέστατη αιτιολογία. Η ουσία των σκέψεων, των συλλογισμών του Αρείου Πάγου που ανέφερα, αν τις κατάλαβα καλώς, είναι η εξής: Είναι μια δικονομική διάταξη και ως τέτοια, μπορεί να έχει αναδρομική δύναμη. Δεν μας εξηγεί γιατί. Αναφέρεται μόνο στο άρθρο 596.

Εδώ -δεν θα τα ξαναπώ- είχα διαβάσει το απόσπασμα από το εγχειρίδιο του Καθηγητή Καρρά που λέει γιατί δεν είναι ορθό το επιχείρημα της αναγωγής στο άρθρο 596. Βεβαίως, έχει αυθεντία ο ¶ρειος Πάγος, αλλά νομίζω ότι αυτή η σημασία της αυθεντίας μειώνεται πάρα πολύ -αν δεν εξαφανίζεται- όταν δεν συνοδεύει την κρίση του με μία ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

Αναφέρθηκα στην προηγούμενη παρέμβασή μου -δεν θα τα ξαναπώ- ότι η σύγχρονη θεωρητική τάση, δέχεται ότι δεν αρκεί να πούμε είναι δικονομική μια διάταξη γι’ αυτό επιτρεπτά έχει αναδρομική ισχύ, πρέπει να αναπτύξουμε ένα εκτενέστερο νομικό προβληματισμό, ο οποίος, πολύ απλά, απουσιάζει από την παρούσα απόφαση του Αρείου Πάγου.

Θα αναφέρω όμως ένα ακόμη απόσπασμα από αυτή την απόφαση του Αρείου Πάγου, είναι το εξής:

«Σύμφωνα με τα παραπάνω για την εκδίκαση των κακουργημάτων αυτών, ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο το τριμελές Εφετείο κακουργημάτων Αθηνών κατά τη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 5 του Κ.Π.Δ. όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 του Ν.1897/90 με το οποίο καθιδρύθη κατά τα αναφερόμενα με αναδρομική δύναμη αρμοδιότητα καθ’ ύλην του τριμελούς Εφετείου και για τα συναφή προς τα κακουργήματα κατά της ασφάλειας αεροπλοΐας βαρύτερα τιμωρούμενα κακουργήματα, χωρίς δε αυτό να συνεπάγεται για τον αναιρεσίοντα, στέρηση του νόμιμου δικαστή, εφόσον η μεταβολή της καθ’ ύλην αρμοδιότητας έγινε κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και με αντικειμενικά κριτήρια, μάλιστα δε, σε χρόνο προγενέστερο από την άσκηση της ποινικής διώξεως κατά του αναιρεσίοντως›.

Εδώ υπάρχουν δύο επιχειρήματα του Αρείου Πάγου τα οποία βεβαίως θα τα αξιολογήσει το Δικαστήριό σας. Το πρώτο επιχείρημα είναι ότι αυτή η μεταβολή έγινε κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και με αντικειμενικά κριτήρια. Τώρα βέβαια, εδώ θα διαβάσουμε στο βιβλίο του κ. Φυτράκη ότι αυτή η διάταξη θεσπίστηκε εσπευσμένα μόνο και μόνο επειδή λήφθηκε η απόφαση να μην εκδοθεί ο Ρασίντ στην Αμερική και έπρεπε να οριστεί ποιο Δικαστήριο θα είναι αρμόδιο και μάλλον είναι δίδαγμα της κοινής πείρας μπορώ να πω, ότι όχι μόνο δεν έγινε με αντικειμενικό και αφηρημένο τρόπο, αλλά ήταν μια φωτογραφική διάταξη ακριβώς για εκείνη την περίπτωση. Αυτό θα το κρίνετε εσείς.

Για εμένα έχει νομική σημασία το δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας, που φαίνεται από τη διατύπωση του Αρείου Πάγου, να είναι και το πιο σημαντικό σύμφωνα με το επιχείρημα του Αρείου Πάγου. Το ξαναδιαβάζω, τονίζει ο ¶ρειος Πάγος: «Μάλιστα δε, σε χρόνο προγενέστερο από την άσκηση της ποινικής διώξεως κατά του αναιρεσίοντως›. Εδώ είναι μια άλλη, πολύ σημαντική διαφορά εκείνης της περίπτωσης από την παρούσα. Εδώ ήταν παράλειψή μου να πω ότι στον ¶ρειο Πάγο είχε υποστηρίξει τον αναιρεσίοντα ο εκλεκτός συνάδελφος ο κ. Σπύρος Φυτράκης.

Σε εκείνη την περίπτωση κάποια προσχήματα –ας μου συγχωρεθεί η διατύπωση- είχαν τηρηθεί. Πρώτα είχε θεσπιστεί η συγκεκριμένη δικονομική διάταξη και αν θυμάμαι καλά από αυτά που λέει ο κ. Ευτύχης Φυτράκης, την επόμενη ημέρα ακριβώς, ασκήθηκε ποινική δίωξη. Ήταν πάρα πολύ επιμελής ο τότε Εισαγγελέας, αλλά όμως είχε περιμένει, υπήρχε πρώτα ένα καινούριο νομικό κείμενο, μια καινούρια δικονομική διάταξη, μόλις τέθηκε σε ισχύ, αμέσως την επόμενη ημέρα ασκήθηκε ποινική δίωξη.

Έχουν έτσι τα πράγματα στην παρούσα υπόθεση ενώπιόν σας; Όχι βέβαια. Οι ποινικές διώξεις για τις ανθρωποκτονίες και τις απόπειρες ανθρωποκτονιών για τις οποίες διώκεται ο κ. Τζωρτζάτος, έχουν ασκηθεί το ’89, το ’90, σε κάθε περίπτωση πριν από το 1992 και υπάρχει μια εκκρεμής ποινική διαδικασία.

Πότε έρχεται ο δικονομικός μας νομοθέτης να αλλάξει την αρμοδιότητα; Έρχεται το 1989 – ’90 – ’91; Όχι βέβαια. Έρχεται το 2001, έρχεται μετά από 10, 11, 12 χρόνια από την άσκηση της ποινικής δίωξης. ¶ρα το βασικό επιχείρημα της αρεοπαγιτικής απόφασης του 1995 δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Τότε η ποινική δίωξη είχε ασκηθεί αμέσως μόλις τέθηκε σε ισχύ η δικονομική διάταξη, τώρα η ποινική δίωξη έχει ασκηθεί από αμνημονεύτων ετών και 10–11 χρόνια μετά, έρχεται ο δικονομικός νομοθέτης και αλλάζει την αρμοδιότητα.

Υπάρχουν σημαντικότατες διαφορές μεταξύ της τότε περίπτωσης και της τώρα. Τις λέω για άλλη μια φορά: ο νόμος 1897/90 στο άρθρο 14 είχε ρητή πρόβλεψη ότι έχει αναδρομική ισχύ η επίμαχη δικονομική διάταξη, μάλιστα νομίζω ότι έλεγε από το 1974 έχει αναδρομική ισχύ, τέτοια ειδική ρύθμιση δεν περιέχεται στο νόμο 2928 και βέβαια το πιο σημαντικό, καθοριστικής σημασίας –κατά την άποψή μου- επιχείρημα, είναι ότι τότε είχε θεσπιστεί ένας δικονομικός νόμος και στη συνέχεια ασκήθηκε ποινική δίωξη, τώρα είχαν ασκηθεί ποινικές διώξεις και 11–12 χρόνια μετά, έρχεται ένας νέος νόμος.

Βεβαίως αναφέρθηκα εκτενώς στην απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία είναι η εγκυρότερη κατά μαχητό τεκμήριο φυσικά τοποθέτηση των δικαστηρίων στην προηγούμενη περίπτωση εφαρμογής μιας αντίστοιχης δικονομικής διάταξης και επισημαίνω ότι κατά την ταπεινή μου κρίση, δεν είχε αιτιολογία η συγκεκριμένη απόφαση. Το να λέει ότι εφαρμόζεται ένας νόμος επειδή είναι δικονομικός και δεν έχει αναδρομική ισχύ, μπορεί να το πει, δεν συνιστά αιτιολογία και ιδίως συνιστά μια αγνόηση -θα μπορούσα ίσως να πω και περιφρόνηση, αλλά ας το αφήσουμε αυτό- των εξελίξεων της θεωρίας.

Βέβαια, το Δικαστήριο αποφασίζει αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί στο πλαίσιο ανάπτυξης νομικών επιχειρημάτων και νομικής επιχειρηματολογίας που πολύ σωστά έχει πει ο κ. Πρόεδρος ότι έχει μια βαρύνουσα σημασία, σε αυτό το πλαίσιο των νομικών επιχειρημάτων, δεν είναι δυνατόν να αγνοούμε τις θεωρητικές απόψεις, χωρίς αυτό να έχει αντίκτυπο στην ποιότητα της απόφασής μας και στην ειδική αιτιολόγηση που από το Σύνταγμα αυτή πρέπει να περιέχεται.

Ένα τελευταίο σημείο. Αναφέρθηκε -ίσως και από τον κ.Εισαγγελέα, σίγουρα από την Πολιτική Αγωγή- «Μα τι μας λέτε τώρα, δεν υπάρχει χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου›, γιατί βέβαια η νεώτερη θεωρητική άποψη μας λέει ότι δεν είναι επιτρεπτή η αναδρομική εφαρμογή των δικονομικών κανόνων, όταν αυτή συνεπάγεται χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου.

Βέβαια, αυτό το ζήτημα έχει πρόσθετη βαρύτητα, γιατί και η παλαιότερη άποψη η οποία δέχεται ότι κατ’ αρχήν είναι επιτρεπτή η αναδρομική εφαρμογή των δικονομικών κανόνων Δικαίου, δέχεται κάποιες εξαιρέσεις. Αυτές οι εξαιρέσεις έχουν κοινό παρονομαστή τη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου και την προσβολή συνταγματικών δικαιωμάτων.

Υποστηρίζω όμως ότι στην παρούσα περίπτωση, συντρέχει αυτό ακριβώς το δεδομένο: χειροτερεύει η θέση του κατηγορούμενου γιατί παραβιάζονται συνταγματικές διατάξεις που έχουν τεθεί προς όφελός του. Έχει συνταγματικό δικαίωμα -ο Καθηγητής Μανωλεδάκης στο άρθρο που σας ανέφερα μιλάει για ατομικό δικαίωμα υπαγωγής στο νόμιμο Δικαστή- άρα κάθε κατηγορούμενος και ο κ. Τζωρτζάτος εν προκειμένω έχει ατομικό δικαίωμα να δικαστεί από τον φυσικό του Δικαστή –άρθρο 8 του Συντάγματος- και έχει ατομικό δικαίωμα να δικαστεί όσον αφορά τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας –και για λόγους συναφείας και για τα άλλα εγκλήματα- από Ορκωτό Δικαστήριο, το οποίο αποτελεί τη σταθερή επιλογή του συντακτικού νομοθέτη ακόμα και μετά την τροποποίηση του Συντάγματος κατά το έτος 2001.

Εφ’ όσον λοιπόν, όπως υποστηρίζω έχουν παραβιαστεί, έχουν τρωθεί κατά παράβαση και της αρχής της αναλογικότητας τα συνταγματικά δικαιώματα του κ. Τζωρτζάτου που προκύπτουν από το άρθρο 8 και 97 παρ. 1 του Συντάγματος, νομίζω ότι είναι δεδομένη η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορούμενου.

Κατά τούτο λοιπόν, ακόμα κι αν κανείς παραμείνει στην παλαιότερη θεωρία, ακόμα και τότε συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης από την επιτρεπτή αναδρομική εφαρμογή των δικονομικών κανόνων, όπως δέχεται η παλαιότερη θεωρία, γιατί χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου, παραβιάζονται συνταγματικά του δικαιώματα και εμπίπτει σαφώς σ’ αυτή την περίπτωση εξαίρεση που δέχονται και ο παλαιότεροι θεωρητικοί.

Γι’ αυτούς τους λόγους λοιπόν θεωρώ ότι και αυτή η ένσταση είναι βάσιμη και βεβαίως θα πω και πάλι το αυτονόητο, θα σας κουράσω ίσως, περιμένω μία ξεχωριστή παρεπίμπτουσα απόφαση με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που θα αντικρούει ενδεχομένως, το απεύχομαι φυσικά, αυτά τα επιχειρήματα που έχουν όμως μία ξεχωριστή νομική βάση. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θυμίζει τριήμερα επιστημονικών ημερίδων αυτή η ιστορία! Κάπου πρέπει να το σταματήσουμε αυτό. Εδώ είναι Δικαστήριο, δεν το έχει αντιληφθεί φαίνεται πολύς κόσμος εδώ μέσα και απορώ γιατί δεν το έχετε αντιληφθεί.

Β.ΚΑΡΥΔΗΣ: Πάντως κ. Πρόεδρε μην απευθύνεστε σε εμάς, δεν τρώμε χρόνο, είμαστε χαμηλών τόνων, ίσως θα έπρεπε να βρείτε μια άλλη περίσταση να απευθύνετε την παραίνεση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όλα είναι σωστοί και αυτά που λένε είναι πολύ ενδιαφέροντα. Αλλά αν αυτά είναι μέσα στα πλαίσια μιας δίκης τέτοια εκτεταμένη ανάπτυξη επιχειρημάτων, δεν το ξέρω.

Β. ΚΑΡΥΔΗΣ: Θα είναι πραγματική δευτερολογία πάντως, δηλαδή σύντομη. Οπότε, μην ανησυχείτε ιδιαιτέρως.

Από τη συζήτηση που έχει προηγηθεί μέχρι τώρα και που βαίνει προς το τέλος της κ. Πρόεδρε και κύριοι Εφέτες, δεν δόθηκε απάντηση σε ένα κρίσιμο ερώτημα το οποίο είχε τεθεί εξ αρχής και το οποίο συνίσταται στο ότι με βάση τα δεδομένα της διατήρησης της διάταξης του άρθρου 97 από την πολύ πρόσφατη αναθεώρηση, της υπαγωγής άνω των 30 εγκλημάτων με το Ν. 2928 ως εξ ορισμού μη πολιτικά, χωρίς να δίνεται ορισμός ούτε του οργανωμένου εγκλήματος, ούτε του πολιτικού εγκλήματος ούτε της τρομοκρατίας, ακόμη περισσότερο όταν το Σύνταγμα ρυθμίζει ιδιαίτερα το σφετερισμό της λαϊκής κυριαρχίας με το άρθρο 120 παρ. 3.

Μπήκε λοιπόν εξ αρχής το ερώτημα αν το άρθρο 97 τελικά έχει πεδίο εφαρμογής ή μ’ αυτόν τον τρόπο καταντά ένα κέλυφος άδειο και χάρηκα πολύ όταν ρητά και κατηγορηματικά ο Καθηγητής ο Γιώργος Σωτηρέλλης, ίσως θα έλεγα σώζοντας και την τιμή των συνταγματολόγων, χωρίς επιφυλάξεις αναφέρει στην «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ›:

«Και τούτο διότι αν τα αδικήματα που διέπραξαν οι Οργανώσεις αυτές ιδίως κατά την πρώτη φάση τους δεν είναι πολιτικά εγκλήματα, τότε πρέπει αναπόφευκτα να δεχθούμε ότι η σχετική διάταξη του άρθρου 97 του Συντάγματος που εξακολουθεί κτλ., είναι μια διάταξη κενή κανονιστικού περιεχομένου›.

Κάνοντας ταυτόχρονα και μια εύστοχη παρατήρηση, ότι αν το πολιτικό έγκλημα πλέον ταυτίζεται μόνο με την εσχάτη προδοσία όπως εκ των πραγμάτων φαίνεται αν υπάρξει αυτή η παραδοχή, λέει «αν το Σύνταγμα ήθελε μια τέτοια ταύτιση, θα χρησιμοποιούσε τον όρο ‘εσχάτη προδοσία’, όπως έκανε στο άρθρο 49 και δε θα χρησιμοποιούσε και μάλιστα σε δύο άρθρα, 47 και 97 και σε πληθυντικό αριθμό, τον όρο ‘πολιτικά εγκλήματα’, που είναι σαφώς ευρύτερος›.

Η απορία μου παραμένει: Πού βρίσκεται αν ο 2928 ισχύει, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 97; Απάντηση μέχρι στιγμής δεν έλαβα και δε νομίζω ότι ο Καθηγητής Σωτηρέλλης, πρώην Γεν. Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης είναι θεωρητικός απολογητής της τρομοκρατίας. Θα σταθώ εδώ ένα δευτερόλεπτο κ. Πρόεδρε, γιατί υπάρχει ένα κοινωνικό κλίμα καλώς ή κακώς. Ένα κοινωνικό κλίμα που ανάγκασε προχθές στην «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ› τον Καθηγητή Παρασκευόπουλο να αρχίσει το άρθρο του ως εξής:

«Καθώς η δίκη της 17Ν προχωρεί, ευρύτατα πλασάρεται προς το κοινό μια καρικατούρα για το νομικό σχολιαστή της διαδικασίας. Τον παριστάνει σαν ένα ανθρωπάκι που κάθεται όλη μέρα μπροστά στην τηλεόραση έχοντας δίπλα του μια στοίβα εφημερίδες. Μόλις ακούσει ή διαβάσει για κάποιον που διαμαρτύρεται σχετικά με συνθήκες δίωξης, εκδίκασης ή κράτησης, τότε το ανθρωπάκι πετάγεται και χαλάει τον κόσμο. Χώνεται στα παράθυρα αγορεύοντας για τεκμήρια αθωότητας, γράφει τα βαθυστόχαστά του περί νομικού πολιτισμού κτλ.

Όταν αντίθετα η ειδησεογραφία αναφέρεται σε φονικά πλήγματα της τρομοκρατίας, τότε το νευρόσπαστο λουφάζει και σιωπά. Έχει και όνομα: Λέγεται ‘συμπαθών την τρομοκρατία’.›

Ο δε Καθηγητής Πανούσης σε προχθεσινό άρθρο του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ›.....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κοιτάξτε, αυτά δε μας ενδιαφέρουν εδώ. Η δίκη γίνεται εδώ από το Δικαστήριο, ούτε από τους αρθρογράφους, ούτε από κανέναν. Τι να τους κάνω εγώ αυτούς; Οι άνθρωποι κάνουν τη δουλειά τους, αφήστε να κάνουμε κι εμείς τη δική μας!

Β. ΚΑΡΥΔΗΣ: Μου επιτρέπετε κ. Πρόεδρε; Παράγοντας της δίκης του κύρους και της εμβέλειας του κ.Κατσαντώνη –αναφέρθηκαν και άλλα- όταν ένας Κατσαντώνης αναφέρεται στο Μανωλεδάκη και το Λοβέρδο, σημαντικούς Πανεπιστημιακούς, θέλοντας να τους αποκαταστήσει κιόλας, ως θεωρητικούς απονομείς της Δημοκρατίας......

Α. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: (εκτός μικροφώνου)

Β. ΚΑΡΥΔΗΣ: Κύριε Καθηγητά, ο σεβασμός μου είναι απεριόριστος, υπήρξατε δάσκαλός μου, γι αυτό έκανα την αναφορά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εδώ δεν είναι Πανεπιστήμιο, σας λέω πάλι, ούτε μας ενδιαφέρει ο κ. Παρασκευόπουλος ούτε ο κ. Ανδρουλάκης ούτε κανένας. Οι απόψεις τους βεβαίως μπορούν να μεταφέρονται σαν στοιχεία της επιχειρηματολόγησης. Όχι τί κάνουν παραπέρα οι άνθρωποι, αν έχουν δικαίωμα ή όχι, αυτό είναι δικό τους θέμα.

Β. ΚΑΡΥΔΗΣ: Δε σας ενδιαφέρει ότι η κατάθεση μιας επιστημονικής άποψης χαρακτηρίζεται ως θεωρητική απολογία της τρομοκρατίας;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι, δε μ’ ενδιαφέρει. Δεν κρίνω εγώ αυτούς τους ανθρώπους. Δεν τους κρίνω. Τα επιχειρήματά τους αν είναι σωστά, είτε είναι αυτό που λέτε, είτε δεν είναι, εγώ θα τα εκτιμήσω. Διότι είναι επιστήμονες και έχουν βαρύτητα. Αφήστε τους λοιπόν εκτός αιθούσης τους ανθρώπους αυτούς. Πέστε μόνο τί επιχειρήματα έχουν που βοηθούν και το Δικαστήριο να εκφέρει κάποια άποψη σωστή. Μην κάθεστε τώρα να λέτε τί τους θεωρεί ο ένας τί τους θεωρεί ο άλλος. Σας παρακαλώ πολύ, εδώ δεν σας δίνω το λόγο.

Β. ΚΑΡΥΔΗΣ: Δεν θα επιμείνω. Απευθύνω πάντως παράκληση στον κ. Κατσαντώνη να διευκρινίσει εν πάση περιπτώσει. Νομίζω ότι κάτι άλλο πρέπει να εννοούσε.

ΑΛ. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: (εκτός μικροφώνου)

Β. ΚΑΡΥΔΗΣ: Εν πάση περιπτώσει, ο κ. Μανωλεδάκης επιμένει και στη χθεσινή ΑΥΓΗ έχει μια εκτεταμένη συνέντευξη λέγοντας: «Οι κατηγορούμενοι για τη 17Ν δεν πρέπει να δικαστούν με τον αντιτρομοκρατικό›. Οι απόψεις του έχουν εκτεθεί πάρα πολύ, δεν θα επιμείνω.

Από κει και πέρα και επειδή νομίζω ότι υποστηρίχθηκε κάποια στιγμή ότι η τελολογική προσέγγιση, η ερμηνευτική προσέγγιση έχω την εντύπωση ότι συνδέθηκε με τις σκοπιμότητες του νομοθέτη, θέλω να επισημάνω ότι δεν είναι καθόλου έτσι. Προφανώς αυτή η ερμηνεία λαμβάνει υπόψη το ιστορικό και το κοινωνικό πλαίσιο κάποιας διάταξης, ουδεμία όμως σχέση έχει με την τρέχουσα σκοπιμότητα του κάθε νομοθέτη.

Θα έλεγα ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, στο βαθμό που συχνά χρησιμοποιείται για την υπεράσπιση ιστορικών κατακτήσεων νομικού πολιτικού που τις αντιστρατεύεται η σκοπιμότητα η εκάστοτε του κάθε νομοθέτη. Επειδή ο κ. Εισαγγελέας κ. Μαρκής αναφέρθηκε σε συνειρμούς αρνητικούς εν όψει επιχειρημάτων από την παλαιότερη πολιτική μας ιστορία, θα ήθελα να πω ότι προφανώς δεν είμαι ανιστόρητος να ταυτίζω τη δράση της 17Ν με τη δράση του παράνομου Κομμουνιστικού κόμματος.