ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Επειδή προτίθεμαι να ζητήσω να πεντάλεπτη, γι’ αυτό παρακαλώ σε αυτό το σημείο να πείτε, να γίνει. Όχι για άλλο λόγο.
Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Σε αυτό το σημείο δεν υπάρχει ένσταση. Επειδή όμως έχω δηλώσει ότι αν το Δικαστήριο συνεχιστεί, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, θα προβληθεί ένσταση για την αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 187 και προς διευκόλυνσή σας έχω και γραπτώς αναπτύξει τους ισχυρισμούς μου και παρακαλώ να καταχωρηθούν στα πρακτικά σύμφωνα με το 141 παρ.2 του Κ.Π.Δ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχετε την ευγενή καλοσύνη να μου το δώσετε γιατί θα το δει και ο κ. Εισαγγελεύς και μετά θα το δούμε κι εμείς.
Η κα Σταμούλη έχει κάτι να πει.
Κ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ: Ήθελα να υποβάλλω μία ένσταση επίσης ως προς την εισαγωγή της υποθέσεως, της άκυρης εισαγωγής της υποθέσεως στο ακροατήριο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για ποιον κύριο;
Κ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ: Για τους κυρίους Ηρακλή Κωστάρη, Κωνσταντίνο Καρατσώλη και Παύλο Σερίφη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν παρίστασθε για τον κ. Καρατσώλη έχετε δηλώσει;
Κ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ: Για τον κ. Κωστάρη και τον Παύλο Σερίφη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για να μην κάνουμε κανένα λάθος εδώ για τα πρακτικά και φανεί ότι έχει 4 υπερασπιστές.
κ.ΣΟΦΟΣ: Με συγχωρείτε, επειδή εκπροσωπώ τον κ. Καρατσώλη, η ένσταση που υποβάλλεται από τον συνάδελφο, ομοίως ισχύει και για τον κ. Καρατσώλη.
Κ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ: Θα είμαι πολύ σύντομη. Κύριε Πρόεδρε, η ρύθμιση που εισήχθη με την διάταξη του άρθρου 308, άρθρο 1, εδάφιο τελευταίο, επαναλήφθηκε με την ρύθμιση του άρθρου 7 του Ν. 2928, που ορίζει τα περί αμετακλήτου του βουλεύματος.
Κατά την πάγια όμως ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του πρώτου αυτού άρθρου 308, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει το δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση κατά των απαλλακτικών διατάξεων του παραπεμπτικού βουλεύματος.
Στο συγκεκριμένο βούλευμα κ. Πρόεδρε, έχουμε απαλλακτικές διατάξεις, που είτε παύουν προσωρινά, είτε οριστικά, την ποινική δίωξη, είτε αποφαίνονται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των εντολέων μου στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Από τον συνδυασμό τώρα των άρθρων 483 που αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου παρ. 3 και 479 παρ. 2, προκύπτει προθεσμία μέσα στην οποία ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αλλά και των Εφετών είχε δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση κατά των απαλλακτικών αυτών διατάξεων. Η προθεσμία αυτή είναι 30 ημερών σύμφωνα με τον 479 παρ. 2.
Συνεπώς το συγκεκριμένο εδώ παραπεμπτικό βούλευμα εξεδόθη στις 30 Δεκεμβρίου του 2002. Η κλήση προς τους εντολείς μου επεδόθη στις 13 Ιανουαρίου 2003, πριν δηλαδή περάσει άπρακτη η συγκεκριμένη προθεσμία που είχε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να προσβάλει τις απαλλακτικές διατάξεις του βουλεύματος. ¶ρα η κλήση επεδόθη στους συγκεκριμένους κατηγορούμενους πριν ακόμα το βούλευμα καταστεί αμετάκλητο. Συνεπώς θεωρούμε ότι ακύρως εισήχθη η υπόθεση ενώπιον του ακροατηρίου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το λέω από την οπτική γωνία. Εφόσον ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχε δικαίωμα άσκησης αναιρέσεως, λέει ότι αυτό καθιστά αμετάκλητο το βούλευμα και ως προς την παραπομπή. Αυτό είναι το θέμα το οποίο θέτετε, έτσι δεν είναι; Το κατάλαβα καλά;
Κ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ: Παρέλειψα να σας διαβάσω απόσπασμα μόνο. Η υπ’ αριθμ’ 786/93 ¶ρειος Πάγος «η διάταξη του άρθρου 483, κατά την οποία ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, κατισχύει ως ειδικότερη στις διατάξεις του άρθρου 398.1 εδάφιο τελευταίο, κατά την οποίαν τα εγκλήματα του άρθρου 1, του Ν. 1608/50, η ανάπτυξη περατώνεται από το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως›.
Συνεπώς επί των αδικημάτων των προβλεπομένων του Ν. 1608, που επίσης έχουμε όμοια διάταξη περί του αμετακλήτου των βουλευμάτων αυτών, χωρεί αναίρεση και η προθεσμία σύμφωνα με το 479 είναι 30ήμερος.
Συνεπώς κι εδώ έπρεπε να περάσει άπρακτη η προθεσμία η 30ήμερος προκειμένου να καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα. Εδώ όμως επεδόθη 13 μέρες περίπου προ ?
΄Εχω τρεις αποφάσεις του Αρείου Πάγου κύριε Πρόεδρε, θα σας τις προσκομίσω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Απλώς ήθελα να κάνω αυτή την διευκρίνιση, ότι εννοείτε δηλαδή ότι αναίρεση είχε ο Εισαγγελέας έστω κι αν δεν είναι δι’ αμετακλήτου βουλεύματος.
Κ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ: Ναι, γιατί έτσι έχει κριθεί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχει ούτως ή άλλως του Εισηγητή Εισαγγελέα το δικαίωμα είναι κατ’ εξαίρεσιν. Και ότι αυτό καταλαμβάνει φυσικά και το αμετάκλητο του βουλεύματος και από πλευράς κατηγορουμένων. Μήπως έχουν βγει νεώτερες αποφάσεις και λένε το αντίθετο;
Κ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ: Όχι κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κάπου έχω υπόψη μου, αλλά τέλος πάντων, αυτή την ώρα δεν τις ξέρουμε.
Κ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ: Κύριε Πρόεδρε, να πω στο Δικαστήριό σας και για την Πολιτική Αγωγή σε ποια φύλλα του βουλεύματος υπάρχουν οι απαλλακτικές διατάξεις που είχε δικαίωμα να προσβάλλει ο Εισαγγελέας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι.
Κ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ: Φύλλο 704Β, παρ. 5 και 6.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και μία να υπάρχει, αν γίνει δεκτός ο συλλογισμός, γίνεται συνολικά, δεν μπορούμε να πούμε. Θα πούμε κύρια ως προς αυτό δεν ήταν αμετάκλητο αν το πούμε έτσι, ακολουθήσουμε αυτόν τον συλλογισμό, αλλά πρέπει να ακουστεί και η άλλη πλευρά πρώτα.
Κ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ: Θα σας προσκομίσω και τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αν έχετε την ευγενή καλοσύνη. Οι κύριοι Εισαγγελείς ζήτησαν μια διακοπή 30 λεπτών.
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
Δ΄ ΜΕΡΟΣ
14:10 – 15:10
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που είχε διακοπεί. Κάτι είπατε ότι θα μας δώσετε, το περιμένουμε γιατί εμείς βέβαια δεν εκδίδουμε απόφαση, αλλά έπρεπε να τα δει και ο κ. Εισαγγελεύς. Τέσσερις αποφάσεις εκ των οποίων, η 173/95 λεει ότι το αμετάκλητο της κρίσης του Συμβουλίου Εφετών που περαιώνει την κύρια ανάκριση στα εγκλήματα του άρθρου 1 του 1608, ισχύει μόνο σχετικά με τα παραπεμπτικά βουλεύματα και δεν επεκτείνεται στα απαλλακτικά.
Παραδεκτή η αναίρεση της πολιτικώς ενάγουσας ως προς το απαλλακτικό μέρος του βουλεύματος, λεει κατά το ενδιαφέρον μέρος. Η άλλη είναι η 540/93, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει αναίρεση με το 1608/50. Είναι η ίδια απόφαση και βλέπω δεν την έχετε δέσει. Δεν είχατε φαίνεται τις δυνατότητες. Δεν είναι μομφή αυτή, απλώς διαπίστωση για να ξέρω τι διαβάζω.
Η 796/93 άλλη. Ο νομοθέτης δικαιούται να θέτει περιορισμούς στο δικαίωμα κλπ. των πολιτών. Και λεει: «η διάταξη του 483 κατά την οποία ο Εισαγγελέας ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος ισχύει, ως ειδικότερη της διάταξης 308.1 και στα αδικήματα του 1608/50›. Είναι ταυτόσημη δηλαδή η θέση της νομολογίας και το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου του 2001: «Η μη έγκαιρη επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος στον κατηγορούμενο, συνεπάγεται την ακυρότητα. Τούτο πολύ περισσότερο ισχύει και για την περίπτωση που η κλήση στο ακροατήριο επιδόθηκε πριν καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα, οπότε η επίδοση τούτου είναι άκυρη›. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει, ότι η επίδοση του παραπεμπτικού να μην έχει καταστεί ακόμη αμετάκλητο, δηλαδή όχι για το θέμα του Εισαγγελέα, αλλά ως προς τις παραπεμπτικές διατάξεις εννοεί εδώ. Να μην το διαβάσουμε όλο, εσείς που το έχετε διαβάσει, εννοεί ως προς τις παραπεμπτικές διατάξεις.
Κ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ: Ή ως προς την ακυρότητα της κλήσεως.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θέλω να πω, ότι δεν έχει καταστεί αμετάκλητος στις παραπεμπτικές, για τον κατηγορούμενο υπήρχε ακόμα προθεσμία. Αυτό το λεει και ο νόμος. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Κύριε Εισαγγελεύ έχετε το λόγο.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Σχετικά με την αιτίαση περί ακυρότητος της κλήσεως προς εμφάνιση στο ακροατήριο του κατηγορουμένου, επειδή κατά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, δεν υπάρχουν τα στοιχεία του άρθρου 321 παρ. 1, εκθέτω ότι, η αιτίαση αυτή δεν είναι βάσιμη, ούτε κατά το νόμο, ούτε κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι η κλήσις αυτή ως προς τις αξιόποινες πράξεις, αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα και επομένως δεν υπάρχει θέμα αοριστίας.
Δεύτερον: Σχετικά με την αιτίαση ότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα τα άρθρα του Ποινικού Κώδικος και των ειδικών ποινικών νόμων, που προβλέπουν και τιμωρούν, τις πράξεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο και αυτή στερείται βασιμότητος, διότι, εις το βούλευμα εκτίθενται όλα τα άρθρα και του Ποινικού Κώδικος και των ειδικών νόμων, παρατίθενται για όλους τους κατηγορουμένους και δεν είναι υποχρέωσις να εκδίδεται για τον καθένα χωριστά. Περαιτέρω δε, τα άρθρα εκτίθενται και στην εισαγγελική πρόταση, εις την οποίαν το βούλευμα αναφέρεται και η οποία έχει γίνει ένα σώμα με το βούλευμα.
Περαιτέρω, η αιτίασις περί παραβάσεως του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος ο κ. Τζωρτζάτος δεν έχει πληροφορηθεί εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας, αυτή η αιτίασις επαναλαμβάνω ότι είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι εις το βούλευμα εκτίθενται ενόψει των κανόνων του δικαίου, ενόψει της μείζονος προτάσεως, όλα τα απαραίτητα πραγματικά περιστατικά και μάλιστα λεπτομερώς.
Τέλος στο θέμα του ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχε προθεσμία να ασκήσει αναίρεση κατά των απαλλακτικών διατάξεων του βουλεύματος, το οποίον δικαίωμα δεν άσκησε, τούτο δεν έχει επίδραση στο αμετάκλητον του βουλεύματος στο σύνολό του, δεδομένου ότι σχετικά με τις παραπεμπτικές διατάξεις του βουλεύματος, υπήρχε και υπάρχει το αμετάκλητον αυτού.
Και τέλος σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 2928/2001, η επερώτησις κύριας ανάθεσης για τα κακουργήματα του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη, από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρόταση στο Συμβούλιο Εφετών που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμα για τα συναφή, ανεξάρτητα από την βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποια απ’ αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος της ανάκρισης.
Κύριοι Δικασταί, όλοι σεβόμεθα τους δικονομικούς τύπους. Και ο ομιλών ιδιαίτερα. Οι δικονομικοί τύποι είναι γραμμένοι με το αίμα αθώων κατηγορουμένων. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αυτοί οι τύποι, πρέπει να χρησιμοποιούνται εν αγνοία αυτών οι οποίοι υποβάλουν τις ενστάσεις με τρόπο τέτοιο ώστε να παρακωλύεται η πρόοδος της δίκης.
Έχω λοιπόν την γνώμη, ότι αυτές οι ενστάσεις όπως υπεβλήθησαν, φρονώ ότι υπεβλήθησαν από εσφαλμένη εκτίμηση των κανόνων του δικαίου και δεν θέλω να πιστέψω κύριε Πρόεδρε ότι οι υποβάλλοντες αυτές τις ενστάσεις εσκόπουν στην παρέλκυση της δίκης και για τον λόγο αυτό και υπέβαλαν τις ενστάσεις δηλαδή από εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών νομικών κανόνων.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ¶λλος εκ των κυρίων Εισαγγελέων;
Β.ΜΑΡΚΗΣ: Κύριε Παπαδάκη σας παρακαλώ, επειδή μου έχετε δοθεί ο λόγος ας περιμένετε λίγο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Παπαδάκη δεν πρόκειται να σας στερήσουμε το λόγο, διότι εδήλωσε ο κ. Εισαγγελεύς ότι πιστεύει ότι δεν υπάρχει πρόθεση από τους υποβαλλόμενους τις ενστάσεις να έχουν κάτι τέτοιο. Είπε όμως ότι μπορεί λεει να συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις ενδεχομένως και κάτι τέτοιο, αυτή ήταν η εξήγησή του. Όταν σας δοθεί ο λόγος, μάλλον όμως δεν εννοούσε εσάς, απ’ ότι εξήγησε στο τέλος. Διότι και εμένα κάποια στιγμή κάτι τέτοιο είδατε και σας κοίταξα, όμως ξανά δόθηκε ο λόγος και είπε ο κ. Εισαγγελεύς, δεν υπάρχει λόγος.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε εγώ δεν έχω λόγο. Πιστεύω ότι η πλευρά εκείνη ασκεί τα καθήκοντά της με τρόπο εποικοδομητικό στην ποινική διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση ασφαλώς κατά την άποψή μου υπήρχε μια εκτίμησις διαφορετική. Αποσύρω την λέξη την εσφαλμένη και αφήνω την λέξη διαφορετική εκτίμηση των δικονομικών κανόνων δικαίου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε ο διάλογος δεν θα είχε κανένα νόημα. Τότε ο ρόλος του δικηγόρου ξέρετε θα τον λέγαμε ότι περίττευε στο τέλος, αλλά δεν είναι έτσι όμως, δεν θέλω να λέμε τέτοια πράγματα.
Β.ΜΑΡΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, σε όσα ορθά και έτσι με ένα σύντομο, αλλά περιεκτικό λόγο ο συνάδελφός μου σας ανέπτυξε, σχετικά με τα νομικά ζητήματα που θέτει η ένσταση, εγώ θέλω να σας προσθέσω δυο σκέψεις έτσι περισσότερο σημειολογικής σημασίας. Θα έλεγα δηλαδή για μένα ότι, δεν είναι τυχαίο ότι οι ενστάσεις αυτές προβάλλονται από δυο από τους ίσως ηλικιακά νεωτέρους συνηγόρους της υπεράσπισης. Δείχνει για μένα την αγωνία των υπερασπιστών, μη τυχόν αφήσουν έστω και μια περίπτωση που θα μπορούσε ένας νομικός λόγος σοβαρός να ακουστεί, που θα κάλυπτε υπερασπιστικά τους πελάτες τους, να μην τεθεί υπό την κρίση του Δικαστηρίου σας.
Έτσι εγώ τουλάχιστον εκτίμησα την τοποθέτησή της, έχω όμως την εντύπωση, ότι ειδικά η ένσταση που υποστηρίχτηκε από την υπεράσπιση του κ. Τζωρτζάτου, θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω ως νομική ακροβασία. Ξεκινάει δηλαδή από μια ένσταση που αφορά κύρος επίδοσης κλήσης, για να καταλήξει τελικά δια της τεθλασμένης αυτής οδού, να ανατρέψει ένα αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι εν τη ρύμη του λόγου του κ. Μυλωνά, αναφέρθηκαν προκειμένου να αιτιολογηθούν οι θέσεις του οι εξής φράσεις, ότι το βούλευμα είναι άκυρο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να λειτουργήσει όπως το 321 προβλέπει στη δεύτερη παράγραφο, δηλαδή αναπληρώνει τα στοιχεία της πράξης και τις νομικές διατάξεις που πρέπει να υπάρχουν στο ίδιο το κλητήριο θέσπισμα. Πλην των άλλων, διότι δεν υπάρχουν οι αναγκαίοι νομικοί συλλογισμοί και δεν υπάρχει αιτιολογία.
Έτσι θα έλεγα δια της τεθλασμένης επικρίθηκε να ανατραπεί ένα βούλευμα το οποίο καλώς ή κακώς ο νόμος το θεωρεί αμετάκλητο. Και έχω την εντύπωση, δεν είμαι σίγουρος αυτή τη στιγμή, ότι το συγκεκριμένο βούλευμα τουλάχιστον ως προς κάποιους κατηγορουμένους έχει κριθεί αμετάκλητο.
Έχω λοιπόν την εντύπωση, αναγνωρίζω ότι την ευρηματικότητα της σκέψης του κ. Μυλωνά που προς στιγμή με αιφνιδίασε, και με αιφνιδίασε υπό την εξής έννοια: πάντα προσπαθώ να βάλω τον εαυτό μου στη θέση του υπερασπιστή , τι θα μπορούσα να προβάλω για να υπερασπίσω και πρέπει να αναγνωρίσω στον κ. Μυλωνά την ευρηματικότητα, αυτό δεν είχε περάσει πράγματι από το μυαλό μου. Ευχαριστώ κύριε Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Παπαδάκη έχετε το λόγο. Της υπεράσπισης του κ. Τζωρτζάτου δεν είστε; Δεν τον είχα δει τον κ. Παπαδάκη και λεει ότι εγώ σας είχα ζητήσει το λόγο ως συνήγορος του κ. Τζωρτζάτου.
Β.ΜΑΡΚΗΣ: Όχι κύριε Πρόεδρε με συγχωρείτε πάρα πολύ, απ’ ότι κατάλαβα εγώ ο κ. Παπαδάκης, επιχείρησε να αναμιχθεί στη συζήτηση από μια συγκεκριμένη στάση του κ. συναδέλφου, όχι επί των στοιχείων της ένστασης, η ένστασις αναπτύχθηκε, το Δικαστήριο απεσύρθη, δεν είναι δυνατόν να επανέλθει τώρα ο κ. Παπαδάκης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ας μιλήσει τουλάχιστον ένας τουλάχιστον από την πολιτική αγωγή, μην αρχίσουμε όλοι μαζί.
(Διαλογικές Συζητήσεις)
Δ.ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ: Με συγχωρείτε κύριε πρόεδρε, αλλά η υπόθεσις Τζωρτζάτου αφορά και εμάς.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το ξέρω, όπως εισάγεται με την κατηγορία, δεν ξέρουμε εμείς εάν αφορά στ’ αλήθεια ή όχι κανέναν. Αυτή την ώρα δεν ψάχνουμε τέτοια. Δεν επιλέγουμε κανέναν εμείς και ξέρετε πόσο μας αρέσει η αρχή της ισότητας έναντι πάντων που είναι εδώ μέσα και των κ.κ. κατηγορουμένων και αυτών που ήρθαν πολιτικώς ενάγοντες και των δικηγόρων τους και όλου του κόσμου. Τότε το Δικαστήριο αν δεν τεθεί σε θέση μακράν πάντων, αλλά διακείμενη ευνοϊκά σε ότι θέλουν να πουν, αλίμονο. Έχετε την καλοσύνη να αναπτύξετε.
Η.ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Η υπεράσπιση του κ. Τζωρτζάτου ανέπτυξε μια ένσταση, αντιρρήσεις ορθότερα στην πρόοδο της διαδικασίας. Απ’ όλη την ανάπτυξη η οποία υπήρξε μακρά, σωστά ήσαν όσα παρατέθηκαν από διάφορα βιβλία τα οποία ανέγνωσε ο κ. Μυλωνάς. Επίσης οι διατάξεις του νόμου, τις οποίες μας θύμισε, αν και νομίζω κύριε Πρόεδρε ότι απευθυνόμενοι στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε και να διαβάζουμε ξανά όλες τις διατάξεις του νόμου. Είναι γνωστές, μια υπενθύμιση χρήσιμη είναι βέβαια, αλλά και αυτή με μέτρο.
Λέγω λοιπόν, ότι ο κ. Μυλωνάς προβάλλει ακυρότητα, επικαλούμενος πρώτον, ότι οι κατηγορίες που αποδίδονται στον κ. Τζωρτζάτο, δεν συνοδεύονται από την παράθεση των άρθρων της Ποινικής Νομοθεσίας που προβλέπουν τις αντίστοιχες πράξεις.
Αναφέρομαι στα όσα ο αξιότιμος κ. Τακτικός Εισαγγελέας ανέπτυξε, ότι δηλαδή ο νόμος δεν επιβάλει να αναφέρονται οι διατάξεις στο τέλος του βουλεύματος, ούτε εκεί που θα ήθελε η υπεράσπιση ντε και καλά, αρκεί οι διατάξεις αυτές να αναφέρονται. Και το βούλευμα αυτό, έχοντας πολλούς κατηγορουμένους τους οποίους παραπέμπει, για δράση μάλιστα συναυτουργική, συμμετοχική κ.ο.κ., στο γενικό μέρος θα έλεγα όπου αναπτύσσει τα νομικά σε σχέση με τις διατάξεις που εφαρμόζονται, παραθέτει τις διατάξεις, τις οποίες εφαρμόζει και μάλιστα τις ερμηνεύει και λεει τις απόψεις του, σχετικά με τις διατάξεις αυτές. Αυτά δε, σε συνδυασμό με την εισαγγελική πρόταση, στην οποία εξ ολοκλήρου αναφέρεται το βούλευμα, πλην των σημείων εκείνων όπου έχει διαφορετική άποψη εν σχέση με τον κ. Εισαγγελέα, αποτελούν το σώμα του βουλεύματος, το οποίο με πληρότητα παραθέτει όλες τις διατάξεις που αφορούν τον κ. Τζωρτζάτο.
Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, λέγει η υπεράσπιση ότι και αυτά τάχα δεν μνημονεύονται για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και δη, προβάλλει η υπεράσπιση, σε σχέση με την πράξη της συμμετοχής στην εγκληματική οργάνωση. Μα αν δει κανείς στην αρχή του σκεπτικού του βουλεύματος, πως το βούλευμα σκέπτεται για να δεχθεί, να πιθανολογήσει ότι οι παραπεμπόμενοι για το αδίκημα αυτό κατηγορούμενοι, συγκρότησαν, η αρχική ομάδα και στη συνέχεια προσχώρησαν, οι επόμενοι, αναφέροντας μάλιστα και το έτος της προσχωρήσεως καθενός απ’ αυτούς, το πρόσωπο το οποίο τους μύησε στην οργάνωση και περιγράφοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οργανώσεως και δη, τόσο τις πράξεις τις οποίες είχε σκοπό να εκτελέσει, εξακολουθητικώς και κατά συρροή, αλλά και την δομή την οποία είχε, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε, τους συνωμοτικούς κανόνες, την ετοιμότητα των μελών να συμβάλουν όλοι στην επιτυχία των σκοπών της οργάνωσης, τον αρχηγικό ρόλο κάποιων εκ των κατηγορουμένων κ.ο.κ., δεν θα επαναλάβω. Αυτά όλα είναι πραγματικά περιστατικά, πώς να το κάνουμε;
Μπορεί η Υπεράσπιση να μην τα αποδέχεται αυτά, αλλά αυτό αφορά την ουσία της υποθέσεως. Το δε λεγόμενο ότι δεν μας απαντά το βούλευμα ενώ εμείς ισχυριστήκαμε, ο κ. Τζωρτζάτος δηλαδή ότι «αποχώρησα από την Οργάνωση το έτος 1992 –δεν θυμάμαι, δεν έχει σημασία– ότι το είπαμε και δεν μας απάντησε›. Μα δεν έχει υποχρέωση το βούλευμα όταν διατυπώνει την κατηγορία γιατί σε αυτό αναφερόμαστε.
Το διατακτικό του βουλεύματος να απαντάει στα επιχειρήματα και τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων και πέραν αυτού το ίδιο το βούλευμα δέχεται ότι η συμμετοχή στην Οργάνωση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τον χρόνο της συλλήψεώς του. Το πώς συνεχίστηκε το περιγράφει έχοντας πει τον τρόπο λειτουργίας αυτής της Οργάνωσης. Συνεχίστηκε με την συμμετοχή στην Οργάνωση αυτή η οποία είχε αυτά τα μέλη, λειτουργούσε με αυτό τον τρόπο, είχε εκείνους τους στόχους κλπ. Τι άλλο παραπάνω να πει το βούλευμα; Δεν μπορούσε να πει τίποτε άλλο.
Στη συνέχεια δε στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας ο αγαπητός κ. Μυλωνάς διολίσθησε από την προβολή αντιρρήσεων σε σχέση με το παραδεκτό του βουλεύματος, δηλαδή την λεπτομέρεια στην περιγραφή των κατηγοριών στον αναιρετικό έλεγχο όπως επισημάνθηκε εύστοχα και από έδρας κ. Πρόεδρε.
Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Μην διαστρεβλώνετε.
Η.ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Κάπου πρέπει να σταματήσει αυτό κ. Πρόεδρε. Καθ’ όσον με αφορά θα παρακαλούσα να υποδείξετε στον κ. Συνάδελφο να μην μου αποδίδει, να μην λέει «διαστρεβλώνετε›.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας παρακαλώ, στο τέλος που θα μιλήσετε μπορείτε να τα πείτε αυτά.
Η.ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ανεχθήκαμε όλη την ανάπτυξη η οποία δεν θέλω να πω χαρακτηρισμό.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ανεχθήκατε όλη;
Η.ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Την ανάπτυξη από πλευράς της Υπερασπίσεως χωρίς να βγάλουμε τσιμουδιά.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η λέξη «ανέχομαι› όμως δεν πρέπει να περιέχεται σε αίθουσα.
Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Ανέχθηκε ο κ. Συνήγορος την ανάπτυξη λεπτομερών ισχυρισμών;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το θέμα είναι ότι κάποια στιγμή τον διακόψατε και παραβιάσατε εσείς κάποια στιγμή. Μπορούσατε στο τέλος να πείτε «παρακαλώ να ανακαλέσει αυτό που λέει› όταν θα έρθει η σειρά σας όμως.
Η.ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, όταν κάποιος από μας αναπτύσσει μία άποψη οι άλλοι την κατανοούν, όπως την κατανοούν. Δεν μπορεί όταν εγώ λέω τι αντιλαμβάνομαι από αυτά που είπε ο κ. Μυλωνάς να σηκώνετε ο κ. Μυλωνάς και να λέει «διαστρεβλώνω τα λόγια του›. Αυτό είναι μομφή η οποία είναι απαράδεκτη και θα του συγχωρήσω ούτε λόγο της ηλικίας του, γιατί τόσο μικρός δεν είναι για να απευθύνει στον ομιλούντα τέτοια πράγματα μέσα στο ακροατήριο. Πρέπει να σταματήσει αυτό κ. Πρόεδρε. Δεν θα με πείραζε να πει ο οποιοσδήποτε κατηγορούμενος ότι θέλει. Είναι κατηγορούμενος, είναι σε δύσκολη θέση και δεν με πειράζει. Αλλά από συναδέλφους να χρησιμοποιούν τέτοιες λέξεις δεν το δέχομαι. Ζητώ την προστασία σας κ. Πρόεδρε.
Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: (Εκτός μικροφώνου)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ κ. Μυλωνά. Δεν θα ξαναμιλάτε εάν δεν έρθει η σειρά σας και παρακαλώ πάρα πολύ.
Η.ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν μπορεί να παραβιάζεται η δικονομική τάξη όποτε ο κ. Μυλωνάς θέλει να σηκωθεί να πάρει το λόγο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γενικά να πει ο Προεδρεύων, ότι εδώ δεν κάνουμε διαλέξεις και τέτοια πράγματα, ούτε επιτρέπεται να κόβουμε ο ένας τον άλλο. Εδώ είναι Δικαστήριο. Μιλάει, αφήστε να αρθρώσει το λόγο γιατί ξέρετε τι γίνεται; Καμία φορά είναι συγκεντρωμένος σε ένα θέμα. Εάν εμείς έτσι επίτηδες του χτυπάμε λίγο, που λέμε «heat and run›, του χτυπάμε κάτι, χάνει το λόγο του, μετά δεν ξέρει και τι λέει ο άλλος. Μην δημιουργηθούν τέτοια γιατί κάποια στιγμή αυτός θα πει, θα λέτε εσείς, θα σας διακόπτουν από κει. Θα σας αποδώσει τα ίσα. Δεν έχουμε εδώ πέρα τέτοιες μεθόδους.
Εδώ είναι Δικαστήριο και είπα ορθολογικός διάλογος να αναπτυχθεί σε ήρεμη κατάσταση με αμοιβαίο σεβασμό. Είστε Συνήγοροι και απ’ ότι βλέπω, διαπίστωσα αυτές τις μέρες πάρα πολύ υψηλού επιπέδου όλοι. Δεν θέλω να κατεβάζουμε το επίπεδο με διακοπές και με τέτοια πράγματα και παρακαλώ όλες τις πλευρές. Ευχαριστώ για την κατανόηση.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Έλεγα λοιπόν κ. Πρόεδρε ότι η ανάπτυξη των αντιρρήσεων οι οποίες είχαν ως αφετηρία το απαράδεκτο της εισαγωγής της υποθέσεως επειδή η κατηγορία δεν περιγράφεται με τρόπο ορισμένο στο διατακτικό του παραπεμπτικού βουλεύματος, στη συνέχεια διολίσθησε σε επιχειρηματολογία που αφορά την αιτιολογία του βουλεύματος.
Αυτό διότι ο ίδιος ο αναπτύξας τις αντιρρήσεις επεκαλείτο διαρκώς το άρθρο 139 του Κ.Π.Δ. το οποίο άρθρο 139 ως γνωστόν αναφέρεται στην ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των βουλευμάτων και των αποφάσεων. Αλίμονο δηλαδή εάν εθεμελιούντο αντιρρήσεις βάσιμες στην πρόοδο της δίκης επειδή το βούλευμα δεν έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κατά την άποψη οποιουδήποτε κατηγορουμένου.
Αυτό είναι θέμα το οποίο όταν υπάρχει αναίρεση ελέγχει ο ¶ρειος Πάγος, όταν δεν υπάρχει αναίρεση δεν ελέγχει κανείς και αυτό ισχύει και για τα βουλεύματα τα οποία είναι αμετάκλητα επειδή φέρ’ ειπείν παραπέμπουν για πλημμέλημα τον κατηγορούμενο και δεν έχει δικαίωμα να τα προσβάλει αυτά, αλλά και για τα βουλεύματα τα οποία αφορούν κακουργήματα όταν κατ’ αυτών δεν χωρεί αίτηση αναιρέσεως όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.
Δεν μπορεί λοιπόν η Υπεράσπιση να προβάλλει απαράδεκτον επικαλούμενη το αναιτιολόγητο. Όπως και να το κάνουμε δικονομικά αυτές είναι δύο διαφορετικές κατηγορίες που δεν έχει καμία σχέση η μία με την άλλη. Ούτε βεβαίως φταίει τίποτε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εδώ να συνεπικαλείται ο κ. Συνήγορος για να υποστηρίξει ότι εξ αυτής συνάγεται συμπέρασμα περί της ανάγκης της αιτιολογίας του βουλεύματος.
Αυτό το οποίο λέει η σύμβαση είναι να πληροφορηθεί ο κατηγορούμενος για ποιο πράγμα κατηγορείται και αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα να εκθέτει το περιέχον την κατηγορία έγγραφο τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συγκροτούν τις πράξεις που του αποδίδονται.
Εάν δείτε τις 30 πράξεις οι οποίες νομίζω τόσες είναι περίπου, αποδίδονται στον κ. Τζωρτζάτο θα δείτε σειρά πραγματικών περιστατικών. Ας τα δει η Υπεράσπιση και πάλι που λέει «τι έκανε› κατά την κατηγορία πάντοτε ο κύριος κατηγορούμενος αυτός. Ότι πήγε στην υπόθεση Νορντίν το αυτοκίνητο από την προηγούμενη, συνέδεσε κλπ. Δεν χρειάζεται να τα πω. Αυτά όλα είναι τα πραγματικά περιστατικά. Του λέει δηλαδή η κατηγορούσα πολιτεία ποιες πράξεις, τι ενέργειες, τι παραλείψεις, σε τι ενέργειες προέβη για να έχει κατά πιθανολόγηση την ευθύνη η οποία του αποδίδεται.
Δεν υπάρχει ζήτημα εδώ παραβιάσεως της συμβάσεως. Τα πράγματα είναι ξεκαθαρισμένα και τελευταίο θέμα όσον αφορά το θέμα του αμετακλήτου, ήδη από τη νομολογία την οποία επεκαλέστη η αγαπητή κυρία συνάδελφος προκύπτει και αυτό είναι παγία θέση της νομολογίας αφότου με το Ν. 1738/87 εισήχθη το εδάφιο το επιπλέον στο άρθρο 308 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. για το αμετάκλητο της κρίσεως του Συμβουλίου Εφετών σε υποθέσεις που χαρακτηρίζονται με το Ν. 1608/50 και αυτή την διάταξη επεξέτεινε ο πρόσφατος 2928/2001 στις υποθέσεις όπως αυτή που μας απασχολεί.
Η νομολογία λοιπόν παγίως δέχθηκε ότι: το αμετάκλητο αυτό αφορά την παραπομπή και όχι τις απαλλακτικές διατάξεις του βουλεύματος ή εν τω συνόλω το απαλλακτικό βούλευμα. Αυτή είναι παγία θέση της νομολογίας αν και υποστηρίχθηκε από ορισμένες πλευρές ότι θα έπρεπε κανονικά ούτε το απαλλακτικό σκέλος να προσβάλει. Δεν είναι αυτή η άποψη της νομολογίας.
Για δε το άλλο θέμα, εάν δηλαδή η διάταξη η οποία παρέχει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το δικαίωμα να ασκεί αναίρεση κατά παντός βουλεύματος ακόμα και όταν παρεμπίπτονται και ούτω καθεξής. Είναι διάταξη η οποία κατισχύει του 308 παρ. 1 υπό την έννοια ότι και επί των βουλευμάτων που εκδίδονται με τη διαδικασία αυτή του 1608 τότε, σήμερα του 2928/2001 ότι μπορεί και αυτά να τα προσβάλει με αναίρεση, το θέμα αυτό απ’ ότι θυμούμαι κ. Πρόεδρε και το έχω σημειώσει ετέθη από τον ίδιο τον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου τότε τον κ. Ευθυμιάδη σε βούλευμα το οποίο αφορούσε την γνωστή ως υπόθεση της «Ακτής Πλέπη› με κατηγορουμένους για απιστία στελέχη της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας, Πρόεδρο και άλλους και με κατηγορουμένους ως ηθικούς αυτουργούς του επιχειρηματίες Αρβάνη και Χιόνη.
Εκεί είχε ασκήσει αναίρεση ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Ευθυμιάδης υποστηρίζοντας ότι η διάταξη που του παρέχει το δικαίωμα να προσβάλει με αναίρεση παν βούλευμα σημαίνει ότι έχει δικαίωμα να προσβάλει το βούλευμα αυτό και κατά τις παραπεμπτικές του διατάξεις. Παραπομπή δηλαδή των δύο επιχειρηματιών για ηθική αυτουργία στην απιστία.
Εκεί λοιπόν πάρα την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στο αναιρετήριο και στην πρόταση από τον κ. Ευθυμιάδη, ο ¶ρειος Πάγος με την απόφασή του 319/1991 δημοσιευμένη στα «Ποινικά Χρονικά› τόμος ΜΑ, σελίδα 909 και επόμενες αποφάνθηκε ότι οι παραπεμπτικές διατάξεις του βουλεύματος είναι αμετάκλητες από την έκδοσή του.
Την άποψη αυτή του Αρείου Πάγου επέκρινε ο Καθηγητής κ. Καρράς με νομικό ζήτημα που δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόμο ΜΑ, σελίδες 1067 και επόμενες, πλην όμως η νομολογία αυτή είναι παγία έκτοτε. Αυτό σημαίνει για την παρούσα υπόθεση, ήδη νομίζω το υπαινιχθήκατε κ. Πρόεδρε ότι και αν αληθεύει και δεν έχω αμφιβολία περί αυτού ότι ο μήνας δεν είχε παρέλθει από την έκδοση του βουλεύματος μέχρι την επίδοσή τους στους κ. Κατηγορουμένους όπως λέει η αγαπητή κυρία συνάδελφος και επομένως το βούλευμα αυτά καθώς αναφορά το απαλλακτικό του σκέλος δεν είχε καταστεί αμετάκλητο αυτό δεν έχει καμία έννομη επιρροή εν προκειμένω διότι εδώ οι κατηγορούμενοι εισάγονται με τις παραπεμπτικές διατάξεις του βουλεύματος και αυτές όσον αφορά αυτές τις διατάξεις το βούλευμα ήταν από την έκδοσή του αμετάκλητο.
Είναι γνωστό, δεν χρειάζεται να το επαναλάβω, ότι συχνά στα βουλεύματα που περιέχουν διατάξεις άλλες εκ των οποίων είναι αμετάκλητες και άλλες είναι εκκλητές ή δεκτικές προσβολής με αναίρεση και ούτω καθεξής.
Επομένως οι κύριοι κατηγορούμενοι εισάγονται αμετακλήτως καθ’ ο μέρος στο βούλευμα τους παρέπεμψε και η μη συμπλήρωση, η μη πάροδος της προθεσμίας για την άσκηση αναιρέσεως από τον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά των απαλλακτικών διατάξεων υποβάλλεται εδώ αλυσιτελώς και άλλαξε ο νόμος συμφέροντος διότι αυτό δεν έχει σημασία για την κατηγορία ως εισάγεται.
Θα είχε βάση αυτή η ένσταση εάν είχε ασκήσει αναίρεση ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κατά των απαλλακτικών διατάξεων και εν συνεχεία μεταρρυθμιζόταν το βούλευμα κατά τις απαλλακτικές του διατάξεις και εισήγοντο εδώ κατηγορίες για τις οποίες αρχικά με το βούλευμα δηλαδή το εφετειακό είχαν απαλλαγεί οι κύριοι κατηγορούμενοι.
Τέτοιο θέμα δεν έχουμε και άρα ζήτημα μην έγκυρης εισαγωγής της υποθέσεως εκ του γεγονότος ότι το βούλευμα το οποίο επιδόθηκε στους κυρίους κατηγορουμένους δεν είχε καταστεί αμετάκλητο όσον αφορά τις κατηγορίες που τους αποδίδει, δεν τίθεται στην υπόθεση αυτή.
Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Θέλω να απαντήσω?
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν θέλω να απαντήσετε τώρα! Στο τέλος θα απαντήσετε σε όλα. Τελειώσαμε. Εμείς καταλάβαμε αυτά που είπατε. Εάν νομίζετε ότι δεν τα καταλάβαμε στο τέλος θα τα ξαναπείτε πάλι αν νομίζετε κι εσείς ότι χρειάζεται.