Πολιτική
Δευτέρα, 17 Μαρτίου 2003 19:21

Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (17/3/2003) Μέρος 2/7

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λοιπόν, και εσείς προσθέστε ό,τι θέλετε. Εκπροσωπείτε;

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Εκπροσωπώ τον κ. Γεωργιάδη. Από τη δική μας τη μεριά να πούμε τα εξής. Σε σχέση με τον κ. Γεωργιάδη υπάρχει μία ένορκη κατάθεσή του ως μάρτυρα που λήφθηκε την 17η Ιουλίου, ώρα 04:20. Υπάρχει η προανακριτική απολογία του και η απολογία του ενώπιον της Τακτικής Ανακρίτριας.

Ως προς την ένορκη μαρτυρική του κατάθεση, είναι σαφές, ότι κατά το χρόνο κατά τον οποίον εξετάζεται ως μάρτυρας ο κ. Γεωργιάδης σε βάρος του έχουν εγερθεί από την πλευρά των διωκτικών αρχών, από την πλευρά των ανακριτικών αρχών πυκνές ενδείξεις ενοχής. Ενδεικτικά αναφέρω ότι η μαρτυρική αυτή κατάθεση λαμβάνεται ενώ ο κ Γεωργιάδης έχει μεταχθεί με C-130 από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, προκειμένου να εξεταστεί από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, έχω και κάποιο δημοσίευμα της 17ης Ιουλίου από την εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ› όπου αναφέρεται ότι ο άγνωστος άνδρας, προφανώς αναφέρεται στον κ. Γεωργιάδη, που έφεραν χθες το βράδυ από τη Θεσσαλονίκη έχει παίξει ρόλο στο θέμα των κρησφύγετων της Οργάνωσης που βρέθηκαν στην Αθήνα και δεν αποκλείεται να είναι ο τρίτος άνθρωπος στις γιάφκες που έγραψε χθες η «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ›.

Είναι σαφές δηλαδή, ότι δεν προσάγεται να εξεταστεί ως μάρτυρας ο κ. Γεωργιάδης, ότι είναι βέβαιον ότι θα του αποδοθεί κατηγορία. Κατά την έννοια αυτή θεωρώ, ότι ο κ. Γεωργιάδης κατά τον χρόνο εκείνο, δηλαδή τα χαράματα, το πρωί της Τετάρτης 17 Ιουλίου, ώρα 04:20 ήταν ήδη κατηγορούμενος κατά την έννοια ότι στην πορεία της ανάκρισης ήδη είχαν εγερθεί σε βάρος του πυκνές ενδείξεις ενοχής και ήταν βέβαιον ότι θα του αποδοθεί η κατηγορία αυτή. Ωστόσο μαρτυροποιήθηκε ο κ. Γεωργιάδης κατά τη συνήθη πρακτική προκειμένου να μην του αποδοθούν τα δικαιώματα εκείνα, τα οποία έχει ο κατηγορούμενος κατά την διάρκεια της προανάκρισης.

Επομένως θεωρούμε και χωρίς να μακρηγορήσω επ’ αυτού ότι ο κ. Γεωργιάδης είναι δικαιώματι κατηγορούμενος κατά την έκφραση του Καθηγητή και συν’ επώνυμού σας κ. Μαργαρίτη του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και κατ’ αυτήν την έννοια η προανακριτική του ένορκη μαρτυρική κατάθεση θα πρέπει να αφαιρεθεί από τη δικογραφία και να μην ληφθεί υπόψη.

Επ’ αυτού αναφέρομαι στις αποφάσεις στις οποίες και ο κ. Σταμούλης ανέφερε σ’ εσάς, αυτές αφορούν ανωμοτί μαρτυρικές καταθέσεις κατηγορουμένων που λαμβάνονται κατά την προανάκριση, ωστόσο είναι σαφές νομίζω και η θεωρία το δέχεται, ότι κατά την ίδια έννοια θα πρέπει η ακυρότητα της αποδεικτικής αξιοποίησης των καταθέσεων αυτών να αφορούν και τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις που λαμβάνονται από τους μετέπειτα κατηγορουμένους.

Επ’ αυτού υπάρχουν και σχετικοί σχολιασμοί, τους οποίους δεν θεωρώ, ότι θα πρέπει να απασχολήσω επί μακρόν το Δικαστήριό σας να τους αναφέρω. Ωστόσο το αίτημά μας αφορά και την προανακριτική απολογία του κ.Γεωργιάδη και την απολογία του ενώπιον της Τακτικής Ανακρίτριας και τούτο για τους εξής λόγους. Η προανακριτική του απολογία η οποία λαμβάνεται την ίδια μέρα, ώρα 14:00 μ.μ. σύμφωνα με την έκθεση εξετάσεως, έχει ληφθεί κατά πλήρη παράβαση των δικαιωμάτων τα οποία επιφυλάσσει στον κατηγορούμενο ο Κ.Π.Δ.

Συγκεκριμένα ο κ. Γεωργιάδης στερήθηκε του δικαιώματος να διορίσει συνήγορο καίτοι το είχε ζητήσει. Δεν ενημερώθηκε για το δικαίωμα να σιωπήσει και να μην αυτοενοχοποιηθεί, ενώ κάτι τέτοιο σαφώς ορίζεται από τον Κ.Π.Δ. και είναι κάτι το οποίο αναγνωρίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 14 του διεθνούς συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, σύμφωνα με το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα, απολάβει την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέτει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του.

Το δικαίωμα να σιωπήσει παρότι είναι ένα δικαίωμα το οποίο είναι σαφές στην εσωτερική έννομη τάξη, δεν του γνωστοποιήθηκε, με αποτέλεσμα να εξαναγκαστεί ουσιαστικά να καταθέσει όσα κατέθεσε. Επιπλέον έχουμε τον ισχυρισμό, τον έχουμε διατυπώσει και στο υπόμνημά μας ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, ότι το περιεχόμενο των καταθέσεων του κ. Γεωργιάδης, της κατάθεσής του, της προανακριτικής του απολογίας είναι αποτέλεσμα βασανιστηρίου, δηλαδή ψυχολογικής βίας, ψυχολογικής απειλής ότι θα του αποδοθούν κι άλλες αξιόποινες, βαρύτερες ως προς την επίπτωσή τους αξιόποινες πράξεις, καθώς και προϊόν στέρησης ύπνου.

Η στέρηση ύπνου κατά το σύγγραμμα του Καθηγητή Καρρά, κατά το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο αποτελεί βασανιστήριο, αποτελεί λοιπόν αξιόποινη πράξη. Είναι λοιπόν η προανακριτική απολογία κατά την έννοια αυτή του κ. Γεωργιάδη προϊόν αξιόποινης πράξης και κατ’ αυτή την έννοια υπάγεται στην έννοια του απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου σύμφωνα με το άρθρο 177 παρ. 2 του Κ.Π.Δ.

Επιπλέον θεωρούμε ότι ο κ. Γεωργιάδης δεν οδηγήθηκε εντός του νόμιμου χρόνου, του χρόνου τον οποίο ορίζει ο νομοθέτης ενώπιον Εισαγγελέα και τακτικού ανακριτή. Να αναφέρουμε ότι ο κ. Γεωργιάδης συνελήφθη στη Θεσσαλονίκη το μεσημέρι της Τρίτης 16 Ιουλίου, οδηγήθηκε ενώπιον Εισαγγελέα και τακτικής ανακρίτριας, 48 ώρες μετά. Σε όλο αυτό το προηγούμενο χρονικό διάστημα είχε παραμείνει μέσα στην αντιτρομοκρατική υπηρεσία, υφιστάμενος τα όσα και ο ίδιος αναφέρει και εμείς αναφέρουμε στο υπόμνημά μας ενώπιον του Συμβουλίου των Εφετών ότι υπέστη, απειλές, βασανισμούς, στέρηση ύπνου, χωρίς να δικαιολογείται αυτή η καθυστέρηση ως προς την παραπομπή του στον Εισαγγελέα και στην τακτική ανακρίτρια από οποιονδήποτε άλλο λόγο.

Κατ’ αυτή την έννοια θεωρούμε ότι έχει παραλόγως κατακρατηθεί ο κ. Γεωργιάδης της διάρκεια της προανάκρισης και κατ’ αυτή την έννοια και πάλι θα πρέπει να θεωρηθεί η κατάθεσή του η προανακριτική ως προϊόν αξιόποινης πράξης, ως παράνομο αποδεικτικό μέσο και έχουμε το αίτημα να μη ληφθεί υπόψη και να αφαιρεθεί απ’ τη δικογραφία.

Περαιτέρω, ενώπιον της ανακρίτριας, ο ισχυρισμός μας είναι ότι ο κ. Γεωργιάδης οδηγήθηκε ενώπιον της τακτικής ανακρίτριας, χωρίς να έχει ασκήσει το δικαίωμα να επικοινωνήσει με συνήγορο. Και εδώ να κάνουμε την εξής διάκριση, ότι το δικαίωμα επικοινωνίας με συνήγορο έχει ως ειδικότερες εκφράσεις τον αποκλεισμό της παρουσίας τρίτου προσώπου κατά την επαφή του κατηγορουμένου με τον συνήγορο της επιλογής του και την εξασφάλιση ελεύθερης και χρονικά απεριόριστης συνάντησης συνηγόρου και κατηγορουμένου, τουλάχιστον μία φορά πριν από κάθε ανακριτική πράξη ή απολογία.

Στην προκείμενη περίπτωση, ο κ. Γεωργιάδης οδηγήθηκε ενώπιον της τακτικής ανακρίτριας, έχοντας επικοινωνήσει με τον συνήγορό του παρουσία των υπαλλήλων της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας για 10’ πριν εισέλθει στο γραφείο της ανακρίτριας. Κατά την έννοια αυτή, εμείς θεωρούμε ότι όχι μονάχα δεν έχει εξαντληθεί, έχει στερηθεί πλήρως από το δικαίωμα επικοινωνίας του με τον συνήγορό του, ενώ και η εξέτασή του από την τακτική ανακρίτρια έγινε παρουσία πάνοπλων αστυνομικών με προτεταμένα τα αυτόματά τους όπλα.

Κατ’ αυτή την έννοια παραβιάστηκε και το απόρρητο της ανάκρισης αλλά και η δυνατότητά του ελεύθερα και ακώλυτα να αναπτύξει τις απόψεις του και να απολογηθεί ενώπιον της ανακρίτριας. Αυτά έχουν καταγγελθεί από τον προηγούμενο από εμένα, τον προκάτοχό μου συνήγορο του κ. Γεωργιάδη, τον κ. Καραμανώλη, έχουν υποβληθεί και με το υπόμνημά μας ενώπιον του Συμβουλίου των Εφετών.

Κατ’ αυτή την έννοια θεωρούμε άκυρη ως εκ τούτου και την απολογία του ενώπιον της τακτικής ανακρίτριας και ζητούμε την αφαίρεσή της από τη δικογραφία και την μη λήψη της υπόψη.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο λόγος στον κ. Ραχιώτη.

Γ. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Μόνο δυο λέξεις θέλω να προσθέσω: Συντασσόμενος με τις ενστάσεις των συναδέλφων μου, ειδικά στο μέτρο που αυτές οι ενστάσεις για αφαίρεση των προανακριτικών καταθέσεων αφορούν τον εντολέα μου, υπό την έννοια ότι αναφέρονται σε περιστατικά τα οποία τον ενοχοποιούν για τις πράξεις για τις οποίες τελικά κατηγορήθηκε, αναφέρομαι στο σκεπτικό τους, δεν θέλω να προσθέσω τίποτα, θα ήθελα να προσθέσω.....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο ίδιος δεν ισχυρίζεται ότι βασανίστηκε ή οτιδήποτε.

Γ. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Αρνήθηκε την κατηγορία απ’ την πρώτη στιγμή κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν τον βασάνισαν κτλ, δεν έχει δηλώσει σε κανένα στάδιο.

Γ. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Υποθέτω ότι βασανιστήρια για να αρνηθεί την κατηγορία θα ήταν και αδόκιμο να τεθεί κατ’ αυτή την έννοια. Γιατί έχουμε μια προανακριτική κατάθεση η οποία.....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχει αρνηθεί δηλαδή τα πάντα, παντού.

Γ. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Προκύπτει νομίζω, σαφώς, υποθέτω ότι έχετε δει αυτές τις καταθέσεις στη δικογραφία, είναι σαφές.

Θα ήθελα να θέσω τα εξής ζητήματα: Πρώτον, υπάρχει στη δικογραφία μία φερόμενη ως πραγματογνωμοσύνη που αφορά τον εντολέα μου, ενός διπλώματος οδήγησης και ενός δελτίου αστυνομικής ταυτότητας. Αυτή η πραγματογνωμοσύνη κατά τη γνώμη μας φέρει τίτλο απλώς πραγματογνωμοσύνης, δεν συνιστά πραγματογνωμοσύνη, δεν έγινε με τους όρους του 183 του Κ.Π.Δ. και γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει να αφαιρεθεί ως άκυρη από τη δικογραφία γιατί είναι και ψευδεπίγραφη ως πραγματογνωμοσύνη, υπό την έννοια ότι δεν προκύπτει από πουθενά ποιος διέπραξε αυτή την πραγματογνωμοσύνη.

Τα εργαστήρια εγκληματολογικών ερευνών δεν επιλαμβάνονται του θέματος της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης οίκοθεν, χρειάζεται κάποια παραγγελία. Δεν είναι σαφές ποιος τη διέταξε και αν στο στάδιο που τυχόν διετάχθη ο διατάσσων είχε αρμοδιότητα γι αυτό, αν εκκρεμούσε δηλαδή η υπόθεση στα χέρια του ως ανακριτικού υπαλλήλου. Επιπλέον δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις σχετικά με την γνωστοποίηση των ονομάτων των πραγματογνωμόνων, που διορίστηκαν δύο πραγματογνώμονες εδώ και η παροχή της σχετικής προθεσμίας για τον διορισμό τεχνικού συμβούλου.

Σε αυτό το σημείο, επειδή το είχαμε θέσει και προανακριτικώς αυτό το ζήτημα και απάντησε το βούλευμα ότι εφ’ όσον διεξάγεται από κρατικό εργαστήριο η πραγματογνωμοσύνη, δεν χρειάζεται να τηρηθεί καμιά απ’ αυτές τις διατάξεις υπέρ του κατηγορουμένου που προβλέπει ο Κ.Π.Δ. στα άρθρα 183, επόμενα, θα έλεγα ότι κατά τη γνώμη μου καμία εξαίρεση ως προς τα δικαιώματα του κατηγορουμένου δεν προβλέπει ο Κ.Π.Δ. σε περίπτωση που μια πραγματογνωμοσύνη γίνεται από κρατικό εργαστήριο. Δε νομίζω ότι μπορεί να στηριχθεί πουθενά αυτή η άποψη που αναφέρεται στο βούλευμα. Δε λέω περισσότερα, νομίζω είναι σαφές.

Ένα δεύτερο ζήτημα είναι το εξής: Μέσα στη δικογραφία υπάρχει μια έγγραφη ανακοίνωση της αστυνομίας και για την ακρίβεια της ΔΑΕΔ, η οποία αναφέρει ότι βρέθηκαν και τακτοποιήθηκαν αποτυπώματα του εντολέα μου, του κ. Γιωτόπουλου, σε διάφορα βιβλία και χαρτιά. Δεν πρόκειται βεβαίως για πραγματογνωμοσύνη γιατί ούτε καν οι ίδιοι οι συντάκτες της την επονομάζουν Έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Δεν πρόκειται για έκθεση του άρθρου 181 Κ.Π.Δ., πρόκειται για μια απλή ανακοίνωση των αστυνομικών αρχών, ότι «βρήκαμε και τακτοποιήσαμε αποτυπώματα›.

Επειδή στο παρόν στάδιο δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο, πλην όμως ή θα έχουμε Έκθεση αρμόδιου ανακριτικού υπαλλήλου η οποία θα βεβαιώνει ένα γεγονός και θα περιγράφει ή θα έχουμε πραγματογνωμοσύνη η οποία θα ασχολείται με ένα γεγονός που χρειάζεται ειδικές γνώσεις και θα περιγράφει και πώς έγινε, πώς κατέληξε στο συμπέρασμα.

Μια απλή ανακοίνωση η οποία απλώς δημιουργεί υπόνοιες ενοχής, χωρίς να συνοδεύεται από τίποτε απ’ αυτά που ζητά ο νόμος, νομίζω ότι παρανόμως βρίσκεται στη δικογραφία, γιατί αποσκοπεί απλώς στο να παρασύρει τον δικαστή σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση χωρίς να στηρίζεται στο αποδεικτικό υλικό που προανέφερα.

Φ. ΚΟΤΤΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, ενόψει του γεγονότος ότι τέθηκαν κάποια θέματα, σκόπιμο είναι πλέον, εφόσον τέθηκαν και εφόσον θα αποφασίσει το Δικαστήριό σας σε σχέση με αυτά, να ολοκληρωθούν οι ενστάσεις απ’ όλους τους κατηγορούμενους.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κοιτάξτε, εγώ είχα πει να μην τεθεί η ουσία των θεμάτων. Βέβαια τέθηκαν με τη μορφή να αφαιρεθούν απ’ τη δικογραφία. Αυτή τη στιγμή λοιπόν, πρέπει να το πούμε.

Φ. ΚΟΤΤΕΑΣ: Πρέπει να το πείτε. Γι αυτό αναγκαζόμαστε και παίρνουμε το λόγο. Δεν είχαμε σκοπό. Αυτός είναι ο λόγος που μας κάνει και παίρνουμε το λόγο. Αναφέρομαι ως προς αυτά τα θέματα σε όλα αυτά τα οποία είπε ο κ. Σταμούλης σε σχέση με την αφαίρεση των προανακριτικών εκείνων καταθέσεων ή απολογιών, οι οποίες έχουν να κάνουν με τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο τον οποίο εγώ εκπροσωπώ και δεν έχω τίποτε να προσθέσω τίποτε πάνω σ’ αυτά τα θέματα και στο μέτρο βέβαια που αφορούν τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο τον οποίο εγώ εκπροσωπώ.

Ένα άλλο θέμα που θα ήθελα να σας πω το οποίο αναφέρθηκε αλλά θα ήθελα να προσθέσω κάτι πάνω σ’ αυτό, είναι το εξής: Έχει επισυναφθεί στη δικογραφία και μνημονεύεται και στο βούλευμα και στην εισαγγελική πρόταση, το με αριθμό 02115736-21/10/2002 απόρρητο έγγραφο της ΕΛΑΣ το οποίο αναφέρεται στα δακτυλικά αποτυπώματα τα οποία βρέθηκαν στη γιάφκα της οδού Πάτμου 84.

Η εύρεση και η επίκληση των αποτυπωμάτων αυτών είναι αποτέλεσμα εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης που φέρεται ότι έγινε από το Τμήμα Εξερευνήσεων της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛΑΣ. Σ’ αυτές οι πραγματογνωμοσύνες τις οποίες έγιναν, σ’ αυτή η δακτυλοσκοπική έρευνα η οποία έγινε, δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις και οι δικονομικές διατάξεις του άρθρου 192 παρ. 2 σύμφωνα με τις οποίες, εκείνος που διόρισε τους πραγματογνώμονες, πρέπει να ανακοινώσει ταυτόχρονα τα ονοματεπώνυμά τους στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, εκτός εάν αυτό είναι αδύνατο ή αν συντρέχει η περίπτωση του άρθρου 187.

Το άρθρο 187 του Κ.Π.Δ. είναι εκείνο το οποίο αναφέρεται σε πραγματογνωμοσύνες οι οποίες αναφέρονται σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις. Τότε μόνο έχει τη δυνατότητα εκείνος ο οποίος διατάζει την πραγματογνωμοσύνη, να μην τηρήσει τις προϋποθέσεις του 192 παρ. 2. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, ούτε απ’ το ίδιο το έγγραφο της ασφάλειας αλλά ούτε από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, λαμβανομένου υπόψη ότι το διαμέρισμα αυτό της Πάτμου 84 βρισκόταν στα χέρια της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και στη διακριτική της ευχέρεια να ψάξει ό,τι ήθελε, από πουθενά λοιπόν δεν προκύπτει ότι πράγματι υφίσταντο αυτές οι εξαιρετικές περιπτώσεις.

Ως εκ τούτου λοιπόν, θεωρώ ότι η μη γνωστοποίηση του συγκεκριμένου ατόμου το οποίο έκανε αυτές τις πραγματογνωμοσύνες, καθιστά την πραγματογνωμοσύνη αυτή άκυρη, σύμφωνα με την παρ. δ’ του άρθρου 171 του Κ.Π.Δ., αφού προσβάλλει την υπεράσπιση του πελάτου μου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις οποίες επιβάλλει ο νόμος.

Σύμφωνα λοιπόν με αυτά θεωρεί κι εκείνος ότι οι πραγματογνωμοσύνες αυτές είναι άκυρες και ζητά την κατάργησή τους δια της αποφάσεως την οποία εσείς θα εκδώσετε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο λόγος στην κα Κούρτοβικ.

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Δύο συναφή ζητήματα σε σχέση με την κα Σωτηροπούλου. Για λόγους τυπικούς καταρχήν, υπάρχουν δύο μαρτυρικές της καταθέσεις που έχουν ληφθεί κατά μήνα Ιούλιο εάν θυμάμαι καλώς, για τις οποίες είχαμε υποβάλλει αίτημα ήδη κατά τις διατάξεις του 31.2 να αφαιρεθούν από τη δικογραφία.

Συνέβη το εξής παράδοξο: Δεν έλαβα απάντηση σ’ εκείνο το αίτημα με διάταξη του κ. Ανακριτού ή δεν ξέρω αν υπήρξε καν διάταξη τυχόν μέσα στον τεράστιο όγκο της δικογραφίας. Είχαμε όμως την εξής απάντηση από πλευράς των αρχών τότε και των Εισαγγελικών που συμμετείχαν στην ανάκριση: Ότι «ναι, βεβαίως αυτές οι δύο καταθέσεις πρέπει να αφαιρεθούν από τον φάκελο και να τεθούν στο αρχείο, πλην όμως επειδή δεν υπάρχει αρχείο της Εισαγγελίας για να τεθούν τέτοιου είδους καταθέσεις, θα παραμείνουν μέσα στο φάκελο και δεν θα τις λάβει υπόψη το Δικαστήριο›.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συγνώμη, επειδή δεν τις έχω διαβάσει, την αυτοενοχοποιούν, ή έτσι, κάνουμε κουβέντα;

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Κύριε Πρόεδρε, δεν την αυτοενοχοποιούν......

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να συζητούμε για ουσιαστικά τουλάχιστον ζητήματα, γιατί τα άλλα που λένε οι άλλοι έχουν κάποια ουσιαστική σημασία. Αν είναι άκυρη η πραγματογνωμοσύνη πετάξτε την.

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Εάν μου επιτρέπετε, για λόγους τυπικούς δικούς σας, θεωρώ ότι πρέπει να αφαιρεθούν από τον φάκελο της δικογραφίας και να τεθούν στο αρχείο της Εισαγγελίας. Δεν ξέρω ποιο είναι, υπάρχει κι ένα ζήτημα ποιο είναι το αρχείο στο οποίο τίθενται τέτοια πράγματα. Ας βρεθεί αυτό το αρχείο, δικό σας ζήτημα είναι ή εν πάση περιπτώσει της Εισαγγελίας, για να ολοκληρωθεί ως προς αυτό το σημείο.

Κι ένα δεύτερο ζήτημα που αφορά επίσης την κα Σωτηροπούλου: Με το έγγραφο της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών από 12/9, είναι το 02/1/15736-Α της 12/9, αποδόθηκε και στην κα Σωτηροπούλου τακτοποίηση αποτυπωμάτων σε κινητά και σε σταθερό σημείο στην οδό Δαμάρεως, στο κρησφύγετο, στο διαμέρισμα της οδού Δαμάρεως.

Επειδή και σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας υπήρχε η δυνατότητα να κληθεί η κα Σωτηροπούλου να διορίσει τεχνικό σύμβουλο, να παρακολουθήσει τη διαδικασία της τακτοποίησης αυτής, να ασκήσει τον έλεγχο της τακτοποίησης αυτών των αποτυπωμάτων για να δει αν και κατά πόσον υπήρχαν και αυτό δεν έγινε, επειδή είναι προφανές ότι στις 12/9 όπου γίνεται αυτή η τακτοποίηση, δεν συντρέχει λόγος κατεπείγοντος ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις του 187 που ανέφερε πριν ο συνάδελφός μου. Και επίσης επειδή κ. Πρόεδρε, αν μου επιτρέπετε, υποβάλλαμε αίτημα και τότε ζητώντας να μας δοθούν στοιχεία σε σχέση με αυτά τα αποτυπώματα, να μας δοθεί η έκθεση τακτοποίησης, η έκθεση παραβολής, να μας δοθούν αντίγραφα των αποτυπωμάτων της κας Σωτηροπούλου και των αποτυπωμάτων σε υλικό, φορέα εν πάση περιπτώσει αποτύπωσης του αποτυπώματος το οποίο της αποδιδόταν, το οποίο μάλιστα είναι τμήμα, και η αίτησή μας αυτή δεν απαντήθηκε ποτέ.

Επειδή σε όλο εκείνο λοιπόν το στάδιο της διαδικασίας της ανάκρισης, η κα Σωτηροπούλου δεν μπορούσε να ασκήσει τα δικαιώματα που της παρέχει ο νόμος για να αμυνθεί απέναντι σε αποτυπώματα τα οποία αποτελούν το μοναδικό σε βάρος της στοιχείο το οποίο επικαλείται και το βούλευμα για να την εντάξει, δεν συζητώ για τις μαρτυρικές καταθέσεις, για να τη θεωρήσει μέλος της Οργάνωσης, να την παραπέμψει ως μέλος της Οργάνωσης, οι εκθέσεις αυτές για μας, το έγγραφο αυτό για μας είναι άκυρο, θα πρέπει να αφαιρεθεί από τη δικογραφία. Δεν θα σας αναπτύξω, αναφέρομαι στα επιχειρήματα των συναδέλφων μου και σταματώ εδώ κ. Πρόεδρε. Αν χρειαστεί θα επανέλθω με τη δευτερολογία μου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Εισαγγελέας έχει τον λόγο.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Όταν έγινε η έκρηξη στον Πειραιά όπου τραυματίστηκε πολύ σοβαρά ο Σάββας Ξηρός και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, τότε ο κατηγορούμενος αυτός βρέθηκε ένα βήμα προ του θανάτου, κυριολεκτικώς αγκαλιά.

Εκεί προ του θανάτου, επί μέρες και νύχτες ο κατηγορούμενος αυτός, ο οποίος συμβαίνει να έχει πατέρα ιερέα της ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, τον πατέρα Τριαντάφυλλο Ξηρό, εκεί λοιπόν ανένηψε, εκεί λειτούργησε το παιδί του παπά. Έπαψε να λειτουργεί ο Σάββας ο Ξηρός το μέλος της 17Ν.

Και βεβαίως κύριοι Δικαστές, οι προσευχές του πατρός του και εκείνες συνετέλεσαν ώστε ο Σάββας Ξηρός μετανόησε, ανένηψε, αντελήφθη τα αμαρτήματα του, όποια είναι αυτά -θα το πείτε στο τέλος με την απόφαση σας- και θέλησε να εξομολογηθεί.

Οι καταθέσεις του είναι εξομολόγηση. Να αλαφρύνει την ψυχή του, να αλαφρύνει τη συνείδηση του. Δεν ήθελε, κύριοι Δικαστές, ο Σάββας Ξηρός να πάει στον άλλο κόσμο με βαριά συνείδηση. Φοβήθηκε την δικαία κρίση του Θεού. Γι’ αυτό, κύριοι Δικαστές, ο ίδιος ζήτησε να καταθέσει. Προκύπτει από τις καταθέσεις οι οποίες περιέχονται στην δικογραφία.

Εκεί είδατε ότι λέει περισσότερα από όσα ερωτάται. Την πρώτη φορά λέει αρκετά, τη δεύτερη περισσότερα, την τρίτη ακόμα πιο πολλά και τα λέει και με λεπτομέρειες. Επαναλαμβάνω, φοβάται, δεν θέλει να πάει στον άλλο κόσμο με την ψυχή του βαριά.

Ακολούθως προσάγεται ενώπιον του τακτικού ανακριτού κι εκεί με την παρουσία του συνηγόρου του ή των συνηγόρων του, επιβεβαιώνει όσα έχει πει κατά την αστυνομική προανάκριση, η οποία, κύριοι Δικαστές, διενεργήθηκε σύννομα, όπως ορίζουν οι σχετικές διατάξεις του Κ.Π.Δ.

Η Αστυνομική Αρχή, κύριοι Δικαστές, γνώριζε ότι χειρίζεται μια πολύ σοβαρή υπόθεση και βεβαίως εν όψει και αυτού επιθυμούσε όλες οι δικονομικές πράξεις να συντελεστούν με τους δικονομικούς τύπους, όπως ορίζει ο Κ.Π.Δ. Γι’ αυτόν τον λόγο και τήρησε με θρησκευτική ευλάβεια όλους τους τύπους.

Προκύπτει από μύρια αποδεικτικά στοιχεία. Μόνο ένα απλό θα σας πω. Οι κατηγορούμενοι Γιωτόπουλος, Κωστάρης, Νίκος Παπαναστασίου και Παύλος Σερίφης κι αυτοί προσήλθαν ενώπιον των ιδίων προανακριτικών αρχών περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα, του ίδιου Εισαγγελέως, του Ιωάννη Διώτη. Εκεί μαρτύρησαν. Μάλιστα ρωτήθηκαν και εν όψει το ότι είχαν προηγηθεί οι απολογίες των λοιπών συγκατηγορουμένων τους.

Αυτοί οι κατηγορούμενοι ουδέν είπαν. Έχετε μπροστά σας τις απολογίες τους. Ερωτάται ο κατηγορούμενος Γιωτόπουλος και οι λοιποί κατηγορούμενοι, ερωτάται επανειλημμένως κι εκεί τηρεί αρνητική στάση και βεβαίως και τώρα το είδατε, παρά τα όσα στοιχεία υπάρχουν στην δικογραφία την ιδίαν στάση τηρεί.

Ποια λοιπόν πίεση, ποια φάρμακα και μαντζούνια και ακτίνες και άλλα, να μη τα χαρακτηρίσω, μας λένε εδώ πέρα κύριοι Δικαστές; Και το λέω αυτό και στεναχωριέμαι, διότι αυτό αποτελεί και συκοφαντία και αχαριστία. Ο Σάββας Ξηρός είναι πολύ τυχερός, διότι εις την εγκληματική του δραστηριότητα βρέθηκε στα χέρια της ελληνικής δημοκρατίας, η οποία τον περιέθαλψε με στοργή, περισσή στοργή.

Σπάνια κατηγορούμενος είχε τοιαύτην και τοσαύτην ιατρική περιποίηση. Οφείλει χάριτας. Νομίζω ότι κάποια χρονική στιγμή το είπε και πρέπει να το λέει και επειδή πιστεύω ότι δεν στερείται λογικής, το ξέρει, ότι χάρη στους γιατρούς του Ευαγγελισμού αποκλειστικά ζει τώρα, αναπνέει και λέει αυτά που λέει στην ακροαματική διαδικασία.

Κύριοι Δικαστές, όλα όσα ακούστηκαν σήμερα περίπου με άλλο ένδυμα, από άλλη σκοπιά, από άλλη οπτική γωνία, έχουν προειπωθεί στην προδικασία. Διερευνήθηκαν. Ερευνήθηκαν και μια και δύο φορές και κρίθηκαν ότι είναι αβάσιμα και απερρίφθησαν.

Κι αν, που δεν υπάρχει βέβαια, θέμα αυστηρότητος, διότι επαναλαμβάνω οι δικαστικές αρχές, η τακτική δηλαδή ανάκρισις και οι προανακριτικές τήρησαν με ευλάβεια όλους τους τύπους, λέγω λοιπόν αν υπάρχει, πάλι έχει καλυφθεί. Όλα αυτά τα οποία λένε, δικαίωμα τους. Έτσι αντιλαμβάνονται, έτσι υπερασπίζονται.

Τώρα αυτά τα οποία λέγονται δεν είναι βάσιμα. Θα σας το εξηγήσω. Βέβαια θα μπορούσα και θα το κάνω, θα διαβάσω τη σκέψη του βουλεύματος. Εκεί τα λέει όλα κ. Πρόεδρε. Εκεί τα λένε όλα, όλες οι σκέψεις, οι οποίες αποκρούουν τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, έχουν κατατεθεί.

Συγκεκριμένα, από το κείμενο, από το σώμα των εκθέσεων των απολογιών των κατηγορουμένων, που έχουν συνταχθεί κατά τη διάρκεια της αστυνομικής προανακρίσεως και αυτεπαγγέλτως, η οποία ήτο σύννομη και έτσι πρέπει να είναι σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι τα αρμόδια αστυνομικά όργανα κατά το άρθρο 243 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. είχαν αρμοδιότητα και ενήργησαν προανάκριση για αυτές τις υποθέσεις, γι‘ αυτούς τους κατηγορουμένους.

Δεν εξετάστηκαν, δεν εξήλθαν κατά την προανάκριση έξω από το αντικείμενο της κατηγορίας και επαναλαμβάνω μερίμνησαν για τη διασφάλιση όλων των δικαιωμάτων τους. Προκύπτει από τις εκθέσεις των απολογιών.

Αφού ελήφθη η ταυτότης κάθε κατηγορουμένου, οι προανακριταί που ενεργούσαν την εξέταση του, του εξέθεταν με πληρότητα και με σαφήνεια την πράξη που του αποδίδεται. Του ανακοίνωσαν το περιεχόμενο των εγγράφων της προανακρίσεως και του εξήγησαν με σαφήνεια σύμφωνα με το άρθρο 103 του Κ.Π.Δ. όλα τα δικαιώματα που προβλέπονται από τα άρθρα 100 έως και 105 και 273 του Κ.Π.Δ. Όλα αυτά ρητά μνημονεύονται στις εκθέσεις.

Κάθε κατηγορούμενος ρωτήθηκε αν επιθυμεί να κάνει χρήση των δικαιωμάτων αυτών και ο καθένας έδωσε αρνητική απάντηση, η οποία και καταχωρήθηκε. Ελέχθη από τη πλευρά της Υπεράσπισης ότι «μα καλά τους ρώτησαν οι προανακριταί εάν θέλουν δικηγόρο και αρνηθήκανε;› Ναι, αρνηθήκανε.

Διότι προκειμένου για τον κατηγορούμενο Σάββα Ξηρό όπως είπα στην αρχή εξομολόγηση έκανε ο άνθρωπος. Τι να τον κάνει τον δικηγόρο; Οι υπόλοιποι ?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα παρακαλούσα πολύ να μην ειρωνευόμαστε ο ένας τον άλλον. Εμείς σας σεβόμαστε. Σεβαστείτε κι εσείς τους άλλους.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Όχι, καθόλου δεν μας σέβεστε κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν σας σέβομαι εγώ;

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Όχι εσείς, ο κ. Εισαγγελέας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Εισαγγελέας έχει δικαίωμα να πει την άποψη του. Θα τα δούμε. Κύριε Κουφοντίνα, δεν επιτρέπεται να διακόπτουμε ο ένας τον άλλον και νομίζω ότι το κατέστησα σαφές. Η ευκρίνεια πρώτα απ’ όλα και η ευπρέπεια του ακροατηρίου το επιβάλλει. Τώρα ο καθένας υποστηρίζει την άποψη του.

Αν εξακολουθεί κάποιος, θα λάβω μέτρα εγώ για να αποκατασταθεί η ευπρέπεια. Δεν επιτρέπεται παρακαλώ να διακόπτει ο ένας τον άλλον. Ο κ. Εισαγγελεύ ομιλεί αυτή τη στιγμή. Μετά θα ομιλήσει η Υπεράσπισις. Αν διακόπτουμε ο καθένας τον άλλον, δεν θα τελειώσουμε. Όταν έρθει η ώρα σας.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Μου αρνούνται το δικαίωμα να έχω διαφορετική γνώμη, και εσφαλμένη; Μου αρνούνται οι κατηγορούμενοι και η άλλη πλευρά το δικαίωμα να έχω την γνώμη μου; Εγώ αυτό συνήγαγα κύριοι Δικασταί από τις αποδείξεις και αυτό εκπέμπω εις το Δικαστήριο. Δηλαδή πρέπει να λέμε αυτά που λέει εκείνη η πλευρά, έστω κι αν δεν τα πιστεύουμε; Όχι βέβαια. Εν πάση περιπτώσει.

Κατά συνέπεια, οι εκθέσεις των κατηγορουμένων κατά τη διάρκεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως έγινε όπως ορίζεται στο άρθρο 105 του Κ.Π.Δ. Οι σχετικές εκθέσεις, οι απολογίες, δεν πάσχουν από ακυρότητα, ούτε βεβαίως τίθεται θέμα πιέσεων, ότι είναι αποτέλεσμα πιέσεων ψυχολογικής βίας και άλλα τινά.

Εάν δε επιμείνει η πλευρά εκείνη εις τα περί πιέσεων και περί χορηγήσεως φαρμάκων, υπάρχει απάντησις, επίσημη απάντησις, την οποία αν επιμείνουν θα την λάβουν κ. Πρόεδρε. Αν επιμείνουν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μήπως πρέπει να εξηγήσετε τι εννοείτε μ’ αυτό; Μήπως πρέπει να το εξηγήσετε; Πριν το πείτε, είδατε το είπα εγώ, γιατί κι εγώ θέλω εξηγήσεις και να μην αφήνουμε αιωρήματα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Αν θέλει ο κ. Εισαγγελεύ. Περιττεύει πλέον ο δικός σας λόγος γιατί το ζήτησα εγώ. Καθίστε. Ως Πρόεδρος εδώ είμαι υποχρεωμένος να ζητάω διευκρινίσεις από όλους.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εννοώ κ. Πρόεδρε -δεν είναι απειλή- ότι υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία. Αυτό λέω. Εγώ να απειλήσω κ. Πρόεδρε; Τι να απειλήσω; Τι λόγο έχω εγώ; Το καθήκον μου κάνω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εντάξει. Γίνατε κατανοητός.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Οι προανακριτικές λοιπόν απολογίες είναι έγκυρες και κατά το θέμα που αφορά στην νομολογία των κατηγορουμένων για τις κατ’ ιδίαν συγκεκριμένες κακουργηματικές πράξεις, τις οποίες οι κατηγορούμενοι τις απεδέχθησαν. Δεν είναι μόνο ο Σάββας Ξηρός. Και οι υπόλοιποι, ο Χριστόδουλος Ξηρός, ο Θωμάς Σερίφης, πήγαν στους ανακριτές κι εκεί ομολόγησαν τις πράξεις τους.

Δεν τους πίεσε κανείς κ. Πρόεδρε. Εκεί εκείνοι έκριναν ότι τους συμφέρει να ομολογήσουν, διότι είχαν υπόψη και πιθανόν να τους εξηγήθηκε ότι ο νόμος προβλέπει ευεργετικές διατάξεις με το άρθρο 2 για εκείνους οι οποίοι βοηθούν το έργο της Πολιτείας στην εξάρθρωση μιας εγκληματικής οργανώσεως.

Και βεβαίως ο πρώτος και ο τέταρτος έκαναν αυτές τις ομολογίες. Και ασφαλώς, σπεύδω να πω τούτο, και το Δικαστήριο θα μετρήσει και πρέπει να μετρήσει αυτές τις ομολογίες όταν φτάσει σε εκείνο το σημείο που ορίζει ο Κ.Π.Δ.

Σας πρόλαβα κ. Πρόεδρε, αλλά ακούστηκαν πράγματα τα οποία συκοφαντούν. Συκοφαντούν την Πολιτεία, συκοφαντούν ανθρώπους οι οποίοι μόχθησαν για να φτάσει αυτή η υπόθεση σήμερα να δικάζεται. Αυτή είναι η αιτία για την οποία λέω περισσότερα ίσως από όσα θα εδυνάμην να είπω.

Σχετικά με την δήθεν παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, κι αυτό επίσης αντιμετωπίστηκε και αποκρούστηκε, δεδομένου ότι εξαντλητικά στους κατηγορούμενους διευκρινίστηκε η κατηγορία κατά τα πραγματικά περιστατικά. Τους χορηγήθηκαν αντίγραφα όλων των εγγράφων ώστε η κατηγορία και οι υπάρχουσες αποδείξεις να γίνουν κατανοητές.

Υπάρχει και ακούστηκε το παράπονο των κατηγορούμενων ότι στον Κορυδαλλό δεν είχαν χρόνο συνεννόησης και με τους δικηγόρους. Οι δικασταί, οι κατηγορούμενοι, όταν είναι στον Κορυδαλλό υπόκεινται εις τον σωφρονιστικόν κανονισμόν, ο οποίος πρέπει να τηρείται. Δηλαδή τι θα πει, θα κάνουμε εξαιρέσεις;

Ο συνταγματικός νομοθέτης ορίζει ότι όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι του νόμου. Δεν μπορεί δηλαδή ο Α ποινικός, ξέρω εγώ ποιος θα είναι, να έχει δικαίωμα επισκεπτηρίου μισή ώρα και ο Β να έχει δύο ώρες.

Επομένως δεν προσέβαλε κανείς τα δικαιώματα επικοινωνίας των κατηγορουμένων με τους δικηγόρους τους. ¶λλο βέβαια το ότι η κατηγορία είναι τόσο μεγάλη ώστε να μη φτάνει ο χρόνος ενδεχομένως για συνεννόηση. Η μεγάλη κατηγορία δεν οφείλεται στην Πολιτεία, οφείλεται στους κατηγορουμένους.

Εν πάση περιπτώσει, παρά ταύτα η Πολιτεία έκανε ό,τι μπορούσε για να υπάρχει συνεννόηση με τους δικηγόρους και το είδατε αυτό, καταφάνηκε στη διάρκεια και στην πορεία αυτής της υποθέσεως.

Δεν υπήρξε δηλαδή περιορισμός των νομίμων δικαιωμάτων τους. Ο χρόνος επαφής και επικοινωνίας των κατηγορουμένων με τους συνηγόρους τους, υπήρξε αυτός που ορίζει ο νόμος. Υπάρχει, προεβλήθη το θέμα του 111α. Προεβλήθη το θέμα της ακυρότητας, επειδή διενεργήθη πραγματογνωμοσύνη χωρίς να ανακοινωθεί στους κατηγορουμένους.

Και εδώ το παραπεμπτικό βούλευμα απαντάει με σαφήνεια και πληρότητα. Λέει δηλαδή ότι δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα, όταν ο ανακριτής ή ο προανακριτικός υπάλληλος αναθέτει κατ’ άρθρον 184 παρ. 1δα του Κ.Π.Δ. τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης σε εργαστήριο που ιδρύθηκε ειδικώς απ’ το νόμο, όπως είναι το τμήμα εργαστηρίου της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Υπηρεσιών της ΕΛΑΣ.

Οπότε η παράλειψη του ανακριτή ή του προανακριτή να γνωστοποιήσει τα ονοματεπώνυμα εκείνων που πρόκειται να ενεργήσουν την εργασιακή πραγματογνωμοσύνη, δεν δημιουργεί απόλυτα ακυρότητα. Παραθέτει δε και σχετική απόφαση του Αρείου Πάγου.

Εν όψει όλων αυτών που προανέφερα, οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων που σήμερα έχουν εκτεθεί και ότι δήθεν πρέπει να αφαιρεθούν οι απολογίες των κατηγορουμένων απ’ τα δικογραφία και να τεθούν στο αρχείο και επίσης, να αφαιρεθούν οι σχετικές εργαστηριακές εξετάσεις πραγματογνωμοσύνης που αναφέρονται στα θέματα της κατηγορίας πρέπει να μη γίνουν δεκτές διότι δεν είναι νόμιμες. Και πρέπει βεβαίως να απορριφθούν.

Ελέχθη απ’ την πλευρά του κ. Σταμούλη ότι πήγε λέει νύχτα, ότι έγινε νύχτα η εξέταση ενός ή δύο κατηγορουμένων και αυτό δεν είναι σωστό, δεν είναι νόμιμο. Έτσι είπε. Όχι κύριοι δικαστές. Και νόμιμο είναι και ορθό είναι. Ο ανακριτής όταν πάρει την παραγγελία του Εισαγγελέως, διενεργεί την ανάκριση, χωρίς χρονοτριβή. 251 του Κ.Π.Δ.

Και βεβαίως πρέπει να εκτελέσει την παραγγελία, να κάνει την ανάκριση και ασφαλώς θα λάβει υπόψη του και θέματα ασφαλείας. Οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται για πράξεις τρομοκρατίας. Η πολιτεία, ο ανακριτής που κάνει την ανάκριση, θα πρέπει να λάβει υπόψη του αυτό το δεδομένο και ασφαλώς να κάνει την ανάκριση σε χρόνο τέτοιο, ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα ασφαλείας είτε των μαρτύρων, είτε των κατηγορουμένων, είτε και του ιδίου.

Επομένως μπορεί και τη νύχτα να κάνει την ανάκριση, αρκεί η ανάκριση να γίνει όπως ορίζει ο Κ.Π.Δ. Και αυτή η αιτίαση είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί. Και να προχωρήσει το δικαστήριο εις την έρευνα της κατηγορίας όπως προσδιορίζεται από το παραπεμπτικό βούλευμα.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Πέντε λέξεις συμπληρωματικά κύριοι δικαστές. Τα θέματα τα οποία τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου σας εκ μέρους της υπερασπίσεως, νομίζω μπορούν να διαχωριστούν σε νομικά ζητήματα και ουσιαστικά θέματα. Όσον αφορά το θέμα του ότι κάποιες απολογίες ήταν αποτέλεσμα βασανιστηρίων, ευθέως κατηγγέλθηκε αυτό το πράγμα, έχω την εντύπωση ότι θα επανέλθουμε στο μέλλον όταν θα ‘ρθει η ώρα της αποδεικτικής διαδικασίας.

Μέχρι αυτή τη στιγμή έχουμε κάποιες δηλώσεις των κατηγορουμένων, κάποιους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, αλλά όπως είναι γνωστό, όπως σε κάθε περίπτωση, οι δηλώσεις και οι ισχυρισμοί δεν είναι αρκετοί για να αντικαταστήσουν την αλήθεια και την πραγματικότητα.

Το τι είναι αλήθεια και τι είναι πραγματικότητα, είναι αποτέλεσμα αποδεικτικής διαδικασίας. Και γι’ αυτό ο συνάδελφός μου ο οποίος μίλησε πριν από λίγο, σας είπε ότι την κρίσιμη ώρα θα ελεγχθούν οι ισχυρισμοί του κ. Σάββα Ξηρού ότι η απολογία του ήταν αποτέλεσμα αυτών τα οποία περιέγραψε και η υπεράσπισή του.

Και θα ελεγχθούν και όχι με βάση τους ισχυρισμούς του μόνο, αλλά και με βάση αποδεικτικά μέσα τα οποία θα προσάγει η Εισαγγελία. Σας το λέμε από τώρα. Αυτό το θέμα μένει, την κρίσιμη ώρα, όταν γιατί δεν μπορούμε κύριοι δικαστές αυτή τη στιγμή να κάνουμε μία προδικαστική δίκη σ’ αυτά τα ζητήματα.

Δεύτερον. Θέματα που τέθηκαν περί του ότι τηρήθηκαν ή δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Οι δικαστές ξεκινάμε θα έλεγα πάντα σ ‘αυτές τις περιπτώσεις απ’ τις δικονομικές ρυθμίσεις που ισχύουν. Τι λέει κύριοι δικαστές το άρθρο 152 του Κ.Π.Δ.; Η υπεράσπιση και οι κατηγορούμενοι βάλλουν κατά του περιεχομένου κάποιων εκθέσεων.

Τι λέει σχετικά με την αποδεικτική δύναμη της έκθεσης ο Κ.Π.Δ.; «Η έκθεση έχει αποδεικτική δύναμη έως ότου αποδειχθεί το αντίθετο›. Ακούστε όμως παρακάτω. «Για όσα όμως βεβαιώνονται σ’ αυτήν ότι έγιναν από δημόσιο υπάλληλο, η έκθεση έχει αποδεικτική δύναμη έως ότου προσβληθεί για πλαστότητα›.

Τι προκύπτει απ’ αυτές τις εκθέσεις; Ότι οι προανακριτικοί υπάλληλοι εξήγησαν τα δικαιώματα στους κατηγορουμένους και οι κατηγορούμενοι είπαν ότι δεν θέλουμε το δικηγόρο. Και έχουν υπογράψει κάτω απ’ αυτό το σημείο της έκθεσης αυτής. Έχω την εντύπωση, ερευνώντας λεπτομερώς το υλικό αυτής της υπόθεσης, δεν ξέρω αν έχω λάθος, να μου το επισημάνει κάποιος, δεν είδα μέχρι σήμερα τουλάχιστον προσβολή επί πλαστότητας.

Δηλαδή ότι πράγματι η υπογραφή που φέρεται να είναι κάτω απ’ αυτό το τμήμα της δήλωσης, δεν ανήκει σ’ αυτόν ο οποίος φέρεται να την έχει θέσει. Εδώ όμως κύριοι δικαστές και σε σχέση μ’ αυτό το θέμα, έχουμε θα έλεγα μία πρωτοτυπία, δεν θα έλεγα παγκόσμια, δεν ξέρω, αλλά στην Ελλάδα πραγματικά είναι πρωτοτυπία: Είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται να εμφανιστεί ως αποτέλεσμα βασανιστηρίων και απειλών απολογία που έχει δοθεί ενώπιον τακτικού ανακριτού παρουσία συνηγόρων υπερασπίσεως.

Αν κατάλαβα καλά τον ισχυρισμό του κ. Τζωρτζάτου και της πλευράς του κ. Τζωρτζάτου, αυτό τουλάχιστον κατέδειξαν. Αφήνω για μια στιγμή το τί έγινε κατά τη διάρκεια της προανάκρισης, δεν ξέρω αν κάνω λάθος, αλλά έχω την εντύπωση ότι ο κ. Τζωρτζάτος απελογείτο παρουσία δύο συνηγόρων υπερασπίσεως.