Πολιτική
Δευτέρα, 17 Μαρτίου 2003 19:23

Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (17/3/2003) Μέρος 4/7

B΄ ΜΕΡΟΣ

11:10 – 12:38

Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Όμως κ. Πρόεδρε θα ήθελα εδώ να επισημάνω ότι αυτό το ζήτημα τίθεται προώρως επίσης με αυτά τα δεδομένα καθότι δεν έχουμε να κάνουμε με εξέταση του υπόπτου, ούτε έχουμε να κάνουμε με προκύπτουσα παραχρήμα εκ των εγγράφων παραβίαση των αδικημάτων των κυρίων κατηγορουμένων κατά την διάρκεια της ανακρίσεως.

Ότι προώρως προβάλλονται όσα άλλα προβάλλονται και από πλευράς της Υπερασπίσεως του κ. Ξηρού διότι τα τυχόν αποσπάσματα των προανακριτικών ή ανακριτικών απολογιών των κυρίων κατηγορουμένων θα χρειαστεί να αναγνωσθούν το ακροατήριο εάν αυτοί απολογούμενοι στο τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας, απολογούμενοι εκθέτουν διαφορετικά πραγματικά περιστατικά εν όλω ή εν μέρει από αυτά τα οποία έχουν απολογηθεί κατά την προδικασία.

Εκεί προβλέπει το 366 παρ. 2 ότι στον κατηγορούμενο μπορούν να αναγνωσθούν περικοπές από την προανακριτική του ή ανακριτική του απολογία εάν αυτά τα οποία εκθέτει απολογούμενος στο ακροατήριο είναι διαφορετικά εν μέρει ή εν όλω απ’ όσα έχει εκθέσει κατά την προδικασία απολογούμενος.

Γιατί λοιπόν πρέπει να προεξοφλήσουμε αφού δεν έχουμε φτάσει σε αυτό το στάδιο, ότι οι κύριοι κατηγορούμενοι όταν φτάσει η ώρα να απολογηθούν στο Δικαστήριό σας θα πουν άλλα από αυτά τα οποία έχουν πει στην προδικασία; Θα περιμένουμε να τους ακούσουμε και αν ο κ. Σάββας Ξηρός ή οποιοσδήποτε άλλος κατηγορούμενος εκθέτει πράγματα διαφορετικά από αυτά που έχει πει στην προδικασία τότε κατά νόμον θα γίνει χρήση στο μέτρο που χρειάζεται και στην έκταση που χρειάζεται των περικοπών των προανακριτικών απολογιών.

Δεν μπορεί λοιπόν η Υπεράσπιση σε αυτό το στάδιο να ζητάει την απομάκρυνση της προανακριτικής απολογίας. Αυτό δε ισχύει και όσον αφορά τους λοιπούς ισχυρισμούς για αποδεικτικά μέσα όπως οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης διότι κ. Πρόεδρε φοβούμαι ότι εδώ εθύμιζε λίγο αγγλοσαξονικού τύπου διαδικασία, όπου προτού αποφασιστεί, προτού προχωρήσει η υπόθεση στην ουσία της, το Δικαστήριο αποφασίζει διάφορα προδικαστικά θέματα όπως το τι αποδείξεις θα χρησιμοποιηθούν ή αν πρέπει κάποιες αποδείξεις να τεθούν εκτός διαδικασίας.

Κυρίως επειδή εκεί Ένορκοι θα ακούσουν την υπόθεση και πρέπει επομένως να έχουν προστατευθεί εκ των προτέρων οι Ένορκοι από τον επηρεασμό της κρίσης τους από αποδεικτικά μέσα τα οποία δεν είναι νόμιμα. Εδώ δεν προβλέπεται τέτοια διαδικασία στον δικό μας Κώδικα. Το μόνο θέμα το οποίο τίθεται είπα είναι σε σχέση με το 31 παρ. 2 και σε συνδυασμό με το 105 εδάφιο β.

Κατά τα λοιπά οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης εάν είναι έγκυρα ή όχι αποδεικτικά μέσα είναι κάτι που κατά την άποψή μου πρέπει να τεθεί όταν φτάσει η στιγμή να αναγνωσθούν αυτά τα αποδεικτικά μέσα επί του ακροατηρίου. Επιπλέον θα ήθελα να σημειώσω κ. Πρόεδρε και επί της ουσίας των επιχειρημάτων που προβάλλονται από την άλλη πλευρά χωρίς να επαναλάβω όσα η νομολογία παγίως δέχεται για το έγκυρο της πραγματογνωμοσύνης που διεξάγεται από ειδικώς προς τούτο ιδρυθέντα εργαστήρια και χωρίς να επαναλάβω όσα ο αξιότιμος κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας εξέθεσε.

Να πω ότι το ζητούμενο για να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της ποινικής διαδικασίας και το ζητούμενο για να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των κυρίων κατηγορουμένων είναι αν στα αποδεικτικά αυτά μέσα έχουν πρόσβαση -και την έχουν- και δη όχι μόνο υπό την έννοια της λήψεως των αντιγράφων από την δικογραφία που είναι οι εκθέσεις οι σχετικές αλλά και η δυνατότητα την οποία έχουν διαρκούσης της διαδικασίας και μπορούν αυτό το δικαίωμά τους να το ασκήσουν σε συνεννόηση με την Εισαγγελία και το Δικαστήριο, να έχουν πρόσβαση στα πειστήρια αυτής της δίκης.

Όποιος εκ των κυρίων κατηγορουμένων επιθυμεί να έχει πρόσβαση και να επισκοπήσει πειστήρια τα οποία υπάρχουν γι αυτή την διαδικασία, σημεία τα οποία αφορούν την λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων και ούτω καθεξής έχει κάθε δικαίωμα να το ζητήσει και έχει δικαίωμα να το πράξει.

Επομένως γιατί υποστηρίζει η άλλη πλευρά ότι δεν της παρέχεται η δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά της αφού το αποδεικτικό αυτό μέσο που λέγεται πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε σε κρατικό εργαστήριο, κατά μεν το πόρισμά του υπάρχει ως η αντίστοιχη έκθεση του εργαστηρίου, κατά τα λοιπά δε το υλικό στο οποίο στηρίχθηκε αυτή η πραγματογνωμοσύνη ανήκει στα πειστήρια αυτής της διαδικασίας και είναι προσιτό, προς επισκόπηση για κάθε κατηγορούμενο και την Πολιτική Αγωγή προκειμένου να ασκηθούν τα αντίστοιχα δικαιώματα.

Δεν τίθεται νομίζω κανένα ζήτημα και θα περίμενα από την υπεράσπιση αυτό να ζητήσει και όχι να προβάλλει, να ζητεί να εξαχθούν από την δικογραφία. Εδώ αυτό το οποίο ενδιαφέρει είναι η πραγματογνωμοσύνη που έγινε για τον γραφικό χαρακτήρα του Α κατηγορουμένου ή για τα δακτυλικά αποτυπώματα του Α ή της Β κατηγορουμένης, έχει γίνει με επιστημονική μέθοδο η οποία είναι επιστημονικά αποδεκτή στην παγκόσμια Κοινότητα; Πρώτον.

Δεύτερον, έχει δικαίωμα ο κατηγορούμενος να ελέγξει την επιστημονικότητα και τα πορίσματα αυτής της εκθέσεως επισκοπώντας και τα αντίστοιχα ευρήματα; Η απάντηση είναι ασφαλώς καταφατική. Συνεπώς κατά ποιο τρόπο παραβιάστηκαν δικαιώματα των κυρίων κατηγορουμένων πραγματικά δεν το αντιλαμβάνομαι.

Τέλος κ. Πρόεδρε όσον αφορά τις μαρτυρικές καταθέσεις – ετέθη αυτό το ζήτημα– για όσο μεν εκ των κυρίων κατηγορουμένων αναφέρθηκαν σε αυτές καθ’ ολοκληρία αυτές νομίμως παραμένουν στην δικογραφία. Για δε την κα Σωτηροπούλου θέμα το οποίο έθεσε η αξιότιμη κ. Κούρτοβικ, θα έλεγα ότι με δεδομένο ότι καθ ον χρόνον ελαμβάνετο κατάθεση μάρτυρος από την κα Σωτηροπούλου δεν υπήρξε πιστεύω κατάχρηση εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων διότι στο σημείο εκείνο δεν είχαν υπάρξει τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία τα οποία δικαιολογούσαν την κατάταξή της στην κατηγορία των κατηγορουμένων.

Ορθώς επομένως την αντιμετώπισαν αρχικώς ως μάρτυρα. Το status της κατηγορουμένης προσέλαβε αργότερα όταν προστέθηκαν νέα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως δεν τίθεται θέμα ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματά της υπό την έννοια ότι ενώ εδικαιούτο να είναι κατηγορουμένη την μαρτυροποίησαν, την κατέστησαν μάρτυρα.

Γι αυτό δε καθαυτό το περιεχόμενο των καταθέσεων εάν ληφθεί πρώτον υπόψη ότι ο μάρτυρας εξεταζόμενος ενόρκως με την παρ. 4 του άρθρου 223 του Κ.Π.Δ. και κατ’ εφαρμογή της αρχής ότι ουδείς υποχρεούται εις την αυτοεπιβάρυνση, αυτοενοχοποίηση δεν έχει υποχρέωση να καταθέτει πραγματικά περιστατικά τα οποία τυχόν τον εμπλέκουν σε αξιόποινες πράξεις.

Σε συνδυασμό με το ότι όπως παρετηρήθη από την Έδρα, από τον αξιότιμο κ. Πρόεδρο ότι απ’ ότι κι εγώ έχω αντιληφθεί δεν έχει τεθεί ζήτημα ως προς το περιεχόμενο αυτών των καταθέσεων ότι καθ’ οιονδήποτε τρόπο δηλαδή παρεσύρθη η κα Σωτηροπούλου για να αυτοεπιβαρύνει αυτή, είναι ένα θέμα που δεν είναι τουλάχιστον ο χρόνος για να τεθεί σε αυτή την φάση της διαδικασίας. Εάν τέτοιο θέμα ανακύψει στην πορεία της αποδεικτικής διαδικασίας θα έχει η υπεράσπιση όλη την ευχέρεια να το θέσει.

Τέλος κ. Πρόεδρε για τον τόπο και το χρόνο της ανακρίσεως θα θυμίσω στην υπεράσπιση ότι το άρθρο 240 του Κ.Π.Δ. προβλέπει ότι η ανάκριση διεξάγεται και τη νύχτα και Κυριακές και εορτές. Αυτό λέει το άρθρο 240. Εάν αυτό δεν είναι σύνηθες, πράγματι ο κ. Σταμούλης έχει δίκιο να επισημαίνει ότι αυτό δεν είναι σύνηθες, θα έλεγα το ότι εδώ συνέβη, δεν είναι προς ψόγον των ανακριτικών αρχών αλλά προς έπαινο. Ήταν μία υπόθεση τέτοιας σημασίας και με τέτοιο αντικείμενο που πολύ σωστά τη νύχτα η Ανακρίτρια έλαβε απολογία του κυρίου κατηγορούμενου προκειμένου να διασφαλιστεί ένα αποδεικτικό στοιχείο που μπορεί στην πορεία της διαδικασίας να αποδειχθεί ότι είναι πολύτιμο. Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιος άλλος θέλει να μιλήσει;

Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, απλώς για να μην το λησμονήσω, είναι άσχετο θέμα. Έχω μία δήλωση της Πολιτικής Αγωγής στην υπόθεση αριθμός 6. Είναι από το λεωφορείο του Ρέντη.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εντάξει. Έχουμε άλλο ένα πληρεξούσιο.

Π. ΜΑΧΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, μόνο δύο πράγματα θα ήθελα να επισημάνω μετά από όλα όσα ακούστηκαν. Πρώτον, προς υποστήριξη αυτών τα οποία ακούστηκαν και από την Εισαγγελική Έδρα και από τους συναδέλφους της Πολιτικής Αγωγής ότι πράγματι τα Εργαστήρια Εγκληματολογικών Ερευνών της Ασφάλειας έχουν ιδρυθεί με ειδικό νόμο και ισχύουν όπως προβλέπει το 184 παρ. 1. Δηλαδή ισχύουν με βάση το Νομοθετικό Διάταγμα 1273/72 και το Προεδρικό Διάταγμα 342/1077 και άρα πράγματι μπορούν να διεξάγουν πραγματογνωμοσύνες χωρίς να απαιτείται η γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο στα πλαίσια της ανάκρισης.

Το δεύτερο δε που ήθελα να επισημάνω είναι όσον αφορά το ζήτημα των βασανιστηρίων που διετυπώθη. Την απάντηση γι αυτό το ζήτημα όπως ετέθη από την πλευρά του κ. Τζωρτζάτου και του κ. Γεωργιάδη αν δεν κάνω λάθος και του κ. Ξηρού, την απάντηση την έδωσε ο Συνήγορος του κ. Γιωτόπουλου, ο εκλεκτός συνάδελφος ο κ. Ραχιώτης λέγοντας ότι, «εμένα τον πελάτη μου ούτε τον απείλησαν, ούτε τον εξανάγκασαν να ομολογήσει. Αντιθέτως ο ίδιος αβίαστα είπε ότι δεν έχει καμία σχέση σε όλη την διάρκεια της προανακρίσεως, σε όλη την διάρκεια της ανακρίσεως και το ισχυρίζεται και ενώπιον του Δικαστηρίου σας σήμερα›.

Το λογικό ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι το εξής: πώς είναι δυνατόν για εκείνον ο οποίος φέρεται και εισάγεται ενώπιόν σας ως ο αρχηγός αυτής της ομάδας, της 17Ν να μην ασκήθηκε πίεση από την πλευρά της Αστυνομίας, να μην ασκήθηκαν βασανιστήρια, να μην αφέθη άυπνος και αντιθέτως να ασκήθηκαν τα αντίθετα για τον κ. Τζωρτζάτο και τον κ. Γεωργιάδη. Φαντάζομαι δεν χρειάζεται κάποιο άλλο.

Μια δεύτερη απάντηση δίνει ο ίδιος ο κ. Χριστόδουλος Ξηρός στην απολογία του ενώπιον της κας Ανακρίτριας στις 21-7-2002 λέγοντας τα εξής, τρεις λέξεις κ. Πρόεδρε. «Ζητώ να εφαρμοστεί και για εμένα και για τα αδέλφια μου η ευνοϊκή διάταξη του νόμου διότι βοήθησα ουσιωδώς στην εξάρθρωση της ομάδας αυτής αβίαστα›. Αυτό λέει παρουσία της κας Ανακρίτριας ο κ. Χριστόδουλος Ξηρός.

¶ρα λοιπόν ποια είναι τα βασανιστήρια, ποια είναι η πίεση, ποια είναι η κατάσταση εκείνη που δημιουργήθηκε στην Αστυνομία και αργότερα στην ανάκριση που τους εξώθησε να πουν πράγματα τα οποία ουδέποτε ήθελαν να πουν ή ουδέποτε πίστευαν. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα. Ο κ. Κατσαντώνης έχει το λόγο.

Α. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: Πολλά δεν έχει να πει κανείς εδώ κ. Δικασταί παρά το γεγονός ότι κοινό νομικό μυστικό το οποίο γνωρίζουν οι πάντες διότι κινδυνεύουν από τα έσχατα εάν δεν το τηρήσουν, είναι να προβάλλουν τις ακυρότητες της προδικασίας προ της εκδόσεως απαλλακτικού βουλεύματος. Διότι εφόσον εκδοθεί το απαλλακτικό βούλευμα κατά το κοινώς λεγόμενο πηγαίνουν όλα περίπατο.

Καλύπτονται όλες οι ακυρότητες οι σχετικές αλλά και οι απόλυτες του άρθρου 171. Βεβαίως όπως παρετήρησε ο κ. Αναγνωστόπουλος ο οποίος κατά την συνήθειά του δεν αφήνει τίποτε που να μην το εξετάσει, είναι ότι εδώ βεβαίως δεν υπάρχει αναίρεση. Είναι αυτός ο λόγος κύριοι Δικασταί να μετατρέψουμε, να καταργήσουν την διάταξη του 173 παρ. 2; Δεν νομίζω ότι μπορεί να ανακύψει ποτέ τέτοιο θέμα.

Προβλήθηκαν κατά κόρον βασανισμοί. Οι βασανισμοί αυτοί είχαν προβληθεί και κατά την διάρκεια της προδικασίας. Εδόθησαν απαντήσεις, έγιναν έρευνες, έγιναν έλεγχοι. Αντίθετα εγώ κατηγορούμενοι με τέτοιες κατηγορίες να δίνουν συνεντεύξεις σε εφημερίδες και στις τηλεοράσεις δεν έχω καίτοι γνωρίζω τα όσα, πώς διεξήχθησαν οι προδικασίες και οι δίκες και στην Γερμανία και εις την Ιταλία.

Κατά συνέπεια δεν νομίζω ότι πρέπει να προβάλλουν αυτού του είδους τους ισχυρισμούς οι κατηγορούμενοι, ούτε είναι δυνατόν να λέγεται, να λέγονται πράγματα όπως το ότι με παραισθησιογόνα κλπ. ηνάγκασαν τον κατηγορούμενο να πει την αλήθεια. Δηλαδή με παραισθησιογόνα τον ηνάγκασαν να πει αυτά τα οποία αργότερα υπό άλλη έμμεση μορφή παρεδέχθη ότι έκανε, για να αναφερθώ στον κ. Σάββα Ξηρό.

Τώρα ο ομιλών δίνει μία εξήγηση στο γεγονός των προτεταμένων όπλων από μασκοφόρους κατά την διάρκεια της ανακρίσεως. Πράγματι επειδή την 17-7-2002 μετά την προανακριτική προσήχθησαν πολλοί κατηγορούμενοι ενώπιον της κας Τακτικής Ανακρίτριας και επιβεβαίωσαν τις προανακριτικές τους καταθέσεις.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον κ. Σερίφη τον εκπροσωπεί.

Α. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ: Και επιβεβαίωσαν τις προανακριτικές τους καταθέσεις ύστερα από αυτό. Έγιναν σώμα της δικογραφίας και μάλιστα αποδεικτικό υλικό. Γι αυτό το λόγο στα όπλα βγήκαν. Το μόνο που δεν ελέχθη κ. Πρόεδρε είναι ότι εστράφησαν τα όπλα και κατά της κεφαλής της κας Ανακρίτριας. Αλλά άλλη οδός επιχειρήθη για να δικαιολογήσει πώς ενώπιον του γραφείου της μασκοφόροι με όπλα ηπείλουν τους κατηγορουμένους και τους παριστάμενους Συνηγόρους οι οποίοι πεπειραμένοι Δικηγόροι δεν είχαν το θάρρος να πουν, να σημειωθεί παρακαλώ εδώ εις τα πρακτικά ότι είναι και τρεις ένοπλοι μέσα με όπλα και με μάσκες. Ούτε αυτά τα πράγματα είναι δυνατόν να λεχθούν.

Κύριοι Δικασταί, υπάρχουν και άλλα πρέπει να λεχθούν αλλά αυτά δεν αναφέρονται αυτή την στιγμή. Δεν είναι επίκαιρος η στιγμή και μάλιστα αναφέρομαι σε αυτό που είπε ο κ. Λυκουρέζος ότι, απολείπονται μάρτυρες από αυτή την συνεδρίαση οι οποίοι δεν έπρεπε να απολείπονται. Όμως υπενθυμίζω ότι ο αξιότιμος κ. Εισαγγελεύς, ο δεύτερος των κ. Εισαγγελέων όχι μόνο δήλωσε την ετοιμότητά του να τους καλέσει αλλά και είπε «θα τους καλέσω εφόσον τεθεί θέμα κατά την διάρκεια της συζητήσεως›.

Νομίζω ότι τα άλλα δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κανείς περισσότερο με αυτή την υπόθεση των βασανιστηρίων ιδίως και των ελαττωμάτων στο στάδιο αυτό που έχει περατωθεί ήδη και έχουν καλυφθεί οι σχετικές και οι απόλυτες ακυρότητες από το βούλευμα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα. Ο κ. Μαύρος έχει πλέον το λόγο κανονικά.

Γ. ΜΑΥΡΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, εγώ διακατέχομαι από μία απορία στην οποία δεν μπόρεσα να δώσω απάντηση διαβάζοντας επανειλημμένως το σχετικό απόσπασμα από την δήλωση του κ. Τζωρτζάτου. Αλλά η απορία μου ισχύει και για τον κ. Σάββα Ξηρό.

Τι λέγουν αυτοί οι δύο κύριοι κατηγορούμενοι; Ότι το περιεχόμενο των καταθέσεών τους αυτών τις οποίες προσβάλλουν ως προϊόν βασανιστηρίων και ψυχοφαρμάκων είναι αληθές ή είναι ψευδές; Με άλλες λέξεις, με τα φάρμακα και με την απειλή βίας τους απέσπασαν την αλήθεια ή τους υποχρέωσαν να υπογράψουν κάτι το οποίο ήταν ψευδές και κατασκευασμένο;

Αυτό ξέρετε έχει κατά την ταπεινή μου γνώμη και ηθική αξία πολύ μεγάλη αλλά και νομική αξία διότι είναι διαφορετική η μεταχείριση εάν το περιεχόμενο των καταθέσεών τους είναι αληθές, αν είπαν την αλήθεια. Αν είπαν την αλήθεια παρά τα βασανιστήρια κατά την ταπεινή μου άποψη δεν πάσχει η κατάθεσή τους και είναι ανεξάρτητο το θέμα των ποινικών ευθυνών αυτών οι οποίοι φέρονται να έχουν ασκήσει βία πάνω εις τους κυρίους αυτούς.

¶ρα θα είχε ενδιαφέρον να ακούσουμε κατά τις δευτερολογίες τι ακριβώς λένε. Αν τους απεσπάσθη η αλήθεια, αν υποχρεώθησαν να καταθέσουν, να υπογράψουν ψέματα. Αυτό είναι το ένα θέμα. Το δεύτερο θέμα παρότι ελέχθη είμαι υποχρεωμένος κι εγώ να το πω διότι έχει σχέση με τον κοινό νου και όπως ξέρετε ο κοινός νους επαναστατεί.

Εδώ έχουμε την περίπτωση του κ. Τζωρτζάτου ο οποίος λέει καταφοβήθηκε από τις απειλές. Τον παίρνανε λέει από το ένα γραφείο και τον απειλούσανε και στο άλλο του δίνανε πορτοκαλάδες. Και το ερώτημα είναι το εξής: πώς δηλαδή επελέγη ο κ. Τζωρτζάτος, μόνον ο κ. Τζωρτζάτος, αφήνω την περίπτωση του κ. Ξηρού, για να ασκηθεί όλη αυτή η βία πάνω του;

Όλοι οι άλλοι κατηγορούμενοι πώς δηλαδή δεν απησχόλησαν αυτούς τους βασανιστές. Ιδίως μάλιστα για τον κ. Γιωτόπουλο ο οποίος λέγει στις συνεντεύξεις του ότι εδώ 25-30 χρόνια βυσσοδομούν και σκευωρούν εναντίον του οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Γι αυτόν δεν περίσσεψε καμία πορτοκαλάδα με μαντζούνι για να του την δώσουνε και να τον υποχρεώσουν κι αυτόν μετά να υπογράψει ψευδή πράγματα;

Πρόκειται περί αστειότητας. Ο κ. Τζωρτζάτος μου κάνει τρομερή απορία κ. Πρόεδρε, αυτός ο ατρόμητος λαϊκός αγωνιστής και για να περιοριστώ μάλιστα στην περίπτωση του πελάτη μου του κ. Παλαιοκρασσά όπου κατηγορείται ότι συνέδεσε το βλήμα με τον πυροδοτικό μηχανισμό ο κ. Τζωρτζάτος και υποθέτω ότι αυτό το έκανε και 15 τουλάχιστον φορές διότι αν διαβάσετε την προκήρυξη στον κ. Παλαιοκρασσά είχαν στήσει παγανιά τουλάχιστον 15 φορές, αυτός ο λαϊκός αγωνιστής, ο ατρόμητος, αυτός ο άνθρωπος ο οποίος μάλιστα είχε προετοιμαστεί και για την περίπτωση της συλλήψεώς του, διότι πληροφορηθήκαμε ότι υπήρχαν και οδηγίες εις την Οργάνωση διότι πώς πρέπει να αντιδράσουν σε περίπτωση συλλήψεώς τους, πως, με συγχωρείτε για την έκφραση γιατί είναι βαριά και θα την αποφύγω, πώς τόσο πολύ φοβήθηκε αυτός από την παρουσία των αστυνομικών; Θα περίμενα, αξιότιμε κ. Πρόεδρε και κύριοι Δικαστές, λίγη περισσότερο γενναιότητα από αυτούς τους λαϊκούς αγωνιστές.

Ε. ΒΟΖΕΜΠΕΡΓΚ: Κύριε Πρόεδρε, μία επισήμανση μόνο γιατί έχουν καλυφθεί τα θέματα και εγώ δεν θα καθυστερήσω καθόλου. Είναι πάγια τακτική των κατηγορουμένων για πράξεις τρομοκρατίας, να επικαλούνται βασανιστήρια και ιδιαίτερα την άσκηση ψυχολογικής και σωματικής βίας ως προς την απόσπαση των ομολογιών τους, είτε στο στάδιο της προανάκρισης είτε στην κύρια ανάκριση.

Να επικαλούνται αρμοδιότητα του Δικαστηρίου με διάφορες δικονομικές διατάξεις -δεν αρνούμαι το δικαίωμά τους να το πράττουν, αλλά χαρακτηρίζω και εντοπίζω την πάγια τακτική σε όλα τα κράτη όπου εξαρθρώθηκε η τρομοκρατία- και κυρίως να επικαλούνται παραβίαση των δικαιωμάτων τους κατά τις συνθήκες κράτησης και μια κορύφωση, μια περισσότερο εξιδανίκευση ειδικά των δικαιωμάτων των κρατουμένων, σε βάρος των δικαιωμάτων των θυμάτων στα οποία συνήθως επιφυλάσσουν μόνο τα δικαιώματα του τάφου. Αλλά αυτό είναι θέμα ουσίας.

Εγώ αν πήρα το λόγο κύριοι Δικαστές, τον πήρα για ένα θέμα: Είναι δυνατό να υπάρχει ένας, υπ’ αριθμόν ένας δικηγόρος σήμερα στην Ελλάδα του 2002, διότι τότε ήταν η προανάκριση και η ανάκριση στην οποία αναφέρεται η μήνυση Τζωρτζάτου, ο οποίος θα δεχθεί να ανακρίνεται ο εντολέας του ενώπιον τακτικού ανακριτού, παρουσία κουκουλοφόρων και ασφαλιτών και να του απαγορεύσει, όπως ισχυρίζεται στη μήνυσή του ο κ. Τζωρτζάτος, του δικηγόρου αυτού να το καταγγείλει και εκείνος να συμμορφωθεί προς την απαγόρευση και να σιωπήσει;

Θα είχε αναστατωθεί όχι μόνο η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, όχι ο Δικηγορικός Σύλλογος, θα είχε καταρρεύσει ο βασικός πυλώνας της Δημοκρατίας, η δικαιοσύνη, αν επετρέπετο ποτέ τέτοιο πράγμα. Κι εγώ δεν μπορώ να δεχθώ αυτή τη στιγμή –και μιλώ εξ ονόματος των απολειπομένων συναδέλφων, διότι δεν είναι παρόντες σε αυτή τη δικαδικασία- να συκοφαντούνται ότι εσιώπησαν, ανεχόμενοι κουκουλοφόρους κατά την εξέταση του εντολέα τους.

Αυτό, αν μη τι άλλο, εκτός από συκοφαντικό, πιστεύω ότι είναι αθλιότητα, το βάζω στο στόμα των κατηγορουμένων, αλλά ακούγεται σε αυτή την αίθουσα και ακούγεται και παραπέρα και είναι επικίνδυνο για τη Δημοκρατία μας, έστω και ψήγμα αλήθειας να θεωρήσει κάποιος ότι μπορεί να περιέχει, σε ό,τι αφορά την πίεση του συγκεκριμένου κατηγορουμένου Τζωρτζάτου για να πει πράγματα τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ευχαριστώ πολύ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Πέτσο, έχετε τον λόγο.

Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Έχω καλυφθεί πλήρως, ήθελα ένα ερώτημα να κάνω σ’ εσάς και δεν ξέρω αν είναι η κατάλληλη η στιγμή. Όσον αφορά το θέμα, έχω καλυφθεί από τους κ.κ. Εισαγγελείς και τους άλλους συναδέλφους.

Κατά την διάρκεια της συζήτησης των διαφόρων ενστάσεων, είπατε ότι στις υποθέσεις διακεκριμένα, δεν θα ρωτούν όλοι οι συνήγοροι, είτε πολιτικής αγωγής είτε υπεράσπισης. Με αποτέλεσμα να πιστεύω ότι πιθανόν να απομονωθούν μεν οι υποθέσεις όπως ακριβώς θα τις εξετάσετε, αλλά χωρίς να δώσετε και ταυτόχρονα το δικαίωμα σε εκείνους που θέλουν να ερωτήσουν, διότι μέσα στο κατηγορητήριο υπάρχουν και οι ηθικοί αυτουργοί, υπάρχουν άτομα από τους κατηγορουμένους, που ναι μεν φέρονται ότι συμμετείχαν σε μία υπόθεση, αλλά πιθανόν η ανάλυση να οδηγήσει και σε άλλα συμπεράσματα.

Θα παρακαλούσα λοιπόν θερμά να γνωρίζουμε αν έχουμε τη δυνατότητα να υποβάλλουμε ερωτήσεις στους μάρτυρες οποιασδήποτε υπόθεσης, γνωρίζοντας ότι τουλάχιστον σεβόμεθα την οικονομία του χρόνου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σέβεστε την οικονομία του χρόνου, αλλά το αποτέλεσμα θα είναι το αντίθετο. Δηλαδή, όταν εξετάζουμε επί παραδείγματι στην υπόθεση την πρώτη, που είναι του Ρόμπερτ Τσαντ και λέει: Μάρτυρας Κοντοδιός και Κωστάκος, κατηγορούμενοι εδώ είναι συγκεκριμένα πρόσωπα για συγκεκριμένες πράξεις.

Αν αρχίσετε και ρωτάτε εσείς, ποιος ήταν ο ηθικός αυτουργός, θα ξέρει άραγε ο κ. Κοντοδιός και ο κ. Κωστάκος να σας πει; Δηλαδή καταλάβατε; Θέλω μια ρεαλιστική προσέγγιση όλων αυτών των πραγμάτων. Διότι άμα δεν είναι ρεαλιστική και είναι καθαρά θεωρητική, δε χρειάζεται να κάνουμε 100 μήνες για μια δουλειά που μπορεί να γίνει τέλεια μέσα σε 10’.

Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Εκ προοιμίου αυτή τη στιγμή, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να σας διαβεβαιώσουμε ότι δεν είναι δυνατόν, πράγμα που μπορείτε άλλωστε να απαγορεύσετε, να κάνουμε άσχετες ερωτήσεις. Ούτε είναι δυνατό να κάνω εγώ ερώτηση για τον ηθικό αυτουργό.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ θα σκεφτώ αν θα σας δίνω τον λόγο και αν δεν σας τον δίνω θα προσφεύγετε στο Δικαστήριο. Εμένα η αντίληψή μου είναι ότι πρέπει να περιοριστεί η διαδικασία πάνω στα θέματα ουσίας. Μέχρι τώρα αναλωθήκατε όλοι και αναλώθηκε φυσικά και το Δικαστήριο να απαντά. Κάποτε να εξετάσουμε και την ουσία.

Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, το μόνο που θα ήθελα κλείνοντας αυτό το αίτημά μου, είναι το εξής: Δεν είναι 83 διαφορετικές υποθέσεις, είναι μία υπόθεση. Δικάζονται κατηγορούμενοι οι οποίοι συμμετείχαν σε εγκληματική και τρομοκρατική Οργάνωση. Δεν πρόκειται να κάνουμε εκμετάλλευση αυτών των ερωτήσεων. Μπορεί να προκύψει κ. Πρόεδρε –σας λέω μια περίπτωση- στην περίπτωση Πέτσο, υΣαβάκη ή Περατικού, να αποκαλυφθεί ότι υπάρχει κι άλλος συνεργός στην πράξη αυτή την εγκληματική.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο οποίος δεν δικάζεται αυτή τη στιγμή, δεν εισάγεται και δεν επιτρέπω να προκύψει κανένας. Δεν θα προκύψουν άλλοι εδώ, δεν είναι εδώ το στάδιο της ανακρίσεως. Είναι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι, με συγκεκριμένες κατηγορίες και δεν μπορούμε ούτε να τους αποδώσουμε ούτε να αφήσουμε να αιωρούνται και άλλες καινούργιες.

Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Δεν γνωρίζουμε τί θα πουν οι κατηγορούμενοι. Αν προκύψουν από την ακροαματική διαδικασία κ. Πρόεδρε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ό,τι και να προκύψει, δεν μπορούμε εμείς να τους αποδώσουμε και άλλες κατηγορίες.

Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Δεν είπα να αποδώσουμε κι άλλες κατηγορίες. Ελευθέρως θα εκτιμήσετε όμως και άλλα στοιχεία συνενοχής αν υφίστανται. Αυτό λέω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να πάμε να βρούμε κι άλλους δηλαδή εδώ μέσα. Εδώ δικάζουμε για τόσα αδικήματα τόσους ανθρώπους και θα ψάχνουμε και για οτιδήποτε άλλο. Αν όμως θέλετε κάπου ειδικά εσείς, θα τον ζητάτε τον λόγο. Κι εγώ θα σκέφτομαι ως Προεδρεύων, αν πρέπει να σας τον δώσω και αν δεν σας τον δίνω τον λόγο, είναι και το Δικαστήριο, θα προσφεύγετε. Είναι απλό δεν υπάρχει θέμα, η δικονομία το καθορίζει. Αλλά σας λέω, καλά είναι να περιοριζόμαστε στις κατηγορίες.

Αυτό το αιωρούμενο θέμα της πολιτικής αγωγής τί γίνεται; Γιατί είδα ότι ήρθε ο κ. Δημακόπουλος. Κάτι είπαν κ. Δημακόπουλε, δεν τέθηκε ακριβώς, αλλά εσείς έχετε λέει ασκήσει αγωγή ενώπιον Πολιτικού Δικαστηρίου και επομένως, τί θέλετε τώρα εδώ; Και δεν έχετε επιφυλαχθεί, το κατάλαβα καλά;

κ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Αν αντιλαμβάνομαι καλά υποβάλλετε ένσταση ερειδόμενη στο άρθρο 66 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι, δεν την υπέβαλλε, αλλά επιφυλάσσεται. Σας λέω να το έχετε υπόψη σας. Επειδή έλειπε, δε θέλω κανένας να καταλαμβάνεται εξ απήνης, δεν είναι σωστό.

Ο λόγος στον κ. Ευαγγελάτο.

Δ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, μόνο αυτό ήθελα να ρωτήσω, επειδή όταν κάναμε ως Οργανισμός του ΕΛΤΑ παράσταση πολιτικής αγωγής, κάποιος άλλος συνάδελφος από την πλευρά της υπεράσπισης, είπε ότι «επιφυλασσόμαστε, μπορεί να προτείνουμε ένσταση απαραδέκτου και νομοτύπου της πολιτικής αγωγής›. Εξακολουθεί να υπάρχει αυτό; Για να μην είμαστε κι εμείς εδώ μονίμως δεσμευμένοι. Βεβαίως αν χρειαστεί, θα είμαστε συνεχώς.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Υπάρχει και κανένα αιώρημα και προς τα εκεί; Όχι για τα ΕΛΤΑ.

κ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε μου επιτρέπετε; Ενόψει του γεγονότος ότι δόθηκε η αφορμή και τα θέματα δεν πρέπει να παραμένουν εκκρεμή, άλλωστε η παρά τω νόμω παράσταση πολιτικής αγωγής παράγει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εφ΄ όσον προταθεί όμως.

κ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Με συγχωρείτε, όχι. Απόλυτη ακυρότητα εννοούμε την ακυρότητα που εμφιλοχωρεί στη διαδικασία, έστω και αν δεν προβληθεί από κανέναν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ή αποδειχθεί από κάποιον. Ακούστε, εάν έχετε ασκήσει εσείς ή όχι, κάποια αγωγή πολιτική, αυτό δεν μπορεί να παραγάγει ακυρότητα αν δεν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου. Διότι διαφορετικά έχουμε ένα σκέλος της απόλυτης ακυρότητας, το οποίο κάθε φορά in concreto πρέπει να το εξετάζουμε.

κ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Καταλαβαίνω τί λέτε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Βέβαια αυτό που λέτε πραγματικά είναι μια γενικότητα. Αλλά εδώ δεν μπορεί το Δικαστήριο να ξέρει αν εσείς έχετε ή όχι κάνει.

κ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Αντιλαμβάνομαι τί λέτε, αλλά επειδή η αγωγή έχει εγερθεί και επειδή αυτό υπεβλήθη κατά τρόπο που δεν έγινε σαφώς αντιληπτός από την άλλη πλευρά, αλλά επιφυλάσσεται να το υποβάλλει η άλλη πλευρά και είναι δικαίωμά της να το υποβάλλει, εγώ λέω να το θέσω εγώ το ζήτημα εξαρχής, να μην υπάρχει λοιπόν ζήτημα αιωρούμενο και να τελειώνουμε με αυτό το θέμα.

Μπορεί να μην υποβληθεί ποτέ αλλά να υποβληθεί κάποια στιγμή. Επομένως, αφού ήδη ειπώθηκε, τί να λέμε τώρα; Το παίρνουμε πίσω; Απευθύνομαι στο Δικαστήριο, αφήσατε να εννοηθεί σαφώς ότι έχετε το δικαίωμα υποβολής μιας ενστάσεως αποβολής της πολιτικής αγωγής κι εγώ επιθυμώ ενόψει του ότι αν επικαλεστείτε και την απόφαση -την επικαλούμαι εγώ λοιπόν, για να μην παράγεται ακυρότητα της διαδικασίας.

Υπάρχει πράγματι απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου περί αποζημιώσεως για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Η μεν ποινική διαδικασία κ. Πρόεδρε έληξε αμετακλήτως με αθωωτική κρίση για τους υπαιτίους του θανάτου εξ αμελείας γιατρούς. Έκρινε δηλαδή μέχρι και ο ¶ρειος Πάγος ότι είναι αθώοι οι γιατροί. Η ποινική διαδικασία. Η διαδικασία της αστικής δίκης που έγινε στο Διοικητικό Δικαστήριο, έκρινε ως υπαιτίους τους γιατρούς και απεζημίωσε για την ανθρωποκτονία εξ αμελείας.

Η αξίωση που εισάγεται στο Δικαστήριό σας, επιστηρίζεται σε άλλη ιστορική και νομική αιτία.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και είναι άλλοι οι εναγόμενοι εδώ.

κ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ακριβώς.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τί καθόμαστε λοιπόν και λέμε; Όταν δεν υπάρχουν πρόσωπα εναγομένων, εδώ είναι εναγόμενοι.

κ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν είναι η ίδια πράξη και δεν είναι τα αυτά πρόσωπα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν με νοιάζει αν είναι η ίδια πράξη, με ενδιαφέρει ότι δεν είναι οι ίδιοι εναγόμενοι. Αν έχετε ασκήσει αγωγή εναντίον των κατηγορουμένων.

κ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι βέβαια.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε τί κάθεστε και κουβεντιάζετε; Αφήστε το τώρα. Δεν το έθεσαν οι άνθρωποι, μην τους αποδίδουμε ότι το έθεσαν. Απλώς επιφυλάσσονται. Λοιπόν, ν’ αρχίσουμε από τον κ. Χρυσικόπουλο ο οποίος κάτι έχει να πει;

Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, εγώ θα ήθελα να ξεκαθαρίσουμε το εξής: Είναι άλλο θέμα η αφαίρεση, άλλο θέμα η ανάγνωση κάποιων προανακριτικών απολογιών και άλλο θέμα η αξιοποίηση της κάθε απολογίας. Όπως είναι άλλο θέμα η απολογία και είναι άλλο θέμα η ομολογία. Και τα δύο θέματα διαφέρουν και θα τεθούν στη διάρκεια της διαδικασίας.

Ο φόβος μου είναι να μην θεωρηθεί ότι δεν θα τεθούν τα θέματα της αναγνώσεως και της αξιοποιήσεως στο στάδιο που θα πρέπει. Θα τεθούν και τότε θα τεθούν όλα τα θέματα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έτσι είπα κι εγώ απ’ την αρχή.

Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συμφωνώ με αυτό που λένε οι συνάδελφοι για το θέμα της αφαίρεσης, αυτό θα το κρίνετε, αλλά θέλω να ξεκαθαρίσουμε τα ζητήματα. Ο λόγος που ζήτησα το λόγο κυρίως είναι διότι συμφωνώ απολύτως με το αίτημα του κ. Λυκουρέζου να έρθουν άμεσα στη δικογραφία αν υπάρχουν, άλλες εκθέσεις, έρευνες, έγγραφα σε σχέση με έρευνες που συνεχίζονται.

Πράγματι, όποιος διαβάζει τη δικογραφία και όποιος προετοιμάζεται, διαπιστώνει ότι σε διάφορα έγγραφα αναγράφεται «οι έρευνες συνεχίζονται›. Επειδή πρόκειται για μια υπόθεση όπου ο όγκος είναι τεράστιος, εγώ ζητώ εκ μέρους του κ. Γιωτόπουλου τον οποίο εκπροσωπώ, οποιοδήποτε έγγραφο υπάρχει σε σχέση με τη συνέχιση των ερευνών, να μας τεθεί τώρα, άμεσα υπόψη, ούτως ώστε να μπορέσουμε να το δούμε και από κει και πέρα να δούμε τα δικαιώματα τα οποία θα ασκήσουμε.

Σημειωτέον ότι έχει τεθεί ήδη και από τον συνάδελφο που ήταν στην ανάκριση και έχει τεθεί και με υπομνήματα, η ανάκριση τελείωσε ενώ δεν είχαν γίνει αυτές οι έρευνες, ενώ δεν είχαν ολοκληρωθεί περατώθηκε η ανάκριση, υπήρχε και σχετικό θέμα που ετέθη, εν πάση περιπτώσει το ζήτημα είναι τώρα που γίνεται η δίκη, να έρθουν αυτά άμεσα. Ευχαριστώ πολύ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν ξέρω με ποια σειρά θέλετε, εγώ θα δώσω πρώτα στον κ. Αγιοστρατίτη ο οποίος άρχισε και αυτή τη συζήτηση πάνω σε αυτό το σοβαρό θέμα. Με τα δύο σκέλη. Το ένα σκέλος είναι «βγάλτε τα γρήγορα από τη δικογραφία› και το δεύτερο είναι «όταν έρθει η ώρα μην τα αναγνώσετε, διότι είναι άκυρα›. Και στη μια περίπτωση και στην άλλη είναι άκυρα.

Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, ετέθη το θέμα από πολλούς συνηγόρους υπεράσπισης, το θέμα των συνθηκών υπό τις οποίες εδόθησαν οι συγκεκριμένες προανακριτικές απολογίες. Από την απέναντι πλευρά και βέβαια και από την πλευρά των αξιοτίμων κ.κ Εισαγγελέων, εμφανίστηκε μια εικόνα μιας αγγελικά πλασμένης προανάκρισης σε μια αγγελικά πλασμένη χώρα, σαν να μην καταλαβαίνει κανείς τίποτα για το τί συμβαίνει κατά τη διάρκεια αυτών των προανακρίσεων.

Οι συνάδελφοί μου τουλάχιστον τα γνωρίζουν πάρα πολύ καλά. Εγώ το μόνο που έχω να πω, είναι να τους παραπέμψω στις ανά έτος Εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας και της Επιτροπής της Διεθνούς Ομοσπονδίας του Ελσίνκι για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπου η χώρα μας κατατάσσεται μεταξύ άλλων χωρών της κεντρικής Αφρικής σαν μία από τις πρώτες χώρες στις οποίες τελούνται συστηματικά βασανιστήρια.

Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση, η οποία αφορούσε την μεγαλύτερη, όπως διατυπώθηκε, εγκληματική Οργάνωση με μία σωρεία εγκλημάτων κτλ, εθεωρήθη λογικό, προκειμένου να εξυπηρετούν ορισμένες σκοπιμότητες, να υποταχθεί η νομιμότητα και το κράτος δικαίου στις σκοπιμότητες αυτές οι οποίες δεν ήταν μόνο σκοπιμότητες του ελληνικού χώρου, αλλά και των υπερατλαντικών προστατών μας οι οποίοι είχαν κάποιες επιδιώξεις, παρενέβησαν ενεργά στο έργο της προανάκρισης, παρίστατο οι πράκτορες αυτοί στο έργο της προανάκρισης και ουδείς απολύτως αντελήφθη δήθεν τίποτα.

Το μόνο το οποίο αντελήφθησαν οι κ.κ. Εισαγγελείς ήταν αυτό το έντυπο το οποίο αναφέρεται, το έντυπο κομμάτι αυτών των προανακριτικών απολογιών όπου αναφέρονται τα δικαιώματα τα οποία με ιδιαίτερη ευγένεια, δήθεν, τους τα γνωστοποιούν οι κύριοι προανακριτές, παρίσταται μάλιστα και προανακριτικός υπάλληλος ο κ. Διώτης, Εισαγγελέας επί πολλά χρόνια και αυτό μόνο αντελήφθησαν, τίποτε άλλο.

Δεν αντελήφθησαν ότι είναι πολύ περίεργο, 19 άνθρωποι κατά τεκμήριο πολιτικοποιημένοι, ομόφωνα αρνούνται να ασκήσουν αυτά τα δικαιώματά τους, ομόφωνα αρνούνται παρά τις πιέσεις και τις γνωστοποιήσεις που τους κάνουν οι προανακριτικοί υπάλληλοι να διορίσουν δικηγόρο. Αυτές οι ερμηνείες απευθύνονται μόνο σε αφελείς.

Από 29/6/2002 παραβιάστηκαν τα πάντα. Κανένας, ούτε οι αξιότιμοι κύριοι Εισαγγελείς δέχθηκαν να δώσουν νομικές ερμηνείες για το τί συνέβη με τον Σάββα Ξηρό, παρά ο κ. τακτικός Εισαγγελεύς, έδωσε κάποιες θρησκευτικές, μεταφυσικές, φιλοσοφικές ερμηνείες για το τί συνέβη, ότι ήταν ένα παιδί του παπά που ανένηψε, οι προσευχές του πατέρα του έπιασαν τόπο και βεβαίως ήρθε ένα χριστιανόπουλο, μετενόησε και ήρθε και ομολόγησε όλα αυτά τα πράγματα, τα οποία κατά πανομοιότυπο τρόπο έχουν περιληφθεί –και προσέξτε το αυτό- σε όλες τις απολογίες των κατηγορουμένων.

Δεν συνέβησαν λοιπόν έτσι όμορφα τα πράγματα. Παραβιάστηκαν τα πάντα. Υποτάχθηκε η ανάκριση στην επικοινωνιακή πολιτικής της κυβέρνησης, υποτάχθηκε η ανάκριση στις σκοπιμότητες αυτών των παραγόντων που προανέφερα και παρουσιάστηκαν τα φαινόμενα, επί 40 ημέρες, ένας άνθρωπος βαριά τραυματισμένος να κρατείται, να ανακρίνεται στην εντατική, μέσα στη ΜΕΘ να ανακρίνεται, να του χορηγούνται ψυχοφάρμακα. Και εδώ, θα σας δώσω μετά την Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για να δείτε την δυνατότητα πρόσβασης που έχουν στις ιατρικές εξετάσεις και τα πιστοποιητικά οι βασανισμένοι κρατούμενοι, τους οποίου ουδέποτε ουδείς Εισαγγελεύς αντελήφθη. Πάντα αυτοί οι άνθρωποι σκοντάφτουν σ’ ένα σκαλοπάτι και πρήζονται τα μάτια τους κλπ.

Αυτή λοιπόν την κατάσταση την ξέρουμε καλά και την έχουν υποστεί δυστυχώς και Εισαγγελείς. Προ καιρού, είναι μερικά χρόνια τώρα, ένας Εφέτη το υπέστη όταν επεχείρησε να επισκεφθεί τον ανεψιό του στο Δ’ Αστυνομικό Τμήμα και κατάλαβε τί σημαίνει Δ’ Αστυνομικό Τμήμα. Ας μην κρύβουμε λοιπόν την πραγματικότητα. Παραβιάστηκαν τα πάντα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Δυστυχώς παρίστατο και Εισαγγελέας. Την εικόνα του και τη διάθεσή του μας την έδωσε με τη συγκεκριμένη παρέμβαση που επεχείρησε να κάνει την παραμονή της ενάρξεως του Δικαστηρίου στο έργο σας.

Έρχομαι στο ερώτημα του κ. συναδέλφου μου, του κ. Λυκουρέζου ο οποίος είπε: «Μα, έστω, έγιναν αυτά τα πράγματα. Γιατί τα ομολόγησαν και ενώπιον του Εφέτη ανακριτή και εν πάση περιπτώσει, εάν εφοβούντο την αντιτρομοκρατική ακόμα και τότε, γιατί όταν πήγαν στον Κορυδαλλό, καθυστέρησαν γύρω στον ένα με ενάμισι μήνα να ανακαλέσουν αυτές τις καταθέσεις τους;›

Και δίνεται μια ερμηνεία η οποία είναι και δημοσιογραφική, ότι δήθεν επηρεάστηκαν από τον κ. Κουφοντίνα, ο οποίος στο μεταξύ είχε συλληφθεί και ανεκάλεσαν τις καταθέσεις τους.

Ο αγαπητός μου κύριος συνάδελφος δεν είχε ενημερωθεί για το εξής, το οποίο βεβαίως αρμοδίως και το έχουμε καταγγείλει: ότι όχι μόνο καμία δικογραφία δεν μας παρεδόθη προκειμένου να απολογηθούμε είτε στον κ. Ζερβομπεάκο είτε οπουδήποτε αλλού, όχι μόνο απαγορευόταν η παράδοση της δικογραφίας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο στους κρατουμένους, αλλά συνέβη και το εξής κωμικοτραγικό, για το οποίο πάλι δυστυχώς είχε ευθύνη ο κ. Εισαγγελέας, ο οποίος προΐσταται των Φυλακών Κορυδαλλού, ο κ. Φραγκιαδάκης.

Σημείωμα το οποίο συνέταξε απολογητικό ο κατηγορούμενος Σάββας Ξηρός προκειμένου να παραδοθεί στον πληρεξούσιο δικηγόρο του και εξ αυτού να έχει έναν σκελετό για τους ισχυρισμούς του επί των αποδιδομένων κατηγοριών, το σημείωμα αυτό κατεσχέθη.

Αυτό το σχέδιο δηλαδή απολογητικού υπομνήματος κατεσχέθη χωρίς να υπάρχει κανένας νόμος που να το προβλέπει αυτό το πράγμα, χωρίς να έχει και καμιά απολύτως εξήγηση έστω λογικοφανή ο κ. Φραγκιαδάκης.

Κι αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος, διότι εμείς δυστυχώς αναγκαστήκαμε να χρησιμοποιήσουμε και άλλους τρόπους προκειμένου να σπάμε αυτό το φράγμα, αυτά τα στεγανά που υπήρχαν, αυτή η απαγόρευση επικοινωνίας, αυτή η ελάχιστη επικοινωνία.

Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Είχαν τηλεφωνική επικοινωνία. Δεν χρειαζόντουσαν υπόμνημα. Θα σας τα έλεγε στο τηλέφωνο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχω παρακαλέσω κανένας να μη διακόπτει τον άλλον. Μην απαντάτε στον κ. Λυκουρέζο. Δεν είναι αποδέκτης αυτός του λόγου. Αν θέλει, στο τέλος θα πει «ξέρετε, είχα αυτό να παρατηρήσω›. Αλλά δεν κάνει να μιλάτε μεταξύ σας.

Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Αυτά τα πράγματα σε ανύποπτο χρόνο τα έχουμε καταγγείλει. Εγώ μάλιστα όταν είδα ότι δεν μπορώ να ασκήσω τα καθήκοντα μου από τη στιγμή που με διόρισε η οικογένεια του να υπερασπίσω αυτόν τον δύστυχο άνθρωπο, υπέβαλλα την παραίτηση μου. Επέστρεψα την εντολή που μου είχε δοθεί, διότι ακριβώς έβλεπα ότι παραβιάζονται τα πάντα.

Αυτός είναι και ο αποκλειστικός λόγος για τον οποίον οι αξιότιμοι κύριοι Εισαγγελείς, αλλά και οι κύριοι συνάδελφοι απέφυγαν να αναφερθούν στο νομικό καθεστώς κράτησης του Σάββα Ξηρού και αναφέρθηκαν μόνο στα υπόλοιπα θέματα της αφαιρέσεως ή μη αφαιρέσεως των καταθέσεων ή των προανακριτικών απολογιών ή δόθηκαν αυτές οι θρησκευτικές και φιλοσοφικές ερμηνείες. Τα πράγματα λοιπόν δεν είναι τόσο απλά.

Εμείς αυτή την καταγγελία την έχουμε κάνει από πάρα πολύ χρόνο. Αυτές τις καταγγελίες θα τις προωθήσουμε όπου πρέπει να προωθηθούν, ακόμα και σε διεθνείς οργανισμούς, διότι αυτή η κατάσταση, η οποία μέσα σ’ ένα δημοκρατικό καθεστώς εξακολουθεί να ισχύει αυτή η συνεχής παραβίαση του Συντάγματος, των νόμων, της ευρωπαϊκής σύμβασης, προκειμένου να εξυπηρετηθούν κάποιες σκοπιμότητες, αυτό το πράγμα κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσει.

Εμείς δεν είχαμε αντίρρηση, εφόσον αξιολογηθεί και εκτιμηθεί ότι οι κατηγορούμενοι είχαν κάποιες ποινικά αξιόλογες συμπεριφορές, να τιμωρηθούν και εφόσον υπάρχουν τα στοιχεία της ενοχής τους βεβαίως να τιμωρηθούν.

Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι πρέπει να φαλκιδευτούν και να ανατραπούν δικαιώματα και κατακτήσεις του ελληνικού λαού χρόνια και χρόνια εν ονόματι της εξάρθρωσης της τρομοκρατίας και όχι γιατί τόσο το πιστεύαμε εμείς, όσο γιατί μας το επέβαλαν οι υπερατλαντικοί -και θα το επαναλαμβάνω συνεχώς- σύμμαχοι μας. Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε.