Πολιτική
Δευτέρα, 17 Μαρτίου 2003 19:24

Aνεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (17/3/2003) Μέρος 5/7

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Βλάχος έχει τον λόγο.

κ ΒΛΑΧΟΣ: Συμπληρωματικά γιατί κάποιος εκ των συναδέλφων της Πολιτικής Αγωγής ανέφερε έναν εκ των εντολέων μας, τον κ. Χριστόδουλο Ξηρό. Αν και δεν είχα προτιμήσει εγώ αυτό το χρονικό σημείο για να προβώ σε δήλωση την οποία με εξουσιοδότησε να κάνω στο Δικαστήριο σας ο πελάτης μου, δυστυχώς ο συνάδελφος με εξαναγκάζει πλέον.

Είπε ότι ο κ. Χριστόδουλος Ξηρός δήλωσε στην ανακρίτρια πλέον ότι αβίαστα κατέθεσε όλα αυτά τα οποία κατέθεσε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και ότι επιθυμώ είπε ?

κ ΒΛΑΧΟΣ: Τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου ?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για μένα και για τα αδέλφια μου.

κ ΒΛΑΧΟΣ: Θα του υπενθυμίσω λοιπόν ότι ακριβώς αυτό είναι το προϊόν του εκβιασμού. Ο εκβιαστής ζητάει από τον εκβιαζόμενο να δηλώσει ότι αβίαστα λέει αυτά που λέει. Δεν είναι αβίαστα όταν κάποιος τον εκβιάζει, του βάζει διλήμματα ότι ?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συγνώμη, η ανακρίτρια είναι ο εκβιαστής;

κ ΒΛΑΧΟΣ: Όχι για την ανακρίτρια.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ενώπιον της ανακρίτριας δεν έγινε αυτό;

κ ΒΛΑΧΟΣ: Δεν έχει σημασία αυτό. Εδώ υπάρχουν συνθήκες που είπαμε ότι δεν θα τις εξετάσουμε τώρα, θα τις εξετάσουμε κάθε φορά που θα τίθεται το θέμα.

Όμως μας αναγκάζουν να προβώ κι εγώ να καταθέσω στο Δικαστήριο σας δήλωση του πελάτη μου του κ. Χριστόδουλου Ξηρού. Θέλετε να την αναγνώσω, να την αναγνώσετε εσείς; Θα την καταθέσουμε στο ακροατήριο.

Ο οποίος λέει ότι «όπως έχω πει και στο απολογητικό μου υπόμνημα, το οποίο δεν λάβατε καθόλου υπ' όψιν, οι «καλούμενες› απολογίες μου, προανακριτικές και ανακριτικές, είναι προϊόντα ψυχαναγκασμού, εκβιασμού, με ομοίως την οικογένεια μου, απειλές κατά της ζωής του βαρύτατα τραυματισμένου τότε αδελφού μου Σάββα και της δικής μου, απειλής έκδοσης μου στην Αμερική, με ταυτόχρονη χρήση ψυχοφαρμάκων ή ψυχότροπων ή άλλων ουσιών που με είχαν φέρει σε κατάσταση απώλειας της αίσθησης του χρόνου.

Νύχτωνε, ξημέρωνε, κάθε φορά που έβλεπα τα παράθυρα από τη μια στιγμή στην άλλη. Αδυναμία συγκέντρωσης, ανύπαρκτο κριτήριο, κενά μνήμης, παραλήρημα και συμπάθεια προς τους βασανιστές μου.

Αυτό φαίνεται άλλωστε και από τα τρανταχτά λάθη και ανακρίβειες στην περιγραφή των ενεργειών που υποτίθεται ότι έλαβα μέρος, πράγμα πολύ φυσικό όταν περιγράφονται από έναν παντελώς άσχετο όπως είμαι εγώ. Οπότε δεν μπορώ εκ των πραγμάτων να σχολιάσω οποιαδήποτε κατηγορία προκύπτει από τις άκυρες προανακριτικές μου «απολογίες›.

Δεν πρόκειται να αναφερθώ σε κανέναν συγκατηγορούμενο μου, δεν θα ζητήσω ευνοϊκή μεταχείριση του νόμου ή τα μέτρα επιείκειας, αιτήματα τα οποία διαπίστωσα ότι υπάρχουν στις κατασκευασμένες δήθεν απολογίες μου όταν τις διάβασα για πρώτη φορά στον Κορυδαλλό και φυσικά δεν δέχομαι καμιά κατηγορία.

Το επιβεβαιώνουν επίσης και οι μαρτυρίες των αγνώστων τότε σε μένα συγκατηγορουμένων μου, που καθ’ υπόδειξιν «αναγνώρισα›, που με περιγράφουν ως μαστουρωμένο. Με τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο πιστεύω εκμαιεύτηκαν οι περισσότερες «ομολογίες› και «αναγνωρίσεις› συγκατηγορουμένων μου για να καταφέρουν να ταιριάξουν τα γεγονότα όπως δηλώνει ο Εισαγγελέας Διώτης ανενδοίαστα με βάση τα σχέδια που είχαν.

Όσοι εκ των συγκατηγορουμένων μου συνεχίζουν να με αναγνωρίζουν, πιστεύω ότι έχουν ισχυρό κίνητρο από τον αντιτρομοκρατικό νόμο να συνεχίσουν και να ψεύδονται και είμαι απόλυτα βέβαιος ότι κατά τη διάρκεια της δίκης θα αποδειχτεί περίτρανα ότι ουδεμία συμμετοχή και σχέση έξω στα όσα μου αποδίδονται›.

Αυτή είναι χειρόγραφη δήλωση του την οποία καταθέτω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ να καταχωρηθεί στα πρακτικά.

κ ΒΛΑΧΟΣ: Ήθελα να πω ότι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα και ειλικρινά αυτός ο όμορφος κόσμος, ο ηθικός, ο αγγελικά πλασμένος, που ανέφερε και ο συνάδελφος μου, λίγο θα έπρεπε το Δικαστήριο και ειδικά οι συνάδελφοι της Πολιτικής Αγωγής να σκύψουν κι αυτοί λίγο με ενδιαφέρον σε ορισμένες καταγγελίες, διότι εν πάση περιπτώσει πέραν των συγκεκριμένων κατηγορουμένων που δικάζονται, εδώ δικάζεται και όλη η διωκτική μηχανή, δικάζονται δικαιώματα τα οποία έχουν καταπατηθεί.

Πρέπει να λεχθούν αυτά τα πράγματα και ας έχουμε λίγη ευαισθησία σε ανθρώπους που καταγγέλλουν κάτω από τις εξαιρετικές αυτές συνθήκες εξαιρετικές μεταχειρίσεις και ας μη βιαζόμαστε από την αρχή να τις γελοιοποιήσουμε με επιχειρήματα τα οποία δεν έχουν να κάνουν.

Στο κάτω - κάτω οι συνθήκες όσον αφορά τον κ. Σάββα Ξηρό, ήταν εξαιρετικές. Δεν το λέει ο ίδιος, το δηλώνει και ο ίδιος ο Εισαγγελέας ο κ. Διώτης στην περίφημη αυτή συνέντευξη που έδωσε μια μέρα πριν.

Είμαι υποχρεωμένος πλέον να αναγνώσω στο Δικαστήριο σας πολύ επιγραμματικά προτάσεις, όπως «2-3 μέρες αφότου προσκομίστηκε στον Ευαγγελισμό μπαίνουν στον θάλαμο. Ο Σάββας είναι μπανταρισμένος, δεν βλέπει, το χέρι του ακρωτηριασμένο. Είναι βαρύτατα τραυματισμένος άνθρωπος›. Αυτά τα λέει ο ίδιος ο κ. Διώτης.

Δεν του λένε τις ιδιότητες τους, ποιοι ακριβώς είναι. Αρχίζουν τις κουβέντες γενικά και αόριστα στην αρχή, τι έγινε με τη βόμβα. Οι κουβέντες διαρκούν ώρες, οι επισκέψεις πολλές. Στις ανακρίσεις με τον Σάββα ο Διώτης ποτέ δεν είναι μόνος του. Πάντα έχει μαζί του και τον Σύρο. Κανέναν άλλον.

Ο τραυματίας ακόμη δεν είναι κατηγορούμενος. Γιατί όμως ο Ξηρός μίλησε; Τι ήταν εκείνο που τον έκανε να αποκαλύψει; Μίλησε γιατί αισθάνθηκε ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο; Απάντηση για όλα αυτά και ίσως και για κάποια άλλα.

Εγώ αναρωτιέμαι κ. Πρόεδρε. Έχουμε εδώ την έκθεση των γιατρών για την κατάσταση της υγείας του κ. Σάββα Ξηρού. Ο κ. Σάββας Ξηρός -ουδείς το αμφισβήτησε ως τώρα- προσκομίστηκε στον Ευαγγελισμό σε κίνδυνο ζωής. Ήταν σε κώμα, ήταν πολυτραυματίας, με κομμένα μέλη, δεν έβλεπε, δεν άκουγε.

Τώρα πως εξηγείται όλο αυτό το πλέγμα, το οποίο παρουσιάστηκε εδώ πέρα του σεβασμού των δικαιωμάτων με την παρουσία τρεις μέρες μετά την προσκομιδή του στον Ευαγγελισμό του Εισαγγελέως και του κ. Σύρου μέσα στο δωμάτιο, το οποίο ομολογούν οι ίδιοι, εάν αυτό προσιδιάζει σε συνθήκες ανθρωπιστικές αντιμετώπισης κατηγορουμένων, αν αυτό δεν αποτελεί παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, αυτό θα πρέπει κάποια στιγμή να το εκτιμήσει το Δικαστήριο σας.

Εν πάση περιπτώσει όμως το πόσο εξαιρετικές είναι οι συνθήκες στις οποίες γίνεται αυτή η δίκη, το έχουμε διαπιστώσει και από το γεγονός και μόνο ότι ο κ. Σάββας Ξηρός βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο ακροατήριο χωρίς να μπορεί να παρακολουθήσει την διαδικασία.

Κανονικά η κατάσταση της υγείας του κ. Πρόεδρε, ήταν λόγος αναβολής για οποιαδήποτε δίκη. Σε μια κανονική δίκη που δεν θα είχε εξαιρετικό χαρακτήρα, η κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου κατηγορούμενου, ο οποίος δεν μπορεί να ακούσει, δεν μπορεί να παρακολουθήσει τη διαδικασία και κάθεται απαθής, το βλέπετε εκείνη τη στιγμή μπροστά σας, θα ήταν λόγος αναβολής.

Καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα και ότι εν πάση περιπτώσει ό,τι καταγγέλλεται τουλάχιστον ας αποδεχτούμε την πρόταση που έκανε ο συνάδελφος της Πολιτικής Αγωγής να έρθουν άνθρωποι εδώ πέρα να μας εξηγήσουν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Μυλωνάς έχει τον λόγο.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε. Μυλωνάς εκ μέρους του κ. Τζωρτζάτου. Θα ξεκινήσω τον σχολιασμό των όσων ακούστηκαν αναφερόμενος στα όσα είπε ο διαπρεπής ποινικολόγος ο κ. Λυκουρέζος. Νομίζω ότι σ’ ένα σημείο από αυτά που ανέφερε πρέπει και η Υπεράσπιση του κ. Τζωρτζάτου να συμφωνήσει.

Είπε ο κ. Λυκουρέζος, πρότεινε μάλλον, να εξεταστούν επιπρόσθετα ως μάρτυρες οι άντρες της Αντιτρομοκρατικής, οι οποίοι ουσιαστικά διεξήγαγαν τη προδικασία. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω κάποιες σκέψεις.

Έχουμε βέβαια το άρθρο 211 του Κ.Π.Δ. που λέει ότι με την μη ακυρότητα στη διαδικασία δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο δικαστήριο όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα.

Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Με συγχωρείτε, δεν είπα τέτοιο πράγμα. Το δήλωσα ότι δεν μπορούν αυτοί, οι υπόλοιποι να έρθουν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχω παρακαλέσει γενικά και ειδικά τώρα το λέω στον κ. Λυκουρέζο ?

Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Δεν έχουμε δυνατότητα να δευτερολογήσουμε κ. Πρόεδρε εμείς.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι, θα πείτε επί προσωπικού θέματος. Δεν είπα εγώ αυτό. Νομίζετε δεν το έχω σημειώσει τι είπατε; Αν νομίσατε ότι δεν σημείωσα που είπατε ότι αχρηστεύθηκαν 9 οι οποίοι δεν μπορούν πια να εξεταστούν. Ο κ. Μυλωνάς δεν θέλει να το πει έτσι, θέλει να πει ότι το είπατε αλλιώς. Τι να κάνω εγώ τώρα; Θέλετε να κάνω τίποτα;

Είναι θέμα προσληπτικής ικανότητας και βούλησης πολλές φορές. Δεν είναι μόνο η προσληπτική ικανότητα, είναι και η βούληση. Θέλει να το πει έτσι, τι να κάνω εγώ;

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Απορώ γιατί με διακόπτει ο σεβαστός συνάδελφος όταν εκ προοιμίου δηλώνω ότι συμφωνώ μαζί του. Δεν διαφωνώ, συμφωνώ μ’ αυτό που λέει. Απλώς αναπτύσσω τον ισχυρισμό μου με τον τρόπο που επιλέγω καλύτερα.

Δεν είπα ποτέ ότι ο κ. Λυκουρέζος παραγνώρισε το άρθρο 211. Ίσα – ίσα, ήταν πολύ συγκεκριμένα αυτά που είπε και με πολύ προσοχή άκουσα, όπως ακούω και με πολλή προσοχή όλους τους παράγοντες της δίκης και είπα ότι συμφωνώ μαζί του. Επιτρέψτε μου λοιπόν να αναπτύξω τις σκέψεις μου.

Υπάρχει λοιπόν το άρθρο 211 που δυστυχώς –το επεσήμανε ο κ. Λυκουρέζος χωρίς να αναφερθεί στο άρθρο ονομαστικά, το περιεχόμενο του το επεσήμανε- ότι κάποιοι από τους άνδρες της Αντιτρομοκρατικής αχρηστεύθηκαν όπως γλαφυρά είπε. Όμως πρέπει να πούμε και κάποια άλλα ενδεχόμενα, γι’ αυτό λέω ότι συμφωνώ μαζί του.

Υπάρχει το ενδεχόμενο να υπήρχαν και κάποιοι άλλοι παρόντες κατά την εξέταση των κατηγορούμενων αστυνομικοί, οι οποίοι δεν φαίνονται πουθενά. ¶ρα πρέπει να δούμε κι αυτό το ενδεχόμενο.

Ενδεχομένως κάποια άλλα μέλη της Αντιτρομοκρατικής που δεν εμπίπτουν στον περιορισμό του άρθρου 211 να μπορούν και να έρθουν να καταθέσουν εδώ και θα είναι πάρα πολύ χρήσιμοι. Όμως τουλάχιστον ένας, νομίζω είναι και ο αρχηγός της Αντιτρομοκρατικής, επιβάλλεται κατά την ταπεινή μου γνώμη να έρθει να καταθέσει.

Ανέφερε μόλις προηγουμένως ο κ. Βλάχος, τη συνέντευξη του κ. Διώτη. Σε αυτή την συνέντευξη, να μη το ξαναδιαβάσω το χωρίο, λέει σαφέστατα και με την σαφήνεια που τον διακρίνει ο κ. Εισαγγελικός λειτουργός, ο κ. Διώτης, λέει κάποια πράγματα.

Τι λέει; Ότι πριν ξεκινήσει η ανάκριση, πριν καταθέσει οτιδήποτε ως κατηγορούμενος ο κ. Ξηρός, πήγαμε εμείς οι δύο, δηλαδή ο κ. Διώτης και ο κ. Σύρος, στον Ευαγγελισμό και μάλιστα -προσθέτει ο κ. Διώτης- δεν του είπαμε στην αρχή ποιοι είμαστε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συγνώμη, τι εστί Σύρος, τι ιδιότητα έχει;

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ο κ. Σύρος, αν δεν κάνω λάθος, είναι ο Αρχηγός της Αντιτρομοκρατικής.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, μου επιτρέπετε;

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δεν έχω τελειώσει.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Να βοηθήσω κ. Μυλωνά. Αν το αίτημα σας είναι να κληθεί ο κ. Σύρος, δεν μπορεί γιατί νομίζω ότι είναι προανακριτικός υπάλληλος στην απολογία του κ. Ξηρού.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω. Έχουμε λοιπόν σαφέστατες δημόσιες δηλώσεις του κ. Διώτη ότι πριν ξεκινήσει η λήψη απολογιών από τον κατηγορούμενο Ξηρό -αφήνω στην άκρη το σε τι κατάσταση ήταν ο κ. Ξηρός, έχουμε όμως σαφή δεδομένα- πριν ξεκινήσει η προδικασία ας το πούμε έτσι, πηγαίνουμε εμείς οι δύο, δηλαδή ο κ. Διώτης και ο κ. Σύρος, ο Αρχηγός της Αντιτρομοκρατικής, στο δωμάτιο που φρουρείται ο κ. Ξηρός. Δεν του λέμε ποιοι είμαστε και αρχίζουμε να κουβεντιάζουμε επί πολλών θεμάτων, περί ανέμων και υδάτων και περί πολλών άλλων ζητημάτων.

Με ενδιαφέρει ως συνήγορο του κ. Τζωρτζάτου, γιατί έχουν άμεση σχέση με τους χειρισμούς του κ. Τζωρτζάτου τα όσα έγιναν ή δεν έγιναν στον Ευαγγελισμό, με δεδομένο ότι σ’ αυτές τις πρώτες καταθέσεις τον ενοχοποιεί ο κ. Ξηρός. Με ενδιαφέρει άμεσα να δω ο κ. Σύρος εν προκειμένω πριν ξεκινήσει το έργο του ως προανακριτικός υπάλληλος τι κουβεντούλες είχε με τον κ. Ξηρό στον οποίον μάλιστα δεν είπε το όνομα του.

Κατά τούτο, νομίζω ότι το επιχείρημα του αξιότιμου κ. Εισαγγελέα ότι δεν μπορεί να κληθεί δεν είναι βάσιμο, γιατί εγώ ζητώ πολύ συγκεκριμένα να εξεταστεί ο κ. Σύρος για όσα έκανε ή δεν έκανε, για όσα κουβέντιασε ή δεν κουβέντιασε πριν αναλάβει καθήκοντα προανακριτικού υπαλλήλου.

Λαβή γι’ αυτό το επιχείρημα μου δίνει η σαφής διατύπωση στην συνέντευξη του κ. Διώτη, που λέει ότι «στην αρχή πήγαμε, δεν είπαμε ποιοι είμαστε›. Είναι δυνατόν ποτέ προανακριτικός υπάλληλος να μη λέει στον όποιο κατηγορούμενο την ιδιότητα του; Αδύνατον.

¶ρα υπήρξε ένας προγενέστερο της προδικασίας στάδιο, όπου ο βαρύτατα τραυματισμένος μεταξύ ζωής και θανάτου κ. Ξηρός είχε στο δωμάτιο του τον κ. Διώτη και τον κ. Σύρο χωρίς να ξέρει την αληθινή τους ταυτότητα και παρ’ όλα αυτά κουβέντιαζε διεξοδικά περί ποίων ζητημάτων;

Γι’ αυτό νομίζω ότι είναι πολύτιμη -επιτρέψτε μου τη διατύπωση- η κατάθεση του κ. Σύρου και δεν νομίζω ότι γεννάται θέμα ακυρότητας γιατί -το λέω και πάλι- αναφέρομαι στο διάστημα πριν ξεκινήσει η προδικασία, πριν ληφθεί η κατάθεση του κ. Ξηρού όπου τότε ήταν παρών ως προανακριτικός υπάλληλος ο κ. Σύρος ή ένα προγενέστερο διάστημα για το οποίο πανηγυρικά και σαφέστατα προκύπτει από συνέντευξη στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ› ότι ο κ. Σύρος χωρίς να αποκαλύψει την ιδιότητα του ήταν παρών και κουβέντιαζε για πάρα πολλά θέματα με τον κ. Ξηρό.

Τι ακριβώς κουβέντιαζαν τότε που δεν είχε ξεκινήσει η προδικασία και που δεν είχε αποκαλύψει την ιδιότητα του; Αυτό νομίζω ότι ενδιαφέρει άμεσα το Δικαστήριο σας και βεβαίως και τον κ. Τζωρτζάτο.

Κατά τούτο συμφωνώ με το αίτημα του κ. Λυκουρέζου. Προχωρώ όμως παραπέρα. Αν έχει γίνει κάτι τέτοιο και έρθει ο κ. Σύρος, τι θα πει; Θα πει ότι κουβεντιάζαμε περί αέρων, που λέτε, και υδάτων, ενδεχομένως. Κύριε Πρόεδρε, θα συμφωνείτε μαζί μου, ότι ούτε εσείς ούτε εγώ ούτε κανένας παράγων δεν ξέρουμε τι θα πει.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πού να ξέρουμε.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ας έρθει να μας τα πει ο ίδιος, να του κάνετε εσείς τις ερωτήσεις, όπως δικαιούστε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εκείνο που με προβληματίζει αυτή τη στιγμή και σας το λέω στο σημείο ετούτο, σαν νομικό, όταν λέει απαγορεύεται να έρχεται ο υπάλληλος, ο ανακριτικός υπάλληλος, εννοεί και γι’ αυτά που πριν ξεκινήσει ξέρει ή αυτά από τη στιγμή που άρχισε να παίρνει μια κατάθεση.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Έχετε δίκιο κ. Πρόεδρε, είναι ένα σοβαρό νομικό θέμα. Η άποψη της υπεράσπισης του κ. Τζωρτζάτου, είναι η εξής: Από τη στιγμή που δεν έχει ξεκινήσει επίσημα η προδικασία, αυτό άλλωστε προκύπτει από τις δηλώσεις του κ. Διώτη, ότι δεν του είπαμε ποιοι είμαστε.

Το λέω και πάλι, δε νοείται προδικασία με ανακριτικό υπάλληλο που δε λέει ότι είναι ανακριτικός υπάλληλος. Έχοντας λοιπόν αυτό το βασικό δεδομένο, νομίζω ότι δε γεννάται θέμα παραβίασης του άρθρου 211, γιατί αναφέρομαι σε γεγονότα που προηγούνται της προδικασίας. Αυτό φυσικά θα το εκτιμήσει το δικαστήριό σας.

Ας προχωρήσω όμως λίγο παραπέρα. Αναφέρθηκε ο αξιότιμος κ. Εισαγγελέας, ο Τακτικός Εισαγγελέας, ότι κατά την προδικασία υπήρχαν πολύ καλές συνθήκες, δεν αποδίδω ακριβώς τα λόγια του, αν κατάλαβα καλά το πνεύμα του ήταν ότι οι συνθήκες επικοινωνίας των κατηγορουμένων με τους δικηγόρους τους και γενικότερα ο τρόπος προετοιμασίας υπεράσπισης ήταν δικονομικά άψογος.

Εδώ, ας μου επιτραπούν δύο επισημάνσεις. Η πρώτη είναι ότι βεβαίως μια τέτοια ακυρότητα της προδικασίας, γιατί φυσικά διαφωνώ με αυτό που είπε ο αξιότιμος κ. Εισαγγελέας, μια τέτοια ακυρότητα της προδικασίας, δεν μπορεί να αναφερθεί εδώ ενώπιόν σας και δεν μπορεί να κριθεί από το δικαστήριό σας, όσον αφορά τις συνθήκες επικοινωνίας του δικηγόρου με τον κατηγορούμενο στην προδικασία.

Γι’ αυτό το λόγο και δε θέσαμε τέτοιο λόγο ακυρότητας, γιατί επιτρέψτε μου να πω ότι κύριο μέλημα της υπεράσπισης του κ. Τζωρτζάτου και φαντάζομαι όχι μόνο της υπεράσπισης του κ. Τζωρτζάτου, είναι η αυστηρή τήρηση των δικονομικών κανόνων.

Αυτό που ζητάμε από τους παράγοντες της δίκης, προσπαθούμε πρώτοι οι ίδιοι να το τηρούμε. Με αυτό ως δεδομένο, δεν προβλήθηκε σχετική ένσταση, όχι γιατί δεν παραβιάστηκε καταφανώς το δικαίωμα επικοινωνίας, αλλά γιατί δυστυχώς δικονομικά, δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριό σας.

Και βεβαίως επελέγη ένας άλλος νομικός λόγος, μπορώ να το αναφέρω στο δικαστήριό σας, έχει ήδη γι’ αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα, ασκηθεί προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα, άλλων εσωτερικών ένδικων μέσων.

Όμως, ανταπαντώντας στα όσα είπε ο αξιότιμος κ. Λάμπρου, πρέπει να πω το εξής και πολύ σύντομα. Ο κ. Τζωρτζάτος, κατά το διάστημα της προδικασίας, δεν είχε καμία μα καμία ουσιαστική δυνατότητα επικοινωνίας με το συνήγορό του, τον εκλεκτό συνάδελφο κ. Παπαδάκη.

Χαρακτηριστικά δεν μπορούσαν να ανταλλάξουν έγγραφα, πάντα υπήρχε ένα τζάμι μεταξύ τους. Δεν μπορούσαν να συζητήσουν ελεύθερα επί των συγκεκριμένων αποδεικτικών δεδομένων και επί των στοιχείων της δικογραφίας.

Επίσης ο κ. Παπαδάκης ζήτησε επανειλημμένα χορήγηση προθεσμίας για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, η οποία δεν του δόθηκε. Όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα, δεν μπορούν να κριθούν νομικά από το δικαστήριό σας, αλλά θεώρησα χρέος μου να το αναφέρω, απαντώντας στον κ. Εισαγγελέα.

Ας έρθω τώρα σε ένα τρίτο και, όσον αφορά εμένα, τελευταίο σημείο. Πάντα ακούω με ιδιαίτερη προσοχή τα όσα λέει ο λαμπρός νομικός ο κ. Μαρκής γιατί, επιτρέψτε μου να το πω, ένας πολύ δύσκολος αντίπαλος για τον κ. Τζωρτζάτο, γιατί οι τοποθετήσεις του πάντα είναι πάρα πολύ σοβαρές και επιστημονικά τεκμηριωμένες.

Θέλω όμως να διαφωνήσω και να παρουσιάσω τον αντίλογο σε κάτι που είπε. Έπραξε ο κ. Τζωρτζάτος, ό,τι έπρεπε από δικονομικής πλευράς, προκειμένου να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του; Νομίζω πως το έπραξε.

Αναφέρθηκε ο κ. Εισαγγελέας, στο ότι θα έπρεπε να προσβληθούν οι συγκεκριμένες επίμαχες δύο απολογίες επί πλαστότητι. Μα, ο κ. Τζωρτζάτος έκανε το μείζον, δεν έκανε το έλασσον, έκανε το μείζον.

Όχι μόνο είπε ότι δεν έχω καμία σχέση με αυτά που γράφονται μέσα, δεν είπε ότι δεν είναι δική μου η υπογραφή, είπε με ανάγκασαν, αφού προηγήθηκε ψυχολογική και σωματική βία, με μια κουβέντα αφού προηγήθηκαν βασανιστήρια, με ανάγκασαν να υπογράψω ένα κείμενο που δεν το ήξερα, που δεν το διάβασα, που δεν το αποδέχομαι.

Νομίζω ότι αυτό είναι το μείζον, σε σχέση με το έλασσον, που είναι η προσβολή, επί πλαστότητι. Και επανέρχομαι στο πολύ συγκεκριμένο αίτημα. Μάλλον στην πολύ συγκεκριμένη αίτηση του κ. Τζωρτζάτου, η οποία βασίζεται στο άρθρο 333 του ΚΠΔ.

Δεν αναφέρεται ο κ. Τζωρτζάτος σε ακυρότητες προδικασίας, λέει κάτι πολύ συγκεκριμένο. Ζητώ αυτή τη στιγμή, στη διαδικασία ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, να αφαιρεθούν από τη δικογραφία δύο δεδομένα. Το ένα είναι η προανακριτική μου απολογία, το δεύτερο είναι η απολογία μου στην ανακρίτρια. Για το δεύτερο θέμα θα αναφερθεί στη συνέχεια ο κ. Παπαδάκης, θα περιοριστώ στο πρώτο.

Έχουμε μια προανακριτική απολογία, την οποία υπογράφει ο κ. Τζωρτζάτος. Τι λέει ο κ. Τζωρτζάτος; Το έχει αναφέρει συνοπτικά ήδη ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και στη συνέχεια, δεν πρόλαβε προηγουμένως, στις 30 Δεκεμβρίου, όταν έχει τελειώσει η προδικασία, την ημέρα που εκδίδεται το βούλευμα, καταθέτει μία σαφέστατη και πολύ συγκεκριμένη μήνυση.

Εδώ ας μου επιτραπεί να πω, ότι από το περιεχόμενο της μήνυσης προκύπτει ότι δεν περιορίζεται η αναφορά του μόνο στον κ. Διώτη. Η μήνυση, θα σας τα πει ίσως εκτενέστερα ο κ. Παπαδάκης, αναφέρεται λεπτομερώς σε όλους τους πιθανούς φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς. Κατά τούτο δεν κλονίζεται η αξιοπιστία της, όταν περιέχει μία λεπτομερή παράθεση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία υποστηρίζει ο κ. Τζωρτζάτος ότι έγιναν.

Εδώ γεννάται ένα θέμα. Όταν ένας κατηγορούμενος, για σοβαρότατα κακουργήματα, στον κατάλληλο χρόνο, μόλις μπορέσει, υποβάλλει μια έγκληση. Ξέρουμε πολύ καλά ότι υπάρχει μια νομική βαρύτητα.

¶λλο να λέμε ότι έπαθα το ένα και το άλλο και άλλο να κάνουμε ό,τι μας επιτάσσει η δικονομία. Ο κ. Τζωρτζάτος έκανε ακριβώς ό,τι επιτάσσει η ποινική δικονομία, κατέθεσε τη λεπτομερέστατη έγκληση, αναφέρθηκε διεξοδικά στα όσα έπαθε, λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της προανακριτικής απολογίας -και όχι μόνο, αλλά περιορίζομαι εγώ στα σημεία της προανακριτικής απολογίας- και περιμένει να ασχοληθούν με τη μήνυση οι αρμόδιες αρχές.

Πράγματι οι αρμόδιες αρχές ασχολούνται και η μήνυση προχωράει και παίρνει το δρόμο της. Το νομικώς ενδιαφέρον ερώτημα για το δικαστήριό σας, είναι το εξής:

Με αυτά τα δεδομένα, με δεδομένο ότι έχει τηρήσει ό,τι ακριβώς προβλέπει η δικονομία, για να επικαλεστεί δικονομικά τους ισχυρισμούς του και με δεδομένο ότι πρόκειται για την, επιτρέψτε μου να πω, βαρύτατη μομφή, την πιο βαριά μομφή που μπορεί κάποιος να απευθύνει στην πολιτεία, ότι βασανίστηκε για να καταθέσει, για να υπογράψει αυτά που φέρεται ότι έχει τελέσει, πώς θα αξιολογήσει το Δικαστήριό σας την πολύ συγκεκριμένη αίτησή μας;

Νομίζω ότι από τώρα, λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα στοιχεία, το κείμενο της μήνυσης σας έχει ήδη κατατεθεί, πρέπει το Δικαστήριό σας να τοποθετηθεί για το μείζον θέμα. Είναι δυνατόν να συνεχίζει να παραμένει στη δικογραφία, με τρόπο ώστε να μπορούν να την επικαλεστούν οι αξιότιμοι κύριοι Εισαγγελείς ή η Πολιτική Αγωγή, μία κατάθεση η οποία έχει αρμοδίως καταγγελθεί ότι συνιστά προϊόν βασανιστηρίων;

Είναι ένα πολύ συγκεκριμένο αίτημα, νομίζω ότι είναι σαφής η νομική του τεκμηρίωση και αυτό ανάγεται στην τήρηση του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ξέρετε πολύ καλά ότι το άρθρο 3 απαγορεύει πλήρως τα βασανιστήρια και επί αυτού του αιτήματος περιμένω μια πολύ συγκεκριμένη νομική κρίση από το Δικαστήριό σας. Ευχαριστώ πολύ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Προχωράτε, η ώρα του διαλείμματος δεν είπαμε 12.30 πρέπει να είναι κάτω να φάνε; Μην τους χαλάμε και το ωρολόγιο. Χαλάσαμε το δικό μας, να χαλάσουμε και ορισμένων που μπορούμε να μην το χαλάσουμε;

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, κατ’ αρχήν θα ήθελα να πω ότι τα δικονομικά όρια της συζήτησης που γίνεται από το πρωί σήμερα, είναι αρκετά πιο περιορισμένα από το εύρος της συζήτησης που κάνουμε.

Διότι πράγματι υπάρχει αυτό το άρθρο 173 το οποίο ορίζει ως απώτατο χρόνο προσβολής ακυροτήτων της προδικασίας το πέρας της προδικασίας, πλην όμως υπάρχει και το γεγονός ότι στις γενικές διατάξεις όπου δεν έχουμε την εφαρμογή του νόμου 2928 του 2001, υπάρχει και αναιρετικός έλεγχος στην προδικασία όπου και όπως ειπώθηκε είναι δυνατόν να προσβληθούν οι ακυρότητες και όταν ακόμα αυτές δεν γίνουν δεκτές από το Συμβούλιο Εφετών.

Θα ήθελα να προσθέσω ένα επιχείρημα σε αυτό, για να πω ότι η βούληση του νομοθέτη του νόμου 2928 του 2001, επικαλούμενος τα Πρακτικά της Βουλής, φαίνεται πως ήταν το δικαστήριο που θα εκδικάζει υποθέσεις που έχουν σχέση με αδικήματα που προβλέπονται από αυτό το νόμο και συναφή, να έχει τη δυνατότητα να κρίνει ενστάσεις της προδικασίας και στο ακροατήριο, ακριβώς σε αναπλήρωση του αναιρετικού ελέγχου ο οποίος καταργείται ως δυνατότητα, λόγω του ότι ο τρόπος περάτωσης της ανάκρισης από το άρθρο 7 του νόμου αυτού, δεν προέβλεψε το ένδικο μέσο της αναίρεσης.

Έχω τα πρακτικά από τη συνεδρίαση της Βουλής στις 7 Ιουνίου του 2001 και νομίζω ότι αν θα ανατρέξω στην απάντηση του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Σταθόπουλου, σχετικά με την αιτιολόγηση του άρθρου 7, ότι έχω να κάνω με μια αυθεντική εν πάση περιπτώσει, πηγή ερμηνείας της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος λέει μεταξύ άλλων.

«Για το άρθρο 7 νομίζω ότι έχει γίνει η ανταλλαγή όλων των υπέρ και κατά επιχειρημάτων, εμείς επιμένουμε στην άποψη, η οποία έχει γενικότερη σημασία, ότι δε χρειάζεται τόσο πολυτελής διαδικασία. Ο έλεγχος για την περίπτωση νομικού λάθους του Συμβουλίου Εφετών, θα γίνει από το δικαστήριο, σε τρεις βαθμούς μάλιστα, στην κύρια δίκη. Γιατί να έχουμε έξι φορές έλεγχο της διαδικασίας;›

Αυτό είναι το κυριότερο επιχείρημα του Υπουργού και νομίζω ότι αυτό μας δίνει και τη βούληση του νομοθέτη, η οποία είναι να μπορεί το Δικαστήριό σας να εξετάζει όλες τις πλημμέλειες της προδικασίας και όταν ακόμα αυτές έχουν προβληθεί στο Συμβούλιο και το Συμβούλιο έχει αποφανθεί άλλως.

Αλλά, ακόμα και υπό την αντίθετη εκδοχή, νομίζω ότι πάλι έχουμε μια διάκριση των όσων έχουν τεθεί σήμερα, σε αιτήματα τα οποία είναι δυνατόν το Δικαστήριό σας, μη περιοριζόμενο από οποιαδήποτε διάταξη, να αποφασίσει τώρα κατά την έναρξη και τέτοια είναι τα αιτήματα τα οποία αφορούν την αφαίρεση από τη δικογραφία εγγράφων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31, παράγραφος 2 του ΚΠΔ και βεβαίως υπάρχουν και αιτιάσεις κατά αποδεικτικών μέσων, οι οποίες νομίζω ότι είναι καλό να υποβάλλονται από τώρα, έστω και υπό τύπο δηλώσεων, προκειμένου και οι Εισαγγελείς και η Πολιτική Αγωγή να γνωρίζουν, εν πάση περιπτώσει, το αποδεικτικό αντικείμενο της δίκης και τους κυριοτέρους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, όταν μάλιστα αυτοί άπτονται θεμάτων μείζονος σημασίας και προσβολών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που έλαβαν χώρα στην προδικασία. Και βεβαίως αυτό δε σημαίνει ότι δε θα τεθούν, ως αιτήματα πλέον, τότε που θα έρθει η ώρα τους και η ώρα είναι η ώρα που λέει το 366 παράγραφος 2 για απολογίες κατηγορουμένων στην προδικασία, η ώρα που λέει το 364, αν θυμάμαι καλά και τα έγγραφα και εν τέλει το 177 παράγραφος 2 για τη συνολική εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων κλπ.

Αναφερόμενος κατ’ αρχήν σε ένα από τα αιτήματα που έχουμε προβάλλει και το οποίο αποτελεί αίτημα, για την αφαίρεση δηλαδή της προανακριτικής απολογίας του Τζωρτζάτου από τη δικογραφία, την οποία συζητάμε σήμερα, θα ήθελα να πω δύο πράγματα.

Πρώτον, ότι ανεξαρτήτως του πώς ελήφθη και θα είμαι διεξοδικός στη συνέχεια πάνω σε αυτό, τι λέει το άρθρο 31 παράγραφος 2; Λέει για ενοχοποιητικές καταθέσεις υπόπτων, υπό διάφορες μορφές, οι οποίες εν συνεχεία απαγορεύονται από το νομοθέτη, κατά τα όσα ελέχθησαν πριν, να παραμένουν σώμα της δικογραφίας. Ερώτημα: Συλλαμβάνεται ο Τζωρτζάτος και καλείται για απολογία προανακριτική και του υποβάλλεται το ακόλουθο ερώτημα.

«Ενταύθα –λέει- γνωρίσαμε στον εξεταζόμενο ότι κατηγορείται για παράβαση άρθρο 187 παράγραφος 1 και 4 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του νόμου 2928 του 2001, διότι από πολλών ετών και σε κάθε περίπτωση από 27/6/2001, μέχρι και σήμερα 18/7/2002, εντάχθηκε ως μέλος στην εγκληματική οργάνωση, επαναστατική οργάνωση 17Ν που αποτελείται από περισσότερα από τρία άτομα, με ιεραρχημένη δομή και διαμορφωμένη σταθερή υποδομή?

Ωραία να μην το διαβάσω, το διαβάζω μόνο και μόνο?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακάλεσα τα επιχειρήματα, να μην επαναλαμβάνονται τα ίδια και τα ίδια, δε με ακούει κανένας. Εγώ βέβαια δε θέλω να σας δώσω αφορμή να λέτε, να σκεφτείτε όχι να πείτε, ότι κάπου σας περιορίζω τα δικαιώματα. Αλλά πρέπει να καταλαβαίνετε ότι και οι δικαστές καταλαβαίνουν. Αν το πείτε μια φορά το καταλαβαίνουν. Αν το πείτε δεύτερη, νομίζετε ότι θα το καταλάβουν καλύτερα;

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Όχι, αλλά δε θυμάμαι να ελέχθη αυτό άλλη φορά, να αναγνώστηκε δηλαδή η συγκεκριμένη περικοπή, αν κάνω λάθος ζητώ συγνώμη. Εν πάση περιπτώσει η περικοπή ανήκει στην έκθεση εξέτασης κατηγορουμένου από 18 Ιουλίου 2002 του Βασιλείου Τζωρτζάτου, είναι μια ερώτηση, η οποία του γίνεται και η οποία αφορά την ένταξη και συμμετοχή του στην οργάνωση και αυτής της ερωτήσεως ακολουθούν γύρω στις 12 σελίδες απαντήσεων, οι οποίες εκτείνονται σε πάντα τα αδικήματα τα οποία φέρεται ότι έχει διαπράξει η 17Ν από το 1985 έως το 1992 χωρίς να έχει υποβληθεί ερώτηση, χωρίς να συστοιχίζονται με απαγγελία κατηγορίας για τα αδικήματα αυτά, χωρίς να έχει απαγγελθεί με σαφήνεια η κατηγορία προτού απαντήσει.

Ερωτώ, κατά το μέρος το οποίο η απάντηση αυτή, η απολογία αυτή, αφήνω το πώς ελήφθη, στο οποίο θα μιλήσω μετά, εκφεύγει των ορίων της ερώτησης, των ορίων της απαγγελίας της κατηγορίας σχετικά με την ένταξη και συμμετοχή στη 17Ν, είναι εξέταση υπόπτου η οποία εμπίπτει στη ρυθμιστέα ύλη του άρθρου 31 παράγραφος 2 του Κ.Π.Δ. ναι ή όχι;

Νομίζω ότι αυτό είναι το ένα ζητούμενο, επιχειρηματολογήθηκε, πιθανόν αφορά και άλλους κατηγορουμένους, αλλά εν πάση περιπτώσει, πέρα από κάθε ιδιομορφία της συγκεκριμένης απολογίας του Τζωρτζάτου, αυτό είναι σαφές, ότι αποτελεί μια αυτοενοχοποιητική απολογία στο μέτρο κατά το οποίο δεν συστοιχίζεται με απαγγελία κατηγορίας και υποβολή ερωτήσεως σχετικά με συγκεκριμένα αδικήματα, ας αφήσουμε εδώ πέρα αρμοδιότητες, αναρμοδιότητες και όλα αυτά τα πράγματα και συνεπώς αποτελεί έγγραφο το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί, όπως και αιτούμεθα.

Περνάω στο δεύτερο θέμα, που έχει να κάνει με αυτές τις καταγγελίες που κάναμε για όλα αυτά τα πράγματα. ¶κουσα πολλά ενδιαφέροντα και θέλω να ευχαριστήσω και τον κ. Μαρκή και τον κ. Λυκουρέζο και όλους που είχαν την τιμή να αναφερθούν στην περίπτωση Τζωρτζάτου, διότι μου δίνουν την ευκαιρία, να θέσω υπόψη του Δικαστηρίου σας κάποια πράγματα πάρα πολύ σοβαρά και σημαντικά.

Κατ’ αρχήν, όπως προκύπτει και από τη μήνυση, ο Τζωρτζάτος συνελήφθη και εδώ είναι μια πρωτοτυπία μεταξύ όλων των κατηγορουμένων, οικογενειακώς, από τη Χιλιαδού της Ευβοίας μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη του και μετήχθησαν άπαντες με τις κλούβες της ασφάλειας, μέχρι του Λεωφόρο Αλεξάνδρας στην Αντιτρομοκρατική.

Δε γνωρίζω να έχει γίνει για κανέναν άλλον αυτό. Όταν μάλιστα παρηκολουθείτο επί 10 ημέρες σχεδόν πριν από τη σύλληψή του, ήταν εντοπισμένος και άλλοι οι οποίοι είχαν εντοπιστεί σε τόπους παραθερισμού κλπ, δε γνωρίζω κανένας από αυτούς να μετήχθη και να συνελήφθη οικογενειακώς και με ένα 10χρονο παιδί μαζί.

Δεύτερον, πήγε και απολογήθηκε, χωρίς δικηγόρο και αυτός, θα αναφερθώ μετά σε αυτή την παγκόσμια πρωτοτυπία η οποία εμφανίστηκε εκείνο το χρονικό διάστημα στην Ελλάδα, κανείς να μη θέλει δικηγόρο και όλα αυτά τα πράγματα και καταγγέλλει όσα καταγγέλλει.

Να δούμε ποια είναι αυτά τα οποία καταγγέλλει. Βεβαίως έχει κάνει μια μήνυση, θα πρέπει να πω εδώ πέρα ότι επειδή τη μήνυση τη συνέταξε ο ομιλών κατ’ εντολή του, ότι η μήνυση στρέφεται κατά παντός υπευθύνου, συνεπώς δεν εξαιρεί κανέναν από τους υπαλλήλους των οποίων τις πράξεις προσβάλλει, όπως τις προσβάλλει, αλλά δεν είναι προσωπική η μήνυση, είναι in rem, για να πω κι εγώ αυτή την έκφραση που τόσες φορές έχουμε ακούσει εδώ πέρα, για διάφορες πράξεις που καταμηνύει και βεβαίως καταμηνύει για βασανιστήρια, καταμηνύει για εκβιασμούς, καταμηνύει για απειλές, ότι θα έχεις το τέλος του Σορίν Ματέι ή του Χριστόφορου Μαρίνου, καταμηνύει για απειλές σε βάρος της σωματικής ακεραιότητας προσώπων της οικογένειάς του, με συγκεκριμένες φράσεις και περιστατικά, τα οποία παραθέτει στη μήνυση και τα οποία πριν από τη μήνυση τα έχει πει στις 30 Οκτωβρίου στη συμπληρωματική του απολογία ενώπιον του Επίκουρου Εφέτη Ανακριτή κ. Πετρόπουλου και καταμηνύει και για χορήγηση ουσιών για τις οποίες θα μιλήσουμε και γι’ αυτές και δεν είναι τόσο πολύ της πλάκας το θέμα, όπως μερικοί από την άλλη πλευρά θέλουν να το εμφανίσουν. Ακόμα καταμηνύει και για ψευδή βεβαίωση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με συγχωρείτε, ούτε της πλάκας είναι εδώ, ούτε τίποτα. Το είπε κανένας αυτό το πράγμα;

Κ.ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Το εννόησε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ όχι να μην αποδίδουμε, διότι δημιουργούνται, εδώ είναι πάρα πολύ σοβαρά τα πράγματα τα οποία εξετάζουμε και δεν επιτρέπεται να λέμε, ούτε ότι γίνονται για πλάκα, για όνομα του Θεού είναι σοβαρότατα ζητήματα.

Κ.ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, ευχαριστώ, συμμερίζομαι την άποψή σας. Νομίζω, ότι εάν είχατε επιδείξει την ίδια ευαισθησία απέναντι σε έναν συνάδελφο από την Πολιτική Αγωγή, ο οποίος επί δεκάλεπτο ομιλούσε περί λαϊκών αγωνιστών, αυτή την τοποθέτηση έχω κατά νου και αυτή είναι που δημιουργεί εντυπώσεις σε αντίθεση με όλους τους άλλους συναδέλφους, οι οποίοι σήμερα πραγματικά είναι ηπιότατοι και κάνουμε μία ευπρεπέστατη εν πάση περιπτώσει αντιπαράθεση.

Δ.ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Και για μαντζούνια ακουστήκανε.

Κ.ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Και για μαντζούνια ακουστήκανε και για διάφορα άλλα, πράγματι ορθά παρεμβαίνει ο κ. Κουφοντίνας.

Λέω, λοιπόν, το εξής, σε ότι αφορά το μέρος της έκθεσης εξέτασης κατηγορουμένου το οποίο λέγει, ότι «ενταύθα γνωστοποιήσαμε στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του και ιδίως του είπαμε να του χορηγηθούν αντίγραφα και να παρίσταται μετά συνηγόρου, τον οποίον σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να στερηθεί› κλπ. κλπ., ότι αυτό αποτελεί ψευδή βεβαίωση.

Από εκεί και πέρα, η μήνυση βεβαίως και διαλαμβάνει το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωση. Εάν οποιουδήποτε η άποψη είναι, ότι ο ποινικός – δικονομικός νομοθέτης ήθελε να μην λαμβάνεται υπόψη ένα έγγραφο μόνον όταν είναι πλαστό και να λαμβάνεται υπόψη όταν είναι ψευδές, να έρθει και να το πει εδώ πέρα. Αλλά δεν επιβεβαιώνεται από τη Δικονομία η άποψη αυτή, γιατί η Δικονομία έχει το άρθρο 364 το οποίο λέει «για τα έγγραφα των οποίων η γνησιότητα αμφισβητείται›. Αλλά έχει και μία επικουρική ασφαλιστική δικλείδα το άρθρο 177, παρ. 2 που λέει, ότι «κάθε αποδεικτικό μέσο, άρα και κάθε έγγραφο που έχει ληφθεί με αξιόποινη πράξη, δεν είναι δυνατόν να λαμβάνεται υπόψη για την κρίση περί ενοχής της ποινής› κλπ.

Και τίθεται και το ερώτημα, θα ήταν δυνατόν ο νομοθέτης να εξαιρεί μόνο το πλαστό έγγραφο, που επιτέλους η πλαστογραφία είναι και ένα αδίκημα, το 216, που απειλείται με μικρότερη ποινή τιμωρίας απ’ αυτήν που απειλείται η ψευδής βεβαίωση, η απλή όχι η διακεκριμένη περίπτωση της ψευδούς βεβαίωσης. Να τίθεται δηλαδή το έλασσον ως κώλυμα και να μην τίθεται το μείζον; Φαντάζομαι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο.

Και πάμε τώρα στην απολογία, διότι ελέχθησαν ορισμένα πράγματα εδώ τα οποία δεν είναι ακριβή, προφανώς όσοι τα είπαν δεν έχουν προσέξει ιδιαιτέρως τη δικογραφία όσον αφορά τις εκθέσεις απολογιών του κ. Τζωρτζάτου.

Πρώτα απ’ όλα στην κα Μπούρη, δεν ενεφανίσθη η κα Πολιτάκη, ο κ. Λυκουρέζος το ανέφερε. Εδηλώθη η κα Πολιτάκη και προσέξτε το κύριε συνάδελφε, αλλά δεν ήταν παρούσα. Η κα Πολιτάκη ουδέποτε ανέλαβε τον Τζωρτζάτο, εδηλώθη στις 19 του μηνός. Στις 23 ο κ. Τζωρτζάτος πήγε με δικηγόρους τους κυρίους Τεντολούρη και Κούρκουλο και οι οποίοι αγνοούσαν κι αυτοί την υπόθεση μέχρι τότε και πήραν νέα προθεσμία για την επόμενη στις 24 όταν και εν τέλει απολογήθηκε.

Προσέξτε όμως τι βγαίνει απ’ αυτό. Αφού είχε δικηγόρο την οποία και εδήλωσε εν αγνοία της, τόσο αφελής ήταν να μην τη δηλώσει στην προδικασία, αφού του είπαν εκεί πέρα, πες μας ποιο δικηγόρο θέλεις; Και είναι ένα δικαίωμα που δεν μπορείς να στερηθείς και αυτό όπως φαίνεται τη δικηγόρο τη συγκεκριμένη που προφανώς δεν θέλησε να αναλάβει την υπόθεση την είχε κατά νου ως οικεία δικηγόρου του για να την δηλώσει. Δεν θα την δήλωνε στην προανάκριση, προς τι δηλαδή να στερηθεί το δικαίωμά του; Θέμα αξιοπιστίας είναι βεβαίως των ισχυρισμών και των μεν και των δε, αλλά να τι βγαίνει από εδώ πέρα.

Δεύτερο ζήτημα. Πηγαίνει στις 24 του μηνός στην ανακρίτρια και παρουσία των δικηγόρων του κ. Τεντολούρη και Κούρκουλου δηλώνει, ότι επιβεβαιώνει την προανακριτική απολογία. Και είναι ένα επιχείρημα το οποίο κατά κόρον τονίζεται απ’ όλες τις πλευρές και καλά κάνει και τονίζεται, αλλά να δούμε και ποια είναι η πραγματικότητα.

Πρώτον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της από 30/10/2002 συμπληρωματικής απολογίας του ενώπιον του Επίκουρου Εφέτη Ανακριτή κ. Πετρόπουλου, 30/10/2002 κ. Λυκουρέζο, εις την οποία αναφέρεται για πρώτη φορά στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ελήφθησαν οι προηγούμενες απολογίες, δεν τα διαβάζω γιατί θα θυμάμαι απέξω σχεδόν, στην τελευταία σελίδα υπάρχει μια σαφής αναφορά και λέει το εξής, ότι «για την παρουσία ένοπλων, κουκουλοφόρων μέσα στο χώρο της ανάκρισης επιχείρησαν οι συνήγοροί μου να διαμαρτυρούν, αλλά εγώ δεν τους το επέτρεψα›.

Οι συνήγοροι, λοιπόν, προφανώς και έκαναν τη δουλειά τους όπως έπρεπε και είναι έγκριτοι συνήγοροι, παρίστανται άλλωστε, δεν είναι παρόντες εδώ πέρα, αλλά παρίστανται στη δίκη αυτή και είναι γνωστό το ήθος και η μαχητικότητά τους και δεν χρειάζονται επαίνους από εμένα και το λέει, ότι «πράγματι επιχείρησαν να διαμαρτυρηθούν, αλλά δεν τους άφησα εγώ›.

Και γιατί δεν τους άφησε αυτός; Διότι όπως επίσης εκθέτει σε εκείνη την απολογία σε όλο το χρονικό διάστημα, προκύπτει άλλωστε και από τα έγγραφα της δικογραφίας, ότι στη φυλακή μετήχθη στις 29/7/2002›, μέχρι τότε διέμενε στην Ασφάλεια, στην Αντιτρομοκρατική Διεύθυνση στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας απ’ όπου και πηγαινοερχόταν συνοδεία των συγκεκριμένων αστυνομικών κατά των οποίων έχει υποβάλλει τη μήνυση για τα βασανιστήρια με το περιπολικό ή με την κλούβα στην Ευελπίδων στην Ανακρίτρια.

Καταγγέλλει, λοιπόν, στη μήνυση και τα έχει πει και στην απολογία του αυτά στις 30 Οκτωβρίου, ότι σε όλη τη διαδρομή τον απειλούσαν, ότι του έσφιγγαν τις χειροπέδες μέχρι το τέρμα και τον εκβίαζαν, ότι «πρόσεξε εδώ που θα έρθεις, αλίμονό σου αν πεις αυτά τα πράγματα›, ότι κάποιοι απ’ αυτούς ήταν παρόντες μέσα στο χώρο της ανάκρισης, εν πάση περιπτώσει και ότι το καθεστώς του φόβου, των εκβιασμών και των απειλών το οποίο υφίστατο και όλων των άλλων εξακολουθούσε να παραμένει ενεργό και αδιάλειπτο.

Αυτά έχω την απαίτηση ως υπερασπιστής τουλάχιστον να λαμβάνονται υπόψη προτού απαντώνται έτσι προκαταληπτικώς με μία απαξία από οποιαδήποτε πλευρά. Διότι αυτά τα πράγματα είναι ήδη αντικείμενα έρευνας της ποινικής διαδικασίας.

Μίας ποινικής διαδικασίας που βέβαια δεν έχει κινηθεί με την ταχύτητα που έχει κινηθεί όταν είναι κατηγορούμενος ο Τζωρτζάτος μέχρι τώρα, με το συνήθη ρυθμό κινείται και δεν ξέρω εάν εν πάση περιπτώσει η παραπομπή στη Θήβα, αυτό σημαίνει για να μπει στο αρχείο της Εισαγγελίας της Θήβας η δικογραφία ή κάτι άλλο. Προτείνει όμως μάρτυρες, κάποιοι απ’ αυτούς είναι και παρόντες μεταξύ των κατηγορουμένων αυτής της υπόθεσης εδώ πέρα.

Μα θα μου πείτε, αυτούς προτείνει; Μα τι να κάνουμε, στο κτίριο της Ασφάλειας δεν κυκλοφορεί οποιοσδήποτε για να είναι παρόν έστω και παρεμπιπτόντως σε όσα διαδραματίζονται εκεί πέρα και είναι γνωστό, ότι στο κτίριο της Ασφάλειας δεν διαδραματίζονται πάντοτε αγγελικά περιστατικά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι. Στο δια ταύτα τώρα, γιατί θα διακόψουμε, είπαμε για ποιο λόγο.

Κ.ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Και βεβαίως τίθενται και τα ερωτήματα, γιατί άργησε να την υποβάλει, γιατί έκανε τη μήνυση τότε κλπ. Αν θέλετε να διακόψουμε, να διακόψουμε και να συνεχίσω μετά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να διακόψουμε για λόγους λειτουργικούς, για μισή ώρα και τα λέμε πάλι.

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ