Μικρά αλλά σημαντικά δείγματα βελτίωσης σε ό,τι αφορά την κίνηση των χεριών τους παρουσίασαν πέντε ασθενείς με παράλυση που προκλήθηκε από εγκεφαλικό επεισόδιο, χάρη σε μια νέα πρωτοποριακή θεραπεία με βλαστοκύτταρα.
Μικρά αλλά σημαντικά δείγματα βελτίωσης σε ό,τι αφορά την κίνηση των χεριών τους παρουσίασαν πέντε ασθενείς με παράλυση που προκλήθηκε από εγκεφαλικό επεισόδιο, χάρη σε μια νέα πρωτοποριακή θεραπεία με βλαστοκύτταρα.
Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Γλασκόβης δοκίμασαν τη θεραπεία σε μικρή ομάδα ασθενών, οι οποίοι παρουσίασαν μικρά σημάδια αποκατάστασης της κίνησης στα χέρια, κάνοντας κινήσεις που δεν ήταν σε θέση να κάνουν από το εγκεφαλικό και μετά, όπως το να σφίξουν τα χέρια τους και να κρατήσουν διάφορα αντικείμενα.
Η θεραπεία περιλαμβάνει την έγχυση βλαστοκυττάρων ακριβώς στα σημεία του εγκεφάλου στα οποία υπάρχει βλάβη, ώστε να δημιουργηθεί υγιής ιστός που θα θέσει σε λειτουργία τον μηχανισμό αυτοθεραπείας του οργανισμού.
Η δοκιμή της θεραπείας πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή εννέα ατόμων που είχαν υποστεί εγκεφαλικό για μικρό (έξι μήνες) ή μεγάλο (πέντε χρόνια) χρονικό διάστημα και από τότε η κίνηση στα χέρια τους δεν είχε αποκατασταθεί.
Όπως εξηγούν οι επιστήμονες στην έκθεσή τους, συνήθως δεν περιμένουν βελτίωση μετά την πάροδο των πρώτων έξι μηνών, γεγονός που έκανε τα αποτελέσματα της θεραπείας ακόμα πιο σημαντικά.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Keith Muir από το Πανεπιστήμιο Γλασκόβης, τα αποτελέσματα είναι πολύ καλύτερα από ό,τι περίμενε η επιστημονική ομάδα. «Περιμέναμε να δούμε πολύ μικρές αλλαγές, οι οποίες μάλιστα θα είχαν σύντομη διάρκεια. Ωστόσο, τελικά προέκυψαν βελτιώσεις που επιπλέον άντεξαν στον χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπόψη για να βγάλουμε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα και αυτό δεν θα συμβεί προτού περάσει ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα», είπε ο καθηγητής Muir στο BBC Radio 4.
Τα αποτελέσματα της δοκιμής θα παρουσιαστούν στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για το Εγκεφαλικό, που πραγματοποιείται αυτές τις μέρες στο Λονδίνο, ενώ αναμένεται να ξεκινήσει σύντομα και μια δεύτερη δοκιμή.
Οι επιστήμονες ωστόσο διευκρίνισαν ότι ακόμη και αν η νέα δοκιμή αποδειχθεί εξίσου επιτυχημένη, η θεραπεία δεν θα αρχίσει να χορηγείται προτού περάσουν δύο χρόνια.