Με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού», να έχει χαρακτηριστεί ένα από τα πιο ριζοσπαστικά φιλμ που βγήκαν από την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ο σκηνοθέτης Έκτορας Λυγίζος μάς μιλά για την πολυβραβευμένη δημιουργία του.
Με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού», να έχει χαρακτηριστεί ένα από τα πιο ριζοσπαστικά φιλμ που βγήκαν από την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ο σκηνοθέτης Έκτορας Λυγίζος μάς μιλά για την πολυβραβευμένη δημιουργία του.
Αρχίζοντας τη μεγάλη επιτυχημένη της πορεία τον περασμένο Ιούλιο, με την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, η ταινία έχει ταξιδέψει σε περισσότερα από 30 διεθνή Φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, αποσπώντας βραβεία και διακρίσεις αλλά και εξαιρετικές κριτικές στα διεθνή Μέσα και έλαμψε στα φετινά βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, κερδίζοντας αυτά της καλύτερης ταινίας, πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και ανδρικής ερμηνείας.
Στον απόηχο αυτών των βραβείων, παράλληλα με την έξοδο της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες, ο Έκτορας Λυγίζος, που εκτός από τη σκηνοθεσία, υπογράφει και το σενάριο, μας μιλά για το δημιούργημά του και για τη σκληρή εποχή μας.
Τί βιώνει ο ήρωας της ταινίας;
Είναι δύσκολο να μιλήσεις με λόγια, για κάτι που προσπάθησες να αφηγηθείς με εικόνες και ήχους. Για μένα, το Αγόρι ζει κάτι, που δεν είναι προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει. Και, κυρίως, κάτι για το οποίο ντρέπεται. Και παλεύει να το αντιμετωπίσει με μια πολύ δική του αίσθηση περηφάνιας και αξιοπρέπειας. Προσπαθεί να επιβιώσει, προσπαθεί να κρατήσει στη ζωή το καναρίνι του, αλλά, κυρίως, παλεύει να βρει τρόπο να επικοινωνήσει με τους άλλους το πρόβλημά του και, τελικά, να ζητήσει βοήθεια.
Σε ποια συναισθηματικά μονοπάτια τον οδηγεί η πείνα;
Αυτό το είδος τρέλας που ζει, αυτή η περίεργη μέθη της πείνας ήταν εξαρχής κάτι, που μας ενδιέφερε να εξερευνήσουμε και να κινηματογραφήσουμε. Γιατί, φυσικά, είναι μια τρομακτική κατάσταση, οριακή, αλλά την ίδια στιγμή είναι και κάπως απελευθερωτική. Επιτρέπει να ξαναβγούν στην επιφάνεια δυνάμεις πολύ ζωώδεις, που κρύβουμε μέσα μας και στις οποίες φοβόμαστε να αφεθούμε.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του;
Μάλλον αυτή η περίεργη περηφάνια του, η περίεργη αίσθηση της αξιοπρέπειας, που δεν τον αφήνουν να ζητήσει βοήθεια.
Τί σημαίνουν για σας η επιτυχημένη φεστιβαλική πορεία και οι τόσες πολλές διακρίσεις, που απέσπασε η ταινία σας;
Χαρά, φυσικά, και ικανοποίηση. Η ικανοποίηση που νιώθουμε, όταν άλλοι άνθρωποι καταλαβαίνουν κάτι, που έχουμε φτιάξει με αγωνία και όρεξη.
Θεωρείτε ότι σε αυτό μπορεί να συνέβαλε και η - γνωστή στο εξωτερικό - δύσκολη κατάσταση που περνά η Ελλάδα, η οποία αποτυπώνεται ρεαλιστικά μέσα από την ιστορία του αγοριού της ταινίας;
Είναι πιθανό. Γιατί, όντως, υπάρχει έξω ενδιαφέρον για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε. Όπως παλιότερα για την Αργεντινή, την Ιρλανδία, την Ισλανδία, την Πορτογαλία και φαντάζομαι τώρα για την Κύπρο.
Πού αποδίδετε την άνθηση, που παρουσιάζει ο ελληνικός κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια;
Ήταν φανερό από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 ότι αυτή η γενιά των κινηματογραφιστών είναι μια γενιά με ανθρώπους που έχουν καλύτερη τεχνική κατάρτιση, όρεξη για πειραματισμό και πολλή διάθεση να εκτεθούν και να μελετήσουν την κινηματογραφική φόρμα, αλλά και τις προσωπικές τους εμμονές. Αν με ρωτάτε, είναι εν μέρει συγκυριακό.
Ποια πράγματα μας έχει κάνει να ξεχάσουμε ο «σύγχρονος πολιτισμός» μας;
Κυρίως, το σώμα και τις βαθύτερες ανάγκες του για ικανοποίηση, χάδι και φροντίδα. Σε όλες τις ηλικίες. Και χωρίς ταμπού.
Αναλογιζόμενος ότι στην ίδια κατάσταση με το «Αγόρι» βρίσκονται πολλοί συνάνθρωποί μας, τί χρειάζεται περισσότερο από όλα η σκληρή εποχή μας;
Πολύ μικρότερη ανοχή απέναντι στις αδικίες του συστήματος. Απέναντι στη συσσώρευση του πλούτου, στην καταπίεση του χρήματος. Τί να πω, γενικά απέναντι στον καπιταλισμό που είναι απλά και μόνο καταστροφικός.
Συντελεστές ταινίας
Σενάριο - σκηνοθεσία: Έκτορας Λυγίζος. Παίζουν: Γιάννης Παπαδόπουλος, Λίλα Μπακλέση, Κλεοπάτρα Περάκη, Βαγγέλης Κομματάς, Χαράλαμπος Γωγιός. Διεύθυνση φωτογραφίας: Δημήτρης Κασιμάτης, μοντάζ: Γρηγόρης Ρέντης, ηχοληψία: Δημήτρης Κανελλόπουλος, σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη – Σταύρος Λιόκαλος, κοστούμια: Κλειώ Μπομπότη, μακιγιάζ: Ιωάννα Λυγίζου, παραγωγοί: Γιώργος Καρναβάς - Έκτορας Λυγίζος, συμπαραγωγοί: Ελίνα Ψύκου – Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, executive producer: Κωνσταντίνος Κοντοβράκης, παραγωγή: Έκτορας Λυγίζος, Stefi, Guanaco, συμπαραγωγή: 2|35, Oxymoron Films, Φαντασία Οπτικοακουστική.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης