Πολιτιστικά
Σάββατο, 18 Μαΐου 2013 10:15

Θάνος Παπακωνσταντίνου: «Μέσα μας, τα πράγματα μπορούν, τελικά, να βρουν τη θέση τους…»

Αντλώντας έμπνευση από τον μύθο της Ηλέκτρας, ο σκηνοθέτης  Θάνος Παπακωνσταντίνου δημιουργεί δύο παράλληλους κόσμους,  όπου το ρεαλιστικό συνυπάρχει με το φανταστικό και μας μιλά για την παράσταση «Pedestal».

Αντλώντας έμπνευση από τον μύθο της Ηλέκτρας, ο σκηνοθέτης  Θάνος Παπακωνσταντίνου δημιουργεί δύο παράλληλους κόσμους,  όπου το ρεαλιστικό συνυπάρχει με το φανταστικό και μας μιλά για την παράσταση «Pedestal».

Συνδέοντας τον κόσμο της τραγωδίας με την καθημερινή ζωή, η παράσταση «Pedestal» (Βάθρο) της θεατρικής ομάδας Helter Skelter Company παρουσιάζεται στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης έως τις 16 Ιουνίου, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, στις 9.30 το βράδυ.
Βασισμένο στην τραγωδία «Χοηφόροι» του Αισχύλου και στις τελετουργίες ερμητικών ταγμάτων, το «Pedestal» - μετά την επιτυχημένη παράσταση «Venison» (Κρέας από κυνήγι) - είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Carnage» (Σφαγή). Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου υπογράφει τη σύλληψη, τον σκηνικό χώρο, το κείμενο και τη σκηνοθεσία και μιλά για αυτό το εγχείρημα.

Μιλήστε μας για την τριλογία «Carnage», στην οποία περικλείεται η συγκεκριμένη παράσταση.

Αποτελείται από τις παραστάσεις “Venison”, “Pedestal” και “Colossus”. Η κάθε μία λειτουργεί αυτόνομα και έχει αναφορά σε μια τραγωδία της “Ορέστειας” του Αισχύλου: στις “Ευμενίδες”, τις “Χοηφόρους” και τον “Αγαμέμνονα” αντίστοιχα.
Με κάποιον τρόπο, παρακολουθούμε την ιστορία μιας οικογένειας. Σε κάθε παράσταση, βλέπουμε τον κόσμο από το πρίσμα του κεντρικού προσώπου: του γιου, της κόρης και τέλος της μητέρας. Ο κύκλος των τριών παραστάσεων έχει να κάνει με το πώς η βία, που υπάρχει μέσα μας κρυμμένη, κάποια στιγμή ξεσπά και καταστρέφει τον κόσμο γύρω μας και εμάς τους ίδιους.
Στόχος της δραματουργίας είναι να αποτυπωθεί η πορεία του ανθρώπου από ένα οργανωμένο σύστημα προς μια κοινωνία αυτοδικίας. Η ακριβώς αντίστροφη πορεία, δηλαδή, από αυτήν που προτείνεται στην “Ορέστεια”, όπου ο άνθρωπος περνά από τον ματωμένο κύκλο της αυτοδικίας στην πολιτειακή και θεσμική οργάνωση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Με ποιον τρόπο προσεγγίζετε την «Ορέστεια»;

Η “Ορέστεια” είναι η πρώτη ύλη, η αφορμή. Στις παραστάσεις μας, δεν υπάρχει ευθεία αναφορά ούτε στα πρόσωπα, ούτε στην εποχή, ούτε καν χρησιμοποιούμε το κείμενο. Αυτό που μας ενδιαφέρει αρχικά είναι ο πυρήνας της συγκεκριμένης τραγωδίας. Η είσοδος, δηλαδή, της βίας και της αγριότητας από έξω, από το πεδίο μάχης, στην οικογενειακή εστία, η επικράτηση της αυτοδικίας και, τελικά, η λύση που έρχεται με τη γέννηση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Για μας, λοιπόν, ο ένας άξονας είναι αυτός, η δημοκρατία. Με την έννοια ότι δημοκρατία είναι, μέσα στα άλλα, το πολίτευμα που απαγορεύει την αυτοδικία. Η ανθρώπινη ζωή, καταρχήν, προστατεύεται. Τιμωρείται, καταρχήν, η προσβολή της και όποιος την προσβάλλει. Καταρχήν, είναι υπόλογος της πράξης του απέναντι στην υπόλοιπη κοινωνία. Όλα αυτά τα “καταρχήν”, γιατί και η δημοκρατία, τουλάχιστον με τη μορφή που τη γνωρίζουμε, έχει αποτύχει και συνεχίζει να αποτυγχάνει συνεχώς.
Η αγριότητα και η βία που ενυπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο, δεν μπορεί να παταχθεί. Για τον λόγο αυτό και έχουν υπάρξει οι τραγωδίες, το θέατρο, ο χώρος όπου όλη αυτή η βία και η αγριότητα μπορεί να διοχετευτεί, να οριστεί και, τελικά, να αναγνωριστεί.
Στο όνομα της ευπρέπειας και της χριστιανικής “ηθικής”, όλες αυτές οι παρορμήσεις, όλη αυτή η βία, όλο το σκοτάδι εκτοπίζεται και αποσιωπάται, κρύβεται. Αυτό που σήμερα έχει γίνει, είναι ότι όλη αυτή η βία εγκλωβίζεται μέσα μας και μας κατατρώει. Ο βασικός πυρήνας του “Carnage” είναι αυτός: η βία που υπάρχει κρυμμένη μέσα μας και, τελικά, τσακίζει εμάς τους ίδιους πρώτους. Γι’ αυτόν τον λόγο, επικρατεί η αντίθετη κίνηση της “Ορέστειας”.  Πάντα βλέπουμε ιστορίες ανθρώπων, που επιλέγουν συνειδητά την καταστροφή, τη βία, την αυτοδικία.
Ο άλλος άξονας που μας ενδιαφέρει είναι η θρησκευτικότητα. Οι τραγωδίες είναι θρησκευτικά δρώμενα. Αυτό, που πάλι ενδιαφέρει εδώ, είναι ο τρόπος, με τον οποίο το τραγικό σύμπαν υπάρχει σαν παράλληλος κόσμος με την καθημερινή ζωή.
Η εσωτερική ζωή είναι ένα χάος από επιθυμίες, φαντασιώσεις, όνειρα και παρορμήσεις, που κουβαλάμε και πρέπει να κρύβουμε μέσα μας. Είναι ο αχαρτογράφητος κόσμος, που ζει και αναπνέει εντός μας, παρά τη θέλησή μας. Εκεί είναι, που εντοπίζω τον τραγικό κόσμο. Όχι έξω μας πια, αλλά μέσα μας. Ένα παράλληλο σύμπαν, που ανασαίνει δίπλα από τον λαιμό μας και, ανά πάσα  στιγμή, μπορεί να ξεσηκωθεί και να τα διαλύσει όλα. Αν υπάρχει ένας θεός, εκεί πιστεύω ότι είναι. Οι πραγματικοί θεοί δε θέλουν κεριά και λιβάνια, αίμα θέλουν.

Ποια θέματα διερευνάτε, χρησιμοποιώντας ως βάση το πυρηνικό κύτταρο της κοινωνίας, δηλαδή, την οικογένεια και τις σχέσεις των προσώπων μέσα σε αυτήν;

Οι περισσότερες σύγχρονες κοινωνίες, όπως και αυτή στην οποία ζούμε, έχουν σαν θεμέλιο την οικογένεια. Η οικογένεια είναι το βασικό συστατικό, η μήτρα της κοινωνίας. Εκεί υποτίθεται ότι βρίσκεται το καταφύγιο του κάθε ανθρώπου. Εκεί είναι που κανείς γυρίζει, καταφεύγει, για να βρει ανακούφιση και γαλήνη.
Πέραν τούτου, όμως, η οικογένεια είναι βασικά μια εξουσιαστική δομή. Ο πιο μικρός εξουσιαστικός μηχανισμός που υπάρχει. Δεν μπορούμε να μιλάμε για προβληματικές κοινωνίες, προβληματικούς ανθρώπους, αν δε μιλάμε, πρωτίστως, για το κύτταρο που παράγει και τις μεν και τους δε.
Αν μπορούμε να δούμε πίσω από τα πράγματα γύρω μας τους μηχανισμούς και τις δομές που υπηρετούν, τότε μόνο τα πράγματα καθαρίζουν και μπαίνουν στη θέση τους. Η κοινωνία είναι βία, γιατί η οικογένεια είναι βία, γιατί ο άνθρωπος έχει μέσα του τη βία. Και αυτό δεν είναι σκέψη δική μου, είναι το μοτίβο της “Ορέστειας”. Αυτό το στοιχείο κυκλοφορεί από την αρχή του “Αγαμέμνονα”, μέχρι και τις “Ευμενίδες”. Αυτή η βία, επειδή ακριβώς υπάρχει, πρέπει να διοχετευτεί κάπου, πρέπει να χρησιμοποιηθεί κάπως, αλλιώς θα ξεσπάσει πάνω στα κεφάλια μας.
Δεν είναι, βέβαια, ότι τα πράγματα, από τη στιγμή που θα αρθρωθούν, κάτι θα αλλάξει ή ότι όλα θα φτιάξουν. Περισσότερο είναι ότι τα πράγματα καλό είναι να ορίζονται και να λέγονται, για να μη ζούμε με ψευδαισθήσεις.
Δεν πιστεύω σε καμία περίπτωση ότι ο άνθρωπος είναι καλός ή ότι αλλάζει. Πιστεύω, όμως, πως ό,τι και αν είναι, καλύτερα να το λέει, παρά να το κρύβει. Ζούμε ατελώς για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα και χωρίς κάποιο προφανή λόγο, γύρω μας και μέσα μας υπάρχει ένα σκοτάδι, που, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να ξεσπάσει και να τα διαλύσει όλα. Σε κάθε περίπτωση, είναι καλό να το γνωρίζουμε και, παρά το γεγονός αυτό, να συνεχίζουμε.

Πού στοχεύετε με αυτό το εγχείρημα;

Η εργασία και η έρευνά μας, καταρχήν, έχει να κάνει με την τραγωδία. Προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να φωτίσουμε τα έργα αυτά. Η εργασία μας προσπαθεί, κυρίως, να απομακρυνθεί από τον “λογοκεντρισμό” που, συνήθως, ακολουθείται για τα έργα αυτά σαν προσέγγιση.
Συνήθως, δε νοείται παράσταση τραγωδίας, που δε χρησιμοποιεί το αρχικό κείμενο. Χωρίς να θέλουμε σε καμία περίπτωση να απαξιώσουμε αυτά τα ομολογουμένως εξαιρετικά κείμενα, προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να συνδεθούμε με αυτά, πέρα από τον λόγο, το κείμενο. Το καταπληκτικό με τα έργα αυτά είναι ότι υπάρχουν πληροφορίες που αφορούν τα έργα, όχι μόνο στο κείμενο, αλλά και στη δομή, στις εικόνες, στις κινήσεις που κυκλοφορούν μέσα τους και ανάμεσα στις λέξεις.
Στην “Ορέστεια”, όλα κινούνται σε τρεις παράλληλους κόσμους: τον κόσμο των ανθρώπων, τον κόσμο των θεών και τον κόσμο των ιδεών. Η ιστορία της οικογένειας των Ατρειδών βαίνει παράλληλα με την ιστορία της επικράτησης των ολύμπιων θεών έναντι των παλιών χθόνιων θεών και παράλληλα με την επικράτηση της δημοκρατίας έναντι του δίκαιου του αίματος. Αυτά τα στοιχεία δομούν το έργο, δεν είναι απλά φιλολογικά σχόλια. Η σύγκρουση των κόσμων αυτών, όπως εγγράφεται στα πρόσωπα της τραγωδίας, είναι ένα από τα θέματα του έργου. Αυτά τα στοιχεία κυκλοφορούν στον πυρήνα του έργου και αυτά τα στοιχεία θέλουμε να φωτίσουμε.
Οπότε, στο “Venison”, δεν είναι τόσο η ιστορία του Ορέστη που ενδιαφέρει, όσο το ίδιο το έγκλημα. Πως, δηλαδή, στο μυαλό ενός προσώπου κυκλοφορούν αντίθετες δυνάμεις, η μια εκ των οποίων τον ωθεί στο να το κάνει και η άλλη στο να μην το κάνει. Στο  “Pedestal”, δεν είναι η ιστορία της μητροκτονίας μόνο, αλλά πως  μέσα από την πίστη, μέσα από την τελετουργία, ένα πρόσωπο χάνει την ταυτότητά του και ενώνεται με το θείο, γίνεται το όργανο στα χέρια δυνάμεων που το ξεπερνούν.
Η αντιπαραβολή ρεαλιστικών σκηνών με οπτικές τελετουργικές σκηνές, που προτείνεται σαν ένας άξονας της σκηνοθεσίας και, στο εικαστικό μέρος, οι διαφορετικοί σκηνικοί χώροι που κρύβονται ο ένας μέσα στον άλλο, φωτίζουν με διαφορετικό τρόπο τον πυρήνα του έργου, που είναι η σύγκρουση των διαφορετικών κόσμων. Μπορούν να βρεθούν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να παρασταθούν οι τραγωδίες επί σκηνής, πέρα και μακριά από το αρχικό κείμενο, ώστε, τελικά, να μπορούμε να συνδεθούμε περισσότερο με τον πυρήνα τους. Όπως και να μεταφραστεί ο Δίας, πάντα θα ηχεί παράξενα στα αυτιά μας.

Τί βιώνουν οι ηρωίδες του «Pedestal»;

Υπάρχουν δύο χώροι, δύο κόσμοι που συγκρούονται. Ο θηλυκός και ο αρσενικός. Στον πρώτο, υπάρχουν δύο πρόσωπα, η μητέρα και η κόρη. Η πρώτη είναι βαριά άρρωστη, δεν έχει αυτονομία κινήσεων, είναι διαρκώς στο κρεβάτι. Παρόλα αυτά, κυριαρχεί στον χώρο. Διαρκώς, κάτι θέλει και το ζητάει. Είναι ένας μηχανισμός επιθυμιών, που διαρκώς εκπληρώνονται.
Η κόρη είναι ακριβώς το αντίθετο. Είναι εκεί, για να υπηρετεί και να εκπληρώνει τις επιθυμίες της μητέρας. Δεν έχει ζωή δική της, δεν έχει χώρο δικό της. Είναι ένας εκτελεστικός μηχανισμός. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, την όποια σκέψη, την όποια επιθυμία της, την κλείνει μέσα της. Δεν εκδηλώνει τίποτα, τα πάντα συσσωρεύονται μέσα της. Αυτή η συσσώρευση γεννά στο μυαλό της μια πίστη, που δημιουργεί έναν παράλληλο κόσμο.
Επειδή δεν μπορεί να αντέξει τη ζωή που ζει, πιστεύει ότι η ζωή της, στην ουσία, είναι ένα προπαρασκευαστικό στάδιο. Αυτή πρέπει να περιμένει τον άντρα, που θα έρθει να τη σώσει από τη θλιβερή ζωή της. Πρέπει να υπομένει αδιαμαρτύρητα ό,τι της συμβαίνει και να περιμένει και, μόνο τότε, θα εκπληρωθεί η επιθυμία της.

Πώς δομούνται οι δύο παράλληλοι κόσμοι της παράστασης;

«Οι δύο γυναίκες και το δωμάτιό τους. Το δωμάτιο της μητέρας είναι ο ένας χώρος, ο πρώτος κόσμος, ο θηλυκός. Πέρα από τον κόσμο αυτό και μέσα στη φαντασία της κόρης, υπάρχει ένας άλλος κόσμος, που αποτελείται μόνο από άντρες. Μια μυστική στοά, ένας ναός, ένα άβατο. Ο κάθε χώρος έχει τους δικούς του κανόνες, κινησιολογικούς, ρυθμικούς και αισθητικούς.
Ο θηλυκός κόσμος, που ορίζεται από την παρουσία της μητέρας, είναι κυκλικός, καμπύλος, ανασαίνει, ασθμαίνει, είναι μέσα στην παρακμή του πολύ ζωντανός. Ο κόσμος των ανδρών ορίζεται περισσότερο από τη γραμμικότητα, από ευθείες, από γωνιώδεις διαδρομές, από την πλήρη απουσία λόγου, από μια ψυχρή εξέλιξη δράσεων.

Τί αναζητεί η κόρη μέσα στον προσωπικό κόσμο που επινοεί;

Επιθυμεί να υπερβεί τη ζωή της, που δεν της φτάνει. Πιστεύει πως αυτό που βλέπει γύρω της είναι πολύ λίγο, πολύ θλιβερό, πολύ αβάσταχτο. Γι’ αυτό και επινοεί μια πίστη ότι κάπως η ζωή της θα αλλάξει. Και αφού αυτή είναι αδύναμη και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό, προσεύχεται και περιμένει.
Κάπου πέρα από την καθημερινότητα που την τσακίζει, υπάρχει ένας κόσμος, όπου ετοιμάζεται ο εκδικητής να έρθει να αποκαταστήσει την χαμένη ισορροπία του κόσμου της, που γκρεμίστηκε με τον θάνατο του πατέρα της. Περιμένει έναν άντρα να τη λυτρώσει από τη μίζερη ζωή της. Η μητέρα είναι η πηγή της δυστυχίας της και μόνο ένας άντρας μπορεί να την απαλλάξει από αυτή.

Καταφέρνει, τελικά, να βρει διέξοδο;

«Τελικά, χάνεται μέσα στη φαντασίωσή της. Αυτό που επιθυμεί, όμως, εκπληρώνεται. Η ισορροπία αποκαθίσταται, έστω και προσωρινά. Μέσα μας, τα πράγματα μπορούν, τελικά, να βρουν τη θέση τους, να αρχίσουν, να μεγαλώσουν και να πεθάνουν. Μόνο τότε, μπορούμε να συνεχίσουμε και στον έξω κόσμο. Και, δυστυχώς ή ευτυχώς, η βία είναι μια κάποια λύση.

Ταυτότητα παράστασης
Σύλληψη - σκηνικός χώρος – κείμενο - σκηνοθεσία: Θάνος Παπακωνσταντίνου, συνεργασία στη δραματουργία: Τζωρτζίνα Κακουδάκη, σκηνικά - κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού, κίνηση: Χαρά Κότσαλη, σχεδιασμός - σύνθεση ήχων: Αντώνης Μόρας, σχεδιασμός φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα, βίντεο - σχεδιασμός προωθητικού υλικού: Κωνσταντίνος Χαïδαλής, γλυπτική: Κατερίνα Ανδρέου, φωτογραφίες: Βάλια Πιλάφα, βοηθός σκηνοθέτη: Ελεάνα Γεωργιάδου, βοηθός σκηνογράφου: Εύα Δημοπούλου. Παίζουν: Βασίλης Βηλαράς, Αλέξανδρος Καναβός, Κατερίνα Μηλιώτη, Ελένη Μολέσκη, Νικόλας Χατζηβασιλειάδης.

Πληροφορίες
Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης – Υπόγειο γκαράζ, Πειραιώς 206, Ταύρος – Αθήνα, τηλ.: 210 3418550. Διάρκεια παράστασης: 70 λεπτά (χωρίς διάλειμμα). Τιμές εισιτηρίων: 12 ευρώ: κανονικό, 10 ευρώ: φοιτητικό, κάτοχοι Κάρτας Ανεργίας (ΟΑΕΔ), Πολυτέκνων (ΑΣΠΕ),  Ευρωπαϊκής Κάρτας Νέων, Κάρτας Πολιτισμού, Κάρτας Club IFA (Γαλλικού Ινστιτούτου), Κάρτας ΙΤΙ (ΕΚΔΙΘ), ΑμΕΑ, άνω των 65. Προπώληση εισιτηρίων: ταμεία του Ιδρύματος (Δευτέρα – Παρασκευή: 11:00 - 14:00 και τα απογεύματα μία ώρα πριν την παράσταση), καταστήματα Public (εκτός Αιγάλεω, Ν. Ερυθραίας και Αγ. Παρασκευής), αγορά με πιστωτική κάρτα: 210 3418579 (Δευτέρα – Παρασκευή: 11:00 - 14:00) και στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος: www.mcf.gr.

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]