1) ισχυρίζεται ο ΓΒ ότι τον προκαλούμε για διάλογο και ότι αυτός δεν κάνει διάλογο με κουμπουροφόρους όπως μας αποκαλεί. Τον διάλογο όμως δεν τον ανοίξαμε εμείς. Αυτός τον άνοιξε με το άρθρο του απάτης τις 7/3/88 «άκουμε ένοπλε σύντροφε, ανοιχτό γράμμα στη 17Ν› ένοπλε δηλαδή κουμπουροφόρε κατά την σημερινή ορολογία του.
¶ρα λοιπόν δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν κάνει διάλογο. Τον διάλογο τον ξεκίνησε αυτός και όταν του ήρθε η απάντηση μια βδομάδα μετά τα γύρισε στο εγώ δεν κάνω διάλογο.
2) ισχυρίζεται ο ΓΒ ότι κινδυνεύει από τους τρομοκράτες και από την 17Ν. Αλλά αν κινδύνευε όπως ισχυρίζεται δεν θα έκανε ποτέ την απάτη του παραπάνω άρθρου του σε βάρος μας γράφοντας ένοπλε σύντροφε και υποβάλλοντος στον αναγνώστη την ιδέα λόγω και των παλαιών μπλεξιμάτων του με την Αστυνομία ότι ήταν παλιό μέλος της 17Ν και ότι διαφώνησε.
Απάτη εκ του ασφαλούς που δεν του στοιχίζει τίποτα αφού ήξερε ότι εμείς δεν μπορούσαμε να αντιδράσουμε.
Ακόμα κι αν διαψεύδαμε ότι είχε ποτέ σχέση με μας δεν θα γινόμασταν πιστευτοί αφού ο αναγνώστης θα σκεφτόταν, μα και παλιό μέλος τους να είναι πάλι το ίδιο θα λέγανε. Το γεγονός λοιπόν ότι έκανε συνειδητά αυτή την χοντρή απάτη σε βάρος μας σημαίνει ότι ήξερε ότι δεν ρισκάρει τίποτα από μας, όπως άλλωστε το έχει δηλώσει ρητά σε ιδιωτικούς ραδιοσταθμούς σε σχετικές ερωτήσεις.
Ας αφήσει λοιπόν τα διάφορα δήθεν υστερικά και υποκριτικά ότι δήθεν κινδυνεύει από την 17Ν χρησιμοποιώντας μάλιστα και τα καραγκιοζιλίκια του πρώην φίλου του Κρυστάλλη για να προωθήσει τη μόνιμη θέση του καθεστώτος ότι κινδυνεύουν όλοι από τους τρομοκράτες.
2) μας χαρακτηρίζει δειλούς και άναντρους δολοφόνους που πυροβολούν πισώπλατα υπογραμμίζοντας μάλιστα το πισώπλατα. Εδώ ψεύδεται συνειδητά αφού επαναλαμβάνει το ψέμα, το μόνιμο μοτίβο της Αστυνομίας ύστερα από υποδείξεις των ειδικών Αμερικάνικων και Δυτικοευρωπαϊκών Υπηρεσιών ότι δήθεν όλοι πυροβολούνται πισώπλατα.
Η 17Ν και αυτό το γνωρίζει καλά και ο ΓΒ αλλά και οι πάντες ποτέ δεν πυροβόλησε κανέναν πισώπλατα. Ακόμα και στο Αστυνομικό Τμήμα του Βύρωνα ενώ θα μπορούσε να πυροβολήσει Αστυνομικούς είτε πισώπλατα ή από μπροστά δεν το έκανε. Ο απατεώνας Μπακογιάννης όπως και όλοι οι άλλοι δέχθηκε όλες τις σφαίρες από μπροστά. Μόνο μία σφαίρα, ίσως η 3η τον πέτυχε μπροστά και στα πλάγια προς την μασχάλη όπως άλλωστε αυτό είχε γίνει και με τον Μάλλιο.
Ας σταματήσει λοιπόν να ψεύδεται για πισώπλατους πυροβολισμούς. Όσο κι αν είμαστε δειλοί και άναντροι αυτό δεν θα απαντήσουμε. Θα το απαντήσει ένας άλλος ΓΒ αυτός του ΄76. Έγραφε λοιπόν το Δεκέμβριο του ΄76 απαντώντας σε αυτούς που ισχυρίζονταν ότι οι εκτελεστές της 17Ν του Μάλλιου ήταν φασίστες. «Αγωνιστές που δεν πυροβολούν το θύμα τους από μακριά εκ του ασφαλούς αλλά που διαθέτουν το θάρρος και την παλικαριά μέχρι αποκοτιάς να το πλησιάσουν μέχρι αναπνοής και να το πυροβολήσουν, τέτοιους αγωνιστές παλικάρια διαθέτει μόνο η Αριστερά.›
4) Στα τέλη ’76 αρχές ’77 μετά τον Γουέλς και τον Μάλλιο, υπήρχε μια αντιπαράθεση στο Τύπο, όπου ο καθένας έλεγε την άποψή του για την 17Ν. Ο Γ.Β. ισχυριζόταν ότι οι αγωνιστές της 17Ν ήταν αντιφασίστες, αντι-ιμπεριαλιστές, αγωνιστές επαναστάτες, που έκαναν αντάρτικο πόλης.
Ο γνωστός δημοσιογράφος και θεωρητικός της χούντας Κωνσταντόπουλος, ισχυριζόταν ότι τα μέλη της 17Ν ήταν ειδεχθείς δολοφόνοι. Παρότι μέχρι το ’88 ο Γ.Β. είχε εκφράσει κατά καιρούς κριτικές για το αντάρτικο πόλης, ξαφνικά στις 7/3/88 κάνει στροφή 188 μοιρών και ευθυγραμμίζεται με τις θέσεις του Κωνσταντόπουλου, αλλά και με τις θέσεις των αμερικάνικων και δυτικοευρωπαϊκών Αντιτρομοκρατικών Υπηρεσιών. Τη θέση ότι οι αντάρτες είναι δολοφόνοι, χωρίς να δώσει καμία εξήγηση σ’ αυτή τη διαμετρική αλλαγή πλεύσης.
Παρότι η 17Ν δε είχε κάθε δικαίωμα να τον χαρακτηρίσει αγύρτη και μασκαρά από τότε, όχι γιατί διαφωνούσε μαζί της, αλλά για τον τρόπο που το έκανε, με το άρθρο – απάτη, αλλά και για το ότι επιχείρησε να δώσει ιδεολογικό ένδυμα σε μια εξόφθαλμη ευθυγράμμιση με την άποψη των αστυνομικών μηχανισμών, που δεν δέχονται καμία άλλη κριτική άποψη για τους αντάρτες πόλης παρά μόνο ότι είναι δολοφόνοι, εν τούτοις ζυγίζοντας τα λόγια της, δεν το έκανε, αναμένοντας την εξήγηση από μέρους του αυτής της αλλαγής, αφού ο καθένας έχει δικαίωμα να αλλάζει απόψεις.
¶λλωστε πέρα από την 17Ν πληθώρα αναγνωστών, ως και συγγραφείς ζήτησαν από τον Γ.Β. να εξηγήσει τη στάση του. Ο Γ.Β. δεν το έκανε και σιώπησε.
Ένα χρόνο μετά του ξαναθυμίσαμε, ξαναβάζοντάς του το ερώτημα στις 2.2.89, πώς και γιατί, ο Μπάουντερ και Μάϊνχοφ Γερμανοί αγωνιστές της ΡΑΦ, οι Ιταλοί αγωνιστές των Ερυθρών Ταξιαρχιών ήταν επαναστάτες, αντάρτες πόλης που βρήκαν στην επανάσταση την ανθρωπιά τους – όπως ισχυριζόταν τότε – και όχι εγκληματίες, δολοφόνοι, αυτόκλητοι, κουμπουροφόροι, τιμωροί, που αφαιρούν το δικαίωμα στη ζωή από τα θύματά τους – όπως ισχυρίζεται τώρα ; -
Πώς και γιατί ο Πόλε, ο Φολίνι ήταν πολιτικοί κρατούμενοι και όχι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου; Γιατί ήταν επαναστάτες και άρα πολιτικοί κρατούμενοι και σωστά έγινε κινητοποίηση και αγώνες ενάντια στην έκδοσή τους, ή ήταν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, αυτόκλητοι, κουμπουροφόροι κλπ, και κακώς έγινε αυτή η κινητοποίηση, όπως άλλωστε δεν έγινε αγώνας, για άλλους αλλοδαπούς του κοινού ποινικού δικαίου που εκδόθηκαν.
Πάλι όμως δεν απάντησε μέχρι και σήμερα. Ο καθένας λοιπόν αντιλαμβάνεται σήμερα, γιατί ο Γ.Β. δεν απάντησε επί ενάμιση χρόνο σ’ αυτά τα καίρια ερωτήματα. Τους χαρακτηρισμούς συνεπώς του «αγύρτη› και του «μασκαρά› τους κέρδισε επάξια.
Στην εκστρατεία εναντίον στην 17Ν μπήκε ορμητικά και η κα Πέπη Ρηγοπούλου, που είχε τραυματιστεί στη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το ’73, και με το άρθρο της στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ μας κατηγορεί για πολλά και διάφορα άλλα, κυρίως γιατί διαλέγοντας αυτό το όνομα 17Ν διαστρεβλώνουμε το όνομα της εξέγερσης, αφού οι αγωνιστές που ήταν στο Πολυτεχνείο δεν ήταν οπλισμένοι.
Καταρχήν και πριν ασχοληθούμε με το περιεχόμενο του άρθρου, οφείλουμε να κάνουμε μια παρατήρηση. Αν η κυρία Πέπη Ρηγοπούλου πίστευε πράγματι ότι η χρήση του ονόματος 17Ν από μέρους μας διαστρεβλώνει το νόημα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, δεν νομίζει ότι κάπως αργά το θυμήθηκε, ανακινώντας αυτό το ζήτημα σήμερα μετά από 14 χρόνια ένοπλης δράσης μ’ αυτό το όνομα;
Δεν νομίζει ότι όφειλε να βγει και να δηλώσει άμεσα μόλις έγινε γνωστό ότι υπάρχει μια Οργάνωση με τέτοιο όνομα που κάνει εκτελέσεις πρακτόρων της CIA και βασανιστών, ότι δεν έχει δικαίωμα να το χρησιμοποιεί, δηλαδή στο τέλος του ’76 έστω του ’77;
Εμείς πάντως νομίζουμε ότι όφειλε να βγει δημόσια και να το δηλώσει. Να προσπαθήσει να μας πείσει με δημόσια συζήτηση – όπως το κάνει σήμερα – κι αν μας έπειθε, δεν θα είχαμε αντίρρηση να αλλάξουμε το όνομά μας και να αναγνωρίσουμε δημόσια το λάθος μας. Σήμερα όμως μετά από 14 χρόνια, πιστεύουμε ότι είναι κάπως αργά. Αυτή λοιπόν η καθυστέρηση καθιστά κάπως περίεργη την κατηγορία που μας προσάπτει η κα Ρηγοπούλου.
Αν και η απάντηση στο ουσιαστικό ζήτημα που θέτει είναι προφανής για τον καθένα, θα την δώσουμε διεξοδικά παρακάτω. Προς το παρόν, θα σταθούμε σε ένα σημείο που κατά την γνώμη μας είναι σημαντικό και δείχνει πώς εννοεί η κα Ρηγοπούλου το σεβασμό της ιστορίας, αλλά και σε τι επικίνδυνα μονοπάτια και αυτοπαγιδεύσεις οδηγείται, οποιοσδήποτε υιοθετεί άκριτα ορισμένες θέσεις.
Η κυρία Ρηγοπούλου γράφει, ότι στη διάρκεια της δικτατορίας δεν έγινε ούτε ένας φόνος χουντικού. Υπογραμμίζοντας τις λέξεις «ούτε ένας φόνος›, χαρακτηρίζοντας έτσι σε θεωρητικό βέβαια επίπεδο, τις αντιστασιακές βίαιες ενέργειες εκτέλεσης χουντικών σαν φόνους.
Αμέσως μετά γράφοντας για τον Παναγούλη διαισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά σ’ αυτή την άποψή της, και γράφει, νομίζοντας ότι το δικαιολογεί, ότι λίγο μόλις πριν τον σκοτώσουν δήλωσε όταν τον ρώτησαν «ότι δεν θα την επαναλάμβανε› και προσθέτει μια άστοχη, για να μην πούμε τίποτα βαρύτερη, εξήγηση ψυχολογικού υπαρξιακού τύπου.
Αν όμως αυτές οι ενέργειες ήταν φόνοι – όπως λέει η κα Ρηγοπούλου – αυτό σημαίνει ότι και η απόπειρα εκτέλεσης του δικτάτορα Παπαδόπουλου από τον Παναγούλη, δεν ήταν αντιστασιακή πράξη, αλλά απόπειρα φόνου και συνεπώς ο Παναγούλης ήταν δολοφόνος, ή τουλάχιστον ένοχος απόπειρας δολοφονίας.
Έτσι 15 χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας μαθαίνουμε από κάποιον αντιστασιακό, ότι είχε δίκιο η χούντα που αποκαλούσε τον Παναγούλη κοινό δολοφόνο και είχε άδικο ο Ελληνικός λαός, που τον θεωρούσε ήρωα και σύμβολο της Αντίστασης.
Αν όμως ο Ελληνικός λαός τίμησε και λάτρεψε τον Παναγούλη σαν ήρωα, αν τον θεώρησε σύμβολο της Αντίστασης, αυτό δεν ήταν τόσο για τα βασανιστήρια, αφού βασανίστηκαν και άλλοι, ούτε για την απόδρασή του, γιατί απέδρασαν και άλλοι, αλλά για την σημαντικότερη και υψηλότερη, την κατ’ εξοχήν αντιστασιακή πράξη, την απόπειρα εκτέλεσης του δικτάτορα Παπαδόπουλου.
Σύμφωνα λοιπόν με την κυρία Π.Ρ. ο ελληνικός λαός είναι βάρβαρος και απολίτιστος, αφού τίμησε ένα ένοχο απόπειρας δολοφονίας. Σ’ αυτό το καταπληκτικό συμπέρασμα καταλήγει η παραπάνω θέση της κας Ρηγοπούλου.
Εμείς απλώς νομίζουμε ότι 15 χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, δεν μπορεί να γράφονται τέτοια πράγματα, όχι από αντιδικτατορικούς αγωνιστές, όχι από εκπαιδευτικούς, αλλά ούτε από απλώς Έλληνες. Συνιστούν όχι απλά διαστρέβλωση και παραποίηση, αλλά καθαρή ιεροσυλία της πρόσφατης ιστορίας, βαρύτατη ύβρη και προσβολή του λαού μας, της Αντίστασης και του ίδιου του Παναγούλη, πρόκληση στην μνήμη του λαού μας και πανηγυρική δικαίωση των δικτατόρων.
Δεν μπορεί σήμερα να διδάσκονται τα νέα ελληνόπουλα ότι εάν σήμερα γινόταν δικτατορία, θα έπρεπε να μην αγωνιστούν, να μην οπλιστούν, να χτυπήσουν τους δικτάτορες, γιατί εάν το έκαναν, θα ήταν κοινοί δολοφόνοι. Και νομίζουμε ότι δεν μπορεί τέτοιος, που μεταχειρίζεται μ’ αυτό τον τρόπο την πρόσφατη ιστορία, να μας κατηγορεί ότι δήθεν διαστρεβλώνουμε.
Ταυτόχρονα είναι πολύ διαφωτιστικό να παρατηρήσουμε, σε τι ατραπούς οδηγούνται και πώς παγιδεύονται ορισμένοι αφελείς, όταν αθετούν άκριτα τις απόψεις που προβάλουν οι επιτήδειοι αγύρτες και η κατεστημένη εξουσία.
Ας προσθέσουμε ακόμα ότι αυτό για το οποίο φαίνεται να δίνει τόση σημασία η κα Ρηγοπούλου, δηλαδή το τι δήλωσε ο Παναγούλης λίγο πριν τον σκοτώσουν, - αν το δήλωσε – είναι επουσιώδες και δεν έχει απολύτως καμία σημασία.
Σημασία έχει τόσο για το λαό μας, όσο και για την ιστορία, το ιστορικό γεγονός της απόπειρας και τίποτα άλλο. Για να μην γίνουμε ανιαροί για το πλατύ κοινό με μια συζήτηση περί Μπαλζάκ, θα αφήσουμε εσκεμμένα κατά μέρος τα διάφορα αφελή πραγματικά συμπεράσματα του έργου του, με τα οποία διασύρεται το ρεαλιστικό μυθιστόρημα και η ανθρώπινη κωμωδία και θα σημειώσουμε απλά την χονδροειδή διαστρέβλωση (τι μανία και αυτή, ενός ήρωα της ανθρώπινης κωμωδίας του Βοτρέ, ο οποίος παρουσιάζεται ψευδέστατα από την Ρηγοπούλου σαν τρομοκράτης και αποτυχημένος επαναστάτης, για να στηρίξει την άποψη, ότι επαναστάτης ίσον δολοφόνος ίσον χαφιές.
Πέραν όμως από το γεγονός ότι ο Βοτρέ είναι φανταστικό πρόσωπο, όπως γνωρίζει οποιοσδήποτε έχει στοιχειώδη γνώση του έργου του Μπαλζάκ, ο Βοτρέ δεν έχει καμία σχέση με την επανάσταση και είναι ένας πρώην ισοβίτης καταναγκαστικών έργων, πρώην εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου, πανέξυπνος που έχει δραπετεύσει και μεταμφιέζεται σε διάφορα πρόσωπα, για να αποφύγει την αστυνομική καταδίωξη και στο τέλος κι αφού έχει συλληφθεί, γίνεται αρχηγός της Αστυνομίας. Και όχι μόνο είναι τέτοιος σ’ αυτούς τους δυο τόμους, αλλά και σ’ όλο το έργο του Μπαλζάκ, και στο «Πατέρα Γκοριό› όπου πρωτοεμφανίζεται.
Ας προσθέσουμε τέλος, ότι σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς του Μπαλζάκ, ο Βοτρέ αντιπροσωπεύει το πραγματικό πρόσωπο του Βιντόκ, θέση που αμφισβητείται από άλλους, που ήταν πρώην ισοβίτης καταναγκαστικών έργων και πρώην εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου που είχε γνωρίσει ο Μπαλζάκ και που πράγματι έγινε αρχηγός της Αστυνομίας στη Γαλλία στη διάρκεια της παλινόρθωσης.
Φυσικό λοιπόν είναι, ότι μετά από την επίδειξη σεβασμού στην ιστορία, επιδεικνύεται και ο ανάλογος σεβασμός στη λογοτεχνία, προκειμένου να παρουσιαστεί εικόνα ταύτισης των επαναστατών και της 17Ν με την Αστυνομία και τις Μυστικές Υπηρεσίες.
Όσον αφορά το ουσιαστικό ερώτημα, όπως έχει αντιληφθεί ο καθένας, τέσσερα είναι τα βασικά στοιχεία που θέλαμε να υπογραμμίσουμε και να προβάλουμε διαλέγοντας το όνομά μας.
1) Η λαϊκή εξέγερση της 17Ν του ’73 που υπήρξε η σημαντικότερη μεταπολεμική μαζική βίαιη εκδήλωση ενάντια στο σύστημα και όχι μόνο τη δικτατορία, έγινε αυθόρμητα. Όχι μόνο χωρίς την οργάνωση και τη συμμετοχή των γνωστών κομμάτων της Αριστεράς, αλλά και ενάντια στη θέλησή τους. Όλες οι ηγεσίες των Κομμάτων της Αριστεράς, τόσο του ΚΚΕ, όσο και των υπόλοιπων, δήλωναν ότι ο λαός δεν είναι διατεθειμένος να συγκρουστεί με τη δικτατορία και ότι επιζητεί την ειρηνική μετεξέλιξη της δικτατορίας προς τον κοινοβουλευτισμό. Και γι αυτό τα κόμματα είχαν δεχθεί, άλλα ρητά, άλλα σιωπηλά, την φιλελευθεροποίηση του Παπαδόπουλου με τον Μαρκεζίνη, που βρισκόταν τότε σε εξέλιξη.
Το δε ΚΚΕ Εσωτερικού, σημερινή ΕΑΡ είχε πάρει καθαρή θέση την πρώτη μέρα της κατάληψης, ότι οι προβοκάτορες στο Πολυτεχνείο θέτουν σε κίνδυνο την φιλελευθεροποίηση. Η εξέγερση λοιπόν του Πολυτεχνείου είναι μια πανηγυρική διάψευση και αποδοκιμασία των απόψεων της ηγεσίας των κομμάτων της Αριστεράς, ότι ο λαός δεν είναι πρόθυμος να αγωνιστεί και της πολιτικής τους αποδοχής της φιλελευθεροποίησης.
Παράλληλα η πρώτη φορά μεταπολεμικά, όπου έχουμε το φαινόμενο μιας μείζονος μαζικής πολιτικής εκδήλωσης, τεράστιων διαστάσεων ενάντια στο σύστημα, που συντελείται αυθόρμητα, από απλούς αγωνιστές της βάσης, χωρίς τις ηγεσίες, έξω και ενάντια στη θέληση των Κομμάτων της Αριστεράς.
Το πρώτο λοιπόν στοιχείο που θέλουμε να προβάλουμε, είναι ότι οποιαδήποτε ριζική αλλαγή θα συντελεστεί από νέες λαϊκές δυνάμεις στη βάση έξω και ενάντια στα παραδοσιακά κόμματα της Αριστεράς, από τα οποία ο λαός μας δεν έχει να περιμένει τίποτα.
Παρότι στη διάρκεια της κατάληψης εκφράστηκαν πολλά ιδεολογικά ρεύματα, εν τούτοις είναι κοινά αποδεκτό, να θεωρούνται σαν ελάχιστοι στόχοι της εξέγερσης, οι δυο που εκφράστηκαν από τη Συντονιστική Επιτροπή, δηλαδή ο αντι-δικτατορικός και ο αντι-ιμπεριαλιστικός. Ακόμα και εάν δεχθούμε ότι ο πρώτος στόχος επιτυγχάνεται με την μεταπολίτευση, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο δεύτερος στόχος έχει επιτευχθεί.
Δεκαέξι χρόνια μετά την εξέγερση, ο στόχος αυτός δεν επιτεύχθηκε ειρηνικά, ούτε από τη Δεξιά, ούτε από τον σοσιαλιστικό ρεφορμισμό. Ούτε μπορεί να επιτευχθεί από τη σημερινή Αριστερά, που τον έχει σήμερα εγκαταλείψει τόσο στα λόγια, όσο και στη πράξη.
Από την άλλη κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, ότι μια από τις σημαντικότερες αντι-ιμπεριαλιστικές δραστηριότητες – αν όχι η σημαντικότερη – τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, είναι αυτή της 17Ν.
Η 17Ν συνεπώς είναι μια από τις λίγες πολιτικές δυνάμεις, που παραμένει πιστή στο αντι-ιμπεριαλιστικό περιεχόμενο της εξέγερσης, όταν συνεχίζει τον αγώνα για την πραγματοποίησή του, ενός από τους δυο στόχους τη στιγμή που αυτός έχει εγκαταλειφθεί από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμός. Κόμματα που καπηλεύονται και τυμβωρυχούν σε κάθε επέτειο, ενώ έχουν προδώσει και εγκαταλείψει έναν απ’ αυτούς τους στόχους της εξέγερσης.
Και επειδή τέλος κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, όπως το έχουν δείξει όλες οι σφυγμομετρήσεις, αλλά και η φιλολογία περί δημοψηφίσματος, ζητάει το κλείσιμο όλων των Αμερικάνικων Βάσεων, την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και την απομάκρυνση όλων των πυρηνικών κεφαλών, έχουμε και την συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας, να είναι πιστή στο νόημα και το περιεχόμενο της εξέγερσης, ενάντια πάλι στις αξιοθρήνητες ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων.
Τρίτο. Το σημείο αυτό, είναι το σημαντικότερο και το ουσιαστικότερο. Τα γεγονότα του Νοέμβρη του ’73 δεν ήταν μια ειρηνική εκδήλωση διαμαρτυρίας, αλλά μια βίαια λαϊκή εξέγερση, μια μαζική βίαια σύγκρουση με τις δυνάμεις του καθεστώτος. Αυτό είναι το κύριο και ουσιαστικό στοιχείο, και πριν προχωρήσουμε σε οτιδήποτε άλλο, οφείλουμε να το έχουμε ξεκαθαρίσει και υπογραμμίσει.
Αν οι αγωνιστές που είχαν καταλάβει το Πολυτεχνείο, δέχονταν να αποχωρήσουν φιλειρηνικά, όταν τους διέταζαν ή πιο πριν, και αποχωρούσαν πράγματι ειρηνικά, τότε θα είχαμε πράγματι μια ειρηνική εκδήλωση και δεν θα μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να μιλάμε για εξέγερση.
Αυτό όμως δεν έγινε. Όταν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί της δικτατορίας, διέταζαν την αποχώρηση και την εκκένωση του Πολυτεχνείου, οι αγωνιστές που το είχαν κατακτήσει, όχι μόνο αρνήθηκαν, αλλά στη συνέχεια αμύνθηκαν και συνεπλάκησαν βίαια μ’ αυτούς.
Οι βίαιες αυτές συγκρούσεις διήρκεσαν επί ώρες και κάλυψαν όλη την ευρύτερη γύρω από το Πολυτεχνείο περιοχή. Σ’ αυτές οι αγωνιστές αντέταξαν στα όπλα δικτατορίας τα κλασσικά πρόχειρα αντικείμενα που χρησιμοποιούν πάντα οι αυθόρμητοι αγωνιστές, δηλαδή πέτρες, τούβλα, πλάκες, ξύλα, σίδερα, φωτιές και οτιδήποτε άλλο μπορούσαν να επινοήσουν. Αποτέλεσμα άλλωστε αυτών των συγκρούσεων, ήταν τόσο οι νεκροί, όσο και οι πολυάριθμοι τραυματίες σε χώρους που βρίσκονταν σχετικά μακριά από το Πολυτεχνείο.
Το γεγονός ότι οι αγωνιστές δεν διέθεταν όπλα είναι δευτερεύον και είναι φυσικά φυσικό, αφού μια αυθόρμητη και όχι οργανωμένη εξέγερση στην εποχή μας, δεν μπορεί να οδηγηθεί από μόνη της στον οπλισμό της. Ο οπλισμός των αγωνιστών είναι κάτι που μπορεί να γίνει μόνο με οργανωμένο τρόπο και σοβαρή προετοιμασία.
¶ρα λοιπόν, όταν λέμε ότι οι αγωνιστές που συγκρούονταν δεν είχαν όπλα, πρέπει να ξεκαθαριστεί, αν αυτό γίνεται επειδή δεν το ήθελαν ή επειδή δεν μπορούσαν. Και θα πρέπει κάποιος να διαθέτει μια περίεργη λογική για να ισχυριστεί ότι οι εξεγερμένοι που αντιμετωπίζουν με πέτρες και ξύλα τα πιστόλια και τα αυτόματα, θα τα αρνιόνταν αν υπήρχε τρόπος να τα προμηθευτούν.
Το ζήτημα λοιπόν, του εάν είχαν όπλα οι διαδηλωτές, είναι και δευτερεύον και παραπλανητικό. Δευτερεύον γιατί το κύριο είναι εάν είχαμε βίαια σύγκρουση ή ειρηνική εκδήλωση και παραπλανητικό γιατί προβάλλοντάς το σήμερα, προβάλλεις χωρίς αναγκαστικά να το θέλεις την εικόνα της ειρηνικής εκδήλωσης. Ο 18χρονος νέος που σ’ ακούει θα σκεφθεί άθελά του, αφού δεν είχε όπλο δεν ήθελε να αμυνθεί, να συγκρουστεί, άρα είχαμε ειρηνική διαμαρτυρία.
Ακόμα λοιπόν και αν πάρουμε μόνη την δράση της 17Ν χωρίς τα κείμενά της και τις θέσεις της κας Ρηγοπούλου, ότι οι διαδηλωτές δεν είχαν όπλα, η δράση μας είναι πολύ πιο κοντά στο νόημα και το πνεύμα της εξέγερσης, αφού προβάλει τον χαρακτήρα της βίαιης σύγκρουσης και όχι της ειρηνικής εκδήλωσης.
Θέλοντας λοιπόν να τιμήσουμε αυτό το κύριο στοιχείο της βίαιης σύγκρουσης, το οποίο έχουν διαστρεβλώσει, σκοτίσει, παραχαράξει, όλα τα πολιτικά κόμματα προβάλλοντας την εικόνα της ειρηνικής διαμαρτυρίας, διαλέξαμε αυτό το όνομα.
Τέταρτο. Η λαϊκή εξέγερση της 17 Νοέμβρη ’73, σαν μια από τις σημαντικότερες πρόσφατες ιστορικές εμπειρίες, αποτέλεσε για ολόκληρο το Κίνημα και τους αγωνιστές αντικείμενο μελέτης με σκοπό να γίνουν ορισμένες βασικές διαπιστώσεις, να επισημανθούν τα θετικά και τα αρνητικά και να αντληθούν τα αναγκαία συμπεράσματα και διδάγματα για το μέλλον.
Χωρίς να έχουμε εδώ τέτοια πρόθεση, θα αναφερθούμε σε μια από τις βασικές διαπιστώσεις που ενδιαφέρει άμεσα. Παρότι οι αγωνιστές ήταν άοπλοι, εν τούτοις η εξέγερση συνετρίβη στο αίμα, με θύματα δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Εφόσον υπάρχει η λαϊκή διάθεση για πάλη, μια μείζονα κινητοποίηση δεν μπορεί να αποφύγει και τα θύματα με την συντριβή στο αίμα και την συνακόλουθη πολιτική ήττα.
Και το βασικό ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι, πώς θα μπορέσεις μελλοντικά να αποφύγεις αυτή την σίγουρη ήττα του Κινήματος; Σ’ αυτό το ερώτημα υπάρχουν δυο απαντήσεις. Η μία λέει, αποτρέποντας τέτοιες κινητοποιήσεις, αυτό που προσπάθησαν να κάνουν τα Κομμουνιστικά Κόμματα, με αποτέλεσμα να σε ξεπερνάνε οι διαδηλωτές, να γίνεσαι ουρά, αλλά και να μην μπορείς να αποτρέψεις την ήττα και τα θύματα και η άλλη που λέει ότι εφόσον υπάρχει λαϊκή διάθεση για αγώνα, είσαι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσεις σοβαρά την προετοιμασία της αναπόφευκτης σύγκρουσης, να ασχοληθείς σοβαρά, με το πώς θα οπλιστούν οι μάζες των αγωνιστών.
Η αναγκαιότητα λοιπόν αυτή της σοβαρής μελλοντικής αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος, δηλαδή του οπλισμού των κινητοποιημένων αγωνιστών, είναι ένα από τα κύρια διδάγματα της λαϊκής εξέγερσης του Νοέμβρη.
Επειδή ορισμένοι επώνυμοι που έπαιξαν κάποιο ρόλο στο Πολυτεχνείο και έχουν κάποια τάση να το θεωρούν ιδιοκτησία τους ενδέχεται να καταληφθούν από ιερά αγανάκτηση μπροστά σ’ αυτό το δίδαγμα και την προοπτική οπλισμού των αγωνιστών, και να μας πουν: «Τι μιλάτε εσείς, αφού δεν ήσαστε εκεί;›, θα τους θυμίσουμε ότι σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική δεν θα έπρεπε ο Μαρξ και ο Έγκελς να ασχοληθούν με την κομμούνα και στην κριτική του π.χ. ότι οι κομμουνάριοι έκαναν λάθος που δεν πήραν τον χρυσό της Τράπεζας της Γαλλίας, τσακίζοντας έτσι την Γαλλική μπουρζουαζία, θα έπρεπε να τους απαντήσουν: «Γιατί μιλάτε κύριε Μαρξ και Έγκελς για την κομμούνα αφού δεν ήσαστε εκεί εσείς;›.
Θέλοντας έτσι να προβάλουμε αυτό το βασικό δίδαγμα της εξέγερσης του Νοέμβρη, της αναγκαιότητας της μελλοντικής σοβαρής αντιμετώπισης του οπλισμού των μαζών και της σοβαρής προετοιμασίας του, επιλέξαμε το όνομά μας Επαναστατική Οργάνωση 17Ν.
Αθήνα 9/10/89
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επίσης οι φωτογραφίες επιδείχθηκαν, οι εφημερίδες που μας έδωσε ο κ. Σταμούλης και συνεχίζουμε με την ανάγνωση της κατάθεσης του κ. Τσαγκάρη. Θα το διαβάσω εγώ.
Θέλετε να πάρουμε λίγη ανάσα με τα σχόλια; Ελάτε παρακαλώ, λίγα λόγια για την προκήρυξη να πείτε, σχετικά μ’ ότι αφορά εσάς, όχι με την κα Ρηγοπούλου, ή με τον κ. Βότση βέβαια. Δεν σας αφορούν αυτά, αλλά αφού θέλουν να τα διαβάζουμε όλα, τι να κάνουμε. Πρέπει να μάθουμε τα πάντα για την Οργάνωση, εφόσον κατηγορούνται ότι είναι μέλη αυτής της Οργάνωσης και επομένως καλά κάνουμε μάλλον και τα διαβάζουμε, γιατί εγώ δεν τα είχα διαβάσει αυτά όλα.
(Διαλογικές Συζητήσεις)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήταν ο Γεώργιος Βότσης; Κύριε Κουφοντίνα ήταν ο Γεώργιος Βότσης; ¶μα θέλετε, πείτε το, γιατί το άκουσα εδώ ?
Β. ΜΑΡΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε είναι το ίδιο πρόσωπο που έχει προταθεί από την μεριά της υπερασπίσεως;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι, ναι. Και η κα Ρηγοπούλου είπαμε. Λέω ότι δεν τα ήξερα αυτά και τα ακούω τώρα.
???.: (Εκτός μικροφώνου)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιος είναι ο κύριος; Θα έρθει τότε εδώ. Αλλά εάν είναι αυτός πράγματι, να επιβεβαιώνεται. Ότι απαντήθηκε, δηλαδή ήταν απαντητική στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ σε επιστολή που λέει «ένοπλε σύντροφε› και τέτοια πράγματα. Για μας δεν το λέει βέβαια.
Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, πράγματι δεν θα ασχοληθώ ούτε με τον κ. Βότση, ούτε με την κα Ρηγοπούλου, κυρίως όμως δεν θ’ ασχοληθώ ούτε με τον Μπαλζάκ, ούτε με την Γαλλική Κομμούνα, αναγνωρίζοντας τους γαλλομαθείς εκ των κατηγορουμένων ως πλέον αρμοδίους να αποφαίνονται περί αυτού και γαλλοσπουδαγμένους.
Εκείνο που θ’ ασχοληθώ είναι να καταδείξω την προσχηματικότητα του λόγου για τον οποίον φαίνεται ότι εξετελέσθη ο Μπακογιάννης και την ψευδολογία της Οργανώσεως στις προκηρύξεις της.
Το πρώτο ψεύδος και αυτό είναι εξ’ όνυχος τον λέοντα κύριε Πρόεδρε, είναι ότι «τα παλικάρια της 17Ν› όπως λέει η προκήρυξη μέσα, πυροβόλησαν τον Μπακογιάννη κατά μέτωπο. Τους διαψεύδει η ιατροδικαστική έκθεση.
Το κυρίως θέμα όμως είναι το εξής: Τρεις βδομάδες καθυστέρησε ο Πέτσος να γίνει η απόπειρά του κατά την προκήρυξη. Είχε αποφασιστεί να εκτελεστεί ο Μπακογιάννης μια εβδομάδα μετά τον Πέτσο κατά την προκήρυξη. Το περιστατικό Πέτσου έγινε το Μάιο. Επικαλούνται λοιπόν το περιεχόμενο της Εκθέσεως Ευθυμιάδη για να δικαιολογήσουν την πράξη τους. Η Έκθεση Ευθυμιάδη είναι τον Ιούνιο.
Κατά συνέπεια όταν κατά τις διηγήσεις της 17Ν ελήφθη η απόφαση, εάν λάβετε δε υπόψη και τις τρεις βδομάδες που καθυστέρησε ο Πέτσος, η απόφαση πρέπει να ελήφθη τον Απρίλιο, τουλάχιστον. Τότε δεν υπήρχε πόρισμα Ευθυμιάδη.
Ερχόμαστε στο Πόρισμα Ευθυμιάδη. Το Πόρισμα Ευθυμιάδη τι λέει: Να ασκηθεί ποινική δίωξις. Και ερωτώ τους κ. κατηγορουμένους που θέλουν τώρα το τεκμήριο της αθωότητας, για τον Μπακογιάννη δεν λειτουργούσε; Με το Πόρισμα Ευθυμιάδη, δίκασαν, καταδίκασαν και εξετέλεσαν;
Βεβαίως οι κατηγορούμενοι μπορούν να επιλέγουν – όπως είπα και προχθές – πιο αξιολογικό σύστημα θέλουν νομικό, το δικό τους, ή το δικό μας. Τώρα επικαλούνται το δικό μας, σε ένδειξη της λεβεντιάς. Προχωρώ.
Ερώτημα: Ο Μπακογιάννης απελύθη από τον Κοσκωτά το 1985. Το Πόρισμα Ευθυμιάδη τι λέει: Ότι έφυγαν λεφτά από κάπου και πήγαν στην ΓΡΑΜΜΗ. Μάλιστα, πήγαν στην ΓΡΑΜΜΗ και παρέμειναν στην ΓΡΑΜΜΗ και τα βρήκαν στην ΓΡΑΜΜΗ, δεν πήγαν στην τσέπη του Μπακογιάννη. ¶ρα είναι ψευδές αυτό.
Το 1987 το ΕΘΝΟΣ καταδικάστηκε για συκοφαντική δυσφήμιση του Κοσκωτά. Μέχρι τότε ο Κοσκωτάς ήταν ένας επιχειρηματίας κεφαλαιούχος ο οποίος έμπαζε τα λεφτά του όπου τα ήθελε. Τα χρήματα παρέμειναν στην ΓΡΑΜΜΗ. Πού τα βρήκαν στην τσέπη του Μπακογιάννη;
Κι επιπλέον κύριε Πρόεδρε, αν κάποιοι τροφοδότησαν τον Κοσκωτά – και αναφέρομαι σε διδάγματα κοινής πείρας και γνωστά – ήταν οι ΔΕΚΟ. Είδαμε λοιπόν το φαινόμενο – και επίσης έχει έρθει στη δημοσιότητα- ότι στη δίκη των ΔΕΚΟ, κάποιοι εκ των κυρίων κατηγορουμένων ήταν παρόντες, υπεραμυνόμενοι της αθωότητας εκείνων οι οποίοι τροφοδότησαν με τις καταθέσεις των ΔΕΚΟ τον Κοσκωτά.
Εκεί πώς τα βλέπανε τα πράγματα; Θέλω μ’ αυτά να πω το εξής: Το επιχείρημα ότι, «σκοτώσαμε τον Μπακογιάννη επειδή είχε φάει λεφτά από τον Κοσκωτά›, είναι τελείως ψευδές. Το αληθές επιχείρημα είναι εκείνο το οποίο σας κατετέθη, ήθελαν να δημιουργήσουν πρόβλημα μεταξύ των δυο κομμάτων, τα οποία κόμματα είχαν κάνει την σύγκλιση. Αυτό επαναλαμβάνω και δεν χρειάζεται να το επαναλάβω, δεν συνιστά πολιτικό έγκλημα.
Όμως θα πρέπει να επισημανθεί κάτι. Μέχρι στιγμής πέρασαν όλοι οι μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν για το θέμα Μπακογιάννη και ουδείς ετόλμησε να ρωτήσει: «μα κύριοι το κίνητρό μου ήταν ότι θέλω να κάνω τον τιμωρό, γιατί; Γιατί ήταν παλιάνθρωπος και απατεώνας›. Δεν ετόλμησαν να το φέρουν. Και δεν ετόλμησαν να το φέρουν, γιατί γνωρίζουν εκ προοιμίου τις απαντήσεις. Και τώρα τι κάνουν; Φέρνουν το κρυφό αίτιο που δεν εμφανίζουν στις προκηρύξεις, το φέρνουν τώρα στη δίκη για να το εκμεταλλευθούν ως πολιτικό κίνητρο μεγάλου βεληνεκούς και το κίνητρο το οποίο οι ίδιοι επεκαλέσθησαν στις προκηρύξεις, δεν το φέρνουν.
Νομίζω ότι τα συμπεράσματα προκύπτουν από μόνα τους. Ευχαριστώ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Προχωράμε λοιπόν στην ανάγνωση.
κ.ΖΑΪΡΗΣ: (Διαβάζει)
26 Σεπτεμβρίου 1989. Ένορκη Κατάθεση του μάρτυρα Τσαγκάρη Δημητρίου, για τον οποίο υπάρχει σχετική βεβαίωση του αστυφύλακα Πατίλα ότι απεβίωσε προ 5ετίας.
Στην οδό Ομήρου 33 στην Αθήνα διατηρεί περίπτερο ο ανεψιός μου Μιχαλόπουλος Ηλίας, όπου εγώ πηγαίνω κάθε ημέρα στο περίπτερο για να βοηθάω τον ανεψιό μου. Σήμερα 26.9.89 πήγα και άνοιξα το περίπτερο την 07.05 περίπου, αφού άπλωσα τις εφημερίδες, στη συνέχεια την 07.50 ώρα περίπου, πήγα στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπου βρίσκεται κατάστημα – στεγνοκαθαριστήριο του Βλαϊδη Βλάσση και στεκόμασταν και οι δυο στο πεζοδρόμιο και συζητούσαμε, όπως κάναμε κάθε μέρα σαν γείτονες που είμαστε.
Την ώρα εκείνη δηλαδή 07.55 περίπου εμφανίστηκε από την γωνία της οδού Σόλωνος και Ομήρου ο κ. Μπακογιάννης Παύλος και αφού μας είπε «καλημέρα σας›, του ανταποδώσαμε και εμείς την καλημέρα μας και εύχαρης δηλαδή χαμογελαστός όπως ήταν πάντα, διέσχισε λοξά την οδό Ομήρου και κατευθύνθηκε προς την είσοδο της πολυκατοικίας Ομήρου 35, όπου στο 2ο όροφο αυτής διατηρεί το γραφείο του.
Αμέσως μετά και αφού ο Μπακογιάννης είχε εισέλθει στην είσοδο της πολυκατοικίας, δηλαδή χρονικό διάστημα 1 λεπτού περίπου, εγώ και ο Βλαϊδης Βλάσσης, ενώ βρισκόμασταν ακόμα στο πεζοδρόμιο ακούσαμε πυροβολισμούς και συγκεκριμένα εγώ άκουσα 3 πυροβολισμούς.
Αμέσως κατάλαβα ότι κάτι είχε συμβεί και το μυαλό μου πήγε στον κ. Μπακογιάννη. Ξαφνικά και αμέσως μετά τους πυροβολισμούς που είχα ακούσει προηγουμένως, είδα να βγαίνουν από την είσοδο της πολυκατοικίας Ομήρου 35, δυο άτομα μετρίου αναστήματος τα οποία φορούσαν σκούρα κοστούμια μάλλον προς το μαύρο και να κρατούν μάλλον στο δεξί τους χέρι, από ένα φάκελο κίτρινο, μεγέθους κόλλας αναφοράς περίπου. Τα μαλλιά τους ήταν ίσια χρώματος μαύρου και χτενισμένα προς τα κάτω, σκεπάζοντας λίγο τα αυτιά τους, ενώ πίσω τα μαλλιά τους ήταν λίγο μεγάλα, καλύπτοντας τον αυχένα. Το πρόσωπό τους ήταν μελαψό και η ηλικίας τους 30 έως 40 ετών περίπου.
Βγαίνοντας από την είσοδο της πολυκατοικίας τα άτομα αυτά έστριψαν αριστερά, βαδίζοντας ήρεμα, χωρίς να συνέβαινε τίποτα στο ίδιο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας με κατεύθυνση την οδό Σκουφά.
Αφού είχα ακούσει τους πυροβολισμούς – όπως προαναφέρω- τα άτομα αυτά τα θεώρησα ύποπτα. Και από το απέναντι πεζοδρόμιο ανεβαίνοντας και εγώ προς την οδό Σκουφά, άρχισα να φωνάζω στους περαστικούς: «πιάστε τους είναι εγκληματίες›, ενώ τα άτομα αυτά συνέχιζαν να βαδίζουν ήρεμα γυρίζοντας ο ένας προς τα πίσω το κεφάλι του και με κοίταζε και στο πεζοδρόμιο επάνω συνάντησαν τον οδοκαθαριστή, ενώ παράλληλα ο κόσμος των πολυκατοικιών είχε βγει στα μπαλκόνια και διάφοροι περαστικοί παρακολουθούσαν την σκηνή.
Στην γωνία των οδών Σκουφά και Ομήρου ήταν σταματημένο ένα κίτρινο αυτοκίνητο Ι.Χ. επιβατικό που πιθανόν είχε μέσα οδηγό, τον οποίον εγώ δεν είδα και ανοίγοντας μάλλον τις δεξιές πόρτες τα άτομα αυτά μπήκαν μέσα στο αυτοκίνητο και έφυγαν με κατεύθυνση προς την οδό Σκουφά, η οποία οδηγεί προς την πλατεία Κολωνακίου.
Τρέχοντας και εγώ προς την οδό Σκουφά, μήπως μπορέσω και συγκρατήσω τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου, αλλά δεν πρόλαβα, γιατί είχαν φύγει κάπως γρήγορα. Εκτός από το χρώμα του αυτοκινήτου δεν μπόρεσα να συγκρατήσω κανένα άλλο χαρακτηριστικό.
Στη συνέχεια γυρίζω πίσω, κατεβαίνοντας πάλι το ίδιο πεζοδρόμιο, πέρασα απέναντι στην πολυκατοικία Ομήρου 35, που είχα ακούσει προηγουμένως τους πυροβολισμούς και αφού μπήκα μέσα στην είσοδο, είδα στην πόρτα του ασανσέρ στο ισόγειο, το οποίο είναι υπερυψωμένο και έχει ένα πλατύσκαλο μεγάλο, να βρίσκεται αιμόφυρτος ο κ. Μπακογιάννης και χωρίς να τον πλησιάσω, από απόσταση μισού μέτρου, είδα ότι ανέπνεε.
Αμέσως βγαίνω έξω από την πολυκατοικία και άρχισα να φωνάζω στο κόσμο και στον Βλαϊδη Βλάσση, «ζει ακόμα και φωνάξτε το 166›, ενώ ο Βλαϊδης μου είπε ότι είχε τηλεφωνήσει στο 100. Σε λίγο χρόνο, δηλαδή σε 3,4 λεπτά, ήρθε μια μοτοσικλέτα της ¶μεσης Δράσης και ακολουθούσαν άλλες δυο, ενώ εγώ είπα σε ένα μοτοσικλετιστή ότι το κίτρινο αυτοκίνητο έφυγε προς το Κολωνάκι.
Αμέσως μετά ήρθε ο οδηγός του κ. Μπακογιάννη με το αυτοκίνητό του και δυο άτομα, βάλανε τον κ. Μπακογιάννη στο αυτοκίνητο αιμορραγώντας ξαπλωμένο στο πίσω κάθισμα και έφυγαν.
Αφού έφυγε το αυτοκίνητο με τον κ. Μπακογιάννη και ενώ είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, μου είπε ο δικηγόρος Ιωάννης μάλλον της μιας το επίθετο, ότι ήταν η 17Ν και άφησε προκήρυξη την οποία παρέδωσε ο ίδιος στην αστυνομία – όπως μου είπε-.
Θέλω να προσθέσω ότι ο κ. Μπακογιάννης συνήθως κάθε πρωί ερχόταν με τους δυο οδηγούς του, από τους οποίους ο ένας πήγαινε το αυτοκίνητο στο γκαράζ της Ομήρου νομίζω και ο άλλος συνόδευε τον κ. Μπακογιάννη κρατώντας τις εφημερίδες.
Σήμερα όμως ο κ. Μπακογιάννης ήταν εντελώς μόνος του. ¶λλο τίποτα δεν έχω να προσθέσω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ένα λεπτό γιατί έχουμε αφήσει και κάτι μάρτυρες που μας έχουν ζητήσει. Θα σας αφήσω να τα πείτε, μην ανησυχείτε καθόλου, έστω και εάν παραβιάσουμε το ωράριο, εσείς λέτε πάντα λίγα, δεν μας καθυστερείτε. Θα έρθει η ώρα που θα τα πείτε όλα, δεν θα σας διακόψει κανένας. Αλλά τώρα χάρη της προόδου της διαδικασίας, θα αρκούμε στα ολίγα τα οποία και εσείς λέτε. Και νομίζω ότι κατανοείτε.
κ. ΒΛΑΧΟΣ: Όλα όσα κατέθεσε τότε, αναιρούν όσα κατέθεσε ο μάρτυρας Μπερετάνος ο οποίος εξετάστηκε. Και τονίζω τα σημεία ακριβώς: «οι δράστες ανέβαιναν την Σκουφά, ακολουθήθηκαν από τον μάρτυρα Τσαγκάρη.›
Ο Μπερετάνος δεν τον είδε τον μάρτυρα Τσαγκάρη ο οποίος φώναζε «πιάστε τους›, δεν είδε τον οδοκαθαριστή με τον οποίο συναντήθηκαν οι δράστες στο σημείο ακριβώς που στεκόταν υποτίθεται ο κ. Μπερετάνος. Στη συνέχεια δεν είδε τους αστυνομικούς που ήρθαν τρεις μοτοσικλέτες της αστυνομίας. Δεν μπόρεσε να περιγράψει το μέρος στο οποίο στεκότανε. Εν πάση περιπτώσει αυτή η συγκεκριμένη μαρτυρία αναιρεί την πειστικότητα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καταρχήν έχουμε την βιαία προσαγωγή του Ζήση Βοζόρα ο οποίος πρέπει να διαταχθεί να έρθει. Επίσης ζητήσανε για τον κ. Βλαϊδη είπατε. Και επίσης και την Τσαμπαρλάκη, η οποία ήταν και εκείνη παρούσα. Δεν υπάρχει αντίρρηση εκ μέρους κανενός. Το προτείνετε κύριε Εισαγγελεύ.
Διατάσσουμε την κλήτευση του κ. Βλαϊδη Βλασίου και της κας Ελένης Τσαμπαρλάκη. Του κ. Βλαϊδη είπε Ομήρου 44 ο κ. Σταμούλης. Και διατάσσει την βιαία προσαγωγή του Ζήση Βοζόρα σε όποια δικάσιμο μπορούν και αύριο. Να κοινοποιηθεί αμέσως.
Ι.ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Ήθελα μόνο μια παρατήρηση. Από την αναγνωσθείσα κατάθεση του αποβιώσαντος Τσαγκάρη, περιγράφονται οι δυο τους οποίους είδε εξ εγγυτάτης αποστάσεως μόλις έβγαινε από την πολυκατοικία.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μέτριου αναστήματος έχω σημειώσει, με σκούρα ρούχα.
Ι.ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Μετρίου αναστήματος 30 έως 40 ετών και μελαψός. Το 30 έως 40 ετών τον θεωρώ κρίσιμο, γιατί σ’ ότι αφορά τον Κωστάρη τον οποίο υπερασπίζομαι δεν είναι ούτε σήμερα. Σήμερα είναι 34 ετών. Το 1989 ήταν μόλις 21 ετών. Και δεν είναι μελαψός, γιατί δεν περιγράφεται ούτε καν ως μελαχρινός. Το μελαψός έχει την έννοια ότι είναι περισσότερο μαύρος, κάτι το οποίο δεν συμπίπτει ούτε με την τότε?
Κύριε Πρόεδρε μια τελευταία παρατήρηση, η εξής. Το κίτρινο αυτοκίνητο με το οποίο διέφυγαν οι δράστες, ευρέθη ευθύς αμέσως, ελέγχθηκε και το παράδοξο – το σημειώνω αυτό διότι είναι μια παράλειψη ουσιώδης – δεν ανεζητήθησαν δακτυλικά αποτυπώματα, είναι πράγματι μια παράλειψη η οποία είναι ανεξήγητη. Γιατί εάν τελικώς είχαν ληφθεί αποτυπώματα από το όχημα, θα είχαμε άλλη δυνατότητα εξακριβώσεως των υπαιτίων.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορίστε κύριε Παπαδάκη.
Κ.ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Ένα σχόλιο στο αίτημα για κλήτευση άλλων μαρτύρων, σ’ ότι αφορά την κατάθεση που διαβάσατε, την θεωρώ και εγώ αξιόπιστη έχει δοθεί 9.20 το πρωί, δηλαδή ούτε μια ώρα καλά – καλά μετά το συμβάν και σ’ ότι αφορά τον εντολέα που υπερασπίζομαι τον κ. Τζωρτζάτο έχει την εξής σημασία.
Λέει ο θανών ότι δεν πρόλαβε να πάει μέχρι τη γωνία και δεν είναι βέβαιος εάν είδε οδηγό στο κίτρινο αυτοκίνητο με το διέφυγαν. Υποτίθεται κατά το βούλευμα ότι ο Τζωρτζάτος ήταν εκείνος που ανέμενε μέσα στο αυτοκίνητο για να τους πάρει. Ενόψει αυτού, νομίζω ότι καθίσταται επιτακτική η κλήτευση ορισμένων μαρτύρων οι οποίοι φέρονται ότι είδαν την διαφυγή από σημεία τα οποία ήταν ακριβώς στο φερόμενο τόπο της διαφυγής του αυτοκινήτου.
Τέτοιοι μάρτυρες είναι, ο Λέκκας Σπυρίδων, έχει καταθέσει στη προδικασία, ο οποίος λέει ότι «παρατήρησα τον 2ο όροφο της οδού Ομήρου 58 που είναι γωνία Ομήρου και Σκουφά το αυτοκίνητο που έφευγε› και είναι και η κα Κλαίρη Αγγελοπούλου, η οποία ήταν και αυτή περίοικος στην οδό Ομήρου 51, και περιγράφει τα ίδια.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχει καμία αξία αυτό για μας εδώ;
Κ.ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Έχει αξία βεβαίως.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν προέκυψε εδώ από τη διαδικασία κάτι, ας φέρουμε αυτούς εδώ.
Κ.ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Είναι αυτόπτες. Εάν δείτε τις καταθέσεις τους, λένε εάν υπήρχε, ή δεν υπήρχε οδηγός μέσα στο αυτοκίνητο με το οποίο οι δράστες έφυγαν και αυτό έχει ουσιώδη επιρροή στη κατηγορία του εντολέα μου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλά ας επιφυλαχθούμε γι’ αυτό, ας έρθουν οι άλλοι και βλέπουμε. Κύριε Κουφοντίνα ορίστε.
Κ.ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Το ίδιο και ο κ. Μπαθέτης Ανδρέας κύριε Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αφήσαμε μήπως μπορούν να έρθουν μόνοι τους, να διατάξουμε βιαία προσαγωγή δεν κάνει. Τους θέλω να έρθουν. Ο κ. Εισαγγελεύς θα μεριμνήσει γι’ αυτό και εάν βέβαια μετά δεν αντιλέξετε, την διαβάζουμε. Ο κ. Κουφοντίνας έχει ζητήσει το λόγο. Θα δώσετε κάποια διευκρίνιση σχετικά με την προκήρυξη μου είπατε.
Δ.ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Ναι θα σχολιάσω λίγο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι θα σχολιάσετε, εδώ δεν σχολιάζουμε. Εσείς θα δώσετε κάποια διευκρίνιση, ότι νομίζετε, κάτι που δεν το καταλάβαμε δηλαδή και το παρανοήσαμε.
Δ.ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Κοιτάξτε βρισκόμαστε σε μια κατάσταση λίγο περίεργη. Έχετε βγάλει μια απόφαση ότι εδώ δεν δικάζετε πολιτικό έγκλημα. Βέβαια εγώ δεν δέχομαι την απόφασή σας και θεωρώ ότι η απόφασή σας δεν αποτελεί θέσφατο. Παρόλα αυτά βρισκόμαστε μπροστά σε καταστάσεις περίεργες. Να διαβάζονται από ένα ογκωδέστατο βιβλίο όπως βλέπετε εδώ, για κάθε ενέργεια, μια προκήρυξη που περιέχει πολιτικό σκεπτικό, να γίνονται ερωτήσεις και από σας κύριε Πρόεδρε περί επιτιθέμενης Αριστεράς. Να γίνεται διαπίστωση από την πολιτική αγωγή, ότι με την ενέργεια κατά του Μπακογιάννη, ήθελε η Οργάνωση να εμποδίσει την προσέγγιση δυο κομμάτων. Μια προφανής πολιτική επιδίωξη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Κουφοντίνα, είναι κατανοητή η απορία σας και την συμμερίζομαι.
Δ.ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Και φυσικά θα συνεχίσουμε με τέτοια ζητήματα γιατί πρόκειται για μια καθαρά πολιτική υπόθεση, όπως και εάν μεταμφιέζεται αυτή. Θέλω να πω τώρα γι’ αυτό που ακούστηκε στην προκήρυξη, γιατί ορισμένοι φαίνεται, δεν είναι θέμα επιπέδου γνώσεων δημοτικού, πώς να το χαρακτηρίσω αλλιώς όμως; Κάποιος δεν ξέρει ανάγνωση; Όταν διαβάζει εδώ ότι, σύμφωνα με την παραπάνω αναφορά του Ευθυμιάδη του Εισαγγελέα το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο της ΓΡΑΜΜΗΣ αποτελούνταν από 12 εκατομμύρια του Μπακογιάννη, 33 εκατομμύρια της αδελφής του και 15 εκατομμύρια του Κουναλάκη. Ποτέ δεν πληρώθηκαν απ’ αυτούς, όπως ψευδώς δήλωσαν, αλλά προήλθαν από τα κλεμμένα του Κοσκωτά. Και συνεχίζει παρακάτω.
Θέλει να πει ότι, επειδή το ’89 δεν είναι τόσο μακριά και όλοι εδώ μέσα το ζήσαμε, ξέρουμε ότι τον Κοσκωτά, που τότε ήταν ένας απλός υπάλληλος της Τράπεζας, δεν ήταν τραπεζίτης, δεν ήταν τίποτα, ήταν ένας απλός υπάλληλος. Κάποιοι δημιούργησαν έναν εκδοτικό μηχανισμό για να τον χρησιμοποιήσουν για προφανείς λόγους. Αυτό απλώς το πήρε μετά το ΠΑΣΟΚ και φυσικά έδιωξε τον Μπακογιάννη, αφού το χρησιμοποιούσε για δικές του επιδιώξεις. Είναι σαφές αυτό.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εντάξει. Να πούμε ότι θα συνεχιστεί η υπόθεση Βαρδή Βαρδινογιάννη και Ρόναλντ Στιούαρτ. Ελάτε παρακαλώ.
Ι.ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Υπάρχει ένα θέμα κύριε Πρόεδρε με τα πειστήρια που έχουμε ζητήσει. Επειδή τα ζητήσατε να ξεκαθαρίσουμε αυτό το πράγμα, ότι προχθές μόλις απόφαση διαβιβάστηκε. Υπήρξε μια πληροφόρηση την οποία είχαμε, ότι αυτά τα πράγματα, επειδή έχουν αποτυπώματα επάνω και πρέπει να έρθουν κάτω από συγκεκριμένους όρους, ώστε να μην τα πιάσουμε όλοι μαζί κλπ. Ας βρεθεί ένας τρόπος να έρθουν εδώ πέρα, χωρίς να αλλάξουν?
Αυτό πρέπει να γίνει σε εύλογο χρόνο κύριε Πρόεδρε, για να μπορούσε να ασκήσουμε υπερασπιστικά δικαιώματα. Γι’ αυτό το αναφέρω.
(διαλογικές συζητήσεις)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να είστε βέβαιος κύριε Ραχιώτη ότι θα έρθουν. Είπαμε, διατάξαμε να έρθουν.
Διακόπτεται η συνεδρίαση για αύριο στις 9 το πρωί.