Με τον τίτλο «Μετέωρο πάθος», η αυτοβιογραφία της γαλλίδας συγγραφέα και κινηματογραφίστριας Μαργκερίτ Ντυράς (1914 - 1996), που καταγράφηκε με τη μορφή συνέντευξης από την ιταλίδα δημοσιογράφο Λεοπολντίνα Παλλότα ντέλλα Τόρρε, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ολκός.
Η συγγραφέας που απείλησε ότι θα αυτοκτονήσει, προκειμένου να εκδοθούν τα πρώτα της βιβλία και που, αργότερα, αποφάσισε να μη γράψει ούτε μία λέξη, αφηγείται τη ζωή της και εκείνα τα πάθη, που την οδήγησαν στην υπέρβαση.
Με τον τίτλο «Μετέωρο πάθος», η αυτοβιογραφία της γαλλίδας συγγραφέα και κινηματογραφίστριας Μαργκερίτ Ντυράς (1914 - 1996), που καταγράφηκε με τη μορφή συνέντευξης από την ιταλίδα δημοσιογράφο Λεοπολντίνα Παλλότα ντέλλα Τόρρε, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ολκός.
Ανακαλύπτοντας τα κενά
Χωρίς φόβο και πάθος, η Μαργκερίτ Ντυράς μιλά για όλα, τη ζωή, το έργο της, την εποχή της αφάνειας, την ξαφνική επιτυχία, την παγκόσμια αναγνώριση, την πολιτική, τον έρωτα. Και όσο για το πάθος, μετέωρο ή μη, λέει: «Για πολλά χρόνια είχα κοινωνική ζωή και η ευκολία, με την οποία συναντούσα ανθρώπους ή τους μιλούσα, καθρεφτιζόταν στα βιβλία μου. Ώσπου γνώρισα έναν άντρα και, σιγά σιγά, όλη εκείνη η κοσμικότητα εξαφανίστηκε.
Ήταν ένας παθιασμένος έρωτας, σαρκικός, δυνατότερος από μένα, για πρώτη φορά. Έφτασα, μάλιστα, στο σημείο να θέλω να σκοτωθώ και αυτό άλλαξε ακόμα και τον τρόπο μου να γράφω λογοτεχνία: ήταν σαν να είχα ανακαλύψει τα κενά, τις τρύπες που είχα μέσα μου και να βρήκα το θάρρος να μιλήσω γι’ αυτά. Η γυναίκα του “Moderato cantabile” και του “Χιροσίμα αγάπη μου” ήμουν εγώ. Εξουθενωμένη από το πάθος, μην μπορώντας να το εκφράσω με τον λόγο, αποφάσισα να γράψω, σχεδόν με ψυχρότητα».
Συγγραφέας κάθε στιγμή
Γεννημένη σε ένα χωριό της Ινδοκίνας, λίγο πριν την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, η Μαργκερίτ Ντοναντιέ, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, έχασε τον πατέρα της σε ηλικία 4 ετών. Πήρε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ντιράς από το όνομα ενός χωριού, όπου ο πατέρας της είχε αγοράσει ένα μικρό κτήμα, πριν τον θάνατό του.
Στα 17 της, μετακόμισε στο Παρίσι, όπου σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες. Το 1939, παντρεύτηκε τον συγγραφέα Ρομπέρ Αντέλμ και το 1943 έγινε μέλος της γαλλικής αντίστασης και του κομμουνιστικού κόμματος, από όπου αποχώρησε το 1950.
Όταν ο εκδοτικός οίκος Gallimard αρνήθηκε να εκδώσει το πρώτο της βιβλίο, συνέχισε απτόητη να γράφει. Όταν τελείωσε το δεύτερο βιβλίο της, απείλησε ότι θα αυτοκτονήσει, αν δεν εκδοθεί. Η πολυπόθητη επιτυχία δεν άργησε να έρθει. Όμως, δεν μπόρεσε να την απολαύσει, αφού η Γκεστάπο συνέλαβε τον σύζυγό της και τον φυλάκισε στο Νταχάου. Τότε, κατάλαβε ότι η λογοτεχνία ήταν κάτι ασήμαντο μπροστά στον πόνο της πραγματικής ζωής και πήρε την απόφαση να μη γράψει ούτε μία λέξη. Έτσι, δε δημοσίευσε τίποτε έως το 1950 και στα έργα της κυριάρχησε ο ρεαλισμός.
Μετά τον πόλεμο, εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε πολλά περιοδικά. Έγραψε μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, σενάρια για τον κινηματογράφο, μεταξύ των οποίων το διάσημο «Χιροσίμα, αγάπη μου», που ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Σεναρίου, και ασχολήθηκε με την παραγωγή ταινιών. Το 1984, έγραψε την αυτοβιογραφία της, με τίτλο «Ο εραστής», η οποία κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο Γκονκούρ και είναι ακόμα πρώτη σε κυκλοφορία στα βιβλιοπωλεία της Κίνας.
«Ακόμη και όταν γράφω επιστολή διαμαρτυρίας προς την τηλεφωνική εταιρεία, είμαι συγγραφέας. Δεν μπορώ να το ελέγξω, είμαι συγγραφέας κάθε στιγμή. Η λογοτεχνία είναι σκανδαλώδης, επειδή είναι κάτι σπάνιο και επειδή τρελαίνει τους ανθρώπους» δήλωνε η Μαργκερίτ Ντυράς.
Τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής της, κατά τα οποία το αλκοόλ την επηρέαζε πιο έντονα από κάθε άλλη φορά, έζησε με τον - κατά 38 χρόνια νεότερό της - Γιαν Αντρέα Στάινερ, με τον οποίο είχε μία ταραχώδη σχέση. Έφυγε από τη ζωή το 1996, σε ηλικία 81 ετών.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]