Το Global Observer της AeroVironment είναι ένα εξαιρετικά ογκώδες αεροσκάφος για τα δεδομένα των μη επανδρωμένων (UAV), καθώς έχει άνοιγμα φτερών αντίστοιχο αυτού ενός στρατηγικού βομβαρδιστικού Β-52.
Το Global Observer της AeroVironment είναι ένα εξαιρετικά ογκώδες αεροσκάφος για τα δεδομένα των μη επανδρωμένων (UAV), καθώς έχει άνοιγμα φτερών αντίστοιχο αυτού ενός στρατηγικού βομβαρδιστικού Β-52. Κινείται με κυψέλες υγρού υδρογόνου και θα αποτελούσε ένα άγρυπνο «μάτι στον ουρανό» για την αεροπορία των ΗΠΑ, ικανό να φτάσει σε ύψος 65.000 ποδών και να παραμένει στον αέρα για διάστημα μίας εβδομάδας, χωρίς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Φορτωμένο με υψηλής τεχνολογίας κατασκοπευτικές κάμερες και αισθητήρες, μπορεί να παρακολουθεί μία ζώνη ακτίνας 600 μιλίων, ενώ παράλληλα εξυπηρετεί σκοπούς «σταθμού» αναμετάδοσης.
Τόσο το Πεντάγωνο, όσο και το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ και άλλες υπηρεσίες είχαν εκδηλώσει έντονο ενδιαφέρον για το Global Observer, το οποίο, πέρα από τους στρατιωτικούς σκοπούς, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για την παρακολούθηση τυφώνων. Ωστόσο, σύμφωνα, με το Wired, που επικαλείται δηλώσεις της Μορίν Σούμαν, εκπροσώπου του Πενταγώνου, στο InsideDefense, πλέον δεν υπάρχει ενδιαφέρον για την εξέλιξή του ως πρόγραμμα από πουθενά.
Η ανάπτυξη του σκάφους ξεκίνησε το 2007 και φέρεται να έλαβε τέλος το Δεκέμβριο, μετά από 5 χρόνια και 27,9 εκατομμύρια δολάρια, όταν το Πεντάγωνο τερμάτισε το συμβόλαιο ανάπτυξης. Σε σχετικό ερώτημα του Danger Room του Wired, το Πεντάγωνο απάντησε λακωνικά ότι «το Global Observer ήταν επίδειξη τεχνολογίας, όχι πρόγραμμα».
Το πρώτο πρωτότυπο, GO-1, είχε συντριβεί κατά τη διάρκεια δοκιμαστικής πτήσης το 2011, για αίτια τα οποία δεν αποκαλύφθηκαν. Το Πεντάγωνο είχε ζητήσει δεύτερο σκάφος (GO-2), ωστόσο στη συνέχεια υπήρξαν επιπλοκές, πριν την ολοκλήρωσή του. Το Πεντάγωνο δεν ήταν ο μόνος φορέας που εκδήλωσε ενδιαφέρον και στο τέλος έκανε πίσω: αντίστοιχα έπραξαν και ο Στρατός, η Πολεμική Αεροπορία, η Ακτοφυλακή, η Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων, το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας και η Στρατηγική Διοίκηση.
Επί της παρούσης, η AeroVironment δηλώνει πως οι εγκαταστάσεις της είναι σε θέση να παράγει πέντε αεροσκάφη το χρόνο, και είναι όλα έτοιμα για να ξεκινήσει η παραγωγή. Ωστόσο, χωρίς αγοραστή, οι επιλογές της είναι περιορισμένες- μία που εξετάζεται είναι η ίδια εταιρεία να διαχειρίζεται το σκάφος και να πωλεί τις πληροφορίες που συλλέγει, εν είδει παροχής υπηρεσίας.
Σε παρεμφερές πλαίσιο κινείται και το Phantom Eye της Boeing, αντίστοιχων διαστάσεων και ρόλου με το Global Observer. H εταιρεία το προωθεί ως ιπτάμενο σταθμό αναμετάδοσης, για την καλύτερη επικοινωνία και δικτύωση των σκαφών του πολεμικού ναυτικού. Ωστόσο, το Phantom Eye έχει και αυτό τα δικά του προβλήματα, όπως μία αποτυχημένη προσπάθεια εγκατάστασης λέηζερ, τεχνικά προβλήματα και ένα ατύχημα.
Στον αντίποδα των δύο μεγάλων αεροσκαφών βρίσκεται το Global Hawk της Northrop Grumman, που έχει ήδη «γράψει» χιλιάδες ώρες πτήσεις σε αποστολές σε διάφορα μέρη του κόσμου, ωστόσο το μέλλον του είναι αμφίβολο, καθώς το πρόγραμμα είδε περικοπή δαπανών έρευνας ύψους 100.000.000 δολαρίων και τερματισμό των αγορών αεροσκαφών.
Ωστόσο, εν αντιθέσει με τα προαναφερθέντα αεροπλάνα, οι οιωνοί φαντάζουν καλοί για το, εκ πρώτης όψεως, «αναχρονιστικό» Aerostar TIF-25K, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου ναρκωτικών στην Καραϊβική και στην ουσία αποτελεί ένα high-tech αερόστατο, φορτωμένο με κάμερες και αισθητήρες. Περιέχει ήλιο, μπορεί να πετάξει σε ύψη μέχρι 2.000 ποδών και προσδένεται σε πλοίο. Ενισχύει δραματικά την εμβέλεια των ραντάρ των πλοίων που εξυπηρετεί, στα 50 μίλια, ενώ μπορεί να «αναγνωρίσει» σκάφη σε απόσταση 15 μιλίων. Μόλις εντοπίσει κάτι «ενδιαφέρον», ακολουθεί η εκτόξευση ενός μη επανδρωμένου Puma AE, για να συγκεντρώσει περισσότερες πληροφορίες. Το Puma είναι μικρού μεγέθους (άνοιγμα φτερών περίπου τριών μέτρων- εκτοξεύεται με το χέρι), αλλά φέρει μία μεγάλη ποικιλία αισθητήρων και καμερών. Η κεντρική ιδέα είναι ότι ο συνδυασμός των Aerostar και Puma θα βοηθήσει σημαντικά στην αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου ναρκωτικών στην Καραϊβική, χωρίς να απαιτείται η αποστολή ανδρών με σκάφη για ελέγχους, εξοικονομώντας χρόνο και πόρους. Το εν λόγω «δίδυμο» έχει χρησιμοποιηθεί ήδη με επιτυχία στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.