Ένα από τα πρώτα και βασικότερα πράγματα που μαθαίνει κανείς σε μια σχολή δημοσιογραφίας είναι η ανάγκη για διασταύρωση μίας είδησης, και από δεύτερη πηγή, πριν αυτή δημοσιευθεί.
Ένα από τα πρώτα και βασικότερα πράγματα που μαθαίνει κανείς σε μια σχολή δημοσιογραφίας είναι η ανάγκη για διασταύρωση μίας είδησης, και από δεύτερη πηγή, πριν αυτή δημοσιευθεί.
Ωστόσο, στην εποχή των social media, η αρχή αυτή φαίνεται να παραγκωνίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, καθώς φημολογίες ή ψευδείς πληροφορίες κάθε είδους πάρα πολύ συχνά αναπαράγονται εν ριπή οφθαλμού, με τους περισσότερους χρήστες να μην μπαίνουν στη διαδικασία ελέγχου της πηγής και διασταύρωσης.
Επίσης, πολύ συχνά, το «χακάρισμα» του λογαριασμού ενός αναγνωρισμένου ή αξιόπιστου/επίσημου κατά τα άλλα μέσου ή ατόμου/ φορέα μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα παραπληροφόρηση ευρείας κλίμακας- όπως σε περιπτώσεις «χακαρίσματος» λογαριασμών στο Twitter του Associated Press, του BBC και άλλων μέσων ενημέρωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Twitter (ειδικά μετά το περιστατικό με το χακάρισμα του λογαριασμού του ΑΡ και την δημοσίευση «είδησης» περί εκρήξεων στο Λευκό Οίκο και τραυματισμού του Ομπάμα) προσανατολίζεται προς μία «λύση» ασφαλείας δύο «βημάτων», όπως αναφέρουν ιστοσελίδες όπως το Wired και το Mashable.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ένα τέτοιο σύστημα (two-step, two-factor ή multifactor) θα μειώσει τον κίνδυνο παραβίασης των λογαριασμών χρηστών, καθώς είναι αποτελεσματικότερο από έναν «απλό» κωδικό. Πιο συγκεκριμένα, όταν ένας χρήστης «λογκάρει» από νέα τοποθεσία, του ζητείται να εισάγει τον κωδικό του, αλλά και ένα νέο, τυχαίο κωδικό που αποστέλλεται στη συσκευή που χρησιμοποιεί: κοινώς, κάτι που ο χρήστης «ξέρει», και κάτι που ο χρήστης (εφόσον είναι ο σωστός) «αποκτά».
Δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό πότε το Twitter θα παρουσιάσει το νέο σύστημα, ωστόσο θεωρείται ότι (πλέον) κάτι τέτοιο θα συμβεί σύντομα, καθώς τέτοιου είδους επιθέσεις έχουν αρχίσει να γίνονται πολύ συχνές. Όπως εκτιμάται, βρίσκονται σε εξέλιξη εσωτερικές δοκιμές.
Πέρα από τέτοιου είδους «υποκλοπές», τα social media έγιναν πρόσφατα στόχος έντονων «πυρών» όσον αφορά την αξιοπιστία τους στην αναπαραγωγή ειδήσεων, καθώς, στις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στη Βοστόνη, χρήστες του Reddit και του Twitter στοχοποίησαν άδικα έναν αθώο φοιτητή ως ύποπτο τρομοκρατίας, λόγω φημολογίας. Για την αποφυγή τέτοιων περιστατικών, αναπτύσσονται διάφορα «εργαλεία», όπως το Verily, από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας Μασντάρ και το Qatar Computer Research Institure, που αποτελεί μία πλατφόρμα «επιβεβαίωσης» πληροφοριών στα social media.
Σύμφωνα με το MIT Technology Review, το Verily θα χρησιμοποιεί ένα «σώμα» ανθρώπων που θα συλλέγουν πληροφορίες με στόχο την επιβεβαίωση ή απόρριψη φημών και αναφορών, ανταμείβοντας τους συμμετέχοντες με «πόντους φήμης». Παρεμφερής υπηρεσία είναι το Storyful, που χρησιμοποιεί μία σειρά τεχνικών, αλλά και «ανθρώπινων/χειροκίνητων» μέσων για να διασταυρώνει πληροφορίες που έχουν εξαπλωθεί «viral», καθώς και η εφαρμογή Swift River, που δίνει τη δυνατότητα χρήσης «φίλτρων» για τον «χείμαρρο» των δημοσιεύσεων στα timelines, ειδικά μετά από σημαντικά γεγονότα.
Σε δημοσίευμα στο CNN με τον τίτλο «The power of the wrong tweet», επισημαίνονται τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν από την παραπληροφόρηση μέσω των social media: επιπτώσεις στις αγορές, καταστροφικά φινάλε καριερών, διπλωματικές εντάσεις, πρόκληση ταραχών.
Το περιστατικό με το «χακάρισμα» του ΑΡ δεν αποτελούσε την πρώτη περίπτωση επηρεασμού των αγορών από ένα tweet, καθώς τον Αύγουστο του 2012, ο Ιταλός δημοσιογράφος-φαρσέρ Τομάσο ντε Μπενεντέτι είχε στήσει έναν ψευδή λογαριασμό στο Twitter για μέλος της ρωσικής κυβέρνησης (τον υπουργό Εσωτερικών, Βλαντιμίρ Κολοκόλτσεφ) και είχε αναγγείλει τον θάνατο του προέδρου της Συρίας, προκαλώντας αναταράξεις στις αγορές πετρελαίου (ισχυρίστηκε πως το έκανε για να δείξει την αναξιοπιστία των social media όσον αφορά την ενημέρωση).
Επίσης, το Μάρτιο, tweet- φάρσα από χρήστη που παρίστανε τον Αμερικανό πρέσβη, Μάικλ ΜακΦολ, στη Μόσχα, επέκρινε τις διαδικασίες των ρωσικών προεδρικών εκλογών, αναπαραγόμενα από ρωσικά ΜΜΕ και προκαλώντας δυσαρέσκεια μέχρι να ανακαλυφθεί πως επρόκειτο για φάρσα.