Πολλαπλασιάζονται και επανέρχονται στο προσκήνιο τα σενάρια ανασχηματισμού της κυβέρνησης και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, δεν μπορεί να τα αποδώσει στην ευφάνταστη δημιουργικότητα των media ή στην προσπάθειά τους να παραποιήσουν γεγονότα και να πιέσουν τις εξελίξεις.
Πολλαπλασιάζονται και επανέρχονται στο προσκήνιο τα σενάρια ανασχηματισμού της κυβέρνησης και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, δεν μπορεί να τα αποδώσει στην ευφάνταστη δημιουργικότητα των media ή στην προσπάθειά τους να παραποιήσουν γεγονότα και να πιέσουν τις εξελίξεις.
Αυτή τη φορά, τα σενάρια έχουν την υπογραφή του ίδιου του πρωθυπουργού, όπως αυτή είναι τοποθετημένη κάτω από την απόφαση που δημοσιεύθηκε στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης. Η πολύ «φρέσκια» αυτή απόφαση -υπεγράφη την Τρίτη που πέρασε και δημοσιεύθηκε την Τετάρτη- δημιουργεί έξι νέες θέσεις αναπληρωτών υπουργών και μία υφυπουργού σε διάφορα υπουργεία.
Η κυβερνητική προσέγγιση, ότι η παρέμβαση έγινε για λόγους τάξης, δηλαδή για να υπάρχουν οι συγκεκριμένες θέσεις αν και όποτε χρειαστούν, μάλλον δεν πείθει ακόμη και τον πλέον καλόπιστο. Η κίνηση αυτή «φωνάζει από μακριά» πρόθεση ανασχηματισμού και μάλιστα σε δύσκολο πολιτικό περιβάλλον, όπου η πολυκομματικότητα του κυβερνητικού σχήματος επιβάλλει να υπάρχουν στο υπουργικό τραπέζι περισσότερες καρέκλες, ώστε να διευκολυνθεί το έργο όποιου προσπαθήσει να τηρήσει τις σύνθετες κομματικές ισορροπίες κατά το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης.
Χάνουμε όμως την ουσία, αν, εξετάζοντας το θέμα της αλλαγής του οργανογράμματος του Υπουργικού Συμβουλίου, σταθούμε μόνο στο γεγονός ότι αυτό προαναγγέλλει ανασχηματισμό -άλλωστε θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η σύνθεση της κυβέρνησης δεν μπορεί να τροποποιήσει αισθητά μια πολιτική, η οποία είναι ήδη συμφωνημένη.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση, πέρα από τις προθέσεις αλλαγής στη σύνθεση της κυβέρνησης, υποδεικνύει προθέσεις διατήρησης απολύτως παλαιοκομματικής φιλοσοφίας στο σχηματισμό κυβέρνησης και, μάλιστα, με αυξημένο κόστος για τον προϋπολογισμό, σε μια περίοδο που θεωρητικά γίνεται προσπάθεια να εξοικονομηθεί και το τελευταίο διαθέσιμο ευρώ.
Αποκαλύπτεται έτσι η συντήρηση παρωχημένων πρακτικών διακυβέρνησης, που τοποθετούν τα μικροπολιτικά οφέλη στην κορυφή της κλίμακας των κυβερνητικών αξιολογήσεων, βάσει των οποίων λαμβάνονται αποφάσεις. Επαναφέρονται στη μνήμη προσεγγίσεις, που θα πίστευε κανείς ότι έχουν θαφτεί στη σκόνη της κρίσης και οι οποίες θεωρούσαν το κρατικό πορτοφόλι διαθέσιμο να χρηματοδοτήσει τις όποιες εμπνεύσεις αναπτύσσονται από τους διαχειριστές της εξουσίας, με στόχο τη διατήρηση της θέσης τους. Η απόφαση αυτή, αν δεν είναι μια κακή στιγμή, μπορεί να αποδειχθεί μια οδυνηρή συνήθεια.
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ - [email protected]